Θεόδοτος ο Αιτωλός

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Θεόδοτος ο Αιτωλός
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση3ος αιώνας π.Χ.
Αιτωλία
Θάνατος3ος αιώνας π.Χ.
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςαρχαία ελληνικά
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταστρατιωτικός
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Βαθμός/στρατόςστρατηγός
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμαστρατηγός

Ο Θεόδοτος ήταν ένας στρατηγός από την Αιτωλία, ο οποίος έπαιξε σημαντικό ρόλο στα γεγονότα του πολέμου που διεξήχθη ανάμεσα στους βασιλείς Αντίοχο Γ' των Σελευκιδών και Πτολεμαίο Δ' της Αιγύπτου.

Βιογραφικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά την περίοδο της ανόδου του Αντιόχου Γ' του Μέγα (223187 π.Χ.) ο Θεόδοτος ήταν διοικητής της Κοίλης Συρίας, μιας επαρχίας με στρατηγική σημασία που αποτελούσε μήλον της έριδος ανάμεσα στις δύο δυναστείες για δεκάδες χρόνια. Στην υπηρεσία του Πτολεμαίου Δ' του Φιλοπάτορα αποδείχτηκε ικανός στρατιωτικός, ενισχύοντας τα οχυρά του Λιβάνου και απωθώντας την πρώτη επίθεση του βασιλιά της Συρίας κατά της Πτολεμαϊκής Αιγύπτου. Μετά τα γεγονότα αυτά, ο Αντίοχος εγκατέλειψε για λίγο τις βλέψεις του στην περιοχή, καθώς κλήθηκε να αντιμετωπίσει την επανάσταση του σατράπη της Μηδίας, του Μόλωνα.

Ο Πτολεμαίος Δ', από την πλευρά του, ήταν πάντοτε κάτω από την εξουσία των ευνοούμενων του αυλικών, ανδρών και γυναικών, που ικανοποιούσαν τις επιθυμίες του για να τους παρέχει τη δυνατότητα να καθοδηγούν τα πολιτικά πράγματα, ακόμη κι αν αυτό σήμαινε πως τα συγγενικά του πρόσωπα έπρεπε να εξοντωθούν. Οι πιο διαβόητοι από αυτούς είναι οι υπουργοί του Αγαθοκλής και Σωσίβιος. Μετά τις επιτυχίες του στην Ανατολή, ο Θεόδοτος θεωρήθηκε επικίνδυνος για την αλεξανδρινή αυλή, που έβλεπε με καχυποψία όποιον γινόταν δημοφιλής ή έμενε για καιρό σε κάποιο αξίωμα. Πίσω από μια απόπειρα κατά της ζωής του, ο Θεόδοτος διέκρινε το χέρι του Σωσίβιου. Αφού άφησε λοιπόν, σε έμπιστούς του την Τύρο και την Πτολεμαΐδα, έγραψε στον Αντίοχο προσφέροντας του τις δύο αυτές πόλεις το 219 π.Χ.[1]

Ο Αντίοχος δέχτηκε με ευχαρίστηση την προσφορά και έσπευσε να υποστηρίξει στρατιωτικά τον Θεόδοτο στα σχέδιά του.[1] Κατόπιν προσκάλεσε τον Θεόδοτο και τους άνδρες του να ενώσουν τις δυνάμεις τους μαζί του. Ο συμπατριώτης του τελευταίου Νικόλαος ωστόσο, κατάφερε να αποτρέψει τη μετάβαση συγκεκριμένων τμημάτων των επαρχιών αυτών στα χέρια των Σελευκιδών.[1] Όπως ήταν λογικό, ο Θεόδοτος έκτοτε απολάμβανε υψηλά αξιώματα και την εύνοια του Αντιόχου. Στην εκστρατεία του 217 π.Χ. τέθηκε επικεφαλής μια στρατιάς δέκα χιλιάδων επίλεκτων ανδρών, οπλισμένων κατά το μακεδονικό πρότυπο.[2] Μάλιστα, λίγο πριν την περίφημη Μάχη της Ράφια, βρήκε το θάρρος να εισχωρήσει στα πτολεμαϊκά εδάφη με τη συνοδεία μονάχα δύο συντρόφων του, ώστε να δολοφονήσει τον ίδιο τον Πτολεμαίο. Προετοιμάστηκε αρκετά καλά, αλλά δεν κατάφερε να βρει τη σκηνή όπου κοιμόταν ο βασιλιάς. Τελικά τραυμάτισε δύο άνδρες και θανάτωσε τον Ανδρέα, γιατρό του βασιλιά. Κατόπιν κατάφερε να δραπετεύσει με ασφάλεια και να επιστρέψει άθικτος στο συριακό στρατόπεδο.[3]

Οι αρχαίες πηγές επίσης αναφέρουν πως το 215 π.Χ. επέδειξε παρόμοια τόλμη υποστηρίζοντας το φιλόδοξο σχέδιο κάποιου Λαγόρα να αναρριχηθεί τα τείχη των Σάρδεων κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της πόλης για να ανοίξει τις πύλες, η επιτυχία του οποίου πρέπει να οφείλεται σε μεγάλο μέρος στις δικές του ικανότητες.[4]

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 Πολύβιος, «Ιστορίες», 5.61
  2. Πολύβιος, «Ιστορίες», 5.79
  3. Πολύβιος, «Ιστορίες», 5.81
  4. Το περιστατικό αφηγείται με λεπτομέρειες ο Πολύβιος, «Ιστορίες», 15 έως 18

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]