Ευριπίδης Μπακιρτζής

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ευριπίδης Μπακιρτζής
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση16  Ιανουαρίου 1895
Σέρρες
Θάνατος9  Μαρτίου 1947
Φούρνοι Ικαρίας
Χώρα πολιτογράφησηςΕλλάδα
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςνέα ελληνική γλώσσα
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταπολιτικός
στρατιωτικός
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Βαθμός/στρατόςυποστράτηγος
Πόλεμοι/μάχεςΒ΄ Παγκόσμιος Πόλεμος

Ο Ευριπίδης Μπακιρτζής (Σέρρες, 16 Ιανουαρίου 1895Φούρνοι Ικαρίας, 9 Μαΐου 1947) ήταν Έλληνας στρατιωτικός και ηγετικό στέλεχος της Εθνικής Αντίστασης. Ανέλαβε πρόεδρος (πρωθυπουργός) της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ, γνωστής και ως «Κυβέρνηση του Βουνού»), κατά το διάστημα 10 Μαρτίου έως 18 Απριλίου 1944.

Νεανικά χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ήταν γιος του γραμματέα του ελληνικού προξενείου Σερρών (το 1895 οι Σέρρες ανήκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία) Χρίστου Μπακιρτζή και της δασκάλας, Ευθαλίας Ζάκα, της γνωστής οικογένειας των Γρεβενών, με πολεμική παράδοση στην Επανάσταση του 1821. Εκτός από την αδελφή του, Μαρίκα, είχε δύο ετεροθαλείς αδελφούς, εκ των οποίων ο ένας ήταν διακριθείς Μακεδονομάχος, με το ψευδώνυμο "Νίκος ο Σερραίος", και ο άλλος εκτελέσθηκε από τους Βούλγαρους, στις Σέρρες το 1916.

Το 1911, ο Μπακιρτζής εισήχθη στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και συμμετείχε στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, το 1912, ως δευτεροετής της σχολής. Μαζί του και οι άλλοι Ευέλπιδες (μεταξύ των οποίων και ο δευτερότοκος γιος του Ελευθερίου Βενιζέλου, Σοφοκλής, με τον οποίο υπήρξαν προσωπικοί φίλοι). Συγκεκριμένα, υπηρέτησε στη Στρατιά της Ηπείρου με το Ανεξάρτητο Σύνταγμα Κρητών, ως λοχίας. Η κήρυξη του Β' Βαλκανικού Πολέμου βρίσκει τον Μακεδόνα στρατιωτικό, τριτοετή εύελπη, με τον βαθμό του ανθυπασπιστή, διακριθέντα στο μέτωπο των επιχειρήσεων με το 19ο Σύνταγμα Πεζικού. Ο Αύγουστος του 1914, το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και η ακόλουθη εκδήλωση του Εθνικού Διχασμού, που επήλθε λόγω της διαφωνίας μεταξύ Ελευθερίου Βενιζέλου και Βασιλιά Κωνσταντίνου επί της ασκηθείσας εξωτερικής πολιτικής, βρίσκουν τον Μπακιρτζή να υπηρετεί στην Καβάλα με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού του Πυροβολικού.

Από τις αρχές του 1916 έως την κατάληψη των περισσότερων οχυρών της ανατολικής Μακεδονίας το ίδιο έτος από τους Γερμανοβουλγάρους, με την ταυτόχρονη εκκένωση των περιοχών της υπαίθρου από τους ελληνικούς πληθυσμούς, ο Μπακιρτζής, μη ανεχόμενος την επερχόμενη παράδοση του Δ' Σώματος Στρατού, αποφασίζει ν' αγωνιστεί για τη διατήρηση της Μακεδονίας στον ελληνικό εθνικό κορμό. Συντάσσεται με τους βενιζελικούς αξιωματικούς της Εθνικής Άμυνας, αναλαμβάνοντας διοικητής πυροβολαρχίας και κατόπιν διοικητής μοίρας πυροβολικού. Ήταν από τους πρώτους Αμυνίτες και διακρίθηκε στη μάχη του Σκρα κερδίζοντας το βρετανικό στρατιωτικό παράσημο "Μετάλλιο Διακεκριμένης Υπηρεσίας" (Distinguished Service Order). Αργότερα, το 1919, μεταβαίνει με υποτροφία για τρία χρόνια στη Γαλλία, όπου και σπούδασε στην Ανωτέρα Σχολή Πολέμου, πρωτεύοντας ανάμεσα σε 380 διακεκριμένους αξιωματικούς απ΄ όλα τα συμμαχικά κράτη.

Αργότερα, επέστρεψε στην Ελλάδα, με την κήρυξη του πολέμου με τους Τούρκους, και πολέμησε στη Μικρά Ασία. Στη μάχη του Σαγγάριου παρασημοφορήθηκε, ενώ μετά την κατάρρευση του Μικρασιατικού Μετώπου, το 1922, όντας πλέον στον βαθμό του ταγματάρχη, συμμετείχε στην Επαναστατική Επιτροπή του Πλαστήρα που ανέτρεψε τον βασιλιά Κωνσταντίνο Α΄ μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Με την είσοδο των επαναστατικών δυνάμεων στην Αθήνα, πήγε στον Έβρο, συνέπραξε στην αμυντική γραμμή του Μετώπου και υπήρξε ο εκπαιδευτής της περίφημης Στρατιάς Έβρου. Αργότερα, με τον βαθμό του αντισυνταγματάρχη, ως Αρχηγός του Πυροβολικού στο Ασβεστοχώρι της Θεσσαλονίκης ασχολήθηκε με την επανασύσταση και αναδιοργάνωση του Ελληνικού Στρατού.

Κινήματα στρατιωτικών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον Οκτώβριο του 1923, όταν και ξέσπασε το Κίνημα Λεοναρδόπουλου-Γαργαλίδη, ο Μπακιρτζής, μαζί με άλλους πιστούς στην κυβέρνηση αξιωματικούς, όπως οι Γεώργιος Κονδύλης, Στέφανος Σαράφης, Δημήτριος Ψαρρός κ.ά., πληροφορήθηκαν έγκαιρα τις κινήσεις των συνωμοτών και πρόλαβαν να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους, πριν την εκδήλωση του κινήματος στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Στη συνέχεια, αντιμετώπισαν τις στρατιωτικές δυνάμεις που οδηγούσε εναντίον της πόλης ο συνταγματάρχης Γεώργιος Ζήρας και τις ανάγκασαν να παραδοθούν.

Το 1926, όντας αντισυνταγματάρχης, συνελήφθη και καταδικάστηκε σε θάνατο, ως εκ των πρωτεργατών του στρατιωτικού πραξικοπήματος Τζαβέλα–Μπακιρτζή, αλλά δεν εκτελέσθηκε. Το 1928 επανήλθε στο στράτευμα και το 1930-31, με τον βαθμό του συνταγματάρχη, υπηρέτησε ως στρατιωτικός ακόλουθος στη Σόφια και το Βουκουρέστι. Εκεί τιμήθηκε με τους ανώτερους Ταξιάρχες της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας. Επέστρεψε στην Ελλάδα και ανέλαβε τη διεύθυνση του 2ου Επιτελικού Γραφείου (Πληροφοριών) του ΓΕΣ. Επίσης, υπηρέτησε ως επιτελάρχης του Γ΄ Σώματος Στρατού.

Το 1935, συνταγματάρχης πλέον, έλαβε μέρος στο Κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935. Συνελήφθη και καταδικάστηκε, για δεύτερη φορά, σε θάνατο, αλλά η ποινή του μετατράπηκε, τελικώς, σε απόταξη από το στράτευμα και εξορία στον Άγιο Ευστράτιο (25 Ιουνίου 1935). Εκεί παρέμεινε για ένα χρόνο. Στη συνέχεια, υποβιβάστηκε στον βαθμό του απλού στρατιώτη και εξορίστηκε στα Αντικύθηρα, όπου οι συνθήκες κράτησής του ήταν πολύ άσχημες και επικίνδυνες για την υγεία του.

Το 1937, μετάγεται στην Αθήνα και η κυβέρνηση Μεταξά τού ζητά να συνεργαστεί με τη δικτατορία και του προσφέρει υψηλή θέση στο ΓΕΣ. Αρνείται και του επιτρέπουν να φύγει αμέσως στο Βουκουρέστι, δίχως να έχει το δικαίωμα να μετακινηθεί από εκεί. Μάλιστα, του στερούν τον μισθό και τα χρήματα του Μετοχικού Ταμείου και ευτυχώς είχε συμπαραστάτη τον γαμπρό του, ιατρό Αλέξανδρο Δημητριάδη. Στο Βουκουρέστι έγραψε τρεις εξαιρετικές μελέτες που δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά στο βιβλίο Ευριπίδης Μπακιρτζής, από τις εκδόσεις Επικαιρότητα, με επιμέλεια του συγκρατούμενού του στην εξορία, Νίκου Μάργαρη. Αυτές ήταν Η στρατιωτική αξία της Ελλάδος, Οι χώρες του κάτω Δούναβη και Η νέα Τουρκία. Ειδικότερα για την τελευταία, ο πρεσβευτής της Τουρκίας στο Βουκουρέστι τού διαβίβασε τα συγχαρητήρια της κυβέρνησής του.

Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και Αντίσταση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, το 1940, ο Μπακιρτζής επέστρεψε στην Ελλάδα και παρουσιάστηκε στο Στρατολογικό Γραφείο Θεσσαλονίκης για να ενταχθεί στον στρατό με τον βαθμό του απλού στρατιώτη, κάτι που όμως δεν έγινε δεκτό από την κυβέρνηση του Ιωάννη Μεταξά.

Έκτοτε, εντάχθηκε στην Εθνική Αντίσταση. Ανακατεύθηκε σε όλες τις αντιστασιακές ζυμώσεις, συμμετείχε ή ήρθε σ’ επαφή με όλες σχεδόν τις αντιστασιακές οργανώσεις και τα κλιμάκια κατασκοπείας. Αποτέλεσε επίσης τον πρώτο στρατιωτικό σύνδεσμο μεταξύ Άγγλων και Ελλήνων, την περίοδο της Κατοχής, με την κωδική ονομασία Προμηθέας Ι. Υπήρξε από τα ιδρυτικά στελέχη της αντιστασιακής πολιτικής οργάνωσης, ΕΚΚΑ, μαζί με τον φίλο και συμμαθητή του, επίσης απότακτο, συνταγματάρχη Δημήτριο Ψαρρό. Λίγο καιρό αργότερα, εγκατέλειψε την ΕΚΚΑ και προσχώρησε στην οργάνωση ΑΑΑ (Αγών – Ανόρθωσις – Ανεξαρτησία) του στρατηγού Στέφανου Σαράφη, και από εκεί στις τάξεις του ΕΑΜΕΛΑΣ και του ΚΚΕ. Υπήρξε διοικητής της Ομάδας Μεραρχιών Μακεδονίας του ΕΛΑΣ. Όταν ιδρύθηκε η ΠΕΕΑ, στις 10 Μαρτίου του 1944, ανέλαβε προσωρινός της πρόεδρος (πρωθυπουργός). Στις 18 Απριλίου του ίδιου έτους, παραχώρησε τη θέση του στον Αλέξανδρο Σβώλο και ο ίδιος ανέλαβε αντιπρόεδρος και γραμματέας Επισιτισμού μέχρι τη διάλυση της ΠΕΕΑ, στις 2 Σεπτεμβρίου 1944.

Στις 30 Οκτωβρίου 1944, τμήματα του ΕΛΑΣ, με επικεφαλής τους Μάρκο Βαφειάδη και Ευριπίδη Μπακιρτζή, απελευθέρωσαν τη Θεσσαλονίκη από τους Γερμανούς. Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης από τους Γερμανούς κατακτητές αποτελεί ιδιαίτερη περίπτωση, διότι, παρά τη Συμφωνία της Καζέρτας, που όριζε να παραδοθεί η εξουσία στους Άγγλους και τον Βρετανό αρχιστράτηγο Ρόναλντ Σκόμπι (όπως πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις), εδώ η παράδοση έγινε στον ΕΛΑΣ. Έτσι, παρά την εντολή του Σκόμπι, αλλά και του διοικητή του ΕΛΑΣ, Στέφανου Σαράφη, να παραμείνουν οι αντάρτικες δυνάμεις στις παρυφές της πόλης και να περιμένουν την απόβαση των Βρετανών, οι ηγέτες της Ομάδας Μεραρχιών Μακεδονίας, Μάρκος Βαφειάδης και Ευριπίδης Μπακιρτζής, δεν τήρησαν τη συμφωνία. Το πρωί της 30ης Οκτωβρίου, επέτρεψαν την είσοδο στην πόλη στρατιωτικών τμημάτων του ΕΛΑΣ, που είχαν καταλάβει, ήδη από τις 26 Οκτωβρίου, περιφερειακές συνοικίες της περισφίγγοντας τον κλοιό των Γερμανών. Το πρωί, η διοίκηση των ανταρτικών ομάδων εγκαταστάθηκε στη βίλα Μοσκώφ, στην Άνω Πόλη (ή Παλαιά Πόλη) της Θεσσαλονίκης. Η αποχώρηση και των τελευταίων Γερμανών στρατιωτών ολοκληρώθηκε το απόγευμα χωρίς να κινδυνεύσει η πόλη, πέρα από την ανατίναξη μιας προβλήτας του λιμανιού. Από το μεσημέρι, μόλις εξαφανίστηκε ο κίνδυνος από τους υποχωρούντες Γερμανούς, ο κόσμος ξεχύθηκε στην πόλη και υποδεχόταν με ενθουσιασμό τους παρελαύνοντες της 11ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ.

Ο Ευριπίδης Μπακιρτζής παρέμεινε στη Βόρεια Ελλάδα μέχρι την παράδοση των όπλων και για ένα χρονικό διάστημα στη Θεσσαλονίκη.

Εξορία και θάνατος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι μόνιμοι αξιωματικοί που είχαν υπηρετήσει στον ΕΛΑΣ κρατήθηκαν μακριά από τον νέο μεταπολεμικό στρατό. Το καλοκαίρι του 1946, κατά το δεύτερο δεκαήμερο του Αυγούστου, σχεδόν όλοι αυτοί εκτοπίστηκαν στα νησιά του Αιγαίου. Τον Σεπτέμβριο του 1946, ο Μπακιρτζής συνελήφθη ως αριστερός μαζί με άλλα ηγετικά στελέχη του ΕΛΑΣ (Στέφανος Σαράφης, Γιάννης Μουστεράκης) και εξορίστηκε στον Άγιο Κήρυκο, την πρωτεύουσα της Ικαρίας. Ενώ ήταν εξόριστος, ο νομάρχης Αττικής τον έκρινε επικίνδυνο για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια και διατάχθηκε η μεταφορά του στους Φούρνους Ικαρίας. Τον Φεβρουάριο του 1947, η ελληνική κυβέρνηση τού επέτρεψε να καταθέσει σε επιτροπή του ΟΗΕ, κλιμάκιο του οποίου ερευνούσε στην Ελλάδα την κατάσταση της εμφυλιοπολεμικής περιόδου. Λίγο μετά την επίσκεψη που δέχθηκε, βρέθηκε νεκρός στο δωμάτιό του στους Φούρνους Ικαρίας, στις 9 Μαΐου 1947, με μία σφαίρα στην καρδιά και ετάφη εκεί. Τα διαβήματα που έγιναν από την οικογένειά του και τους συνεξορίστους για να μεταφερθεί η σορός του στην Αθήνα για να διερευνηθούν οι συνθήκες θανάτου και να ταφεί κοντά στους δικούς του δεν καρποφόρησαν. Τα αίτια του θανάτου του παραμένουν ανεξιχνίαστα. Επισήμως, ο θάνατός του καταγράφηκε ως αυτοκτονία. [1]

Διάφορα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Μπακιρτζής ήταν γνωστός και ως «Κόκκινος Συνταγματάρχης», επειδή αρθρογραφούσε στο Ριζοσπάστη μ' αυτό το ψευδώνυμο. Μελέτες, λόγοι και σημειώσεις του Μπακιρτζή δημοσιεύθηκαν στο βιβλίο Ευριπίδης Μπακιρτζής, που κυκλοφόρησε το 1981 με επιμέλεια του συγκρατούμενού του στην εξορία, Νίκου Μάργαρη.

Τιμήθηκε με πολλά ελληνικά και διεθνή παράσημα, όπως το ελληνικό του Σωτήρος, το αγγλικό "Μετάλλιο Διακεκριμένης Υπηρεσίας", το γαλλικό μετάλλιο της "Λεγεώνας της Τιμής" (Legion d’Honneur), καθώς και το αντίστοιχο σερβικό.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Βασίλειος Κόντης, «Η εδραίωση της αμερικανικής παρουσίας», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τομ. ΙΣΤ, 2000, σελ. 143

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Αριστοτέλης Ν. Σπυριδόπουλος, Ευριπίδης Μπακιρτζής: Η προσωπικότητα & Η δράση του, Πρωτεύουσα Μεταπτυχιακή Εργασία, Α.Π.Θ., Φιλοσοφική Σχολή, Τμήμα Ιστορίας & Αρχαιολογίας, Τομέας Νεότερης & Σύγχρονης Ιστορίας & Λαογραφίας, Θεσσαλονίκη 2011