Κακούργημα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ως κακούργημα χαρακτηρίζεται το έγκλημα εκείνο, που τιμωρείται από το νόμο με ποινή κάθειρξης τουλάχιστον πέντε ετών. Στα κακουργήματα η φυλάκιση ονομάζεται κάθειρξη. Τα κακουργήματα δικάζονται από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο ή από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων.

Το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο αποτελείται από έναν (ή μία) Πρόεδρο Πρωτοδικών ως πρόεδρο, δύο Πρωτοδίκες και τέσσερις ενόρκους ως μέλη. Κατ' έφεση (σε δεύτερο βαθμό) τα κακουργήματα που υπάγονται στο ΜΟΔ δικάζονται από το Μικτό Ορκωτό Εφετείο, που αποτελείται από έναν Πρόεδρο Εφετών, δύο Εφέτες και τέσσερις ενόρκους.

Τα κακουργήματα που υπάγονται στο Τριμελές Εφετείο δικάζονται πρωτόδικα από έναν (ή μία) Πρόεδρο Εφετών και δύο Εφέτες, ενώ κατ' έφεση από το Πενταμελές Εφετείο, αποτελούμενο από έναν (ή μία) Πρόεδρο Εφετών ως πρόεδρο και τέσσερις Εφέτες ως μέλη.

Η Δωσιδικία (αρμοδιότητα) των αμιγών Εφετείων για την εκδίκαση κακουργημάτων είναι ιδιαιτέρως αμφισβητούμενη. Το Σύνταγμα ορίζει στο άρθρο 97 παρ. 1: "Τα κακουργήματα και τα πολιτικά εγκλήματα δικάζονται από μικτά ορκωτά δικαστήρια που συγκροτούνται από τακτικούς δικαστές και ενόρκους, όπως νόμος ορίζει." Η παράγραφος 2 επιτρέπει κατ' εξαίρεση την υπαγωγή των κακουργημάτων στη δικαιοδοσία των Εφετείων, χωρίς από την άλλη να θέτει όρια στην εξαίρεση. Στην πράξη κακουργήματα κατά της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας δικάζονται από ΜΟΔ, ενώ κακουργήματα κατά της ιδιοκτησίας και της περιουσίας δικάζονται από τα Τριμελή Εφετεία.

Ιδιαίτερη συζήτηση προκάλεσε η υπαγωγή του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας στη δικαιοδοσία του Τριμελούς Εφετείου. Για πολλούς η αφαίρεση κακουργημάτων από τα ΜΟΔ και η υπαγωγή τους στα Τριμελή Εφετεία εκφράζει τη δυσπιστία του νομοθέτη στο θεσμό των ενόρκων, θεσμό όμως κατοχυρωμένο από το Σύνταγμα. Οι λαϊκοί δικαστές θεωρούνται από κάποιους πιο κατάλληλοι για την εκδίκαση κακουργημάτων, επειδή δεν κινδυνεύουν από επαγγελματική πώρωση, έχουν κατά τεκμήριο το "κοινό περί δικαίου αίσθημα" και δεν είναι επιρρεπείς σε πολιτικές πιέσεις. Από άλλους οι ένορκοι θεωρούνται ακατάλληλοι για την εκδίκαση κακουργημάτων, επειδή δεν έχουν νομική κατάρτιση, είναι πιο επιρρεπείς σε συγκινησιακά επιχειρήματα και ενδέχεται να ενδώσουν πιο εύκολα σε απειλές των κατηγορουμένων (π.χ. σε εγκλήματα τρομοκρατίας).

Στα κακουργήματα δεν εφαρμόζεται η διαδικασία του Αυτοφώρου (βλ. πλημμέλημα). Της εισαγωγής της υπόθεσης στο Ακροατήριο προηγείται συνήθως προδικασία, προανάκριση ή ανάκριση.

Για να καταδικαστεί κάποιος για κακούργημα, πρέπει να έχει τελέσει την πράξη με δόλο. Κακουργήματα από αμέλεια δεν υπάρχουν. Αυτό έχει δημιουργήσει συζητήσεις για σοβαρά εγκλήματα με πολλά θύματα που τελούνται συνήθως από αμέλεια (πολύνεκρα τροχαία δυστυχήματα, αεροπορικά δυστυχήματα), κατά πόσο η τιμώρησή τους ως πλημμελημάτων (φυλάκιση μέχρι πέντε χρόνια) είναι αρκετή ή αν θα πρέπει να θεσπιστούν και κακουργήματα εξ αμελείας.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]