Ισοδυναμία (μετάφραση)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Ισοδυναμία (Μετάφραση))

Ο όρος 'ισοδυναμία' στην μετάφραση αναφέρεται στον βαθμό που ένα μετάφρασμα επιτυγχάνει να προσεγγίσει τα χαρακτηριστικά του κειμένου της γλώσσας-πηγή στην γλώσσα-στόχος. Ανάλογα με την άποψη του μεταφραστή, αυτό μπορεί να σημαίνει είτε πιστότητα στο αρχικό κείμενο από γλωσσολογική άποψη, είτε προσήλωση στην αποτελεσματικότητα της μεταφοράς του μηνύματος της γλώσσας-πηγή στην γλώσσα-στόχος, προσεγγίζοντας την διαδικασία της μετάφρασης πρακτικιστικά, σημειολογικά και λειτουργικά.

Η ισοδυναμία αφορά την προσπάθεια του μεταφραστή να βρει την λέξη, φράση ή δομή στην γλώσσα-στόχος, η οποία θα εκφράσει ακριβώς αυτό που εξέφραζε το κείμενο της γλώσσας-πηγή.

Η ισοδυναμία αποτελεί αντικείμενο αντιπαραθέσεων μεταξύ των θεωρητικών της μετάφρασης, ενώ δεν λείπουν και όσοι την απογυμνώνουν από οποιαδήποτε θεωρητική αξιολόγηση και της αποδίδουν παραδοσιακό, «διευκολυντικό» χαρακτήρα.

Θεωρίες περί ισοδυναμίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βινέ και Νταρμπελνέ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Βινέ και Νταρμπελνέ ορίζουν την ισοδυναμία ως μία διαδικασία η οποία αναπαράγει την κατάσταση που δημιουργούσε το αρχικό [κείμενο], χρησιμοποιώντας τελείως διαφορετικές εκφράσεις. Η ισοδυναμία, κατ' αυτούς, τείνει να διατηρήσει το ύφος του κειμένου της γλώσσας-πηγή και επομένως ενδείκνυται για την μετάφραση παροιμιών, ιδιωμάτων και ομοίων δομών, όπως η ονοματοποιία. Ισοδύναμες εκφράσεις πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνον εάν είναι πλήρως ισοδύναμες λεξικογραφικά, αν και ακόμη και αυτό δεν είναι επαρκές κριτήριο για μία επιτυχημένη μετάφραση.

Γιάκομπσον[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Γιάκομπσον διακρίνει τριών ειδών μεταφράσεις:

  • Ενδογλωσσικές (εντός της ίδιας γλώσσας, δηλ. παραφράσεις)
  • Διαγλωσσικές (μεταξύ γλωσσών)
  • Διασημειωτικές (μεταξύ σημειολογικών συστημάτων)

Σύμφωνα με το ίδιο, η μετάφραση αφορά δύο διαφορετικά μηνύματα σε διαφορετική κωδικοποίηση. Ενώ όλες οι γλώσσες διαφέρουν σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, αυτό δεν καθιστά την μετάφραση αδύνατη, απλώς κάνει αισθητό το πρόβλημα της έλλειψης ισοδυνάμου, ώστε ο μεταφραστής να αναγκάζεται να καταφεύγει σε δάνεια, νεολογισμούς, σημειωτικές μετατοπίσεις, κλπ.

Νάιντα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με αυτήν την θεώρηση, η ισοδυναμία μπορεί να διαχωριστεί σε δύο είδη: την τυπική και την δυναμική.

Η τυπική ισοδυναμία επικεντρώνεται στην ακριβέστερη δυνατή μεταφορά καθ' αυτού του μηνύματος, όσον αφορά την μορφή του και το περιεχόμενό του. Η δυναμική ισοδυναμία διέπεται από την αρχή του «ισοδυνάμου αποτελέσματος». Δηλαδή, το κείμενο στην γλώσσα-στόχος θα πρέπει να δημιουργεί στον αναγνώστη του την ίδια εντύπωση που δημιουργεί το κείμενο στην γλώσσα-πηγή στον αναγνώστη του, ακόμη κι αν αυτό προϋποθέτει απόκλιση από την μορφολογία του αρχικού.

Για περισσότερες πληροφορίες, βλέπε Τυπική ισοδυναμία και Δυναμική ισοδυναμία.

Κάτφορντ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η προσέγγιση του Κάτφορντ είναι περισσότερο γλωσσολογική από αυτήν του Νάιντα. Ο Κάτφορντ διαχωρίζει τις μεταφράσεις στις κατεταγμένες και στις μη περιορισμένες. Ενώ στις πρώτες αναζητείται το ισοδύναμο στην γλώσσα-στόχος για κάθε μία λέξη ή μόρφημα, στις τελευταίες η ισοδυναμία μπορεί να βρεθεί και σε επίπεδο πρότασης, φράσης, κλπ. Εάν υπάρχει ομοιότητα μεταξύ των τάξεων δύο γλωσσών, τότε έχουμε τυπική αντιστοιχία. Όταν ένας φυσικός δίγλωσσος μεταφραστής επιβεβαιώνει ότι ένα τμήμα κειμένου στην γλώσσα-πηγή είναι ισοδύναμο με ένα τμήμα κειμένου της γλώσσας-στόχος, τότε λέμε ότι έχουμε κειμενική ισοδυναμία. Όταν η τυπική αντιστοιχία χάνεται κατά την μετάβαση από την γλώσσα-πηγή στην γλώσσα-στόχος, τότε έχουμε μεταφραστική μετατόπιση. Αυτή μπορεί να είναι μετατόπιση επιπέδου, δηλαδή το προς μετάφραση αντικείμενο σε επίπεδο γλωσσολογικό (π.χ. γραμματικό) στην μία γλώσσα απαντά το ισοδύναμό του σε επίπεδο λεξιλογικό στην άλλη γλώσσα. Εναλλακτικά, μπορεί να είναι μετατόπιση κατηγορίας (δομική μετατόπιση, μετατόπιση σε επίπεδο τάξης, μετατόπιση σε επίπεδο μονάδας, δια-συστηματική μετατόπιση).

Η θεώρηση του Κάτφορντ έχει υποστεί κριτική για την υποτιθέμενη απλοϊκότητά της. Σύμφωνα με την κριτική αυτή, στην μετάφραση περιλαμβάνονται πολλά περισσότερα από απλή γλωσσολογική ανάλυση, εφόσον αποτελεί συγκερασμό πολιτισμών και καταστάσεων.