Ιαπωνο-Κορεατική συνθήκη του 1905

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η Ιαπωνο-Κορεατική Συνθήκη του 1905, γνωστή και ως Συνθήκη Ούλσα (Eulsa), εκ του κινεζικού ημερολογιακού ονόματος του έτους, ή Δεύτερη Ιαπωνο-Κορεατική συμφωνία, ή Συνθήκη προτεκτοράτου Κορέας, συνομολογήθηκε μεταξύ της Αυτοκρατορίας της Ιαπωνίας και της Αυτοκρατορίας της Κορέας το 1905, αμέσως μετά τη λήξη του Ρωσοϊαπωνικού πολέμου. Οι δε διαπραγματεύσεις αυτής ολοκληρώθηκαν στη Χανσεόνγκ, σημερινή Σεούλ, στις 17 Νοεμβρίου, (1905).
Με τη συνθήκη αυτή επεβλήθη στην Αυτοκρατορία της Κορέας άρση κυριαρχικών δικαιωμάτων της σε διπλωματικό επίπεδο, δηλαδή της διπλωματικής αντιπροσώπευσης, καθώς και ιαπωνική εποπτεία του εξωτερικού εμπορίου, καθιστάμενη έτσι ουσιαστικά προτεκτοράτο της Αυτοκρατορίας της Ιαπωνίας, εξ ου και η έτερη ονομασία της συνθήκης. Για τους Ιάπωνες η συνθήκη αυτή φερόταν με τον χαρακτήρα της παροχής προστασίας.

Ιστορικό συνθήκης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η νίκη της Ιαπωνίας στο Ρωσο-ιαπωνικό πόλεμο επέφερε την απόσυρση της επιρροής της ρωσικής ηγεμονίας πάνω από την Κορέα, παράλληλα με τη συμφωνία Ταφτ-Κατσούρα (Taft-Katsura) οι ΗΠΑ έδωσαν τη συγκατάθεσή τους στην Ιαπωνία για μη ανάμιξή τους σε υποθέσεις που αφορούσαν την Κορέα. Κατόπιν αυτών η αυτοκρατορική ιαπωνική κυβέρνηση προώθησε τη συνθήκη αυτή με την οποία και επισημοποίησε την επέκταση της σφαίρας επιρροής της στην κορεατική χερσόνησο.
Για τη συνομολόγηση της συνθήκης εξουσιοδοτήθηκε εκ μέρους της Ιαπωνίας ο πρώην πρωθυπουργός πρίγκιπας Χιρομπούμι Ίτο που διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τον Αυτοκράτορα της Κορέας. Φθάνοντας ο Ίτο στην πρωτεύουσα Χασόνγκ (σημερινή Σεούλ) επέδωσε σχετική επιστολή του Αυτοκράτορα της Ιαπωνίας προς τον Αυτοκράτορα της Κορέας και στη συνέχεια προσκάλεσε το κορεατικό υπουργικό συμβούλιο στο κτίριο της ιαπωνικής πρεσβείας που βρισκόταν εντός του περιβόλου των κορεατικών ανακτόρων προκειμένου να επιλυθούν κάποιες διαφορές και πρωτίστως να εξετασθεί από κοινού το μέλλον της εξωτερικής πολιτικής της Κορέας. Έτσι στις 17 Νοεμβρίου συνομολογήθηκε και υπογράφηκε η εν λόγω συνθήκη με την οποία η Ιαπωνία ανελάμβανε πλήρως την εξωτερική πολιτική της Αυτοκρατορίας της Κορέας ενώ θέματα εμπορίου και κίνησης λιμένων πέρναγαν στην εποπτεία του Ίτο που ανέλαβε καθήκοντα αρμοστή της Κορέας.

Η συνθήκη - συμφωνία τέθηκε σε ισχύ μετά τις υπογραφές των ακόλουθων πέντε υπουργών της Κορέας που ήταν παρόντες (που αργότερα διασύρθηκαν από τους ιστορικούς της Κορέας ως οι «πέντε προδότες»):

Η συνθήκη - συμφωνία δημοσιεύθηκε στις 23 Νοεμβρίου. Ως δικαιολογία για την έγκριση των όρων της σύμβασης ο Λη Ουάν-Γιονγκ έκανε την ακόλουθη δήλωση, καλύπτοντας και τους άλλους τέσσερις υπουργούς:

«Η διπλωματία της χώρας μας υπήρξε ασταθής αδιάλειπτα μέχρι σήμερα. Ως αποτέλεσμα, η Ιαπωνία έχει πραγματοποιήσει δύο μεγάλους πολέμους και υπέστη βαριές απώλειες, αλλά στο τέλος βεβαιούνται για τον καθορισμό Κορέας. Αν η διπλωματία μας φθάσει και πάλι να οδηγήσει σε διακοπή των σχέσεων της Άπω Ανατολής, αυτό θα ήταν αφόρητη [για εμάς], έτσι ώστε οι αξιώσεις δεν είναι να αποκρυφτούν. Αυτό έχει καταστήσει το έθνος μας να είναι ένοχο το ίδιο [...]. Η Ιαπωνία είναι αποφασισμένη να επιτύχει τους στόχους της, και επειδή η Ιαπωνία είναι ισχυρή και η Κορέα αδύναμο, δεν έχουμε τη δύναμη να μας το αρνηθεί. Σήμερα, δεδομένου ότι δεν υπάρχει καμία αίσθηση των αντιθέτων στο χρόνο και δεν υπάρχει κρίση που να απειλεί, θα πρέπει να επιτευχθεί μια αρμονική κατανόηση.»

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]