Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Ε.Δ.Α.Δ.)
Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
Ιδρύθηκε1959 (αρχικά)
1998 (μόνιμα)
Χώρα47 κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης
ΤοποθεσίαΣτρασβούργο, Γαλλία
ΕξουσιοδότησηΕυρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου
Προσφυγές κατά αποφάσεωνΤμήμα Μείζονος Συνθέσεως του ΕΔΑΔ
Αριθμός θέσεων47 δικαστές. Ένας από κάθε κράτος μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης
Ιστοσελίδαechr.coe.int
Πρόεδρος
ΚάτοχοςΝτιν Σπίλμαν
Από2012
Λήξη θητείας δικαστή2015

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ, γνωστό και ώς Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ΕΔΔΑ, συχνά αναφέρεται ανεπίσημα και ως Δικαστήριο του Στρασβούργου),[1] ιδρύθηκε το 1959 με σκοπό να συστηματοποιήσει την εξέταση προσφυγών που αφορούν στα ανθρώπινα δικαιώματα κατά των κρατών μελών βάσει της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου,[2] η οποία υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο της Ευρώπης το 1950. Έργο του Δικαστηρίου είναι ο έλεγχος της εφαρμογής της Σύμβασης, εκδικάζοντας προσφυγές πολιτών κατά παραβιάσεων που διαπράχθηκαν από κράτη μέλη, όπως διάφορες αστικές και πολιτικές ελευθερίες, συμπεριλαμβανομένης της ελευθερίας του λόγου και της θρησκείας και του δικαιώματος σε μια δίκαιη δίκη.[3]

Πρόκειται για τον πρώτο σε διεθνές επίπεδο δικαστικό μηχανισμό προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Παρέχει τη δυνατότητα τόσο διακρατικής όσο και ατομικής προσφυγής, μετά την εξάντληση των εσωτερικών ένδικων μέσων. Οι αποφάσεις του δικαστηρίου είναι δεσμευτικές.[3] Η Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης επιμελείται της πιστής εφαρμογής και εκτέλεσης των αποφάσεων του ΕΔΑΔ εκ μέρους των κρατών μελών.[4]

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων εδρεύει στο Στρασβούργο της Γαλλίας. Αποτελείται από περισσότερους από 40 δικαστές που εκλέγονται για μη ανανεώσιμες θητείες εννέα ετών.[3] Συνολικά, το Δικαστήριο αποτελείται από 5 τμήματα, όπου το καθένα έχει έναν πρόεδρο, έναν αντιπρόεδρο και επτά δικαστές.[5] Σε υποθέσεις μικρότερης βαρύτητας αναλαμβάνει μια επιτροπή τριών δικαστών, ενώ σε υποθέσεις μεγαλύτερης βαρύτητας μπορεί να συγκληθεί μια επιτροπή ευρείας σύνθεσης 17 δικαστών.[6][3] Κάθε κράτος μέλος της Σύμβασης διαθέτει στο Δικαστήριο από έναν δικαστή.[5] Από ελληνικής πλευράς, μετέχει ο Ιωάννης Κτιστάκις (2021-2030).[7]

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δεν πρέπει να συγχέεται με το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο είναι όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εδρεύει στο Λουξεμβούργο και μεριμνά για την ορθή εφαρμογή του Ευρωπαϊκού δικαίου.[8]

Κράτη μέλη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης.[9]
Η συσσώρευση εκκρεμών υποθέσεων μειώθηκε από το ανώτατο όριο των 151.600 το 2011, εν μέρει λόγω βελτιωμένης απόρριψης προσφυγών στο στάδιο του παραδεκτού. Το 2021, συνολικά είχαν εξεταστεί 36.092 προσφυγές.[10]

Η δικαιοδοσία του δικαστηρίου έχει αναγνωριστεί μέχρι σήμερα από 46 κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης.[9]

Η ένταξη νέων κρατών στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου το 1989 οδήγησε σε απότομη αύξηση των προσφυγών που κατατέθηκαν στο δικαστήριο. Η αποτελεσματικότητα του δικαστηρίου απειλήθηκε σοβαρά από τη μεγάλη συσσώρευση εκκρεμών υποθέσεων.

Το 1999, 8.400 υποθέσεις τέθηκαν σε ακρόαση. Το 2009 υπήρξαν 57.200 προσφυγές, με 119.300 να βρίσκονται σε εκκρεμότητα. Λόγω της συσσώρευσης των εκκρεμών υποθέσεων, το 2010 τέθηκε σε ισχύ το Πρωτόκολλο 14 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, όπου ένας νέος μηχανισμός εισήχθη για να βοηθήσει στην επιτάχυνση των διαδικασιών, προκειμένου να διατηρηθεί και να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα του συστήματος ελέγχου μακροπρόθεσμα.[11][12]

Δικαιοδοσία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το δικαστήριο έχει δικαιοδοσία μεταξύ των κρατών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης, το οποίο περιλαμβάνει σχεδόν όλες τις χώρες της Ευρώπης, εκτός από το Βατικανό, τη Λευκορωσία και τη Ρωσία. Η δικαιοδοσία του δικαστηρίου διαιρείται γενικά σε διακρατικές υποθέσεις, προσφυγές ιδιωτών κατά συμβαλλόμενων κρατών και συμβουλευτικές γνωμοδοτήσεις σύμφωνα με το πρωτόκολλο 2. Οι προσφυγές από ιδιώτες αποτελούν την πλειονότητα των υποθέσεων που εκδικάζονται από το δικαστήριο. Η εκδίκαση των υποθέσεων πραγματοποιείται είτε από επιτροπή από τρεις δικαστές, είτε σε τμήματα αποτελούμενα από επτά δικαστές ή σε ένα τμήμα ευρείας σύνθεσης αποτελούμενο από 17 δικαστές.[13][6]

Ατομικές προσφυγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δυνατότητα προσφυγής στο ΕΔΑΔ έχει κάθε πολίτης ατομικά καθώς και κάθε μη κυβερνητική οργάνωση ή ομάδα ατόμων. Δεν μπορεί να προσφύγει σε αυτό δημόσια υπηρεσία ή Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου. Η προσφυγή στρέφεται κατά κράτους και ποτέ κατά ιδιώτη. Για να γίνει η προσφυγή αρκεί μια επιστολή στη Γραμματεία της Διεύθυνσης του Δικαστηρίου —ακόμη και με το ταχυδρομείο— στη μητρική γλώσσα του προσφεύγοντος.[14][15]

Δύο είναι οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για την άσκηση προσφυγής[16]:

(α) να έχει παραβιάσει ένα κράτος μέλος της ΕΣΔΑ κάποια από τις διατάξεις της και
(β) ο πολίτης να έχει εξαντλήσει τα εσωτερικά (εθνικά) ένδικα μέσα κατά της προσβολής αυτής.

Μόλις εγγραφεί στο δικαστήριο, η υπόθεση ανατίθεται σε εισηγητή δικαστή, ο οποίος μπορεί να λάβει οριστική απόφαση για το αν πληρούνται τα κριτήρια του παραδεκτού ή αν η υπόθεση είναι απαράδεκτη. Μια υπόθεση μπορεί να είναι απαράδεκτη όταν είναι ασυμβίβαστη με τις απαιτήσεις των ratione materiae, ratione temporis ή ratione personae, ή εάν η υπόθεση δεν μπορεί να διεκπεραιωθεί για τυπικούς λόγους, όπως η μη εξάντληση των εσωτερικών ένδικων μέσων, η πάροδος των έξι μηνών από την τελευταία εσωτερική απόφαση για την οποία καταγγέλθηκε, ανωνυμία, ουσιαστική ταυτότητα με θέμα που έχει ήδη υποβληθεί στο δικαστήριο ή με άλλη διαδικασία διεθνούς έρευνας.[6][17]

Εάν ο εισηγητής δικαστής αποφασίσει ότι η υπόθεση μπορεί να προχωρήσει, η υπόθεση παραπέμπεται στη συνέχεια σε τμήμα του δικαστηρίου το οποίο, εκτός εάν αποφασίσει ότι η αίτηση είναι απαράδεκτη, κοινοποιεί την υπόθεση στην κυβέρνηση του κράτους κατά του οποίου υποβάλλεται η αίτηση, ζητώντας η κυβέρνηση να παρουσιάσει τις παρατηρήσεις της για την υπόθεση.[6] Επίσημος εκπρόσωπος του ελληνικού κράτους στο Δικαστήριο είναι το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους και τις υποθέσεις χειρίζονται τα στελέχη του υπό τις οδηγίες και κατευθυντήριες γραμμές του Υπουργείου Εξωτερικών.

Απόφαση επί της προσφυγής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αίθουσα του δικαστηρίου.

Το ΕΔΑΔ αποφαίνεται επί της προσφυγής διαπιστώνοντας αν η συγκεκριμένη πράξη ή παράλειψη του κράτους έχει παραβιάσει τα δικαιώματα του προσφεύγοντος με δυνατότητα να επιδικάσει και αποζημίωση για έξοδα και ηθική βλάβη. Οι αποφάσεις είναι δεσμευτικές για τα κράτη, όμως δεν υπάρχει μηχανισμός αναγκαστικής επιβολής τους. Σε περίπτωση που έχει διαπιστωθεί παραβίαση, η οποία παρά την απόφαση δεν αίρεται, το Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να επιδικάσει επιπλέον χρηματική αποζημίωση στον πολίτη. Εάν η πράξη παραβίασης είναι νομοθετικό μέτρο, το Δικαστήριο δεν έχει την εξουσία να το ακυρώσει, παρά μόνο να το κρίνει αντίθετο με την ΕΣΔΑ και να επιδικάσει αποζημίωση σε όσους θιγέντες προσφύγουν σε αυτό. Η αρνητική δημοσιότητα που προκαλούν οι αποφάσεις του, καθώς και η βεβαιότητα ότι, αν δικαιώθηκε ένας, θα δικαιωθούν και άλλοι που θα προσφύγουν στο μέλλον, αρκούν συνήθως, ώστε το κράτος να τροποποιήσει τη σχετική νομοθεσία και να παύσει την προσβολή.

Διακρατικές προσφυγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οποιοδήποτε συμβαλλόμενο κράτος στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου μπορεί να προσφύγει εναντίον άλλου συμβαλλόμενου κράτους στο δικαστήριο για εικαζόμενες παραβιάσεις της Σύμβασης, αν και στην πράξη αυτό είναι πολύ σπάνιο. Μέχρι το 2021, πέντε διακρατικές υποθέσεις έχουν κριθεί από το δικαστήριο.[13]

  • Ιρλανδία κατά Ηνωμένου Βασιλείου (αρ. 5310/71), απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 1978 σχετικά με την απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση στη Βόρεια Ιρλανδία (άρθ. 3).
  • Δανία κατά Τουρκίας (αρ. 34382/97), απόφαση της 5ης Απριλίου 2000 για την επικύρωση φιλικού διακανονισμού ύψους 450.000 DKK σχετικά με έναν Δανό υπήκοο που εκρατείτο στην Τουρκία (άρθ. 3).
  • Κύπρος κατά Τουρκίας (IV) (αρ. 25781/94), απόφαση της 10ης Μαΐου 2001 για τη μεταχείριση των αγνοουμένων (άρθ. 2, 3 και 5), το δικαίωμα επιστροφής των Ελλήνων που έχουν διαφύγει στο νότο (άρθρο 8, 13 και P1-1), τα δικαιώματα των Ελλήνων που εξακολουθούν να ζουν στο βορρά (άρθ. 3, 8, 9, 10, 13, P1-1, P1-2) και η δίκη από στρατοδικεία (άρθ. 6). Μια μεταγενέστερη απόφαση της 12ης Μαΐου 2014 επιδίκασε 90 εκ. ευρώ ως «δίκαιη ικανοποίηση» (άρθ. 41).
  • Γεωργία κατά Ρωσικής Ομοσπονδίας (I) (αρ. 13255/07), απόφαση της 3ης Ιουλίου 2014 σχετικά με τη συλλογική απέλαση Γεωργιανών από τη Ρωσία (άρθ. 3, 5, 13, 38, P4-4) και τη μη συνεργασία της Ρωσίας με το δικαστήριο (άρθ. 38).
  • Γεωργία κατά Ρωσικής Ομοσπονδίας (ΙΙ) (αρ. 38263/08), απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2021.

Γνωμοδοτήσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Επιτροπή Υπουργών μπορεί, κατά πλειοψηφία, να ζητήσει από το δικαστήριο να εκδώσει γνωμοδότηση συμβουλευτικού χαρακτήρα, σχετικά με την ερμηνεία της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, εκτός εάν το θέμα αφορά το περιεχόμενο και το εύρος των θεμελιωδών δικαιωμάτων που έχει ήδη εξετάσει το δικαστήριο.[13]

Θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι αποφάσεις του ΕΔΔΑ έχουν διευρύνει την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε κάθε συμβαλλόμενη χώρα. Τα θεμελιώδη δικαιώματα, ατομικά και πολιτικά, που κατοχυρώθηκαν περιλαμβάνουν[2]:

  • Άρθρο 2: δικαίωμα στη ζωή, συμπεριλαμβανομένης της κατάργησης της θανατικής ποινής και της αποτελεσματικής διερεύνησης θανάτων ατόμων υπό κράτηση και θανάτων λόγω ενδοοικογενειακής βίας.
  • Άρθρο 3: απαγόρευση βασανιστηρίων και κακομεταχείρισης, τερματισμός της αστυνομικής βίας και υπερβολικά κακές συνθήκες στις φυλακές, απαγόρευση της αναγκαστικής στείρωσης.
  • Άρθρο 4: ποινικοποίηση της δουλείας και της καταναγκαστικής εργασίας, όπως επίσης της εμπορίας ανθρώπων σε πολλές χώρες.
  • Άρθρο 5: προσωπική ελευθερία και ασφάλεια, όπως ο τερματισμός της μακροχρόνιας προφυλάκισης που οδήγησε αθώους ανθρώπους στη φυλακή για χρόνια.
  • Άρθρο 6: δικαίωμα σε μια δίκαιη δίκη, συμπεριλαμβανομένης της ακύρωσης άδικων καταδικαστικών αποφάσεων, του περιορισμού της διάρκειας των δικαστικών διαδικασιών για την αποφυγή άδικων καθυστερήσεων και της διασφάλισης της δικαστικής αμεροληψίας.
  • Άρθρο 8:
    • Δικαίωμα σεβασμού ιδιωτικής ζωής, το οποίο περιλαμβάνει όρια στις υποκλοπές και την αποποινικοποίηση της ομοφυλοφιλίας,
    • Δικαίωμα σεβασμού οικογενειακής ζωής, συμπεριλαμβανομένου του τερματισμού των καθεστώτων επιμέλειας παιδιών που έκαναν διακρίσεις σε βάρος ανδρών, LGBT ατόμων και θρησκευτικών μειονοτήτων.
  • Άρθρο 9: ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας, συμπεριλαμβανομένης της αντίρρησης συνείδησης, του δικαιώματος κατά του προσηλυτισμού, των αδικαιολόγητων βαρών για την άσκηση της θρησκείας, της κρατικής παρέμβασης σε θρησκευτικές οργανώσεις.
  • Άρθρο 10: προστασία της ελευθερίας του λόγου, συμπεριλαμβανομένης της κατάργησης των νόμων περί συκοφαντικής δυσφήμισης που απαγόρευαν την έκφραση μη κολακευτικών απόψεων ή επέβαλαν υπερβολικές κυρώσεις, προστασία για καταγγέλλοντες και δημοσιογράφους που αποκάλυπταν την πολιτική διαφθορά ή επέκριναν κυβερνήσεις.
  • Άρθρο 11: ελευθερία του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι, όπως το δικαίωμα διοργάνωσης παρελάσεων και πολιτικών διαδηλώσεων.
  • Άρθρο 14 και Πρωτόκολλο 12: απαγόρευση των διακρίσεων, όπως οι μορφές θεσμικού ρατσισμού κατά των Ρομά.
  • Πρωτόκολλο 1, άρθρο 1: δικαίωμα στην ιδιοκτησία, συμπεριλαμβανομένης της αποκατάστασης περιουσιακών στοιχείων που κατασχέθηκαν παράνομα από το κράτος και δίκαιη αποζημίωση για απαλλοτρίωση.

Το 58% των παραβιάσεων που έχουν εκδικαστεί αφορούν το άρθρο 6, σχετικά με το δικαίωμα σε μια δίκαιη δίκη και το πρωτόκολλο 1 (άρθ. 1), σχετικά με το δικαίωμα στην ιδιοκτησία. Στο 11% των περιπτώσεων, υπήρξε σοβαρή παραβίαση των άρθρων 2 και 3 της Σύμβασης, σχετικά με το δικαίωμα στη ζωή ή την απαγόρευση των βασανιστηρίων και της απάνθρωπης και εξευτελεστικής μεταχείρισης.[18]

Κατα τη διάρκεια των τελευταίων ετών, λόγω της εισροής μεγάλου όγκου προσφυγών με παρόμοια προβλήματα, έχει αναπτυχθεί ένας μηχανισμός επιτάχυνσης της διαδικασίας εκδίκασής τους. Τα προβλήματα αυτά ονομάζονται «συστημικά» και προέρχονται από την ασυμβατότητα του εσωτερικού δικαίου του κράτους με τη Σύμβαση. Με βάση τη διαδικασία, εξετάζεται μόνο μία ή ορισμένες από τις υποθέσεις και αναβάλλεται η εξέταση των υπολοίπων όμοιων προσφυγών. Έτσι, αφού έχει εκδοθεί μια «πιλοτική» απόφαση, το εμπλεκόμενο κράτος καλείται να προσαρμόσει τη νομοθεσία του στις επιταγές της Σύμβασης και να εφαρμόσει συγκεκριμένα μέτρα που του έχουν υποδειχθεί.[18]

Διαδικασία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Διάγραμμα επεξεργασίας υποθέσεων του ΕΔΑΔ για τις ατομικές προσφυγές.

Μετά την προκαταρκτική διαπίστωση του παραδεκτού, το δικαστήριο εξετάζει την υπόθεση και από τα δύο μέρη. Το δικαστήριο μπορεί να διεξάγει οποιαδήποτε έρευνα κρίνει αναγκαία για τα γεγονότα ή τα ζητήματα που εγείρονται στην προσφυγή και τα συμβαλλόμενα κράτη υποχρεούνται να παράσχουν στο δικαστήριο κάθε απαραίτητη βοήθεια για το σκοπό αυτό.

Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου απαιτεί όλες οι ακροάσεις να είναι δημόσιες, εκτός εάν υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις που δικαιολογούν τη διεξαγωγή ιδιωτικής ακρόασης. Στην πράξη, η πλειονότητα των υποθέσεων εκδικάζεται ιδιωτικά μετά από γραπτά υπομνήματα. Σε εμπιστευτικές διαδικασίες, το δικαστήριο μπορεί να βοηθήσει και τα δύο μέρη να οδηγηθούν σε φιλικό συμβιβασμό.[18]

Η απόφαση της επιτροπής τριών δικαστών είναι οριστική. Η απόφαση του επταμελούς τμήματος του δικαστηρίου καθίσταται τελεσίδικη τρεις μήνες μετά την έκδοσή της, εκτός και εάν γίνει παραπομπή στο τμήμα ευρείας σύνθεσης για επανεξέταση ή έφεση. Εάν το τμήμα αυτό απορρίψει την αίτηση παραπομπής, η απόφαση καθίσταται τελεσίδικη.[6]

Το κάθε τμήμα του δικαστηρίου αποφασίζει τόσο για το παραδεκτό όσο και για την ουσία της υπόθεσης. Γενικά, και τα δύο αυτά ζητήματα αντιμετωπίζονται με την ίδια κρίση. Στις τελεσίδικες αποφάσεις, το δικαστήριο δηλώνει ότι ένα συμβαλλόμενο κράτος παραβίασε τη Σύμβαση και μπορεί να διατάξει το κράτος αυτό να καταβάλει αποζημίωση για ηθική βλάβη και τα νομικά έξοδα προσφυγής στα εθνικά δικαστήρια και στο ευρωπαϊκό δικαστήριο για την εξέταση της υπόθεσης.

Οι αποφάσεις του δικαστηρίου είναι διαθέσιμες στο κοινό και πρέπει να περιέχουν την επιχειρηματολογία που να δικαιολογεί την απόφαση. Το άρθρο 46 της Σύμβασης ορίζει ότι τα συμβαλλόμενα κράτη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να εφαρμόσουν την απόφαση του δικαστηρίου, καθώς οι αποφάσεις είναι δεσμευτικές. Από την άλλη πλευρά, οι γνωμοδοτήσεις είναι, εξ ορισμού, μη δεσμευτικές. Το δικαστήριο έχει μέχρι σήμερα αποφασίσει ότι βάσει της Σύμβασης δεν έχει τη δικαιοδοσία να ακυρώνει εθνικούς νόμους ή διοικητικές πρακτικές που παραβιάζουν τη Σύμβαση.[6]

Η Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης είναι επιφορτισμένη με την εποπτεία της εκτέλεσης των αποφάσεων του δικαστηρίου. Η Επιτροπή επιβλέπει τις αλλαγές των συμβαλλόμενων κρατών στην εθνική τους νομοθεσία προκειμένου να είναι συμβατή με τη Σύμβαση ή με τα μεμονωμένα μέτρα που λαμβάνονται από τα συμβαλλόμενα κράτη για την αποκατάσταση των παραβιάσεων.

Οι διασκέψεις πραγματοποιούνται κεκλεισμένων των θυρών. Τα τμήματα αποφασίζουν τις υποθέσεις κατά πλειοψηφία. Κάθε δικαστής που μειοψηφεί έχει τη δυνατότητα να επισυνάψει στην απόφαση ξεχωριστή προσωπική γνώμη. Αυτή η γνώμη μπορεί να συμφωνεί, αλλά να βασίζεται σε διαφορετικό σκεπτικό ή να διαφωνεί με την απόφαση του δικαστηρίου.[18]

Δίκαιη ικανοποίηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, που ονομάζεται «δίκαιη ικανοποίηση».[18] Τα ποσά είναι συνήθως μικρά σε σύγκριση με τις αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων και σπάνια υπερβαίνουν τα 1.000 ευρώ συν τα νομικά έξοδα.[19] Η χρηματική ικανοποίηση συσχετίζεται στενότερα με το τι μπορεί να πληρώσει το κράτος παρά με τη συγκεκριμένη ζημία που υπέστη ο καταγγέλλων. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα επαναλαμβανόμενα πρότυπα παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων οδηγούν σε υψηλότερη αποζημίωση σε μια προσπάθεια τιμωρίας του κράτους, αλλά σε άλλες περιπτώσεις, ανάλογα με το σκεπτικό, μπορούν να οδηγήσουν σε χαμηλότερη αποζημίωση ή σε πλήρη εκδίκαση των υποθέσεων.[20][21]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Anagnostou, Dia (22 Απριλίου 2013). European Court of Human Rights: Implementing Strasbourg's Judgments on Domestic Policy. Edinburgh University Press. ISBN 978-0-7486-7058-1. 
  2. 2,0 2,1 «Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου» (PDF). echr.coe.int. Ανακτήθηκε στις 28 Απριλίου 2022. 
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 «European Court of Human Rights | History, Headquarters, & Facts | Britannica». www.britannica.com (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 28 Απριλίου 2022. 
  4. «Presentation of the Department». Department for the Execution of Judgmentsof the European Court of Human Rights (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 28 Απριλίου 2022. 
  5. 5,0 5,1 «Composition of the Court». echr.coe.int. Ανακτήθηκε στις 28 Απριλίου 2022. 
  6. 6,0 6,1 6,2 6,3 6,4 6,5 «Η προσφυγή σας στο ΕΔΔΑ: Πώς να υποβάλετε την προσφυγή σας και πώς αυτή επεξεργάζεται» (PDF). echr.coe.int. Ανακτήθηκε στις 28 Απριλίου 2022. 
  7. Newsroom. «Στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ο Γιάννης Κτιστάκις | Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ». www.kathimerini.gr. Ανακτήθηκε στις 28 Απριλίου 2022. 
  8. «CURIA - Γενική παρουσίαση - Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης». curia.europa.eu. Ανακτήθηκε στις 28 Απριλίου 2022. 
  9. 9,0 9,1 «46 Member States». www.coe.int (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 28 Απριλίου 2022. 
  10. «Analysis of statistics 2021» (PDF). echr.coe.int. Ανακτήθηκε στις 29 Απριλίου 2022. 
  11. «PROTOCOL No. 14 TO THE CONVENTION FOR THE PROTECTION OF HUMAN RIGHTS AND FUNDAMENTAL FREEDOMS, AMENDING THE CONTROL SYSTEM OF THE CONVENTION» (PDF). echr.coe.int. Ανακτήθηκε στις 28 Απριλίου 2022. 
  12. «Protocols to the Convention» (PDF). echr.coe.int. Ανακτήθηκε στις 28 Απριλίου 2022. 
  13. 13,0 13,1 13,2 Smith, Rhona K. M.· Anker, Christien van den (2005). The Essentials of Human Rights. Hodder Arnold. ISBN 978-0-340-81574-8. 
  14. «Εσωτερικός Κανονισμός του Δικαστηρίου» (PDF). echr.coe.int. Ανακτήθηκε στις 28 Απριλίου 2022. 
  15. «Applicants Greek». www.echr.coe.int. Ανακτήθηκε στις 28 Απριλίου 2022. 
  16. Άρθρο 35 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.
  17. «ΠΡΑΚΤΙΚΟΣ ΟΔΗΓΟΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΩΝ ΠΑΡΑΔΕΚΤΟΥ» (PDF). echr.coe.int. Ανακτήθηκε στις 28 Απριλίου 2022. 
  18. 18,0 18,1 18,2 18,3 18,4 «Το ΕΔΔΑ σε 50 ερωτήσεις» (PDF). echr.coe.int. Ανακτήθηκε στις 29 Απριλίου 2022. 
  19. Law, Jonathan LawJonathan (21 Ιουνίου 2018). Law, Jonathan, επιμ. just satisfaction. Oxford University Press. ISBN 978-0-19-880252-5. 
  20. Fikfak, Veronika (2020-06). «Non-pecuniary damages before the European Court of Human Rights: Forget the victim; it’s all about the state» (στα αγγλικά). Leiden Journal of International Law 33 (2): 335–369. doi:10.1017/S0922156520000035. ISSN 0922-1565. https://www.cambridge.org/core/journals/leiden-journal-of-international-law/article/nonpecuniary-damages-before-the-european-court-of-human-rights-forget-the-victim-its-all-about-the-state/911053A46DF3EFAE79F76C67E4ED2877. 
  21. «Validate User». academic.oup.com. Ανακτήθηκε στις 29 Απριλίου 2022. 

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]