Κελτικός πολιτισμός

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Κέλτες)
Διασπορά των Κελτών στην ευρωπαϊκή ήπειρο

Οι Κέλτες είναι μια ομάδα Ινδοευρωπαϊκών λαών που ιστορικά εμφανίστηκε σε περιοχές της Ευρώπης και της Μικράς Ασίας. Ο εθνολογικός προσδιορισμός Κέλτες στηρίζεται επάνω στη χρήση των Κελτικών γλωσσών και σε άλλες πολιτισμικές ομοιότητες. Οι ομοιότητες αυτές όμως, δεν μας επιτρέπουν να μιλάμε για μία φυλή, έθνος ή εθνότητα, ούτε πολύ περισσότερο για κάποιο κελτικό κράτος με τη σύγχρονη έννοια του εθνικού κράτους. Οι ιστορικές Κελτικές ομάδες περιλάμβαναν πολυάριθμες φυλές, με πιο γνωστές τους Γαλάτες, τους Κελτίβηρες, τους Γαλάτες της Μικράς Ασίας, τους Βρετονούς και τους Γαέλους, που ήταν διηρημένοι σε διάφορα εθνολογικά παρακλάδια.[1] Η σχέση μεταξύ εθνότητας, γλώσσας και πολιτισμού στον κελτικό κόσμο είναι ασαφής και αμφιλεγόμενη.

Οι Κέλτες της αρχαιότητας, οι οποίοι εμφανίζονται πρώτοι -αλλά και συνηθέστερα- στις ιστορικές πηγές ήταν οι Κέλτες της ιστορικής περιοχής που στα λατινικά αρχαία κείμενα αναφέρεται ως Gallia, και που σήμερα την ονομάζουμε Γαλατία. Η περιοχή αυτή περιλάμβανε τις επικράτειες της σημερινής Γαλλίας και Ελβετίας και πολλές ακόμα περιοχές. Αυτός ο λαός είχε διάφορα ονόματα. Ένα από αυτά τα ονόματα ήταν το Galli (ελληνιστί Γάλλοι, εξ ου και η σύγχρονη ελληνική ονομασία των κατοίκων της Γαλλίας), το οποίο στη γλώσσα των Κελτών σήμαινε Πολεμιστές ή Γενναίοι Άνδρες.[2] Όμως, την εποχή του Ιουλίου Καίσαρα οι Galli φαίνεται να προτιμούσαν για τον λαό τους την ονομασία, την οποία ο Καίσαρας διασώζει ως "Celtae". Φαίνεται ότι το όνομα Celtae σήμαινε Πολεμιστές, δηλαδή ήταν μάλλον συνώνυμο με το Galli, και η προέλευση του ονόματος μάλλον ήταν κοινή με αυτήν της Παλαιο-νορβηγικής λέξεως "hildr", που σήμαινε "πόλεμος" και "μάχη". Από την αρχαία λοιπόν ονομασία Celtae σχηματίστηκαν οι σύγχρονες ονομασίες "Κέλτες" και "κελτικός", που χρησιμοποιούνται για την εν θέματι εθνολογική ομάδα στην ολότητά της.[3] Να διευκρινίσουμε όμως, σε σχέση με τη Βρετανία και την Ιρλανδία, ιστορικές κοιτίδες του κελτικού πολιτισμού, ότι κανένας συγγραφέας της κλασικής αρχαιότητας δεν χρησιμοποίησε τον όρο Κέλτες προκειμένου να προσδιορίσει εθνικά κατοίκους των βρετανικών νήσων.

Γενικά μιλώντας, είναι περίπλοκο να ανεύρει κανείς ακριβείς και ιστορικά τεκμηριωμένους ορισμούς που να προσδιορίζουν την ταυτότητα των Κελτών. Η σοβαρότερη και πειστικότερη απόδειξη της ιστορικής ύπαρξης της κελτικής ταυτότητας είναι τα γλωσσολογικά τεκμήρια που πιστοποιούν την ιστορική χρήση της κελτικής γλώσσας.[4] Η κελτική ή πρωτο-κελτική γλώσσα, σε κάποιο απροσδιόριστο χρονικό σημείο διαχωρίστηκε σε δύο συγγενικούς μεν αλλά και διάφορους μεταξύ τους κλάδους: ο ένας είναι η Κ Κελτική (Q Celtic) ή Γοϊδελική και η άλλη είναι η Π Κελτική (P Celtic) ή Βρυθονική. Οι σύγχρονες Γοϊδελικές γλώσσες είναι η Ιρλανδική Γαελική, η Σκωτσέζικη Γαελική και η Μανξ, ενώ οι αντίστοιχες σύγχρονες Βρυθονικές γλώσσες είναι η Ουαλλική, η Κορνουαλική (Cornish) και η Βρετονική (Breton).

Ένα μεγάλο μέρος όσων είναι σήμερα αποδεκτά ως κελτική ιστορία συνθέτουν ένα σύγχρονο μύθο, που δημιουργήθηκε τον 18ο αιώνα, και αποτέλεσε βάση πολλών σύγχρονων εθνικιστικών και θρησκευτικών κινημάτων. Η προσαρμογή φανταστικών στοιχείων αδικεί τη μεγαλοπρέπεια ενός μονολιθικού πολιτισμού, που όχι μόνον εξαπλώθηκε σε όλη την Ευρώπη, αλλά πέρασε τις επιδράσεις και τις επιρροές του και στην ασιατική ήπειρο.

Γενική θεώρηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον 19ο αι. η άποψη που κυριαρχούσε στους ακαδημαϊκούς κύκλους αναφορικά με τους Κέλτες ήταν ότι αυτοί συνιστούσαν μία φυλή, που εμφανίστηκε την πρώτη χιλιετία π.Χ., με κοινή γλώσσα και πολιτισμό, της οποίας η πατρίδα εντοπιζόταν στην κεντρική Ευρώπη. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, την περίοδο από το 800 έως το 100 π.Χ. (Εποχή του Σιδήρου) σημειώθηκε μια επιθετική διασπορά των Κελτών έξω από τα όρια της κύριας περιοχής διαβίωσής τους προς όλες τις κατευθύνσεις, στο πλαίσιο της οποίας οι Κέλτες εισέβαλαν στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης, το οποίο και κατέλαβαν. Σήμερα, η άποψη αυτή έχει σε μεγάλο βαθμό αναθεωρηθεί.[5] Η μέχρι σήμερα αρχαιολογική και ανθρωπολογική έρευνα κάνει τους επιστήμονες να κλίνουν προς την άποψη ότι ποτέ δεν υπήρξε μία ενιαία κελτική φυλή, ούτε και κάποιος πανευρωπαϊκός κελτικός πολιτισμός, ενιαίος ως προς τη γλώσσα και την κουλτούρα. Επιπρόσθετα, η Αρχαιολογία δεν έχει εντοπίσει ενδείξεις κάποιας εκρηκτικής διασποράς κελτικών πληθυσμών πέριξ της κεντρικής Ευρώπης, την Εποχή του Σιδήρου. Ειδικότερα, δεν φαίνεται να υπήρξαν καθόλου κύματα αξιόλογων κελτικών εισβολών προς τις δυτικές παρυφές της ηπειρωτικής Ευρώπης και προς τις βρετανικές νήσους την πρώτη χιλιετία π.Χ..[6] Γενικότερα μιλώντας, οι αρχαιολόγοι δεν έχουν εντοπίσει τεκμήρια κάποιας κελτικής εισβολής μεγάλης κλίμακας. Επομένως, είναι ασφαλέστερο να μιλάμε για διαφοροποιημένες εκδοχές κελτικών πολιτισμικών μορφωμάτων, χωρίς ενιαία εθνική και πολιτισμική υπόσταση.

Έχοντας κατά νου τα παραπάνω, εάν σήμερα αποπειραθούμε να φτιάξουμε ένα εθνολογικό χάρτη της ευρωπαϊκής Εποχής του Ορείχαλκου, με βάση κυρίως τα πορίσματα της Αρχαιολογίας, θα διαπιστώσουμε ότι ήδη από την περίοδο αυτή διακρίνεται η παρουσία μεγάλων πληθυσμιακών συνόλων, που προαπεικονίζουν την παρουσία μετέπειτα ιστορικών πληθυσμών, όπως οι Κέλτες. Η καταγωγή του κελτικού πολιτισμού είναι αβέβαιη, όμως θεωρείται σίγουρο ότι αυτή πρέπει να ενταχθεί στον Πολιτισμό του Χάλλστατ, δηλαδή ο πρώϊμος κελτικός πολιτισμός γεννήθηκε μέσα από διαδικασίες αλληλεπίδρασης, μέσα στο πλαίσιο του πολιτισμού αυτού. [7] Είναι λανθασμένο δηλαδή να θεωρήσουμε ότι οι Κέλτες ήταν ένας λαός που κατήλθε στον ευρωπαϊκό χώρο την Εποχή του Σιδήρου. Η άποψη αυτή θεωρείται σήμερα παρωχημένη. Ας πάρουμε ως παράδειγμα τις δυτικοευρωπαϊκές περιοχές που σήμερα θεωρούμε ως κελτικές, όπως η Γαλλικία, η Βρετάνη και η Κορνουάλη. Οι πληθυσμοί των παραπάνω περιοχών που οικειοποιήθηκαν τον κελτισμό, ήταν πιθανότατα γηγενείς, και οι πρόγονοί τους είχαν εποικίσει τις περιοχές αυτές πριν 10.000 χρόνια, την εποχή που οι παγετώνες υποχωρούσαν προς βορρά.[8] Σήμερα δηλαδή, οι εθνολόγοι κλίνουν προς την άποψη πως η επέκταση εθνοτικών ομάδων δεν επιτυγχάνεται μόνο μέσω των εισβολών και της συνακόλουθης αφομοίωσης, αλλά επίσης και στον ίδιο βαθμό και μέσω της βιολογικής αναπαραγωγής (ειρηνικού τύπου επαφές πληθυσμών, εμπόριο, επιγαμία).[9]

Σε εκτεταμένες περιοχές πέριξ του άξονα των ποταμών Ρήνου-Ροδανού, τάφοι και οικισμοί του 8ου και 7ου αι. π.Χ. περιέχουν ορειχάλκινα αγγεία, υδρίες, κρατήρες και πήλινα αγγεία, που προέρχονται από μεσογειακές περιοχές, και μαρτυρούν τη διεξαγωγή εμπορίου οίνου κατά την περίοδο αυτή, ανάμεσα στην Ελλάδα, τη Νότιο Ιταλία και την Ετρουρία από τη μια πλευρά, και τους γαλατικούς πληθυσμούς που κατοικούσαν πέριξ του άξονα αυτού από την άλλη. Δεν έχουμε ακριβή γνώση των δρόμων που ακολουθούσε το εν λόγω εμπόριο, είναι όμως γνωστό ότι στους τοπικούς ηγεμόνες των Γαλατών άρεσε ιδιαίτερα το κρασί.[10] Ακόμα και την Εποχή του Σιδήρου, τα ιστορικά γεγονότα και εξελίξεις που συνέβαιναν στις μεσογειακές χώρες, και ειδικά στην Ελλάδα, είχαν κατά κανόνα σοβαρό αντίκτυπο στην κεντρική Ευρώπη. Μέσα από την εμπορική επαφή των Κελτών με τους πολιτισμούς των μεσογειακών λαών, ο κελτικός κόσμος ενσωματώνεται στο δίκτυο της μεσογειακής οικονομίας, και αυτή η ενσωμάτωση αφενός δίνει ώθηση σε μια διαδικασία συγκεντρωτισμού της ισχύος και αφετέρου καθιστά τις κελτικές κοινωνίες περισσότερο δεκτικές απέναντι σε εξωτερικές επιρροές, πράγμα που αργότερα θα διευκολύνει την πολιτική και πολιτισμική αφομοίωσή τους από τους Ρωμαίους.[11]

Ιστορική συνέχεια του πολιτισμού του Χάλλστατ αποτελεί ο πολιτισμός Λα Τεν της κεντρικής Ευρώπης, με τον οποίον οι Κέλτες ήρθαν επίσης σε αλληλεπίδραση, και που θα μπορούσε εν μέρει να θεωρηθεί ως κομμάτι του ευρύτερου κελτικού πολιτισμού. Ήδη από την περίοδο του Πολιτισμού του Χάλλστατ, κέλτικοι πληθυσμοί είχαν πιθανότατα εποικίσει τις περιοχές της Έσσε και της Βεστφαλίας ευρύτερα, δυτικά του Ρήνου. Ο πολιτισμός του Jastorf, ανατολικά του ποταμού Έλβα και μέχρι τον ποταμό Όντερ (που διατρέχει τη δυτική Πολωνία κοντά στα όρια με την Τσεχία και τη Γερμανία), παραλληλίζεται με τον Πολιτισμό Λα Τεν, παραλληλισμός που ίσως καταδεικνύει την επιρροή του Κελτισμού στη σημερινή περιοχή ανάμεσα στην ανατολική Γερμανία και τις δυτικές παρυφές της Πολωνίας.[12]

Κατά τη διάρκεια της Εποχής του Σιδήρου, εκτός από τον Πολιτισμό του Χάλλστατ και τον Πολιτισμό Λα Τεν, οι Κέλτες ήρθαν σε γόνιμη επαφή και με τους διάφορους βελγικούς πολιτισμούς του ευρωπαϊκού χώρου. Από τον 5ο αι. π.Χ. η περιοχή ανάμεσα στη σημερινή γαλλική Μάρνη και τη δυτική όχθη του Ρήνου αποτελεί ενδιάμεσο κέντρο εγκατάστασης Κελτών, που κατευθύνονται προς την Ισπανία, τη Νότια Γαλλία και τη Βρετανία. Από τον 5ο έως τον 3ο αι. κελτικοί πληθυσμοί εγκαθίστανται, επίσης, στις ανατολικές περιοχές του Δούναβη, στον Εύξεινο Πόντο και στη βόρεια και κεντρική Ιταλία.[13] Σταδιακά αυτός ο πολυμερής πολιτισμός εξαπλώθηκε από την Ιρλανδία έως τη Μικρά Ασία (βλ. τους Γαλάτες της Καινής Διαθήκης).

Κατά την περίοδο της κλασικής Ελλάδας (που αντιστοιχεί χρονολογικά στον πολιτισμό Λα Τεν της κεντρικής Ευρώπης) έως τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες, το μεγαλύτερο τμήμα της ευρωπαϊκής ηπείρου ζούσε υπό τη σκιά αυτού του πολιτισμού, που παρά τις διαφοροποιημένες μορφές του, χαρακτηριζόταν πάντα από ενοποιημένη πολιτισμική δράση. Ο Κελτικός πολιτισμός, όντας προφορικός, κατά την κλασική περίοδο δεν άφησε πίσω του γραπτές μαρτυρίες. Οι αναφορές μας -αρνητικές και προκατειλημμένες ως επί το πλείστον- προέρχονται από Έλληνες και Ρωμαίους συγγραφείς. Η νωρίτερη γραπτή αναφορά στους Κέλτες γίνεται από τον Ηρόδοτο, ο οποίος μιλώντας για τον ποταμό Ίστρο, δηλαδή τον σημερινό Δούναβη, σημειώνει ότι αυτός ξεκινά από τη χώρα των Κελτών και από την πόλη Πυρήνη (που ίσως είναι η σημερινή Χιρόνα (Girona) της Καταλωνίας) και ότι κόβει την Ευρώπη στη μέση. Για να κατατοπίσει δε περαιτέρω τον αναγνώστη εξηγεί ότι οι Κελτοί, όπως τους αναφέρει, κατοικούν πέρα από τις Στήλες του Ηρακλέους και συνορεύουν με τους Κυνησίους, που κατοικούν στους απώτερους δυτικούς τόπους της Ευρώπης.[14]Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Ηρόδοτος, παρά το νεφελώδες της αναφοράς του, δεν έχει άδικο όταν τοποθετεί κελτικούς πληθυσμούς δυτικότερα των Στηλών του Ηρακλέους, δηλαδή δυτικότερα των Στενών του Γιβραλτάρ. Κάποιοι λόγιοι του 19ου αιώνα, βασιζόμενοι στον ισχυρισμό του Ηροδότου ότι ο Δούναβης πηγάζει στη χώρα των Κελτών, και δεδομένου ότι ο Δούναβης πηγάζει στον Μέλανα Δρυμό, μετέφεραν την πατρίδα των Κελτών στη νότιο Γερμανία.

Τον 4ο αι. π.Χ. οι Γαλάτες συνιστούσαν διαρκή απειλή για τη Ρώμη. To 391 ή πιθανώς το 387 π.Χ. η Ρώμη απέστειλε τρεις πρεσβευτές προκειμένου να διαμεσολαβήσουν στις διαπραγματεύσεις ανάμεσα στην ετρουσκική πόλη Clusium και την κελτική φυλή των Σήνωνων, επάνω σε ζητήματα εδαφικών διαφορών. Ατυχώς, οι διαπραγματεύσεις ναυάγησαν και οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές συνεπλάκησαν.[15] Οι Ρωμαίοι πρέσβεις δεν δίστασαν να συμμετάσχουν στη συμπλοκή στο πλευρό των Ετρούσκων, και μάλιστα φόνευσαν ένα μέλος της πρεσβείας των Σήνωνων. Το γεγονός αυτό υπήρξε η αφορμή για την εισβολή και την κατάληψη της Ρώμης από το στράτευμα του Βρέννου το 390 ή το 386. Όταν το στράτευμα του Βρέννου έφθασε στη Ρώμη μετά τη νίκη του επί των Ρωμαίων στον Αλλία ποταμό, τη βρήκε ανυπεράσπιστη και εγκαταλελειμμένη από την πλειονότητα των κατοίκων της, και έτσι τη λεηλάτησε ανεμπόδιστα. Η μνήμη της λεηλασίας της Ρώμης από τον Βρέννο στοίχειωσε τους Ρωμαίους για αρκετά χρόνια. Παρόλο δε που τα γεγονότα της γαλατικής λεηλασίας, ευτυχώς για τους Ρωμαίους, δεν επαναλήφθηκαν τα επόμενα χρόνια, οι Ρωμαίοι αναγκάστηκαν αρκετές φορές ακόμα να συγκρουστούν για να αποκρούσουν τους Γαλάτες επιδρομείς στη διάρκεια του 4ου αι..[16]

Η εξάπλωση του υλικού πολιτισμού της Λα Τεν σε περιοχές της ανατολικής Ευρώπης στη διάρκεια του 4ου αι. είναι ενδεικτική των κελτικών πληθυσμιακών μετακινήσεων και εγκαταστάσεων στην περιοχή. Μέχρι τα τέλη του 4ου αι. οι πληθυσμοί που έκαναν χρήση του υλικού Λα Τεν πολιτισμού είχαν εξαπλωθεί στις περιοχές του κεντρικού Δούναβη, ήτοι σε περιοχές της Σερβίας, της Ουγγαρίας και της Σλοβακίας, κι ακόμα προς δυσμάς σε θύλακες της Τρανσυλβανίας και ακόμα βορειότερα στην Κρακοβία της νοτίου Πολωνίας. Tο 279 π.Χ. κελτικές ορδές κατέλαβαν αρκετές πόλεις της ελλαδικής επικράτειας και λεηλάτησαν τους Δελφούς.[17] Όμως η εκστρατεία των Κελτών εναντίον της Ελλάδος κατέληξε σε συντριπτική ήττα. Ένα μέρος όσων επέζησαν, κατέληξαν στη θρακική ακτή της Μαύρης Θάλασσας, στην περιοχή του σημερινού Μπουργκάς της Βουλγαρίας, όπου ίδρυσαν με ηγέτη τον Κομοντόριο το βασίλειο της Τύλιδος. Μερικοί παρέμειναν στην Ελλάδα οικειοθελώς, καθώς στρατολογήθηκαν από τον Μακεδόνα ηγέτη Αντίγονο Γονατά, ο οποίος είχε εντυπωσιαστεί από τη γενναιότητά τους.[18]

Οι Κέλτες μέσα στο πέρασμα του χρόνου αφομοίωσαν το ρωμαϊκό πολιτισμικό παράδειγμα και κατόπιν δέχθηκαν την επίδραση άλλων πολιτισμών, όπως αυτών των Ιούτων, των Άγγλων και των Σαξόνων. Την εποχή που έπεσε η Ρώμη στα χέρια των Γότθων, (εισβολή του Αλάριχου το 410 μ.Χ.), οι Κέλτες είχαν απωθηθεί βόρεια, στην Αγγλία, την Ουαλία και την Ιρλανδία και αργότερα στη Σκωτία και τη ΒΔ ακτή της Γαλλίας. Από αυτόν τον μεγάλο πολιτισμό προέκυψαν πολλές από τις πολιτισμικές μορφές, ιδέες και αξίες της μεσαιωνικής Ευρώπης. Η Ευρώπη του Μεσαίωνα δεν υιοθέτησε μόνο ρωμαϊκής και ελληνικής προέλευσης κοινωνικές δομές και απόψεις, αλλά και αντίστοιχες κελτικής καταγωγής, αν και όχι στον ίδιο βαθμό με τις προηγούμενες.

Κοινωνία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

"Ο Θνήσκων Γαλάτης", Ρωμαϊκό μαρμάρινο αντίγραφο Ελληνιστικού έργου, Musei Capitolini, Ρώμη

Οι Κέλτες αγνοήθηκαν από τους συγγραφείς της παγκόσμιας ιστορίας, αν και σήμερα σταδιακά η αρχαιολογική και η ιστορική έρευνα μάς υποχρεώνει να αναγνωρίσουμε πως ο κελτικός τρόπος ζωής, οι κελτικοί θεσμοί και η κελτική άποψη για τον κόσμο γνώρισαν μεγάλη διασπορά για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα ανάμεσα στους γερμανικούς και ευρωπαϊκούς πληθυσμούς. Γραπτές μαρτυρίες υπάρχουν για τους Γαλάτες της κεντρικής και δυτικής Ευρώπης από ρωμαϊκές γραπτές μαρτυρίες, αναξιόπιστες στον βαθμό που εκπροσωπούσαν την πολιτική άποψη της Ρώμης.

Φαίνεται πως οι πρώιμες κελτικές κοινωνίες ήταν οργανωμένες γύρω από τις πoλεμικές δραστηριότητες -μια δομή που χαρακτηρίζει όλους τους πολιτισμούς που βρίσκονται σε διαδικασία μετανάστευσης, όπως οι Ούννοι και αργότερα οι Γερμανοί. Την ύστερη Εποχή του Χαλκού, οι κελτικές κοινωνίες πιθανότατα ακολούθησαν το γενικότερο ρεύμα της στρατιωτικοποίησης που διακρίνει την κοινωνική ζωή της δυτικής Ευρώπης εκείνης της περιόδου. Η παρουσία αυτού του ρεύματος στρατιωτικοποίησης μαρτυρείται από τη μία με την παρουσία οχυρών σε λοφώδεις τοποθεσίες και οχυρωμένων παραλίμνιων οικισμών, και από την άλλη από την εμφάνιση νέων, προηγμένων όπλων από ορείχαλκο, όπως της ορειχάλκινης πολεμικής σπάθης, φτιαγμένης ειδικά για το σχίσιμο της σάρκας.[19] Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα της κοινωνίας της Λα Τεν είναι ο πολεμικός της χαρακτήρας. Την περίοδο του πολιτισμού του Χάλλστατ οι τάφοι των αριστοκρατών και των ηγεμόνων περιείχαν μεν οπλισμό, αλλά αυτός ήταν οπλισμός που προοριζόταν κυρίως για κυνήγι και για επίδειξη. Στους αντίστοιχους όμως τάφους του πρώϊμου πολιτισμού Λα Τεν οι αριστοκράτες θάβονταν με πλήρη πολεμική εξάρτυση, ενώ τα τετράτροχα ταφικά άρματα της περίόδου του Χάλλστατ αντικαταστάθηκαν από δίτροχα πολεμικά.[20]

Αν και οι κλασικοί Έλληνες και Ρωμαίοι συγγραφείς θεωρούσαν τους Κέλτες βίαιους φρενοβλαβείς, η πολεμική τους δραστηριότητα δεν ήταν μια οργανωμένη διαδικασία εδαφικών κατακτήσεων. Ανάμεσα στους Κέλτες η πολεμική δραστηριότητα ήταν μάλλον μια "αθλητική δραστηριότητα" και εστιαζόταν σε επιδρομές και κυνήγια. Τα δίτροχα άρματα δύο ίππων που ανακαλύφθηκαν σε πλούσιους τάφους της γαλλικής Καμπανίας θεωρείται ότι θα άνηκαν σε ευγενείς πολεμιστές.[21] Φαίνεται πως οι ευγενείς Κέλτες υπηρετούσαν στο στρατιωτικό ιππικό. Οι Βρετονοί ιππείς πολεμούσαν επάνω σε άρματα, διεξάγοντας έτσι ένα είδος μάχης που στους Έλληνες και τους Ρωμαίους φαινόταν απαρχαιωμένο και βγαλμένο από την ομηρική αρχαιότητα.[22]

Στην Ιρλανδία, ο θεσμός του Φιάννα απευθυνόταν σε νέους αριστοκράτες πολεμιστές που εγκατέλειπαν τη φυλετική τους περιοχή για κάποιο χρονικό διάστημα, προκειμένου να επιδοθούν σε επιδρομές και κυνήγι, αναγκαίο συστατικό της τελετής ενηλικίωσής τους και διαμόρφωσης κοινωνικού στάτους. Όταν οι Κέλτες ήλθαν σε επαφή με τους Ρωμαίους, άλλαξαν και τον τρόπο πολεμικής τους οργάνωσης, έτσι ώστε να είναι ικανοί να αμύνονται ενάντια σε μεγαλύτερο αριθμητικά στρατό.

Ωστόσο, φαίνεται πως οι ομάδες επίθεσής τους ήταν εκείνες που οδήγησαν τους κλασικούς συγγραφείς στον χαρακτηρισμό "φρενοβλαβείς". Η κελτική μέθοδος επίθεσης ξεκινούσε με την κατά μέτωπο παράταξη εμπρός στον εχθρικό στρατό. Κατόπιν οι πολεμιστές άρχιζαν να ουρλιάζουν και να χτυπούν τα ξίφη και τα δόρατά τους στις ασπίδες τους. Εντέλει άρχιζαν να τρέχουν κατευθείαν προς τον αντίπαλο φωνάζοντας σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής, προκειμένου να τρομάξουν την αντίπαλη παράταξη και να την εξαναγκάσουν σε οπισθοχώρηση. Αν η εχθρική παράταξη παρέμενε αδιάσπαστη, οι ομάδες οπισθοχωρούσαν στην αρχική τους θέση και άρχιζαν τη διαδικασία από την αρχή.

Η διαρκής πολεμική δραστηριότητα συνδέεται και με άλλο ένα συνεκτικό στοιχείο του κελτικού πολιτισμού, που είναι η οικοδόμηση οικισμών περιβεβλημένων με ισχυρά τείχη. Οι Ρωμαίοι ονόμασαν αυτά τα οχυρά oppida (βλ. λήμμα Oppidum), και χαρακτηριστικό τους είναι η τοποθέτηση διασταυρούμενων δοκών στα τείχη.[23] Τα οχυρά αυτά συχνά περιβάλλονταν από οικισμούς καλυβών, ορθογώνιων στη Γαλατία και την κεντρική Ευρώπη και κυκλικών στη Βρετανία. Στις περιοχές της νοτίου Γερμανίας, της Αυστρίας και της Βοημίας, από τον 6ο π.Χ. αιώνα, πολλά μικρά φρούρια χτισμένα σε λοφώδεις τοποθεσίες εγκαταλείπονται, και αντικαθίστανται από ένα σχετικά μικρό αριθμό μεγάλων φρουρίων, χτισμένων επίσης σε λοφώδεις τοποθεσίες, τα οποία μαρτυρούν την ιστορική τους διάσταση ως διαπρεπών κέντρων ισχύος και εξουσίας. Τα οχυρά αυτά στέγαζαν τους ισχυρούς φυλάρχους, των οποίων οι τάφοι έχουν ανακαλυφθεί στις υπαίθριες περιοχές που τα περιέβαλλαν.[24] Ως παράδειγμα γνωστού κελτικού oppidum μπορούμε να αναφέρουμε το Καμουλόδουνον στη βρετανική κομητεία του Essex, στη θέση του οποίου, αναπτύχθηκε η ομώνυμη ρωμαϊκή πόλη, στο σημερινό Colchester, 80 χιλιόμετρα βορειοανατολικά του Λονδίνου. Το Καμουλόδουνον υπήρξε η πρωτεύουσα της φυλής των Κατουβελλαύνων (Catuvellauni) και ακόμα ενωρίτερα το βασικό οικιστικό κέντρο των Τρινοβαντών (Trinovantes).[25]

Η κελτική κοινωνία ήταν ιεραρχικά δομημένη σε τάξεις. Τις φυλές κυβερνούσαν βασιλείς και οι πολιτικοί θεσμοί τους διακρίνονταν για την πλαστικότητά τους. Σύμφωνα με ρωμαϊκές και ιρλανδικές πηγές, η κελτική κοινωνία διαιρείτο σε τρεις ομάδες: μια πολεμική αριστοκρατία, μια τάξη διανοητών στην οποία περιλαμβάνονταν οι δρυΐδες, οι ποιητές και οι δικαστές, και μια τρίτη στην οποία περιλαμβάνονταν όλοι οι άλλοι. Η εξουσία βρισκόταν στα χέρια της πολεμικής ελίτ, η οποία, προκειμένου να διατηρεί την εξουσία και την ισχύ της, ωθούσε τους Κέλτες σε διαρκή πολεμική δραστηριότητα. Η δραστηριότητα αυτή έδινε στα μέλη της πολεμικής ελίτ αφενός τη δυνατότητα να προβαίνουν σε πράξεις γενναιότητας, οι οποίες ενίσχυαν την προεξέχουσα κοινωνική τους θέση, και αφετέρου τους παρείχε ευκαιρίες έμπρακτης άσκησης εξουσίας κατά τη διαδικασία διαμοιρασμού των λαφύρων.[26]

Οι δομικές μονάδες της κελτικής κοινωνίας ήταν η φυλή και η συγγένεια. Η εθνική ταυτότητα καθοριζόταν από ευρύτερη φυλετική ομάδα που ονομαζόταν τουάθ ("too-awth") που σημαίνει στα Ιρλανδικά ("λαός") αλλά στηριζόταν στη μικρότερη οργανωτική ομάδα συγγένειας, την πατριά που ονομαζόταν κενέντλ (ke-na-dl), ή "kindred" (συγγένεια) στα Ιρλανδικά. Η πατριά ήταν εκείνη που παρείχε την ταυτότητα και την προστασία. Καθώς ήταν καθήκον της πατριάς να προστατεύει τα άτομα, τα εγκλήματα κατά του ατόμου δικάζονταν ενώπιον όλης της πατριάς. Ένας από τους προεξέχοντες θεσμούς μεταξύ των Κελτών ήταν το έθιμο με διαμάχες αίματος (βεντέτες) στις οποίες η δολοφονία ή η προσβολή ενάντια σε ένα άτομο απαιτούσε από ολόκληρη την πατριά να ζητήσει βίαια την τιμωρία. Τέτοιου είδους διαμάχες αποφεύγονταν εν μέρει από τον θεσμό των επαγγελματιών μεσολαβητών. Τουλάχιστον στην Ιρλανδία, μια επαγγελματική κάστα δικηγόρων, αποκαλούμενη μπρίθεμ (brithem), μεσολαβούσε στις διαφωνίες για τους ακριβείς όρους επανόρθωσης της προσβεβλημένης πατριάς.

Στην κελτική κοινωνία, αν και περιστρεφόταν γύρω από μια αριστοκρατία πολεμιστών, η θέση των γυναικών ήταν αρκετά υψηλή. Στις πρώιμες περιόδους οι γυναίκες συμμετείχαν και στις εχθροπραξίες και στην ιερατική βασιλεία. Παρόλο που αργότερα οι Κέλτες υιοθέτησαν το πατριαρχικό πρότυπο, διατήρησαν στη μυθολογία και τη λογοτεχνία τους τη μνήμη γυναικών που αναδείχθηκαν ως ηγέτιδες και πολεμίστριες.

Η κελτική κοινωνία συνδέεται σταθερά με τον βουκολισμό και την ανατροφή βοοειδών ή προβάτων. Πιο συγκεκριμένα, στη μεν Γαλατία εκτρέφονταν κυρίως βόδια και χοίροι, ενώ στη Βρετανία η κτηνοτροφία ήταν επικεντρωμένη στην εκτροφή προβάτων.[27] Απ’ ό,τι φαίνεται υπήρξε γεωργική εκμετάλλευση στον κελτικό κόσμο, αλλά όχι σημαντική. Η σημασία των βοοειδών και της ποιμενικής ζωής δημιούργησε έναν μοναδικό θεσμό στην κελτική, ιδιαίτερα την ιρλανδική, ζωή, τις επιδρομές για την αρπαγή ζώων, δηλαδή τη ζωοκλοπή. Η κλοπή των βοοειδών μιας άλλης ομάδας ήταν ουσιαστικά αποδεικτικό σημείο θάρρους και γενναιότητας μιας ομάδας νέων πολεμιστών. Ο μεγαλύτερος επιζών ιρλανδικός μύθος, η Επιδρομή του Κούλεϊ (Táin Bó Cualingne), επικεντρώνεται σε μια τέτοια μυθοποιημένη επιδρομή.

Δεν υπήρξε καμία αστικοποίηση οποιουδήποτε είδους ανάμεσα στους Κέλτες, έως τη ρωμαϊκή διακυβέρνηση. Στην Ιρλανδία, η αστικοποίηση δεν εμφανίστηκε μέχρι τις δανικές και νορβηγικές εισβολές και η κοινωνία βασιζόταν κυρίως στο ανταλλακτικό εμπόριο. Εμπόριο διεξαγόταν ανάμεσα σε φυλές και μέσω του πορθμού της Μάγχης. Το εμπόριο αυτό οδήγησε και σε επιγαμία μεταξύ των φυλών, αλλά και στη σύναψη άλλου είδους συμφωνιών, όπως αμοιβαίας αμυντικής συνδρομής.[28] Η κελτική οικονομία στο εσωτερικό των φυλών ακολούθησε πιθανώς την οικονομική αρχή των περισσότερων φυλετικών οικονομιών, την αμοιβαιότητα. Σε μια οικονομία αμοιβαιότητας τα αγαθά και άλλες υπηρεσίες δεν ανταλλάσσονται για άλλα αγαθά, αλλά δίνονται από άτομα σε άλλα άτομα με αμοιβαίες σχέσεις συγγένειας και υποχρεώσεων. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι λόγω της επιγαμίας οι σχέσεις οικονομικής αμοιβαιότητας θα συνάπτονταν και μεταξύ μελών διαφορετικών φυλών, διευκολύνοντας έτσι τη φυλετική συγχώνευση.

Φαίνεται ότι οι Κέλτες των ακτογραμμών του Ατλαντικού που ζούσαν σε βραχώδεις παραθαλάσσιες περιοχές με θέα τον ανοικτό ωκεανό, λόγω των κοινών βιωμάτων, μοιράζονταν κοινές αξίες και απόψεις στο πέρασμα των χιλιετιών.[29] H πρόσδεση των λαών αυτών με τη θάλασσα και το δια θαλάσσης εμπόριο και η επιρροή που αυτά ασκούσαν επάνω τους είχαν ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη ενός τρόπου βιωτής, που έφερνε κοντά τη μία φυλή με την άλλη, που αναδείκνυε στοιχεία συνοχής και ενότητας, τα οποία μεταφράζονταν σε μία εμβαθυνόμενη στη διάρκεια του χρόνου επαφή και συνεργασία.

Θρησκεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Κελτική μυθολογία

Ένας παράγοντας ενότητας του κελτικού κόσμου ήταν η παρουσία της κάστας των δρυϊδών, που ήταν μια κλειστή κοινωνική ομάδα ιερέων και η ύπαρξη κοινών θεοτήτων και κοινών τελετών λατρείας. Η κελτική θρησκεία άσκησε καθώς φαίνεται σημαντική γοητεία στους σύγχρονους Ευρωπαίους και τους ευρωπαιογενείς πολιτισμούς. Ειδικότερα στις τελευταίες δεκαετίες έχει παρατηρηθεί το φαινόμενο της αύξησης του ενδιαφέροντος για την κελτική θρησκεία και για τις θρησκευτικές πρακτικές των Κελτών. Παρ' όλο το ενδιαφέρον, όμως, δε γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα για την κελτική θρησκεία και τις πρακτικές της.

Για να το θέσουμε απλά, αν και οι Κέλτες είχαν έναν πλούσιο και κυρίαρχο θρησκευτικό πολιτισμό, εμφανή στην τέχνη τους, αυτός ο πολιτισμός έχει χαθεί από την ανθρώπινη μνήμη. Υπάρχει εν δυνάμει στη συλλογική μνήμη και αργά, πολύ αργά και επίπονα αναπλάθεται βάσει των αρχαιολογικών και φιλολογικών μαρτυριών κομμάτι-κομμάτι. Εμπόδιο σε αυτή τη διαδικασία αποκατάστασης είναι η χρήση των συμβολικών αρχετύπων της κελτικής τέχνης για την τεκμηρίωση εθνικών μύθων και για την εξυπηρέτηση εθνικιστικών στόχων.

Μπορούμε, όμως, να έχουμε μια μερική εικόνα για την κελτική θρησκεία βασισμένη στους συχνά εχθρικούς απολογισμούς των κλασικών συγγραφέων. Οι Κέλτες ήταν πολυθεϊστές. Οι θεοί τους φαίνεται πως προήλθαν από τις πιο πρωτόγονες, ινδοευρωπαϊκές πηγές στις οποίες στηρίχτηκαν οι πολυθεϊστικές θρησκείες της Ελλάδας, της Περσίας και της Ινδίας. Οι Ρωμαίοι, προσπαθώντας να ερμηνεύσουν το κελτικό πάνθεο, το συνέδεσαν με τους ρωμαϊκούς θεούς, όπως και οι εκρωμαϊσμένοι Γαλάτες –έτσι δεν γνωρίζουμε τον ακριβή κελτικό χαρακτήρα αυτών των θεοτήτων και των ιδιοτήτων τους. Οι σύγχρονες νεοπαγανιστικές αποδόσεις του συγκεκριμένου πάνθεου είναι λίγο-πολύ αποτέλεσμα συγκρητισμού.

Σημαντικό στοιχείο παραμένει για την κελτική θρησκεία το θέμα της τριάδας. Οι κελτικοί θεοί παρουσιάζονται σε τριάδες και η κελτική λογική για την αντίληψη των θεοτήτων επικεντρώνεται σε τριάδες. Αναμφίβολα, τούτη η τριαδική λογική επέδρασε ευμενώς για την πρόσληψη του Χριστιανισμού από τα βορειοευρωπαϊκά πολιτισμικά μοντέλα.

Είναι σχεδόν σίγουρο ότι ο υλικός κόσμος των Κελτών διαχεόταν με τον κόσμο των πνευμάτων που ήταν και ευεργετικός και επιβλαβής. Ορισμένες περιοχές θεωρούνταν περισσότερο φορτισμένες με την έννοια της θεότητας από άλλες, ειδικά λίμνες και μικρά άλση, ζωτικοί χώροι των κεντρικών τελετουργικών δραστηριοτήτων της κελτικής ζωής. Στον κελτικό κόσμο φυσικά στοιχεία, όπως πηγές και ρυάκια, και τοποθεσίες, όπως ακρωτήρια, λόφοι και βάλτοι θεωρούνταν τόποι κατοικίας πνευμάτων. Ως λατρεία εθεωρείτο η επικοινωνία των ανθρώπων με τα πνεύματα που κατοικούσαν σε αυτούς τους τόπους Οι Κέλτες ήταν μη-αστικοποιημένοι και, σύμφωνα με τις ρωμαϊκές πηγές, η κελτική ιεροπραξία δεν περιελάμβανε ναούς ή κτηριακές δομές. Στην πραγματικότητα δεν έλειπαν οι ναοί και τα ιερά, όμως μεγάλο μέρος της τελετουργικής ζωής λάμβανε χώρα σε φυσικές τοποθεσίες, στην ύπαιθρο.[30]

Οι ιεροπραξίες τελούνταν από μια ειδική ιερατική τάξη, τους αποκαλούμενους από τους Ρωμαίους "δρυΐδες". Η λέξη δρυΐδης προέρχεται πιθανώς από ανάλογη γαλατική λέξη. Αν και πολλά έχουν γραφτεί για τους δρυΐδες και την κελτική τελετουργία, δε γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα ουσιαστικό. Ως ειδική κάστα, οι δρυΐδες εκτελούσαν πολλές από τις λειτουργίες που θα αποκαλούσαμε σήμερα «ιερατικές», συμπεριλαμβανομένων των τελετουργιών και των θυσιών, αλλά και λειτουργίες που αφορούσαν την «εκπαίδευση» και τον «νόμο». Αυτές οι τελετουργίες και πρακτικές τηρούνταν πιθανώς μυστικές -μια παράδοση κοινή μεταξύ των πρώτων ινδοευρωπαϊκών λαών- κάτι που μας βοηθά να καταλάβουμε γιατί ο κλασικός κόσμος δεν γνώριζε ουσιαστικά τίποτα για αυτές. Το μόνο που αναφέρουν οι κλασικές πηγές, είναι ότι οι δρυΐδες τελούσαν «βαρβαρικά» ή «φρικτά» τελετουργικά στις λίμνες και τα άλση. Υπάρχει μάλιστα συναίνεση μεταξύ των Ελλήνων και των Ρωμαίων ότι αυτά τα τελετουργικά περιελαβαναν ανθρωποθυσίες. Υπάρχουν στοιχεία ανθρωποθυσιών μεταξύ των Κελτών, αλλά η ανθρωποθυσία δεν φαίνεται πως ήταν η επικρατούσα πρακτική.

Σύμφωνα με τον Ιούλιο Καίσαρα, που δίνει και τη μακροσκελέστερη περιγραφή των δρυϊδών, επίκεντρο της κελτικής πεποίθησης ήταν η μετενσάρκωση των ψυχών από το ένα σώμα στο άλλο με στόχο την τελειοποίηση. Το γεγονός ότι οι Κέλτες πίστευαν στη μεταθανάτια ζωή, επιβεβαιώνεται από την αρχαιολογική μαρτυρία, καθώς πολλά από τα αντικείμενα καθημερινής χρήσης θάβονταν εν είδει κτερισμάτων μαζί με τους νεκρούς.

Οι Γαλάτες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Γαλατία
Χρυσός στατήρας του Βερκιγγετόριγος[31]

Οι πρώτοι Κέλτες που συνδέθηκαν με τον κλασικό κόσμο ήταν οι Γαλάτες, που ήλεγχαν την περιοχή που εκτείνεται από τη Γαλλία στην Ελβετία. Ήταν οι Γαλάτες που κατάπιαν τη Ρώμη και λεηλάτησαν το Μαντείο των Δελφών διασπείροντας τον τρόμο στον ελλαδικό χώρο. Ήταν επίσης οι Γαλάτες που μετανάστευσαν στη Μικρά Ασία για να ιδρύσουν τον μικρασιατικό Γαλατικό πολιτισμό τους στις αρχές του 3ου π.Χ. αι. στο τέλος μιας μακράς μετανάστευσης.[32] Με εισβολές και μεταναστεύσεις πέρασαν στην Ισπανία, διέσχισαν αργότερα τις Άλπεις στην Ιταλία και εγκαταστάθηκαν μόνιμα νότια των Άλπεων, σε μια επικράτεια που οι Ρωμαίοι ονόμασαν κατόπιν, Εντεύθεν των Άλπεων Γαλατία.

Οι Γαλάτες ήταν φυλετική και γεωργική κοινωνία, αντίθετα από τους άλλους κελτικούς λαούς. Κυβερνούνταν από βασιλείς, η δικαιοδοσία των οποίων απλωνόταν συνήθως σε μικρές μόνον περιοχές. Περιστασιακά κάποιος ισχυρός βασιλιάς κέρδιζε την πίστη και την υποταγή διάφορων ήσσονων βασιλέων ως μονάρχης, αλλά γενικά οι Γαλάτες σε όλη την Ευρώπη διαμόρφωναν μάλλον μια εθνική συνέχεια παρά ένα ενιαίο έθνος.

Η εθνική ταυτότητα στους πρώιμους Γαλάτες ήταν πολύ ρευστή και βασιζόταν κυρίως σε μικρές ομάδες συγγένειας, τις πατριές, μια θεμελιώδη εθνική ταυτότητα που συχνά αντικαθίστατο από κάποια ευρύτερη φυλετική ταυτότητα. Οι κύριες πολιτικές δομές της βασιλείας στους Γαλάτες, άλλωστε, οργανώθηκαν γύρω από αυτή τη φυλετική εθνική ταυτότητα. Ως επί το πλείστον, ωστόσο, οι Γαλάτες μάλλον δεν διέθεταν εκείνη τη μεγαλύτερη εθνική ταυτότητα που θα μπορούσε να ενώσει τον γαλατικό κόσμο σε μια ενιαία πολιτιστική ομάδα –ο όρος «Γαλάτες» ως εθνική ομάδα επινοήθηκε κυρίως από τους Ρωμαίους και τους Έλληνες και ίσχυε για όλες τις διαφορετικές φυλές που εξαπλώθηκαν στις περιοχές της βόρειας Ευρώπης. Οι Γαλάτες είχαν την αίσθηση μιας τοπικής εθνικότητας και οι κλασικές πηγές πιστοποιούν ότι υπήρχαν δέκα έξι διακριτά τοπικά έθνη Γαλατών. Αυτές οι τοπικές ομάδες διαιρούνταν σε pagi, δηλαδή στρατιωτικές μονάδες που αποτελούνταν από εθελοντές στρατιώτες.

Δύο κελτικές φυλές, οι Κίμβροι και οι Τεύτονες (εθνικός προσδιορισμός για τους Γερμανούς που προέρχεται από την κελτική ρίζα για τη λέξη «λαός»), μετανάστευσαν ανατολικά και εγκαταστάθηκαν στη Γερμανία. Το κέντρο της κελτικής επέκτασης, ωστόσο, ήταν η Γαλατία, η επικράτεια η οποία εκτεινόταν βόρεια των Άλπεων, στη Γαλλία και το Βέλγιο,καθώς και σε τμήμα της Ισπανίας. Η πλέον πρώιμη αφήγηση για τους Γαλάτες προέρχεται από τον Ιούλιο Καίσαρα. Στην ιστορία της στρατιωτικής εισβολής του πρώτα στη Γαλατία και κατόπιν στον μακρινό Βορρά, έως τη Μεγάλη Βρετανία, ο Καίσαρας περιέγραψε τα φυλετικά και περιφερειακά χαρακτηριστικά των Γαλατών, ορισμένα από τα οποία φαίνονται να αφορούν γηγενή ευρωπαϊκά φύλα μη κελτικής προέλευσης.

Η γαλατική κοινωνία, όπως και όλες οι κελτικές κοινωνίες, διαιρείτο σε ένα άκαμπτο σύστημα τάξεων. Σύμφωνα με τον Ιούλιο Καίσαρα, οι τρεις τάξεις της γαλατικής κοινωνίας ήταν οι δρυΐδες, οι ιππείς και ο λαός. Οι δρυΐδες ήταν οι μορφωμένοι μεταξύ των Γαλατών και κατείχαν την υψηλότερη κοινωνική θέση, ακριβώς όπως η τάξη των Μπραχμάνων κατείχε την υψηλότερη κοινωνική θέση μεταξύ των Ινδών. Οι δρυΐδες, των Γαλατών, όπως και σε άλλους κελτικούς λαούς ήταν αρμόδιοι για την πολιτιστική και θρησκευτική γνώση, καθώς επίσης και για τις τελετουργικές ιεροπραξίες. Οι δρυΐδες, φημισμένοι για τη σοφία τους σε διάφορους τομείς, κατείχαν όχι μόνον θρησκευτική αλλά και κοινωνική δύναμη, που ενδεχομένως σε ύστερες φάσεις εξελίχθηκε σε πολιτική. Το ισχυρότερο εργαλείο που κατείχαν ήταν η δύναμη της αποκοπής. Όταν ο δρυΐδης απέκοπτε το μέλος κάποιας φυλής, εκείνο ήταν υποχρεωμένο να ξεκόψει από τις ρίζες του και να απομακρυνθεί από τη φυλή.

Από τις αρχές του 6ου αιώνα, κατόπιν της ιδρύσεως της Μασσαλίας από Φωκαείς αποίκους, η περιοχή των νοτίων παραλίων της Γαλατίας δέχεται μια επιδερμική αλλά αισθητή επιρροή από τον ελληνικό πολιτισμό.[33] Οι Φωκαείς έμποροι, στην προσπάθειά τους να φτιάξουν ένα προγεφύρωμα (εμπορική βάση) για να εδραιώσουν τις εμπορικές συναλλαγές τους με την Ισπανία, μεταφέρουν στις νότιες ακτές της Γαλατίας και στις γειτνιάζουσες κελτικές περιοχές τον ιωνικό πολιτισμό, κυρίως μέσω των προϊόντων της ελληνικής βιοτεχνίας. Η Μασσαλία υπήρξε μία δίοδος που επέτρεψε στους πληθυσμούς κατά μήκος του Ροδανού να εξοικειωθούν με τον υλικό ελληνικό εμπορικό πολιτισμό και πιθανώς να έρθουν σε επαφή με κάποια στοιχεία παιδείας, χωρίς να μπορούμε όμως να μιλήσουμε για πλήρη εξελληνισμό. Παράλληλα, η Μασσαλία αποτέλεσε τη δίοδο για τη μεταφορά μεταλλευμάτων από τη Γαλατία και τη Βρετάνη προς τις μεσογειακές χώρες.[34]

Οι βρετανοί Γαλάτες και ο Ιούλιος Καίσαρας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Γαλατία τις παραμονές των Γαλλατικών Πολέμων

Το Commentarii de Bello Gallico του Ιουλίου Καίσαρα είναι ένα σαφώς μεροληπτικό από πολιτικής άποψης κείμενο, το οποίο, όμως δεν παύει να εμπεριέχει πειστικές λεπτομερείς πληροφορίες και αποτελεί πλούσια πηγή πληροφοριών για τους ιστορικούς που ασχολούνται με τους Κέλτες της πρώϊμης περιόδου. Το μεγαλύτερο μέρος των πληροφοριών που παρατίθενται σε αυτήν την υποενότητα, και αφορούν την εισβολή του Ιουλίου στη Βρετανία, προέρχονται από το πραναφερθέν απομνημόνευμα του τελευταίου μεγάλου ηγέτη της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας.

Το καλοκαίρι του 55 π.Χ. βρισκόταν σε προχωρημένη φάση, όταν ο Ιούλιος Καίσαρας, έχοντας διαπιστώσει ότι οι Γαλάτες είχαν επανειλημμένως βοηθηθεί στους πολέμους τους εναντίον της Ρώμης από τους Βρετονούς, αποφάσισε να αποβιβαστεί στην Αλβιόνα. Άρχισε να συγκεντρώνει πλοία από όλες τις περιοχές υπό την εποπτεία του που διέθεταν στόλο, γεγονός που δεν διέλαθε της προσοχής των Γαλατών, οι οποίοι έσπευσαν να ειδοποιήσουν τους συμμάχους τους στην αντίπερα όχθη. Ως εκ τούτου, πολλά κρατίδια της Βρετανικής νήσου απέστειλαν πρεσβείες για διαπραγματεύσεις με τον Ρωμαίο στρατηγό. Το γεγονός είναι ενδεικτικό του ότι υπήρχαν άμεσα διαθέσιμοι δίαυλοι επικοινωνίας ανάμεσα στους Βρετονούς και τους Γαλάτες, και σίγουρα πολύ πιο άμεση επικοινωνία απ' ό,τι θα ανέμενε κάποιος διαβάζοντας τις σχετικές αναφορές του ίδιου του Καίσαρα στο Commentarii de Bello Gallico.[35]

Ο Καίσαρας μετά τη διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων απέστειλε στο νησί, συνοδευόμενο από τους πρεσβευτές των Βρετανών, τον Κόμμιο (Commius), έναν Ατρεβάτη (οι Ατρεβάτες ήσαν κέλτικη φυλή, που κατοικούσαν στη Βελγική), τον οποίον ο Ιούλιος είχε χρίσει βασιλέα των Βέλγων, μετά τη ρωμαϊκή κατάληψη της Βελγικής, και του οποίου την εξουσία στη συνέχεια επέκτεινε και επί των Μορινών (γειτονική κελτική φυλή, εγκατεστημένη στα ηπειρωτικά παράλια του στενού της Μάγχης). Αποστολή του Κομμίου ήταν να επισκεφθεί όσα περισσότερα κρατίδια ήταν δυνατόν και να πείσει τους ντόπιους ηγεμόνες να αποδεχθούν τη συμμαχία της Ρώμης. Ατυχώς, ο Κόμμιος, ευθύς μόλις οι λόγοι της παρουσίας του στο νησί κατέστησαν φανεροί στους ντόπιους, εισήλθε υπό κράτηση. Προσέτι, όταν ο στόλος του Ιουλίου προσέγγισε τη βρετανική ακτή, στις εκπνοές του Αυγούστου μηνός, βρέθηκε αντιμέτωπος με βρετανικές δυνάμεις ιππικού και πολεμικά άρματα, πλαισιωμένα από πεζικό, έτοιμες να εμποδίσουν την αποβίβαση των ρωμαϊκών λεγεώνων.[36] Ακολούθησε μάχη, μετά το πέρας της οποίας, οι Βρετανοί απέστειλαν πρεσβευτές εκ νέου, κι αυτή τη φορά επικεφαλής της αποστολής είχε τεθεί ο Κόμμιος. Τούτη τη φορά ο Καίσαρας απαίτησε να του παραδοθούν όμηροι. H βρετανική πλευρά παρέδωσε άμεσα έναν αριθμό ομήρων, ενώ συμφωνήθηκε ότι και άλλοι όμηροι θα κατεύθαναν τις προσεχείς ημέρες. Παράλληλα, οι επικεφαλής των γαλατικών δυνάμεων που είχαν επιτεθεί στο ρωμαϊκό στράτευμα, παραδόθηκαν και έδωσαν εντολή στους στρατιώτες τους να επιστρέψουν στις ιδιαίτερες πατρίδες τους.[37] (Ειρήσθω εν παρόδω ότι η αδυναμία των Βρετανών να προβάλουν μια σθεναρή αντίσταση απέναντι στους Ρωμαίους, είναι ενδεικτική της αδυναμίας τους να συστήσουν ένα ισχυρό εκτεταμένο βασίλειο με οργανωμένο και στρατηγικής ισχύος στράτευμα, ανάλογο με εκείνο των Ρωμαίων. Κατά τη διάρκεια της Εποχής του Σιδήρου, τα Βρετανικά βασίλεια διέρχονταν μια επαναλαμβανόμενη, κυκλική κίνηση ενσωμάτωσης και αποσωμάτωσης περιοχών, μια συνεχή εναλλαγή συγκέντρωσης και κατακερματισμού, που δεν επέτρεψε κάποια αξιοσημείωτη συγκέντρωση ισχύος. Αυτή η κυκλική εναλλαγή συνεχίστηκε και κατά τη Ρωμαϊκή και τη μετα-Ρωμαϊκή περίοδο, πράγμα που γύρω στο 550 μ.Χ., είχε καταστήσει τους Βρετανούς ιδιαίτερα ευάλωτους στον σαξονικό εποικισμό).[38]

Τη νύχτα, καθώς ήταν πανσέληνος, σηκώθηκε τέτοια παλίρροια, ώστε η θύελλα να γεμίσει με νερό τις πολεμικές γαλέρες που είχαν ρυμουλκηθεί στην παραλία. Ήταν τέτοιος ο άνεμος και η θαλασσοταραχή, που τα αγκυροβολημένα ρωμαϊκά μεταγωγικά πλοία συγκρούονταν ορμητικά μεταξύ τους, με αποτέλεσμα πολλά να συντριβούν ή να υποστούν ζημιές που τα καθιστούσαν ακατάλληλα για άμεση πλεύση. Τις επόμενες ημέρες ακολούθησαν μία βρετανική ενέδρα που κατέληξε σε αψιμαχία, και μία μάχη στην οποία επικράτησαν οι Ρωμαίοι, οι οποίοι φόνευσαν αξιόλογο αριθμό Βρετονών, ενόσω αυτοί υποχωρούσαν.[39] Ο Καίσαρας αποχώρησε από τη Βρετανία λίγο πριν την ισημερία, έχοντας παραμείνει στο νησί κατ' άλλους για σχεδόν ένα μήνα και κατ' άλλους για λίγο παραπάνω από ένα δεκαπενθήμερο. Το ουσιώδες είναι ότι οι Ρωμαίοι δεν είχαν καταφέρει να προωθηθούν ούτε ένα μίλι από τον χώρο αποβίβασης, με τον Καίσαρα να έχει συνειδητοποιήσει την αδυναμία του να καταφέρει κάτι ουσιαστικό χωρίς ενισχύσεις, και κυρίως χωρίς μεγαλύτερη δύναμη ιππικού.

Το επόμενο καλοκαίρι, και συγκεκριμένα την 18η Ιουλίου του 54 π.Χ. (ή μια-δυο ημέρες αργότερα κατ' άλλους) ο Καίσαρας απέπλευσε εκ νέου εναντίον των Βρετονών. Προσεγγίζοντας το νησί, με το ξημέρωμα, διαπίστωσε ότι το ρεύμα είχε παρασύρει τα πλοία πέρα από το Νότιο Ακρωτήρι, και χρειάστηκε να καταβληθεί μεγάλος μόχθος προκειμένου ο στόλος να οδηγηθεί πίσω, στην παράλια έκταση, που είχε κριθεί το προηγούμενο καλοκαίρι πως ήταν το καταλληλότερο σημείο για αποβίβαση.[40] Τη νύχτα που ακολούθησε, ο Ιούλιος κινήθηκε προς αναζήτηση του εχθρού, τον οποίο εντόπισε κατόπιν πορείας δώδεκα χιλιομέτρων μέσα στη νύχτα. Στη μάχη που ακολούθησε οι Βρετονοί απωθήθηκαν από το ρωμαϊκό ιππικό και κατέφυγαν σε οχυρή τοποθεσία, την οποία οι Ρωμαίοι δεν άργησαν να καταλάβουν. Αρκετές ημέρες αργότερα, ο ρωμαϊκός στρατός επανέρχεται στην αναζήτηση των εχθρικών δυνάμεων. Aυτό που προκάλεσε τον σοβαρότερο πονοκέφαλο στον Ρωμαίο στρατηγό, κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων εκείνης της ημέρας, ήταν οι αιφνιδιαστικές κινήσεις και ελιγμοί του εχθρικού ιππικού, αλλά και των αρμάτων, που συγκρούονταν θαρραλέα με τους Ρωμαίους.[41] Την επόμενη ημέρα ο Καίσαρας γνωρίζοντας ότι κάθε μικρό στρατιωτικό απόσπασμα θα γινόταν εύκολος στόχος για τα άρματα των Βρετονών, αποστέλλει τρεις λεγεώνες μαζί για αναζήτηση τροφής. Αυτή τη φορά ο Ιούλιος είχε φροντίσει να περιβάλει το ιππικό με αρκετές δυνάμεις πεζικού, και στη μάχη που ακολούθησε οι Βρετονοί έφιπποι ακροβολιστές υπέστησαν βαριές απώλειες. Αυτό προκάλεσε την άμεση υποχώρηση των πολυάριθμων ανδρών των βοηθητικών δυνάμεων των Βρετονών. Κατόπιν αυτής της ήττας, ο στρατηγός των Βρετονών Κασσιβέλαυνος έκρινε πως μία μεγάλης κλίμακας μετωπική αντιπαράθεση με τους Ρωμαίους θα ήταν εξαιρετικά ριψοκίνδυνη.[42]

Τα πράγματα άρχισαν να διευκολύνονται για τους Ρωμαίους από την ώρα που η φυλή των Τρινοβαντών αποφάσισε να αποδεχθεί τη συμμαχία της Ρώμης, καθώς το παράδειγμά τους ακολούθησαν και άλλες φυλές, και συγκεκριμένα οι Κενιμάγνοι, οι Σεγοντιάκοι, οι Ανκαλίτες, οι Βίβροκοι και οι Κάσσοι. Η αποστασία των Τρινοβαντών συνδέεται αιτιακά με τον φόνο του βασιλιά τους από τον επικεφαλής της κελτικής αντίστασης, Κασσιβέλαυνο, βασιλιά της ισχυρής φυλής των Κατυβελλαύνων.Ο γιος του φονευθέντος βασιλιά Μανδουβράσιος, διέφυγε από τη Βρετανία προς την ηπειρωτική Ευρώπη, με σκοπό να ζητήσει την προστασία του Καίσαρος. Ο Ρωμαίος στρατηγός επωφελήθηκε από την εμφύλια εχθρότητα, και η χώρα των Τρινιβαντών ετέθη υπό ρωμαϊκή φρούρηση, με βασιλιά τον Μανδουβράσιο. Ο Καίσαρ πληροφορήθηκε για το πού βρισκόταν το οχυρό του Κασσιβελαύνου, ηγέτη των αντιστεκόμενων Βρετονών, και μάλιστα έμαθε ότι στο οχυρό θα έβρισκε μεγάλο αριθμό συγκεντρωμένων ανδρών, αλλά και μεγάλα κοπάδια ζώων. To οχυρό γρήγορα κατελήφθη και δεν πέρασε πολύ καιρός πριν ο Κασσιβέλαυνος υποβάλει αίτημα για ειρήνευση.[43] Ο Καίσαρας αποχώρησε από τη Βρετανία το 54 π.Χ., παίρνοντας μαζί του ομήρους, αλλά και μεγάλο αριθμό αιχμαλώτων, τους οποίους προόριζε να πωληθούν ως δούλοι, ώστε από την πώλησή τους να γεμίσει με χρυσό κρατικά θησαυροφυλάκια.

Κατόπιν της αναχώρησης του Καίσαρος και μέχρι την εισβολή στο νησί του Κλαυδίου το 43 μ.Χ. ελάχιστες πληροφοριες έχουμε για τους Γαλάτες της Βρετανίας. Μια πηγή πληροφοριών γι' αυτή την περίοδο είναι τα χρονολογημένα γαλατικά νομίσματα που έχουν ανευρεθεί. Κατόπιν της κατακυρίευσης της Βρετανίας από τον Ιούλιο, σύντομα άρχισαν να κυκλοφορούν νομίσματα επισφραγισμένα με γράμματα.[44] Τα πρώτα βρετανικά νομίσματα σχεδιάστηκαν επάνω στο μοντέλο των νομισμάτων της Γαλατίας, τα οποία με τη σειρά τους είχαν σχεδιαστεί επάνω στο μοντέλο του χρυσού στατήρα του Φιλίππου ΙΙ του Μακεδόνος, νόμισμα με το οποίο οι Γαλάτες της ηπειρωτικής χώρας είχαν έρθει σε επαφή μέσω των Φωκαέων Ελλήνων της Μασσαλίας, κατά τον ύστερο 4ο αι. π.Χ.

Τέχνη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βλ. κύριο λήμμα Κελτική τέχνη
Η χύτρα (Cauldron) Gundestrup. Εθνικό μουσείο Δανίας. Courtesy Malene Thyssen.

Ο κελτικός πολιτισμός συνολικά θεωρούμενος χρειάζεται προσεκτική εξέταση σε κάθε διακριτή έκφανσή του, προκειμένου να αναδειχθεί ο πλούτος της καλλιτεχνικής του έκφρασης. Η ανάλυση της κελτικής εικονογραφίας μπορεί να εισάγει σε μερικές από τις οπτικές έννοιες που δέσμευσαν τους Κέλτες καλλιτέχνες. Ορισμένα ενοποιημένα θέματα χαρακτήριζαν τις περισσότερες, αν όχι όλες, τις κελτικές τέχνες.

Στην κελτική τέχνη η οφθαλμαπάτη και η μεταμόρφωση είναι κοινός τόπος: το μάτι εξαπατάται στη θέα διάφορων ζώων ή προσώπων. Εάν το αντικείμενο περιστραφεί, τα σχέδια μεταμορφώνονται, αποκαλύπτοντας άλλα θέματα. Η γεωμετρία και οι αριθμοί είναι το σταθερό θεμέλιο της κελτικής τέχνης, ενώ ο κύκλος και ο αριθμός 3 είναι ιδιαίτερα σημαντικοί. Κάτω από όλη αυτή την τέχνη υποκρύπτεται είναι μια βαθιά εκτίμηση της δυνατότητας διαμόρφωσης της κελτικής αισθητικής για τις φυσικές μορφές -φύλλα, ζώα και πρόσωπα.

Η κελτική εικονογραφία ερευνά τα ζώα και τους θεούς που ενοικούν στην τέχνη και τη λογοτεχνία του συνόλου των κελτικών πολιτισμών. Η τριπλότητα, το τριπλό μοτίβο, βρίσκεται σχεδόν σε όλα τα κελτικά συμφραζόμενα και είναι μια από τις «καθολικότερες» εικονογραφικές συμβάσεις. Η μητέρα θεά και τα πνεύματα cucullati εμφανίζονται συχνά ως τριάδα. Πολλοί από τους θεούς και τους ήρωες της κελτικής μυθολογίας είχαν τη δυνατότητα της μεταμόρφωσης. Αλλάζαν τη μορφή τους από ανθρώπινη σε ζωική, μια ικανότητα που επέκτεινε τη δύναμη του θεού ή του ήρωα. Τα πουλιά ήταν ιδιαίτερα ισχυρά, δεδομένου ότι κινούνταν μεταξύ ουρανού και γης. Τα φίδια, επίσης, καθώς κινούνταν μεταξύ της γης και των περιοχών του κάτω κόσμου. Θεοί όπως ο Κερνούνος, μία από τις σχετικά άγνωστες προρωμαϊκές θεότητες, ήταν κυρίαρχοι αναμφισβήτητα εξαιτίας της ένωσής τους με ζώα όπως τα ελάφια, οι κάπροι και τα φίδια. Η Επόνα, μία άλλη προρωμαϊκή θεότητα συνδέεται έντονα με τα άλογα και τα σκυλιά που, αναμφίβολα λόγω της σημασίας τους για την κελτική ζωή, την έκαναν μία από τις δημοφιλέστερες και σημαντικότερες θεότητες του κελτικού πάνθεου. Η μεταμόρφωση, η ένωση και η ενίσχυση είναι κεντρικά θέματα στο ρεπερτόριο της κελτικής εικονογραφίας.

Η κοινωνική θέση και η προστασία ως κεντρικά θέματα σχετίζονται με τύπους αντικειμένων που πιστοποιούσαν την κοινωνική θέση του Κέλτη σε αυτόν και τον άλλο κόσμο. Η ανταλλαγή δώρων και η υποχρέωση ήταν κομβικά σημεία στις κελτικές πολιτικές ιεραρχίες, που απαιτούσαν σημαντικές ποσότητες πρώτης ύλης για να μετασχηματιστούν σε σύμβολακοινωνικής δύναμης. Από τα πρώτα τέχνεργα που βρέθηκαν σε πρώιμους τάφους του πολιτισμού Λα Τεν, όπως τα μεγάλα και ογκώδη περισφύρια, ως τις ύστερες ιρλανδικές πόρπες, το κόσμημα δεν εξυπηρετούσε μόνον διακοσμητικούς σκοπούς. Ιδιαίτερα διακοσμημένα θηκάρια που βρέθηκαν στον ποταμό Μπαν ήταν αναμφισβήτητα αναθηματικές προσφορές, που υποχρέωναν τη θεότητα να προστατεύσει ή να θεραπεύσει εκείνον που έκανε την προσφορά. Το περιλαίμιο ήταν το κατ' εξοχήν κελτικό σύμβολο, ακόμα και για την ελληνιστική μνημειακή γλυπτική. Στην ελληνική, ρωμαϊκή και κελτική τέχνη είναι το μοτίβο που προσδιορίζει τον κάτοχό του ως Κέλτη, όχι Ρωμαίο ή Έλληνα. Πολυτελή τέχνεργα όπως οι καθρέφτες, αν και σπάνιοι στην ήπειρωτική Ευρώπη, θέτουν ένα ενδιαφέρον ερώτημα για το πώς τα χρησιμοποιούσαν οι κάτοχοί τους. Χρησιμοποιούνταν για επίδειξη, για οικιακή χρήση, σαν κτερίσματα ή όλα αυτά μαζί;

Αν και εμφανίστηκαν αργά στην κελτική ιστορία, οι λίθοι των Πίκτων παραμένουν μυστήριο, δεδομένου ότι τα σύμβολά τους δεν έχουν ακόμη επαρκώς αποκρυπτογραφηθεί. Ο αριθμός και το πλούσιο εικονογραφικό τους λεξιλόγιο, όμως, υποδεικνύει ότι ήταν ισχυρά σημαινόμενα των φιλοδοξιών των κατόχων τους.

Οι υψηλοί λίθινοι σταυροί αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο σώμα μνημειακής γλυπτικής μεταξύ της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και των ιταλικών πόλεων-κρατών της Αναγέννησης. Αν και οι ημερομηνίες των σταυρών είναι αμφισβητούμενες και δύσκολο να επισημανθούν, οι μελετητές γενικά συμφωνούν ότι χρονολογούνται από τις αρχές του 8ου έως τον 12ο αιώνα, με τον ένατο και τον δέκατο να θεωρούνται χρονικές περίοδοι μεγάλης παραγωγικής ακμής. Το πιθανότερο είναι πως οι πρόγονοι των λίθινων είναι ξύλινοι σταυροί, αν και δεν υπάρχουν τα αρχαιολογικά ευρήματα που να το επιβεβαιώνουν, καθώς το ξύλο αποσυντίθεται πολύ γρήγορα σε σχέση με τα άλλα υλικά σε αερόβιο περιβάλλον. Επιπλέον, οι πρώιμες γραπτές μαρτυρίες για τους σταυρούς δεν κάνουν συχνά διάκριση μεταξύ των λίθινων και ξύλινων σταυρών. Λαξευμένοι σε τοπικά πετρώματα οι πρώιμοι επιζώντες μεσαιωνικοί σταυροί ομαδοποιούνται γενικά σε δύο κατηγορίες: εκείνους με τις αφηγηματικές σκηνές και εκείνους με την αφηρημένη διακόσμηση. Ορισμένοι, όπως ο σταυρός του Castledermot, έχουν και διακοσμητικά και αφηγηματικά πλαίσια.

Γλώσσα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βλ. κύριο λήμμα Κελτικές γλώσσες

Χρονολόγιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ημερομηνίες Γενονότα - Τέχνη
Περίοδος Χάλστατ
800 π.Χ. Εμφάνιση του κελτικού πολιτισμού στην Ευρώπη
700 π.Χ. Στην τέχνη αναδύεται μια πρώιμη τεχνοτροπία με διακοσμήσεις σχεδιασμένες με διαβήτη και οι συνθέσεις βασίζονται σε αξονική συμμετρία. Ανάμεσα στα τέχνεργα αυτής της πρώιμης περιόδου ξεχωρίζουν τα χρυσά γαλατικά περιδέραια, εξαρτήματα αρμάτων, φάλαρα2 (εμβλήματα τιμής), πόρπες, θηκάρια, οινοχόες και γλυπτικά έργα.
600 π.Χ. Ο Ευθυμένης από τη Μασσαλία -μια φωκαϊκή αποικία που φαίνεται να συνδέεται με το φαινόμενο εξαστισμού των Γαλατών Κελτών- βγαίνοντας με το πλοίο του εκτός των Ηρακλείων Στηλών εξερευνά τη Βόρειο Θάλασσα και τις «εξωτερικές» ακτές της Αφρικής. Συγγράφει το Περίπλους της έξω θαλάσσης, στο οποίο περιγράφονται δύο μακρινά νησιά, η Ιέρνη (Ιρλανδία) και η Αλβιών (Αγγλία).
550 π.Χ. Ο πρίγκηπας Χόκντορφ και η πριγκήπισσα του Βιξ θάβονται στη νότια Γερμανία
500 π.Χ. Ο κελτικός πολιτισμός είναι πλέον διεσπαρμένος στη Βρετανία, τη Γαλλία, τη δυτική Ισπανία, τη νότια Γερμανία έως τη Μαύρη Θάλασσα
Περίοδος Λα Τεν, εποχή του σιδήρου
450 π.Χ. Ο Ηρόδοτος κάνει αναφορά στην πατρίδα των Κελτών, την οποία τοποθετεί ίσως στην ανατολική Ισπανία, θεωρώντας ότι εκεί πηγάζει ο Δούναβης. Να σημειωθεί ότι η γεωγραφία του Ηροδότου απέχει πολύ από το να είναι επιστημονική, αποτελεί δε σε μεγάλο βαθμό αβασάνιστη καταγραφή προφορικών παραδόσεων.
400 π.Χ. Στην τέχνη συνεχίζεται ο φυτικός διάκοσμος. Συνθέσεις με ακτινική συμμετρία. Εμφανίζεται το ερυθρό σμάλτο και τα ερυθρόμορφα αγγεία. Ανάμεσα στα τέχνεργα διατηρούνται τα κράνη, τα ξίφη και οι θήκες τους και τα περικάρπια (ψέλια).
390 π.Χ. Οι Κέλτες διασχίζουν τις Άλπεις, εισβάλλουν στην Ιταλία και κατακτούν τη Ρώμη.
325 π.Χ. Ταξίδι του Μασσαλιώτη Πυθέα, που περιγράφει τα βρετανικά νησιά.
300 π.Χ. Οι κελτικοί λαοί αρχίζουν να εγκαθίστανται στην Αγγλία. Η τεχνοτροπία στην τέχνη αλλάζει, αποκτώντας πλαστική δύναμη και εμφανίζεται η τεχνοτροπία του ξιφοειδούς. Ανάμειξη ανθρωπομορφικών, θηριομορφικών και φυτικών παραστάσεων. Σύνθετες συνθέσεις που ενσωματώνουν διάφορες μορφές συμμετρίας. Ακμή της μεταλλουργίας και στα ήδη υπάρχοντα τέχνεργα προστίθενται χρωματιστές γυάλινες χάντρες και βραχιόλια.
225 π.Χ. Οι Κέλτες ηττώνται από τους Ρωμαίους στη μάχη του Τελαμώνα στην Ιταλία3.
125 π.Χ. Οι Ρωμαίοι κατακτούν τη νότια Γαλατία.
100 π.Χ. Η ρωμαϊκή φαντασία (Interpretatio Romana) απεικονίζει τους κελτικούς θεούς με ρωμαϊκό τρόπο. Οι μορφές αποκτούν φυσικό μέγεθος και αποκτούν ιδιότητες. Ο Ιούλιος Καίσαρας κατακτά τη Γαλατία και εισβάλλει στη Βρετανία (58-50 π.Χ.). Οι εξεγέρσεις του Άκκο (53 π.Χ.) και του Βερκιγγετόριγος[31] (52 π.Χ.) καταστέλλονται.
Ρωμαιοκελτική περίοδος
43 μ.Χ. Ο ρωμαίος αυτοκράτορας Κλαύδιος εισβάλλει στη Βρετανία, νικώντας τον Κάραντοκ στη μάχη του ποταμού Μέντγουεϊ.
60 μ.Χ. Συντρίβεται η εξέγερση της βασίλισσας Μπουντίκκα. Η Βρετανία, εκτός της Ιρλανδίας, γίνεται ρωμαϊκή αποικία.
84 μ.Χ. Η Βρετανία υποτάσσεται έως τη Σκωτία.
122 μ.Χ. Χτίζεται το τείχος του Αδριανού για την αντιμετώπιση των Πικτών.
Πρώιμη χριστιανική περίοδος
200 μ.Χ. Εισάγεται ο Χριστιανισμός στη Βρετανία
314 μ.Χ. Πέντε αντιπρόσωποι από τη Βρετανία παρακολουθούν τη Σύνοδο της Αρλ.
409 μ.Χ. Ο αυτοκράτορας Ονώριος αποσύρει τα τελευταία ρωμαϊκά στρατεύματα από τη Βρετανία.
400-450 μ.Χ. Γερμανικά φύλα, Βησιγότθοι, Οστρογότθοι και Βάνδαλοι εξαπλώνονται σε όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο. Η ρωμαϊκή Γαλατία αποσυντίθεται. Στην τέχνη εμφανίζονται οι δακτυλιοειδείς πόρπες.
563 μ.Χ. Ιδρύονται οι μονές τους Ντέρι της Ιόνα και του Ντάροου. Επιβάλλονται τα γερμανικά καλλιτεχνικά μοτίβα, νέες χρωματικές κλίμακες και σχεδιαστικές συνθέσεις.
597 μ.Χ. Ο Γρηγόριος ο Μέγας στέλνει τον Αυγουστίνο του Καντέρμπουρυ για να μεταστρέψει τους Άγγλους. Στην τέχνη (7ος-8ος αιώνας μ.Χ.). Χαρακτική τέχνη και συρματέινα κοσμήματα. Οι πόρπες γίνονται μεγαλύτερες και περισσότερο διακοσμημένες.
Περίοδος Βίκινγκ
8ος αιώνας μ.Χ. Η ανάπτυξη των ιρλανδικών μοναστηριών προκαλεί αύξηση της ζήτησης μεταλλικών λειτουργικών αντικειμένων, όπως είναι τα δισκοπότηρα, τα δισκάρια, οι ποιμαντορικές ράβδοι και οι λειψανοθήκες.
731 μ.Χ. Ο Βέδας συμπληρώνει το έργο του Historia ecclesiastica gentis Anglorum στο Μονκγουερμάουθ, Τζάρροου.
793 μ.Χ. Η μονή του Λίντσφαρν λεηλατείται από τους Βίκινγκ.
795 μ.Χ. Η επιδρομή στο νησί του Λαμπέι (island of Lambay) σημειώνει την έναρξη της εποχής των Βικινγκ στην Ιρλανδία.
841 μ.Χ. Ιδρύεται το Δουβλίνο ως πρώτη και σημαντικότερη εγκατάσταση των Βίκινγκ
843 μ.Χ. Οι Σκώτοι καταλαμβάνουν τη γη των Πικτών.
1014 μ.Χ. Οι Ιρλανδοί νικούν τους Βίκινγκ στη μάχη του Κλόνταρφ.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Γενική Ιστορία της Ευρώπης σ. 56.
  2. Rhys σσ. 1-2.
  3. Rhys, σ. 2.
  4. King σ. 10.
  5. Castleden σσ. 15-16.
  6. Castleden σ. 17.
  7. Για τον Πολιτισμό του Χάλλστατ βλ. Γενική Ιστορία της Ευρώπης σ. 53.
  8. Castleden σσ. 24-25.
  9. Haywood σ. 9.
  10. Γενική Ιστορία της Ευρώπης σ. 55.
  11. Haywood σ. 16.
  12. Γενική Ιστορία της Ευρώπης, σ. 59
  13. Γενική Ιστορία της Ευρώπης, σ. 56.
  14. Ηροδότου Ιστορίαι 2.33.3
  15. Haywood, σ. 22.
  16. Haywood, σ. 23.
  17. Castleden σσ. 14-15.
  18. Haywood σ. 29.
  19. Haywood σ. 12.
  20. Haywood σ. 18.
  21. Γενική Ιστορία της Ευρώπης σ. 56.
  22. Castleden σ. 14.
  23. Γενική Ιστορία της Ευρώπης σ.57.
  24. Haywood σσ. 13-14.
  25. Castleden σ. 245.
  26. Haywood σ. 20.
  27. Γενική Ιστορία της Ευρώπης, σ. 57.
  28. Castleden σ. 27.
  29. Castleden σ. 29.
  30. Castleden σ. 9.
  31. 31,0 31,1 «Βερκιγγετόριγα - Dizionario Greco Antico : Flessione, Grammatica, Declinazione, Coniugazione, Ortografia, Identificazione - Lexigram». www.lexigram.gr. Ανακτήθηκε στις 19 Σεπτεμβρίου 2019. 
  32. Γενική Ιστορία της Ευρώπης σ. 114.
  33. Γενική Ιστορία της Ευρώπης σσ. 80-81.
  34. Αυτόθι, σ. 80.
  35. Rhys σ. 9.
  36. J. Rhys σ. 10.
  37. Rhys σ. 11.
  38. Castleden σσ. 265-266.
  39. Rhys σ. 12.
  40. Rhys σ. 14.
  41. Rhys σ.15.
  42. Rhys σ. 16.
  43. Rhys σ. 18.
  44. Rhys σσ. 18-19.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Biel, J., Der Keltenfurst von Hochdorf. Stuttgart: K. Theiss, 1985.
  • Der Keltenfurst von Hochdorf: Methoden und Ergebnisse der Landesarchaologie in Baden-Wurttemberg : Katalog zur Ausstellung in der Josef-Haubrich-Kunsthalle. Koln vom 31. Januar bis 31.Marz 1986. Stuttgart: K. Theiss, 1985.
  • Moscati, S.,ed., The Celts Milano: Gruppo Editoriale Fabbri, Bompiani, 1991.
  • Chadwick, Nora K. Celtic Britain. Ancient People and Places Series, vol. 34, ed. Dr. Glyn Daniel. New York : Frederick A. Praeger, 1963.
  • Evans-Wentz, W. Y. The Fairy-faith in Celtic Countries. New Hyde Park, New York : University Books, 1966
  • Green, Miranda J. «Triplism and plurality: intensity and symbolism in Celtic religious expression» στο Sacred and profane (ed.) by P Garwood, et al., 1991, 100-108.
  • Knudsen, Johannes. «Celtic Christianity» στο Dialog (Minnesota) 22 : 56-59, Winter 1983.
  • Markale, Jean. Les Celts et la civilisation celtique, Paris: Payot, 1983.
  • P. Grimal, J.-P.Millotte, René Raynal, Γενική Ιστορία της Ευρώπης, τόμος Ι (γαλλική έκδοση: Presses Universitaires de France 1980). Ελληνική έκδοση: εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 1990. (Οι σελίδες αναφέρονται στην ελληνική έκδοση).
  • J. Rhys, Early Britain. Celtic Britain, ed. Society for Promoting Christian Knowledge, London 1882.
  • J. King, Kingdoms of the Celts. A History and Guide, London 2000.
  • R. Castleden, The Element Encyclopedia of the Celts,https://www.scribd.com/read/234805519/The-Element-Encyclopedia-of-the-Celts
  • J. Haywood, The Celts. Bronze Age to New Age, ed. "Pearson Education Limited", U.K. 2004.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Celts στο Wikimedia Commons