Κάρες

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ιστορικός χάρτης της Μ. Ασίας

Οι Κάρες ήταν αρχαιότατος λαός στη Μικρά Ασία, που κατοικούσε ΝΔ της Ιωνίας, στην Καρία.[1] Γείτονες λαοί τους ήταν οι Πελασγοί, οι Καυκάνοι, και οι Λέλεγες.[εκκρεμεί παραπομπή] Οι Κάρες κατοικούσαν κυρίως στη απόκρημνη Μυκάλη, τη Μίλητο και την κοιλάδα του ποταμού Μαιάνδρου. Ο Ηρόδοτος[2] τους ταυτίζει με τους Λέλεγες θεωρώντας ότι αυτό ήταν το προηγούμενο όνομά τους πριν μετοικήσουν από το Αιγαίο Πέλαγος στην Καρία[3]. Οι εγχώριες όμως παραδόσεις δείχνουν ότι είναι αυτόχθονες συγγενείς με τους Μυσούς, Λυδούς και μετείχαν στη λατρεία του «Καρίου Διός» στα Μύλασσα.

Ο Στράβων αναφέρει ότι είναι τόσο αναμεμειγμένοι με τους Λέλεγες ώστε συχνά συγχέονται μεταξύ τους[4]. Σύμφωνα με πιο πρόσφατα πορίσματα επιστημονικών ερευνών οι Κάρες θεωρείται θρακική φυλή ή Πελασγική (προελληνική)[εκκρεμεί παραπομπή], κατά μία άποψη ή κατ΄ άλλους έχουν κοινή καταγωγή με τους Κρήτες και τους κατοίκους της Λυκίας. Η δεύτερη άποψη στηρίζεται από τις καταλήξεις των πόλεων και τοπωνυμιών σε –σος, -νδα, (όπως Κνωσσός, Αλικαρνασσός, Λυρνησσός, Τυλισσός κ.ά.) και στη λατρεία κοινών θεών όπως του Διός και της Αρτέμιδας.

Κάρες και Χετταίοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Καρία στη Μικρά Ασία.

Δεν είναι βέβαιο πότε εμφανίστηκαν οι Κάρες στην ιστορία, οι Χετταίοι τους αναφέρουν στις πηγές τους σαν "Καρκίγια". Οι Καρκίγια καταγράφονται για πρώτη φορά την Εποχή του Ορείχαλκου, συμμετείχαν στο "Συνασπισμό του Ασσούβα" των Λουβικών κρατών εναντίον του Χιττίτη βασιλιά Τουδαλίγιας Α΄ (1420 π.Χ.). Αργότερα ο Χετταίος βασιλιάς Αρνουβάντας Β΄ έστειλε γράμμα στους Καρκίγια και τους ζητούσε να παραχωρήσουν άσυλο στον Μανάπα Ταρχούντα, έναν έκπτωτο πρίγκιπα από τη "γη του ποταμού Σεχά" (1323 π.Χ.), λίγο αργότερα ο Αρνουβάντας Β΄ αποκατέστησε τον Μανάπα Ταρχούντα στον θρόνο του πριγκιπάτου του. Οι Καρκίγια αναφέρονται τέλος (1274 π.Χ.) σαν σύμμαχοι των Χετταίων εναντίον των Αιγυπτίων στη Μάχη του Καντές. Όλες οι Χιττίτικες επιγραφές τονίζουν έντονα τη Λουβική τους καταγωγή, οι Κάρες φαίνεται ότι έχασαν τη γραφή τους στα σκοτεινά προϊστορικά χρόνια στη Μικρά Ασία.

Η ιστορική συνέχεια των Καρκίγια ανάμεσα στην Εποχή του Ορείχαλκου και την Εποχή του Σιδήρου είναι προβληματική, δεν υπάρχει κάποιο σταθερό γεωγραφικό μέρος που να προσδιορίζει την περιοχή που ζούσαν σύμφωνα με τις επιγραφές των Χετταίων.[5] Το βέβαιο ήταν ότι αποτελούσαν έναν μόνιμο λαό, οι Φοίνικες τους έλεγαν "κρκ" και οι Πέρσες "κρκα". Οι Κάρες εμφανίζονται ξανά στις πηγές στις αρχές της 1ης χιλιετίας π.χ., ο Όμηρος στην Ιλιάδα γράφει με μεγάλο θαυμασμό τη χρυσή πανοπλία που φορούσε ο γιος του Νομίονα και αδελφός του Αμφίμαχου Νάστης. Ο Νάστης και ο αδελφός του Αμφίμαχος ήταν αρχηγοί των Καρών στον Τρωικό Πόλεμο στο πλευρό των Τρώων, ο Όμηρος τους αποκαλούσε "βαρβαρόφωνους" (δηλαδή, ξενόγλωσσους).[6] Οι Κάρες στην ακμή τους ήταν θαλασσοκράτορες με απόλυτη κυριαρχία στο Αιγαίο Πέλαγος και στη Μαύρη Θάλασσα που έκτισαν στα παράλια τη Σαλμυδησσό και την Οδησσό. Στη θαλασσοκρατορία τους αντικατέστησαν πρώτα οι Κρήτες και μετά (μέσα 2ης χιλιετηρίδας π.Χ.) οι Αχαιοί.

Ιστορικές αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κάριος στρατιώτης στην υπηρεσία του στρατού των Αχαιμενιδών, λεπτομέρεια από τον τάφο του Ξέρξη Α΄.

Η Αγία Γραφή αναφέρει πολλές φορές τους Κάρες (2 Βασιλείς 11:4, 11:19) και (2 Σαμουήλ 8:18, 15:18 και 20:23). Οι Κάρες ήταν μισθοφόροι του Ισραηλίτικου στρατού τον 9ο αιώνα π.Χ. (Β΄ Βασιλέων 11:4, 19.). Οι επιγραφές που βρέθηκαν στην αρχαία Αίγυπτο και τη Νουβία την εποχή του Ψαμμήτιχου Α΄ και του Ψαμμήτιχου Β΄ τους αναφέρουν σαν μισθοφόρους και τους καταγράφουν σαν "Καρί" ή "Χαρί". Πολλά υπολείμματα από τους Κάρες βρέθηκαν επίσης στην Περσέπολη στο σημερινό Ιράν. Ο Ηρόδοτος που καταγόταν από την Αλικαρνασσό τους καταγράφει σαν "γηγενείς", σύμφωνα με όλες τις πηγές ήταν στην αρχή ναυτικός λαός και εγκαταστάθηκαν σταδιακά στο εσωτερικό της χώρας.[7] Ο Πλούταρχος τους καταγράφει σαν "λοφία" λόγω της πολύπλοκης διακόσμησης που είχε το κράνος τους. Η διακόσμηση αυτή ήταν ένα Περσικό προνόμιο, όταν ένας Κάρας στρατιώτης σκότωσε τον σφετεριστή Κύρο τον νεότερο ο αδελφός του Αρταξέρξης Β΄ της Περσίας του επέτρεψε σαν ανταμοιβή να οδηγήσει τον Περσικό στρατό με ένα λοφίο στο δόρυ του.[8]

Ο Θουκυδίδης γράφει ότι οι Κάρες εγκαταστάθηκαν στις Κυκλάδες πριν από τους Μινωίτες. Ο πρωταρχικός στόχος των Μινωιτών την εποχή του Ορείχαλκου ήταν η κατάκτηση των Κυκλάδων, ο Μίνωας διέταξε την κατασκευή ισχυρού στόλου για να κατακτήσει τα νησιά. Οι Μινωίτες έδιωξαν τελικά τους Κάρες που βασική ασχολία τους εκείνη την εποχή ήταν η πειρατεία. Οι τάφοι ανασκάφτηκαν από τους Αθηναίους στη Συμμαχία της Δήλου, οι περισσότεροι από τους τάφους που βρέθηκαν όπως αναγνωρίστηκαν από τον οπλισμό και τον τρόπο ταφής τους ανήκαν σε Κάρες. Ο Στράβων τους χαρακτηρίζει σαν "βάρβαρους" αλλά ήταν οι μόνοι βάρβαροι που μπορούσαν να συμβιώσουν με τους Έλληνες, χαρακτηριστικά γράφει :[9]

"Οι περισσότεροι βάρβαροι δεν μπορούσαν να ζήσουν με τον Ελληνικό τρόπο ζωής και δεν μπορούσαν να μάθουν την Ελληνική γλώσσα. Οι Κάρες αντίθετα είχαν περιπλανηθεί σε ολόκληρη την Ελλάδα και είχαν υπηρετήσει σαν μισθοφόροι, όταν επέστρεψαν στην Ασία ήταν οι μοναδικοί κάτοικοι που μπορούσαν να προσαρμοστούν με τους μετέπειτα Έλληνες εποίκους όπως οι Ίωνες και οι Δωριείς". (Στράβων 14.2.28)

Οι Λέλεγες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Έλληνες συγγραφείς συνδέουν πολλές φορές τους Κάρες με τους Λέλεγες αλλά η ακριβής σχέση μεταξύ τους παραμένει μυστηριώδης, οι δύο λαοί φαίνεται ότι ήταν αρχικά ξεχωριστοί αλλά στη συνέχεια αναμείχθηκαν μεταξύ τους. Ο Στράβων γράφει ότι αναμείχθηκαν σε τέτοιο βαθμό ώστε στο τέλος να μην μπορούν να ξεχωρίσουν τους Κάρες από τους Λέλεγες.[10] Ο Αθήναιος ο Ναυκρατίτης γράφει ότι η σχέση που είχαν οι Λέλεγες απέναντι στους Κάρες ήταν η ίδια που είχαν οι Είλωτες απέναντι στους Λακεδαιμόνιους.[11] Οι αναφορές αυτές οδήγησαν τον Ηρόδοτο να γράψει τη δική του γνώμη ότι οι Κάρες και οι Λέλεγες ήταν ο ίδιος λαός, στα νησιά γύρω από τις Κυκλάδες ήταν γνωστοί σαν Λέλεγες.[12]

Γλώσσα και θρησκεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αντίγραφο Ελληνικής θεότητας στην Αφροδισιάδα που έχει αναγνωριστεί σαν εξελληνισμένη μορφή της Αφροδίτης.

Η Καρική γλώσσα ανήκε στη Λουβική ομάδα των Ανατολίτικων γλωσσών όπως η Λυκιανή και η Μιλυακή γλώσσα που αναγνωρίζεται ως "Μιλυακή Β΄". Οι πρόγονοι τόσο των Καρίων όσο και των Μιλύων πρέπει να ήταν στενά συνδεδεμένοι με τους Λουβίους, δεν πρέπει να θεωρούνται ωστόσο απευθείας απόγονοι τους.[13] Το πιθανότερο είναι να ήταν πρόγονοι τους η πρωτο-Κάριοι η άρχουσα τάξη των βασιλείων της Αρζάουα στην Εποχή του Ορείχαλκου, ο πληθυσμός τους ήταν σε μεγάλο ποσοστό Λίδυοι.[14] Η απόδειξη για την κοινή τους καταγωγή είναι η κοινή λατρεία στον ναό του Κάριου Διός στην πρώτη πρωτεύουσα Μύλασα. Το κύριο κέντρο λατρείας ήταν ο ναός του Καρίου Διός στη Μύλασα όπως τον αναφέρει ο Ηρόδοτος, σε αντίθεση με τον Έλληνα Δία ήταν πολεμικός θεός. Η θεά Εκάτη, προστάτιδα στα μονοπάτια και τα σταυροδρόμια προέρχεται από την Καρία.[15] Σημαντική Καρική θεότητα ήταν ο Ίμβραμος, θεός της γονιμότητας, από αυτόν πήρε το όνομα της η Ίμβρος στην οποία λατρευόταν. Παρότι οι Κάρες στην εποχή της ακμής τους υπήρξαν λαμπροί πολεμιστές αργότερα απέκτησαν τη φήμη δολίων, φυγόπονων, άτολμων και γενικά ευτελών όπως φαίνεται από τις αρχαίες παροιμίες και φράσεις:

  • «Λυδοί πονηροί, δεύτεροι δε Αιγύπτιοι, τρίτοι δε πάντων Κάρες εξωλέστατοι».
  • «Καππαδόκες, Κύλικες, Κάρες τρία κάπα κάκιστα».
  • «εν Κάρι κινδυνεύει», γι΄ ανθρώπους που αποφεύγουν τον κίνδυνο ή αφήνουν να κινδυνεύσουν άλλοι αντ΄ αυτών.
  • «εν Καρός μοίρα»: γι΄ ανθρώπους ευτελείς και χυδαίους.

Μυθολογικές αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ηρόδοτος καταγράφει την Εκάτη σαν Αθηνά και αναφέρει ότι η ιέρεια της θα βγάλει γενειάδα όταν σταματήσει η καταστροφή.[16] Στο όρος Μίλητος κοντά στη Μίλητο λατρευόταν ο Ενδυμίωνας, ο ερωμένος της Σελήνης με την οποία απέκτησε 50 παιδιά, κοιμήθηκε στο ιερό και λατρευόταν μέχρι τους Ρωμαικούς χρόνους. Το όνομα της ιέρειας Καρμίνιας Αμμίας καταγράφεται σαν ιέρεια του Άδραστου και της Αφροδίτης. Ο Ηρόδοτος γράφει ότι οι Κάρες πήραν το όνομα τους από τον μυθικό βασιλιά Καρ αδελφό του Λύδου και του Μυσού, επωνύμων αντίστοιχα της Λυδίας και της Μυσίας, όλοι γιοι του Άτυος.[17] Ο Όμηρος γράφει στην Ιλιάδα ότι η Μίλητος, ο ποταμός Μαίανδρος και τα όρη της Μυκάλης την εποχή του Τρωικού πολέμου ήταν στην κατοχή των Καρών, συμμάχησαν εναντίον των Αχαιών υπό την ηγεσία του Νάστη, γιου του Νομίονα και αδελφού του Αμφίμαχου. Οι φυσιογνωμίες αυτές εμφανίζονται στην Ιλιάδα σε έναν κατάλογο του ποιητή Δάρη που σχετίζεται με τον Τρωικό Πόλεμο. Οι κλασσικοί αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς ισχυρίζονται ότι το βόρειο τμήμα της Καρίας αποικίστηκε αρχικά από τους Ίωνες και στη συνέχεια από τους Δωριείς. Η Ελληνίδα θεά Εκάτη καταγόταν από την Καρία, στην περιοχή υπάρχουν πολλά ονόματα που σχετίζονται με τη θεά όπως ο Εκατόμνος πατέρας του Μαύσωλου.[18][19]

Αρχαιολογικές ανασκαφές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αρχαιολογικές έρευνες σε Καρικό τάφο στη Μύλασα.

Τη δεκαετία του 1950 οι διάσημοι αρχαιολόγοι Τζον Μάνουελ Κούκ (1910 - 1994) και Τζορτζ Έγουαρτ Μπιν (1903 - 1977) ξεκίνησαν εκτεταμένες αρχαιολογικές ανασκαφές στην Καρία.[20] Ο Κούκ ανακάλυψε ότι η Καρία υστερεί σημαντικά από προϊστορικά ευρήματα, την 3η χιλιετία π.χ. τα ευρήματα ήταν ελάχιστα και περιορίστηκαν μονάχα στην παραλία. Τη δεύτερη χιλιετία π.χ. τα λίγα ευρήματα περιορίστηκαν στο Ασαρλίκ, τα Μυκηναϊκά ευρήματα της Μιλήτου και κοντά στη Μύλασα. Τα αρχαιολογικά ευρήματα δεν δείχνουν κανέναν σημαντικό διαχωρισμό ανάμεσα στον Καρικό πολιτισμό και τον ευρύτερο Ελληνικό πολιτισμό.[21]

Τη δεκαετία του 1970 οι αρχαιολόγοι συνέχισαν τις ανασκαφές στην Ιασό, ανακάλυψε έναν Μυκηναϊκό οικισμό με δύο Μινωικούς οικισμούς κάτω από αυτόν όπως επίσης ευρήματα της Γεωμετρικής και της Προ-Γεωμετρικής περιόδου.[22][23] Οι αρχαιολόγοι επιπλέον επιβεβαίωσαν την ύπαρξη των Καρίων στις Σάρδεις, τη Ρόδο και την Αίγυπτο όπου υπηρετούσαν ως μισθοφόροι του Φαραώ. Στη Ρόδο βρέθηκε ένας μεγάλος ταφικός θάλαμος που αναγνωρίστηκε ότι κατασκευάστηκε την περίοδο της Καρικής ηγεμονίας στο νησί.[24] Όλες οι αρχαιολογικές ανασκαφές έδειξαν ότι οι Κάρες δεν ήταν ένας αυτόνομος λαός της Ανατολής αφού προϊστορικά ευρήματα δεν υπάρχουν.[25] Μετά τις ανακαλύψεις οι θεωρίες ότι οι Κάρες κατάγονται από τους Νεολιθικούς γηγενείς κατοίκους της περιοχής κατέρρευσαν αφού τη Νεολιθική εποχή η περιοχή ήταν ακατοίκητη.[26] Χωρίς να αποκλείεται το γεγονός ότι υπήρχαν περιορισμένοι μικροί οικισμοί το τελικό συμπέρασμα είναι ότι οι Κάρες εγκαταστάθηκαν στην Καρία τη 2η χιλιετία π.Χ. από την ευρύτερη περιοχή του Αιγαίου.[27]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus:text:1999.04.0057:entry=*ka/r
  2. Δεδομένου ότι το όνομα του πατέρα του Ηροδότου ήταν Λύξης και το όνομα του θείου του Πανύασσις (καρικά), ενώ το όνομα της μητέρας του Ροιώ ή Δρυώ (ελληνικό), συνάγεται ότι ο πατέρας της Ιστορίας ήταν καρπός μικτού γάμου ανάμεσα σε Κάρα και Ελληνίδα (Ι. Μ. Κωνσταντάκου, Η Περσία και η Αίγυπτος του Ηροδότου) [1]
  3. Dalley, Stephanie (27 Μαρτίου 2003). Herodotus and his World. Oxford University Press. σελίδες 171–189. ISBN 9780199253746. 
  4. Strabo (2009). Strabonis Geographica. Cambridge: Cambridge University Press. ISBN 9781316103999. 
  5. Lajara 2007, σ. 1
  6. Όμηρος, Ιλιάδα, Ραψωδία Β΄, Στίχος 871
  7. Boardman 1991, σ. 663
  8. Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, "Αρταξέρξης"
  9. Θουκυδίδης, Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου, 1.4-1.8
  10. Στράβων, Γεωγραφικά, 7.321 και 13.611.
  11. Αθήναιος ο Ναυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 6.271
  12. Ηρόδοτος, Ηροδότου Ιστορίαι, 1.171
  13. Melchert 2003, σσ. 175–177
  14. Yakubovich 2010, σσ. 86–96
  15. Burkert & Raffan 1987, σ. 171
  16. Ηρόδοτος, Ηροδότου Ιστορίαι, 8.400
  17. Ηρόδοτος, Ηροδότου Ιστορίαι, 1.171
  18. Walter Burkert, (1987) Greek Religion: Archaic and Classical, σ. 171. Oxford, Blackwell.
  19. Theodor Kraus, Hekate: Studien zu Wesen u. Bilde der Gottin in Kleinasien u. Griechenland (Heidelberg) 1960
  20. Bass 1963, σ. 356 [Footnote]: "G. E. Bean and J. M. Cook, BSA 47 (1952)
  21. Cook & 1959-1960, σ. 50
  22. Mitchell, McNicoll & 1978-1979, σ. 63
  23. Mitchell, McNicoll & 1978-1979, σ. 79
  24. Mitchell, McNicoll & 1978-1979, σ. 79
  25. Bass 1963, σ. 356
  26. Drews 2001, σ. 260
  27. Bienkowski & Millard 2000, σσ. 65–66

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • "Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου" τομ.10ος, σελ.327.
  • David and Patt Alexander "Το εκπληκτικό Εγχειρίδιο της Βίβλου", Εκδόσεις Πέργαμος, Αθήνα 1993
  • Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, "Αρταξέρξης"
  • Θουκυδίδης, Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου
  • Στράβων, Γεωγραφικά
  • Αθήναιος ο Ναυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί
  • Ηρόδοτος, Ηροδότου Ιστορίαι
  • Bass, George F. (Oct 1963). "Mycenaean and Protogeometric Tombs in the Halicarnassus Peninsula". American Journal of Archaeology.
  • Bean, George Ewart (1989). Turkey beyond the Meander. London: John Murray Publishers Ltd.
  • Bienkowski, Piotr; Millard, Alan Ralph (2000). Dictionary of the Ancient Near East. Philadelphia, Pennsylvania: University of Pennsylvania Press.
  • Boardman, John (1991). The Cambridge Ancient History Part 2: The Assyrian and Babylonian Empires and Other States of the Near East, from the Eighth to the Sixth Centuries BC. Cambridge, United Kingdom: Cambridge University Press.
  • Burkert, Walter; Raffan, John (1987). Greek Religion: Archaic and Classical. Oxford, United Kingdom: Blackwell Publishing Ltd. ISBN 0-631-15624-0.
  • Cook, J. M. (1959–1960). "Greek Archaeology in Western Asia Minor". Archaeological Reports (6): 27–57.
  • Drews, Robert (2001). Greater Anatolia and the Indo-Hittite Language Family: Papers Presented at a Colloquium Hosted by the University of Richmond, March 18–19, 2000. Institute for the Study of Man.
  • Lajara, Ignacio-Javier Adiego (2007). The Carian Language. Leiden, The Netherlands: Brill. ISBN 90-04-15281-4.
  • Melchert, H. Craig (2003). The Luwians. Leiden, The Netherlands: BRILL.
  • Mitchell, S.; McNicoll, A. W. (1978–1979). "Archaeology in Western and Southern Asia Minor 1971-78". Archaeological Reports (25): 59–90.
  • Yakubovich, Ilya S. (2010). Sociolinguistics of the Luvian Language. Leiden, The Netherlands: Brill.