Ιστορική σημασιολογία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ως ιστορική σημασιολογία (αγγλ. historical semantics, γαλλ. sémantique historique, γερμ. historische Bedeutungslehre) ορίζεται ο γλωσσολογικός κλάδος που μελετά το φαινόμενο της σημασιολογικής μεταβολής (αγγλ. semantic change, γαλλ. changement sémantique, γερμ. Bedeutungswandel), δηλ. τις αλλαγές σημασίας που υφίστανται τόσο οι λέξεις όσο και τα λεξιλογικά πεδία ή σύνολα κατά τον ρου του χρόνου.

Περιορισμοί της ιστορικής σημασιολογίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο κλάδος της ιστορικής σημασιολογίας, παρ’ ότι τείνει να έλκει αμέσως το ενδιαφέρον του ευρύτερου κοινού, αποτελεί έναν από τους λιγότερο καλλιεργημένους τομείς στη σύγχρονη ιστορικοσυγκριτική γλωσσολογία. Ενώ οι προσεγγίσεις της πραγματολογίας και της γνωσιακής γλωσσολογίας φαίνεται τώρα να τροφοδοτούν εκ νέου την έρευνα, η παρουσίαση ενός προτύπου ή συνόλου αρχών που θα περιγράφει και θα ταξινομεί τους διαύλους μεταβολής σημασίας εξακολουθεί να αποτελεί ζητούμενο. Ως εκ τούτου, δεν προξενεί απορία ότι μερικοί μελετητές καταλήγουν να συμφωνήσουν με το συμπέρασμα του Beekes, ο οποίος υποστήριξε ότι η εν λόγω μελέτη «δεν προσφέρει καμιά ικανοποίηση στον συγκριτικό γλωσσολόγο· πρέπει να παραδεχθούμε ότι ως τώρα κανείς δεν έχει βρει μια πραγματικά ικανοποιητική μέθοδο προσέγγισης αυτών των θεμάτων»[1]. Στη σύγχρονη γλωσσολογία, ενώ εξακολουθούν να ερευνώνται οι τάσεις ή κανονικότητες των σημασιολογικών αλλαγών, περισσότερη έμφαση δίδεται πλέον στην ερμηνεία τους και στην προσκόμιση παράλληλων διαγλωσσικών στοιχείων, που να τις επιβεβαιώνουν.

Ορισμένες αιτίες που συνέβαλαν στην ακαθοριστία των αλλαγών σημασίας —και φαίνεται να είναι εγγενή στοιχεία τους— είναι οι ακόλουθες:

  • Σε αντίθεση με τον περιορισμένο αριθμό φωνημάτων και μορφημάτων μιας γλώσσας, ο αριθμός των σημασιών είναι απεριόριστος. Αυτό έχει περιγραφεί ως αντίθεση μεταξύ κλειστού φωνητικού/μορφολογικού συστήματος και ανοικτού σημασιολογικού συστήματος [2].
  • Δεν υπάρχουν σημασιολογικοί νόμοι ή κανόνες που να αποκλείουν κάποια αλλαγή σημασίας (αρχή τού Meillet[3]). Ως εκ τούτου, οι ιστορικές γραμματικές των γλωσσών, αφού πραγματευθούν την εξέλιξη του φωνητικού και μορφολογικού συστήματος της γλώσσας, ασχολούνται κατόπιν με την προέλευση του λεξιλογίου της (δίαυλοι δανεισμού, διαλεκτική διαφοροποίηση κ.ο.κ.), αδυνατώντας να παρουσιάσουν οργανωμένη ταξινόμηση των σημασιολογικών μεταβολών.
  • Σπανίως είναι γνωστές οι συνθήκες που οδήγησαν σε μια αλλαγή, η οποία παρουσιάζεται ως τετελεσμένο γεγονός στα κείμενα. Ο γλωσσολόγος συνήθως αγνοεί τις συμφραστικές συνθήκες, το ύφος και τον επιτονισμό (υπερτεμαχιακά στοιχεία της γλώσσας) και τη σχετική ισχύ μιας λέξεως ως προς τα συνώνυμά της. Συνεπώς, δεν είναι σε θέση να προσδιορίσει το γλωσσικό και εξωγλωσσικό περιβάλλον (κοινωνική ή πολιτιστική αλλαγή) που ευνόησε μια μεταβολή. Ακόμη και όταν η αλλαγή είναι σκόπιμη, οι όροι της προθετικότητας είναι άγνωστοι σε εμάς και ελάχιστες φορές είμαστε τόσο τυχεροί ώστε να έχουμε αξιόπιστα στοιχεία για αυτήν.
  • Η πολυσημία, που αποτελεί βασική προϋπόθεση της σημασιολογικής μεταβολής, βασίζεται στο πρότυπο της κεντρικής ή πυρηνικής σημασίας μιας λέξεως και των περιφερειακών πτυχών ή σημασιών της (θεωρία του ακτινωτού δικτύου, αγγλ. radial network[4]). Κατά τούτο, ως μεταβολή σημασίας νοείται η βαθμιαία μετακίνηση του σημασιακού φορτίου από τον πυρήνα προς ορισμένο σημείο της περιφέρειας. Εντούτοις, ο βαθμός ισχύος μιας πυρηνικής σημασίας δεν είναι εύκολα αντιληπτός από τα κείμενα και, πολλές φορές, τίποτε δεν αναφέρεται για την κυριαρχία ενός συνωνύμου έναντι κάποιου άλλου στον καθημερινό λόγο.

Παραδείγματα

  1. Το μεσν. γέρνω προέρχεται από το αρχ. ἐγείρω. Πώς όμως η σημασία «υψώνω, σηκώνω» οδήγησε στη σημασία «κλίνω προς τα κάτω»; Έχει δοθεί η εξήγηση (ήδη από τον Γ. Χατζιδάκι) ότι σε αυτό συνέβαλε η εικόνα της πλάστιγγας ή της ζυγαριάς, όπου η ύψωση και η κλίση εμφανίζονται συγχρόνως. Εντούτοις, η ίδια εικόνα δεν επέδρασε ομοίως στο ρ. σηκώνω, το οποίο προέρχεται από το ελνστ. σηκῶ (-όω) «ζυγίζω στην πλάστιγγα» και ακολούθησε αντίθετη σημασιολογική εξέλιξη. Δεν υπάρχουν σημασιολογικοί νόμοι, τέτοιοι που να αποκλείουν αυτή την αλλαγή.[5]
  2. Από το αγγλοσαξ. deor «ζώο γενικά» έχει προέλθει η αγγλ. λ. deer «θήραμα» και από το αγγλοσαξ. mete «τροφή γενικά» έχει προέλθει η αγγλ. λ. meat «κρέας». Σήμερα ονομάζουμε τις αλλαγές αυτές με τον όρο στένωση (Verengerung), αλλά αυτό αποτελεί απλώς περιγραφή του ζητήματος. Μπορούμε να ερμηνεύσουμε τη σημασιακή αλλαγή μόνο επειδή κατέχουμε ορισμένα στοιχεία για τις συνθήκες διαβίωσης και διατροφής των ομιλητών. Χωρίς αυτά, η συγκεκριμένη μεταβολή θα ήταν εντελώς απρόσιτη σε εμάς.

Αιτίες των σημασιολογικών μεταβολών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κορυφαία συμβολή στην εξέταση αυτής της πλευράς των σημασιολογικών μεταβολών υπήρξε το άρθρο του Γάλλου γλωσσολόγου Antoine Meillet “Comment les mots changent de sens” (Πώς οι λέξεις αλλάζουν σημασία), το οποίο δημοσιεύθηκε το 1921 και αποτελεί τη βάση στην οποία στηρίχθηκαν έκτοτε όλες οι σχετικές πραγματείες. Σε αυτό το άρθρο ο Meillet διακρίνει τρεις αιτίες σημασιολογικών μεταβολών, οι οποίες εμπλουτίστηκαν συν τω χρόνω με στοιχεία από τα πορίσματα της γλωσσολογικής ανάλυσης:

Δομικές (structurelles): Οι ενδογλωσσικές αιτίες οφείλονται στη δομή της γλώσσας και στην εγγενή διαφορά μεταξύ φωνημάτων / μορφημάτων και σημασιών. Ο περιορισμένος αριθμός φωνημάτων / μορφημάτων μιας γλώσσας καθιστά, ως συνέπεια, περιορισμένο και τον αριθμό δυνητικών στοιχείων του γλωσσικού περιβάλλοντος. Από την άλλη πλευρά, δεν υπάρχει περιορισμός περιβάλλοντος ως προς τις σημασίες, πράγμα που κατ’ ουσίαν συνεπάγεται άπειρες δυνατότητες επαφής. Επιπλέον, επειδή οι λέξεις εντάσσονται σε πεδία σημασιών, τα μέλη ενός τέτοιου πεδίου αναμφισβήτητα αλληλεπιδρούν, αν και με τρόπο που γίνεται αισθητός στο λεξιλόγιο μόνον όταν η διαδικασία έχει ολοκληρωθεί[6].

Αξιοσημείωτοι δομικοί μηχανισμοί που συντελούν στη μεταβολή σημασίας είναι η γραμματικοποίηση [grammaticalisation] και η επανανάλυση [reanalysis], οι οποίοι μελετώνται αυτοτελώς στη σύγχρονη γλωσσολογία.

Παράδειγμα

  • Οι μεταβολές σημασίας του επιρρήματος τάχα («γρήγορα, ταχέως» → «ίσως, πιθανόν» → «δήθεν») οφείλονται στην επί μακρόν πορεία του προς γραμματικοποίηση. Η πορεία αυτή περιελάμβανε την παρουσία του επιρρήματος σε περιβάλλον υποθετικών λόγων και δυνητικής τροπικότητας, τη μεταβίβαση μέρους του σημασιακού φορτίου από τα ρήματα στο επίρρημα και επιπλέον τη μετατροπή του επιρρήματος από τροπικό σε προτασικό[7].

Αναφορικές (referentielles): Πρόκειται για τις αλλαγές που αφορούν στο αντικείμενο αναφοράς, δηλ. στα ίδια τα πράγματα και, επομένως, στον υλικό πολιτισμό. Οι μεταβολές των υλικών αντικειμένων συμβαδίζουν με την ανάπτυξη, την τεχνολογική πρόοδο ή την εξέλιξη. Ωστόσο, συνήθως η γλώσσα αργεί να παρακολουθήσει αυτές τις αλλαγές, διότι εφαρμόζει την αρχή της οικονομίας και, αντί να επινοεί νέα λεξήματα για κάθε αντικείμενο, επεκτείνει το σημασιολογικό πεδίο των ήδη υπαρχόντων. Τη σπουδαιότητα της συνεξέτασης λέξεων και αντικειμένων αναφοράς έφερε στην επιφάνεια την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα ο γλωσσικός και εθνογραφικός κλάδος «Λέξεις και Πράγματα» (Wörter und Sachen), ο οποίος έστρεψε την προσοχή στην παρακολούθηση του περιβάλλοντος εμφανίσεως μιας λέξης και έδειξε ότι η ιστορία της πρέπει να συμπεριλαμβάνει οπωσδήποτε την ιστορία του πράγματος[8].

Παραδείγματα

  1. Η αγγλ. λέξη pen «στυλό» σήμαινε αρχικώς «πένα» και σχηματίστηκε (μέσω του παλ. γαλλ. penne) με βάση το λατ. penna «φτερό», πράγμα που φέρνει στον νου τη χρήση φτερών ως οργάνων γραφής στο παρελθόν.
  2. Η ελλ. λέξη αμάξι είχε ως αφετηρία τη σημ. «άμαξα, κάρο», αλλά σήμερα στον προφορικό λόγο δηλώνει πλέον το «αυτοκίνητο».
  3. Συνθετότερη είναι η περίπτωση της λέξης άλογο, η οποία εμφανιζόταν αρχικά σε φρ. όπως άλογα ζώα και δήλωνε τα ζώα κατ’ αντιδιαστολή προς τον έλλογο άνθρωπο. Ωστόσο, κατά τη μεσαιωνική εποχή η διάκριση μεταξύ ανδρών (στρατιωτών) και ίππων (αλόγων) στον στρατό του Βυζαντίου εδραίωσε τη χρήση της λ. άλογο ως προσδιορισμό του ίππου[9].

Κοινωνικές (sociales): Εφόσον οι σχέσεις μεταξύ των μελών και των ομάδων μιας κοινωνίας αλλάζουν, οι μεταβολές αυτές καταλήγουν να αποτυπώνονται στο λεξιλόγιο. Ο καθορισμός των κοινωνικών ομάδων που χρησιμοποιούν μια λέξη και η αντίληψή τους για το λεξιλογικό πεδίο στο οποίο ανήκει βαθμηδόν επηρεάζουν τις σημασίες της λέξεως. Αξιοσημείωτα στοιχεία που συμβάλλουν σε αυτές τις μεταβολές είναι το ύφος και το κύρος ενός όρου, καθώς και η εξειδίκευση της χρήσης του από συγκεκριμένες ομάδες (λ.χ. ειδικό επαγγελματικό λεξιλόγιο).

Παραδείγματα

  1. Η επί πολλούς αιώνες ενασχόληση με την κτηνοτροφία εξηγεί γιατί το λατ. trahere «σύρω, έλκω, τραβώ» έδωσε το σύγχρονο γαλλ. traire «αρμέγω».
  2. Ο περιορισμός του μέσου άνω γερμ. hôchzît στο εκκλησιαστικό λεξιλόγιο είχε συνέπειες στη σημασία του: Ενώ το μέσο άνω γερμ. hôchzît σήμαινε γενικά «εορτή (κοσμική ή εκκλησιαστική)» το σύγχρονο γερμ. παράγωγό του Hochzeit κατέληξε να δηλώνει τη «γαμήλια τελετή».

Ιδιαίτερα συχνή περίπτωση σημασιολογικής αλλαγής με κοινωνική αιτιολόγηση αποτελεί ο δανεισμός από γλώσσα ή κοινωνιόλεκτο υψηλότερου κύρους. Όταν μια γλώσσα ή κοινωνιόλεκτος κύρους χρησιμοποιείται εκ παραλλήλου με τη μητρική, ο ομιλητής τείνει να υιοθετεί όρους του υψηλότερου στρώματος για το επίσημο λεξιλόγιο. Οι αντίστοιχοι όροι της μητρικής γλώσσας, εφόσον δεν περιπέσουν σε αχρηστία, συχνά διατηρούνται με περιορισμένη σημασία στο καθημερινό λεξιλόγιο[10].

ΕΦΑΡΜΟΓΗ: Η γλωσσική επαφή της Αγγλικής με γλώσσες που ομιλήθηκαν στις Βρετανικές Νήσους εξηγεί τα λεξιλογικά στρώματα που συναντούμε στη σύγχρονη Αγγλική, καθώς και πολλές μεταβολές σημασίας. Η Αγγλοσαξονική απώθησε την Κελτική, η οποία άφησε λίγα λεξιλογικά κατάλοιπα, αλλά εμπλουτίστηκε σε μεγάλο βαθμό από τη γαλλογενή γλώσσα των Νορμανδών, οι οποίοι αποτέλεσαν την ανώτερη τάξη αυλικών και υπαλλήλων. Ως εκ τούτου, πλήθος λέξεων από τη Γαλλική και τη Μεσαιωνική Λατινική εισήλθαν στην Αγγλική απαρτίζοντας ένα ιδιαίτερο γλωσσικό επίστρωμα (superstratum) σε αυτήν και περιορίζοντας τον αγγλοσαξονικό ή τον σκανδιναβικό όρο σε σημασίες της καθημερινότητας ή στη βασική λέξη του πεδίου.

Στα ακόλουθα παραδείγματα η πρώτη λέξη έχει αγγλοσαξονική αρχή, ενώ η δεύτερη είναι λατινογενής ή προήλθε από τη νορμανδική Γαλλική. Ένα κριτήριο που συχνά εντυπωσιάζει τους μη ειδικούς είναι ότι οι κληρονομηθείσες λέξεις (γερμανικής αρχής) τονίζονται συνήθως στην πρώτη συλλαβή, πράγμα που αποτελεί χαρακτηριστικό των γερμανικών γλωσσών, ενώ οι λατινογενείς ή γαλλογενείς φέρουν συχνά τόνο σε άλλη συλλαβή[11].

  • yard «αυλή» ~ court «βασιλική αυλή – δικαστήριο»
  • freedom «ελευθερία» ~ liberty «ελευθερία» (κυρ. σε φρ.)
  • take «παίρνω, πιάνω» ~ apprehend «συλλαμβάνω»
  • hide «κρύβω» ~ conceal «αποκρύπτω»
  • clever «έξυπνος» ~ intelligent «ευφυής»
  • die «πεθαίνω» ~ perish «αποβιώνω» (επίσημος όρος)
  • outer «εξωτερικός» ~ exterior «εξωτερικός» (επίσημος όρος)…

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι, μιλώντας για ζώα, χρησιμοποιούμε τους αγγλοσαξ. όρους swine (pig) «γουρούνι, χοίρος», cow «αγελάδα», sheep «πρόβατο», αλλά όταν το κρέας αυτών των ζώων φθάσει στο τραπέζι μας, τότε χρησιμοποιούνται οι λατινογενείς όροι pork, beef και mutton. Η ταυτόχρονη παρουσία των λέξεων αυτών και η σημασιολογική τους κατανομή έχει σαφώς κοινωνική αιτιολόγηση.

Αρκετά χρόνια μετά τη δημοσίευση του άρθρου του Meillet ο Άγγλος γλωσσολόγος και ρομανιστής Stephen Ullmann θεώρησε ότι η προαναφερθείσα κατηγοριοποίηση παρέλειπε μία άλλη αιτιολογική κατηγορία των σημασιολογικών μεταβολών. Στα βιβλία του Précis de sémantique française (Bern 1959, β΄ έκδ.) και, κυρίως, Semantics. An introduction to the science of meaning (London 1962) ο Ullmann προσέθεσε τις ψυχολογικές αιτίες.

Η ψυχολογική βάση των αλλαγών σημασίας βασίζεται στον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος βλέπει τη γλώσσα και τη χρήση της· συνεπώς, μπορούμε να αναγνωρίσουμε σε τέτοιες μεταβολές κάποιον βαθμό προθετικότητας, συνειδητής ή μη. Στόχος της μελέτης των ψυχολογικών αιτίων είναι στην πραγματικότητα η διερεύνηση του υποβάθρου που υπόκειται στις σημασιολογικές αλλαγές[12]. Τέτοιες μεταβολές συχνά στηρίζονται σε διεργασίες όπως ο ευφημισμός, η αποτροπή (λέξεις-ταμπού), η ευγένεια ή ακόμη σε εκ των άνω επιβολή, όπως συμβαίνει με την αποκαλούμενη “πολιτική ορθότητα” (political correctness). Η αλλαγή στις αντιλήψεις ενός συνόλου ή τμήματός του, που όμως διαθέτει αυξημένη επιρροή και πρόσβαση σε διαύλους επικοινωνίας, έχει μερικές φορές καθορίσει την αποτελεσματικότητα της αντίστοιχης μεταβολής.

Παραδείγματα

Η χρήση ευφημισμών είναι πολύ συνηθισμένη όταν αναφερόμαστε σε χώρους που συνδέονται με τις φυσικές ανάγκές του ανθρώπου. Η αρχαία λέξη απόπατος (ήδη στον Αριστοφάνη) θεωρήθηκε πολύ εκφραστική και ίσως προσβλητική για δημόσια χρήση. Αυτό άνοιξε τον δρόμο για νέες σημασίες στις λέξεις αποχωρητήριο, μέρος (οι οποίες αρχικώς δεν σήμαιναν «τουαλέτα»), η δε λέξη καμπινές σταδιακά θεωρήθηκε ακατάλληλη για να εκφράσει αυτό που δήλωναν λιγότερο περιγραφικά η γαλλική λ. τουαλέτα και η ιταλική λ. μπάνιο (αν και αντιδάνειο). Οι λέξεις αυτές, επειδή δήλωσαν άλλο είδος υγιεινής από τη λεκάνη τουαλέτας (που σήμαινε η λ. καμπινές και θεωρήθηκε, ως εκ τούτου, χυδαία για δημόσια συζήτηση ή για ερώτηση πληροφορίας), βαθμηδόν κυριάρχησαν εν σχέσει με τα υπόλοιπα συνώνυμα. Η στάθμιση του βαθμού ευγένειας γίνεται εύκολα, όταν ο ομιλητής πρέπει να αποφασίσει ποιον όρο θα χρησιμοποιήσει σε μια δημόσια ερώτηση πληροφορίας, όπως παρακαλώ, μπορείτε να μου πείτε πού είναι το μπάνιο/η τουαλέτα/ο καμπινές/το λουτρό/το μέρος κ.τ.ό…;
Ότι η τάση αυτή αποτελεί κοινό κτήμα και άλλων γλωσσών είναι φανερό από αντίστοιχους όρους λ.χ. της Αγγλικής. Η λ. Water Closet (W.C.) άρχισε να αντιμετωπίζεται ως ελλιπώς ευγενής όρος, πράγμα που άνοιξε τον δρόμο για το ουσ. lavatory «λουτρό», κατόπιν bathroom «μπάνιο» ή restroom «δωμάτιο ανακούφισης (!)» (όροι που κυριαρχούν στις Η.Π.Α.) και επίσης στο γαλλ. δάνειο toilet (η βασική λέξη στη Βρετανική Αγγλική). Ακόμη και η σήμανση των χώρων επηρεάστηκε, με αποτέλεσμα οι πινακίδες W.C. να αντικαθίστανται σταδιακά από τις λέξεις Gents’ (Gentlemen’s) και Ladies’ (κυρίως στις Η.Π.Α.).

Ταξινόμηση των σημασιολογικών μεταβολών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η προσπάθεια για ταξινόμηση των αλλαγών σημασίας και για εύρεση της τυπολογίας τους δεν έχει ιδιαίτερα μακρά ιστορία. Η Σχολή των Νεογραμματικών γλωσσολόγων (Junggrammatiker) τον 19ο αιώνα, η οποία άσκησε ισχυρή επίδραση στη συγκριτική γλωσσολογία και στην εξέλιξή της, εστίαζε την προσοχή κυρίως στην ανάλυση των φωνητικών νόμων που διέπουν τις (ινδοευρωπαϊκές κατ’ εξοχήν) γλώσσες με σκοπό την εξακρίβωση κανονικοτήτων και την ερμηνεία των φαινομενικών εξαιρέσεων. Οι σημασιολογικές αλλαγές αποτελούσαν, για τους λόγους που μνημονεύθηκαν ανωτέρω, υλικό δύσκολο στον χειρισμό του και, ως εκ τούτου, συνήθως παραθεωρούνταν ή ετίθεντο στο περιθώριο της ανάλυσης.

Αν και μερικές μεμονωμένες σημασιολογικές μελέτες της εποχής δείχνουν ώριμη γλωσσολογική σκέψη, το έργο που έθεσε τα θεμέλια για την ιστορική σημασιολογία και, κυρίως, για την ταξινόμηση των αλλαγών ήταν το μνημειώδες βιβλίο του Γάλλου γλωσσολόγου Michel Bréal, Essai de sémantique (Paris 1899, β΄ έκδ.). Το έργο αυτό αποτελεί ουσιαστικά την πρώτη συστηματική συμβολή στην ιστορική σημασιολογία, με σκοπό την πλήρη κάλυψη όλων των συναφών θεμάτων. Η τυπολογία των αλλαγών σημασίας υιοθετήθηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου από τα πλείστα εισαγωγικά εγχειρίδια γλωσσολογίας που παρουσιάστηκαν έκτοτε ώς και τη δεκαετία του 1960[13].

Ο Bréal συνέταξε ένα σχήμα σημασιολογικών μεταβολών, το οποίο έχει αντλήσει ιδέες αλλά και ορολογία από τις αριστοτελικές κατηγορίες. Συνήθως διαιρούμε τις μεταβολές που επισήμανε σε α) περιγραφικές και β) ερμηνευτικές. Μολονότι ο ίδιος δεν προχώρησε σε αυτή τη διάκριση, αλλά απλώς αφιέρωσε ένα κεφάλαιο του βιβλίου του σε κάθε μεταβολή, η διαίρεση μας βοηθεί να αντιληφθούμε τον τρόπο σκέψεως που υπόκειται στην εν λόγω ταξινόμηση[14].

Η περιγραφική κατηγορία περιλαμβάνει τα ακόλουθα αντίρροπα ζεύγη αλλαγών:

Εύρυνση ↔ Στένωση σημασίας (élargissement – restriction)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η εύρυνση ή επέκταση της σημασίας περιλαμβάνει τη γενίκευση των χαρακτηριστικών ή του πεδίου εφαρμογής μιας λέξεως. Αυτό σημαίνει ότι μια λέξη δηλώνει τώρα ολόκληρο το πεδίο των σημασιών, ενώ προηγουμένως αναφερόταν μόνο σε τμήμα ή υποσύνολό του.

Παραδείγματα: Το γαλλ. ρήμα arriver «φθάνω» έχει την αφετηρία του στο υστερολατινικό adripare, το οποίο σήμαινε «πλησιάζω στην ακτή, φθάνω στην ακτή της θάλασσας» (λατ. ripa «ακτή»). Η αρχ. ἑκατόμβη αποτελεί σύνθετό από τη λ. ἑκατόν και από μόρφημα του ουσιαστικού βοῦς «βόδι», πράγμα που εξηγεί γιατί αρχικά σήμαινε «(θυσία) εκατό βοδιών». Βεβαίως, η κυριολεκτική θυσία εκατό βοδιών αποτελούσε σημαντική απώλεια περιουσιακού στοιχείου και σύντομα η λ. γενικεύθηκε, με αποτέλεσμα ήδη στην αττική τραγωδία και πεζογραφία να συναντάται με τη σημασία «τεράστια απώλεια».

Αντίστροφη πορεία παρατηρούμε στη στένωση της σημασίας, όπου ένας αρχικά γενικός όρος περιορίζεται τώρα στη δήλωση μέρους μόνο του αρχικού πεδίου. Συχνά η στένωση σημασίας παρατηρείται στα δάνεια, διότι η εισαγόμενη λέξη δεν μπορεί να μεταφέρει παρά μικρό μόνο τμήμα του πεδίου που διέθετε στη γλώσσα προελεύσεως.

Παραδείγματα: Το αγγλ. ρήμα starve είχε αρχικώς τη γενική σημασία «πεθαίνω», η οποία συναντάται ακόμη σε σαιξπηρικά έργα, αλλά περιορίστηκε στη σημασία «πεθαίνω της πείνας». Η λ. κτήμα έχει στην αρχαιότητα τη γενική σημ. «απόκτημα, ιδιοκτησία». Συν τω χρόνω, μία από τις υποσημασίες της λέξεως, η σημ. «αγροτεμάχιο» ξεχώρισε και τελικά επικράτησε στη Νέα Ελληνική. Μολονότι η γενικότερη αρχαία σημασία χρησιμοποιείται σήμερα, αυτό οφείλεται μάλλον σε λόγιο αναδανεισμό μέσω της σχολικής εκπαίδευσης.

Βελτίωση ↔ Δείνωση / Χειροτέρευση σημασίας (amélioration – péjoration)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ορισμένες αλλαγές σημασίας οφείλονται σε μεταβολή της αντιμετώπισης ενός φαινομένου και στην απόδοση σε αυτό όρων οι οποίοι, αναλόγως, θεωρούνται ότι αποκτούν “καλύτερη” ή “χειρότερη” σημασία. Συχνά τέτοιου είδους μεταβολές αφορούν στην ηθική ή την κοινωνική αντιμετώπιση μιας τάξης ανθρώπων και, ως εκ τούτου, λέξεις που δηλώνουν επάγγελμα ή ενασχόληση τείνουν να υφίστανται βελτίωση ή δείνωση ανάλογα με τη μεταβαλλόμενη κοινωνική στάση. Παλαιότερα χρησιμοποιήθηκαν για αυτό το ζεύγος μεταβολών οι όροι ανύψωση (elevation) και εκφυλισμός / έκπτωση (degeneration), οι οποίοι όμως δεν επικράτησαν ως υπέρμετρα φορτισμένοι.

Παραδείγματα

  1. Τίποτε δεν φανέρωνε ότι η παλ. αγγλ. λέξη cniht «υπηρέτης, βοηθός σε στρατιωτική υπηρεσία» θα εξελισσόταν στο σημερινό αγγλ. knight «ιππότης», το οποίο αποτελεί επίσης τίτλο τιμής απονεμόμενο σε εξέχοντες υπηκόους της Κοινοπολιτείας. Η σημασιολογική βελτίωση γίνεται πιο κατανοητή όταν λάβουμε υπ’ όψιν την ενδιάμεση σημασία «έφιππος ακόλουθος του βασιλιά», η οποία μαρτυρείται στη μέση Αγγλική.
  2. Οι όροι αγαθός και αθώος, μολονότι δεν έχουν χάσει τις αρχικές σημασίες τους, έφθασαν στη Νέα Ελληνική να δηλώνουν επίσης τον «ανόητο» ή «εύπιστο» άνθρωπο, πράγμα που κινείται παράλληλα προς τη δείνωση σημασίας την οποία υπέστησαν οι γαλλ. λέξεις innocent «αθώος – ανόητος» και bonhomme «καλός, καλοκάγαθος – ανόητος, εύπιστος». Στην ίδια κατηγορία ανήκει η λ. κρετίνος «ηλίθιος», η οποία ανάγεται στο γαλλ. crétin, που δύσκολα αποκαλύπτει την καταγωγή του από το υστερολατινικό christianus (< ελνστ. χριστιανός)[15].
  3. Η λ. υπουργός στην αρχαιότητα δεν δήλωνε κανένα επάγγελμα ιδιαίτερου κύρους: τη συναντούμε συνήθως με τη σημ. «βοηθός», η οποία κατά περίπτωση εφαρμόζεται στους λουτροχόους, τους οινοχόους συμποσίων, καθώς και στους εργάτες οικοδομών. Μετά την ίδρυση του σύγχρονου ελληνικού κράτους τα πρώτα επίσημα έγγραφα μεταχειρίζονταν συνήθως την ιταλογενή λέξη μινίστρος (και Μινιστέριον «υπουργείο»), η οποία ανάγεται στο λατ. minister «διάκονος, υπηρέτης», παρουσιάζοντας επίσης σημασιολογική βελτίωση. Βαθμηδόν για την απόδοση του ιταλ. όρου επανήλθε σε χρήση η αρχ. λέξη υπουργός, αναβαθμισμένη πλέον όπως η αντίστοιχη ιταλική.
  4. Χαρακτηριστική περίπτωση σημασιολογικής δείνωσης αποτελεί η αγγλ. λ. gay, η οποία επί αιώνες σήμαινε «πρόσχαρος, ζωηρός, εύθυμος» και ώς τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δινόταν συχνά ως προσωπικό όνομα. Η αλλαγή σημασίας της ξεκίνησε από την αργκό των φυλακών, όπου η φρ. gay cat σήμαινε «νεαρός αλήτης που τον εκμεταλλεύεται (συχνά σεξουαλικά) άλλος εμπειρότερος» και κατόπιν «νεαρός ομοφυλόφιλος», πράγμα που οδήγησε στη γενίκευση της σημασίας «ομοφυλόφιλος». Η επικράτηση της σημασίας αυτής είχε ως αποτέλεσμα να περιθωριοποιηθεί εντελώς η ιστορικά κληρονομημένη χρήση «εύθυμος, ζωηρός» και περαιτέρω να πάψει η ονοματοδοσία με βάση έναν αρνητικά φορτισμένο όρο[16].


Συγκεκριμένο ↔ Αφηρημένο (concret – abstrait)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε αρκετές σημασιολογικές αλλαγές είναι προφανής η κίνηση μεταξύ συγκεκριμένου και αφηρημένου. Η παραδοσιακή κατάταξη ενέτασσε σε αυτές στοιχεία που θεωρούμε σήμερα ότι ανήκουν στη γραμματικοποίηση (δηλ. στη μεταβολή λεξικών μονάδων σε γραμματικά μορφήματα) ή σε μηχανισμούς της αναλογικής σκέψεως όπως η μεταφορά και η μετωνυμία. Συχνά οι εν λόγω μεταβολές αποτελούν στην πραγματικότητα μεταφορά μιας δομής χώρου (spatial structure) σε μη χωρικό / μη τοπικό τομέα και αντίστροφα (σπανιότερα). Η αδυναμία της παραδοσιακής σημασιολογίας να συλλάβει αυτές τις ομοιότητες οδήγησε σε ασαφή ομαδοποίηση τις περιπτώσεις που καταγράφονται στα παραδείγματα.

Παραδείγματα:

  1. (Συγκεκριμένο > Αφηρημένο). Η λ. έδρα δήλωνε αρχικώς τη «θέση» ή την «καρέκλα» ως φυσικό αντικείμενο, αλλά τώρα συνήθως δηλώνει την ιδιότητα του καθηγητή σε πανεπιστημιακό ίδρυμα. Το αρχ. επίθ. αυτοφυής σήμαινε «αυτός που φυτρώνει από μόνος του», αλλά το μεσν. παράγωγο ατόφυος σημαίνει «γνήσιος, αμιγής». Στην Ελληνική και σε άλλες γλώσσες ρήματα που σημαίνουν «πιάνω, κυριεύω» φθάνουν να σημαίνουν «κατανοώ», λ.χ. αρχ. καταλαμβάνω «κυριεύω» > μεσν. καταλαβαίνω, λατ. comprehendere «κυριεύω» > γαλλ. comprendre «καταλαβαίνω», αγγλ. grasp «καταλαβαίνω, συλλαμβάνω το νόημα» (αρχική σημ. «πιάνω και κρατώ γερά με τα χέρια μου»).
  1. (Αφηρημένο > Συγκεκριμένο). Η αρχ. σχόλη / σχολή σήμαινε τη «διακοπή της εργασίας, την αποχή από εργασία» συνήθως λόγω κάποιας εορτής ή άλλης σπουδαίας περίστασης, αλλά κατόπιν δήλωσε την ενασχόληση με την εκπαίδευση, την οποία φαινόταν αρχικώς να παρέχουν εκείνοι που δεν είχαν άλλη εργασία. Αξιοσημείωτη είναι η ανεξάρτητη παράλληλη εξέλιξη του παλ. αγγλ. haligdæg «ιερή ημέρα, ημέρα εορτής», το οποίο εξελίχθηκε στο σημερινό αγγλ. holiday «περίοδος διακοπών ή αναψυχής», αποκαλύπτοντας έτσι μέρος της πορείας αλλαγής σημασίας που είχε διανύσει η ελληνική λέξη στο παρελθόν.


(υπό επεξεργασία)

Υποσημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. R.S.P. Beekes, 1995 [ελλ. μτφ. 2005], σελ. 140.
  2. A. McMahon, 1994 [ελλ. μτφ. 2005], σελ. 265.
  3. «La difference de sens entre les mots rapprochés doit être expliquée par des raisons précises, autant que possible par des raisons tirées de faits positivement attestés, car il n’existe pas de régles sémantiques permettant de dire que tel out el développement de sens est exclu» (A. Meillet, Linguistique historique et linguistique générale, Paris 1921, p. 31).
  4. D. Geeraerts, St. Grondelaers, P. Bakema, 1994: The Structure of Lexical Variation. Meaning, Wording and Context (Berlin).
  5. Θ. Μωυσιάδης, 2005: Εισαγωγή στη Μεσαιωνική και Νεοελληνική Ετυμολογία (Αθήνα), σελ. 153-4.
  6. Δικαιολογημένα σημειώνει ο H. Krahe: «Man muß ein solches Wort nämlich nicht isoliert betrachten, sondern muß es inmitten einer ganzen Gruppe von sachlich zugehörigen Wörtern sehen» (Einleitung in das vergleichende Sprachstudium, Innsbruck 1970, σελ. 87). Για τον λόγο αυτόν ορθά επισημαίνει ο H. Meier ότι η ετυμολόγηση ενός όρου είναι ελλιπής, αν δεν συνεξεταστεί η συμπεριφορά ολόκληρου του σημασιολογικού πεδίου που απαρτίζεται από μια λεξιλογική οικογένεια (Prinzipien der etymologischen Forschung, Heidelberg 1986, σελ. 109).
  7. Θ. Μωυσιάδης, 2004-5: «Το επίρρημα τάχα: Μεταβολές σημασίας και ο ρόλος της γραμματικοποίησης» ― Γλωσσολογία, τόμ. 15, σελ. 51-64.
  8. Ο C. Tagliavini εξήγησε εμφατικά τη σημασία του κλάδου «Λέξεις και Πράγματα» σχολιάζοντας ότι η παράλειψη της εξέτασης του αντικειμένου αναφοράς μπορεί να παροδηγήσει την ετυμολογία: «Diese Richtung [Wörter und Sachen] setzt sich ein für das gleichzeitige Studium von Kultur- und Wortgeschichte und halt jegliche allein am sprachlichen Material ausgerichtete etymologische Forschung für sinnlos und gefährlich» (Einführung in die romanische Philologie, München 1973, σ. 15).
  9. Χ. Συμεωνίδης, Ιστορικοσυγκριτική Γραμματική των Ινδοευρωπαϊκών Γλωσσών. Α΄ Γενική Εισαγωγή (Θεσσαλονίκη 1981, σ. 103). Βλ. κ. Καραντζόλα & Φλιάτουρας (2004, σ. 162).
  10. Οι όροι της σημασιολογικής αλλαγής με κοινωνικό υπόβαθρο εξετάζονται αναλυτικά από τον Geoffrey Hughes, Words in Time: The Social History of English Vocabulary (Oxford 1989). Βλ. επίσης W. Lehmann, Historical Linguistics. An Introduction (London & New York 1992, γ΄ έκδ., σ. 265 κ.εξ.).
  11. H. Walter, L’Aventure des Langues en Occident (Paris 1994, σ. 290-1).
  12. Ο ακριβής σκοπός της χρήσης αυτού του εργαλείου διατυπώνεται σαφώς από τον Vendryes, ο οποίος ορίζει ως εξής το αντικείμενο του ελέγχου: «…il tirera de la comparaison de ces états [εννοεί τα μελετώμενα στάδια] de langue une connaissance precise des besoins universels de l’esprit humain et les lois génétales qui en régissent l’activité» («La comparaison en linguistique» ― BSLP 42, 1946, σελ. 6). Είναι προφανές ότι η εξέταση των ψυχολογικών αιτίων αποσκοπεί περαιτέρω στη διατύπωση γενικότερων νόμων ή κανονικοτήτων αναφορικά με τη λειτουργία του ανθρώπινου πνεύματος.
  13. Το σύστημα του Bréal ακολούθησαν (με ελάχιστες αλλαγές) ο H. Hirt (Etymologie der neuhochdeutschen Sprache, München 1921, β΄ έκδ.), ο G. Stern (Meaning and change of meaning, Bloomington 1931), καθώς και ο Γ. Χατζιδάκις στα Ακαδημεικά Αναγνώσματα (τόμ. Γ΄: Γενική Γλωσσική, Αθήνα 1915). Στην πραγματικότητα, ακόμη και σήμερα οποιαδήποτε αναφορά στη σημασιολογική ταξινομία θα εθεωρείτο ατελής, αν δεν ελάμβανε υπ’ όψιν την τυπολογία του Bréal.
  14. Την τυπολογία του Bréal ως διαίρεση σε αντίρροπα ζεύγη εξετάζουν αρκετά σύγχρονα εγχειρίδια, καθώς και οι περισσότερες επισκοπήσεις της παραδοσιακής ιστορικής σημασιολογίας, όπως του B.W. Fortson IV, «An Approach to Semantic Change» (στους B. Joseph & R. Janda, εκδ., The Handbook of Historical Linguistics, Oxford: Blackwell 2003, σ. 648 κ.εξ.).
  15. Οι Καραντζόλα & Φλιάτουρας εξηγούν τη συγκεκριμένη αλλαγή ως «μετακίνηση που μπορεί να αποδοθεί στην καλή χριστιανική πρακτική να γυρνάς και το άλλο μάγουλο όταν σε χτυπούν» (2004: 164). Δεν αποκλείεται όμως η εν λόγω μεταβολή να έχει την αρχή της στην εποχή των ρωμαϊκών διωγμών κατά των χριστιανικών πληθυσμών.
  16. Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό για το Σχολείο και το Γραφείο (Αθήνα 2004, σελ. 222)· Webster’s Word Histories (Springfield Mass., 1992, λ. gay).