Κάρυλ Τσέσμαν

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Κάρυλ Τσέσμαν
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Caryl Chessman (Αγγλικά)
Γέννηση27 Μαΐου 1921
Ντιτρόιτ, Μίτσιγκαν, ΗΠΑ
Θάνατος2 Μαΐου 1960 (38 ετών)
Λος Άντζελες, Καλιφόρνια, ΗΠΑ
Συνθήκες θανάτουθανατική ποινή
ΕθνικότηταΑμερικανός
Χώρα πολιτογράφησηςΑμερικανική
ΣπουδέςJohn Marshall High School[1]
Ιδιότηταεγκληματίας και συγγραφέας
Είδος τέχνηςΣυγγραφέας
Καλλιτεχνικά ρεύματαΑμερικανική λογοτεχνία του Μεσοπολέμου
Σημαντικά έργαCell 2455 death row, Trial by Ordeal, The kid was a killer, The face of Justice

Ο Κάρολ Ουίτερ Τσέσμαν (Ντιτρόιτ, Μίτσιγκαν, 27 Μαΐου 1921 – Λος Άντζελες, Καλιφόρνια, 2 Μαΐου 1960[2]) ήταν Αμερικανός συγγραφέας και καταδικασμένος εγκληματίας[3].

Πρώτα χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεννήθηκε στο Ντιτρόιτ του Μίτσιγκαν στις 27 Μαΐου του έτους 1921. Λίγο πριν συμπληρώσει τα 2 χρόνια του, η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στο Λος Άντζελες της Καλιφόρνια όπου και μεγάλωσε με πολύ αυστηρή διαπαιδαγώγηση. Ήταν γόνος οικογένειας Βαπτιστών και ο πατέρας του εργαζόταν ως μηχανικός για λογαριασμό κάποιας κινηματογραφικής εταιρείας[4]. Επειδή η οικογένειά του δύσκολα τα' βγαζε πέρα, ο Κάρολ μόλις έγινε 10 ετών, άρχισε να διαπράττει διάφορα μικροεγκλήματα για να βγάζει ένα κομμάτι ψωμί. Μόλις έγινε 27 ετών, μετέτρεψε το μικρό του όνομα από Κάρολ σε Κάρυλ και μαζί με τους συνεργάτες του έκλεβε αυτοκίνητα κι έκανε ένοπλες επιθέσεις σε καταστήματα.

Ο ληστής με το κόκκινο φανάρι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις αρχές Μαρτίου του έτους 1948, ξεκίνησε σωρεία εγκλημάτων στο κέντρο της πόλης του Λος Άντζελες της Καλιφόρνια, με δράστη έναν άνδρα ο οποίος ήταν γνωστός σ' όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες με το κωδικό όνομα "ο ληστής με το κόκκινο φανάρι". Εκείνος, μόλις έπεφτε η νύχτα, μεταμφιεζόταν σε Αστυνομικό και πήγαινε σε διάφορα μέρη στα οποία στάθμευαν αυτοκίνητα στα οποία επέβαιναν ερωτευμένα ζευγάρια. Μόλις έφτανε το αυτοκίνητο, τοποθετούσε ένα αναμμένο κόκκινο φανάρι στην οροφή του δικού του οχήματος κι έκανε νόημα στο ζευγάρι να βγει απ' αυτό. Στη συνέχεια το λήστευε και ανάγκαζε την κοπέλα του ζευγαριού να εκτελέσει σεξουαλικές πράξεις. Στις 19 του μήνα έγινε μια ένοπλη επίθεση σε ένα κατάστημα ρούχων η οποία οδήγησε τις Αρχές στον Τσέσμαν κι ύστερα από πολύωρη καταδίωξη κι ανταλλαγή πυρών, τον συνέλαβαν. Λίγο μετά τη σύλληψη του Τσέσμαν, οι Αστυνομικοί έψαξαν το κλεμμένο αμάξι του μάρκας Ford και βρήκαν εκεί ένα κόκκινο φανάρι κι ένα περίστροφο. Τα ευρήματα αυτά τους έκαναν να σκεφτούν πως ο Τσέσμαν θα μπορούσε κάλλιστα να' ταν ο ληστής με το κόκκινο φανάρι και τον ενοχοποίησαν. Απ' όλα τα ερωτευμένα ζευγάρια τα οποία είχαν πέσει θύματα του συγκεκριμένου ληστή, μόνο δυο κοπέλες είπαν πως ήταν πράγματι ο Τσέσμαν. Κανένα απ' τα υπόλοιπα θύματα στην ομολογία του δεν είπε ξεκάθαρα πως τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του Τσέσμαν ταίριαζαν απόλυτα μ' εκείνα του ληστή.

Ο αναχρονιστικός "Little Lindberg Law" κι η περιέργη δίκη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη δίκη του οποία είχε διάρκεια τριών εβδομάδων, ο Τσέσμαν κατηγορήθηκε για συνολικά 18 εγκλήματα. Οι 13 απ' τις κατηγορίες αυτές αφορούσαν ένοπλες ληστείες, άλλες δύο σεξουαλική παρενόχληση κι οι τρεις τελευταίες παραβίαση του άρθρου 209 του Ποινικού Κώδικα της Καλιφόρνια το οποίο ήταν γνωστό ως "Little Lindberg Law". Την 1η Αυγούστου του έτους 1933, η πολιτεία της Καλιφόρνια έθεσε σε ισχύ το συγκεκριμένο Νόμο ύστερα απ' την απαγωγή και δολοφονία του μόλις 20 μηνών Τσαρλς Λίντμπεργκ Junior. Το συγκεκριμένο έγκλημα θεωρήθηκε το έγκλημα του αιώνα κι ανάγκασε το Αμερικανικό Κογκρέσο να θεωρήσει κακούργημα την απαγωγή κάτω από ορισμένες συνθήκες. Ο συγκεκριμένος Νόμος λοιπόν προέβλεπε πως η απαγωγή σε συνδυασμό με ληστεία και σωματική βλάβη θα οδηγούσε σε θανατική καταδίκη. Αυτή ήταν η 18η και τελευταία κατηγορία για το "ληστή με το κόκκινο φανάρι" κι ανέφερε πως είχε σύρει τη Μέρι Άλις Μέζα έξι μέτρα μακριά απ' το αμάξι του φίλου της όπου την νάρκωσε και στη συνέχεια λήστεψε τον 1ο. Η δίκη ξεκίνησε στις 23 Μαΐου του έτους 1949 κι ολοκληρώθηκε στις 3 Ιουνίου του ίδιου έτους. Ο Τσέσμαν είπε πως θα υπερασπιζόταν μόνος του τον εαυτό του και δε χρειαζόταν δικηγόρο, πράγμα το οποίο κι έκανε. Ενώ τις κατηγορίες για τις ένοπλες ληστείες τις αποδέχτηκε, τις υπόλοιπες τις αποποιήθηκε και δήλωσε αθώος. Στην απολογία του στους Αστυνομικούς πριν την προφυλάκισή του είπε πως εκείνος ήταν ο "ληστής με το κόκκινο φανάρι". Όμως είπε πως εκείνη η απολογία του ήταν αποτέλεσμα πιέσεως και βασανιστηρίων των Αστυνομικών οι οποίοι τον ανέκριναν. Στη συνέχεια ανέφερε πως γνώριζε ποιος ήταν ο ληστής, όμως δεν μπορούσε να το πει επειδή απειλούνταν κάποια πολύ κοντινά του πρόσωπα και στο τέλος είπε πως η δίκη ήταν ένα καλοστημένο παιχνίδι παγίδευσης κι εξαπάτησής του. Ξαφνικά στις 25 Μαΐου 1949 ο στενογράφος της δίκης πέθανε και τη θέση του πήρε ένας αλκοολικός συγγενής του Κατήγορου ο οποίος έγραψε τα μισά απ' όσα ειπώθηκαν. Μολονότι ο Τσέσμαν παραπονέθηκε, ο στενογράφος δεν άλλαξε. Η απόφαση που βγήκε ήταν: Ο κύριος Κάρυλ Τσέσμαν καταδικάζεται με θανάτωση σε θάλαμο αερίων. Στις 5 Ιουνίου του 1949, ο Τσέσμαν οδηγήθηκε στις Φυλακές Σαν Κουέντιν του Λος Άντζελες. Στις 2 Ιουλίου του έτους 1950 η Πολιτεία της Καλιφόρνια έπαψε να θεωρεί την απαγωγή θανατικό κακούργημα, όμως παρ' όλα αυτά, η απόφαση δε λειτούργησε αναδρομικά. Όλα αυτά τα έντεκα χρόνια που έμεινε στη φυλακή, ο Τσέσμαν πάλεψε για ν' αποδείξει την αθωότητά του, όμως τελικά δεν κατάφερε τίποτα. Στις 12 Οκτωβρίου του έτους 1953 ο Τσέσμαν ζήτησε να επανεξεταστεί η υπόθεση όμως το δικαστήριο αρνήθηκε. Τότε απευθύνθηκε σ' ένα φίλο του δικηγόρο, τον Τζον Ντέιβις, ο οποίος συνολικά 8 φορές καθυστέρησε την εκτέλεση της απόφασης. Αυτός ο αγώνας τον οποίο έκανε ο Τσέσμαν θέλοντας ν' αποδείξει πως δεν ήταν ένοχος για απαγωγή και βιασμό και ν' αποφύγει τη θανατική ποινή, συγκίνησε πολλούς διάσημους απ' όλο τον Κόσμο όπως ο Αμερικανός ηθοποιός Μάρλον Μπράντο, ο Βρετανός συγγραφέας Άλντους Χάξλεϋ, η Πρώτη Κυρία Έλινορ Ρούζβελτ και μια ομάδα φοιτητών που ζούσαν και σπούδαζαν στη Λισαβόνα. Όλοι αυτοί συμπαραστάθηκαν στον Τσέσμαν και την Πρωτομαγιά του 1960 διαδήλωσαν έξω απ' τις φυλακές ζητώντας να καταργηθεί οριστικά η θανατική ποινή στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Η εκτέλεση του Τσέσμαν στο θάλαμο των αερίων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 10 το πρωί ώρα Ηνωμένων Πολιτειών, ο Ντέιβις πέτυχε την 8η και τελευταία αναστολή της εκτέλεσης της ποινής. Όμως μερικά λεπτά αργότερα, η γραμματέας του γραφείου πήγε να τηλεφωνήσει στις Φυλακές του Σαν Κουέντιν για να ενημερώσει τον υπεύθυνο για την αλλαγή των δεδομένων, όμως στη βιασύνη της επάνω μπέρδεψε το νούμερο του τηλεφώνου κι όταν κατάφερε να πάρει το σωστό νούμερο, ήταν πολύ αργά επειδή ο Τσέσμαν βρισκόταν ήδη στο θάλαμο των αερίων. Κατά τη 11ετή παραμονή του στις Φυλακές ο Τσέσμαν έγραψε 4 βιβλία τα οποία μόλις εξαντλήθηκε η 1η τους έκδοση, δεν εκδόθηκαν άλλη φορά, δε μεταφράστηκαν σε καμία άλλη γλώσσα και δεν κυκλοφόρησαν σε καμία άλλη χώρα εκτός των Ηνωμένων Πολιτειών. Επίσης εικάζεται πως οι Διοικητές της Πολιτείας της Καλιφόρνια κατέστρεψαν όλες του τις επιστολές.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Ανακτήθηκε στις 4  Μαρτίου 2021.
  2. Φύλλο εφημερίδας "Αθηναϊκή" της 2/5/1960, σελ. 1: "Ο Τσέσμαν πρόκειται να εκτελεσθή σήμερα" Ανακτήθηκε στις 2/11/2019
  3. James, Bill (2012). Popular Crime: Reflections on the Celebration of Violence. Scribner. p. 188. ISBN 1-416-55274-X
  4. Φύλλο της εφημερίδας "Έθνος", με ημερομηνία 17 Φεβρουαρίου 1960, σελ. 6: "Το αλητάκι του Λος Άντζελες" Ανακτήθηκε από την ιστοσελίδα της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος, στις 17/2/2020