Θαλάσσια ενυδρίδα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια


Θαλάσσια ενυδρίδα
Μία θαλάσσια ενυδρίδα τυλίγεται σε κέλπιες στο Μόρο Μπέυ
Μία θαλάσσια ενυδρίδα τυλίγεται σε κέλπιες στο Μόρο Μπέυ
Κατάσταση διατήρησης
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordota)
Υποσυνομοταξία: Σπονδυλωτά
Ομοταξία: Θηλαστικά
Τάξη: Σαρκοφάγα (Carnovora)
Οικογένεια: Ικτίδες (Mustelidae)
Υποοικογένεια: Ενυδριδίνες
Γένος: Ένυδρα
Φλέμινγκ, 1828
Είδος: E. lutris
Διώνυμο
Enhydra lutris
(Λινναίος, 1758)

Κατανομή

Η θαλάσσια ενυδρίδα (Enhydra lutris) είναι ένα θαλάσσιο θηλαστικό, που ζει στις ακτές του βορείου και ανατολικού Ειρηνικού Ωκεανού. Οι ενήλικες θαλάσσιες ενυδρίδες έχουν βάρος μεταξύ 14 και 45 χιλιόγραμμων, όντας έτσι τα βαρύτερα αλλά και τα πιο μικρόσωμα μέλη της οικογένειας των Ικτιδιδών. Αντίθετα με τα περισσότερα θαλάσσια θηλαστικά, η βασική μορφή μόνωσης της θαλάσσιας ενυδρίδας είναι ένα εξαιρετικά παχύ στρώμα γούνας, που θεωρείται το πυκνότερο σε όλο το ζωικό βασίλειο. Παρά το γεγονός ότι μπορεί να περπατήσει στην ξηρά, η θαλάσσια ενυδρίδα ζει κυρίως στον ωκεανό.

Η θαλάσσια ενυδρίδα κατοικεί σε παράκτιο κυρίως περιβάλλον, όπου βουτάει στο βυθό της θάλασσας προς αναζήτηση τροφής. Τρέφεται κυρίως με θαλάσσια ασπόνδυλα όπως αχινούς, διάφορα μαλάκια και καρκινοειδή, και κάποια είδη ψαριών. Οι συνήθειές της σχετικά με την αναζήτηση και την κατανάλωση τροφής είναι αξιοσημείωτες από πολλές απόψεις. Πρώτον, το γεγονός ότι χρησιμοποιεί πέτρες για να αποσπάσει το θήραμα και για να ανοίξει τα όστρακα την καθιστά ένα από τα λίγα είδη θηλαστικών που χρησιμοποιούν εργαλεία. Αποτελούν είδος κλειδί, ελέγχοντας τους πληθυσμούς των αχινών, οι οποίοι διαφορετικά θα προκαλούσαν εκτεταμένες ζημιές στα οικοσυστήματα των δασών κελπιών. Η διατροφή της περιλαμβάνει θηράματα που θεωρούνται και από τον άνθρωπο ως αξιόλογη τροφή, οδηγώντας σε συγκρούσεις μεταξύ των θαλάσσιων ενυδρίδων και της αλιείας.

Οι θαλάσσιες ενυδρίδες, των οποίων οι αριθμοί κάποτε ήταν 150.000–300.000, κυνηγήθηκαν πολύ για τη γούνα τους μεταξύ του 1741 και του 1911 και ο παγκόσμιος πληθυσμός έπεσε στα 1.000–2.000.[1] Μια διεθνής απαγόρευση του κυνηγιού, προσπάθειες διατήρησης της και το πρόγραμμα επιστροφής τους σε περιοχές όπου κατοικούσαν παλαιότερα, συνέβαλαν στην ανάκαμψη των αριθμών. Τώρα καταλαμβάνουν τα δύο τρίτα τις παλιάς τους ζώνης. Η ανάκαμψη των θαλάσσιων ενυδρίδων θεωρείται μία σημαντική επιτυχία στη διατήρηση της θαλάσσιας ζωής, μολονότι οι πληθυσμοί στις Αλεούτιες Νήσους και στην Καλιφόρνια έχουν προσφάτως μειωθεί ή έχουν σταθεροποιηθεί σε χαμηλά επίπεδα. Για αυτό, η θαλάσσια ενυδρίδα συνεχίζει να κατατάσσεται στα είδη με κίνδυνο εξαφάνισης.

Ταξινόμηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μητέρα θαλάσσια ενυδρίδα με σπάνια δίδυμα νεογνά, Μόρο Μπέυ, Καλιφόρνια

Οι γεννήσεις διδύμων στις θαλάσσιες ενυδρίδες είναι σπάνιες και οι υψηλές απαιτήσεις για τη μητέρα οδηγούν συνήθως στην εγκατάλειψη του ενός μικρού.[2]

Θαλάσσια ενυδρίδα στο Μόρο Μπέυ, Καλιφόρνια.

Η πρώτη επιστημονική περιγραφή της θαλάσσιας ενυδρίδας περιλαμβάνεται στις σημειώσεις του Γεωργίου Στέλλερ από το 1751 και το είδος περιγράφηκε από τον Λινναίος στο Systema Naturae του 1758.[3] (Originally named Lutra marina, it underwent numerous name changes before being accepted as Enhydra lutris) το 1922.[4] Το όνομα του γένους Ένυδρα (Enhydra), παράγεται από το αρχαιοελληνικό ἐν και ὕδρα,[5] και τη λατινική λέξη lutris, που σημαίνει "ενυδρίδα".[6]

Η θαλάσσια ενυδρίδα αναφερόταν στο παρελθόν μερικές φορές ως "θαλάσσιος κάστορας",[7] όντας το θαλάσσιο αυτό θηλαστικό, απόκτησε παρόμοια αξία με τον χερσαίο κάστορα. Τα Τρωκτικά (στα οποία ανήκει και ο κάστορας) δεν συγγενεύουν στενά με τις ενυδρίδες, οι οποίες είναι σαρκοφάγα ζώα. Δεν πρέπει να συγχέεται με την παράκτια ενυδρίδα, ένα σπάνιο είδος ενυδρίδος ιθαγενές στη νοτιοδυτική ακτή της Νοτίου Αμερικής. Ένας αριθμός άλλων ειδών ενυδρίδων (που κυρίως ζει σε γλυκά νερά) απαντάται συχνά σε παράκτια θαλάσσια οικοσυστήματα. (το εξαφανισμένο αυτό είδος της βορειοανατολικής Βορείου Αμερικής, είναι άλλο ένα μέλος των ικτιδιδών που είχε προσαρμοστεί σε ένα θαλάσσιο περιβάλλον)

Εξέλιξη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η θαλάσσια ενυδρίδα είναι το βαρύτερο (η γιγαντιαία ενυδρίδα έχει μεγαλύτερο μήκος, αλλά είναι σημαντικά πιο λεπτή) μέλος της οικογένειας των Ικτιδιδών,[8] μία πολυποίκιλη ομάδα που περιλαμβάνει τα 13 είδη ενυδρίδων και χερσαία ζώα όπως οι νυφίτσες, οι ασβοί και τα βιζόν. Είναι το μοναδικό μέλος των ικτιδιδών που δεν φτιάχνει φωλιές ή λαγούμια και δεν έχει λειτουργικούς πρωκτικούς αδένες,[9] ενώ μπορεί να ζήσει ολόκληρη τη ζωή του χωρίς να αφήσει το νερό.[10] Το μόνο μέλος του είδους Ένυδρα, η θαλάσσια ενυδρίδα είναι τόσο διαφορετική από τα άλλα είδη ικτιδιδών που, μέχρι και το 1982, μερικοί επιστήμονες πίστευαν ότι ήταν πιο στενά συγγενική με τις φώκιες.[11] Γενετική ανάλυση δείχνει ότι η θαλάσσια ενυδρίδα και οι στενότεροι σωζόμενοι συγγενείς της, που περιλαμβάνουν την αφρικανική στικτόλαιμη ενυδρίδα, τη βίδρα, τον αφρικανικό και τον ασιατικό αόνυχα, έχουν έναν κοινό πρόγονο (περίπου 5 εκατομμύρια χρόνια πριν).[12]

Στοιχεία από απολιθώματα δείχνουν ότι η γενεαλογία της Ένυδρας απομονώθηκε στον Βόρειο Ειρηνικό περίπου 2 Εχπ, οδηγώντας στο πλέον εξαφανισμένο είδος Enhydra macrodonta και τη σύγχρονη θαλάσσια ενυδρίδα, Enhydra lutris.[4] Η θαλάσσια ενυδρίδα εξελίχθηκε αρχικά στο βόρειο Χοκκάιντο και τη Ρωσία και μετά εξαπλώθηκε ανατολικά στις Αλεούτιες Νήσους, στην ηπειρωτική Αλάσκα και κατά μήκος της βορειοαμερικανικής ακτής.[13] Σε σύγκριση μα τα κητώδη, τα σειρηνοειδή και τα πτερυγιόποδα, τα οποία μπήκαν στο νερό κατά προσέγγιση 50, 40, και 20 Εχπ, αντίστοιχα, η θαλάσσια ενυδρίδα είναι σχετικά νέα στις θάλασσες.[14] Από την άλλη, πάντως, η θαλάσσια ενυδρίδα είναι πιό προσαρμοσμένη στο νερό από ότι τα πτερυγιόποδα, τα οποία πρέπει να βγουν έξω στη στεριά ή στον πάγο για να γεννήσουν.[15]

Ένα συγγενές είδος έχει περιγραφεί, η Enhydra reevei, από το Πλειστόκαινο στην Ανατολική Αγγλία. Ο ολότυπος, ήταν στο Κάστρο του Νόργουιτς αλλά φαίνεται ότι έχει χαθεί. Μόνο ένα ακόμη δείγμα είναι γνωστό.[16]

Υποείδη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα τρία αναγνωρισμένα υποείδη, τα οποία ποικίλουν στο μέγεθος του σώματος και σε κάποια χαρακτηριστικά του κρανίου και των δοντιών, είναι:[8][17]

Υποείδη Τριωνυμική αρχή Κοινές ονομασίες Περιγραφή Κατανομή Συνώνυμα
E. l. lutris Λινναίος, 1758 Κοινή θαλάσσια ενυδρίδα[18]"

Ασιατική θαλάσσια ενυδρίδα[18]

Θαλάσσια ενυδρίδα των Νήσων Κυβερνήτη[19]
Θαλάσσια ενυδρίδα των Κουρίλων[19]

Το μεγαλύτερο υποείδος, με μεγάλο κρανίο και μικρά ρινικά οστά[18] Από τις Νήσους Κουρίλες στις Νήσους Κομαντόρσκι στον δυτικό Ειρηνικό Ωκεανό[8] gracilis (Bechstein, 1800)

kamtschatica (Dybowski, 1922)
marina (Erxleben, 1777)
orientalis (Oken, 1816)
stelleri (Lesson, 1827)

E. l. nereis

Μέρριαμ, 1904 Νότια θαλάσσια ενυδρίδα[18]

Θαλάσσια ενυδρίδα της Καλιφόρνιας[18]

Έχει στενότερο κρανίο με μακρύ ρύγχος και μικρά δόντια[18] Στις ακτές της κεντρικής Καλιφόρνιας[8]
E. l. kenyoni[20][21]

Ουίλσον, 1991 Βόρεια θαλάσσια ενυδρίδα
Στην Αλάσκα και στη δυτική ακτή του Ειρηνικού από τις Αλεούτιες Νήσους στη Βρετανική Κολομβία, στην Ουάσινγκτον, στο βόρειο Όρεγκον,[18] αφού εκριζώθηκε από τη νότια Βρετανική Κολομβία λόγω της υπερβολικής θήρευσης, επανεισήχθη στη Νήσο Βανκούβερ και στην Ολυμπιακή Χερσόνησο.[8]

Η προσπάθεια για επανεισαγωγή στην ακτή του Όρεγκον δεν ήταν επιτυχής. Ωστόσο, επανεισαγωγές το 1969 και το 1970 στην ακτή του Ουάσιγκτον στέφθηκαν με μεγάλη επιτυχία και οι θαλάσσιες ενυδρίδες έχουν επεκταθεί στην παλιά τους ζώνη.

Φυσικά χαρακτηριστικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πυκνή γούνα της θαλάσσιας ενυδρίδας κάνει το σώμα της να φαίνεται πιο παχουλό στην ξηρά από ότι στη θάλασσα.

Η θαλάσσια ενυδρίδα είναι ένα από τα μικρότερα είδη θαλάσσιων θηλαστικών, αλλά είναι η βαρύτερη ικτίδα.[10] Οι αρσενικές θαλάσσιες ενυδρίδες συνήθως ζυγίζουν 22 με 45 χιλιόγραμμα και έχουν 1,2 με 1,5 μέτρα μήκος, αν και έχουν καταγραφεί δείγματα 54 χιλιόγραμμων.[22] Τα θηλυκά είναι μικρότερα, ζυγίζοντας 14 με 33 χιλιόγραμμα και μετρώντας 1,0 με 1,4 μέτρα σε μήκος.[23]

Αντίθετα με τα περισσότερα άλλα θαλάσσια θηλαστικά, η θαλάσσια ενυδρίδα δεν έχει παχύ στρώμα υποδόριου λίπους και βασίζεται στην εξαιρετικά πυκνή γούνα της για να παραμείνει ζεστή.[24] Με έως και 150.000 τρίχες ανά τετραγωνικό εκατοστόμετρο, η γούνα της είναι η πυκνότερη από κάθε ζώου.[25] Η γούνα αποτελείται από ένα μακρύ, αδιάβροχο προστατευτικό τρίχωμα και και ένα κοντό υποτρίχωμα· το προστατευτικό τρίχωμα κρατά το πυκνό υποτρίχωμα ξηρό. Το κρύο νερό έτσι παραμένει μακριά από το δέρμα και η απώλεια θερμότητας περιορίζεται.[23] Η γούνα είναι πυκνή καθ' όλη τη διάρκεια του χρόνου, καθώς πέφτει και αντικαθίσταται βαθμηδόν και όχι σε ξεχωριστή εποχή.[26] Καθώς η ικανότητα του προστατευτικού τριχώματος να απωθεί το νερό βασίζεται στη μέγιστη καθαριότητα, η θαλάσσια ενυδρίδα έχει την ικανότητα να φτάνει και να περιποιείται τη γούνα σε κάθε μέρος του σώματος, εκμεταλλευόμενη το χαλαρό δέρμα της και έναν ασυνήθιστα ευλύγιστο σκελετό.[27] Ο χρωματισμός της γούνας έγκειται συνήθως σε βαθύ καστανό με αργυρόγκριζα στίγματα, αλλά μπορεί να κυμαίνεται από κιτρινωπό ή γκριζωπό καστανό μέχρι σχεδόν μαύρο.[28] Στους ενήλικες, το κεφάλι, ο λαιμός και το στήθος έχουν ανοιχτότερο χρώμα από το υπόλοιπο σώμα.[28]

Η θαλάσσια ενυδρίδα εμφανίζει πολυάριθμες προσαρμογές στο θαλάσσιο περιβάλλον της. Τα ρουθούνια και τα μικρά αφτιά μπορούν να κλείνουν.[29] Τα πισινά πόδια, τα οποία παρέχουν την περισσότερη από την ώθηση στην κολύμβηση, είναι μακριά, γενικά ισιωμένα και τα δάκτυλα συνδέονται πλήρως μεταξύ τους με μεμβράνη.[30] Το πέμπτο δάκτυλο σε κάθε πισινό πόδι είναι μακρύτερο, διευκολύνοντας την κολύμβηση, αλλά κάνοντας το βάδισμα δύσκολο.[31] Η ουρά είναι αρκετά κοντή, χοντρή, ελαφρώς ισιωμένη και μυώδης. Οι μπροστινές πατούσες είναι κοντές με συσταλτά νύχια, με σκληρά πέλματα στις παλάμες που επιτρέπει να πιάνει μια γλιστερή λεία.[32]

Η θαλάσσια ενυδρίδα ωθείται υποβρυχίως κινώντας το πίσω τελικό μέρος του σώματός της, συμπεριλαμβανομένης της ουράς της και των πισινών ποδιών, πάνω-κάτω,[30] και είναι ικανή να αναπτύξει ταχύτητες έως και 9 χιλιόμετρα ανά ώρα.[8] Όταν βρίσκεται κάτω από το νερό, το σώμα της είναι μακρύ και υδροδυναμικό, με τα κοντά μπροστινά άκρα πιεσμένα στενά πάνω στο στήθος.[33] όταν βρίσκεται στην επιφάνεια του νερού, συνήθως επιπλέει με την πλάτη της και κινείται κουνώντας τα πόδια της και την ουρά της από τη μία πλευρά στην άλλη.[34] Όταν ξεκουράζεται μπορεί να διπλώση και τα τέσσερα άκρα πάνω στον κορμό για να διατηρήσει τη θερμότητα, ενώ σε ιδιαίτερα ζεστές ημέρες, μπορεί να βάζει τα πίσω πόδια κάτω από το νερό για να δροσίζεται.[35] Το σώμα της θαλάσσιας ενυδρίδας έχει υψηλή άνωση εξαιτίας της μεγάλης πνευματικής της χωρητικότητας – περίπου 2,5 φορές μεγαλύτερη από αυτή παρόμοιων στο μέγεθος χερσαίων θηλαστικών[36] – και του αέρα που παγιδεύεται στη γούνα της. Η θαλάσσια ενυδρίδα έχει αδέξιο και κυλιστό βάδισμα στην ξηρά και τρέχει πηδώντας.[31]

Τα μακριά, πολύ ευαίσθητα μουστάκια και οι μπροστινές πατούσες βοηθούν τη θαλάσσια ενυδρίδα να βρει τη λεία της με την αφή όταν τα νερά είναι σκοτεινά.[37] Ερευνητές έχουν σημειώσει όταν πλησιάζουν σε απόσταση που προσφέρει καθαρή θέα, ότι οι θαλάσσιες ενυδρίδες αντιδρούν ταχύτερα όταν ο άνεμος φυσά προς την κατεύθυνση των ζώων, δείχνοντας ότι η αίσθηση της οσμής είναι σημαντικότερη από την όραση ως προειδοποιητική αίσθηση.[38] Άλλες παρατηρήσεις δείχνουν ότι η όραση της θαλάσσιας ενυδρίδας είναι χρήσιμη πάνω και κάτω από το νερό, αν και όχι τόσο καλή όσο αυτή που διαθέτουν οι φώκιες.[39] Η ακοή της δεν είναι ούτε ιδιαίτερα οξεία ούτε φτωχή.[40]

Τα 32 δόντια ενός ενηλίκου, κυρίως οι γομφίοι, είναι επίπεδοι και κυκλικοί, σχεδιασμένοι να συνθλίβει και όχι να κόβει την τροφή.[41] Οι φώκιες και οι θαλάσσιες ενυδρίδες είναι τα μόνα σαρκοφάγα με δύο ζευγάρια κάτω κοπτήρων και όχι τρία·[42] ο ενήλικος οδοντικός τύπος είναι 3.1.3.12.1.3.2 [43]

Η θαλάσσια ενυδρίδα έχει μεταβολικό ρυθμό δύο ή τρεις φορές αυτής ενός συγκριτικά ισομεγέθους χερσαίου θηλαστικού. Πρέπει να τρώει περίπου το 25 με 38% του βάρους του σώματός της σε τροφή κάθε μέρα για να κάψει τις θερμίδες που είναι απαραίτητες για να αντιμετωπίσει την απώλεια θερμότητας λόγω του περιβάλλοντος κρύου νερού.[44][45] Η πεπτική της αποδοτικότητα εκτιμάται σε 80 με 85%,[46] και η τροφή πέπτεται σε τρεις μόνο ώρες.[24] Το μεγαλύτερο μέρος των αναγκών της για νερό ικανοποιούνται μέσω της πρόσληψης τροφής, μολονότι, σε αντίθεση με τα περισσότερα άλλα θαλάσσια θηλαστικά, πίνει επίσης θαλασσινό νερό. Τα σχετικά μεγάλα νεφρά της δίνουν την ικανότητα να αντλεί γλυκό νερό από το θαλασσινό νερό και να αποβάλλει τα συγκεντρωμένα ούρα.[47]

Συμπεριφορά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα ευαίσθητα μουστάκια και οι μπροστινές πατούσες δίνουν την ικανότητα στη θαλάσσια ενυδρίδα να βρίσκει τη λεία της χρησιμοποιώντας την αφή της.

Η θαλάσσια ενυδρίδα είναι δρα την ημέρα. Αρχίζει την αναζήτηση τροφής μία ώρα πριν την ανατολή και το μεσημέρι ξεκουράζεται.[48] Ύστερα επιστρέφει στην αναζήτηση τροφής για λίγες ώρες το απόγευμα και σταματά πριν τη δύση του ηλίου. Μία τρίτη περίοδος αναζήτησης τροφής μπορεί να λάβει χώρα τα μεσάνυχτα.[48] Τα θηλυκά που έχουνε μικρά φαίνονται να προτιμούν να τρέφονται τη νύχτα.[48] Παρατηρήσεις στον χρόνο που μία θαλάσσια ενυδρίδα πρέπει να αφιερώνει κάθε μέρα στην αναζήτηση τροφής κυμαίνεται από το 24 στο 60%, προφανώς βάσει της διαθεσιμότητας τροφής στην περιοχή.[49]

Οι θαλάσσιες ενυδρίδες περνάνε τον περισσότερο χρόνο τους στην περιποίηση, που αποτελείται από τον καθαρισμό της γούνας, από το ξέμπλεγμα κόμπων, από την απομάκρυνση σκόρπιων τριχών, από το τρίψιμο της γούνας για την αποβολή του νερού και την εισαγωγή αέρα και το φύσημα αέρα μέσα στη γούνα. Στον τυχαίο παρατηρητή, η θαλάσσια ενυδρίδα μοιάζει σαν ξύνεται, αλλά δεν είναι γνωστό να έχει ψείρες ή άλλα παράσιτα στη γούνα της.[50] Όταν τρώνε, οι θαλάσσιες ενυδρίδες γλιστρούν στο νερό, καθώς φαίνεται για να ξεπλύνουν τη γούνα τους από ίχνη τροφής.[51]

Αναζήτηση τροφής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η θαλάσσια ενυδρίδα κυνηγά με σύντομες καταδύσεις, συχνά στον βυθό. Αν και μπορεί να κρατήσει την αναπνοή της έως και πέντε λεπτά,[29] οι καταδύσεις της διαρκούν χαρακτηριστικά περίπου ένα λεπτό και όχι περισσότερο από τέσσερα.[23] Είναι το μόνο θαλάσσιο ζώο ικανό να σηκώνει και να αναποδογυρίζει πέτρες, πράγμα το οποίο συχνά κάνει με τα μπροστινά του πόδια όταν αναζητά λεία.[51] Η θαλάσσια ενυδρίδα επίσης μπορεί να μαζεύει σαλιγκάρια και άλλους οργανισμούς από τις κέλπιες και να σκάβει βαθιά στη λάσπη του πυθμένα για αχιβάδες.[51] Είναι το μόνο θαλάσσιο θηλαστικό που πιάνει ψάρια με τα με τα μπροστινά του πόδια και όχι με τα δόντια.[24]

Κάτω από κάθε μπροστινό πόδι, η θαλάσσια ενυδρίδα έχει έναν χαλαρό σάκο δέρματος που εκτείνεται μέχρι τον θώρακα. Σε αυτό τον σάκο (κατά προτίμηση τον αριστερό), το ζώο αποθηκεύει την τροφή που συνέλεξε για να τη φέρει στην επιφάνεια. Αυτός ο σάκος επίσης έχει ένα βράχο, μοναδικό στις ενυδρίδες, που χρησιμοποιείται για να ανοίγει τα διάφορα θαλασσινά και τις αχιβάδες.[52] Όταν ανέβει στην επιφάνεια, η θαλάσσια ενυδρίδα τρώει ενώ επιπλέει ανάσκελα, χρησιμοποιώντας τα μπροστινά πόδια της για να σχίζει την τροφή και να τη φέρνει στο στόμα της. Μπορεί να μασάει και να καταπίνει μικρά μύδια με τα κελύφη τους.[53] Χρησιμοποιεί τους κάτω κοπτήρες για να φτάσει το κρέας της λείας της.[54] Για να φάει μεγάλους αχινούς, οι οποίοι καλύπτονται στο μεγαλύτερο μέρος τους από αγκάθια, η θαλάσσια ενυδρίδα δαγκώνει στην κάτω πλευρά όπου τα αγκάθια είναι πιο κοντά, και γλείφει το μαλακό περιεχόμενο του κελύφους του αχινού.[53]

Η χρήση από τη θαλάσσια ενυδρίδα πετρών όταν κυνηγά και τρέφεται την κάνει ένα από τα λίγα είδη θηλαστικών που χρησιμοποιούν εργαλεία.[55] Για να ανοίξει τα σκληρά όστρακα, κοπανά τη λεία της και με τα δύο πόδια σε ένα βράχο τοποθετημένο στο στήθος της. Για να αποσπάσει ένα αφτί της θάλασσας από τον βράχο του, σφυροκοπά το όστρακο του αφτιού της θάλασσας χρησιμοποιώντας μία μεγάλη πέτρα, με συχνότητα 45 χτυπήματα σε 15 δευτερόλεπτα.[23] Η απόσπαση ενός αφτιού της θάλασσας, το οποίο μπορεί να προσκολληθεί στον βράχο με μία δύναμη ίση με 4.000 φορές το βάρος του σώματός του, απαιτεί πολλαπλές καταδύσεις.[23]

Κοινωνική δομή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κοιμώμενες θαλάσσιες ενυδρίδες κρατώντας η μία το πόδι της άλλης, φωτογραφισμένες στοΕνυδρείο του Βανκούβερ (Βανκούβερ, Βρετανική Κολομβία, Καναδάς).[56] Προσέξτε την υψηλή πλευστότητα των σωμάτων των ζώων.

Μολονότι κάθε ενήλικο και ανεξάρτητο νεαρό άτομο ψάχνει για τροφή μόνο του, οι θαλάσσιες ενυδρίδες έχουν την τάση να ξεκουράζονται μαζί σε ομάδες του ίδιου φύλου που καλούνται σχεδίες. Μία σχεδία συνήθως περιλαμβάνει 10 έως 100 ζώα, με τις σχεδίες αρσενικών να είναι μεγαλύτερες από αυτές των θηλυκών.[57] Η μεγαλύτερη σχεδία που έχει παρατηρηθεί ποτέ περιελάμβανε πάνω από 2000 θαλάσσιες ενυδρίδες. Για να μην παρασύρονται στα ανοιχτά όταν ξεκουράζονται ή τρώνε, οι θαλάσσιες ενυδρίδες τυλίγονται στις κέλπιες.[58]

Μία αρσενική θαλάσσια ενυδρίδα έχει περισσότερες πιθανότητες να ζευγαρώσει αν διατηρεί επικράτεια αναπαραγωγής σε μία έκταση η οποία προτιμάται επίσης από θηλυκά.[59] καθώς το φθινόπωρο αποτελεί την αιχμή της περιόδου αναπαραγωγής στις περισσότερες περιοχές, τα αρσενικά κατά κανόνα υπερασπίζονται την επικράτειά τους μόνο από την άνοιξη έως το φθινόπωρο.[59] Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ​​τα αρσενικά περιπολούν τα σύνορα των εδαφών τους για να αποκλείσουν άλλα αρσενικά,[59] μολονότι οι πραγματικές μάχες είναι σπάνιες.[57] Τα ενήλικα θηλυκά κυκλοφορούν ελεύθερα μεταξύ των περιοχών των αρσενικών, όπου υπερτερούν αριθμητικά των ενήλικων αρσενικών κατά μέσο όρο με αναλογία πέντε προς ένα.[59] Τα αρσενικά που δεν έχουν επικράτειες τείνουν να συναθροίζονται σε μεγάλες, αποτελούμενες μόνο από αρσενικά, ομάδες,[59] και και κολυμπούν μέσα στις περιοχές των θηλυκών όταν όταν αναζητούν σύντροφο.[60]

Τα είδη επιδεικνύουν μία ποικιλία φωνητικών συμπεριφορών. Το κλάμα ενός κουταβιού συχνά συγκρίνεται με αυτό ενός γλάρου.[61] Τα θηλυκά κουκουρίζουν όταν είναι προφανώς ικανοποιημένοι· τα αρσενικά αντίθετα γρυλλίζουν.[62] Θλιμμένα ή φοβισμένα ενήλικα άτομα σφυρίζουν ή σε ακραίες περιστάσεις, ουρλιάζουν.[61]

Παρ' όλο που οι θαλάσσιες ενυδρίδες μπορούν να γίνουν παιχνιδιάρικες και κοινωνικές, δεν θεωρούνται πραγματικά κοινωνικά ζώα.[63] Ξοδεύουν πολύ χρόνο μόνες τους, και κάθε ενήλικο άτομο μπορεί να καλύψει τις ανάγκες του που σχετίζονται με το κυνήγι, την περιποίηση και την άμυνα.[63]

Αναπαραγωγή και κύκλος ζωής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη διάρκεια του ζευγαρώματος, το αρσενικό δαγκώνει τη μύτη του θηλυκού, συχνά ματώνοντάς και σημαδεύοντας την.

Οι θαλάσσιες ενυδρίδες είναι πολύγυνες: τα αρσενικά έχουν πολλαπλούς θηλυκούς συντρόφους. Ωστόσο, η προσωρινή σύνδεση ζεύγους γίνεται για λίγες ημέρες ανάμεσα σε ένα θηλυκό που βρίσκεται σε οίστρο και τον σύντροφό του.[51] Το ζευγάρωμα λαμβάνει χώρα μέσα στο νερό και μπορεί να είναι σκληρό, καθώς το αρσενικό δαγκώνει το θηλυκό στο ρύγχος – πράγμα που συχνά αφήνει ουλές στη μύτη – και μερικές φορές κρατά το κεφάλι του κάτω από το νερό.[8][64]

Γεννήσεις συμβαίνουν όλο το χρόνο, αλλά κορυφώνονται μεταξύ Μαΐου και Ιουνίου στους βόρειους πληθυσμούς και μεταξύ Ιανουαρίου και Μαρτίου στους νότιους πληθυσμούς.[65] Η κυοφορία φαίνεται να ποικίλλει από 4 έως 12 μήνες, καθώς το είδος έχει την ικανότητα εμβρυϊκής διάπαυσης, ακολουθούμενη από τους τέσσερις μήνες της εγκυμοσύνης.[65] Στην Καλιφόρνια, οι θαλάσσιες ενυδρίδες συνήθως αναπαράγονται κάθε χρόνο, περίπου δύο φορές πιο συχνά από εκείνες στην Αλάσκα.[66]

Η γέννηση συνήθως λαμβάνει χώρα στο νερό και συνήθως γεννιέται μόνο ένα κουτάβι που ζυγίζει 1,4 με 2,3 χιλιόγραμμα.[67] Τα δίδυμα αποτελούν ένα ποσοστό 2% των γεννήσεων· ωστόσο, μόνο ένα κουτάβι επιζεί.[8] Στη γέννηση, τα μάτια είναι ανοιχτά, δέκα δόντια είναι ορατά και το κουτάβι έχει ένα λεπτό στρώμα βρεφικής γούνας.[68] Έχει παρατηρηθεί ότι οι μητέρες γλείφουν και φουσκώνουν τη γούνα του νεογέννητου για ώρες· μετά την περιποίηση, η γούνα του κουταβιού συγκρατεί τόσο πολύ αέρα, που το κουτάβι επιπλέει σαν φελλός και αδυνατεί να καταδυθεί.[69] Η αφράτη βρεφική γούνα αντικαθίσταται από την ενήλικη γούνα μετά από περίπου 13 εβδομάδες.[3]

Μία μητέρα επιπλέει με το κουτάβι της στο στήθος της. Ο Γεώργιος Στέλλερ έγραψε, "Αγκαλιάζουν τα μικρά τους με μία στοργή που μόλις και μετά βίας γίνεται πιστευτή."[70]

Ο θηλασμός διαρκεί έξι με οκτώ μήνες στους πληθυσμούς της Καλιφόρνιας και τέσσερις με δώδεκα μήνες στην Αλάσκα, με τη μητέρα να αρχίζει να προσφέρει κομμάτια λείας στον πρώτο με δεύτερο μήνα.[71] Το γάλα από τις δύο κοιλιακές θηλές της θαλάσσιας ενυδρίδας είναι πλούσιο σε λίπη και μοιάζει περισσότερο με το γάλα άλλων θαλάσσιων θηλαστικών παρά με αυτό των άλλων ικτίδων.[72]Ένα κουτάβι, με την καθοδήγηση της μητέρας του, εξασκείται στην κολύμβηση και στις καταδύσεις για αρκετές εβδομάδες πριν καταφέρει να φτάσει στο βυθό της θάλασσας. Αρχικά, τα αντικείμενα που ανασύρει έχουν μικρή διατροφική αξία, όπως έντονα χρωματισμένοι αστερίες και βότσαλα.[52]Τα νεαρά άτομα συνήθως ανεξαρτητοποιούνται σε έξι με οκτώ μήνες, αλλά η μητέρα μπορεί να αναγκαστεί να εγκαταλείψει το κουτάβι της, αν δεν μπορεί να βρει αρκετή τροφή για αυτό[73] από την άλλη, ένα κουτάβι μπορεί να θηλάζει μέχρι να φτάσει σχεδόν το μέγεθος ενηλίκου.[67] Η θνησιμότητα των κουταβιών είναι υψηλή, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του πρώτου χειμώνα του ατόμου – κατ᾽εκτίμηση, μόνο το 25% των κουταβιών επιζούν στον πρώτο χρόνο.[73] Τα κουτάβια που γεννήθηκαν από έμπειρες μητέρες έχουν τα υψηλότερα ποσοστά επιβίωσης.[74]

Τα θηλυκά εκτελούν όλα τα καθήκοντα της σιτίσεως και της ανατροφής των μικρών και έχει παρατηρηθεί περιστασιακά να φροντίζουν και ορφανά κουτάβια.[75] Περισσότερα έχουν γραφεί γύρω από το επίπεδο της αφοσιώσεως των μητέρων θαλάσσιων ενυδρίδων προς τα κουτάβια τους – μία μητέρα δίνει στο βρέφος της σχεδόν συνεχή προσοχή, λικνίζοντάς το στο στήθος της μακριά από το παγωμένο νερό και περιποιούμενη προσεκτικά τη γούνα του.[76] Όταν αναζητεί τροφή, αφήνει το κουτάβι της να επιπλέει στο νερό, κάποιες φορές τυλιγμένο σε κέλπιες για να αποφευχθεί ο κίνδυνος να παρασυρθεί·[77] αν το κουτάβι δεν κοιμάται, κλαίει δυνατά ωσότου αυτή επιστρέψει.[78]Είναι γνωστό ότι μητέρες μεταφέρουν τα κουτάβια τους για μέρες μετά τον θάνατό τους.[70]

Θαλάσσια ενυδρίδα που επιπλέει στο Μόρο Μπέυ, Καλιφόρνια

Τα θηλυκά γίνονται σεξουαλικώς ώριμα περίπου στον τρίτο ή τέταρτο χρόνο και τα αρσενικά γύρω στον πέμπτο· ωστόσο, τα αρσενικά συχνά δεν ζευγαρώνουν επιτυχώς μέχρι και λίγα χρόνια αργότερα.[79] Ένα αιχμάλωτο αρσενικό αποκτά απογόνους σε ηλικία 19 ετών.[67] Στη φύση, οι θαλάσσιες ενυδρίδες ζουν με ανώτατο όριο ηλικίας τα 23 έτη,[23] με μέση διάρκεια ζωής 10-15 χρόνια για τα αρσενικά και 15-20 έτη για τα θηλυκά.[80] Αρκετά αιχμάλωτα άτομα έχουν ζήσει πάνω από 20 έτη και ένα θηλυκό στο Ενυδρείο του Σιάτλ πέθανε σε ηλικία 28 χρονών.[81] Οι θαλάσσιες ενυδρίδες στη φύση συχνά φθείρουν τα δόντια τους, τα οποία μπορεί να ευθύνονται για τη φαινομενικά μικρότερη διάρκεια ζωής τους.[82]

Υπάρχουν αρκετές τεκμηριωμένες περιπτώσεις στις οποίες αρσενικές θαλάσσιες ενυδρίδες έχουν βιαίως συνουσιασθεί με νεαρές κοινές φώκιες, κάποιες φορές έχοντας ως αποτέλεσμα τον θάνατο.[83]

Πληθυσμός και κατανομή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι θαλάσσιες ενυδρίδες ζουν σε παράκτια ύδατα με 15 - 23 μέτρα βάθος,[84] και συχνά σε απόσταση ενός χιλιομέτρου.[85] Απαντούν συνήθως σε περιοχές προστατευμένες από τους ισχυρούς ανέμους των ωκεανών, όπως βραχώδεις ακτές, πυκνά δάση κελπιών και κοραλλιογενείς υφάλους.[86]


Βλέπε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Riedman, M.L. and J.A. Estes (1990). «The sea otter (Enhydra lutris): behavior, ecology, and natural history». U.S. Fish and Wildlife Service Biological Report (Washington, D.C.): 126. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2011-07-22. https://web.archive.org/web/20110722100206/http://www.fort.usgs.gov/Products/Publications/pub_abstract.asp?PubID=2183. Ανακτήθηκε στις 2010-09-27. 
  2. Tiny Sea Otter Siblings Fight the Odds, Wired Science, June 28, 2013]
  3. 3,0 3,1 «Final Washington State SeaNowak Otter Recovery Plan». Washington Department of Fish and Wildlife. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 18 Οκτωβρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 29 Νοεμβρίου 2007. 
  4. 4,0 4,1 Love, p. 9
  5. Liddell, Henry George and Robert Scott (1980). A Greek-English Lexicon (Abridged Edition). United Kingdom: Oxford University Press. ISBN 0-19-910207-4. OCLC 17396377. 
  6. Nickerson, p. 19
  7. Silverstein, p. 34
  8. 8,0 8,1 8,2 8,3 8,4 8,5 8,6 8,7 «Enhydra Lutis». Animal Diversity Web. University of Michigan Museum of Zoology. Ανακτήθηκε στις 24 Νοεμβρίου 2007. 
  9. Kenyon, p. 4
  10. 10,0 10,1 VanBlaricom, p. 11
  11. Koepfli, K.-P; Wayne, R.K. (December 1998). «Phylogenetic relationships of otters (Carnivora: Mustelidae) based on mitochondrial cytochrome b sequences». Journal of Zoology 246 (4): 401–416. doi:10.1111/j.1469-7998.1998.tb00172.x. 
  12. Koepfli KP, Deere KA, Slater GJ και άλλοι. (2008). «Multigene phylogeny of the Mustelidae: resolving relationships, tempo and biogeographic history of a mammalian adaptive radiation». BMC Biology 6: 10. doi:10.1186/1741-7007-6-10. PMID 18275614. 
  13. Love, pp. 15–16
  14. Love, pp. 4–6
  15. Love, p. 6
  16. Willemsen GF (1992). «A revision of the Pliocene and Quaternary Lutrinae from Europe». Scripta Geologica 101: 1–115. 
  17. «Enhydra lutris». ITIS. Ανακτήθηκε στις 18 Μαρτίου 2006. 
  18. 18,0 18,1 18,2 18,3 18,4 18,5 18,6 Wilson, Don. E. και άλλοι. (February 1991). «Geographic Variation in Sea Otters, Enhydra lutris». Journal of Mammalogy 72 (1): 22–36. doi:10.2307/1381977. https://archive.org/details/sim_journal-of-mammalogy_1991-02_72_1/page/22. 
  19. 19,0 19,1 Heptner & Sludskii 2002, σελ. 1349
  20. Ο ερευνητής θαλάσσιων ενυδρίδων Karl W. Kenyon, από τον οποίον πήρε το όνομα το υποείδος, ποτέ δεν πείστηκε ότι η E. l. kenyoni ήταν ξεχωριστό υποείδος.
  21. «Soundings: The Newsletter of the Monterey Bay Chapter of ACS» (PDF). American Cetacean Society Monterey Bay Chapter. Ιουνίου 2007. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 5 Σεπτεμβρίου 2009. Ανακτήθηκε στις 22 Ιανουαρίου 2008. 
  22. The Wildlife Year. The Reader's Digest Association, Inc. 1991. ISBN 0-276-42012-8. 
  23. 23,0 23,1 23,2 23,3 23,4 23,5 «Sea Otter, Enhydra lutris at MarineBio.org». Ανακτήθηκε στις 23 Νοεμβρίου 2007. 
  24. 24,0 24,1 24,2 Nickerson, p. 21
  25. Silverstein, p. 14
  26. Kenyon, pp. 37–39
  27. Love, p. 21 and 28
  28. 28,0 28,1 Love, p. 27
  29. 29,0 29,1 Silverstein, p. 13
  30. 30,0 30,1 Love, p. 21
  31. 31,0 31,1 Kenyon, p. 70
  32. Silverstein, p. 11
  33. Kenyon, p. 62
  34. Love, p. 22
  35. VanBlaricom, p. 64
  36. «USFWS Species Profile: Southern sea otter (Enhydra lutris nereis. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Δεκεμβρίου 2008. Ανακτήθηκε στις 23 Φεβρουαρίου 2008. 
  37. VanBlaricom, p. 11 and 21
  38. Kenyon, p. 55
  39. Love, p. 23
  40. Kenyon, p. 56
  41. Kenyon, p. 43
  42. Love, p. 74
  43. Kenyon, p. 47
  44. VanBlaricom, p. 17
  45. «Sea Otter» (PDF). British Columbia Ministry of Environment, Lands and Parks. Οκτωβρίου 1993. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 16 Φεβρουαρίου 2008. Ανακτήθηκε στις 13 Δεκεμβρίου 2007. 
  46. Love, p.24
  47. Ortiz RM (June 2001). «Osmoregulation in marine mammals». The Journal of Experimental Biology 204 (11): 1831–44. PMID 11441026. http://jeb.biologists.org/cgi/pmidlookup?view=long&pmid=11441026. 
  48. 48,0 48,1 48,2 Love, pp. 69–70
  49. Love, pp. 70–71
  50. Kenyon, p. 76
  51. 51,0 51,1 51,2 51,3 Reitherman, Bruce (Producer and photographer) (1993). Waddlers and Paddlers: A Sea Otter Story–Warm Hearts & Cold Water (Documentary). U.S.A.: PBS. 
  52. 52,0 52,1 D. Haley, επιμ. (1986). «Sea Otter». Marine Mammals of Eastern North Pacific and Arctic Waters (2η έκδοση). Seattle, Washington: Pacific Search Press. ISBN 0-931397-14-6. OCLC 13760343. 
  53. 53,0 53,1 VanBlaricom, p. 22
  54. «Sea otter». BBC. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Δεκεμβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 2007. 
  55. «Sea otter AquaFact file». Vancouver Aquarium Marine Science Centre. Ανακτήθηκε στις 5 Δεκεμβρίου 2007. 
  56. Okerlund, Lana (4 Οκτωβρίου 2007). «Too Many Sea Otters?». Ανακτήθηκε στις 15 Ιανουαρίου 2007. 
  57. 57,0 57,1 Love, p. 49
  58. VanBlaricom, p. 45
  59. 59,0 59,1 59,2 59,3 59,4 VanBlaricom, pp. 42–45
  60. Love, p. 50
  61. 61,0 61,1 Kenyon, p. 77
  62. Kenyon, pp. 78–79
  63. 63,0 63,1 Silverstein, p. 61
  64. Τουλάχιστον ένα θηλυκό είναι γνωστό ότι έχει πεθάνει από μόλυνση στη μύτη. (Love, p. 52)
  65. 65,0 65,1 Love, p. 54
  66. Silverstein, p. 30
  67. 67,0 67,1 67,2 Nowak, Roland M. (1991). Walker's Mammals of the World Volume II (Fifth έκδοση). Baltimore and London: The Johns Hopkins University Press. σελίδες 1141–1143. ISBN 0-8018-3970-X. 
  68. Kenyon, p.44
  69. Love, pp. 56–61
  70. 70,0 70,1 Love, p. 58
  71. Silverstein, pp. 31–32
  72. Love, p. 61
  73. 73,0 73,1 Love, p. 63
  74. Love, p. 62
  75. Love, p. 59
  76. Kenyon, p. 89
  77. Silverstein, p. 31
  78. Silverstein, p. 28
  79. Love, p. 53
  80. VanBlaricom, p. 71
  81. VanBlaricom, pp. 40–41
  82. VanBlaricom, p. 41
  83. Heather S. Harris et al. Lesions and Behavior Associated with Forced Copulation of Juvenile Pacific Harbor Seals (Phoca vitulina richardsi) by Southern Sea Otters (Enhydra lutris nereis) In: Aquatic Mammals 2010, 36(4), 331-341, DOI 10.1578/AM.36.4.2010.331
  84. Silverstein, p. 17
  85. Nickerson, p. 49
  86. Silverstein, p. 19

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]