Ιωάννης Καλβίνος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ιωάννης Καλβίνος
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Jean Calvin (Γαλλικά)[1]
Γέννηση10  Ιουλίου 1509[1][2]
Νογιόν[3][2]
Θάνατος27  Μαΐου 1564[1][2]
Γενεύη[3][2]
Αιτία θανάτουσήψη[4]
ΥπηκοότηταΒασίλειο της Γαλλίας και Δημοκρατία της Γενεύης (1559)
ΣπουδέςCollège de la Marche, Collège de Montaigu, Πανεπιστήμιο του Μπουρζ, Παλαιό πανεπιστήμιο της Ορλεάνης και Πανεπιστήμιο της Ορλεάνης
ΣύζυγοςIdelette Calvin
ΓονείςGérard Cauvin
Επιστημονική σταδιοδρομία
Ερευνητικός τομέαςθεολογία
Ιδιότηταθεολόγος, χριστιανός ιερέας, προτεστάντης μεταρρυθμιστής, πάστορας, δικηγόρος και συγγραφέας
Διδακτορικός καθηγητήςMelchior Volmar
Φοιτητές τουFranciscus Junius
Υπογραφή

Ο Ιωάννης Καλβίνος (γαλλικά: Jean Calvin, Ζαν Καλβέν, πραγματικό όνομα Jehan Cauvin, 10 Ιουλίου 150927 Μαΐου 1564) ήταν Γάλλος θεολόγος, πάστορας και μεταρρυθμιστής στη Γενεύη κατά την Προτεσταντική Μεταρρύθμιση. Ήταν η κύρια φυσιογνωμία της ανάπτυξης του συστήματος της χριστιανικής θεολογίας που αργότερα ονομάστηκε Καλβινισμός, συμπεριλαμβανομένων των δογμάτων του περί προορισμού και της απόλυτης κυριαρχίας του Θεού στη σωτηρία της ανθρώπινης ψυχής από τον θάνατο και την αιώνια καταδίκη. Τα καλβινιστικά δόγματα επηρεάστηκαν και εκπονήθηκαν από την Αυγουστινική και άλλες χριστιανικές παραδόσεις. Διάφορες προτεσταντικές εκκλησίες, που αναφέρονται στον Καλβίνο ως τον κύριο εκφραστή των πεποιθήσεών τους, έχουν εξαπλωθεί σε όλο τον κόσμο.

Ο Καλβίνος ήταν ένας ακούραστος μαχητικός και απολογητής συγγραφέας που προκάλεσε πολλές διαμάχες. Αντάλλαξε επίσης εγκάρδιες και υποστηρικτικές επιστολές με πολλούς μεταρρυθμιστές, όπως ο Φίλιππος Μελάγχθων και ο Χάινριχ Μπούλινγκερ. Εκτός από το θεμελιώδες Θεσμοί της Χριστιανικής Θρησκείας, ο Καλβίνος έγραψε σχόλια για τα περισσότερα βιβλία της Βίβλου, ομολογιακά έργα και διάφορες άλλες θεολογικές πραγματείες.

Ο Καλβίνος εκπαιδεύτηκε αρχικά ως ουμανιστής δικηγόρος. Αποχώρησε από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία γύρω στο 1530. Οταν ξέσπασαν θρησκευτικές εντάσεις με εκτεταμένη θανατηφόρα βία κατά των Προτεσταντών Χριστιανών στη Γαλλία, ο Καλβίνος κατέφυγε στη Βασιλεία της Ελβετίας, όπου το 1536 δημοσίευσε την πρώτη έκδοση των Θεσμών. Την ίδια χρονιά στρατολογήθηκε από τον Γάλλο Γκιγιώμ Φαρέλ για να ενταχθεί στη Μεταρρύθμιση στη Γενεύη, όπου έκανε κηρύγματα τακτικά όλη την εβδομάδα. Ωστόσο το διοικητικό συμβούλιο της πόλης αντιστάθηκε στην υλοποίηση των ιδεών τους και οι δύο άνδρες εκδιώχθηκαν. Μετά από πρόσκληση του Μάρτιν Μπούτσερ ο Καλβίνος πήγε στο Στρασβούργο, όπου έγινε ιερέας μιας εκκλησίας Γάλλων προσφύγων. Συνέχισε να υποστηρίζει το μεταρρυθμιστικό κίνημα στη Γενεύη και το 1541 προσκλήθηκε για να ηγηθεί της εκκλησίας της πόλης.

Μετά την επιστροφή του ο Καλβίνος εισήγαγε νέες μορφές εκκλησιαστικής διακυβέρνησης και λειτουργίας, παρά την αντίθεση πολλών ισχυρών οικογενειών της πόλης, που προσπάθησαν να περιορίσουν την εξουσία του. Την περίοδο αυτή ο Μιχαήλ Σερβέτος, Ισπανός που τόσο οι Ρωμαιοκαθολικοί όσο και οι Προτεστάντες θεωρούσαν ότι είχε αιρετική άποψη για την Αγία Τριάδα, έφτασε στη Γενεύη. Καταγγέλθηκε από τον Καλβίνο και κάηκε στην πυρά για αίρεση από το δημοτικό συμβούλιο. Μετά από μια εισροή υποστηρικτών του προσφύγων και νέες εκλογές για το δημοτικό συμβούλιο οι αντίπαλοι του Καλβίνου αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν. Ο Καλβίνος πέρασε τα τελευταία του χρόνια προωθώντας τη Μεταρρύθμιση τόσο στη Γενεύη όσο και σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Το 1531 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Μέχρι εκείνη την εποχή δεν είχε ακόμα δείξει καμία εχθρότητα ή διαφωνία προς τον Παπισμό. Αλλά το επόμενο έτος συνέβη μια μεγάλη εσωτερική μεταστροφή. Κατά τον ίδιο: "ο Θεός με μια ξαφνική μετατροπή δάμασε τον νου μου και τον έφερε σε μια πιο διδάξιμη κατάσταση, που ήταν πιο αυστηρή σε τέτοια θέματα απ' όσο μπορεί να αναμενόταν στην πρωτύτερη ζωή μου". Η αποκάλυψη αυτή σηματοδότησε τη ρήξη του με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Συμμετείχε στο κίνημα της Μεταρρύθμισης, που αποτέλεσε απαρχή του Προτεσταντισμού. Το 1536 εξέδωσε τον πρώτο τόμο του κριτικού δογματικού έργου του Θεσμοί της Χριστιανικής Θρησκείας, που συνέχισε να επεκτείνει και να ανανεώνει για την υπόλοιπη ζωή του. Οι διδασκαλίες που παρέδωσε στο έργο αυτό, καθώς και αυτές στην Académie Publica που ίδρυσε στη Γενεύη το 1559 και αργότερα έγινε το Πανεπιστήμιο της Γενεύης, είναι γνωστές με τον όρο Καλβινισμός. Ο Καλβίνος πέθανε το 1564 σε ηλικία 55 ετών.

Η ζωή του[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρώτα χρόνια (1509–1535)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Καλβίνος αρχικά ενδιαφερόταν για την ιεροσύνη, αλλά άλλαξε μάθημα για να σπουδάσει νομικά στην Ορλεάνη και στο Μπουρζ. Πίνακας με τίτλο Πορτρέτο του Νεαρού Ιωάννη Καλβίνου από τη συλλογή της Βιβλιοθήκης της Γενεύης.

Ο Ιωάννης Καλβίνος γεννήθηκε ως Jehan Cauvin στις 10 Ιουλίου 1509 στο Noυαγιόν, πόλη στην Πικαρδία, επαρχία του Βασιλείου της Γαλλίας.[5] Ήταν ο δεύτερος από τους τρεις γιους που επέζησαν μετά τη βρεφική ηλικία. Η μητέρα του Jeanne le Franc ήταν κόρη ενός πανδοχέα από το Καμπραί. Πέθανε από άγνωστη αιτία όταν ο Καλβίνος ήταν παιδί, αφού είχε αποκτήσει άλλα τέσσερα παιδιά. Ο πατέρας του Καλβίνου Ζεράρ είχε πετυχημένη καριέρα ως συμβολαιογράφος του καθεδρικού ναού και γραμματέας του εκκλησιαστικού δικαστηρίου. Ο Ζεράρ προόριζε τους τρεις γιους του—Κάρολο, Ιωάννη και Αντώνιο—για την ιεροσύνη.

Ο νεαρός Καλβίνος είχε ιδιαίτερα ταχεία πρόοδο. Σε ηλικία 12 ετών προσλήφθηκε από τον επίσκοπο ως υπάλληλος και εκάρη για να συμβολίσει την αφοσίωσή του στην Εκκλησία. Κέρδισε επίσης την προστασία μιας οικογένειας με επιρροή, των Μοντμόρ.[6] Με τη βοήθειά της μπόρεσε να παρακολουθήσει το Κολλέγιο ντε λα Μαρς στο Παρίσι, όπου έμαθε λατινικά από έναν από τους μεγαλύτερους δασκάλους του, τον Ματυρέν Κορντιέ. [7] Μόλις ολοκλήρωσε τα μαθήματα μπήκε στο Κολλέγιο ντε Μονταιγκύ ως φοιτητής φιλοσοφίας.[8]

Το 1525 ή το 1526 ο Ζεράρ απέσυρε τον γιο του από το Κολλέγιο ντε Μονταιγκύ και τον έγραψε στο Πανεπιστήμιο της Ορλεάνης για να σπουδάσει νομικά. Σύμφωνα με τους σύγχρονούς του βιογράφους Τεοντόρ Μπεζ και Νικολά Κολαντόν ο Ζεράρ πίστευε ότι ο Καλβίνος θα κέρδιζε περισσότερα χρήματα ως δικηγόρος παρά ως ιερέας.[9] Εκείνο τον καιρό επίσης, πρωτοπαρουσίασε και τις ενοχλήσεις στο στομάχι του, που αργότερα –προκαλώντας του αρκετές ασθένειες- θα ήταν και η αιτία του θανάτου του. Μετά από μερικά χρόνια αθόρυβης μελέτης ο Καλβίνος μπήκε στο Πανεπιστήμιο του Μπουρζ το 1529. Του κέντρισε το ενδιαφέρον ο Αντρέα Αλτσιάτο, ουμανιστής δικηγόρος. Ο ουμανισμός ήταν ένα ευρωπαϊκό πνευματικό κίνημα που έδινε έμφαση στις κλασικές σπουδές. Κατά τη 18μηνη παραμονή του στο Μπουρζ ο Καλβίνος έμαθε την Ελληνιστική Κοινή, αναγκαία για τη μελέτη της Καινής Διαθήκης.[10]

Έχουν υποστηριχθεί διάφορες θεωρίες σχετικά με τον χρόνο της θρησκευτικής μεταστροφής του Καλβίνου. Κάποιοι τον έχουν τοποθετήσει γύρω στο 1533, λίγο πριν παραιτηθεί από την ιεροσύνη του. Από αυτή την άποψη η παραίτησή του είναι η άμεση απόδειξη για τη μεταστροφή του στην ευαγγελική πίστη. Ωστόσο ο T. Χ. Λ. Πάρκερ υποστηρίζει ότι, αν και αυτό είναι το τέρμα για τη μεταστροφή του, το πιθανότερο είναι τα τέλη του 1529 ή οι αρχές του 1530.[11] Τα κύρια στοιχεία για τη μεταστροφή του περιέχονται σε δύο σημαντικά διαφορετικές σχετικές αφηγήσεις Στο πρώτο που βρίσκεται στο Σχόλιο για το Βιβλίο των Ψαλμών ο Καλβίνος απεικόνισε τη μεταστροφή του ως μια ξαφνική αλλαγή της άποψής του, που προκλήθηκε από τον Θεό:

Ο Θεός με μια ξαφνική μεταστροφή υπέταξε και έφερε τον νου μου σε ένα διδακτικό πλαίσιο, που ήταν πιο σκληρό σε τέτοια θέματα από ό,τι θα περίμενε κανείς από κάποιον στην πρώιμη περίοδο της ζωής μου. Έχοντας λάβει έτσι κάποια γεύση και γνώση της αληθινής ευσέβειας, φούντωσα αμέσως με τόσο έντονη επιθυμία να σημειώσω πρόοδο σε αυτήν, που αν και δεν άφησα εντελώς άλλες σπουδές, ωστόσο τις ακολούθησα με λιγότερη όρεξη.[12]

Στη δεύτερη αφήγηση ο Καλβίνος έγραψε για μια μακρά διαδικασία εσωτερικού αναβρασμού, ακολουθούμενο από πνευματική και ψυχολογική αγωνία:

Όντας υπερβολικά ανήσυχος για τη δυστυχία στην οποία είχα περιέλθει, και πολύ περισσότερο για αυτό που με απειλούσε ενόψει του αιώνιου θανάτου, εγώ, δεσμευμένος στο καθήκον, έκανα πρώτη μου έννοια να φέρω τον εαυτό μου στον δρόμο σας, καταδικάζοντας την προηγούμενη ζωή μου, όχι χωρίς στεναγμούς και δάκρυα. Και τώρα Κύριε, τι μένει σε έναν άθλιο σαν εμένα, παρά αντί για άμυνα, να σε παρακαλέσω ειλικρινά να μην κρίνεις εκείνη τη φοβερή εγκατάλειψη του Λόγου σου σύμφωνα με τις ερήμους του, από την οποία με τη θαυμαστή σου καλοσύνη επιτέλους με λύτρωσες. [13]

Οι μελετητές έχουν διαφωνήσει σχετικά με την ακριβή ερμηνεία αυτών των αφηγήσεων, αλλά οι περισσότεροι συμφωνούν ότι η μεταστροφή του συνέπιπτε με την απόσχισή του από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. [14][15] Ο βιογράφος του Μπρους Γκόρντον έχει τονίσει ότι «οι δύο αφηγήσεις δεν είναι αντίθετες, αποκαλύπτοντας κάποια ασυνέπεια στη μνήμη του Calvin, αλλά μάλλον [είναι] δύο διαφορετικοί τρόποι έκφρασης της ίδιας πραγματικότητας».[16]

Το 1532 ο Καλβίνος έλαβε το δίπλωμά του της νομικής και δημοσίευσε το πρώτο του βιβλίο, ένα σχόλιο στο De Clementia του Σενέκα. Μετά από ήσυχα ταξίδια στην Ορλεάνη και τη γενέτειρά του τη Noυαγιόν ο Καλβίνος επέστρεψε στο Παρίσι τον Οκτώβριο του 1533. Την περίοδο αυτή αυξήθηκαν οι εντάσεις στο Βασιλικό Κολλέγιο (αργότερα έγινε Κολλέγιο της Γαλλίας) μεταξύ των ουμανιστών/μεταρρυθμιστών και των συντηρητικών ανώτερων μελών της σχολής. Ένας από τους μεταρρυθμιστές, ο Nικολά Κοπ, ήταν πρύτανης του πανεπιστημίου. Την 1η Νοεμβρίου 1533 αφιέρωσε την εναρκτήρια ομιλία του στην ανάγκη για μεταρρύθμιση και ανανέωση στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Η ομιλία προκάλεσε την έντονη αντίδραση της σχολής, που την κατήγγειλε ως αιρετική, αναγκάζοντας τον Κοπ να καταφύγει στη Βασιλεία. Ο Καλβίνος, στενός φίλος του Κοπ, ενεπλάκη στην υπόθεση και για τον επόμενο χρόνο αναγκάστηκε να κρυφτεί. Μετακινιόταν συνεχώς, καταφεύγοντας με τον φίλο του Λουί ντυ Τιλέτ στην Ανγκουλέμ και στο Νουαγιόν και την Ορλεάνη. Τελικά αναγκάστηκε να φύγει από τη Γαλλία κατά την Υπόθεση των Αφισών στα μέσα Οκτωβρίου 1534. Σε εκείνο το περιστατικό άγνωστοι μεταρρυθμιστές είχαν αναρτήσει αφίσες σε διάφορες πόλεις που επέκριναν τη ρωμαιοκαθολική θεία ευχαριστία, στην οποία οι οπαδοί της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας απάντησαν με βία κατά των επίδοξων μεταρρυθμιστών και των συμπαθούντων τους. Τον Ιανουάριο του 1535 ο Καλβίνος πήγε στον Κοπ στη Βασιλεία, μια πόλη υπό τη διαρκή επιρροή του αείμνηστου μεταρρυθμιστή Ιωάννη Οικολαμπάδιου.[17]

Αρχή του μεταρρυθμιστικού έργου (1536–1538)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Γκιγιώμ Φωρέλ ήταν ο μεταρρυθμιστής που έπεισε τον Καλβίνο να μείνει στη Γενεύη. Πίνακας του 16ου αιώνα στη Δημόσια και Πανεπιστημιακή Βιβλιοθήκη της Γενεύης.

Τον Μάρτιο του 1536 ο Καλβίνος δημοσίευσε την πρώτη έκδοση των Institutio Christianae Religionis ή Θεσμών της Χριστιανικής Θρησκείας.[18] Το έργο ήταν μια απολογία ή υπεράσπιση της πίστης του και μια δήλωση της δογματικής θέσης των μεταρρυθμιστών. Σκόπευε επίσης να χρησιμεύσει ως στοιχειώδες βιβλίο οδηγιών για όποιον ενδιαφερόταν για τη χριστιανική πίστη. Το βιβλίο ήταν η πρώτη έκφραση της θεολογίας του. Ο Καλβίνος ενημέρωνε το έργο και δημοσίευε νέες εκδόσεις σε όλη του τη ζωή.[19] Λίγο μετά τη δημοσίευσή του έφυγε από τη Βασιλεία για τη Φερράρα της Ιταλίας, όπου υπηρέτησε για λίγο ως γραμματέας της Πριγκίπισσας Ρενέ της Γαλλίας. Τον Ιούνιο επέστρεψε στο Παρίσι με τον αδερφό του Αντώνιο, που ασχολείτο με τις υποθέσεις του πατέρα τους. Μετά το Διάταγμα του Κουσύ, που έδωσε προθεσμία έξι μηνών στους αιρετικούς για να συμφιλιωθούν με την Καθολική πίστη, ο Καλβίνος αποφάσισε ότι δεν υπήρχε μέλλον γι' αυτόν στη Γαλλία. Τον Αύγουστο ξεκίνησε για το Στρασβούργο, ελεύθερη αυτοκρατορική πόλη της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και καταφύγιο των μεταρρυθμιστών. Λόγω των συγκρούσεων των αυτοκρατορικών και των γαλλικών δυνάμεων αναγκάστηκε να κάνει μια παράκαμψη προς τα νότια, που τον έφερε στη Γενεύη. Ο Καλβίνος είχε σκοπό να μείνει μόνο μια νύχτα, αλλά ο Γκιγιώμ Φωρέλ, σύντροφος Γάλλος μεταρρυθμιστής που κατοικούσε στην πόλη, τον παρακάλεσε να μείνει και να τον βοηθήσει στο έργο του για τη μεταρρύθμιση της εκκλησίας εκεί. Ο Καλβίνος αποδέχθηκε τον νέο του ρόλο χωρίς καμία προϋπόθεση για το έργο ή τα καθήκοντά του.[20] Η θέση στην οποία αρχικά τοποθετήθηκε είναι άγνωστη. Τελικά του δόθηκε ο τίτλος του «αναγνώστη», που πιθανότατα σήμαινε ότι μπορούσε να δίνει επεξηγηματικές διαλέξεις για την Αγία Γραφή. Κάποια στιγμή το 1537 επιλέχθηκε ως «ποιμένας» αν και ποτέ δεν χειροτονήθηκε.[21] Για πρώτη φορά ο δικηγόρος-θεολόγος ανέλαβε ποιμαντικά καθήκοντα όπως βαπτίσεις, γάμους και εκκλησιαστικές λειτουργίες[22].

Στα τέλη του 1536 ο Φωρέλ συνέταξε μια ομολογία πίστης και ο Καλβίνος έγραψε διάφορα άρθρα για την αναδιοργάνωση της εκκλησίας της Γενεύης. Στις 16 Ιανουαρίου 1537 ο Φωρέλ και ο Καλβίνος παρουσίασαν στο δημοτικό συμβούλιο τα Articles concernant l'organisation de l'église et du culte à Genève (Αρθρα σχετικά με την οργάνωση της εκκλησίας και της λατρείας της στη Γενεύη).[23] Το έγγραφο περιέγραφε τον τρόπο και τη συχνότητα των εορτασμών της Θείας Ευχαριστίας, την αιτία και τη μέθοδο της αφορισμού, την απαίτηση προσυπογραφής της ομολογίας της πίστης, τη χρήση των εκκλησιαστικών ασμάτων στη λειτουργία και την αναθεώρηση των νόμων του γάμου. Το συμβούλιο αποδέχθηκε το έγγραφο την ίδια ημέρα.[24]

Καθώς προχωρούσε η χρονιά η αποδοχή του Καλβίνου και του Φωρέλ στο συμβούλιο άρχισε να μειώνεται. Το συμβούλιο ήταν απρόθυμο να επιβάλει την απαίτηση προσυπογραφής, καθώς μόνο λίγοι πολίτες είχαν προσυπογράψει την ομολογία της πίστης. Στις 26 Νοεμβρίου οι δύο ιερωμένοι συζήτησαν έντονα στο συμβούλιο για το θέμα. Επιπλέον η Γαλλία ενδιαφέρθηκε να σχηματίσει συμμαχία με τη Γενεύη και, καθώς οι δύο ιερωμένοι ήταν Γάλλοι, οι σύμβουλοι είχαν αρχίσει να αμφισβητούν την πίστη τους. Τέλος μια μεγάλη εκκλησιαστική-πολιτική διαμάχη προέκυψε όταν η πόλη της Βέρνης, σύμμαχος της Γενεύης στην αναμόρφωση των ελβετικών εκκλησιών, πρότεινε να εισαχθεί ομοιομορφία στις εκκλησιαστικές τελετές. Μια από τις προτάσεις απαιτούσε τη χρήση άζυμου άρτου για τη Θεία Ευχαριστία. Οι δύο ιερωμένοι ήταν απρόθυμοι να ακολουθήσουν το παράδειγμα της Βέρνης και καθυστέρησαν τη χρήση του άζυμου άρτου μέχρι να συγκληθεί σύνοδος στη Ζυρίχη για να ληφθεί η τελική απόφαση. Το συμβούλιο διέταξε τον Καλβίνο και τον Φωρέλ να χρησιμοποιήσουν άζυμο άρτο για την Ευχαριστία του Πάσχα. Αυτοί, σε ένδειξη διαμαρτυρίας, αρνήθηκαν να κοινωνήσουν κατά τη λειτουργία του Πάσχα, γεγονός που προκάλεσε αναταραχή κατά τη διάρκεια της λειτουργίας. Την επόμενη μέρα το συμβούλιο κάλεσε τον Φωρέλ και τον Καλβίνο να φύγουν από τη Γενεύη.[25]

Στη συνέχεια ο Φωρέλ και ο Καλβίνος πήγαν στη Βέρνη και τη Ζυρίχη για να διεκδικήσουν την υπόθεσή τους. Η σύνοδος που συνήλθε στη Ζυρίχη έριξε το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης στον Καλβίνο επειδή δεν ήταν αρκετά συμπαθής προς τον λαό της Γενεύης. Ζήτησε από τη Βέρνη να μεσολαβήσει με στόχο την αποκατάσταση των δύο ιερωμένων. Το συμβούλιο της Γενεύης αρνήθηκε να ξαναδεχτεί τους δύο άνδρες, που μετά από αυτό κατέφυγαν στη Βασιλεία. Στη συνέχεια ο Φωρέλ έλαβε πρόσκληση να ηγηθεί της εκκλησίας στο Νεσατέλ. Ο Καλβίνος προσκλήθηκε να ηγηθεί μιας εκκλησίας Γάλλων προσφύγων στο Στρασβούργο από τους κορυφαίους μεταρρυθμιστές αυτής της πόλης, τον Μάρτιν Μπούτσερ και τον Βόλφγκανγκ Καπίτο. Αρχικά ο Καλβίνος αρνήθηκε επειδή ο Φωρέλ δεν περιλαμβανόταν στην πρόσκληση, αλλά υποχώρησε όταν ο Μπούτσερ τον παρακάλεσε. Τον Σεπτέμβριο του 1538 ο Καλβίνος είχε αναλάβει τη νέα του θέση στο Στρασβούργο, πεπεισμένος πλέον ότι αυτή τη φορά θα ήταν μόνιμη. Λίγους μήνες αργότερα έκανε αίτηση και έγινε δημότης της πόλης.[26]

Ιερέας στο Στρασβούργο (1538-1541)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Εκκλησία του Αγίου Νικολάου στο Στρασβούργο, όπου ο Καλβίνος κήρυξε το 1538. Το κτίριο τροποποιήθηκε αρχιτεκτονικά τον 19ο αιώνα.
Ο Μάρτιν Μπούτσερ κάλεσε τον Καλβίνο στο Στρασβούργο μετά την απέλασή του από τη Γενεύη. Εικονογράφηση του Ζαν-Ζακ Μπουασάρ.

Κατά την παραμονή του στο Στρασβούργο ο Καλβίνος δεν ήταν προσκολλημένος σε μια συγκεκριμένη εκκλησία, αλλά κατείχε το αξίωμά του διαδοχικά στις εκκλησίες του Αγίου Νικολάου, της Αγίας Μαγδαληνής και στην πρώην Δομινικανή εκκλησία, που μετονομάστηκε σε Ταμπλ Νεφ.[27] (Όλες αυτές οι εκκλησίες εξακολουθούν να υπάρχουν, αλλά καμία δεν βρίσκεται στην αρχιτεκτονική κατάσταση των ημερών του Καλβίνου.) Ο Καλβίνος διακονούσε 400–500 μέλη στην εκκλησία του. Κήρυττε ή διάβαζε κάθε μέρα, με δύο κηρύγματα την Κυριακή. Η Θεία Ευχαριστία τελείτο κάθε μήνα και ενθαρρυνόταν το συλλογικό τραγούδισμα των ψαλμών.[28] Εργάστηκε επίσης για τη δεύτερη έκδοση των Θεσμών. Ο Καλβίνος δεν ήταν ικανοποιημένος με την αρχική τους δομή ως κατήχηση, αλφαβητάρι για νέους Χριστιανούς.[29]

Για τη δεύτερη έκδοση, που δημοσιεύθηκε το 1539, ο Καλβίνος άλλαξε τη μορφή της προς όφελος της συστηματικής παρουσίασης των κύριων δογμάτων από την Αγία Γραφή. Στην πορεία το βιβλίο μεγεθύνθηκε από έξι κεφάλαια σε δεκαεπτά.[30]Ταυτόχρονα εργάστηκε σε ένα άλλο βιβλίο, το Σχόλια επί των Ρωμαίων, που εκδόθηκε τον Μάρτιο του 1540. Το βιβλίο ήταν υπόδειγμα για τα μεταγενέστερα σχόλιά του: περιλάμβανε τη δική του μετάφραση από τα ελληνικά και όχι κείμενο στη λατινική βουλγάτα, μια εξήγηση και μια έκθεση.[31] Στην αφιερωτική επιστολή ο Καλβίνος επαινούσε το έργο των προκατόχων του Φίλιππου Μελάγχθωνα, Χάινριχ Μπούλινγκερ και Μάρτιν Μπούτσερ, αλλά φρόντισε επίσης να διακρίνει το δικό του έργο από το δικό τους και να επικρίνει ορισμένες από τις ελλείψεις τους.[32]

Οι φίλοι του Καλβίνου τον προέτρεπαν να παντρευτεί. Ο Καλβίνος είχε μια πεζή άποψη, γράφοντας σε μια επιστολή:

Εγώ, που είμαι τόσο εχθρικός προς την αγαμία, δεν έχω ακόμα παντρευτεί και δεν ξέρω αν θα το κάνω ποτέ. Αν πάρω σύζυγο, θα είναι επειδή, όντας καλύτερα απαλλαγμένος από πολλές ανησυχίες, μπορώ να αφοσιωθώ στον Κύριο.[33]

Του παρουσιάστηκαν αρκετές υποψήφιες, συμπεριλαμβανομένης μιας νεαρής γυναίκας από ευγενή οικογένεια. Απρόθυμα ο Καλβίνος συμφώνησε στον γάμο, με την προϋπόθεση ότι η νύφη θα μάθαινε γαλλικά. Αν και είχε προγραμματιστεί ημερομηνία γάμου για τον Μάρτιο του 1540, παρέμεινε απρόθυμος και ο γάμος δεν έγινε ποτέ. Αργότερα έγραψε ότι δεν θα σκεφτόταν ποτέ να παντρευτεί, «εκτός αν ο Κύριος μου είχε στερήσει τελείως το μυαλό μου».[34] Παρολαυτά τον Αύγουστο του ίδιου έτους παντρεύτηκε την Ιντελέτ ντε Μπυρ, τη χήρα κάποιου αναβαπτιστή που είχε δύο παιδιά από τον πρώτο της γάμο,[35] μια γυναίκα που οι βιογράφοι του θεωρούν ιδανική για αυτόν, διαλεγμένη με τις ίδιες αυστηρές ασκητικές προδιαγραφές όπως και όλα τα πράγματα στη ζωή του. Είναι σεμνή, δεν είναι γκρινιάρα και ιδιότροπη, είναι οικονόμα και υπομονετική και πάντα παρούσα στα προβλήματα της υγείας του. ‘’Πιστή συνεργάτιδα της διακονίας του’’, ‘’και την καλύτερη συντροφιά της ζωής μου’’ την περιγράφει ο ίδιος στην αλληλογραφία του.[36]. Θα περάσουν μαζί εννέα χρόνια προτού πεθάνει το 1549. Ήδη από το 1542 είχε πεθάνει και ο γιος του Καλβίνου και της Ιντελέτ, ένα αγοράκι, που γεννημένο πρόωρα, δεν έζησε παρά λίγες εβδομάδες.[37]

Η Γενεύη επανεξέτασε την απέλαση του Καλβίνου. Η προσέλευση στην εκκλησία είχε μειωθεί και το πολιτικό κλίμα είχε αλλάξει. Καθώς η Βέρνη και η Γενεύη είχαν εδαφικές διαφορές η συμμαχία τους διαλύθηκε. Όταν ο Καρδινάλιος Τζάκοπο Σαντολέτο έγραψε μια επιστολή στο δημοτικό συμβούλιο καλώντας τη Γενεύη να επιστρέψει στην καθολική πίστη, το συμβούλιο αναζήτησε μια εκκλησιαστική αρχή για να του απαντήσει. Αρχικά συμβουλεύτηκε τον Πιερ Βιρέ, αλλά όταν αυτός αρνήθηκε, το συμβούλιο απευθύνθηκε στον Καλβίνο. Εκείνος συμφώνησε και στη Responsio ad Sadoletum (Επιστολή στον Σαντολέτο) υπερασπίστηκε σθεναρά τη θέση της Γενεύης σχετικά με τις μεταρρυθμίσεις στην εκκλησία.[38] Στις 21 Σεπτεμβρίου 1540 το συμβούλιο ανέθεσε σε ένα από τα μέλη του, τον Αμί Περέν, να βρει έναν τρόπο να ξανακαλέσει τον Καλβίνο. Μια αντιπροσωπεία έφτασε στον Καλβίνο ενώ βρισκόταν σε μια συνδιάσκεψη για την επίλυση θρησκευτικών διαφορών στη Βορμς. Η αντίδρασή του στην πρόταση ήταν οξύτατη, όπου έγραψε: «Θα προτιμούσα να πεθάνω εκατό φορές παρά να υποβάλλομαι σε εκείνη τη σταύρωση χίλιες φορές καθημερινά».[39]

Ο Καλβίνος έγραψε επίσης ότι ήταν έτοιμος να ακολουθήσει την κλήση του Κυρίου. Καταρτίστηκε ένα σχέδιο σύμφωνα με το οποίο ο Βιρέ θα διοριζόταν ως προσωρινός υπεύθυνος στη Γενεύη για έξι μήνες, ενώ ο Μπούτσερ και ο Καλβίνος θα επισκέπτονταν την πόλη για να καθορίσουν τα επόμενα βήματα. Το δημοτικό συμβούλιο πίεσε για τον άμεσο διορισμό του Καλβίνου στη Γενεύη. Στα μέσα του 1541 το Στρασβούργο αποφάσισε να δανείσει τον Καλβίνο στη Γενεύη για έξι μήνες. Ο Καλβίνος επέστρεψε στις 13 Σεπτεμβρίου 1541 με επίσημη συνοδεία και ένα βαγόνι για την οικογένειά του.[40]

Μεταρρύθμιση στη Γενεύη (1541-1549)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υποστηρίζοντας τις προτάσεις του Καλβίνου για μεταρρυθμίσεις, το συμβούλιο της Γενεύης ψήφισε τις Ordonnances ecclésiastiques (Εκκλησιαστικές Διατάξεις) στις 20 Νοεμβρίου 1541. Οι διατάξεις καθόρισαν τέσσερις τάξεις ιερατικής λειτουργίας: οι πάστορες να κηρύττουν και να διαχειρίζονται τα μυστήρια. οι ιατροί να καθοδηγούν τους πιστούς στην πίστη, οι πρεσβύτεροι να διασφαλίζουν την πειθαρχία και οι διάκονοι να φροντίζουν τους φτωχούς και τους άπορους.[41]Προέβλεπαν επίσης τη δημιουργία του Consistoire (Εκκλησιαστικό Δικαστήριο), που θα αποτελείτο από τους πρεσβυτέρους και τους ιερωμένους. Η κυβέρνηση της πόλης διατήρησε την εξουσία να καλεί πρόσωπα ενώπιον του δικαστηρίου και το Εκκλησιαστικό Δικαστήριο μπορούσε να κρίνει μόνο εκκλησιαστικά ζητήματα που δεν ήταν αστικής δικαιοδοσίας. Αρχικά το δικαστήριο είχε την εξουσία να επιβάλλει ποινές, με τον αφορισμό ως την πιο αυστηρή ποινή του. Η κυβέρνηση αμφισβήτησε αυτή την εξουσία και στις 19 Μαρτίου 1543 το συμβούλιο αποφάσισε ότι όλες οι ποινές θα επιβάλλονταν από την κυβέρνηση.[42]

Ο Καλβίνος κήρυξε στον καθεδρικό ναό του Αγίου Πέτρου, την κύρια εκκλησία της Γενεύης.

Το 1542 ο Καλβίνος προσάρμοσε ένα λειτουργικό βιβλίο που χρησιμοποιείτο στο Στρασβούργο, δημοσιεύοντας το La Forme des Prières et Chants Ecclésiastiques (Η Μορφή των Προσευχών και των Εκκλησιαστικών Ύμνων). Ο Καλβίνος αναγνώριζε τη δύναμη της μουσικής και σκόπευε να χρησιμοποιηθεί για να υποστηρίξει την ανάγνωση των γραφών. Το αρχικό ψαλτήρι του Στρασβούργου περιείχε δώδεκα ψαλμούς του Κλεμάν Μαρό και ο Καλβίνος πρόσθεσε αρκετούς ακόμη ύμνους δικής του σύνθεσης στην έκδοση της Γενεύης. Στα τέλη του 1542 ο Μαρό πήγε πρόσφυγας στη Γενεύη και πρόσφερε δεκαεννέα ακόμη ψαλμούς. Ο Λουί Μπουρζουά, επίσης πρόσφυγας, έζησε και δίδαξε μουσική στη Γενεύη για δεκαέξι χρόνια και ο Καλβίνος βρήκε την ευκαιρία να προσθέσει τους ύμνους του, με πιο διάσημο τον Παλαιό Εκατοστό.[43]

Το ίδιο έτος (1542) ο Καλβίνος δημοσίευσε το Catéchisme de l'Eglise de Genève (Κατήχηση της Εκκλησίας της Γενεύης), που ήταν εμπνευσμένο από το Kurze Schrifftliche Erklärung του Μπούτσερ του 1534. Ο Καλβίνος είχε γράψει μια προηγούμενη κατήχηση κατά την πρώτη του παραμονή στη Γενεύη, βασισμένη σε μεγάλο βαθμό στη Μεγάλη Κατήχηση του Μαρτίνου Λούθηρου. Η πρώτη εκδοχή λειτούργησε παιδαγωγικά, περιγράφοντας τον Νόμο, την Πίστη και την Προσευχή. Η έκδοση του 1542 αναδιατάχθηκε για θεολογικούς λόγους, καλύπτοντας πρώτα την Πίστη και μετά τον Νόμο και την Προσευχή.[44]

Οι ιστορικοί συζητούν τον βαθμό στον οποίο η Γενεύη αποτελούσε θεοκρατία. Από τη μία πλευρά η θεολογία του Καλβίνου απαιτούσε ξεκάθαρα διαχωρισμό μεταξύ εκκλησίας και κράτους. Άλλοι ιστορικοί έχουν τονίσει την τεράστια πολιτική δύναμη που ασκούσαν σε καθημερινή βάση οι κληρικοί.[45].[46]

Η Ιντελέτ και ο Καλβίνος δεν είχαν παιδιά που επιβίωσαν μετά τη βρεφική ηλικία.

Κατά τη διακονία του στη Γενεύη ο Καλβίνος έκανε πάνω από δύο χιλιάδες κηρύγματα. Αρχικά κήρυττε δύο φορές την Κυριακή και τρεις φορές την εβδομάδα. Αυτό αποδείχτηκε πολύ βαρύ φορτίο και στα τέλη του 1542 το συμβούλιο του επέτρεψε να κηρύττει μόνο μία φορά την Κυριακή. Τον Οκτώβριο του 1549 του ζητήθηκε και πάλι να κηρύττει δύο φορές τις Κυριακές και επιπλέον τις καθημερινές βδομάδα παρά βδομάδα. Τα κηρύγματά του κρατούσαν περισσότερο από μία ώρα και δεν χρησιμοποιούσε σημειώσεις. Ένας περιστασιακός γραμματέας προσπαθούσε να καταγράψει τα κηρύγματά του, αλλά πολύ λίγα από αυτά διατηρήθηκαν πριν από το 1549. Εκείνο το έτος ανατέθηκε να καταγράψει όλα τα κηρύγματα του Καλβίνου στον επαγγελματία γραμματέας Ντενί Ραγκενιέ, που είχε μάθει ή αναπτύξει ένα σύστημα στενογραφίας. Μια ανάλυση των κηρυγμάτων του από τον T. Χ. Λ. Πάρκερ υποδηλώνει ότι ο Καλβίνος ήταν ένας συνεπής ιεροκήρυκας και το ύφος του άλλαξε πολύ λίγο με τα χρόνια.[47][48] Ο Ιωάννης Καλβίνος ήταν επίσης γνωστός για τον ενδελεχή τρόπο που διέδιδε την Αγία Γραφή σε διαδοχικά κηρύγματα. Από τον Μάρτιο του 1555 ως τον Ιούλιο του 1556 ο Καλβίνος έκανε διακόσια κηρύγματα για το Δευτερονόμιο.[49]

Ο Βολταίρος έγραψε για τον Καλβίνο, τον Λούθηρο και τον Ζβίγγλιο, "Αν καταδίκαζαν την αγαμία στους ιερείς και άνοιγαν τις πύλες των μοναστηριών, ήταν μόνο για να μετατρέψουν όλη την κοινωνία σε μοναστήρι. Τα θεάματα και οι διασκεδάσεις απαγορεύονταν ρητά από τη θρησκεία τους και για πάνω από διακόσια χρόνια δεν επιτρεπόταν ούτε ένα μουσικό όργανο στην πόλη της Γενεύης. Καταδίκασαν τη μυστική εξομολόγηση, αλλά επέβαλαν τη δημόσια και στην Ελβετία, τη Σκωτία και τη Γενεύη γινόταν όπως η μετάνοια».[50]

Πολύ λίγα είναι γνωστά για την προσωπική ζωή του Καλβίνου στη Γενεύη. Το σπίτι και τα έπιπλά του ανήκαν στο συμβούλιο. Το σπίτι ήταν αρκετά μεγάλο για να φιλοξενεί την οικογένειά του καθώς και την οικογένεια του Αντώνιου και κάποιους υπηρέτες. Στις 28 Ιουλίου 1542 η Ιντελέτ γέννησε ένα γιο, τον Ζακ, αλλά γεννήθηκε πρόωρα και επέζησε μόνο για λίγο. Η Ιντελέτ αρρώστησε το 1545 και πέθανε στις 29 Μαρτίου 1549. Ο Καλβίνος δεν παντρεύτηκε ποτέ ξανά. Εξέφρασε τη λύπη του σε μια επιστολή προς τον Βιρέ:

Έχω λυπηθεί για τον καλύτερο φίλο της ζωής μου, που, αν είχε οριστεί έτσι, θα μοιραζόταν πρόθυμα όχι μόνο τη φτώχεια αλλά και τον θάνατό μου. Κατά τη διάρκεια της ζωής της ήταν η πιστή βοηθός της διακονίας μου. Από αυτήν δεν βίωσα ποτέ το παραμικρό εμπόδιο.[51]

Σε όλη την υπόλοιπη ζωή του στη Γενεύη διατήρησε αρκετές φιλίες από τα πρώτα του χρόνια, όπως οι Μοντμόρ, Κορντιέ, Κοπ, Φωρέλ, Μελάγχθων και Μπούλινγκερ.[52]

Πειθαρχία και εναντίωση (1546-1553)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πορτρέτο του Ιωάννη Καλβίνου του 16ου αιώνα από έναν άγνωστο καλλιτέχνη. Από τη συλλογή της Βιβλιοθήκης της Γενεύης

Ο Καλβίνος συνάντησε σφοδρή αντίδραση στο έργο του στη Γενεύη. Γύρω στο 1546 οι ασυντόνιστες δυνάμεις συγκεντρώθηκαν σε μια αναγνωρίσιμη ομάδα την οποία ανέφερε ως ελευθεριάζοντες, αλλά που προτιμούσαν να ονομάζονται Πνευματικοί ή Πατριώτες.[53][54] Σύμφωνα με τον Καλβίνο επρόκειτο για ανθρώπους που ένιωθαν ότι αφού ελευθερώθηκαν μέσω της χάρης, εξαιρούνταν τόσο από το εκκλησιαστικό όσο και από το αστικό δίκαιο. Η ομάδα αποτελείτο από πλούσιες, πολιτικά ισχυρές και αλληλένδετες οικογένειες της Γενεύης.[55] Στα τέλη Ιανουαρίου 1546 ο Πιερ Αμώ, ένας κατασκευαστής τραπουλόχαρτων που είχε ήδη έρθει σε σύγκρουση με το Εκκλησιαστικό Δικαστήριο, επιτέθηκε στον Καλβίνο αποκαλώντας τον "Πικάρδιο", ένα επίθετο που υποδήλωνε αντιγαλλικά αισθήματα, και τον κατηγόρησε για ψεύτικο δόγμα. Ο Αμώ τιμωρήθηκε από το συμβούλιο και αναγκάστηκε να εξιλεωθεί παρελαύνοντας στην πόλη και παρακαλώντας τον Θεό για συγχώρεση.[56]Λίγους μήνες αργότερα ο Αμί Περέν, ο άνθρωπος που είχε φέρει τον Καλβίνο στη Γενεύη, στράφηκε ανοιχτά σε αντιπολίτευση. Ο Περέν είχε παντρευτεί τη Φρανσουάζ Φαβρ, κόρη του Φρανσουά Φαβρ, καταξιωμένου εμπόρου της Γενεύης. Τόσο η σύζυγος όσο και ο πεθερός του Περέν είχαν προηγούμενες συγκρούσεις με τους Εκκλησιαστικό Δικαστήριο. Το δικαστήριο επισήμανε ότι πολλοί από τους επώνυμους της Γενεύης, συμπεριλαμβανομένου του Περέν, είχαν παραβιάσει νόμο κατά του χορού. Αρχικά ο Περέν αγνόησε το δικαστήριο όταν κλήθηκε, αλλά όταν έλαβε μια επιστολή από τον Καλβίνο εμφανίστηκε ενώπιόν του.[57]

Το 1547 η αντίθεση στον Καλβίνο και άλλους Γάλλους ιερωμένους πρόσφυγες είχε αυξηθεί και αποτελούσε την πλειοψηφία των συνδίκων, των αστικών δικαστών της Γενεύης. Στις 27 Ιουνίου μια ανυπόγραφη απειλητική επιστολή στη διάλεκτο της Γενεύης βρέθηκε στον άμβωνα του καθεδρικού ναού του Αγίου Πέτρου όπου κήρυττε ο Καλβίνος. Υποψιαζόμενος συνωμοσία εναντίον της εκκλησίας και του κράτους, το συμβούλιο διόρισε μια επιτροπή για τη διερεύνηση. Ο Ζακ Γκρουέ, μέλος της ομάδας του Φαβρ από τη Γενεύη, συνελήφθη και εντοπίστηκαν ενοχοποιητικά στοιχεία όταν έγινε έρευνα στο σπίτι του. Μετά από βασανιστήρια ομολόγησε πολλά εγκλήματα, συμπεριλαμβανομένης της συγγραφής της επιστολής που έμεινε στον άμβωνα και απειλούσε τους ηγέτες της εκκλησίας. Ένα πολιτικό δικαστήριο καταδίκασε σε θάνατο τον Γκρουέ, που αποκεφαλίστηκε στις 26 Ιουλίου. Ο Καλβίνος δεν ήταν αντίθετος στην απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου.[58]

Οι ελευθεριάζοντες συνέχισαν να οργανώνουν αντιπολίτευση, να προσβάλλουν τους διορισμένους ιερωμένους και να αμφισβητούν την εξουσία του Δικαστηρίου. Το συμβούλιο κράτησε αμφοτεροβαρή στάση, άλλοτε νουθετώντας και άλλοτε υποστηρίζοντας τον Καλβίνο. Όταν ο Περέν εξελέγη πρώτος σύνδικος τον Φεβρουάριο του 155, η εξουσία του Καλβίνου φαινόταν να βρίσκεται στο χαμηλότερο σημείο της. Μετά από κάποιες απώλειες ενώπιον του συμβουλίου ο Καλβίνος πίστεψε ότι ηττήθηκε. στις 24 Ιουλίου 1553 ζήτησε από το συμβούλιο να του επιτρέψει να παραιτηθεί. Αν και οι ελευθεριάζοντες έλεγχαν το συμβούλιο, το αίτημά του απορρίφθηκε. Η αντιπολίτευση συνειδητοποίησε ότι μπορούσαν να περιορίσουν την εξουσία του Καλβίνου, αλλά δεν είχαν αρκετή δύναμη για να τον διώξουν.[59]

Μιχαήλ Σερβέτος (1553)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Μιχαήλ Σερβέτος αντάλλαξε πολλές επιστολές με τον Καλβίνο μέχρι που ο τελευταίος τον κατήγγειλε και τον εκτέλεσε.

Σημείο καμπής στη μοίρα του Καλβίνου ήταν η εμφάνιση στη Γενεύη στις 13 Αυγούστου 1553 του Μιχαήλ Σερβέτου, λαμπρού πολυμαθή Ισπανού και φυγά από τις εκκλησιαστικές αρχές, που εισήγαγε στην Ευρώπη την ισλαμική ιδέα[54][60] της πνευμονικής κυκλοφορίας. Ο Σερβέτος κατέστη φυγάς μετά τη δημοσίευσή του της Αποκατάστασης του Χριστιανισμού (1553). Ο μελετητής του Καλβίνου Μπρους Γκόρντον σχολίασε «Μεταξύ των αδικημάτων του ήταν η άρνηση του προπατορικού αμαρτήματος και μια παράξενη και δυσνόητη άποψη για την Αγία Τριάδα».[61][62]

Δεκαετίες νωρίτερα, τον Ιούλιο του 1530 είχε διαφωνήσει με τον Ιωάννη Οικολαμπάδιο στη Βασιλεία και τελικά εκδιώχθηκε. Πήγε στο Στρασβούργο, όπου εξέδωσε ένα φυλλάδιο κατά της Τριάδας. Ο Μπούτσερ το αντέκρουσε δημόσια και του ζήτησε να φύγει. Όταν επέστρεψε στη Βασιλεία ο Σερβέτος δημοσίευσε Δύο Βιβλία Διαλόγων για την Αγία Τριάδα (Λατινικά: Dialogorum de Trinitate libri duo) που προκάλεσαν αίσθηση μεταξύ τόσο των μεταρρυθμιστών όσο και των καθολικών. Όταν ο Ιωάννης Καλβίνος ενημέρωσε την Ισπανική Ιερά Εξέταση για αυτή τη δημοσίευση, εκδόθηκε εντολή για τη σύλληψη του Σερβέτου.[63]

Ο Καλβίνος και ο Σερβέτος ήρθαν σε επαφή για πρώτη φορά το 1546 μέσω ενός κοινού γνωστού, του Ζαν Φρελόν της Λυών. Αντάλλαξαν επιστολές συζητώντας το δόγμα. Ο Καλβίνος χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο Charles d' Espeville και ο Σερβέτος το Michel de Villeneuve.[64] Τελικά ο Καλβίνος έχασε την υπομονή του και αρνήθηκε να απαντήσει. Μέχρι τότε ο Σερβέτος είχε γράψει περίπου τριάντα επιστολές στον Καλβίνο. Ο Καλβίνος εξοργίστηκε ιδιαίτερα όταν ο Σερβέτος του έστειλε ένα αντίγραφο των Θεσμών της Χριστιανικής Θρησκείας με έντονο σχολιασμό με επιχειρήματα που επισήμαιναν λάθη στο βιβλίο. Όταν ο Σερβέτος ανέφερε ότι θα ερχόταν στη Γενεύη ο "Espeville" (Καλβίνος) έγραψε μια επιστολή στον Φωρέλ στις 13 Φεβρουαρίου 1546 σημειώνοντας ότι αν ερχόταν ο Σερβέτος δεν θα ήταν ασφαλής: "γιατί αν ερχόταν, όσο φτάνει η εξουσία μου, δεν θα τον άφηνα να φύγει ζωντανός».[65]

Το 1553 ο Σερβέτος δημοσίευσε το Christianismi Restitutio (Η Αποκατάσταση του Χριστιανισμού), όπου απέρριπτε το χριστιανικό δόγμα της Αγίας Τριάδας και την έννοια του προορισμού. Την ίδια χρονιά ο εκπρόσωπος του Καλβίνου, Γκιγιόμ ντε Τρι, έστειλε επιστολές ενημερώνοντας τη Γαλλική Ιερά Εξέταση για τον Σερβέτο.[66] Αποκαλώντας τον "Ισπανοπορτογάλο", υποπτευόμενος και κατηγορώντας τον[67] για την πρόσφατα αποδεδειγμένη εβραϊκή καταγωγή του.[68][69][70] Ο ντε Τρι έγραψε ότι "το πραγματικό του όνομα είναι Μιχαήλ Σερβέτος, αλλά επί του παρόντος αποκαλεί τον εαυτό του Villeneuve, ασκώντας την ιατρική. Έμεινε για κάποιο διάστημα στη Λυών και τώρα ζει στη Βιέννη."[71] Όταν ο γενικός ιεροεξεταστής της Γαλλίας έμαθε ότι ο Σερβέτος κρυβόταν στη Βιέννη, σύμφωνα με τον Καλβίνο με ψευδώνυμο, επικοινώνησε με τον Καρδινάλιο Φρανσουά ντε Τουρνόν, γραμματέα του αρχιεπισκόπου της Λυών, για να ασχοληθεί με το θέμα. Ο Σερβέτος συνελήφθη και οδηγήθηκε για ανάκριση. Οι επιστολές του προς τον Καλβίνο παρουσιάστηκαν ως απόδειξη αίρεσης, αλλά αρνήθηκε ότι τις έγραψε και αργότερα είπε ότι δεν ήταν σίγουρος ότι ήταν ο γραφικός χαρακτήρας του. Είπε, αφού ορκίστηκε ενώπιον του ιερού ευαγγελίου, ότι «ήταν ο Michel De Villeneuve Δόκτωρ της Ιατρικής, περίπου 42 ετών, καταγόμενος από την Tουντέλα του Βασιλείου της Ναβάρρας, μια πόλη υπήκοο του Αυτοκράτορα».[72] Την επόμενη μέρα είπε: «.. αν και δεν ήταν Σερβέτος, υποδύθηκε το πρόσωπό του για να συζητήσει με τον Καλβίνο».[73] Κατάφερε να δραπετεύσει από τη φυλακή και οι καθολικές αρχές τον καταδίκασαν ερήμην σε αργό θάνατο στην πυρά.[74]

Καθ' οδόν προς την Ιταλία ο Σερβέτος σταμάτησε για να επισκεφθεί τον «d'Espeville» στη Γενεύη, όπου αναγνωρίστηκε και συνελήφθη. Ο γραμματέας του Καλβίνου Νικολά ντε λα Φοντέν συνέταξε έναν κατάλογο κατηγοριών που υποβλήθηκε ενώπιον του δικαστηρίου. Εισαγγελέας ήταν ο Φιλιμπέρ Μπερτελιέ, μέλος μιας οικογένειας ελευθεριαζόντων και γιος ενός διάσημου πατριώτη της Γενεύης, και τις συνεδριάσεις διεύθυνε ο Πιερ Τοσό, κουνιάδος του Περέν. Οι ελευθεριάζοντες επέτρεψαν να διαρκέσει η δίκη σε μια προσπάθεια να πλήξουν τον Καλβίνο. Η δυσκολία στη χρήση του Σερβέτου ως όπλου κατά του Καλβίνου ήταν ότι η αιρετική φήμη του Σερβέτου ήταν ευρέως διαδεδομένη και οι περισσότερες πόλεις της Ευρώπης παρακολουθούσαν και περίμεναν το αποτέλεσμα της δίκης. Αυτό έθεσε ένα δίλημμα για τους ελευθεριάζοντες έτσι στις 21 Αυγούστου το συμβούλιο αποφάσισε να γράψει σε άλλες ελβετικές πόλεις για τις απόψεις τους, μετριάζοντας έτσι τη δική τους ευθύνη για την τελική απόφαση.[75] Εν αναμονή των απαντήσεων το συμβούλιο ρώτησε επίσης τον Σερβέτο αν προτιμούσε να δικαστεί στη Βιέννη ή στη Γενεύη. Παρακάλεσε να μείνει στη Γενεύη. Στις 20 Οκτωβρίου διαβάστηκαν οι απαντήσεις από τη Ζυρίχη, τη Βασιλεία, τη Βέρνη και το Σαφχάουζεν και το συμβούλιο καταδίκασε τον Σερβέτο ως αιρετικό. Την επόμενη μέρα καταδικάστηκε να καεί στην πυρά, την ίδια ποινή όπως και στη Βιέννη. Μερικοί μελετητές υποστηρίζουν ότι ο Καλβίνος και άλλοι ιερωμένοι ζήτησαν να τον αποκεφαλίσουν αντί να τον κάψουν, γνωρίζοντας ότι το κάψιμο στην πυρά ήταν η μόνη νομική λύση.[76]Αυτή η έκκληση απορρίφθηκε και στις 27 Οκτωβρίου ο Σερβέτος κάηκε ζωντανός στο Οροπέδιο του Σαμπέλ έξω από τη Γενεύη.[77]

Διασφάλιση της Προτεσταντικής Μεταρρύθμισης (1553-1555)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά τον θάνατο του Σερβέτου ο Καλβίνος αναγνωρίστηκε ως υπερασπιστής του Χριστιανισμού, αλλά ο απόλυτος θρίαμβος του επί των ελευθεριαζόντων απείχε ακόμη δύο χρόνια. Πάντα επέμενε το Εκκλησιαστικό Δικαστήριο να διατηρήσει την εξουσία του αφορισμού, παρά την προηγούμενη απόφαση του συμβουλίου να του την αφαιρέσει. Κατά τη δίκη του Σερβέτου ο Φιλιμπέρ Μπερτελιέ ζήτησε από το συμβούλιο άδεια για να κοινωνήσει, καθώς είχε αφοριστεί τον προηγούμενο χρόνο για προσβολή ιερωμένου. Ο Καλβίνος διαμαρτυρήθηκε ότι το συμβούλιο δεν είχε τη νομική εξουσία να ανατρέψει τον αφορισμό του Μπερτελιέ. Αβέβαιος για το πώς θα αποφάσιζε το συμβούλιο, άφησε να εννοηθεί σε ένα κήρυγμα στις 3 Σεπτεμβρίου 1553 ότι η απόφαση μπορούσε να ληφθεί μόνο από τις αρχές. Το συμβούλιο αποφάσισε να επανεξετάσει τα Ordonnances (Διατάγματα) και στις 18 Σεπτεμβρίου ψήφισε υπέρ του Καλβίνου - ο αφορισμός ήταν στη δικαιοδοσία του Εκκλησιαστικού Δικαστήριου. Ο Μπερτελιέ υπέβαλε αίτηση για την αποκατάστασή του σε μια άλλη διοικητική συνέλευση της Γενεύης, τους Deux Cents (Διακοσίους), τον Νοέμβριο. Αυτό το σώμα αναίρεσε την απόφαση του συμβουλίου και δήλωσε ότι τελικός διαιτητής σχετικά με τον αφορισμό θα πρέπει να είναι το συμβούλιο. Οι ιερωμένοι συνέχισαν να διαμαρτύρονται και, όπως στην περίπτωση του Σερβέτου, ζητήθηκε η γνώμη των ελβετικών εκκλησιών. Η υπόθεση διήρκεσε μέχρι το 1554. Τελικά στις 22 Ιανουαρίου 1555 το συμβούλιο ανακοίνωσε την απόφαση των ελβετικών εκκλησιών: οι αρχικές Ordonnances έπρεπε να διατηρηθούν και το Εκκλησιαστικό Δικαστήριο να ανακτήσει τις επίσημες εξουσίες του.[78]

Η πτώση των ελευθεριαζόντων ξεκίνησε με τις εκλογές του Φεβρουαρίου του 1555. Μέχρι τότε πολλοί από τους Γάλλους πρόσφυγες είχαν λάβει την υπηκοότητα και με την υποστήριξή τους οι οπαδοί του Καλβίνου εξέλεξαν την πλειοψηφία των συνδίκων και των συμβούλων. Στις 16 Μαΐου οι ελευθεριάζοντες βγήκαν στους δρόμους σε διαμαρτυρία εξοργισμένοι και προσπάθησαν να κάψουν ένα σπίτι που υποτίθεται ότι ήταν γεμάτο Γάλλους. Ο σύνδικος Ανρί Ωλμπέρ προσπάθησε να παρέμβει, έχοντας μαζί του το σκήπτρο που συμβόλιζε τη δύναμή του. Ο Περέν άρπαξε τη σκυτάλη και την κούνησε πάνω από το πλήθος, κάτι που συμβόλιζε ότι πήρε την εξουσία και ξεκινούσε ένα πραξικόπημα. Η εξέγερση τελείωσε σύντομα όταν εμφανίστηκε ένας άλλος σύνδικος και διέταξε τον Περέν να πάει μαζί του στο δημαρχείο. Ο Περέν και άλλοι ηγέτες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πόλη. Με την έγκριση του Καλβίνου οι άλλοι συνωμότες που παρέμειναν στην πόλη βρέθηκαν και εκτελέστηκαν. Η αντίθεση στην εκκλησιαστική πολιτεία του Καλβίνου έφτασε στο τέλος της.[79]

Τελευταία χρόνια (1555-1564)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ιωάννης Καλβίνος στα 53 του σε ένα χαρακτικό του Ρενέ Μπουαβέν

Η εξουσία του Καλβίνου ήταν ουσιαστικά αδιαμφισβήτητη κατά τα τελευταία του χρόνια και απολάμβανε διεθνή φήμη ως μεταρρυθμιστής που ξεχώριζε από τον Μαρτίνο Λούθηρο.[80] Αρχικά ο Λούθηρος και ο Καλβίνος είχαν αμοιβαίο σεβασμό ο ένας για τον άλλον. Μια δογματική σύγκρουση είχε αναπτυχθεί μεταξύ του Λούθηρου και του μεταρρυθμιστή της Ζυρίχης Ούλριχ Ζβίγγλιου σχετικά με την ερμηνεία της Θείας Ευχαριστίας. Η γνώμη του Καλβίνου για το θέμα ανάγκασε τον Λούθηρο να τον τοποθετήσει στο στρατόπεδο του Ζβίγγλιου]. Ο Καλβίνος συμμετείχε ενεργά στην πολεμική που ανταλλασσόταν μεταξύ του λουθηρανικού και του καλβινιστικού κλάδου του κινήματος της Μεταρρύθμισης.[81] Την ίδια στιγμή ο Καλβίνος απογοητεύτηκε από την έλλειψη ενότητας μεταξύ των μεταρρυθμιστών. Έκανε βήματα προσέγγισης με τον Μπούλινγκερ υπογράφοντας το Consensus Tigurinus, ένα κονκορδάτο μεταξύ των εκκλησιών της Ζυρίχης και της Γενεύης. Έφτασε στην Αγγλία όταν ο Καλβινισμός Τόμας Κράνμερ έκανε έκκληση για μια οικουμενική σύνοδο όλων των ευαγγελικών εκκλησιών. Ο Καλβίνος επαίνεσε την ιδέα, αλλά τελικά ο Κράνμερ δεν μπόρεσε να την υλοποιήσει.[82]

Ο Καλβίνος προστάτευε τους εξόριστους, που είχαν καταφύγει στη Γενεύη από τη βασιλεία της καθολικής Μαρίας Τυδώρ της Αγγλίας, ξεκινώντας το 1555. Υπό την προστασία της πόλης μπόρεσαν να δημιουργήσουν τη δική τους αναμορφωμένη εκκλησία υπό τον Τζον Νοξ και τον Ουίλιαμ Ουίτινγκχαμ και τελικά μετέφεραν τις ιδέες του Καλβίνου για το δόγμα και πολιτεία στην Αγγλία και τη Σκωτία.[83]

Το Κολλέγιο του Καλβίνου είναι σήμερα προπαρασκευαστικό σχολείο για το ελβετικό Maturité (Λύκειο)

.

Εντός της Γενεύης κύριο μέλημα του Καλβίνου ήταν η δημιουργία ενός κολλεγίου, ενός ινστιτούτου για την εκπαίδευση των παιδιών. Ο χώρος για το σχολείο επιλέχθηκε στις 25 Μαρτίου 1558 και άνοιξε το επόμενο έτος στις 5 Ιουνίου 1559. Αν και το σχολείο ήταν ένα ενιαίο ίδρυμα, χωρίστηκε σε δύο μέρη: ένα γυμνάσιο που ονομαζόταν κολλέγιο ή schola privata και ένα σχολείο προχωρημένων που ονομαζόταν académie ή schola publica. Ο Καλβίνος προσπάθησε να στρατολογήσει δύο καθηγητές για το ινστιτούτο, τον Ματυρέν Κορντιέ, παλιό του φίλο και λατινιστή που είχε τώρα τη βάση του στη Λωζάνη, και τον Εμμανουήλ Τρεμέλιους, πρώην καθηγητή της Εβραϊκής του Κέιμπριτζ. Κανένας τους δεν ήταν διαθέσιμος, αλλά πέτυχε να πάρει τον Θεόδωρο Μπέζα ως πρύτανη. Μέσα σε πέντε χρόνια υπήρχαν 1.200 μαθητές στο γυμνάσιο και 300 στο ανώτερο. Το κολλέγιο έγινε τελικά το Κολλέγιο του Καλβίνου, ένα από τα προπαρασκευαστικά σχολεία κολεγίων της Γενεύης, ενώ η ακαδημία έγινε το Πανεπιστήμιο της Γενεύης.[84]

Επιπτώσεις στη Γαλλία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Καλβίνος ήταν βαθιά αφοσιωμένος στη μεταρρύθμιση της πατρίδας του, της Γαλλίας. Το προτεσταντικό κίνημα ήταν δυναμικό, αλλά στερείτο κεντρικής οργανωτικής κατεύθυνσης. Με οικονομική υποστήριξη από την εκκλησία της Γενεύης ο Καλβίνος έστρεψε όλη του την ενέργεια του προς την εξύψωση της υπόθεσης του προτεσταντισμού στη Γαλλία. Όπως εξηγεί ένας ιστορικός:

Παρείχε το δόγμα, τη λειτουργία και τις ηθικές ιδέες της νέας θρησκείας και δημιούργησε επίσης εκκλησιαστικούς, πολιτικούς και κοινωνικούς θεσμούς σε αρμονία με αυτή. Γεννημένος ηγέτης συνέχισε το έργο του με προσωπικές εκκλήσεις. Η τεράστια αλληλογραφία του με τους Γάλλους Προτεστάντες δείχνει όχι μόνο πολύ ζήλο, αλλά και άπειρο πόνο και συνεχή μεταφορά στην πατρίδα του των μαθημάτων του από τις έντυπες πραγματείες του.[85] Μεταξύ 1555 και 1562 περισσότεροι από 100 ιερωμένοι στάλθηκαν στη Γαλλία. Ωστόσο ο Γάλλος Βασιλιάς Ερρίκος Β' καταδίωξε σκληρά τους Προτεστάντες με το Διάταγμα του Σατομπριάν και όταν οι γαλλικές αρχές διαμαρτυρήθηκαν για τις ιεραποστολικές δραστηριότητες, οι πατέρες της πόλης της Γενεύης αποποιήθηκαν την επίσημη ευθύνη.[86]

Τελευταία ασθένεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραδοσιακός τάφος του Καλβίνου στο Κοιμητήριο Πλενπαλέ της Γενεύης. Η ακριβής τοποθεσία του τάφου του είναι άγνωστη.

Στα τέλη του 1558 ο Καλβίνος αρρώστησε με πυρετό. Επειδή φοβόταν ότι μπορεί να πεθάνει πριν ολοκληρώσει την τελική αναθεώρηση των Θεσμών, πίεζε τον εαυτό του να εργάζεται. Η τελική έκδοση επεκτάθηκε πολύ στον βαθμό που ο Καλβίνος αναφερόταν σε αυτή ως νέο έργο. Η επέκταση από τα 21 κεφάλαια της προηγούμενης έκδοσης στα 80 οφειλόταν στην εκτεταμένη αντιμετώπιση του υπάρχοντος υλικού και όχι στην προσθήκη νέων θεμάτων.[87]Λίγο μετά την ανάρρωσή του ύψωσε τη φωνή του ενώ έκανε κήρυγμα, κάτι που προκάλεσε βίαιο βήχα. Διερράγη ένα αιμοφόρο αγγείο στους πνεύμονές του και η υγεία του επιδεινώθηκε συνεχώς. Κήρυξε το τελευταίο του κήρυγμα στον Άγιο Πέτρο στις 6 Φεβρουαρίου 1564. Στις 25 Απριλίου έκανε τη διαθήκη του, στην οποία άφησε μικρά ποσά στην οικογένειά του και στο κολέγιο. Λίγες μέρες αργότερα οι λειτουργοί της εκκλησίας ήρθαν να τον επισκεφτούν και του είπαν το τελευταίο αντίο, που καταγράφηκε στο Discours d'adieu aux ministres. Εξιστόρησε τη ζωή του στη Γενεύη, θυμίζοντας μερικές φορές με πίκρα μερικές από τις κακουχίες που είχε υποστεί. Ο Καλβίνος πέθανε στις 27 Μαΐου 1564 σε ηλικία 54 ετών. Στην αρχή το σώμα του τέθηκε σε δημόσιο προσκύνημα, αλλά από τη στιγμή που τόσοι πολλοί άνθρωποι έρχονταν να το δουν, οι ομοϊδεάτες του φοβήθηκαν ότι θα κατηγορούντο ότι υποθάλπουν τη λατρεία ενός νέου αγίου. Την επόμενη μέρα θάφτηκε σε έναν ασήμαντο τάφο στο Κοιμητήριο Πλενπαλέ.[88] Η ακριβής θέση του τάφου είναι άγνωστη. Μια πέτρα προστέθηκε τον 19ο αιώνα για να σηματοδοτήσει έναν τάφο που παραδοσιακά πιστεύεται ότι ήταν του Καλβίνου.[89]

Η Γενεύη την εποχή του Καλβίνου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η εκκλησιαστική αναμόρφωση περιλαμβανόταν στους Εκκλησιαστικούς Κανονισμούς του 1541. Την τήρηση της εκκλησιαστικής πειθαρχίας και ορθοδοξίας αναλάμβανε ο «Σεβαστός Όμιλος Πνευματικών Ποιμένων» ή η «Σεβάσμια Εταιρεία».

Ένα Συμβούλιο Δασκάλων αναλάμβανε την εκκλησιαστική μόρφωση των καινούριων παστόρων (ποιμένων), και τέλος το Κονσιστόριο, αποτελούμενο από 6 ιερείς και 12 γέροντες από το δημοτικό συμβούλιο της πόλης, υπό την αρχηγία του Καλβίνου, θα επιτηρούσε τη συμπεριφορά και τις γνώμες του πληθυσμού, έτσι ώστε να ανταποκρίνονται στο πνεύμα της αναμόρφωσης. Την κοινωνική πρόνοια αναλάμβαναν οι διορισμένοι Διάκονοι. Παρόλο που αρχικά η εξουσία του Δημοτικού Συμβουλίου από το Κονσιστόριο ήταν διαχωρισμένη, σιγά σιγά υπό την επιρροή της προσωπικότητας του Καλβίνου αυτά τα δύο συγχωνεύθηκαν και η εξουσία του Καλβίνου ήταν πλέον απόλυτη. Η θεοκρατία που επέβαλε ο Καλβίνος κυριάρχησε οριστικά στην πόλη.

Μερικές από τις διατάξεις ήταν και οι παρακάτω:

«Ολόκληρο το προσωπικό του οίκου πρέπει να παρευρίσκεται την Κυριακή εις το κήρυγμα, εκτός αν αφεθεί κανείς εις την οικία να προσέχει τα παιδιά ή τα ζώα. Εάν υπάρχει κήρυγμα κατά τις ημέρας της εβδομάδος, όλοι όσοι δύνανται πρέπει να προσέρχονται». (Ο Καλβίνος κήρυττε τρεις ή τέσσερεις φορές την εβδομάδα).

«Εάν κανείς προσέλθει όταν το κήρυγμα θα έχει αρχίσει, ας του γίνει προειδοποίηση· εάν δεν συμμορφωθεί, να πληρώνει πρόστιμο τριών σολδίων».

Ο κλήρος πρέπει να οδηγεί με το παράδειγμα όπως και με τη διδασκαλία. Οι κληρικοί δύνανται να νυμφεύονται και να αποκτούν τέκνα, αλλά πρέπει να απέχουν από τα κυνήγια, τη χαρτοπαιξία, τα συμπόσια, το εμπόριο και τις κοσμικές διασκεδάσεις και να δέχονται κατ’ έτος την επίσκεψη και την έρευνα για τη διαπίστωση της ηθικότητας από τους εκκλησιαστικούς προϊσταμένους τους.

Για τη ρύθμιση της διαγωγής των λαϊκών, είχε καθορισθεί ένα σύστημα επισκέψεων κατ' οίκον: ένας από τους πρεσβυτέρους επισκεπτόταν κατ' έτος όλες τις οικίας ενός διαμερίσματος της πόλεως, το οποίο του αναλογούσε και εξέταζε τους κατοίκους εφ' όλων των φάσεων της ζωής των. Το κονσιστόριο και το συμβούλιο απαγόρευσαν από κοινού τα τυχερά παιγνίδια, τη χαρτοπαιξία, τη βλασφημία, τη μέθη, το να συχνάζουν σε καπηλειά, τον χορό (ο οποίος τότε ποίκιλλε με εναγκαλισμούς και με φιλήματα), τα άσεμνα ή αντιθρησκευτικά άσματα, τις υπερβολές στις διασκεδάσεις, την πολυτέλεια της διαβιώσεως και την άσεμνη ενδυμασία.

Το επιτρεπόμενο χρώμα, η ποσότητα των ενδυμάτων και ο αριθμός των φαγητών τα οποία επιτρεπόντουσαν σε κάθε γεύμα, καθορίζονταν δια νόμου. Τα κοσμήματα και οι δαντέλες επέσυραν δυσμενείς επικρίσεις. Μία γυναίκα φυλακίσθηκε διότι είχε κτενίσει την κόμη της εις ανήθικο ύψος. Οι θεατρικές παραστάσεις περιορίσθηκαν σε θρησκευτικά δράματα και έπειτα απαγορεύθηκαν και αυτά ακόμη. Τα παιδιά έπρεπε να βαπτίζονται όχι με ονόματα του καθολικού ημερολογίου, αλλά κατά προτίμηση να λαμβάνουν ονόματα προσώπων της Παλαιάς Διαθήκης. Ένας ισχυρογνώμων πατέρας φυλακίσθηκε επί τετραήμερο διότι επέμενε να ονομασθεί ο υιός του Κλαύδιος αντί Αβραάμ.

Η λογοκρισία επί των δημοσιευμάτων παρελήφθη από τα ρωμαιοκαθολικά και κοσμικά προηγούμενα και επεκτάθηκε (1560): τα βιβλία πεπλανημένων θρησκευτικών δογμάτων ή ανήθικων τάσεων, απαγορεύονταν- αργότερα επρόκειτο να υπαχθούν εις αυτήν την απαγόρευση τα «Δοκίμια» του Μονταίν και Ο «Αιμίλιος» του Ρουσσώ.

Το να εκφρασθεί κανείς ανευλαβώς περί του Καλβίνου ή περί του Κλήρου ήταν έγκλημα. Μία πρώτη παράβαση των διατάξεων αυτών τιμωρείτο με επίπληξη, περαιτέρω παράβαση με πρόστιμο, εμμονή στην παράβαση, με φυλάκιση ή εξορία.

Η εξώγαμος συνουσία τιμωρείτο με εξορία ή πνιγμό, η μοιχεία, η βλασφημία και η ειδωλολατρία, με θάνατον.

Σε μία εξαιρετική περίπτωση ένα παιδί αποκεφαλίσθηκε διότι κτύπησε τους γονείς του.

Παρόλα αυτά υπήρχαν και οι θαυμαστές αυτού του συστήματος όπως ο Μπερναρντίνο Οκίνο, ένας Ιταλός προτεστάντης, ο οποίος είχε βρει καταφύγιο στη Γενεύη και γράφει: Οι βλασφημίες και οι κατάρες, η ασέλγεια, η μοιχεία και ο άσεμνος βίος, πράγματα τα οποία επικρατούν σε άλλες πόλεις όπου είχα ζήσει, εδώ είναι άγνωστα. Δεν υπάρχουν προαγωγοί και πόρνες. Ο λαός δεν γνωρίζει τι είναι τα κοσμήματα και όλοι ενδύονται κατά ευπρεπή τρόπο. Τα τυχερά παιγνίδια δεν συνηθίζονται. Η φιλανθρωπία είναι τόσο μεγάλη ώστε οι πτωχοί δεν έχουν ανάγκη να επαιτήσουν. Οι άνθρωποι νουθετούν αλλήλους κατά τρόπο αδελφικό, όπως καθορίζει ο Χριστός. Οι δίκες έχουν εκλείψει από την πόλη, ούτε υπάρχει σιμωνία, φόνοι ή φατριαστικό πνεύμα αλλά μόνο ειρήνη και φιλανθρωπία. Εξ άλλου δεν υπάρχουν εδώ όργανα ούτε ήχοι κωδώνων ούτε επιδεικτικές ψαλμωδίες ούτε καύσεις λαμπάδων ή κανδηλιών (στις εκκλησίες) ούτε λείψανα ούτε εικόνες, αγάλματα, λαμπρά άμφια, ούτε φάρσες ή ψυχρές τελετές. Οι εκκλησίες είναι εντελώς απαλλαγμένες από ειδωλολατρία. [90]

Θεολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Καλβινισμός

Ο Καλβίνος ανέπτυξε τη θεολογία του στα σχόλιά του στην Αγία Γραφή καθώς και στα κηρύγματα και τις πραγματείες του, αλλά η πιο ολοκληρωμένη έκφραση των απόψεών του βρίσκεται στο μεγάλο έργο του Θεσμοί της Χριστιανικής Θρησκείας. Σκόπευε να χρησιμοποιηθεί το βιβλίο ως περίληψη των απόψεών του για τη χριστιανική θεολογία και να διαβαστεί σε συνδυασμό με τα σχόλιά του.[91] Οι διάφορες εκδόσεις αυτού του έργου κάλυψαν σχεδόν ολόκληρη τη σταδιοδρομία του ως μεταρρυθμιστή και οι διαδοχικές αναθεωρήσεις του βιβλίου δείχνουν ότι η θεολογία του άλλαξε ελάχιστα από τη νεότητά του μέχρι τον θάνατό του.[92] Η πρώτη έκδοση του 1536 αποτελείτο μόνο από έξι κεφάλαια. Η δεύτερη έκδοση, που δημοσιεύθηκε το 1539, ήταν τριπλάσια, επειδή πρόσθεσε κεφάλαια για θέματα που εμφανίζονται στις Loci Communes του Μελάγχθωνα. Το 1543 πρόσθεσε και πάλι νέο υλικό και επέκτεινε ένα κεφάλαιο για το Σύμβολο της Πίστεως των Αποστόλων. Η τελική έκδοση των Θεσμών εμφανίστηκε το 1559. Μέχρι τότε το έργο αποτελείτο από τέσσερα βιβλία των ογδόντα κεφαλαίων και κάθε βιβλίο πήρε το όνομά του από τις αναφορές του Συμβούλου της Πίστεως: Το Βιβλίο 1 για τον Θεό τον Δημιουργό, το Βιβλίο 2 για τον εν Χριστώ Λυτρωτή, το Βιβλίο 3 σχετικά με τη λήψη της Χάριτος του Χριστού μέσω του Αγίου Πνεύματος και το Βιβλίο 4 για την Κοινωνία του Χριστού ή την Εκκλησία.[93]

Σελίδα τίτλου από την τελική έκδοση του magnum opus του Καλβίνου Institutio Christiane Religionis, που συνοψίζει τη θεολογία του.

Η πρώτη δήλωση στους Θεσμούς ομολογεί το κεντρικό της θέμα. Αναφέρει ότι το σύνολο της ανθρώπινης σοφίας αποτελείται από δύο μέρη: τη γνώση του Θεού και του εαυτού μας.[94] Ο Καλβίνος υποστηρίζει ότι η γνώση του Θεού δεν είναι εγγενής στην ανθρωπότητα ούτε μπορεί να ανακαλυφθεί παρατηρώντας αυτό τον κόσμο. Ο μόνος τρόπος για να αποκτηθεί είναι η μελέτη των γραφών. Ο Καλβίνος γράφει «Για να φτάσει οποιονδήποτε στον Θεό, τον Δημιουργό, χρειάζεται τη Γραφή ως Οδηγό και Δάσκαλό του». Υπερασπίζεται την τριαδική ιδιότητα του Θεού και, σε μια έντονα πολεμική στάση ενάντια στην Καθολική Εκκλησία, υποστηρίζει ότι οι εικόνες του Θεού οδηγούν στην ειδωλολατρία.[95] Ο Ιωάννης Καλβίνος είπε το περίφημο "η ανθρώπινη καρδιά είναι ένα αιώνιο εργοστάσιο ειδώλων".[96] Στο τέλος του πρώτου βιβλίου εκθέτει τις απόψεις του για την πρόνοια, γράφοντας: «Με τη Δύναμη του ο Θεός αγαπά και φυλάει τον Κόσμο που έφτιαξε και με την Πρόνοια του κυβερνά τα επιμέρους Μέρη του».[97] Οι άνθρωποι δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν πλήρως το γιατί. Ο Θεός εκτελεί οποιαδήποτε συγκεκριμένη ενέργεια, αλλά ό,τι καλό ή κακό μπορεί να ασκούν οι άνθρωποι, οι προσπάθειές τους καταλήγουν πάντα στην εκτέλεση του θελήματος και των κρίσεων του Θεού. [98]

Το δεύτερο βιβλίο περιλαμβάνει αρκετά δοκίμια για το προπατορικό αμάρτημα και την πτώση του ανθρώπου, που αναφέρονται άμεσα στον Αυγουστίνο, που ανέπτυξε αυτά τα δόγματα. Συχνά ανέφερε τους Πατέρες της Εκκλησίας για να υπερασπιστεί την υπόθεση της μεταρρύθμισης απέναντι στην κατηγορία ότι οι μεταρρυθμιστές δημιουργούσαν νέα θεολογία.[99] Κατά την άποψη του Καλβίνου η αμαρτία ξεκίνησε με την πτώση του Αδάμ και μεταδόθηκε σε όλη την ανθρωπότητα. Η κυριαρχία της αμαρτίας είναι πλήρης σε σημείο που οι άνθρωποι οδηγούνται στο κακό.[100] Έτσι η πεσμένη ανθρωπότητα έχει ανάγκη τη λύτρωση που μπορεί να βρεθεί στον Χριστό. Αλλά πριν ο Καλβίνος επεξηγήσει αυτό το δόγμα, περιέγραψε την ειδική κατάσταση των Εβραίων που έζησαν την εποχή της Παλαιάς Διαθήκης. Ο Θεός έκανε μια συμφωνία με τον Αβραάμ, υποσχόμενος τον ερχομό του Χριστού. Ως εκ τούτου η Συμφωνία με τον Μωυσή δεν ήταν σε αντίθεση με τον Χριστό, αλλά ήταν μάλλον μια συνέχεια της υπόσχεσης του Θεού. Στη συνέχεια ο Καλβίνος περιγράφει τη Νέα Συμφωνία χρησιμοποιώντας το απόσπασμα από το Σύμβολο της Πίστεως των Αποστόλων που περιγράφει τα πάθη του Χριστού επί του Πόντιου Πιλάτου και την επιστροφή του για να κρίνει τους ζωντανούς και τους νεκρούς. Για τον Καλβίνο η όλη πορεία της υπακοής του Χριστού στον Πατέρα αφαίρεσε τη διχόνοια μεταξύ της ανθρωπότητας και του Θεού.[101]

Στο τρίτο βιβλίο ο Καλβίνος περιγράφει πώς επιτυγχάνεται η πνευματική ένωση Χριστού και ανθρωπότητας. Αρχικά ορίζει την πίστη ως τη σταθερή και βέβαιη γνώση του Θεού εν Χριστώ. Τα άμεσα αποτελέσματα της πίστης είναι η μετάνοια και η άφεση των αμαρτιών. Ακολουθεί πνευματική αναγέννηση, που επαναφέρει τον πιστό στην κατάσταση της αγιότητας πριν από την παράβαση του Αδάμ. Η πλήρης τελειότητα είναι ανέφικτη σε αυτή τη ζωή και ο πιστός θα πρέπει να περιμένει ένα συνεχή αγώνα ενάντια στην αμαρτία.[102] Στη συνέχεια πολλά κεφάλαια αφιερώνονται στο θέμα της δικαίωσης μόνο με την πίστη. Όρισε τη δικαίωση ως «την αποδοχή με την οποία ο Θεός μας θεωρεί δίκαιους, οι οποίοι έλαβαν στη χάρη». Ο Θεός είναι εντελώς κυρίαρχος στη σωτηρία.[103] Κοντά στο τέλος του βιβλίου ο Καλβίνος περιγράφει και υπερασπίζεται το δόγμα του προορισμού, που προωθήθηκε από τον Αυγουστίνο σε αντίθεση με τις διδασκαλίες του Πελαγίου. Συνάδελφοι θεολόγοι που ακολούθησαν την Αυγουστινιακή παράδοση σε αυτό το σημείο ήταν ο Θωμάς Ακινάτης και ο Μαρτίνος Λούθηρος[104], αν και η διατύπωση του δόγματος από τον Καλβίνο προχώρησε περισσότερο από την ήδη υπάρχουσα παράδοση.[105] Η αρχή, σύμφωνα με τα λόγια του Καλβίνου, είναι ότι «Όλοι δεν έχουν δημιουργηθεί με ίσους όρους, αλλά κάποιοι είναι προκαθορισμένοι για την αιώνια ζωή, άλλοι για την αιώνια καταδίκη· και, κατά συνέπεια, καθώς καθένας έχει δημιουργηθεί για τον ένα ή τον άλλο από αυτούς τους σκοπούς, λέμε ότι έχει προοριστεί για ζωή ή για θάνατο."[106] Ο Καλβίνος πίστευε ότι η απόλυτη απόφαση του Θεού ήταν διπλός προορισμός, αλλά ομολόγησε επίσης ότι αυτό ήταν μια φρικτή απόφαση: "Η απόφαση είναι πραγματικά τρομερή, ομολογώ. (λατινικά. Decretum quidem horribile, fateor· γαλλικά. Je confesse que ce decret nous doit epouvanter.)[107]

Το τελευταίο βιβλίο περιγράφει αυτό που θεωρεί ότι είναι η αληθινή Εκκλησία και η διακονία, η εξουσία και τα μυστήρια της. Αρνήθηκε το παπικό πρωτείο και την κατηγορία ότι οι μεταρρυθμιστές ήταν σχισματικοί. Για τον Καλβίνο η Εκκλησία ορίστηκε ως το σώμα των πιστών που έθεσαν τον Χριστό επικεφαλής τους. Εξ ορισμού υπήρχε μόνο μία «καθολική» ή «παγκόσμια» Εκκλησία. Ως εκ τούτου υποστήριξε ότι οι μεταρρυθμιστές «έπρεπε να τους αφήσουν για να μπορέσουμε να έρθουμε στον Χριστό». Οι λειτουργοί της Εκκλησίας περιγράφονται από ένα απόσπασμα της Επιστολής προς Εφεσίους και αποτελούντο από αποστόλους, προφήτες, ευαγγελιστές, ποιμένες και γιατρούς. Ο Καλβίνος θεώρησε τα τρία πρώτα αξιώματα ως προσωρινά, περιοριζόμενα στην ύπαρξή τους στην εποχή της Καινής Διαθήκης. Τα δύο τελευταία ιδρύθηκαν στην εκκλησία της Γενεύης. Αν και ο Καλβίνος σεβόταν το έργο των οικουμενικών συνόδων, τις θεωρούσε υποκείμενες στον Λόγο του Θεού που βρίσκεται στη Γραφή. Πίστευε επίσης ότι οι πολιτικές και οι εκκλησιαστικές αρχές ήταν χωριστές και δεν έπρεπε να παρεμβαίνουν η μια στην άλλη.[108]

Ο Καλβίνος όρισε το μυστήριο ως ένα επίγειο σημάδι που σχετίζεται με μια υπόσχεση του Θεού. Δέχτηκε μόνο δύο μυστήρια ως έγκυρα σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη: το Βάπτισμα και τη θεία Ευχαριστία (σε αντίθεση με τα επτά μυστήρια της Καθολικής Εκκλησίας). Απέρριψε εντελώς το καθολικό δόγμα της μετουσίωσης και τη μεταχείριση του Μυστικού Δείπνου ως θυσίας. Δεν μπορούσε επίσης να δεχτεί το Λουθηρανικό δόγμα της μυστηριακής ένωσης στο οποίο ο Χριστός ήταν «μέσα, με και κάτω από» τα στοιχεία. Η δική του άποψη ήταν κοντά στη συμβολική άποψη του Ζβίγγλιου, αλλά όχι πανομοιότυπη. Αντί να έχει μια καθαρά συμβολική άποψη, ο Καλβίνος σημείωσε ότι με τη συμμετοχή του Αγίου Πνεύματος, η πίστη τρεφόταν και ενισχυόταν από το μυστήριο. Σύμφωνα με τα λόγια του η ιεροτελεστία της ευχαριστίας ήταν «ένα μυστικό πολύ υψηλό για να το καταλάβει ο νους μου ή να εκφράσω τις λέξεις. Το βιώνω αντί να το καταλαβαίνω».[109]

Αμφισβήτηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η θεολογία του Καλβίνου προκάλεσε αμφισβήτηση. Ο Πιέρ Καρολί, προτεστάντης ιερωμένος στη Λωζάνη, κατηγόρησε τον Καλβίνο, καθώς και τον Βιρέ και τον Φαρέλ, για αρειανισμό το 1536. Ο Καλβίνος υπερασπίστηκε τις πεποιθήσεις του για την Αγία Τριάδα στο Confessio de Trinitate propter calumnias P. Caroli.[110] Το 1551 ο Ζερόμ-Ερμέ Μπολσέκ, γιατρός στη Γενεύη, επιτέθηκε στο δόγμα του Καλβίνου περί προορισμού και τον κατηγόρησε ότι έκανε τον Θεό δημιουργό της αμαρτίας. Ο Μπολσέκ εκδιώχθηκε από την πόλη και μετά τον θάνατο του Καλβίνου, έγραψε μια βιογραφία που δυσφήμησε σοβαρά τον χαρακτήρα του.[111] Το επόμενο έτος ο Καλβίνο, ένας Γνησιο-Λουθηρανός πάστορας στο Αμβούργο, καταδίκασε τον Καλβίνο και τον Ζβίγγλιο ως αιρετικούς για την άρνηση του ευχαριστιακού δόγματος της ένωσης του σώματος του Χριστού με τα στοιχεία. Το Defensio sanae et orthodoxae doctrinae de sacramentis (Μια υπεράσπιση του νηφάλιου και ορθόδοξου δόγματος του μυστηρίου) του Καλβίνου ήταν η απάντησή του το 1555.[112] Το 1556 ο Ιούστος Βέλσιος, Ολλανδός αντιφρονών, είχε μια δημόσια διαμάχη με τον Καλβίνο κατά την επίσκεψή του στη Φραγκφούρτη, όπου ο υπερασπίστηκε την ελεύθερη βούληση ενάντια στο δόγμα του Καλβίνου περί προορισμού. Μετά την εκτέλεση του Σερβέτου ένας στενός συνεργάτης του Καλβίνου, ο Σεμπαστιάν Καστελιόν, διαφώνησε μαζί του για το θέμα της μεταχείρισης των αιρετικών. Στην Πραγματεία για τους αιρετικούς (1554) υποστήριξε την εστίαση στις ηθικές διδασκαλίες του Χριστού αντί της ματαιοδοξίας της θεολογίας[113] και αργότερα ανέπτυξε μια θεωρία ανεκτικότητας βασισμένη στις βιβλικές αρχές.[114]

Ο Καλβίνος και οι Εβραίοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι μελετητές έχουν συζητήσει την άποψη του Καλβίνου για τους Εβραίους και τον Ιουδαϊσμό. Μερικοί έχουν υποστηρίξει ότι ο Καλβίνος ήταν ο λιγότερο αντισημίτης μεταξύ όλων των μεγάλων μεταρρυθμιστών της εποχής του, ειδικά σε σύγκριση με τον Μαρτίνο Λούθηρο.[115] Άλλοι έχουν υποστηρίξει ότι ο Καλβίνος ήταν σταθερά μέσα στο αντισημιτικό στρατόπεδο.[116] Οι μελετητές συμφωνούν ότι είναι σημαντικό να γίνει διάκριση μεταξύ των απόψεων του Καλβίνου για τους βιβλικούς Εβραίους και της στάσης του απέναντι στους σύγχρονους του Εβραίους. Στη θεολογία του ο Καλβίνος δεν κάνει διάκριση μεταξύ της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Δήλωσε «όλα τα παιδιά της υπόσχεσης, αναγεννημένα από τον Θεό, που υπάκουσαν στις εντολές με πίστη εργαζόμενα μέσω της αγάπης, ανήκαν στη Νέα Διαθήκη από τότε που δημιουργήθηκε ο κόσμος».[117] Ωστόσο ήταν συμβατικός θεολόγος και υποστήριζε ότι οι Εβραίοι είναι ένας απορριφθείς λαός, που πρέπει να αγκαλιάσει τον Ιησού για να γίνει δεκτός στην Καινή Διαθήκη.[118]

Οι περισσότερες δηλώσεις του Καλβίνου για τον Εβραϊσμό της εποχής του ήταν εχθρικές. Για παράδειγμα έγραψε κάποτε: «Είχα πολλές συζητήσεις με πολλούς Εβραίους: δεν έχω δει ποτέ ούτε μια σταγόνα ευσέβειας, ούτε κόκκο αλήθειας ή ευρηματικότητα – όχι, δεν βρήκα ποτέ κοινή λογική σε κανέναν Εβραίο».[119] Από αυτή την άποψη διέφερε ελάχιστα από άλλους προτεστάντες και καθολικούς θεολόγους της εποχής του.[120]Μεταξύ των σωζόμενων γραπτών του ασχολήθηκε ρητά με ζητήματα των Εβραίων της εποχής του και του Ιουδαϊσμού σε μία μόνο πραγματεία, [121]Απάντηση σε Ερωτήσεις και Ενστάσεις ενός Ορισμένου Εβραίου,[122] στην οποία υποστήριξε ότι οι Εβραίοι διαβάζουν λάθος τις δικές τους γραφές επειδή τους λείπει η ενότητα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης.[123]

Πολιτική σκέψη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο στόχος της πολιτικής θεωρίας του Καλβίνου ήταν να διαφυλάξει τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των απλών ανθρώπων. Αν και ήταν πεπεισμένος ότι η Αγία Γραφή δεν περιείχε κανένα σχέδιο για μια συγκεκριμένη μορφή διακυβέρνησης, ο Καλβίνος ευνοούσε ένα συνδυασμό δημοκρατίας και αριστοκρατίας (μικτή κυβέρνηση). Εκτιμούσε τα πλεονεκτήματα της δημοκρατίας.[124]Για να ελαχιστοποιήσει περαιτέρω την κατάχρηση της πολιτικής εξουσίας, ο Καλβίνος πρότεινε να την κατανείμει σε διάφορους πολιτικούς θεσμούς όπως η αριστοκρατία, οι κατώτερες τάξεις και οι δικαστές σε ένα σύστημα ελέγχων και ισορροπιών (διαχωρισμός εξουσιών). Τέλος ο Καλβίνος δίδαξε ότι αν οι άρχοντες ξεσηκωθούν εναντίον του Θεού χάνουν το θεϊκό τους δικαίωμα και πρέπει να καθαιρεθούν.[125][126] Κράτος και εκκλησία είναι χωριστά, αν και πρέπει να συνεργαστούν προς όφελος του λαού. Οι χριστιανοί δικαστές πρέπει να βεβαιωθούν ότι η εκκλησία μπορεί να εκπληρώσει τα καθήκοντά της με ελευθερία. Σε ακραίες περιπτώσεις οι δικαστές πρέπει να εκδιώξουν ή να εκτελέσουν επικίνδυνους αιρετικούς, αλλά κανείς δεν μπορεί να εξαναγκαστεί να γίνει Προτεστάντης.[127][128]

Ο Καλβίνος πίστευε ότι η γεωργία και οι παραδοσιακές τέχνες είναι οι συνήθεις ανθρώπινες δραστηριότητες. Όσον αφορά το εμπόριο και τον κόσμο της οικονομίας ήταν πιο φιλελεύθερος από τον Λούθηρο, αλλά και οι δύο ήταν αυστηρά αντίθετοι στην τοκογλυφία. Ο Καλβίνος επέτρεπε την επιβολή χαμηλών επιτοκίων στα δάνεια. Όπως και οι άλλοι Μεταρρυθμιστές ο Καλβίνος κατανοούσε την εργασία ως ένα μέσο μέσω του οποίου οι πιστοί εξέφραζαν την ευγνωμοσύνη του προς τον Θεό για τη λύτρωσή τους εν Χριστώ και ως υπηρεσία προς τους πλησίον τους. Όλοι ήταν υποχρεωμένοι να δουλεύουν, η λούφα και η επαιτεία απορρίπτονταν. Η ιδέα ότι η οικονομική επιτυχία ήταν ένα ορατό σημάδι της χάρης του Θεού έπαιζε μικρό μόνο ρόλο στη σκέψη του Καλβίνου. Έγινε σημαντικότερη σε μεταγενέστερες, εν μέρει εκκοσμικευμένες μορφές του Καλβινισμού και έγινε η αφετηρία της θεωρίας του Μαξ Βέμπερ για την άνοδο του καπιταλισμού.[129]

Επιλεγμένα έργα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το πρώτο δημοσιευμένο έργο του Καλβίνου ήταν ένα σχόλιο για το De Clementia (Περί Επιείκιας) του Σενέκα. Δημοσιεύτηκε με δικά του έξοδα το 1532 και έδειξε ότι ήταν ουμανιστής στην παράδοση του Έράσμου με πλήρη κατανόηση της κλασικής επιστήμης.[130]Το πρώτο του θεολογικό έργο, η Ψυχοπαννυχία, προσπάθησε να αντικρούσει το δόγμα του ύπνου της ψυχής όπως είχε διαδοθεί από τους Αναβαπτιστές. Ο Καλβίνος πιθανότατα το έγραψε μετά την ομιλία του Κοπ, αλλά δημοσιεύτηκε μόλις το 1542 στο Στρασβούργο.[131]

Ο Καλβίνος έγραψε πολλές επιστολές σε θρησκευτικούς και πολιτικούς ηγέτες σε όλη την Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης αυτής που εστάλη στον Εδουάρδο ΣΤ' της Αγγλίας.

Ο Καλβίνος συνέγραψε σχόλια για τα περισσότερα από τα βιβλία της Αγίας Γραφής. Το πρώτο του σχόλιο για την Επιστολή προς Ρωμαίους δημοσιεύτηκε το 1540 και σχεδίαζε να γράψει σχόλια για όλη την Καινή Διαθήκη. Πέρασαν έξι χρόνια μέχρι να γράψει το δεύτερο, ένα σχόλιο για την Α΄ Επιστολή προς Κορινθίους, αλλά μετά από αυτό αφοσιώθηκε περισσότερο στην επίτευξη του στόχου του. Μέσα σε τέσσερα χρόνια είχε δημοσιεύσει σχόλια για όλες τις επιστολές του Παύλου και αναθεώρησε επίσης το σχόλιο για την Επιστολή προς Ρωμαίους. Στη συνέχεια έστρεψε την προσοχή του στις καθολικές επιστολές, αφιερώνοντάς τες στον Εδουάρδο ΣΤ' της Αγγλίας. Μέχρι το 1555 είχε ολοκληρώσει το έργο του για την Καινή Διαθήκη, τελειώνοντας με τις Πράξεις των Αποστόλων και τα Ευαγγέλια (παρέλειψε μόνο τις σύντομες δεύτερη και τρίτη Επιστολή και την Αποκάλυψη του Ιωάννη). Για την Παλαιά Διαθήκη έγραψε σχόλια για τον Ησαΐα, τα βιβλία της Πεντατεύχου, τους Ψαλμούς και τον Ιησού του Ναυή. Το υλικό για τα σχόλια προερχόταν συχνά από διαλέξεις σε φοιτητές και κληρικούς τις οποίες επεξεργαζόταν εκ νέου για δημοσίευση. Μετά το 1557 δεν έβρισκε τον χρόνο να συνεχίσει αυτή τη μέθοδο και έδωσε την άδεια να δημοσιεύονται οι διαλέξεις του από σημειώσεις στενογράφων. Αυτές οι Praelectiones κάλυψαν τους ελάσσονες προφήτες, τον Δανιήλ, τον Ιερεμία, τους Θρήνους και μέρος του Ιεζεκιήλ.[132]

Ο Καλβίνος έγραψε επίσης πολλές επιστολές και πραγματείες. Μετά το Responsio ad Sadoletum έγραψε μια ανοιχτή επιστολή κατόπιν αιτήματος του Μπούτσερ στον Κάρολο Ε' το 1543, Supplex exhortatio ad Caesarem, υπερασπιζόμενος τη μεταρρύθμιση. Ακολούθησε μια ανοιχτή επιστολή προς τον πάπα (Admonitio paterna Pauli III) το 1544, στην οποία ο Καλβίνος προειδοποίησε τον Παύλο Γ' ότι στερούσε από τους μεταρρυθμιστές κάθε προοπτική προσέγγισης. Ο πάπας προχώρησε στην έναρξη της Συνόδου του Τρεντο, που κατέληξε σε διατάγματα κατά των μεταρρυθμιστών. Ο Καλβίνος αντέκρουσε τα διατάγματα με το Acta synodi Tridentinae cum Antidoto (Η Σύνοδος του Trent με το Αντίδοτο) το 1547. Όταν ο Κάρολος προσπάθησε να βρει μια συμβιβαστική λύση με το Προσωρινό Διάταγμα του Άουγκσμπουργκ ο Μπούτσερ και ο Μπούλινγκερ προέτρεψαν τον Καλβίνο να απαντήσει. Έγραψε την πραγματεία Vera Christianae pacificationis et Ecclesiae reformandae ratio (Το αληθινό σύστημα της Χριστιανικής ειρήνης και η αναμόρφωση της Εκκλησίας) το 1549, στην οποία περιέγραψε τα δόγματα που έπρεπε να υποστηριχθούν, συμπεριλαμβανομένης της δικαίωσης με την πίστη.[133]

Ο Καλβίνος συνέγραψε πολλά από τα θεμελιώδη έγγραφα για τις μεταρρυθμιστικές εκκλησίες, συμπεριλαμβανομένων εγγράφων για την κατήχηση, τη λειτουργία και τη διακυβέρνηση της εκκλησίας. Έγραψε επίσης αρκετές ομολογίες πίστεως για να ενώσει τις εκκλησίες. Το 1559 συνέταξε τη Γαλλική Ομολογία Πίστεως και η σύνοδος στο Παρίσι την αποδέχτηκε με λίγες αλλαγές. Η Βελγική Ομολογία του 1561 βασίστηκε εν μέρει στη Γαλλική Ομολογία.[134]

Κληρονομιά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά τον θάνατο του Καλβίνου και του διαδόχου του Μπέζα το δημοτικό συμβούλιο της Γενεύης απέκτησε σταδιακά τον έλεγχο σε τομείς της ζωής που προηγουμένως ανήκε στην Εκκλησία. Η αυξανόμενη εκκοσμίκευση συνοδεύτηκε από την παρακμή της Εκκλησίας. Ακόμη και η Ακαδημία της Γενεύης επισκιάστηκε από τα πανεπιστήμια του Λέιντεν και της Χαϊδελβέργης, που έγιναν τα νέα προπύργια των ιδεών του Καλβίνου, που αναγνωρίστηκαν για πρώτη φορά ως Καλβινισμός από τον Ιωακείμ Βέστφαλ το 1552. Το 1585 η Γενεύη, κάποτε η πηγή του μεταρρυθμιστικού κινήματος, είχε γίνει απλώς το σύμβολό του.[135] Ο Καλβίνος πάντα προειδοποιούσε να μην τον χαρακτηρίσουν ως «είδωλο» και τη Γενεύη ως νέα «Ιερουσαλήμ». Ενθάρρυνε τους ανθρώπους να προσαρμοστούν στο περιβάλλον στο οποίο βρίσκονταν. Ακόμη και κατά τη διάρκεια της ανταλλαγής επιθέσεων με τον Βέστφαλ συμβούλεψε μια ομάδα γαλλόφωνων προσφύγων, που είχαν εγκατασταθεί στο Βέζελ της Γερμανίας, να ενσωματωθούν στις τοπικές λουθηρανικές εκκλησίες. Παρά τις διαφορές του με τους Λουθηρανούς, δεν αρνιόταν ότι ήταν μέλη της αληθινής Εκκλησίας. Η αναγνώριση από τον Καλβίνο της ανάγκης προσαρμογής στις τοπικές συνθήκες έγινε ένα σημαντικό χαρακτηριστικό του μεταρρυθμιστικού κινήματος καθώς εξαπλώθηκε σε όλη την Ευρώπη.[136]

Οι τελευταίες στιγμές του Καλβίνου (Βαρκελώνη: Μοντανέρ ι Σιμόν, 1880–1883)

Λόγω του ιεραποστολικού έργου του Καλβίνου στη Γαλλία το μεταρρυθμιστικό του πρόγραμμα έφτασε τελικά στις γαλλόφωνες επαρχίες των Κάτω Χωρών. Ο Καλβινισμός υιοθετήθηκε στο Παλατινάτο επί του Φρειδερίκου Γ', γεγονός που οδήγησε στη διατύπωση της Κατήχησης της Χαϊδελβέργης το 1563. Αυτή και η Βελγική Ομολογία υιοθετήθηκαν ως ομολογιακά πρότυπα στην πρώτη σύνοδο της Ολλανδικής Μεταρρυθμιστικής Εκκλησίας το 1571. Αρκετοί κορυφαίοι κληρικοί, είτε καλβινιστές είτε συμπαθούντες τον Καλβινισμό, εγκαταστάθηκαν στην Αγγλία (Mάρτιν Μπούτσερ, Πέτρος ο Μάρτυρας και Γιαν Λάσκι) και στη Σκωτία (Τζον Νοξ). Κατά τον Αγγλικό Εμφυλίο Π'ολεμο οι Καλβινιστές Πουριτανοί εξέδωσαν την Ομολογία του Ουέστμινστερ, που έγινε το ομολογιακό πρότυπο για τους Πρεσβυτεριανούς στον αγγλόφωνο κόσμο.

Καθώς η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν εξανάγκαζε σε προσηλυτισμό στο Ισλάμ στα κατακτημένα δυτικά της εδάφη, οι ιδέες της μεταρρύθμισης υιοθετήθηκαν γρήγορα στα δύο τρίτα της Ουγγαρίας που κατέλαβε (το άλλο τρίτο της Ουγγαρίας που διοικούσαν οι Αψβούργοι παρέμεινε καθολικό). Το 1567 πραγματοποιήθηκε στο Ντέμπρετσεν, το κύριο κέντρο του Ουγγρικού Καλβινισμού, μια Μεταρρυθμιστική Καταστατική Σύνοδος, όπου υιοθετήθηκε η Δεύτερη Ελβετική Ομολογία ως η επίσημη ομολογία των Ούγγρων Καλβινιστών.

Έχοντας εδραιωθεί στην Ευρώπη το κίνημα συνέχισε να εξαπλώνεται και σε άλλα μέρη του κόσμου, συμπεριλαμβανομένης της Βόρειας Αμερικής, της Νότιας Αφρικής και της Κορέας.[131][137]

Ο Καλβίνος (αριστερά) και ο Ούλριχ Ζβίγγλιος σε ελβετικό νόμισμα των 20 φράγκων για τον εορτασμό της 500ης επετείου της Μεταρρύθμισης

Ο Καλβίνος δεν έζησε για να δει τη θεμελίωση του έργου του να εξελίσσεται σε διεθνές κίνημα, αλλά ο θάνατός του επέτρεψε στις ιδέες του να ξεφύγουν από την πόλη καταγωγής τους, να διαδοθούν πολύ πέρα από τα σύνορά της και να δημιουργήσουν τον δικό τους ξεχωριστό χαρακτήρα.[132][138]

Ο Καλβίνος αναγνωρίζεται ως Ανανεωτής της Εκκλησίας σε Λουθηρανικές εκκλησίες και τιμάται στις 26 Μαΐου.[133][139] Μνημονεύεται επίσης στην Εκκλησία της Αγγλίας με στις 26 Μαΐου.[134][140]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 Sheldon G. Cohen: «John Calvin (1509-1564) French churchman and religious reformer» 1  Σεπτεμβρίου 1995. Ανακτήθηκε στις 18  Φεβρουαρίου 2019. σελ. 276-278.
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 «Historische Lexikon der Schweiz» (Γερμανικά, Γαλλικά, Ιταλικά) Βέρνη. 1998. 011069. Ανακτήθηκε στις 12  Ιουνίου 2023.
  3. 3,0 3,1 «Большая советская энциклопедия» (Ρωσικά) Η Μεγάλη Ρωσική Εγκυκλοπαίδεια. Μόσχα. 1969. Ανακτήθηκε στις 25  Φεβρουαρίου 2017.
  4. books.google.ru/books?id=Vknr2VQSif8C&pg=PA66.
  5. Robert Dean Linder, The Reformation Era, (Greenwood Press, 2008), 139.
  6. Cottret 2000, pp. 8–12; Parker 2006, pp. 17–20
  7. Ganoczy 2004, pp. 3–4; Cottret 2000, pp. 12–16; Parker 2006, p. 21. McGrath 1990, pp. 22–27 states that Nicolas Colladon was the source that he attended Collège de la Marche which McGrath disputes
  8. Cottret 2000, pp. 17–18; Parker 2006, pp. 22–23
  9. Parker 1975, p. 15. According to Cottret 2000, p. 20, there may have been a family conflict with the clergy in Noyon.
  10. Cottret 2000, pp. 20–24; Parker 1975, pp. 22–25
  11. Parker, T. H. L, John Calvin: a Biography, Louisville, KY (Westminster John Knox: 2006), 199–203.
  12. J. Calvin, preface to Commentary on the Book of Psalms, trans. James Anderson, vol. 1 (Grand Rapids: Eerdmans, 1948), pp. xl–xli as quoted in Cottret 2000, p. 67. The translation by Anderson is available at "The Author's Preface", Commentary on Psalms, vol. 1 See also Parker 2006, p. 200.
  13. rom: Bruce Gordon, Calvin, New Haven; London 2009, p. 34.
  14. Ganoczy 2004, pp. 9–10; Cottret 2000, pp. 65–70; Parker 2006, pp. 199–203; McGrath 1990, pp. 69–72
  15. According to Cottret 2000, pp. 68–70, Ganoczy in his book Le Jeune Calvin. Genèse et evolution de sa vocation réformatrice, Wiesbaden: F. Steiner, 1966 p. 302, argues that Calvin conversion took place over several years and that it was not a biographical or chronological event. Cottret quotes Olivier Millet, Calvin et la dynamique de la Parole. Essai de rhétorique réformée, Paris: H. Champion 1992 p. 522, noting a typological rather than a biographical perspective of the account of his conversion. The biographical argument is promoted by D. Fischer, "Conversion de Calvin", Etudes Theéologiques et Religieuses 58 (1983) pp. 203–220. According to Parker 1975, pp. 192–196 Parker is in sympathy with Ganoczy's view, but in his investigations, he concluded that a certain period for his conversion could be determined.
  16. Bruce Gordon, Calvin, New Haven; London 2009, p. 34.
  17. Ganoczy 2004, pp. 7–8; Cottret 2000, pp. 63–65, 73–74, 82–88, 101; Parker 2006, pp. 47–51; McGrath 1990, pp. 62–67
  18. Ganoczy 2005
  19. Ganoczy 2004, p. 9; Cottret 2000, pp. 110–114; Parker 2006, pp. 52, 72
  20. McGrath 1990, pp. 76–78; Cottret 2000, pp. 110, 118–120; Parker 2006, pp. 73–75
  21. Cottret 2000, p. 120
  22. Parker 2006, p. 80
  23. De Greef 2004, p. 50
  24. Cottret 2000, pp. 128–129; Parker 1975, pp. 74–76
  25. McGrath 1990, pp. 98–100; Cottret 2000, pp. 129–131; Parker 2006, pp. 85–90
  26. McGrath 1990, pp. 101–102; Parker 2006, pp. 90–92
  27. Calvin et Strasbourg Archived 8 September 2013 at the Wayback Machine (in French)
  28. Parker 2006, pp. 92–93
  29. Parker 1995, pp. 4–5
  30. Parker 1995, pp. 4–5
  31. Parker 2006, pp. 97–101
  32. Cottret 2000, pp. 143–146
  33. Cottret 2000, p. 140
  34. Parker 1975, p. 87
  35. Cottret 2000, pp. 139–142; Parker 2006, pp. 96–97
  36. Στέφανου Κατσάρκα από την ιστοσελίδα του Πανελλήνιου Ευαγγελικού Συνδέσμου
  37. Cottret Bernard, Calvin: a biography.
  38. Ganoczy 2004, pp. 12–14; De Greef 2004, p. 46; Cottret 2000, pp. 152–156
  39. Parker 2006, p. 105
  40. Parker 2006, pp. 103–107
  41. Ganoczy 2004, pp. 15–17
  42. Cottret 2000, pp. 165–166; Parker 2006, pp. 108–111
  43. Cottret 2000, pp. 172–174; Parker 2006, pp. 112–115
  44. Cottret 2000, pp. 170–171
  45. Mark J. Larson (2009). Calvin's Doctrine of the State: A Reformed Doctrine and Its American Trajectory, The Revolutionary War, and the Founding of the Republic. Wipf and Stock. pp. 1–20. ISBN 978-1-60608-073-3. Archived from the original on 15 September 2015. Retrieved 14 August 2015
  46. Harro Höpfl, The Christian Polity of John Calvin (Cambridge University Press, 1985)
  47. DeVries 2004, pp. 106–124; Parker 2006, pp. 116–123
  48. See also Parker, T. H. L. (2002), The Oracles of God: An Introduction to the Preaching of John Calvin, Cambridge: James Clarke Company, ISBN 978-0-227-17091-5
  49. Currid, John D. (2006), Calvin and the Biblical Languages, UK: Christian Focus Publications, ISBN 978-1-84550-212-6
  50. Voltaire, 1694–1778. "The works of Voltaire : Volume XXVII. Ancient and Modern History. 4. Charles V., 1512 – Philip II., 1584". cristoraul.com. Archived from the original on 23 September 2015. Retrieved 13 September 2015.
  51. Parker 2006, pp. 129–130
  52. Cottret 2000, pp. 183–184; Parker 2006, p. 131
  53. Schaff, Philip, "§ 108. Calvin's Struggle with the Patriots and Libertines", History of the Christian Church, vol. VIII, archived from the original on 9 May 2012, retrieved 17 January 2013
  54. Fisher, George Park (1912). The Reformation. New York: Charles Scribner's Sons. p. 192. Archived from the original on 3 April 2016. Retrieved 23 October 2015.
  55. Cottret 2000, pp. 185–186; Parker 2006, pp. 124–126
  56. Cottret 2000, p. 187; Parker 2006, p. 126
  57. Parker 2006, p. 127
  58. De Greef 2008, pp. 30–31; McNeill 1954, pp. 170–171; Cottret 2000, pp. 190–191; Parker 2006, pp. 136–138
  59. Parker 2006, pp. 139–145
  60. Majeed, Azeem (2005). "How Islam changed medicine". BMJ. 331 (7531): 1486–1487. doi:10.1136/bmj.331.7531.1486. PMC 1322233. PMID 16373721.
  61. "Michael Servetus: Saint, Heretic and Martyr (Part 3: A Radical Theology)". The Postbarthian | Ecumenical Reformed Musing of Wyatt Houtz. 5 October 2018. Retrieved 9 May 2020.
  62. Hunted Heretic, p. 141.
  63. Cottret 2000, pp. 213–216; Parker 2006, p. 146
  64. "Michael Servetus: Saint, Heretic and Martyr (Part 3: A Radical Theology)". The Postbarthian | Ecumenical Reformed Musing of Wyatt Houtz. 5 October 2018. Retrieved 9 May 2020.
  65. Cottret 2000, pp. 216–217; Parker 2006, pp. 147–148; Levy, Leonard W. (1995), Blasphemy: Verbal offense Against the Sacred from Moses to Salman Rushdie, p. 65, ISBN 978-0-8078-4515-8.
  66. See the letters in John Calvin, Opera Quae Supersunt Omnia, Book VIII, First Appendix, IV & VII.
  67. Calvin and the Judaism, Influence and actions and obsessions. Revoeder Hebr.Press. Levi Lancaster 200, p. 106
  68. Gonzalez Echeverría," Andrés Laguna and Michael Servetus: two converted humanist doctors of the XVI century" in: Andrés Laguna International Congress. Humanism, Science and Politics in the Renaissance Europe, García Hourcade y Moreno Yuste, coord., Junta de Castilla y León, Valladolid,1999 pp. 377–389
  69. González Echeverría " Michael Servetus belonged to the famous converted Jewish family The Zaporta", Pliegos de Bibliofilia, nº 7, Madrid pp. 33–42. 1999
  70. González Echeverría" On the Jewish origin of Michael Servetus" Raíces. Jewish Magazine of Culture, Madrid, nº 40, pp. 67–69. 1999
  71. Inconsistencies of John Calvin, A.C. Williams, Artiviche Ed, Pressore, 2012, p. 34–39.
  72. 1749 First questioning. Judgement of Vienne in Dauphiné against Servet. D'artigny Nouveaux mémoires d'histoire Tome Seconde. pp. 55–154.
  73. 1749 Second questioning. Judgement of Vienne in Dauphiné against Servet.D'artigny Nouveaux mémoires d'histoire Tome Seconde pp. 55–154)
  74. Parker 2006, pp. 149–150
  75. Parker 1975, p. 122
  76. Verdict and Sentence for Michael Servetus (1533) in A Reformation Reader eds. Denis R. Janz; 268–270
  77. McGrath 1990, pp. 118–120; Cottret 2000, pp. 222–225; Parker 2006, pp. 150–152
  78. Cottret 2000, pp. 195–198; Parker 2006, pp. 154–156
  79. Cottret 2000, pp. 198–200; Parker 2006, pp. 156–157; Manetsch 2013, p. 187
  80. Cottret 2000, p. 235
  81. Parker 1975, pp. 162–163
  82. Parker 1975, pp. 164–165
  83. Parker 2006, pp. 170–172
  84. Olsen 2004, pp. 158–159; Ganoczy 2004, pp. 19–20; Cottret 2000, pp. 256–259; Parker 2006, pp. 157–160
  85. Preserved Smith (1920). The Age of the Reformation. H. Holt. p. 201.
  86. McGrath 1990, pp. 182–184; Parker 2006, pp. 178–180
  87. Parker 2006, pp. 161–164
  88. McGrath 1990, pp. 195–196; Cottret 2000, pp. 259–262; Parker 2006, pp. 185–191
  89. Rossel, Patrice (1994), Une visite du cimetière de Plainpalais, Les Iles futures; Palfi, Véronique (2003), Le Cimetière des Rois, De l'hôpital des pestiférés au cimetière de Plainpalais, Cinq siècle d'histoire, étude historique pour la Conservation architecturale de la Ville de Genève
  90. όλα τα παραδείγματα από την ιστοσελίδα της Ορθόδοξης Ομάδας Δογματικής Έρευνας
  91. Hesselink 2004, pp. 74–75; Parker 1995, pp. 4–9
  92. Bouwsma 1988, p. 9; Helm 2004, p. 6; Hesselink 2004, pp. 75–77
  93. Parker 1995, pp. 4–10; De Greef 2004, pp. 42–44; McGrath 1990, pp. 136–144, 151–174; Cottret 2000, pp. 110–114, 309–325; Parker 2006, pp. 53–62, 97–99, 132–134, 161–164
  94. Niesel 1980, pp. 23–24; Hesselink 2004, pp. 77–78; Parker 1995, pp. 13–14
  95. Steinmetz 1995, pp. 59–62; Hesselink 2004, p. 85; Parker 1995, pp. 29–34
  96. The human heart is an idol factory: a modern critique of John Calvin". The PostBarthian. 6 August 2019. Retrieved 8 May 2020.
  97. Hesselink 2004, p. 85; Parker 1995, p. 43
  98. Niesel 1980, pp. 70–79; Parker 1995, p. 47
  99. Gerrish 2004, pp. 290–291, 302. According to Gerrish, Calvin put his defence against the charge of novelty in the preface of every edition of the Institutes. The original preface of the first edition was addressed to the King of France, Francis I. The defence expressed his opinion that patristic authority favoured the reformers and that allegation of the reformers deviating from the patristic consensus was a fiction. See also Steinmetz 1995, pp. 122–137.
  100. Niesel 1980, pp. 80–88; Parker 1995, pp. 50–57
  101. Parker 1995, pp. 57–77
  102. Niesel 1980, pp. 126–130; Parker 1995, pp. 78–86
  103. Niesel 1980, pp. 130–137; Parker 1995, pp. 95–103
  104. Parker 1995, p. 114
  105. Heron 2005, p. 243
  106. Calvin 1989, Book III, Chapter 21, Par 5
  107. "John Calvin confessed Double Predestination is a Horrible and Dreadful Decree". The PostBarthian. 31 May 2014. Retrieved 8 May 2020.
  108. Parker 1995, pp. 135–144
  109. Potter & Greengrass 1983, pp. 34–42; McDonnell 1967, p. 206; Parker 1995, pp. 147–157; Niesel 1980, pp. 211–228; Steinmetz 1995, pp. 172–173
  110. Gamble 2004, p. 199; Cottret 2000, pp. 125–126
  111. Gamble 2004, pp. 198–199; McGrath 1990, pp. 16–17; Cottret 2000, pp. 208–211
  112. Gamble 2004, pp. 193–196; Parker 1975, p. 163
  113. Cottret 2000, pp. 227–233
  114. Ganoczy 2004, pp. 17–18
  115. Elazar, Daniel J. (1995). Covenant and Commonwealth: Europe from Christian Separation through the Protestant Reformation, Volume II of the Covenant Tradition in Politics. New Brunswick: Transaction Publishers.
  116. Pater 1987, pp. 256–296; Baron 1972, pp. 343–344
  117. Lange van Ravenswaay 2009, p. 144 quoting from Calvin, Institutes II.11.10
  118. Pak, G. Sojin. John Calvin and the Jews: His Exegetical Legacy. Reformed Institute of Metropolitan Washington, 2009, p. 25
  119. Calvin's commentary of Daniel 2:44–45 translated by Myers, Thomas.Calvin's Commentaries. Grand Rapids, MI: Eerdmans, 1948, quoted in Lange van Ravenswaay 2009, p. 146
  120. Detmers 2006, p. 199; Lange van Ravenswaay 2009, pp. 143–146; Pak 2010, p. 177
  121. Pak 2010, p. 3
  122. Ad Questiones et Obiecta Iudaei cuisdam Responsio Ioannis Calvini in CR 37:653–674 and translated by R. Susan Frank in M. Sweetland Laver, Calvin, Jews, and Intra-Christian Polemics (PhD diss, Temple University, Philadelphia, 1987), pp. 220–261.
  123. Pak 2010, p. 27
  124. Jan Weerda, Calvin, in Evangelisches Soziallexikon, Stuttgart (Germany) (1954), col. 210
  125. Clifton E. Olmstead (1960), History of Religion in the United States, Prentice-Hall, Englewood Cliffs, N.J., pp. 9–10
  126. Jan Weerda, Calvin, in Evangelisches Soziallexikon, col. 211
  127. Jan Weerda, Calvin, in Evangelisches Soziallexikon, col. 212
  128. Otto Weber, Calvin, Johannes, in Die Religion in Geschichte und Gegenwart, 3. Auflage, Band I (1957), col. 1598
  129. Jan Weerda, Calvin, in Evangelisches Soziallexikon, col. 211
  130. De Greef 2004, p. 41; McGrath 1990, pp. 60–62; Cottret 2000, pp. 63–65; Steinmetz 2009
  131. De Greef 2004, p. 53; Cottret 2000, pp. 77–82
  132. De Greef 2004, pp. 44–45; Parker 2006, pp. 134–136, 160–162
  133. De Greef 2004, pp. 46–48
  134. De Greef 2004, pp. 50–51
  135. McGrath 1990, pp. 200–201; Cottret 2000, p. 239
  136. Pettegree 2004, pp. 207–208
  137. Holder 2004, pp. 246–256; McGrath 1990, pp. 198–199
  138. Pettegree 2004, p. 222
  139. Evangelical Lutheran Church in America. Evangelical Lutheran Worship – Final Draft. Augsburg Fortress Press, 2006.
  140. The Calendar". The Church of England. Retrieved 27 March 2021.