Θεολογία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Το «Θεολόγος» ανακατευθύνει εδώ. Για άλλες χρήσεις, δείτε: Θεολόγος (αποσαφήνιση).
Ανθρωπομορφική παράσταση της Θεολογίας (Raffaelo Sanzio, Stanza della Segnatura, 1509 - 1511, Palazzi Pontifici, Βατικανό)

Η θεολογία (σύνθετη από τις λέξεις θεός και λόγος) είναι η επιστήμη που μελετά τη θρησκευτική πίστη, πρακτική και εμπειρία αλλά και τη μερική κατανόηση των άκτιστων ενεργειών του Θεού. Ειδικότερα χαρακτηρίζεται ως η λογική και συστηματική μελέτη του Θεού και της σχέσης του με τον κόσμο και η μελέτη που διαπραγματεύεται την ύπαρξη, τη φύση και τις ιδιότητες του Θεού, τις αρχές και την εξουσία του, τα δόγματα που ορίζουν την ορθότητα της πίστης και τα λατρευτικά καθήκοντα προς τον Θεό. Επιπλέον μπορεί ως όρος να εκφράζει μια θεολογική θεωρία ή σύστημα ή μία ειδική κατηγορία θεολογικού δόγματος. Ακόμη θεολογία, από τις εκκλησίες της Ανατολής χαρακτηρίζεται η ιδιαίτερη κατάσταση του ανθρώπου, ο οποίος δεχόμενος την αγιαστική χάρη (φώτιση) του Αγίου Πνεύματος, εκφράζει με τη μαρτυρία του τον λόγο, την επιθυμία ή τη γνώση των ενεργειών (τη δυνατή δηλαδή από τον άνθρωπο κατανόηση) του Θεού.

Θεολόγος μπορεί να χαρακτηριστεί ακαδημαϊκά ο επιστήμονας - ειδικός στη θεολογία και τη μελέτη των θρησκειών και των θρησκευτικών διδασκαλιών, ο κάτοχος πτυχίου θεολογικής σχολής ή ο μελετητής κλάδων της θεολογίας. Εκκλησιολογικά, θεολόγος αποκαλείται αυτός που μεταφέρει τον λόγο του Θεού στον κόσμο, όπως για παράδειγμα η Εκκλησία έχει αποδώσει τον τίτλο του Θεολόγου στον Ευαγγελιστή Ιωάννη και στον Γρηγόριο Ναζιανζηνό τον Θεολόγο ο οποίος ορίζει με χαρακτηριστικό τρόπο τις προϋποθέσεις που πρέπει να έχει κάποιος για να θεολογεί [1] τοποθετώντας ως προϋπόθεση της θεολογίας, τη θεογνωσία.[2]

Ιστορία του όρου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο όρος χρησιμοποιήθηκε αρχικά στα έργα του Πλάτωνα και άλλων Ελλήνων φιλοσόφων με αναφορά στη διδασκαλία του μύθου. Υπήρξαν πολλές μορφές και απόψεις θεολογίας στον προχριστιανικό κόσμο, από την ορφική θεολογία έως την Ελεατική σχολή τον Δημόκριτο, τους σοφιστές και τον Αριστοτέλη. Πάντα όμως η θεολογία εξελισσόταν παράλληλα και εντός της φιλοσοφίας στον αρχαιοελληνικό κόσμο και όχι συστηματικά.

Στο δέκατο βιβλίο των "Νόμων" ο Πλάτωνας πραγματεύεται το θέμα της θεολογίας. Η συζήτηση αυτού του θέματος ανοίγει όταν ένας από τους τρεις συνομιλητές του διαλόγου, ο Αθηναίος ξένος, που μπορεί να είναι ο Πλάτωνας, θίγει το πολιτικό πρόβλημα των εγκλημάτων ενάντια στους Θεούς, ειδικότερα της βλασφημίας και της ασεβούς δράσης των νέων. Σύμφωνα με τον Αθηναίο, η βλασφημία και οι ασεβείς ενέργειες τους οφείλονται στο ότι έχουν τρεις λανθασμένες αντιλήψεις για τους θεούς: θεωρούν είτε ότι οι θεοί δεν υπάρχουν, είτε ότι οι θεοί υπάρχουν αλλά δεν ενδιαφέρονται για τις ανθρώπινες υποθέσεις, ή ότι οι θεοί μπορούν να πειστούν εύκολα από τον άδικο εάν τους δίνονται προσφορές υπό μορφή θυσιών και προσευχών. Η θεολογία των "Νόμων" είναι το αποτέλεσμα της προσπάθειας του Αθηναίου ξένου να αντικρούσει αυτές τις λανθασμένες απόψεις, ή να παρέχει τα επιχειρήματα που θα διαθέσουν τον ασεβή νέο και άλλους σε μια σωστή κατανόηση του θείου.

Στον Χριστιανισμό και τις άλλες μονοθεϊστικές θρησκείες η θεολογία συνίσταται στη χρήση της φιλοσοφικής μεθόδου, προκειμένου το περιεχόμενο της θείας αποκάλυψης να διατυπωθεί με όρους που είναι αποδεκτοί από την ανθρώπινη διάνοια. Η ειδοποιός διαφορά μεταξύ θεολογίας και φιλοσοφίας είναι ότι στη θεολογία η χρήση της φιλοσοφικής μεθόδου στοχεύει εκ των προτέρων στην επίτευξη μιας σύγκλισης της θεωρητικής αλήθειας με τη θεία αποκάλυψη, ενώ στη φιλοσοφία καμία αποκάλυψη δεν είναι δεσμευτική για την έκβαση της θεωρητικής αναζήτησης.

Η μονοθεϊστική θεολογία πραγματεύεται όρους όπως η αμαρτία, η πίστη, η συγχώρηση και εξετάζει τα πλαίσια της συμφωνίας του Θεού με την ανθρωπότητα σε θέματα όπως η σωτηρία και η εσχατολογία. Η θεολογία συνήθως θεωρεί δεδομένη την πνευματική εξουσία ενός θρησκευτικού δασκάλου ή την ισχύ μιας θρησκευτικής εμπειρίας. Διακρίνεται από τη φιλοσοφία στο ενδιαφέρον της για τη δικαίωση και την εξήγηση μιας πίστης, παρά στην επερώτηση των υποθέσεων μιας τέτοιας πίστης, αλλά υιοθετεί συχνά φιλοσοφικές μεθόδους.

Χριστιανική θεολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ως χριστιανική θεολογία θα μπορούσε εν μέρει να χαρακτηριστεί η διδασκαλία των χριστιανικών εκκλησιών, αλλά επειδή η σπουδή της θεολογίας έχει μετατοπιστεί και στις σύγχρονες θεολογικές σχολές είναι δόκιμο να επεκταθεί ο όρος στην εξάσκηση της θεολογίας από χριστιανική άποψη ή τη μελέτη του Χριστιανισμού θεολογικά.

Ιστορικά η πορεία της χριστιανικής θεολογίας ταυτίζεται με την πορεία της χριστιανικής Εκκλησίας. Πρώτες θεολογικές μαρτυρίες θεωρούνται τα βιβλία της Καινής Διαθήκης (Κ.Δ.), τα οποία, λόγω της θεωρούμενης θεοπνευστίας τους, επέχουν ακριβή θέση θεολογικών συγγραμμάτων. Τα Ευαγγέλια όπως και τα άλλα βιβλία του Κανόνα της Καινής Διαθήκης είναι μαρτυρίες πίστης, έκφραση βιώματος, κήρυγμα ιεραποστολής και μετάδοσης του χριστιανικού μηνύματος και θεολογική κατήχηση των μελών της Εκκλησίας. Συνάμα υπό το πρίσμα της χριστιανικής διδασκαλίας απέκτησαν νέο θεολογικό νόημα και τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης.

Τα πρώτα χριστιανικά συγγράμματα που γράφτηκαν μετά τα βιβλία της Κ.Δ. ήταν αυτά των Αποστολικών Πατέρων. Τα περισσότερα εξ αυτών ήταν περιστασιακά και για τον λόγο αυτό δεν εξέθεταν συστηματικά τη χριστιανική διδασκαλία ούτε έκαναν ιδιαίτερες θεολογικές αναλύσεις.

Στις αρχές του 2ου αιώνα παρουσιάζονται οι πρώτοι Απολογητές Πατέρες. Οι Απολογητές ήταν χριστιανοί φιλόσοφοι και απευθύνονταν κυρίως σε φιλοσόφους και λόγιους. Η προσπάθειά τους έγκειτο στο να ανασκευάσουν τις κατηγορίες των εθνικών και των Ιουδαίων κατά των χριστιανών και να καταδείξουν την αλήθεια της χριστιανικής πίστης. Με τους Απολογητές ο Χριστιανισμός παρέλαβε όρους και έννοιες της ελληνικής φιλοσοφίας και επηρεάστηκε από αυτή σοβαρά στον τρόπο σύλληψης και διατύπωσης της θεολογικής του διδασκαλίας.

Από εκεί και πέρα η χριστιανική θεολογία αναπτύχθηκε κατά τρόπο ώστε να κυριαρχήσει στη σκέψη των στοχαστών και συγγραφέων των επόμενων αιώνων, τιθέμενη στο κέντρο της επιστημονικής και φιλολογικής παραγωγής. Εξαιτίας της συντριπτικής επικράτησης του Χριστιανισμού στον δυτικό κόσμο και τη Ρωμαϊκή Ανατολή επηρέασε καταλυτικά τη δυτική διανόηση.

Ιουδαϊκή θεολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ιουδαϊκή θεολογία μαρτυρεί τη δογματική παρουσίαση του περιεχομένου και της ουσίας της εβραϊκής θρησκείας, τις αρχές στις οποίες στηρίζεται και τα θεμελιώδη δόγματα της.

Ο ορθόδοξος Ιουδαϊσμός θεωρεί την εβραϊκή θρησκεία θρησκεία εξ αποκαλύψεως, οι διδασκαλίες της οποίας γνωστοποιήθηκαν από τον Θεό στον άνθρωπο με υπερφυσικά μέσα. Αυτές οι θείες αποκαλύψεις συνέβησαν, εντούτοις, μόνο σε ορισμένες χρονικές περιόδους στο παρελθόν και μόνο σε επιλεγμένους ανθρώπους, τους προφήτες, μεταξύ των οποίων εξέχων υπήρξε ο Μωυσής. Με τη διακοπή της προφητείας διακόπηκαν συνολικά. Μέσω αυτών των υπερφυσικών εκδηλώσεων ο Θεός αποκάλυψε στους ανθρώπους όλες τις θρησκευτικές αλήθειες, οι οποίες ήταν απαραίτητες για την καθοδήγησή τους μέσα στη ζωή και την πνευματική ευημερία τους. Αυτές περιλαμβάνονται κυρίως στο Τανάκ, την εβραϊκή Βίβλο, που θεωρείται ότι γράφτηκε από ανθρώπους καθοδηγούμενους από τον Θεό, και εν μέρει βρίσκονται μεταξύ των διδασκαλιών και των εκδηλώσεων που φέρεται να αποκαλύφτηκαν από τον Θεό στον Μωυσή και δεν καταγράφηκαν αλλά συντηρήθηκαν στο έθνος από την προφορική παράδοση.

Αν και η πηγή όλων των δογμάτων του Ιουδαϊσμού βρίσκεται στην αποκάλυψη, η εβραϊκή θεολογία δεν είναι απλώς θεολογία εξ αποκαλύψεως. Θεωρείται θεμελιώδες αξίωμα μεταξύ σχεδόν όλων των Εβραίων θεολόγων και των θρησκευτικών φιλοσόφων ότι οι διδασκαλίες και τα δόγματα που περιλαμβάνονται στις Γραφές ως θεόπνευστα δεν μπορούν να είναι σε άμεση αντίφαση με την ανθρώπινη διάνοια, που και αυτή έχει θεία προέλευση. Οι αλήθειες, που γίνονται κατανοητές και αποδεκτές από τον ανθρώπινο νου και αποτελούν το κριτήριο της φυσικής θεολογίας επομένως λαμβάνονται υπόψη στον προσδιορισμό των αποκεκαλυμμένων θρησκευτικών αληθειών. Και, εκτός αυτού, στην ανθρώπινη διάνοια έχει παραχωρηθεί το γενικό δικαίωμα να κρίνει την αξία και τη σπουδαιότητα των θείων διδασκαλιών. Αυτό δύναται να το κάνει μόνο με τη χρήση ως προτύπου των θεμελιωδών αληθειών που αναγνωρίζει η ίδια. Το θεολογικό σύστημα που ακολουθεί κάθε ορθόδοξος Εβραίος, και που περιέχει την ομολογία πίστης του, είναι επομένως μια σύνθεση της φυσικής και αποκαλυφθείσας θεολογίας.

Θεολογία του Ισλάμ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ισλαμική θεολογία έχει ως κεντρικό σημείο αναφοράς τον όρο Καλάμ, ο οποίος σημαίνει λόγος, κρίση και δηλώνει την ισλαμική δογματική θεολογία.

Το Καλάμ ξεκινά με την αποκαλυφθείσα παράδοση και χρησιμοποιεί ορθολογιστικές μεθόδους προκειμένου να κατανοηθεί και να λυθούν οι αντιφάσεις. Διά μέσου της φιλοσοφίας προσπαθεί να χτίσει μια συστηματική κοσμοθεωρία με βάση τον λογικό και επιστημονικό συλλογισμό.

Διάφοροι ισλαμιστές φιλόσοφοι ανέπτυξαν πλήρη λογικά συστήματα, βασισμένα κατά μεγάλο μέρος στις διδασκαλίες του Αριστοτέλη.

Αρχικά, η ισλαμική θεολογία εκδηλώθηκε στα πλαίσια των αντιπαραθέσεων με τους χριστιανούς και τους Εβραίους. Δεδομένου ότι οι διατυπώσεις των βασικών δογμάτων του Ισλάμ έγιναν πιο σύνθετες, οι μουσουλμάνοι θεολόγοι άρχισαν σύντομα τις μεταξύ τους αντιπαραθέσεις για τις διαφορετικές ερμηνείες του Ιερού Κορανίου, αναπτύσσοντας έτσι τα θεμέλια της ισλαμικής θεολογίας.

Οι επαναλαμβανόμενες συζητήσεις μεταξύ των ισλαμιστών μελετητών για τη φύση του Θεού συνέχισαν να εκλεπτύνουν τις έννοιες του ισλαμικού μονοθεϊσμού.

Διάφορες θεολογικές διενέξεις απασχόλησαν τους μουσουλμάνους φιλοσόφους κατά τους πρώτους αιώνες του Ισλάμ, αλλά μέχρι τον 10ο αιώνα οι απόψεις του ισλαμιστή θεολόγου Αλ Ασάρι (Al- ashari) και των οπαδών του, γνωστών ως Ασαριτών, επικράτησαν και υιοθετήθηκαν από τους περισσότερους μουσουλμάνους. Ο τρόπος που αυτή η σχολή επίλυσε το θέμα της ελεύθερης βούλησης ήταν να υποστηρίξει ότι καμία ανθρώπινη πράξη δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί εάν ο Θεός δεν το επέτρεπε και ότι η γνώση του Θεού περικλείει όλα αυτά που υπήρξαν, υπάρχουν ή θα υπάρξουν. Αυτή η άποψη επίσης υποστηρίζει ότι είναι θείο θέλημα η νοητική δύναμη του ανθρώπου για ελεύθερες επιλογές. Ο Θεός πρόκειται επομένως να καταστήσει τους ανθρώπους υπεύθυνους για τις ενέργειές τους. Οι απόψεις του Αλ Ασάρι και της σχολής του έγιναν βαθμιαία κυρίαρχες στους σουνίτες και στο ευρύτερο ορθόδοξο Ισλάμ και επικρατούν ακόμα μεταξύ των περισσότερων μουσουλμάνων. Η τάση των σουνιτών, εντούτοις, ήταν να ανεχτούν και να διευθετήσουν τις δευτερεύουσες διαφωνίες ώστε να υπογραμμιστεί η συναίνεση της κοινότητας σε θέματα δόγματος.

Η μουσουλμανική θεολογία είναι η θεολογία που προέκυψε από το Κοράνιο και τις προφητικές παραδόσεις (Σούνα Sunnah). Το περιεχόμενο της μπορεί να διαιρεθεί στην καθαυτή θεολογία, τη θεοδικία, την εσχατολογία, την ανθρωπολογία, την αποφατική θεολογία και τον θρησκευτικό συγκρητισμό.

Ινδική και Ιαπωνική Θεολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εκτός από τα παραπάνω είδη θεολογίας υπάρχει και η θεολογία των Ινδών, Κινέζων και Ιαπώνων. Αυτή ασχολείται με τα θρησκεύματα που γεννήθηκαν και ευδοκίμησαν στις περιοχές αυτές. Τα πιο γνωστά είναι:

Κλάδοι της θεολογίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η θεολογίας μπορεί να διαιρεθεί με πολλούς τρόπους. Πολλά από τα τμήματά της έχουν δημιουργηθεί για τη μελέτη της χριστιανικής θρησκείας, αν και ορισμένα έχουν προσαρμοστεί και επεκταθεί ώστε να ισχύουν και για άλλες θρησκείες ή για τη μελέτη πολλαπλών θρησκειών.

Η θεολογία μπορεί να κατανεμηθεί σε ακαδημαϊκά υποσυστήματα:

  • Μελέτη της Βιβλικής Γραμματείας - στρέφεται στην έρευνα, την ερμηνεία και την εξήγηση της Αγίας Γραφής
  • Λειτουργική - αφορά στην έρευνα των κειμένων και των μέσων της Θείας Λατρείας.
  • Συγκριτική θεολογία - στρέφεται στη σύγκριση των κοινών θεμάτων μεταξύ των διαφορετικών θρησκευτικών παραδόσεων
  • Θεολογία της ιστορίας - εστιάζει στην πνευματική ιστορία της θρησκείας
  • Εκκλησιαστική ιστορία - ερευνά την ιστορία της Εκκλησίας από την εμφάνισή της ως και σήμερα.
  • Ηθική θεολογία - ερευνά την ηθική και τις ηθικές διαστάσεις της θρησκευτικής ζωής
  • Πατρολογία - μελετά τη διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας.
  • Πρακτική θεολογία - αφιερωμένη στην πρακτική εφαρμογή των θεολογικών ιδεών. Γενικά περιλαμβάνει τις υποκατηγορίες της ποιμαντικής θεολογίας, της ομιλητικής, και της χριστιανικής εκπαίδευσης, μεταξύ των άλλων.
  • Δογματική θεολογία (συστηματική θεολογία) - στρέφεται στην προσπάθεια να ταξινομηθεί και να ερμηνευθεί το ρεύμα των ιδεών στη θρησκεία.
  • Κανονικό-Εκκλησιαστικό Δίκαιο - Κλάδος της θεολογίας που εξετάζει επιστημονικά το διαμορφωμένο εντός της Εκκλησίας δίκαιο και τις σχέσεις της Εκκλησίας με το Κράτος.

Η θεολογία μπορεί επίσης να διαιρεθεί ανάλογα με τη θεματική που εξετάζει:

  • Τριαδική θεολογία - Η Αγία Τριάδα
  • Αγγελολογία (ελάχιστα διαδεδομένη σε σχέση με παλαιότερα) - οι άγγελοι, ο αόρατος κόσμος
  • Βιβλολογία - Η Βίβλος, τα βασικά χαρακτηριστικά της, τα μέσα έμπνευσής της κ.λπ. η ερμηνευτική είναι η μελέτη της ορθής βιβλικής ερμηνείας.
  • Χριστολογία - Ο Ιησούς Χριστός, η φύση Του, η σχέση μεταξύ θείου και ανθρώπινου στο πρόσωπο του Χριστού
  • Τριαδολογία- Το δόγμα περί της Αγίας Τριάδας, των μεταξύ τους σχέσεων, καθώς και της έκφανσής τους στην ιστορία.
  • Εξελικτική θεολογία - Διδάσκει μία εξελικτική νεοπλατωνική φιλοσοφία τροποποιημένη από τη θεωρία της σχετικότητας
  • Διαθηκική θεολογία - Ένα ερμηνευτικό πλέγμα που κατανοεί τις πράξεις του Θεού στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη ως αποτέλεσμα της συμφωνίας του Θεού με τον εκλεκτό Του λαό.
  • Δαιμονολογία (ελάχιστα διαδεδομένη σε σχέση με παλαιότερα) - Ο Σατανάς, οι δαίμονες γενικότερα τα κακά πνεύματα
  • Θεολογία της οικονομίας - ένα ερμηνευτικό πλέγμα που βλέπει τη σχέση του Θεού με την κτίση σα να περνά μέσα από διαδοχικές εποχές, σε κάθε μία από τις οποίες οι συμφωνίες της προηγούμενης δεν μπορούν πλέον να ισχύουν.
  • Εκκλησιολογία – Η Εκκλησία
  • Εσχατολογία - Η μελέτη των εσχάτων γεγονότων ή στιγμών. Ασχολείται με θέματα όπως ο θάνατος και η μετά θάνατον ζωή, το τέλος της ιστορίας, το τέλος του κόσμου, η ημέρα της κρίσεως κ.ά.
  • Σωτηριολογία - Η φύση και τα μέσα της σωτηρίας

Η θεολογία μπορεί επίσης να κατανεμηθεί με βάση τις μεθόδους, συμπεριλαμβάνοντας τις:

  • Αποφατική θεολογία [3]- η συζήτηση για το τι δεν είναι Θεός
  • Καταφατική θεολογία - η συζήτηση για το ποια γνωρίσματα έχουν αποδοθεί περιγραφικά στον Θεό.
  • Διαλεκτική θεολογία
  • Φυσική θεολογία - η συζήτηση εκείνων των πτυχών της θεολογίας που μπορούν να ερευνηθούν χωρίς την αρωγή της αποκάλυψης, των Γραφών ή της παράδοσης.
  • Εμπειρική θεολογία
  • Υπερβατική θεολογία
  • Κηρυγματική θεολογία
  • Πολιτική θεολογία
  • Υπαρξιστική θεολογία
  • Θεολογία του λόγου
  • Θεολογία του πολιτισμού

Ένας άλλος διαχωρισμός περιλαμβάνει τα θεολογικά κινήματα:

  • Θεολογία της ελπίδας
  • Θεολογία του σταυρού
  • Οικουμενική θεολογία
  • Ευαγγελική θεολογία
  • Φεμινιστική θεολογία
  • Θεολογία του ολοκαυτώματος
  • Φιλελεύθερη θεολογία
  • Θεολογία της απελευθέρωσης
  • Θεολογία του Τρίτου κόσμου
  • Ορθόδοξη θεολογία
  • Παλαιο-ορθόδοξη
  • Αφηγηματική θεολογία
  • Μεταμοντέρνα θεολογία
  • Ρεβιζιονιστική θεολογία
  • Υπερβατική θεολογία

Θεολογία και Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η κατανόηση του είναι του Θεού είναι στενά συνδεδεμένη με την από μέρους του ανθρώπου κατανόηση του εαυτού του και των ιστορικών του ενεργειών. Με άλλα λόγια η κατανόηση της "ιστορικότητας" του ανθρώπου είναι εξαρτημένη από την από μέρους του αντίληψη περί του θείου. Αυτό μπορεί να γίνει καλύτερα κατανοητό εάν συγκρίνουμε το πώς κατανοεί την έννοια της "αναλογίας" ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς με το πώς την κατανοεί ο Θωμάς ο Ακινάτης, και εν συνεχεία εξετάσουμε τις συνέπειες των δύο κατανοήσεων στην αντίληψη της ιστορίας. Η έννοια της "αναλογίας" εκφράζει τον τρόπο με τον οποίο ο Θεός σχετίζεται με τον κόσμο.[4] Η "αναλογία" λοιπόν, από μεν τον Γρηγόριο είναι αντιληπτή ως "διαλογική συνενέργεια", ενώ από τον Θωμά ως "μονολογική και εξ απορροής ομοιότητα". Στη θεολογία του Παλαμά η Θεία θέληση, που νοείται ως θείος λόγος και θεία ενέργεια, δημιουργεί τη συν-ενέργειά Της, ήτοι τη δημιουργημένη ανθρώπινη φύση, η οποία ανακεφαλαιώνεται στις ενεργούσες ανθρώπινες υποστάσεις. Ο άνθρωπος κατά τον Γρηγόριο μετέχει στη θεία ενέργεια μέσω των δικών του προσωπικών ενεργειών. Ο Θωμάς από την άλλη, επειδή αποφεύγει να διατυπώσει ρητά τη διάκριση ανάμεσα στη θεία ενέργεια/θέληση και τη θεία ουσία όταν ο θεός κινείται έξω Του, διατυπώνει μία αναλογία της ομοίωσης, ήτοι μια αναλογία που εκφράζει μια υπαγορευμένη από τον Θεό και περιορισμένη από πλευράς του ανθρώπου μετοχή στη θεία ενέργεια, η οποία μετοχή διεξάγεται ολόκληρη εντός του Θεού, όντας δηλαδή μετοχή μονολογική.[5]

Για να γίνει καλύτερα κατανοητή η Θωμιστική κατανόηση της αναλογίας μπορούμε να την περιγράψουμε μέσω του παρακάτω σχήματος : η νοερή ουσία Α επηρεάζει την υλική ουσία Β μέσω της ενέργειάς της. Το γεγονός αυτό εισάγει σχέση από το Β στο Α, αλλά όχι το αντίστροφο. Το Α παραμένει απόλυτο και άσχετο παρότι επηρεάζει σχεσιακά το Β.[6] Εύκολα συνάγεται το ότι ο Θωμάς "φοβάται" την πραγματική εξωτερική σχέση του Θεού με τα λογικά δημιουργήματα, καθόσον θεωρεί ότι αυτή απειλεί την από μέρους του κατανόηση της θείας ενότητας. Ο Παλαμάς από την άλλη θεωρεί ότι η εξωτερική σχέση του Θεού με τη λογική κτίση ενισχύει τη δική του αντίληψη περί θείας ενότητας, αφού κάθε άκτιστη θεία ενέργεια εκφράζει την τρισυπόστατη θεία ενότητα, καθότι αυτή προέρχεται από τον Πατέρα διά του Υϊού εν Αγίω Πνεύματι.[7]

Ο Antoine Lévy, ακολουθώντας τη Θωμιστική αντίληψη, σύμφωνα με την οποία, όπως προείπαμε, η μετοχή του ανθρώπου στη θεία ενέργεια, διεξάγεται ολόκληρη εντός του Θεού, υποστηρίζει ότι οι μετέχοντες στη θεία ενέργεια δεν υφίστανται την τελειωτική επίδραση της θείας ενέργειας σύμφωνα προς τις δικές τους πεπερασμένες δυνατότητες, γιατί αυτό θα σήμαινε ότι η απόλυτη θεία ενέργεια θα περιγραφόταν ταυτόχρονα ως απόλυτη και ως πεπερασμένη και πρόσκαιρη, αφού η δράση της θα ήταν πεπερασμένη. Ο συλλογισμός του Lévy καταδεικνύει το ότι στο Ακινάτειο σχήμα της αναλογίας, η κατανόηση της συνεργίας μεταξύ Θεού και ανθρώπου, είναι μια κατανόηση της συνεργίας ως υπαγορευμένης από την πλευρά του Θεού, που διεξάγεται αποκλειστικά εντός Του. Ο Θωμάς κατανοεί τη συνεργία ως μονομερή και τελικά ως μη πραγματική.[8]

Κατά συνέπεια, εφόσον για τον Θωμά η κατανόηση της ενότητας του Θεού προϋποθέτει την αποδοχή του ότι ο Θεός εσωτερικεύει απόλυτα τη σχέση Του με τα κτιστά όντα, τότε τα κτιστά όντα αγωνίζονται να αποκτήσουν σχέση μαζύ του μέσω εκείνης της ιστορικής δραστηριότητάς τους που στοχεύει απλά σε μια εξωτερική μίμηση του Θεού, και όχι σε μια πραγματική ασύγχυτη περιχώρηση μεταξύ των θείων (ακτίστων) και των ανθρωπίνων (κτιστών) ενεργειών, κατά την Παλαμική κατανόηση της αναλογίας.

Προσέτι, ο Θωμάς κάνει μία διάκριση μέσα στη θεία ενέργεια : διακρίνει μεταξύ της ενέργειας της φύσεως και της ενέργειας της χάριτος. Η ενέργεια της φύσεως εκδηλώνεται με την απόδοση από τον Θεό στα κτίσματα της ιδιαίτερης φύσης τους, δηλαδή με τη δημιουργία των κτισμάτων, ενώ η δεύτερη εκδηλώνεται με το "υπερφυσικό" δώρο στον άνθρωπο της χάριτος, το οποίο ο Θεός δωρίζει στον άνθρωπο προκειμένου αυτός να φθάσει στον Δημιουργό του.[9] Κατά τον Θωμά η θεία χάρις είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Θεός προσφέρει τον εαυτό Του σε έναν άνθρωπο, μέσα στην ιστορία, και όχι ταυτοχρόνως με το δώρο της ύπαρξης. Εάν αυτή η άποψη ιδωθεί μέσα από το πρίσμα της θεολογίας του Γρηγορίου, δημιουργεί ένα διαχωρισμό ανάμεσα στη φύση του ανθρώπου και στη χάρη, πράγμα που μεταφράζεται σε διαχωρισμό ανάμεσα στο κτίσμα και στην ιερή Ιστορία. Πιο συγκεκριμένα, εφόσον κατανοήσουμε το ανθρώπινο κτίσμα ως μη εξαρχής ευρισκόμενο στην περιοχή της χάριτος, αυτό μπορεί να μας οδηγήσει στην κατανόηση της ιερής Ιστορίας ως μιας διεργασίας πνευματικής διόρθωσης της φύσεως του ανθρώπου. Αυτή η κατανόηση της Ιστορίας είναι ριζικά διάφορη από την αντίστοιχή κατανόηση μέσα από τη σκέψη του Γρηγορίου, της Ιστορίας ως πορείας εκπλήρωσης της ανθρώπινης φύσης.[10]

Ο Ακινάτης κάνει επίσης διάκριση ανάμεσα στη θεία χάρη και στη γενική θεία Πρόνοια, αφού η Πρόνοια προορίζεται για όλα τα κτίσματα, εν αντιθέσει με τη Χάρη, που δεν αποστέλλεται σε όλα τα λογικά κτίσματα. Εδώ η Ακινάτειος αντίληψη περί αναλογίας οδηγεί σε μια αντίληψη, κατά την οποία μόνον κάποια ξεχωριστά και προνομιούχα όντα διαθέτουν τη χάρη, κατέχουν δηλαδή το νόημα της Ιστορίας, ενώ τα υπόλοιπα αδυνατούν να ξεφύγουν από τα όρια της κοινής ανθρώπινης φύσης.

Μια άλλη θέση του Θωμά, συγγενική προς τις δύο προαναφερθείσες διακρίσεις, είναι αυτή που λέει ότι η φύση μπορεί καταρχήν να ορισθεί μεταφυσικά χωρίς τη θεία χάρη. Ο Θωμάς δεν εννοεί με αυτό ότι η φύση μπορεί να εκπληρωθεί χωρίς τη χάρη, αλλά και πάλι η θέση αυτή δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή από τον Μάξιμο τον Ομολογητή ή τον Γρηγόριο τον Παλαμά.[11] Ο π. Ν. Λουδοβίκος υποστηρίζει ότι εάν κάποιος νεωτερικός φιλόσοφος θελήσει, μπορεί να εκκοσμικεύσει αυτή την άποψη και να υποστηρίξει ότι η Ιστορία δεν χρειάζεται τον Θεό προκειμένου να νοηματοδοτηθεί, καθόσον μπορεί το νόημά της να εκπηγάσει από ένα "φυσικό" νόημα των όντων. Επάνω σ' αυτό το "φυσικό" νόημα θα μπορούσε να θεμελιωθεί η ιδέα μιας ιστορικής προόδου χωρίς τον Θεό, η οποία για να επιτευχθεί δεν θα προϋπέθετε καμμία έκσταση των λογικών κτισμάτων πέρα από τα φυσικά τους όρια. Δεν θα ήταν, λοιπόν άτοπο το να υποστηρίξουμε ότι ο Θωμάς χωρίς να το θέλει, προετοίμασε το έδαφος για το πέρασμα της Ευρωπαϊκής διανόησης από την παραδοσιακή μεταφυσική σε μια Νεωτερική μεταφυσική που θεμελιώνεται επάνω στις εννοιολογικές κατασκευές του ίδιου του ανθρώπου, όντας αποκομμένη από το υπερβατικό στοιχείο.[12]

Κατά τον Θωμά η διάνοια του ανθρώπου, σκεπτόμενη το υπέρτατο αγαθό, δηλαδή τον Θεό, εκφράζει την ανώτατη δυνατή τελειότητα και ευτυχία του ανθρώπου. Η νεωτερική αντίληψη της Ιστορίας ως κυριαρχίας της διανόησης επί της περιοχής του "μη διανοητικού", ή ίσως και του "διανοητικού" επ' αυτού το οποίο ο διανοούμενος κρίνει ως μη επαρκώς "διανοητικό", εκφράζει μια κυρίαρχη εκκοσμικευμένη εκδοχή της παραπάνω Ακινάτειας αντίληψης.[13]

Η απόσταση που διανύθηκε προκειμένου η Δυτικοευρωπαϊκή διανόηση να φθάσει από την Ακινάτειο αναλογία στο ιδεαλιστικό Εγελιανό παράδειγμα δεν είναι τεράστια. Η απουσία στη Θωμιστική αντίληψη άλλου τρόπου παρουσίας του Θεού στην κτίση, πέραν της κτιστής χάριτος, οδήγησε τη διανόηση στην Εγελιανή ιδέα ότι ο μόνος Θεός που υπάρχει είναι ο Θεός που υπάρχει στον άνθρωπο και ότι το Πνεύμα/Θεός ("Geist") ενεργοποιείται αποκλειστικά μέσα στον δρώντα άνθρωπο. Η ιδέα της απουσίας της άκτιστης θείας ενέργειας από τον κόσμο, οδήγησε στην εγελιανή κατανόηση του Θεού, ως αποκλειστικά ανθρωπίνου Πνεύματος. Κατ' αυτόν τον τρόπο, με τον Χέγκελ ο Ευρωπαϊκός κόσμος έφθασε στη μεταφυσική κατανόηση της Ιστορίας ως εννοιολογικής εκδήλωσης του ανθρώπινου Πνεύματος. Η Νεωτερική μεταφυσική, με άλλα λόγια, όρισε την Ιστορία ως εξελικτική και προοδευτική πορεία, που πραγματώνεται μέσα στο ανθρώπινο Πνεύμα.[14]

Ο Χέγκελ υποστηρίζει ότι τα κράτη, τα έθνη και οι άνθρωποι είναι ασυνείδητα "εργαλεία" στην υπηρεσία του έσχατου σκοπού του Πνεύματος, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι άνθρωποι την ίδια στιγμή δεν μπορούν να έχουν ως σκοπό τον εαυτό τους. Έσχατος δε σκοπός του Πνεύματος είναι η αυτο-ανύψωση και η αυτο-πραγμάτωσή του. Μέσα απ' αυτή τη θεώρηση προκύπτει ο εγελιανός ιστορικισμός, που θα μπορούσαμε να πούμε ότι λειτουργεί ως υποκατάστατο της θεολογίας, αφού προϋποθέτει την ύπαρξη αμετάβλητων νόμων της ιστορίας, και εν είδει προφητείας εισάγει την ιδέα μιας ενδο-ιστορικής εσχατολογίας, ενός προβλέψιμου τέλους (σκοπού) της ιστορίας.

Όταν δε στην Ευρώπη η επίδραση του Χέγκελ εξανεμίστηκε υπό την επήρεια του νέου εμπειρισμού και θετικισμού, ο Μαρξ ενέσκυψε στα χεγκελιανά κείμενα και με διαλεκτικό τρόπο μετασκεύασε τον γερμανικό ιδεαλισμό σε υλισμό.[15] Ο Μαρξ εισήγαγε στον κόσμο της Ευρωπαϊκής διανόησης τον δικό του ιστορικισμό, τον οποίο θα μπορούσαμε να αντιληφθούμε ως υλιστικό αντίβαρο στην εγελιανή κατανόηση της ιστορίας. Η εγελιανή ιστορία, όντας μια ιστορία-έννοια, απογυμνωμένη από το εμπειρικό και υλικό στοιχείο της, αποξενωμένη από το συνολικό ανθρώπινο ον, με το Πνεύμα ως μοναδικό, επιβεβλημένο στον άνθρωπο, ναρκισσιστικό υποκείμενο, κάποια στιγμή έγινε αντιληπτή ως ιστορία-καταπίεση.

Ο Μαρξ προσέγγισε τον εγελιανισμό με την πρόθεση να τον αξιοποιήσει για να δημιουργήσει μια φιλοσοφία της ιστορίας και της πολιτικής απαλλαγμένη από την εννοιοκρατία του Γερμανικού Ιδεαλισμού. Από την πλευρά όμως, της αγγλοσαξονικής φιλοσοφικής σχολής, το εγχείρημά του, με την έντονη πολιτική χροιά που προσέλαβε, εξελήφθη ως μία απόπειρα επιθετικής επιβολής ενός συστηματικού πνεύματος επί της ανθρωπότητας, οδηγώντας κάποιες φορές στη συνολική απόρριψη του ιστορικισμού (βλ. Καρλ Πόπερ).

Σύνοψη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην ενότητα αυτή προσπαθήσαμε να συσχετίσουμε ακροθιγώς κάποιες όψεις της Θωμιστικής θεολογίας με τη Δυτικοευρωπαϊκή οντολογική αντίληψη περί της ανθρώπινης ιστορίας. Είδαμε ότι ο Ακινάτης, προκειμένου να προστατέψει την αντίληψή του περί της θείας ενότητας, περιόρισε δραστικά τη δυνατότητα μετοχής του ανθρώπου στις θείες ενέργειες, περιγράφοντας τη σχέση Θεού και ιστορικού ανθρώπου ως διενέργεια δύο παράλληλων μονολόγων ανάμεσα σε δύο αυτο-περίκλειστες οντότητες.[16] Στον αντίποδα, ο Γρηγόριος Παλαμάς, έχοντας επισημάνει την κρίσιμη διάκριση ανάμεσα στη θεία ουσία και στις άκτιστες θείες ενέργειες, χρησιμοποίησε την έννοια της "συνεργίας", για να περιγράψει τη διαλογική, ανοικτή κοινωνία του Θεού με τον άνθρωπο, τον διάλογο μεταξύ κτιστού και ακτίστου. Μέσα από την πορεία της εκκοσμίκευσης, η κλειστότητα του Ακινάτειου σχήματος έδωσε τη θέση της στον εγελιανό εγκλεισμό της ιστορίας στον χώρο του Πνεύματος κι' αυτή με τη σειρά της στον μαρξιστικό ντετερμινισμό, και ακόμα στη συνολική απόρριψη του ιστορικισμού.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Καθαρθῆναι δεῖ πρῶτον,εἶτα καθᾶραι· σοφισθῆναι, καὶ οὕτω σοφίσαι· γενέσθαι φῶς, καὶ φωτίσαι· ἐγγίσαι Θεῷ, καὶ προσαγαγεῖν ἄλλους· ἁγιασθῆναι, καὶ ἁγιάσαι». Γρηγόριος ο Θεολόγος, Ἀπολογητικός τῆς εἰς τόν Πόντον φυγῆς, Λόγος Β΄, PG 35, 480.
  2. Κωστόπουλος Κύριλλος, Δρ.,Εφικτή η Θεογνωσία; σε Θεολογικές και Φιλοσοφικές Προσεγγίσεις, σ. 27, Εκδ. Π,Κούλης, Πάτρα 2006
  3. Nikoletseas, Michael M. (2014). "Parmenides in Apophatic Philosophy". ISBN 978-1497532403"
  4. Πατήρ Νικόλαος, Λουδοβίκος. Η Ανοικτή Ιστορία και οι Εχθροί της. Η Άνοδος του Βελούδινου Ολοκληρωτισμού. Αθήνα: Εκδόσεις Αρμός. σελ. 20. ISBN 978-960-615-291-7. 
  5. Λουδοβίκος σσ. 20-21.
  6. Antoine Lévy, "An introduction to Divine Relativity: Beyond David Bradshaw's Aristotle East and West",The Thomist 72 (2008) σ. 200.
  7. Λουδοβίκος σσ. 23-24.
  8. Βλ. Lévy σ. 193 και Λουδοβίκο σσ. 24-25.
  9. Λουδοβίκος σ. 27.
  10. Λουδοβίκος σ. 27.
  11. Λουδοβίκος σ. 29.
  12. Π. Θανασσάς, "Φιλοσοφική Βιβλιοθήκη. Georg Wilhelm Friedrich Hegel" σ. 2.[1]
  13. Λουδοβίκος σσ. 30-31.
  14. Λουδοβίκος σσ. 33-34.
  15. H. Dieter "Μεταξύ Καντ και Χέγκελ", Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σ. 64.
  16. Λουδοβικος σσ. 46-47.

Προτεινόμενη βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Migne, J-P. Patrologie cursus completus, seu bibliotheca...omnium SS. patrum, doctorum scriptorumque ecclesisticorum...ad ann.1439 pro graecis...Series graeca... Garnier et Migne, 1857
  • Κωνσταντίνος Β. Σκουτέρης, Ἡ ἔννοια τῶν ὅρων «Θεολογία», «Θεολογεῖν», «Θεολόγος», ἐν τῇ διδασκαλίᾳ τῶν Ἑλλήνων Πατέρων καί Ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων μέχρι καί τῶν Καππαδοκῶν, Ἀθῆναι 1972, pp. 187 - Αναδημοσίευση στη νέα ελληνική 2016 [The Meaning of the Terms “Theology”, “to Theologize” and “Theologian” in the Teaching of the Greek Fathers up to and Including the Cappadocians; (in Greek), Athens 1972, pp. 187 - Republication in 2016].
  • Ιωάννα Τσελεγγίδου, Η βιωματική θεολογία κατά τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά, εκδ. Μπαρμπουνάκης Θεσσαλονίκη 2020.
  • Kues, Nikolaus von. Werke: (Neuausg. d. Strassburger Drucks von 1488), Walter de Gruyter, 1967
  • Suchla B. R. Corpus Dionysiacum I. Pseudo-Dionysius Areopagita, De divinis nominibus. Berlin: Walter De Gruyter, 1990
  • Rorem, P., Lamoreaux, J. C. John of Scythopolis and the Dionysian Corpus: Annotating the Areopagite. Oxford University Press, 1998
  • Rorem, P. '"Procession and Return" in Thomas Acquinas and His Predecessors', The Princeton Seminary Review 13, 2, 1992, 147-163
  • Proclus, E. R. Dodds .Proclus: The Elements of Theology; a Revised Text with Translation,Introduction and Commentary. Clarendon Press, 1962
  • Nikoletseas, M. M. Deus Absconditus - The Hidden God, 2014.
  • Moran, D. The Philosophy of John Scotus Eriugena, *Cambridge University Press, 1989
  • Montet, L. Des livres du Pseudo-Denys l'Aréopagite, Paris, 1848
  • Miller, C. L. Reading Cusanus: Metaphor and Dialectic in a Conjectural Universe. CUA Press, 2003
  • James, W. The Varieties of Religious Experience: A Study in Human Nature, Modern Library, 1905
  • Gregorius Nyssenus, Gregorii Nysseni Opera, Vol. 6, BRILL, 1986
  • Gersh. S. E. From Iamblichus to Eriugena: An Investigation of the Prehistory and Evolution of the Pseudo-Dionysian Tradition, Brill Archive, 1978
  • Eriugena, Giovanni Scoto, Divisione della natura, testo latino a fronte, traduzione di Nicola Gorlani, Milano, Bompiani, 2013
  • Eriugena, John Scottus. The Periphyseon in The Philosophy of John Scottus Eriugena, Cambridge University Press, 1989, pp. 58-80
  • Dionysius the Areopagite. The Works of Dionysius the Areopagite, transl. by John Parker, 1897
  • Denys l'Aréopagite, Goulu. Les Oeuvres du divin St Denys Aréopagite, traduites du grec en françois, par fr. Jean de St François [Goulu],... Avec une apologie pour les oeuvres du mesme auteur..., 1629

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]