Επτανησιακή Σχολή (ζωγραφική)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ν. Δοξαράς, «Το γενέσιον της Παναγίας» (18ος αιώνας). Λάδι σε μουσαμά, 400 εκ. x 300 εκ., Βυζαντινό Μουσείο Ζακύνθου.

Η Επτανησιακή Σχολή αποτελεί το πρώτο ελληνικό καλλιτεχνικό ρεύμα με σαφείς δυτικοευρωπαϊκές επιρροές, το οποίο εμφανίστηκε στα Επτάνησα στα μέσα του 17ου αιώνα και διήρκεσε μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα περίπου.

Η δημιουργία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα Επτάνησα από τον 17ο έως τον 19ο αιώνα βρέθηκαν διαδοχικά υπό ενετική, γαλλική και αγγλική κατοχή. Η σχετική ελευθερία που απολάμβαναν οι Επτανήσιοι, η οικονομική τους ευμάρεια και οι πολιτιστικές σχέσεις τους με την κοντινή Ιταλία είχαν ως αποτέλεσμα τα Επτάνησα να γίνουν ο χώρος όπου γεννήθηκε η νεοελληνική ζωγραφική, ή καλύτερα ο χώρος όπου η ελληνική ζωγραφική εγκατέλειψε τη βυζαντινή παράδοση για να στραφεί προς τη Δύση. Ένας άλλος παράγοντας που ευνόησε τη δημιουργία της Επτανησιακής Σχολής ήταν η μετοίκηση στα Επτάνησα πολλών Κρητών ζωγράφων, όταν η Κρήτη πέρασε από τα χέρια των Ενετών στα χέρια των Οθωμανών. Μεταξύ των κυριοτέρων ζωγράφων της λεγόμενης Κρητικοζακυνθινής Σχολής του 16ου και 17ου αιώνα, αναφέρονται ο Μιχαήλ Δαμασκηνός, ο Δημήτριος και ο Γεώργιος Μόσχος, ο Μανώλης και ο Κωνσταντίνος Τζάνες, και ο Στέφανος Τσαγκαρόλος. Η στροφή προς τη δυτική τέχνη εκδηλώθηκε προς το τέλος του 17ου αι., με την εγκατάλειψη των παραδοσιακών βυζαντινών μορφών, αλλά και με την εγκατάλειψη της τεχνικής της βυζαντινής αγιογραφίας. Οι ζωγραφικές παραστάσεις, επηρεασμένες κυρίως από το ιταλικό μπαρόκ, αλλά και τη Φλαμανδική ζωγραφική, άρχισαν να αποκτούν βάθος, να δίνουν δηλαδή την αίσθηση της τρίτης διάστασης του χώρου, να γίνονται πιο φυσικές και να αποκτούν θέματα όλο και περισσότερο κοσμικά αντί για θρησκευτικά — κυρίως προσωπογραφίες αριστοκρατών και αστών. Η Επτανησιακή τέχνη επηρεάστηκε από διάσημους ζωγράφους όπως ο Κορνέλις Κορτ, ο Άντριεν Κόλλερτ, ο Ιερώνυμος Βίριξ, ο Γιοχάνες Βίριξ, ο Χέντρικ Χόλτσιους και ο Φραντσέσκο Βιλαμένα.[1] Επιπλέον, οι επτανήσιοι ζωγράφοι, αντί για αβγό, άρχισαν να χρησιμοποιούν λάδι για συνδετικό των χρωμάτων, και αντί για σανίδι άρχισαν να χρησιμοποιούν μουσαμά. Η αβγοτέμπερα εγκαταλείφθηκε και τη θέση της πήρε η ελαιογραφία.

Παναγιώτης Δοξαράς[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ν. Καντούνης, «Αυτοπροσωπογραφία» (αχρονολόγητο;). Λάδι σε μουσαμά, 60 εκ. x 75 εκ. Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας - Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου.

Τα πρώτα δείγματα της δυτικότροπης Επτανησιακής Σχολής εμφανίστηκαν στις διακοσμήσεις των οροφών των εκκλησιών, γνωστές ως «οι ουρανίες» ή «τα σοφίτα». Πρωτοπόρος σε αυτή την αλλαγή ήταν ο Παναγιώτης Δοξαράς (16621729). Μανιάτης στην καταγωγή, ασχολήθηκε αρχικά με τη βυζαντινή αγιογραφία, την οποία έμαθε κοντά στον Κρητικό αγιογράφο Λέο (ή Λέω) Μόσκο. Αργότερα, ο Παναγιώτης Δοξαράς συνέχισε τις σπουδές του στη Βενετία, κι αυτό τον έκανε να εγκαταλείψει τη βυζαντινή αγιογραφία και να στραφεί προς τη δυτική ζωγραφική. Ο Παναγιώτης Δοξαράς επηρέασε την Επτανησιακή Σχολή σε τόσο μεγάλο βαθμό που θεωρείται ως δημιουργός της.[2] Έτσι, με οδηγό τα έργα του Πάολο Βερονέζε στο Δουκικό Παλάτι της Βενετίας, ο Παναγιώτης Δοξαράς φιλοτέχνησε την ουρανία της εκκλησίας του Αγίου Σπυρίδωνα στην Κέρκυρα. Με το Περί ζωγραφίας σύγγραμμά του (1726) — την πρώτη ελληνική πραγματεία για την αναγεννησιακή ζωγραφική — τάχθηκε ανοιχτά υπέρ της αντικατάστασης της βυζαντινής από τη δυτική ζωγραφική, μία θέση που συζητήθηκε πολύ στον καιρό της και που συζητείται ακόμα και σήμερα. Ο Νικόλαος Δοξαράς (1700/17061775), γιος του Παναγιώτη, ακολούθησε τα βήματα του πατέρα του. Το 1753 με 1754, ανέλαβε να ζωγραφίσει το σοφίτο του Ναού της Φανερωμένης στη Ζάκυνθο, που δυστυχώς καταστράφηκε στους σεισμούς του 1953, με εξαίρεση ένα μόνο τμήμα που φυλάσσεται στο Μουσείο Ζακύνθου. Σύγχρονοι του Νικολάου Δοξαρά και επίσης με σαφείς δυτικές επιρροές, ήταν ο ζακυνθινός αγιογράφος Ιερώνυμος Στρατής Πλακωτός (1662;–1728) και ο κερκυραίος αγιογράφος Στέφανος Παζηγέτης.

Η εξέλιξη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

O Λεονάρντο ντα Βίντσι ήταν σε μικρότερο βαθμό το πρότυπο για την Ελληνική τέχνη. Μερικοί διάσημοι ζωγράφοι από την Επτανησιακή Σχολή ήταν ο Ευστάθιος Καρούσος, ο Νικόλαος Καλλέργης, ο Σπυρίδων Βεντούρας, ο Στυλιανός Σταυράκης και ο Κωνσταντίνος Κονταρίνης. Οι πρώτοι ζωγράφοι ανήκαν στο τελευταίο στάδιο της Κρητικής Σχολής, χαρακτηριστικότερα έργα τους ήταν η "Πτώση του Ανθρώπου" του Πουλάκη και η "Κλίμακα του Ιακώβ" του Ηλία Μόσκου. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1700 ξεκίνησαν οι αλλαγές σε σχέση με την Κρητική Σχολή, χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ο Στέφανος Τσαγκαρόλος με την "Παναγία Γλυκοφιλούσα με τον Ακάθιστο Ύμνο".[3] Ο Στέφανος Τσαγκαρόλας ξεκίνησε μια νέα πρακτική, από αυτήν επηρεάστηκε ο Κεφαλλονίτης ζωγράφος Ανδρέας Καραντινός στο ομώνυμο έργο του "Παναγία Γλυκοφιλούσα". Ο Ζακυνθινός ζωγράφος Νικόλαος Καλλέργης με το έργο του "Ο Άγγελος κρατάει τα σύμβολα του Πάθους" συμπλήρωσε τον δικό του τόνο στην σχολή.[4] Οι ζωγράφοι αρχικά χρησιμοποιούσαν την "Ελληνική μανιέρα" της Κρητικής Σχολής που είχε και στοιχεία Βενετσιάνικα. Την δεκαετία του 1700 ο ζωγράφος Στυλιανός Σταυράκης με το έργο του Το Όραμα του Κωνσταντίνου" πρόσθεσε έντονα Επτανησιακά στοιχεία. Το κύριο καλλιτεχνικό θέμα έγινε ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο Σπυρίδων Βεντούρας σε ένα έργο του δημιούργησε μια μοναδική σκηνή από τον "Βίο του Αγίου Χρισοστόμου" (1797).[5][6] Τρεις μεγάλη καλλιτέχνες μετέφεραν την Επτανησιακή τέχνη στην Ευρώπη, ο Σπυρίδων Σπεράντζας στην Τεργέστη, ο Ευστάθιος Καρούζος στην Νάπολη και ο Σπυρίδων Ρώμας στην Σικελία και την Αγγλία. Η Επτανησιακή Σχολή επηρέασε επιπλέον πολλούς Έλληνες ζωγράφους που ζούσαν έξω από την Ελληνική επικράτεια. Ο ζωγράφος Γεώργιος Μάρκου ο Αργείος ταξίδευσε στην Δημοκρατία της Βενετίας και στα Επτάνησα. Πολλά από τα έργα απεστάλλησαν στο Άγιο Όρος και την Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης Όρους Σινά. Μετά το 1800 πολλοί ζωγράφοι όπως ο Γεράσιμος Πιτσαμάνος και ο Νικόλαος Καντούνης ειδικεύτηκαν στις προσωπογραφίες, καταγράφονται πάνω από 100 πίνακες που δημιούργησαν.

Ο Ζακυνθινός ιερέας Νικόλαος Κουτούζης (17411813) και ο μαθητής του Νικόλαος Καντούνης (17671834), επίσης ιερέας, συνέχισαν να αγιογραφούν κατά τα δυτικά πρότυπα και διακρίθηκαν κυρίως στη ρεαλιστική προσωπογραφία, η οποία τονίζει την ψυχολογία του απεικονιζόμενου προσώπου. Οι μαθητές του Καντούνη, Διονύσιος Καλλυβωκάς (18061877) και Διονύσιος Τσόκος (18201862) μπορούν να θεωρηθούν ως οι τελευταίοι εκπρόσωποι της Επτανησιακής Σχολής. Μεταγενέστεροι επτανήσιοι ζωγράφοι, όπως ο Νικόλαος Ξυδιάς Τυπάλδος (1826/18281909), ο Σπυρίδων Προσαλέντης (18301895), ο Χαράλαμπος Παχής (18441891) κ.ά., ξεφεύγουν από την τεχνοτροπία της Επτανησιακής Σχολής, αφού τα έργα τους μοιάζουν να έχουν επηρεαστεί από πιο σύγχρονα καλλιτεχνικά ρεύματα.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Alevizou 2018, σ. 10
  2. Drakopoulou 2010, σσ. 272–274
  3. Katselakì 1999, σσ. 375–384
  4. Hatzidakis & Drakopoulou 1997, σσ. 53–56
  5. Hatzidakis & Drakopoulou 1997, σσ. 76–77
  6. Hatzidakis 1987, σσ. 189–190

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Thomopoulos, Elaine (2021). Modern Greece. Santa Barbara, CA: ABC-CLIO.
  • Hatzidakis, Manolis (1987). Έλληνες Ζωγράφοι μετά την Άλωση (1450-1830). Τόμος 1: Αβέρκιος - Ιωσήφ [Greek Painters after the Fall of Constantinople (1450-1830). Volume 1: Averkios - Iosif]. Athens: Center for Modern Greek Studies, National Research Foundation.
  • Hatzidakis, Manolis; Drakopoulou, Evgenia (1997). Έλληνες Ζωγράφοι μετά την Άλωση (1450-1830). Τόμος 2: Καβαλλάρος - Ψαθόπουλος [Greek Painters after the Fall of Constantinople (1450-1830). Volume 2: Kavallaros - Psathopoulos]. Athens: Center for Modern Greek Studies, National Research Foundation.
  • Drakopoulou, Evgenia (2010). Έλληνες Ζωγράφοι μετά την Άλωση (1450–1830). Τόμος 3: Αβέρκιος - Ιωσήφ [Greek Painters after the Fall of Constantinople (1450–1830). Volume 3: Averkios - Joseph]. Athens, Greece: Center for Modern Greek Studies, National Research Foundation.
  • Vassilaki, Maria (2012). Οι Εικόνες του Αρχοντικού Τοσίτσα Η Συλλογή του Ευαγγέλου Αβέρωφ [The Icons of the Tositsa Mansion The Collection of Evangelou Averoff]. Athens, GR: The Foundation of the Baron Michael Tositsa. p. 150.
  • Komini-Dialeti, Dora (1997). Λεξικό Ελλήνων Καλλιτεχνών Ζωγράφοι, Γλύπτες, Χαράκτες, 16ος-20ός Αιώνας [Dictionary of Greek artists Painters, Sculptors, Engravers, 16th-20th century]. Athens, Greece: Melissa.
  • Vassilaki, Maria (2015). Working Drawings of Icon Painters after the Fall of Constantinople The Andreas Xyngopoulos Portfolio at the Benaki Museum. Athens, Greece: Leventis Gallery & Benaki Museum.
  • Hatzidakis, Nano M. (1998). Icons, the Velimezis Collection: Catalogue Raisonné. Athens, Greece: Museum Benaki.
  • Acheimastou Potamianou, Myrtalē (1998). Icons of the Byzantine Museum of Athens. Athens, Greece: Ministry of Culture.
  • Alevizou, Denise C (2018). Il Danese Paladino in a Late Seventeenth-century Icon by Elias Moskos. Crete, Greece: Cretica Chronica.
  • Katselakì, Andromache (1999). Εικόνα Παναγίας Γλυκοφιλούσας από την Κεφαλονιά στο Βυζαντινό Μουσείο [An Icon of the Panagia Glykophilousa from Kephalonia in the Byzantine Museum]. Athens: Journal of the Christian Archaeological Society ChAE 20 Period Delta.
  • Kakavas, George (2002). Post-Byzantium The Greek Renaissance : 15th-18th Century Treasures from the Byzantine & Christian Museum, Athens. Athens, Greece: Hellenic Ministry of Culture Onassis Cultural Center.
  • Speake, Graham (2021). Encyclopedia of Greece and the Hellenic Tradition. London And New York: Rutledge Taylor & Francis Group.
  • Tselenti-Papadopoulou, Niki G. (2002). Οι Εικονες της Ελληνικης Αδελφοτητας της Βενετιας απο το 16ο εως το Πρωτο Μισο του 20ου Αιωνα: Αρχειακη Τεκμηριωση [The Icons of the Greek Brotherhood of Venice from 1600 to First Half of the 20th Century] (PDF). Athens: Ministry of Culture Publication of the Archaeological Bulletin No. 81.
  • Eugenia Drakopoulou (June 11, 2022). "Digital Thesaurus of Primary Sources for Greek history and Culture". Institute for Neohellenic Research.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]