Ιοάν Σλάβιτς

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ιοαν Σλάβιτς
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Ioan Slavici (Ρουμανικά)
Γέννηση18  Ιανουαρίου 1848[1][2][3]
Σίρια[4]
Θάνατος17  Αυγούστου 1925[1][2][3]
Sihlea[5]
Χώρα πολιτογράφησηςΑυστριακή Αυτοκρατορία (έως 1867)
Αυστροουγγαρία (1867–1918)
Βασίλειο της Ρουμανίας (από 1918)
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΡουμανικά[6]
ΣπουδέςPiarist High School, Timișoara
Moise Nicoară National College
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητασυγγραφέας[7]
φιλόλογος
δημοσιογράφος
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Ιοάν Σλάβιτς (Ioan Slavici, 18 Ιανουαρίου 184817 Αυγούστου 1925) ήταν Ρουμάνος συγγραφέας.

Γεννήθηκε στη Σίρια της Τρανσυλβανίας, ένα χωριό κοντά στο Αράντ. Εκεί έζησε τα πρώτα 11 χρόνια, και πήγε πρώτα σε Ρουμανικό σχολείο. Πήγε γυμνάσιο στην Τιμισοάρα όπου έμαθε τα γερμανικά. Σπούδασε στο Βουκουρέστι παρά την αντίθετη άποψη της μάνας του. Έμεινε ένα χρόνο στη νομική και συνέχισε τις σπουδές του στη Βιέννη όπου εκπλήρωσε και τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις. Από κει πήρε το δίπλωμα φιλολογίας και φιλοσοφίας. Στη Βιέννη παρέδιδε μαθήματα ιδιωτικά αλλά και στο ινστιτούτο Μανλίου. Διετέλεσε αρχειοφύλακας της Ιεράς συνόδου στο Οράντεα Μάρε. Περνώντας στην Ουγγαρία έγινε γραφέας ενός Ρουμάνου δικηγόρου. Έπειτα έγινε συντάκτης σε μια ρουμάνικη εφημερίδα. Διορίστηκε γραμματέας για την εκτύπωση ιστορικών εγγράφων του Ευδόξιου Χουρμουζιάδου επί υπουργού Τ. Μαγιορέσκου. Μετά την πτώση των συντηρητικών, ανέλαβε τη σύνταξη της εφημερίδας Τίμπουλ. Επανήλθε στη θέση του γραμματέα και ανέλαβε τη σύνταξη της εφημερίδας Τριμπουάνα. Αιτία να μπει στη φυλακή στάθηκε η δημοσίευση ενός πολιτικού λόγου. Μετά το τέλος της ποινής του, επανήλθε στο Βουκουρέστι και ανέλαβε διευθυντής σπουδών στο άσυλο Ελένα Ντοάμνα. Το υπόλοιπο της ζωής του το πέρασε στο Βουκουρέστι γράφοντας και δημοσιεύοντας σε περιοδικά. Έγραψε πάνω από σαράντα μελέτες, μεταφράσεις, τόμους διηγημάτων, θεατρικά έργα και ρομάντζα. Συνεργάστηκε με τα περιοδικά «Κονβορμπίρι», «λιτεράρε», «Βιάτσα Ρουμουνεάσκα», «Σεμανατόρουλ» και «Αντεβέρουλ Λιτεράρ». Ήταν συνιδρυτής του περιοδικού «Βάτρα» μαζί με τον Καρατζιάλε και τον Κοσμπούκ.

Ιοάν Σλάβιτς

Προσωπική ζωή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Συζούσε με μια Γερμανίδα που λεγόταν Λουΐζα, η οποία γρήγορα πέθανε από αρρώστια. Από της επιστολές του στον Νεγκρούτσι φαίνεται ότι του στοίχησε πάρα πολύ. Ακολούθησε ο θάνατος των γονιών του και η δική του αρρώστια. Οικονομικά δεν ήταν καλά. Το 1873 τον βοήθησε ο Νεγκρούτσι να πάει στη Βιέννη και να τον κοιτάξουν γιατροί. Το 1875 όντας καθηγητής στο άσυλο Ελένα Ντοάμνα, αγάπησε μια μαθήτριά του και η αγάπη του αυτή κατέληξε σε γάμο. Στην εποχή της κατοχής, η στάση του απέναντι στους Γερμανούς του στοίχισε μια πενταετή φυλάκιση, με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Κατά τη φυλάκιση του αφαιρέθηκε ένα χειρόγραφο συντακτικό, για να ελεγχθεί επειδή έγραφε για υποκείμενα και αντικείμενα, το οποίο κατά την αποφυλακισή τους δεν βρέθηκε. Η κατηγορία του αυτή για εσχάτη προδοσία του στέρησε το βραβείο της Ακαδημίας. Πέθανε στις 25 Αυγούστου του 1925 στα 75 του χρόνια.

Γλώσσα του Σλάβιτς[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η γλώσσα του Σλάβιτς πλάστηκε στην παιδική του ηλικία που έζησε μέσα στους αγρότες μαζί με τον παππού του. Απ αυτόν άκουσε τα πρώτα παραμύθια, ενώ ήρθε σε επαφή με τα πρώτα βιβλία, όλα γραμμένα σε δημώδη γλώσσα. Εδώ διαμορφώθηκε ο τρόπος σκέψης και της γλώσσας που αφορούσε στη μεγάλη μάζα των απλοϊκών ανθρώπων και δη των αγροτών. Η συνεχή του επαφή βέβαια με την ουγγαρέζικη γλώσσα και με τη Βιέννη επηρέασε τη μητρική γλώσσα και αυτό το παρατήρησε ο Νεγκρέσκου. Σίγουρα όμως αυτός ο κίνδυνος βρισκόταν και στα σχολεία που υπήρχαν τότε στο Μπρασώβ ή στο Μπλαζ. Δεν ξεχνάμε τους γλωσσικούς προβληματισμούς εκείνης της εποχής που άγγιζαν τον παραλογισμό, ο οποίος κράτησε έναν αιώνα. Στα 1870 είναι η έναρξη του προβληματισμού για τη γλώσσα με την αντικατάσταση των Σλαβονικών με τα Λατινικά, δεδομένο ότι έπρεπε να φαίνεται η καταγωγή της Ρουμάνικης γλώσσας από. Υπήρξαν πολλές γνώμες μια από τις οποίες έλεγε να απλοποιηθεί η Σλαβονική κι όχι να γίνει αντικατάσταση. Κι εδώ έχουμε αντίστοιχους προβληματισμούς με την ελληνική βέβαια, με προβληματισμούς ανάμεσα στην καθαρεύουσα και τη δημώδη γλώσσα και του ξεκαθαρίσματος από κάθε τι ξενικό στοιχείο. Επίσης έπρεπε να προστεθούν διάφορες λέξεις όπου δεν καλυπτόταν το λεξιλόγιο, λόγω της αφαίρεσης λέξεων που ήταν Σλάβικες ή ενδεχομένως ουγγρικές κι αυτό το ερώτημα το έθετε ο κάθε δάσκαλος. Ακόμα και στη Λατινική υπήρχαν δυο εκδοχές, δυο κατευθύνσεις. Να καθιερωθεί μόνο η γλώσσα ή και η λατινική παράδοση. Οι οπαδοί της Λατινικής παράδοσης ήταν πάρα πολλοί αλλά και αυτοί χάραζαν ο καθένας τον δικό του δρόμο. Ο εκλατινισμός προεκτάθηκε και στα ονόματά τους. Οι Λατινιστές πήρανε δάνεια από την Ιταλική αλλά και εδώ υπήρξε παραλογισμός. Υπήρξε η πρόταση του Ραντουλέσκου να αντικατασταθεί η Ρουμανική με την έτοιμη ιταλική γλώσσα, φιλολογία, φιλοσοφία και γενικά λογοτεχνική παράδοση. Το 1862 δώσανε μια κάποια λύση, όταν αποφάσισαν να γράφονται τα επίσημα έγγραφα με λατινικούς χαρακτήρες. Οι περισσότερες βέβαια δυσκολίες εκλείψανε με την καθιέρωση της φωνητικής ορθογραφίας. Σπουδαίο ρόλο έπαιξε η γενιά του πενήντα. Η γενιά αυτή, με επικεφαλής τον Νεγκρούτσι και Κογκαλνιτσεάνου έγραψαν στη δημώδη γλώσσα του λαού και με σλαβονικά γράμματα. Η γενιά αυτή ονομάστηκε γενιά των μπονζουρίστηδων γιατί συνήθιζε τις ρεβεράντσες και είχε μακριά μαλλιά. Ο Σλάβιτς είχε την ατυχία να γεννηθεί στην Τρανσυλβανία όπου υπήρχε λατινική παράδοση. Οι σπουδές στη Βιέννη τον βοήθησαν γιατί συμμετείχε στο σύλλογο φοιτητών «Ρουμουνία Ζούνα», παράρτημα του συλλόγου «Ζουνίμεα», της κίνησης των οπαδών της γενιάς του 50 που είχανε έδρα το Βουκουρέστι. Ο Εμινέσκου ήταν μέλος αυτής της κίνησης. Ο Σλάβιτς και ο Κρεάνκα έκαναν φιλολογικές βραδυές και διάβαζαν έργα αυτού του κινήματος. Τον Εμινέσκου ο Σλάβιτς τον γνώρισε στη Βιέννη το 1869. Με προτροπή του Εμινέσκου ο Σλάβιτς στράφηκε προς τη μελέτη της Ρουμάνικης γλώσσας.

Προσωπικότητα του Σλάβιτς[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Σλάβιτς ήταν άνθρωπος σοβαρός, μετρημένος, ποτισμένος από χριστιανική αγάπη. Πίστευε πολύ στον θεσμό της οικογένειας. Θεωρούσε ότι όταν χάνεται το οικογενειακό αίσθημα, μαζί μ’ αυτό χάνεται και το συναίσθημα της αγάπης προς τον συνάνθρωπο, με κατάληξη την κατάρρευση της κοινωνίας. Επηρεασμένος από τον Ρουσώ, έλεγε ότι όλοι οι άνθρωποι είναι καλοί και αξίζει να αγαπηθούν. Για τον Σλάβιτς η Ρουμανία δεν αποτελούσε γεωγραφική έννοια, αλλά πνευματική και ψυχική ενότητα. Στα πλαίσια αυτά διοργάνωσε με τον Εμινέσκου φοιτητικό συνέδριο, με σκοπό την ψυχική και πνευματική ένωση όλων των Ρουμάνων. Έβλεπε κίνδυνο Σλαβικό και γι αυτές τις ιδέες του φυλακίστηκε. Η απόψή του ήταν ότι για να πραγματοποιηθεί αυτή η ενότητα έπρεπε η αλήθεια να διατυπωθεί στη δημώδη γλώσσα που θα είναι κοινή παντού. Σε ερώτηση τι ήταν γι αυτόν η δημοτική ποίηση η απάντηση ήταν: «Είμαι θαυμαστής της σε μέγιστο βαθμό». Ο Σλάβιτς πίστευε ότι αν υπάρχει κάτι που πρέπει να μείνει πρωτότυπο αυτό είναι η φόρμα. «Το έργο τέχνης είναι μια φόρμα περισσότερο ή λιγότερο τέλεια, που χρησιμεύει στην αναπαραγωγή συναισθημάτων που κατέχουνε τον δημιουργό, όταν το εγκυμονούσε», έλεγε ο Κοσμπούκ. Ο Σλάβιτς προτιμούσε από τους εγχώροιους λογοτέχνες τον Ν. Γκάνε και από τους ξένους τον Paul Heyze, από τους ζωγράφους τον Ραφαήλ και τον Λεονάρντο ντα Βίτσι, από τους συνθέτες τον Μπετόβεν και από τους φιλοσόφους τον Πλάτωνα. Στα έργα του Σλάβιτς περιγράφεται η ηθική και τα αισθήματα των ανθρώπων. Ο Σλάβιτς βέβαια είναι πρώτα διηγηματογράφος. Ο Ν. Κράινικ γράφει για τον Σλάβιτς. Η γλώσσα του Σλάβιτς είναι αντιληπτή παντού, έχει στυλ νοικοκυρεμένο, έχει βαθιές ρίζες στο λαϊκό τρόπο σκέψης, αναδεικνύει ρουμάνικους τύπους, η διήγηση προχωρεί αβίαστα με λεπτομερή αφηγητή που δεν έχει λόγο να βιαστεί. Γράφτηκε με ηρεμία και υπομονή για ήρεμες και υπομονετικές φυσιογνωμίες και χαρακτήρες. Γραμμένη με τέχνη ζυγισμένη επιδιώκει να δηλώσει και διδαχή. Σ’ αυτό οφείλονται και οι εξηγητικές παρεμβάσεις οι παροιμίες και οι αφορισμοί, μας λέει ο μεταφραστής του έργου. Η αίσθηση μετά το διάβασμα ενός έργου του, είναι ότι κάποιος σοφός τάχει διηγηθεί όλα αυτά. Ο Σλάβιτς μας λέει ότι ο τρόπος αφήγησής του επηρεάστηκε από τον τρόπο που έκανε τις διηγήσεις ο παππούς του με γλώσσα απλή, αναφορά στη λαογραφία, μια γλώσσα γεμάτη σφρίγος και ζωή. Ότι κι αν γράφτηκε μετά από αυτό γράφτηκε πάνω σ’ αυτό το στυλ. Την εποχή της δημιουργικότητας του Σλάβιτς, η λογοτεχνική παραγωγή βασίστηκε σε αντιγραφές ξένων προτύπων. Ποιητής αυτή την εποχή αντάξιος του Εμινέσκου ήταν ο Βασίλε Αλεξαντρί, στον οποίο η γαλλική επίδραση ήταν εμφανής. Η γενιά αυτή αγαπούσε τον ρομαντισμό με τους άκρατους συναισθηματισμούς το γλυκανάλατο ή το λυρισμό. Ο Σλάβιτς παραμένει στον αντικειμενικό ρεαλισμό ο οποίος σαν ρεύμα τώρα γεννιέται.

Λογοτεχνικά κινήματα, Σεμανατοριμός-Ποπορανισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη Ρουμανία υπήρχαν δυο ρεύματα, ο Σεμανατορισμός και ο Ποπορανισμός. Και τα δυο έχουν ως πηγές μελέτης τη δημοτική ποίηση και δημιουργία. Βέβαια στη Ζουμίνεα η δημοτική ποίηση εθεωρείτο κατώτερο λογοτεχνικό είδος, χωρίς καμιά αισθητική αξία. Μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα ο Σλάβιτς αξιοποίησε στα διηγήματά του και τη δημώδη Ρουμάνικη γλώσσα. Ήρωές του ταπεινοί άνθρωποι και αγρότες. Το στυλ του Σλάβιτς βγαίνει αβίαστα από τον λόγο και τον τρόπο ζωής των αγροτών. Το 1881 ο Σλάβιτς είναι από τους πρώτους που μεταχειρίζεται μ’ αυτό τον τρόπο το λαϊκό υλικό και τα μνημεία λόγου όπως μας λέει η Γαλλίδα Γκριώλ. Στα 1905 ο Ν. Γκιόργκα διευθυντής του περιοδικού «Σεμανατόρουλ», ζήτησε η εθνική λογοτεχνία να πηγάζει από την ψυχή του Ρουμάνικου λαού. Η κίνηση αυτή στράφηκε ενάντια σε κάθε τι μη ρουμανικό. Έτσι μετεξελίχθηκε ο Σεμανατοριμός σε Ποπορανισμό ένα ρεύμα που μέχρι σήμερα αποτελεί παράδοση και παίρνει υλικό από τη ζωή του λαού και δη των αγροτών. Τέτοιος ποπορανιστής ήταν ο Σλάβιτς, ο οποίος για τη δημιουργία των έργων του δεν έλαβε τίποτα άλλο υπόψη του, δηλαδή κανένα λογοτεχνικό ρεύμα. Μετά τον Σλάβιτς ποπορανιστές είναι οι: Μ. Σαντοβεάνου και ο Τσιοκιρλάν.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Τα στοιχεία για το αρχικό κείμενο αντλήθηκαν από το σπάνιο αντίτυπο "παπα-πολυλογάς" που υπάρχει στην κεντρική βιβλιοθήκη του Αριστοτέλειου και αποτέλεσαν μέρος μιας εργασίας στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα "ιστορία, ανθρωπολογία και πολιτισμός στην Α. και ΝΑ Ευρώπη" του Πανεπιστημίου Μακεδονίας από τον συγγραφέα-φοιτητή Αστέρη Ν. Μαυρουδή.