Εποχή των Ανακαλύψεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Παγκόσμιος χάρτης του Αλμπέρτ Καντίνο, 1502.

Η Εποχή των Ανακαλύψεων είναι μια επίσημη και αόριστη Ευρωπαϊκή ιστορική περίοδος από τον 15ο αιώνα έως τον 18ο αιώνα, όταν οι εκτεταμένες υπερπόντιες εξερευνήσεις αναδείχθηκαν σε ισχυρό παράγοντα του ευρωπαϊκού πολιτισμού.

Ήταν η περίοδος κατά την οποία ξεκίνησαν τα μεγάλα ταξίδια που κατέληξαν στην ανακάλυψη του Ατλαντικού αρχιπελάγους των Αζορών εκ μέρους των Πορτογάλων, της δυτικής ακτής της Αφρικής, της ανακάλυψης της ωκεάνιας διαδρομής προς την Ανατολή το 1498, της υπερατλαντικής ανακάλυψης της Αμερικής για λογαριασμό του Στέμματος της Καστίλλης (Ισπανία) το 1492 και της πραγματοποίησης του πρώτου περίπλου της Γης το 1522. Αυτές οι αποστολές οδήγησαν σε πολλές ναυτικές αποστολές πέρα από τον Ατλαντικό, Ινδικό και Ειρηνικό Ωκεανό και στεριανές αποστολές στην Αμερική, την Ασία, την Αφρική και την Αυστραλία, που συνεχίστηκαν και κατά τα τέλη του 19ου αιώνα, και έληξαν με την εξερεύνηση των πολικών περιοχών στον 20ο αιώνα

Οι Ευρωπαϊκές υπερπόντιες εξερευνήσεις οδήγησαν στην άνοδο του παγκόσμιου εμπορίου και των ευρωπαϊκών αποικιακών αυτοκρατοριών, με την επαφή μεταξύ του Παλαιού Κόσμου, την Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική, και τον Νέο Κόσμο, την Αμερική, που επέφερε την Κολομβιανή ανταλλαγή: μια μεγάλη μεταφορά φυτών, ζώων, τροφίμων, ανθρώπινων πληθυσμών (συμπεριλαμβανομένων των δούλων), μεταδοτικών ασθένειών και πολιτισμού μεταξύ του Ανατολικού και Δυτικού ημισφαιρίου. Αυτό αποτέλεσε ένα από τα πλέον σημαντικά παγκόσμια γεγονότα σχετικά με την οικολογία, τη γεωργία, και τον πολιτισμό στην ιστορία. Η Ευρωπαϊκή εξερεύνηση επέτρεψε την παγκόσμια χαρτογράφηση του κόσμου, με αποτέλεσμα μια νέα κοσμοθεωρία, και μακρινούς πολιτισμούς να έρθουν σε επαφή.

Γενικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χάρτης με τις σημαντικότερες αποστολές της Εποχής των Ανακαλύψεων
Σημαντικότερες ανακαλύψεις
Σημαντικές ανακαλύψεις/
Προορισμός
Ηγέτες της αποστολής Έτος Χρηματοδότηση από
Ποταμός Κονγκό Ντιόγκο Κάο 1482 Ιωάννης Β΄ της Πορτογαλίας
Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδος
Ινδικός Ωκεανός
Βαρθολομαίος Ντιάζ 1488 Ιωάννης Β΄ της Πορτογαλίας
Δυτικές Ινδίες (Καραϊβική) Χριστόφορος Κολόμβος 1492 Καθολικοί Μονάρχες
Ινδία Βάσκο ντα Γκάμα 1498 Εμμανουήλ Α΄ της Πορτογαλίας
Βραζιλία Πέδρο Άλβαρες Καμπράλ 1500 Εμμανουήλ Α΄ της Πορτογαλίας
Μολούκες (Νησιά των Μπαχαρικών)
Αυστραλασία (Δυτικός Ειρηνικός Ωκεανός)
Αφόνσο ντε Αλμπουκέρκε, Αντόνιο ντ' Αμπρέου και Φρανσίσκο Σέραου 1512 Εμμανουήλ Α΄ της Πορτογαλίας
Ειρηνικός Ωκεανός Βάσκο Νούνιες ντε Μπαλμπόα 1513 Φερδινάνδος Β΄ της Αραγωνίας
Πορθμός του Μαγγελάνου Φερδινάνδος Μαγγελάνος 1520 Κάρολος Κουίντος
Περίπλους της Γης Φερδινάνδος Μαγγελάνος και Χουάν Σεμπαστιάν Ελκάνο 1522 Κάρολος Κουίντος
Αυστραλία Βίλεμ Γιάνσον 1606 Ολλανδική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών
Νέα Ζηλανδία Άμπελ Τάσμαν 1642 Ολλανδική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών
Ανταρκτική Τζέιμς Κουκ 1773 Γεώργιος Γ΄ του Ηνωμένου Βασιλείου
Χαβάη Τζέιμς Κουκ 1778 Γεώργιος Γ΄ του Ηνωμένου Βασιλείου

Οι Πορτογάλοι ξεκίνησαν να εξερευνούν συστηματικά τις ακτές τις Αφρικής στον Ατλαντικό Ωκεανό από το 1418, υπό τη χορηγία του Πρίγκιπα Ερρίκου του Θαλασσοπόρου. Υπό την καθοδήγηση του Ερρίκου, αναπτύχθηκε ένα νέο είδος ελαφρύτερου πλοίου, η καραβέλα, η οποία μπορούσε να ταξιδεύει γρηγορότερα [1] και για μεγαλύτερο διάστημα χωρίς ανεφοδιασμό και το κυριότερο, ήταν πολύ ευκίνητη και μπορούσε να πραγματοποιήσει πολύ πιο κλειστές πλεύσεις και μπορούσε να διασχίσει τον νεκρό τομέα του ανέμου. Το 1488 ο Βαρθολομαίος Ντιάζ έφτασε στον Ινδικό Ωκεανό ακτοπλοώντας τις Αφρικανικές ακτές του Ατλαντικού. Το 1492 οι Καθολικοί Μονάρχες της Καστίλης και το Στέμμα της Αραγωνίας χρηματοδότησαν το σχέδιο του Χριστόφορου Κολόμβου να φτάσει στις Ινδίες από τα δυτικά διασχίζοντας τον Ατλαντικό. Έφτασε σε μια μέχρι τότε αχαρτογράφητη από τους Ευρωπαίους ήπειρο η οποία τελικά έμεινε γνωστή ως η Αμερικανική Ήπειρος. Για να αποφευχθεί ο επερχόμενος πόλεμος μεταξύ της Πορτογαλίας και της Καστίλης (υπό το στέμμα της οποίας ο Κολόμβος ανακάλυψε την Αμερική), υπεγράφη η Συνθήκη της Τορδεσίγιας η οποία χώριζε τον πλανήτη σε δύο ζώνες προς εξερεύνηση, όπου σε κάθε μία από τις δύο ζώνες η Καστίλη ή η Πορτογαλία αντίστοιχα είχαν το αποκλειστικό δικαίωμα να διεκδικούν τις περιοχές που ανακαλύπτονταν. [2][3]

Το 1498, μια Πορτογαλική αποστολή υπό τις εντολές του Βάσκο ντα Γκάμα έφτασε στην Ινδία πραγματοποιώντας τον περίπλου της Αφρικής, θέτοντας έτσι την αρχή στο απευθείας εμπόριο με την Άπω Ανατολή. [4] Ενώ άλλες εξερευνητικές αποστολές στέλνονταν από την Πορτογαλία στα Βόρεια της Βόρειας Αμερικής, στα επόμενα χρόνια οι Πορτογαλικές Αρμάδες των Ινδιών επίσης μεγάλωσαν αυτήν την ανατολική υπερωκεάνια διαδρομή, φτάνοντας μερικές φορές στη Νότιο Αμερική και με αυτόν τον τρόπο διανύγοντας ένα εμπορικό κύκλωμα από τον Νέο Κόσμο στην Ασία (από το 1500 υπό τις εντολές του Πέδρο Άλβαρες Καμπράλ) και εξερεύνησαν νησιά στον Νότιο Ατλαντικό και Ινδικό Ωκεανό. Σύντομα οι Πορτογάλοι έπλευσαν ακόμα πιο ανατολικά, φτάνοντας στις πολύτιμες Μολούκες (Νησιά των Μπαχαρικών) το 1512 και στην Κίνα έναν χρόνο αργότερα. Το 1513, ο Ισπανός Βάσκο Νούνιες ντε Μπαλμπόα διέσχισε τις ζούγκλες του Παναμά και ανακάλυψε τον Ειρηνικό Ωκεανό (τότε γνωστός ως Νότια Θάλασσα). Συμπερασματικά, οι Ευρωπαίοι ανακάλυψαν το ανατολικό και το δυτικό άκρο του Ειρηνικού μέσα στο διάστημα μονάχα ενός έτους, περίπου στο 1512. Μία δεκαετία αργότερα το 1522, μία αποστολή του στέμματος της Καστίλης υπό τον Φερδινάρδο Μαγγελάνο και τον Χουάν Σεμπαστιάν Ελκάνο πραγματοποιεί τον πρώτο Περίπλου της Γης τεκμηριώνοντας έτσι τη σφαιρικότητά της, [5] με τους Ισπανούς κονκισταδόρους παράλληλα να εξερευνούν την ενδοχώρα της Αμερικανικής Ηπείρου και αργότερα κάποια από τα νησιά του νοτίου Ειρηνικού.

Από το 1495, οι Γάλλοι και οι Άγγλοι και πολύ αργότερα, και οι Ολλανδοί εισέρχονται στην κούρσα των εξερευνήσεων και της αποικιοκρατίας, αψηφώντας το Ιβηρικό μονοπώλιο στο θαλάσσιο εμπόριο και εξερευνώντας νέους θαλάσσιους δρόμους: Πρώτα στις δυτικές ακτές της Βόρειας και Νότιας Αμερικής, μέσα από τις πρώτες Αγγλικές και Γαλλικές εξερευνητικές αποστολές (με πρώτο τον Τζοβάννι Καμπότο το 1497 στον βορρά υπό του αγγλικού στέμματος και στη συνέχεια με τις Γαλλικές αποστολές στη Νότιο Αμερική και αργότερα στη Βόρειο Αμερική} και μετέπειτα στον Ειρηνικό Ωκεανό γύρω από τη Νότια Αμερική, αλλά τελικά ακολουθώντας το παράδειγμα των Πορτογάλων, γύρω από την Αφρική στον Ινδικό Ωκεανό. Ανακαλύπτουν την Αυστραλία το 1606, τη Νέα Ζηλανδία το 1642 και τη Χαβάη το 1778. Η Εποχή των Ανακαλύψεων όμως δε αναφέρεται μόνο σε θαλάσσιες και υπερπόντιες ανακαλύψεις: Μεταξύ περίπου των ετών 1580 και 1640 οι Ρώσοι εξερευνούν και καταλαμβάνουν σχεδόν ολόκληρη τη Σιβηρία καθώς και την Αλάσκα στα 1730. Η Αλάσκα ανήκε στη Ρωσία μέχρι το 1867, οπότε και πωλήθηκε στις ΗΠΑ από τον τσάρο Αλέξανδρο Β΄ έναντι του ποσού των 7.200.000 δολαρίων.

Προϊστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Άνοδος του Ευρωπαϊκού εμπορίου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μεταξύ του 12ου και του 15ου αιώνα, η ευρωπαϊκή οικονομία μετασχηματίστηκε λόγω των διασυνδεόμενων πλωτών ποταμών της αλλά και των θαλάσσιων εμπορικών οδών, με αποτέλεσμα η Ευρώπη να γίνει ένα από τα πιο ευημερεύοντα εμπορικά δίκτυα στον κόσμο. [6]:345

Πριν από τον 12ο αιώνα, το κύριο εμπόδιο στην άνθιση του εμπορίου ανατολικά των Στενών του Γιβραλτάρ ήταν κυρίως η έλλειψη οικονομικού κινήτρου και όχι τόσο οι ανεπαρκείς γνώσεις ναυπηγικής. Η επανάκτηση του μεγαλύτερου μέρους του Αλ-Άνταλους (μουσουλμανική Ισπανία) και η πολιορκία της Λισαβόνας (1147 μ.Χ.) οδήγησαν στην οικονομική αναπτυξη της Ισπανίας. Η παρακμή της ναυτικής ισχύος του Χαλιφάτου των Φατιμιδών που ξεκίνησε πριν από την Πρώτη Σταυροφορία, βοήθησε τα κυρίως ναυτικά ιταλικά κράτη, κυρίως τη Βενετία, τη Γένοβα και την Πίζα, να κυριαρχήσουν στο εμπόριο της ανατολικής Μεσογείου, με τους Ιταλούς εμπόρους να πλουτίζουν και να επηρεάζουν τις πολιτικές εξελίξεις. Η Νορμανδική κατάκτηση της Αγγλίας στα τέλη του 11ου αιώνα επέτρεψε την ειρηνική διεξαγωγή του εμπορίου στη Βόρεια Θάλασσα. Η Χανσεατική Ένωση, μια συνομοσπονδία συντεχνιών και των πόλεών τους στη βόρεια Γερμανία στις ακτές Βόρειας Θάλασσας και της Βαλτικής, συνέβαλε στην εμπορική ανάπτυξη της περιοχής. Στον 12ο αιώνα η περιοχή της Φλάνδρας, του Χάιναουλτ και του Μπράμπαντ παρήγαγε τα καλύτερα υφάσματα στη Βόρεια Ευρώπη, γεγονός που ενθάρρυνε τους εμπόρους της Γένοβας και της Βενετίας να ταξιδεύουν απευθείας εκεί. [6]:316-38 Ο Νικολόζο Σπινόλα έκανε το πρώτο καταγεγραμμένο απευθείας ταξίδι από τη Γένοβα στη Φλάνδρα το 1277. [6]:328

Τεχνολογία: Ναυπηγική και η πυξίδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένα μεγάλο πλοίο τύπου ντάου με δύο πανιά λατίνι και ένα πλωριό πανί. Τα ντάου είχαν ανώτερη ευελιξία και χρησιμοποιούνταν από τους Άραβες στον Ινδικό Ωκεανό, πρωτού οι Ιταλοί αρχίσουν να κατασκευάζουν παρόμοια πλοία τον 13ο αιώνα.

Οι τεχνολογικές εξελίξεις που ήταν σημαντικές για την επερχόμενη Εποχή των Ανακαλύψεων ήταν η υιοθέτηση της μαγνητικής πυξίδας και η πρόοδος στον τομέα της ναυπηγικής.

Η πυξίδα ήταν μια προσθήκη στην αρχαία μέθοδο πλοήγησης βασισμένη σε παρατηρήσεις του ήλιου και των αστεριών. Χρησιμοποιήθηκε ως όργανο ναυσιπλοΐας στην Κίνα τουλάχιστον πριν τον 11ο αιώνα και σταδιακά υιοθετήθηκε από τους μουσουλμάνους εμπόρους του Ινδικού Ωκεανού. [7] Οι Κινέζοι χρησιμοποίησαν μια "υγρή" πυξίδα αποτελούμενη από μια μαγνητισμένη βελόνα προσκολλημένη σε ένα επιπλέων καλαμάκι. [6] Η χρήση της πυξίδας για πλοήγηση στον Ινδικό Ωκεανό αναφέρθηκε για πρώτη φορά το 1232. [6]:351-2 Η πρώτη αναφορά σχετικά με χρήση της πυξίδας στην Ευρώπη ήταν το 1180. [6]:382 Οι Ευρωπαίοι χρησιμοποίησαν μια "ξηρή" πυξίδα χωρίς νερό, με μια βελόνα προσκολλημένη σε έναν μεταλλικό άξονα που τις επέτρεπε να περιστρέφεται. Οι Ευρωπαίοι ήταν επίσης οι πρώτοι που τοποθέτησαν το ανεμολόγιο κάτω από τη βελόνα της πυξίδας, για να αποκτήσει έτσι τη σύγχρονη μορφή της. [6]

Πρύμνη με πηδάλιο στερεωμένο σε άξονα που το επιτρέπει να κινείται, στη ναυαρχίδα της Χανσεατικής Ένωσης Άντλερ φον Λούμπεκ (1567-1581)

Οι Κινέζοι πραγματοποίησαν επίσης αρκετές σημαντικές βελτιώσεις στον σχεδιασμό των πλοίων, όπως το πηδάλιο με ποδόστημα, τη χρήση πολλαπλών καταρτιών και τα πανιά λατίνι. Αυτές οι βελτιώσεις έδωσαν στα πλοία μεγαλύτερη ικανότητα ελιγμών και τους επέτρεψαν να ταξιδεύουν όλο τον χρόνο. Αυτά τα καινούργια είδη πλοίων κατασκευάζονταν κυρίως στα ιταλικά κράτη μεταξύ 1280 και 1330, με αποτέλεσμα να ενισχυθεί το εμπόριο καθώς και η θαλάσσιες συνδέσεις μεταξύ Βόρειας και Νότιας Ευρώπης. [7] Τα μεσαιωνικά πλοία τύπου κογκ παρέμειναν δημοφιλή για εμπορικούς σκοπούς λόγω του χαμηλού κόστους κατασκευής τους. Οι γαλέρες χρησιμοποιήθηκαν επίσης στο εμπόριο. [6]

Τα πλοία συνεπώς μεγάλωναν σταδιακά σε μέγεθος, είχαν μικρότερες απαιτήσεις σε αριθμό πληρώματος και ήταν σε θέση να διανύουν μεγαλύτερες αποστάσεις χωρίς να χρειάζεται να σταματήσουν. Όλα αυτά μείωσαν σημαντικά τα έξοδα θαλάσσιας μεταφοράς αγαθών από τον 14ο αιώνα και έπειτα. [6]:342

Γεωγραφία και χαρτογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Περίπλους της Ερυθράς Θάλασσας, κείμενο που χρονολογείται στο 40-60 μ.Χ. και αποδίδεται στον Αρριανό, περιγράφει τις εμπορικές διαδρομές μέσω της Ερυθράς Θάλασσας και του Ινδικού Ωκεανού προς την Ινδία, με περιγραφές των παζαριών σε πόλεις της Ερυθράς Θάλασσας, του Περσικού Κόλπου και τον Ινδικού Ωκεανού, συμπεριλαμβανομένων και αυτών στα ανατολικά παράλια της Αφρικής στη λεγόμενη Αζανία της αρχαιότητας, και δηλώνει σχετικά με τις τελευταίες ότι «ο ωκεανός μετά (στα νότια) από αυτά τα μέρη είναι ανεξερεύνητος, γνωρίζουμε όμως ότι κλίνει προς τα δυτικά εκτεινόμενος στα νότια όλων των εκτάσεων της Αιθιοπίας, της Λιβύης και της Αφρικής μέχρις ότου συνενωθεί με τη δυτική θάλασσα (πιθανή αναφορά στον Ατλαντικό Ωκεανό)». Η ευρωπαϊκή μεσαιωνική γνώση σχετικά με την Ασία πέρα από την επικράτεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας προερχόταν από τμηματικές αναφορές, συχνά αναμειγμένες με θρύλους [8] που χρονολογούνταν από τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των διαδόχων του. Μια άλλη πηγή γνώσης ήταν τα εβραϊκά δίκτυα εμπορικών συναλλαγών των Ραβανιτών οι οποίοι ταξίδευαν μεταξύ των χωρών της Ευρώπης και του μουσουλμανικού κόσμου κατά τη διάρκεια των Σταυροφορικών κρατών.

Ο Παγκόσμιος χάρτης του Πτολεμαίου (2ος αιώνας) σε ανακατασκευή του 1467, έδωσε μετά τη μετάφρασή του πολλές χαρτογραφικές γνώσεις στους Ευρωπαίους, αλλά ενίσχυσε την αντίληψη ότι ο Ινδικός Ωκεανός ήταν περίκλειστος.

Το 1154, ο Άραβας γεωγράφος Μουχαμάντ αλ-Ιντρίσι συνέγραψε μια περιγραφή του κόσμου και δημιούργησε έναν παγκόσμιο χάρτη, τον Tabula Rogeriana, στην αυλή του Ρογήρου Β΄ της Σικελίας, [9][10] αλλά η Αφρική δεν είχε εξερευνηθεί πλήρως από τους Χριστιανούς Γενοβέζους και Βενετούς αλλά ούτε και από τους Άραβες θαλασσοπόρους, με το νοτιότερο τμήμα της να παραμένει αχαρτογράφητο. Υπήρχαν κάποιες γνώσεις σχετικά με την αχανή έρημο Σαχάρα, αλλά αληθινές και τεκμηριωμένες γνώσεις δεν υπήρχαν διαθέσιμες στους Ευρωπαίους παρά μόνο σχετικά με τα μεσογειακά παράλια της Αφρικής, αφού οι Άραβες δεν επέτρεπαν στους Χριστιανούς να εισέλθουν στα εδάφη τους με αποτέλεσμα η εξερεύνηση της ενδοχώρας να είναι αδύνατη. Οι γνώσεις των Ευρωπαίων σχετικά με τις ατλαντικές ακτές της Αφρικής ήταν επίσης περιορισμένες και αποσπασματικές, ενώ οι περισσότερες πηγές τους ήταν Αρχαίοι Ελληνικοί και Ρωμαικοί χάρτες, οι οποίοι με τη σειρά τους ήταν βασισμένοι κυρίως σε πληροφορίες που αποκτήθηκαν από τις εξερευνήσεις των Καρχηδονίων κατά την 1η χιλιετία π.Χ. (βλέπε επίσης: Άννων ο Καρχηδόνιος) και από τη Ρωμαϊκή εξερεύνηση της Μαυριτανίας. Για την Ερυθρά Θάλασσα υπήρχαν ελάχιστες γνώσεις και μόνο οι εμπορικές σχέσεις με τις Ναυτικές Δημοκρατίες, ειδικά τη Δημοκρατία της Βενετίας, προωθούσαν τη συλλογή ακριβών ναυτικών γνώσεων. [11]

Οι Μουσουλμάνοι χρησιμοποιούσαν τους θαλάσσιους εμπορικούς δρόμους του Ινδικού Ωκεανού και συνεπώς είχαν πολύ περισσότερες γνώσεις σχετικά με αυτούς. Επίσης, μεταξύ του 1405 και του 1421 ο Αυτοκράτορας Γιόνγκλ της δυναστείας των Μινγκ της Κίνας χρηματοδότησε την κατασκευή ενός γιγάντιου στόλου που έμεινε στην ιστορία με την ονομασία Στόλος των Θησαυρών ο οποίος κάτω από τις διαταγές του Τσενκ Χι μετέφερε σε επτά ταξίδια, θησαυρούς και δώρα σε αρχηγούς μακρινών χωρών (Αραβία, Ανατολική Αφρική, Ινδία, Νοτιοανατολική Ασία και Ταϊλάνδη) εκ μέρους του Αυτοκράτορα. Τα ταξίδια αυτά είχαν ως σκοπό να αναδείξουν την ισχύ και τον πλούτο της Κίνας σε ολόκληρο τον κόσμο και πήραν από τις χώρες στις οποίες ταξίδεψαν πολλούς πρεσβευτές, ενώ πολλά βασίλεια δήλωσαν την υποτέλειά τους στην Κίνα. Αλλά τα ταξίδια, όπως αναφέρει ο Μα Χουάν, ένας μουσουλμάνος περιηγητής και μεταφραστής, σταμάτησαν απότομα μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα [12] και δεν συνεχίστηκαν, καθώς οι μετέπειτα αυτοκράτορες ακολούθησαν την πολιτική χαϊτζίν (απομονωτισμού) και περιόρισαν σημαντικά το θαλάσσιο εμπόριο της Κίνας. Έτσι η Κίνα, μέχρι τότε μία από τις ισχυρότερες ναυτικές δυνάμεις του πλανήτη αποχωρεί οριστικά από το "παιχνίδι" των εξερευνήσεων και της αποικιοκρατίας, δίνοντας έτσι την ευκαιρία σε ευρωπαϊκά κράτη να πάρουν σταδιακά υπό τον έλεγχο τους μεγάλα τμήματα της Αφρικής και της Ασίας και τελικά να φτάσουν σε σημείο να επεμβαίνουν και στα ζητήματα της ίδιας.

Περίπου το 1400 μία λατινική μετάφραση της Γεωγραφικής Υφηγήσεως του Κλαύδιου Πτολεμαίου, η οποία γράφτηκε περίπου το 150 στην Αλεξάνδρεια φτάνει στην Ιταλία από την Κωνσταντινούπολη. Η επανάκτηση των μέχρι τότε χαμένων ρωμαϊκών γνώσεων ήταν πολύ σημαντική για τους Ευρωπαίους, [13] όχι μόνο για τη χαρτογραφία αλλά και για την αντίληψη του κόσμου, [14] αν και ενίσχυσαν τη θεωρία ότι ο Ινδικός Ωκεανός ήταν στην πραγματικότητα περίκλειστος.

Μεσαιωνικές εξερευνήσεις (1241–1438)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο δρόμος του μεταξιού και τα δίκτυα εμπορίου μπαχαρικών, πρωτού φραχτούν από τους Οθωμανούς το 1453 δίνοντας έτσι κίνητρο στην εξερεύνηση και ανακάλυψη εναλλακτικών δρόμων.
Τα ταξίδια του Μάρκο Πόλο (1271–1295)

Ένα πρελούδιο της Εποχής των Ανακαλύψεων ήταν μια σειρά από ευρωπαϊκές εξερευνητικές αποστολές οι οποίες διέσχισαν μεγάλες εκτάσεις της Ευρασίας δια ξηράς κατά τον ύστερο Μεσαίωνα. [15] Παρότι οι Μογγόλοι είχαν απειλήσει την Ευρώπη με λεηλασίες και καταστροφές, τα διάφορα μογγολικά κράτη εκείνης της περιόδου συνένωσαν το μεγαλύτερο μέρος της Ευρασίας και από το 1206 και έπειτα η Pax Mongolica επέτρεπε την ασφαλή διεξαγωγή του εμπορίου μεταξύ Μέσης Ανατολής και Κίνας. [16][17] Αρκετοί Ευρωπαίοι εκμεταλλεύτηκαν αυτές τις συνθήκες σταθερότητας και ειρήνης που επικρατούσαν για να εξερευνήσουν την Ανατολή. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν Ιταλοί, καθώς το εμπόριο μεταξύ Ευρώπης και Μέσης Ανατολής βρισκόταν κυρίως υπό τον έλεγχο των Ναυτικών Δημοκρατιών. Οι πολλές διασυνδέσεις των Ιταλών με τις χώρες του Λεβάντε σταδιακά τους κίνησαν την περιέργεια και προκάλεσαν το οικονομικό τους ενδιαφέρον σχετικά με τις χώρες οι οποίες βρίσκονταν πιο βαθιά στην Ασία. [18]

Υπάρχουν ορισμένες αναφορές σχετικά με εμπόρους από τη Βόρεια Αφρική και τη Μεσόγειο οι οποίοι εμπορεύονταν στον Ινδικό Ωκεανό κατά τον ύστερο Μεσαίωνα. [6]

Χριστιανικές πρεσβείες έφτασαν μέχρι το Καρακορούμ της Μογγολίας κατά τη διάρκεια των μογγολικών εισβολών στο Λεβάντε, οι οποίες συντέλεσαν στο να κατανοηθούν περισσότερα για την Ασία. Ο πρώτος από αυτούς τους περιηγητές ήταν ο Τζιοβάνι ντα Πιάν ντελ Καρπίν, ο οποίος στάλθηκε από τον Πάπα Ιννοκέντιο Δ΄ στον Μεγάλο Χαν και ταξίδεψε στη Μογγολία και πίσω μεταξύ των ετών 1241 και 1247. [16] Περίπου τον ίδιο καιρό, ο Ρώσος πρίγκιπας Γιαροσλάβ Β΄ του Βλαντίμιρ και ακολούθως οι γιοί του Αλέξανδρος Νιέφσκι και Αντρέι Β' του Βλαντίμιρ ταξίδεψαν στη μογγολική πρωτεύουσα. Παρόλο που τα ταξίδια τους είχαν ισχυρές πολιτικές επιπτώσεις, δεν άφησαν λεπτομερείς καταγεγραμμένες αναφορές. Άλλοι περιηγητές ακολούθησαν, όπως ο Γάλλος Αντρέ ντε Λονγκζουμώ και ο Φλαμανδός Γουιλιέλμος ντε Ρουμπρούκ, ο οποίος έφτασε ως την Κίνα διασχίζοντας την Κεντρική Ασία. [19] Ο Μάρκο Πόλο, ένας Βενετός έμπορος, υπαγόρευσε έναν απολογισμό των ταξιδιών του σε όλη την Ασία από το 1271 έως το 1295, περιγράφοντας τις εμπειρίες του ως φιλοξενούμενος στην αυλή της δυναστείας Γιουάν του Κουμπλάι Χαν. Το βιβλίο του εκδόθηκε υπό τον τίτλο Τα Ταξίδια του Μάρκο Πόλο και διαβάστηκε σε όλη την Ευρώπη. [20]

To 1291, σε μία πρώτη απόπειρα εξερεύνησης του Ατλαντικού, τα αδέρφια και έμποροι Βαντίνο και Ουγκολίνο Βιβάλντι απέπλευσαν από τη Γένοβα με δύο γαλέρες αλλά εξαφανίστηκαν χωρίς να αφήσουν ίχνη στα ανοιχτά του Μαρόκου, ταΐζοντας έτσι τις προϋπάρχουσες φοβίες των Ευρωπαίων προς τα ωκεάνια ταξίδια. [21][22] Από το 1325 μέχρι το 1354, ένας Άραβας λόγιος από την Ταγγέρη του Μαγκχρέμπ, ο Ιμπν Μπατούτα, ο οποίος έμελλε να γίνει ίσως ο σπουδαιότερος περιηγητής όλων των εποχών, ταξίδεψε μέσα από τη Βόρειο Αφρική, την έρημο Σαχάρα, τη Μέση Ανατολή, τη Μαύρη Θάλασσα και τη Κωνσταντινούπολη, το Κέρας της Αφρικής και στη συνέχεια νότια μέχρι τη Τανζανία, στην Περσία, την Ινδία και τη Κίνα. Μετά την επιστροφή του, υπαγόρευσε έναν απολογισμό των ταξιδιών του στον Ιμπν Γιουζάγιου, ο οποίος ήταν ένας από τους κυριότερους γραμματείς του Σουλτάνου του Φεζ. Τα ταξίδια του Ιμπν Μπατούτα καταγράφηκαν στο Ρίχλα ("Το ταξίδι" ή σήμερα γνωστό ως "Ταξίδια στην Ασία και την Αφρική 1325-1354"), [23] που όμως έμεινε βυθισμένο στην αφάνεια για πολλούς αιώνες, μέχρι να ανακαλυφθεί ένα αντίγραφό του στην Αλγερία στα μέσα του 19ου αιώνα και να μεταφραστεί στα γαλλικά. Μεταξύ του 1357 και του 1371 ένα βιβλίο υποτιθέμενων ταξιδιών που έγραψε ο Τζον Μάντερβιλ απέκτησε πολύ μεγάλη δημοσιότητα. Παρά την αναξιόπιστη και συχνά φανταστική φύση των περιγραφών του, χρησιμοποιήθηκε ως πηγή γνώσης [24] για την Ανατολή, την Αίγυπτο και το Λεβάντε γενικά, υποστηρίζοντας παράλληλα την παλιά πεποίθηση ότι η Ιερουσαλήμ ήταν το κέντρο του κόσμου.

Μετά από την περίοδο των σχέσεων που αναπτύχθηκαν μεταξύ του Ταμερλάνου και των Ευρωπαίων, το 1439 ο έμπορος Νικολό ντε Κόντι δημοσίευσε έναν απολογισμό των ταξιδιών του ως μουσουλμάνος έμπορος στην Ινδία και τη Νοτιοανατολική Ασία και αργότερα το 1466-1472, ο Ρώσος έμπορος Αφανάσι Νικίτιν με καταγωγή από το Τβερ ταξίδεψε στην Ινδία, το ταξίδι του δε περιέγραψε στο βιβλίο του "Ταξίδι Πέρα από τις Τρεις Θάλασσες".

Ολα αυτά τα χερσαία ταξίδια που αναφέρθηκαν σε αυτήν την ενότητα είχαν αντικειμενικά πολύ μικρή επίδραση στις εξελίξεις της εποχής τους. Η Μογγολική Αυτοκρατορία και μαζί της η Pax Mongolica ήταν εξαιρετικά βραχύβιες και κατέρρευσαν μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Σύντομα τα χερσαία ταξίδια στην αχανή Ασία γίνονται και πάλι επικίνδυνα και σαν να μην έφτανε αυτό, ο Μαύρος Θάνατος ο οποίος εμφανίζεται τον 14ο αιώνα δεν αφήνει κανένα περιθώριο για εμπόριο και ναυτιλία, πόσο μάλλον για περιηγήσεις σε μακρινές χώρες. [25] Επίσης η σταδιακή άνοδος των Οθωμανών μειώνει περαιτέρω τις επιλογές των Ευρωπαίων για εμπόριο δια ξηράς με την Ασία.

Αποστολές των Κινέζων (1405–1433)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο χάρτης "Μάο Κουν", ο οποίος πιστεύεται ότι βασίζεται σε γνώση που αποκτήθηκε από τα ταξίδια του Τσενκ Χι, περιέχει πληροφορίες πλοήγησης μεταξύ λιμανιών της ΝΑ Ασίας και μέχρι το Μαλίντι. Από το βιβλίο Γουμπέι Ζι (1628)

Οι Κινέζοι είχαν πολλές εμπορικές διασυνδέσεις με τα περισσότερα μέρη της Ασίας και ταξίδευαν μέχρι την Αραβία, Ανατολική Αφρική και Αίγυπτο από τα χρόνια της δυναστείας Τανγκ (618-907 μ.Χ.). Μεταξύ των ετών 1405 και 1421 ο τρίτος αυτοκράτορας της δυναστείας Μινγκ, Γιόνγκλε, χρηματοδότησε μία σειρά από αποστολές στον Ινδικό Ωκεανό οι οποίες είχαν σκοπό να βρούν καινούργια υποτελή κράτη. Των αποστολών αυτών ηγήθηκε ο ναύαρχος Τσενκ Χι.

Ένας μεγάλος στόλος από καινούργιες τζόγκες ετοιμάστηκε για αυτές τις διεθνείς διπλωματικές αποστολές. Η μεγαλύτερη από αυτές τις τζόγκες -τις οποίες οι Κινέζοι αποκαλούσαν μπάο τσουάν (πλοία των θησαυρών)- πρέπει να είχε μήκος 120 μέτρα από τη πλώρη μέχρι τη πρύμνη και συνολικά χιλιάδες άνθρωποι ναυτολογήθηκαν. Η πρώτη από αυτές τις αποστολές απέπλευσε από την Κίνα το 1405. Τουλάχιστον εφτά αποστολές οργανώθηκαν, όλες τους καταγεγραμμένες με λεπτομέρεια και με κάθε μία πιο πολυδάπανη από την προηγούμενη. Οι στόλοι επισκέφτηκαν την Αραβία, Ανατολική Αφρική, Ινδία, σημερινή Ινδονησία και Ταϊλάνδη (τότε λεγόταν "Σιάμ"), ανταλλάσοντας αγαθά στα μέρη που επισκέπτονταν. [26] Παρουσίαζαν δώρα από χρυσό, άργυρο, πορσελάνη και μετάξι ενώ έπαιρναν ως αντάλλαγμα διάφορα εξωτικά είδη όπως στρουθοκαμήλους, ζέβρες, καμήλες, ελεφαντοστό και καμηλοπαρδάλεις. Μετά τον θάνατο του Αυτοκράτορα, ο Τσενκ Χι ηγήθηκε της τελευταίας αποστολής ξεκινώντας από τη Ναντσίνγκ το 1431 και τελικά επιστρέφωντας στο Πεκίνο το 1433. Είναι πολύ πιθανό ότι αυτή η τελευταία αποστολή έφτασε μέχρι και τη Μαδαγασκάρη. Όλα αυτά τα ταξίδια τα καταγέγραψε ο Μα Χουάν, ένας μουσουλμάνος περιηγητής και μεταφραστής που συνόδεψε μάλιστα τον Τσενκ Χι σε τρία από τα εφτά ταξίδια του. Ο απολογισμός του δημοσιεύτηκε υπό τον τίτλο Γινγκ-Γιάι Ζενγκ-Λαμ ("Γενικευμένη Έρευνα των Ακτών του Ωκεανού") (1433). [27]

Αυτά τα μακρινά ταξίδια δεν συνεχίστηκαν, αφού οι επόμενοι αυτοκράτορες της δυναστείας Μινγκ ακολούθησαν το χαϊτζίν, μια πολιτική απομονωτισμού, και συνεπώς μείωσαν σημαντικά τις σχέσεις τους με τα άλλα έθνη καθώς και το θαλάσσιο εμπόριο. Τα ταξίδια σταμάτησαν απότομα μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα, καθώς οι Κινέζοι έχασαν κάθε ενδιαφέρον για τις ξένες χώρες τις οποίες θεωρούσαν βαρβαρικές και πολιτισμικά κατώτερες, [12] και συνεπώς οι αυτοκράτορες που ακολούθησαν είχαν την πεποίθηση ότι αυτές οι εξερευνήσεις είχαν κακή επιρροή στην Κίνα και στον Κινεζικό πολιτισμό. Ο Αυτοκράτορας Χόνγκι δεν επέτρεψε περεταίρω εξερευνήσεις και ο Αυτοκράτορας Χουάντε περιόρισε την πρόσβαση του λαού σε πληροφορίες που σχετίζονταν με τα ταξίδια του Τσενκ Χι.

Ατλαντικός Ωκεανός (1419-1507)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γενοβέζικοι (κόκκινο) and Βενετικοί (πράσινο) θαλάσσιοι εμπορικοί δρόμοι στη Μεσόγειο και στη Μαύρη Θάλασσα

Από τον 8ο αιώνα μέχρι τον 15ο αιώνα, η Βενετική Δημοκρατία και γειτονικές Ναυτικές Δημοκρατίες κατείχαν το μονοπώλειο στο εμπόριο μεταξύ Ευρώπης και Μέσης Ανατολής. Το εμπόριο μεταξιού και μπαχαρικών, το οποίο περιλάμβανε μπαχαρικά, θυμιάματα, αλλά και ναρκωτικά όπως το όπιο έκανε αυτές τις Μεσογειακές Ναυτικές Δημορκατίες εξαιρετικά πλούσιες και ισχυρές. Τα μπαχαρικά ήταν από τα πιο ακριβά και περιζήτητα αγαθά κατά τον Μεσαίωνα, καθώς είχαν πολλές εφαρμογές όπως στη φαρμακευτική, [28] σε θρησκευτικές τελετές, κοσμητική, αρώματα αλλά και προφανώς στη μαγειρική και συντήρηση τροφίμων. [29] Όλα τους προέρχονταν από την Αφρική και την Ασία.

Παράλληλα Μουσουλμάνοι έμποροι, οι περισσότεροι απόγονοι Αράβων θαλασσινών από την Υεμένη και το Ομάν κυριαρχούσαν στους θαλάσσιους εμπορικούς δρόμους του Ινδικού Ωκεανού, φτάοντας μέχρι την Άπω Ανατολή όπου παράγονταν όλα τα περιζήτητα αγαθά και στη συνέχεια μεταφέροντάς τα και πουλώντας τα σε παζάρια στην Ινδία, κυρίως στο Καλικούτ, στις όχθες του Περσικού Κόλπου στην Ορμούζ, και στην Ερυθρά Θάλασσα κυρίως στην Τζέντα. Από εκεί τα αγαθά μεταφέρονταν από χερσαίους δρόμους στα παράλια της Μεσογείου. Έμποροι των ιταλικών Ναυτικών Δημοκρατιών αναλάμβαναν από αυτό το σημείο να διανείμουν τα αγαθά στην Ευρώπη. Ωστόσο με την άνοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία οδήγησε τελικά στην Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, οι Ευρωπαίοι αποκλείστηκαν από σημαντικούς συνδυασμούς χερσαίων και θαλάσσιων εμπορικών δρόμων προς την Ανατολή. [30][31]

Οι Γενοβέζοι αναγκασμένοι να μειώσουν τις εμπορικές τους δραστηριότητες στη Μαύρη Θάλασσα λόγω της ισχυροποίησης των Οθωμανών και παράλληλα σε πόλεμο με τη Βενετία, είχαν επιδοθεί στο εμπόριο με τη Βόρεια Αφρική για σιτάρι, ελαιόλαδο (το οποίο τότε το χρησιμοποιούσαν και ως καύσιμο) και παράλληλα για την αναζήτηση χρυσού και αργύρου. Οι Ευρωπαίοι σε αντίθεση με άλλα μέρη του κόσμου είχαν μία μόνιμη έλλειψη σε χρυσό και άργυρο, [32] καθώς τα περισσότερα νομίσματα που παρήγαγαν τελικώς έφευγαν προς μία κατεύθυνση, δηλαδή προς την Ασία, λόγω του εμπορίου με την Ανατολή το οποίο τώρα είχε μπλοκαριστεί από τους Οθωμανούς. Όλο και περισσότερα Ευρωπαϊκά ορυχεία στερεύαν, [33] και η έλλειψη αποθεμάτων σε χρυσό και άργυρο οδήγησε στην εξέλιξη ενός περίπλοκου χρηματοπιστωτικού συστήματος έτσι ώστε να διαχειρίζονταν τα ρίσκα που επέφερε το εμπόριο (η πρώτη κρατική τράπεζα, η Banco di San Giorgio ιδρύθηκε το 1407 στη Γένοβα). Οι Γενοβέζοι επίσης ταξίδευαν μέχρι την Μπρυζ στην Ολλανδία αλλά και την Αγγλία και σταδιακά σχηματίστηκαν αξιόλογες Γενοβέζικες κοινότητες στην Πορτογαλία, [34] οι οποίες πλούτισαν χάρη στην εμπειρία τους στις επιχειρήσεις και στον χρηματοοικονομικό τομέα.

Τα θαλάσσια ταξίδια των Ευρωπαίων ήταν πρωτίστως κοντά στο χερσαίο καμποτάζ, και ήταν καθοδηγούμενα από ειδικούς χάρτες γνωστούς ως πορτολάνους. Αυτοί οι χάρτες υποδείκνυαν αποδεδειγμένους ωκεάνιους δρόμους, καθοδηγούμενους από σημεία αναφοράς στις ακτές: Οι ναύτικοι απέπλεαν από ένα γνωστό σημείο, ακολουθούσαν τις ενδείξεις της πυξίδας και προσπαθούσαν να αναγνωρίσουν την ακριβή τους τοποθεσία κάνοντας διοπτεύσεις σε διάφορα καταφανή σημεία της στεριάς. [35] Για τις πρώτες ωκεάνιες εξερευνήσεις οι Ευρωπαίοι χρησιμοποιούσαν την πυξίδα και εκμεταλλεύονταν επίσης διαδοχικές εξελίξεις στη χαρτογραφία και αστρονομία. Τα Αραβικά πλοηγητικά όργανα όπως ο αστρολάβος και ο εξάντας χρησιμοποιούνταν για την αστρονομική ναυτιλία.

Πορτογαλικές εξερευνήσεις: Ο δρόμος προς τις Ινδίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι κυριότεροι εμπορικοί δρόμοι της Σαχάρας (περίπου 1400), με τον σύγχρονο Νίγηρα υπογραμμισμένο.

Το 1297, με την Πορτογαλία να έχει πλέον απελευθερωθεί από τους μουσουλμάνους, (βλέπε: Ρεκονκίστα) ο Βασιλιάς Διονύσιος της Πορτογαλίας απέκτησε προσωπικό ενδιαφέρον για τις εξαγωγές της χώρας του. Το 1317 έφτασε σε συμφωνία με τον Γενοβέζο ναυτικό και έμπορο Μανουέλ Πεσσάνια, τον οποίον και διόρισε ως πρώτο ναύαρχο του Πορτογαλικού ναυτικού έτσι ώστε η χώρα να προστατεύεται από πειρατικές επιδρομές των Μουσουλμάνων. [36] Ξεσπάσματα της βουβωνικής πανώλης οδήγησαν σε σημαντική μείωση του πληθυσμού κατά το δεύτερο μισό του 14ου αιώνα: Μόνο η θάλασσα προσέφερε πλέον εναλλακτικές λύσεις, με το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού να έχει οδηγηθεί στο ψάρεμα και στο εμπόριο σε παραθαλάσσιες περιοχές. [37] Μεταξύ του 1325 και του 1357 ο Αλφόνσος Δ΄ της Πορτογαλίας ενθάρρυνε το θαλάσσιο εμπόριο και διέταξε τη διεξαγωγή των πρώτων εξερευνήσεων. [38] Οι Κανάριες Νήσοι, ήδη γνωστές στους Γενοβέζους, διεκδικήθηκαν και ανακαλύφθηκαν επίσημα από τους Πορτογάλους αλλά το 1344 η Καστίλη αμφισβήτησε την κυριαρχία της Πορτογαλίας σε αυτά, με αποτέλεσμα η γενικευμένη έχθρα μεταξύ των δύο κρατών να επεκταθεί και στις θάλασσες. [39][40]

Για να εξασφαλίσουν το μονοπώλειό τους στο εμπόριο, οι Ευρωπαίοι με πρώτους τους Πορτογάλους προσπάθησαν να εγκαταστήσουν ένα σύστημα στη Μεσόγειο το οποίο χρησιμοποιούσε τη στρατιωτική ισχύ και τον εκφοβισμό για να κατευθύνει την εμπορική κίνηση σε λιμάνια που βρίσκονταν υπό τον έλεγχό τους: Έτσι μπορούσαν να τη φορολογήσουν. [41] Το 1415 η Θέουτα καταλήφθηκε από τους Πορτογάλους οι οποίοι επιδίωκαν να πάρουν υπό τον έλεγχό τους τους θαλάσσιους δρόμους της Βόρειας Αφρικής. Ο νεαρός πρίγκιπας Ερρίκος ο Θαλασσοπόρος βρισκόταν εκεί και έτσι συνειδητοποίησε τα μεγάλα κέρδη που μπορούσαν να επιφέρουν οι εμπορικοί δρόμοι της Σαχάρας. Για αιώνες οι εμπορικοί δρόμοι διακίνησης σκλάβων και χρυσού μεταξύ Δυτικής Αφρικής και Μεσογείου περνούσαν από την έρημο Σαχάρα και βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των Μαυριτανών, οι οποίοι ήταν λαός της Βορειοδυτικής Αφρικής.

Ο Ερρίκος ενδιαφερόταν να ανακαλύψει μέχρι που εκτείνονταν τα εδάφη των Μουσουλμάνων στην Αφρική, ελπίζοντας στη συνέχεια να τα παρακάμψει ώστε να εμπορεύεται με τη Δυτική Αφρική απευθείας και δια θαλάσσης. Φιλοδοξούσε επίσης να βρεί νέους συμμάχους στα θρυλικά Χριστιανικά εδάφη του νότου όπως το αρχαίο χριστιανικό βασίλειο του Ιωάννη του Πρεσβύτερου, [42] καθώς και να μάθει εάν ήταν δυνατό για κάποιον να ταξιδέψει μέχρι τις Ινδίες από τη θάλασσα, οι οποίες ήταν οι πηγές του επικερδούς εμπορίου μπαχαρικών. Επένδυσε στη χρηματοδότηση αποστολών στις ακτές της Μαυριτανίας, μαζεύοντας μία ομάδα εμπόρων, πλοιοκτητών και συμμετόχων οι οποίοι ενδιαφέρονταν για την ανακάλυψη νέων θαλάσσιων οδών. Σύντομα οι αποστολές αυτές έφτασαν στη Μαδέρα (1419) και στις Αζόρες (1427). Συγκεκριμένα, ανακαλύφθηκαν από αποστολές που οργανώθηκαν από τον ίδιο τον Ερρίκο. Ο ηγέτης της αποστολής που ανακάλυψε τη Μαδέρα ήταν ο Ζοάο Γκονσάλβες Ζάρκο. Αυτός ανακάλυψε τα νησιά τυχαία ενώ είχε παρασυρθεί από μια καταιγίδα το 1419 και επέστρεψε για να τα εποικίσει ένα χρόνο αργότερα. [43]

Μέχρι εκείνο τον καιρό οι Ευρωπαίοι δεν γνώριζαν τι υπήρχε στα νότια του Ακρωτηρίου Σαουνάρ (Ακρωτήριο Νον, "Όχι" καθώς θεωρούνταν ανυπέρβλητο) στις αφρικανικές ακτές του Μαρόκου καθώς επίσης και αν ήταν δυνατό να επιστρέψει κανείς αφού το ξεπερνούσε. [44] Ναυτικοί θρύλοι προειδοποιούσαν για θαλάσσια τέρατα ή ακόμη και για την Άκρη του Κόσμου, αλλά όπως αποδείχτηκε οι εξερευνήσεις του Ερρίκου έδωσαν τελικά ένα γερό πλήγμα σε τέτοιες πεποιθήσεις: Από το 1421 συστηματικά ταξίδια ξεπέρασαν το ακρωτήριο, φτάνοντας πιο πέρα στο επίσης επικίνδυνο Ακρωτήριο Μπογιαδόρ. Το δεύτερο με τη σειρά του ξεπεράστηκε το 1434 από τον Τζιλ Εάνες, έναν από τους καπετάνιους του Πρίγκιπα Ερρίκου.

Μία σημαντική πρόοδος ήταν η εξέλιξη ενός νέου τύπου πλοίου, της καραβέλας, στα μέσα του 15ου αιώνα, ένα μικρό πλοίο που μπορούσε να πραγματοποιήσει πιο κλειστές πλεύσεις από κάθε άλλο τύπο που υπήρχε στην Ευρώπη εκείνη την εποχή. [45] Με σχεδιασμό εμπνευσμένο από αλιευτικά, ήταν οι πρώτες που μπορούσαν να αφήσουν τα παράλια πίσω τους και να πλεύσουν με ασφάλεια στα ανοιχτά του Ατλαντικού. Για την αστρονομική πλοήγηση οι Πορτογάλοι χρησιμοποιούσαν τις εφημερίδες, οι οποίες ήταν αστρονομικοί χάρτες που περιλάμβαναν πίνακες με τη θέση ουρανίων αντικειμένων σε συγκεκριμένες στιγμές. Οι εφημερίδες διαδόθηκαν με ταχύτατους ρυθμούς κατά τον 15ο αιώνα. Το Almanach Perpetuum, που εκδόθηκε το 1496 από τον Εβραίο αστρονόμο, αστρολόγο και μαθηματικό Αβράαμ Ζακούτο, περιλάμβανε κάποιους από αυτούς τους πίνακες για τις κινησεις των άστρων. [46] Αυτοί οι πίνακες έφεραν μια πραγματική επανάσταση στη ναυτιλία και έκαναν δυνατό τον υπολογισμό του γεωγραφικού πλάτους. Ο ακριβής υπολογισμός του γεωγραφικού μήκους ωστόσο ταλαιπωρούσε τους ναυτικούς για αρκετούς ακόμη αιώνες. [47][48] Χρησιμοποιώντας την καραβέλα, συστηματικές εξερευνήσεις σταδιακά προχώρησαν ακόμη πιο νότια, με πρόοδο περίπου μίας γεωγραφικής μοίρας κάθε χρόνο. [49] Οι αποστολές έφτασαν στη Σενεγάλη το 1445 και στο Πράσινο Ακρωτήριο το 1446, ενώ ο Αλβάρο Φερνάντες έφτασε σχεδόν μέχρι τη σημερινή Σιέρα Λεόνε.

Το 1453 η Άλωση της Κωνσταντινούπολης και η κατάληψή της από τους Οθωμανούς ήταν ένα γερό πλήγμα στον Χριστιανισμό καθώς και στις παμπάλαιες εμπορικές σχέσεις που είχαν εγκαθιδρυθεί με την Ανατολή. Το 1455 ο Πάπας Νικόλαος Ε΄ εκδίδει τη βούλα Romanus Pontifex η οποία ενισχύει την παλαιότερη Dum Diversas (1452), δίνοντας όλες τις χερσαίες και θαλάσσιες εκτάσεις που ανακαλύπτονταν πέρα του Ακρωτηρίου Μπογιαδόρ στον βασιλιά Αλφόνσο Ε΄ της Πορτογαλίας και τους διαδόχους του, υποστηρίζοντας επίσης και το εμπόριο και τις κατακτήσεις εναντίον των Μουσουλμάνων και των παγανιστών, εγκαινιάζοντας έτσι μία πολιτική mare clausum (κλειστής θάλασσας) στον Ατλαντικό. [50] Ο Βασιλιάς, που διερευνούσε μαζί με τους Γενοβέζους εμπειρογνώμονές του σχετικά με πιθανούς θαλάσσιους δρόμους προς την Ινδία, ανέθεσε τη δημιουργία του χάρτη που έμεινε γνωστός ως ο Παγκόσμιος χάρτης του πατρός Μάουρο, που έφτασε από τη Βενετία -όπου και δημιουργήθηκε- στη Λισαβόνα το 1459. [51]

Το 1456 ο Ντιόγκο Γκομέζ έφτασε στο αρχιπέλαγος του Πράσινου Ακρωτηρίου. Την επόμενη δεκαετία αρκετοί καπετάνιοι στην υπηρεσία του πρίγκιπα Ερρίκου -μεταξύ των οποίων και ο Αντόνιο Μόλι και ο Βενετός Αλβάισε Καδαμόστο- ανακάλυψαν τα υπόλοιπα νησιά που εποικίστηκαν κατά τον 15ο αιώνα. Στα 1460 οι Πορτογάλοι φτάνουν στον Κόλπο της Γουινέας.

Πορτογαλικές εξερευνήσεις μετά τα χρόνια του Ερρίκου του Θαλασσοπόρου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πορτογαλικός χάρτης του Κόλπου της Γουινέας, τότε γνωστός ως Χρυσή Ακτή. (περίπου 1550-1560)
Σύγχρονο αντίγραφο καραβέλας, η οποία εμφανίστηκε στα μέσα του 15ου αιώνα για την εξερεύνηση των ωκεανών.

Το 1460 ο Πέδρο ντε Σίντρα έφτασε στη Σιέρα Λεόνε. Ο Ερρίκος ο Θαλασσοπόρος πέθανε τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, μετά από το οποίο λόγω των πενιχρών κερδών, η εξερεύνηση ανατέθηκε στον έμπορο από τη Λισαβόνα Φερνάο Γκομέζ, ο οποίος ως αντάλλαγμα για το μονοπώλειο του εμπορίου στον Κόλπο της Γουινέας που του δόθηκε υποχρεώθηκε να εξερευνήσει 160 χιλιόμετρα κάθε χρόνο για πέντε χρόνια. [52] Υπό τη χορηγία του, οι εξερευνητές Ιωάννης ντε Σανταρέμ, Πέδρο Εσκομπάρ, Λόπο Γκοντζάλβιες, Φερνάντο Πο και Πέδρο ντε Σίντρα εκπλήρωσαν και ξεπέρασαν αυτούς τους στόχους. Έφτασαν στο Νότιο Ημισφαίριο και στα νησιά του Κόλπου της Γουινέας, μεταξύ των οποίων στα Σάο Τομέ και Πρίνσιπε και Ελμίνα στη Χρυσή Ακτή. (Στο Νότο Ημισφαίριο χρησιμοποιούσαν τον Σταυρό του Νότου ως σημείο αναφοράς για να πλοηγηθούν.) Εκεί, στη σημερινή Γκάνα, τότε γνωστή ως η Χρυσή Ακτή ανακαλύφθηκε τελικά η πηγή προέλευσης του αλλουβιακού χρυσού που έφτανε μέχρι τότε στους Ευρωπαίους από τη Βόρεια Αφρική. Οι ιθαγενείς εξόρυσσαν τον χρυσό και στη συνέχεια τον εμπορεύονταν με Άραβες και Βερβέρους.

Το 1478 (κατά τη διάρκεια του Πολέμου της Καστιλιανής Διαδοχής), κοντά στις ακτές τις Ελμίνας έγινε μια σημαντική ναυμαχία μεταξύ μιας Καστιλιανής αρμάδας 35 καραβελών και ενός Πορτογαλικού στόλου για την ηγεμονία στο εμπόριο του Κόλπου της Γουινέας (χρυσού, σκλάβων, ελεφαντοστού και πιπεριού μελεγκέτα). Ο πόλεμος έληξε με τη νίκη των Πορτογάλων, την οποία ακολούθησε η αναγνώριση της Πορτογαλικής κυριαρχίας στο μεγαλύτερο μέρος των -μέχρι τότε- αμφισβητούμενων εδαφών της Δυτικής Αφρικής από τους Καθολικούς Μονάρχες, με τη Συνθήκη της Αλκαθάβας το 1479. Αυτή ήταν η πρώτη περί αποικιών διαμάχη μεταξύ Ευρωπαϊκών δυνάμεων.

Το 1481 ο προσφάτως ενθρονισμένος Ιωάννης Β΄ της Πορτογαλίας αποφάσισε το χτίσιμο του Κάστρου της Ελμίνας. Το 1482 ο Ντιόγκο Κάο εξερευνεί τον ποταμό Κονγκό [53] και το 1486 προχωράει στο Ακρωτήριο του Σταυρού (Κέιπ Κρος) στη σύγχρονη Ναμίμπια.

Η επόμενη σημαντική εξέλιξη ήρθε το 1488, όταν ο Βαρθολομαίος Ντιάζ ξεπέρασε το νοτιότερο άκρο της Αφρικής, το οποίο ονόμασε αρχικά το "Ακρωτήριο των Καταιγιδών" (Cabo das Tormentas), αγκυροβολόντας στον Όρμο του Μοσσέλ και φτάνοντας στον ποταμό που ονόμασε Ρίο ντου Ινφάντε (σημερινός Γκρέιτ Φις στη Νότια Αφρική) αποδεικνύοντας έτσι ότι ο Ινδικός Ωκεανός ήταν προσβάσιμος από τον Ατλαντικό. Τον ίδιο καιρό ο Πέδρο ντε Κοβίλχα, ο οποίος στάλθηκε σε μία μυστική αποστολή στην Αιθιοπία, συγκέντρωσε μεγάλο πλήθος πληροφοριών σχετικά με την Ερυθρά Θάλασσα και την ακτή της Κένυας, προβλέποντας ότι ένας θαλάσσιος δρόμος προς τις Ινδίες θα αποκαλυπτόταν σύντομα. [54] Σύντομα το ακρωτήριο επονομάστηκε από τον βασιλιά Ιωάννη Β΄ ως το "Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδος" (Cabo da Boa Esperança), καθώς με την ανακάλυψη μίας θαλάσσιας οδού προς την Ινδία καταρρίφθηκε η αντίληψη που ήταν διαδεδομένη από την αρχαιότητα, ότι δηλαδή ο Ινδικός Ωκεανός ήταν περίκλειστος, δίνοντας έτσι πολλές ελπίδες και προσδοκίες για το μέλλον της Πορτογαλίας.

Βασιζόμενοι σε πολύ μεταγενέστερες ιστορίες σχετικά με το νησί φάντασμα γνωστό ως Μπακαλάο καθώς και κάποιες επιγραφές που βρέθηκαν στον Ντίνγκτον Ροκ στη Μασαχουσέτη, κάποιοι έχουν εκφράσει την άποψη ότι ο Πορτογάλος εξερευνητής Ζοάο Βας Κόρτε-Ρεάλ ανακάλυψε τη Νέα Γη και Λαμπραντόρ το 1473, αν και οι πηγές που παραθέτουν θεωρούνται από τη πλειοψηφία των σύγχρονων ιστορικών ως αναξιόπιστες και μη-πειστικές. [55]

Ισπανικές εξερευνήσεις: Ο Χριστόφορος Κολόμβος και οι Δυτικές Ινδίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα τέσσερα ταξίδια του Χριστόφορου Κολόμβου (1492-1503)

Η γειτονική χώρα και αντίπαλος της Πορτογαλίας, Καστίλη, είχε στο μεταξύ εδραιώσει την κυριαρχία της στις Κανάριες Νήσους, στα ανοιχτά των ακτών στου Νοτίου Μαρόκου, το 1402, αλλά το μεγαλύτερο μέρος του 15ου αιώνα ήταν απασχολημένη με διάφορα εσωτερικά ζητήματα καθώς και με την απώθηση Μουσουλμανικών αποβάσεων και επιδρομών. Μόνο στα τέλη του αιώνα, μετά την ενοποίηση του Στέμματος της Καστίλης και της Αραγωνίας και την ολοκλήρωση της Ανακατάλαψης (Ρεκονκίστα), μία πλέον αρτιμελής και ισχυρή Ισπανία μπαίνει στον αγώνα της εξερεύνησης νέων θαλάσσιων οδών. Το Στέμμα της Αραγωνίας ήταν μία ισχυρή ναυτική δύναμη της Μεσογείου, με κτήσεις στην Ανατολική Ισπανία, Νοτιοδυτική Γαλλία, σημαντικά νησιά όπως τη Σικελία και τη Μάλτα, το Βασίλειο της Νεαπόλεως και τη Σαρδινία, με χερσαίες κτήσεις ακόμη και στην Ελλάδα. Το 1492 οι Καθολικοί Μονάρχες κατέλαβαν το Μαυριτανικό Εμιράτο της Γρανάδας, το οποίο στο παρελθόν έδινε αφρικανικά αγαθά ως φόρο υποτελείας στην Καστίλη, και αποφάσισαν να χρηματοδοτήσουν την αποστολή του Χριστόφορου Κολόμβου με την ελπίδα να παρακάμψουν το Πορτογαλικό μονοπώλειο στις θαλάσσιες εμπορικές οδούς της Δυτικής Αφρικής, και να φτάσουν τις Ινδίες ταξιδεύοντας δυτικά. [56] Ο Κολόμβος είχε ήδη παρουσιάσει το σχέδιό του δύο φορές στον Ιωάννη Β΄ της Πορτογαλίας, το 1485 και το 1488, ο οποίος το απέρριψε.

Το απόγευμα της 3ης Αυγούστου του 1492, ο Κολόμβος απέπλευσε από το Παλός ντε Φροντέρα της Ανδαλουσίας με τρία πλοία: Μία καράκα, τη Σάντα Μαρία, γνωστή και με το ψευδώνυμο Γκαλέγκα ("από τη Γαλικία") και δύο μικρότερες καραβέλες, την Πίντα ("η βαμμένη") και τη Σάντα Κλάρα ή Νίνα. Ο Κολόμβος πρώτα ταξίδεψε για τις Κανάριες Νήσους όπου ανεφοδιάστηκε και στη συνέχεια ξεκίνησε το ταξίδι του, τελικά διαρκείας πέντε εβδομάδων, διασχίζοντας ένα τμήμα του Ατλαντικού σήμερα γνωστό ως Θάλασσα των Σαργασσών.

Η πρώτη οπτική επαφή με τη στεριά έγινε στις 12 Οκτωβρίου του 1492, και ο Κολόμβος ονόμασε το νησί (σημερινές Μπαχάμες) Σαν Σαλβαδόρ, το οποίο πίστευε ότι ήταν μέρος των Δυτικών Ινδιών. Ο Κολόμβος εξερεύνησε τις βορειοανατολικές ακτές της Κούβας (όπου έφτασε στις 28 Οκτωβρίου) και τις βόρειες ακτές της Ισπανιόλας στις οποίες έφτασε στις 5 Δεκεμβρίου. Τον υποδέχτηκε ο ντόπιος φύλαρχος Γουασαναγκάρι, ο οποίος του έδωσε την άδεια να αφήσει κάποιους άνδρες πίσω του φεύγοντας.

Σύγχρονα αντίγραφα της Νίνα, Πίντα και Σάντα Μαρία στο Παλός ντε λα Φροντέρα, Ισπανία

Ο Κολόμβος άφησε 39 άντρες πίσω του και ίδρυσε τον οικισμό του Λα Ναβιδάδ στη σύγχρονη Αϊτή. [57] Πρωτού επιστρέψει στην Ισπανία απήγαγε περίπου 10-25 ιθαγενείς και τους πήρε μαζί του. Μόνο περίπου εφτά με οκτώ από αυτούς τους "Ινδιάνους" έφτασαν στην Ισπανία ζωντανοί, αλλά προκάλεσαν πολλές εντυπώσεις στη Σεβίλλη. [58]

Στο ταξίδι της επιστροφής μια καταιγίδα τον ανάγκασε να προσεγγίσει το λιμάνι της Λισαβόνας, στις 4 Μαρτίου του 1493. Αφού πέρασε μία εβδομάδα στην Πορτογαλία αναχώρησε για την Ισπανία και στις 15 Μαρτίου του 1493 έφτασε στη Βαρκελώνη, όπου παρουσιάστηκε στους Καθολικούς Μονάρχες. Τα νέα των ανακαλύψεων του Κολόμβου διαδόθηκαν ταχύτατα σε όλη την Ευρώπη. [59]

Πάντως ο Κολόμβος και οι άλλοι εξερευνητές ήταν αρχικώς απογοητευμένοι από τις ανακαλύψεις τους, ενώ οι εντυπώσεις που προκλήθηκαν στην Ευρώπη ήταν μεν σημαντικές αλλά σε καμία περίπρωση δεν θεωρήθηκαν κοσμοϊστορικές από τους ανθρώπους της εποχής. Σε αντίθεση με τις διάφορες φυλές της Αφρικής και τις Ασίας, οι ιθαγενείς της Καραϊβικής δεν είχαν πολλά να εμπορευτούν με τους Ισπανούς, ενω ο τρόπος ζωής τους ήταν πολύ πρωτόγονος. Γρήγορα κατέστη σαφές ότι μόνο μέσω της δημιουργίας αποικιών θα μπορούσαν τα εδάφη αυτά να αποφέρουν κέρδη. Παρά μόνο πολύ αργότερα όταν η Αμερικανική Ήπειρος εξερευνήθηκε περισσότερο, οι Ισπανοί βρήκαν τελικά στην ενδοχώρα τα αμύθιτα πλούτη που ονειρεύονταν.

Συνθήκη της Τορδεσίγιας (1494)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο μεσημβρινός της Συνθήκης της Τορδεσίγιας (1494) με μωβ, καθώς και ο μεταγενέστερος αντιμεσημβρινός των Μολουκών με πράσινο, που θεσπίστηκε με τη Συνθήκη της Ζαραγόζας (1529)

Λίγο μετά την επιστροφή του Κολόμβου από την περιοχή που έμελλε να μείνει γνωστή ως οι "Δυτικές Ινδίες", ένας ξεκάθαρος διαχωρισμός των σφαιρών επιρροής έγινε αναγκαίος για να αποφευχθεί ο επικείμενος πόλεμος Ισπανών και Πορτογάλων. [60] Στις 4 Μαΐου του 1493, δύο μόλις μήνες μετά την επιστροφή του Κολόμβου, οι Καθολικοί Μονάρχες έλαβαν μία βούλα (inter caetera) από τον Πάπα Αλέξανδρο ΣΤ΄ που όριζε ότι όλα τα εδάφη δυτικά και νότια από έναν μεσημβρινό 100 λευγών δυτικά και νότια από τις Αζόρες ή το Πράσινο Ακρωτήριο θα έπρεπε να ανήκαν στην Καστίλη και αργότερα, και όλα τα ηπειρωτικά εδάφη και νησιά που τότε ανήκαν στην Ινδία. Η βούλα δεν ανέφερε την Πορτογαλία, η οποία δε μπορούσε να διεκδικήσει εδάφη που ανακαλύπτονταν στα ανατολικά του μεσημβρινού.

Ο Βασιλιάς Ιωάννης Β΄ της Πορτογαλίας δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος με αυτό το σχέδιο, από το οποίο έκρινε ότι κέρδιζε πολύ λίγη γη και το κυριότερο, τον εμπόδιζε να φτάσει στις Ινδίες που ήταν και ο αρχικός του στόχος. Διαπραγματεύτηκε ευθέως με τον Βασιλιά Φερδινάνδο Β΄ της Αραγωνίας και τη Βασίλισσα Ισαβέλλα Α΄ της Καστίλης και τελικά συμφωνήθηκε η μετακίνηση της γραμμής λίγο πιο δυτικά, και του επιτράπηκε επίσης η διεκδίκηση εδαφών στα ανατολικά αυτής. [61]

Τελικά οι Καθολικοί Μονάρχες και ο Ιωάννης Β΄ έφτασαν σε συμφωνία το 1494, με τη Συνθήκη της Τορδεσίγιας η οποία χώριζε όλον τον πλανήτη σε δύο περιοχές κυριαρχίας. Με αυτή τη συνθήκη οι Πορτογάλοι έλαβαν τα πάντα -εκτός της Ευρώπης- στα ανατολικά ενός μεσημβρινού, ο οποίος περνούσε 370 λεύγες δυτικά του Πράσινου Ακρωτηρίου (ήδη Πορτογαλικό) και ανατολικά των νησιών που ανακάλυψε ο Χριστόφορος Κολόμβος στο πρώτο του ταξίδι, αναφερόμενα στη συνθήκη ως "Ζιπάνγκου" (πιστεύοντας ότι πρόκειται για την Ιαπωνία) και "Αντίλλες", που στην πραγματικότητα ήταν η Κούβα και Ισπανιόλα. Έτσι η Πορτογαλία απέκτησε τον έλεγχο της Αφρικής, Ασίας, και ανατολικής Νότιας Αμερικής (Βραζιλία). Οι Ισπανοί (Καστίλη) έλαβαν τα πάντα στα δυτικά εκείνης της γραμμής. Την περίοδο των διαπραγματεύσεων η συνθήκη χώριζε τον γνωστό κόσμο των Ατλαντικών νησιών περίπου στη μέση, με τη διαχωριστική γραμμή να βρίσκεται περίπου στα μέσα της απόστασης μεταξύ του Πράσινου Ακρωτηρίου και των Ισπανικών ανακαλύψεων στην Καραϊβική.

Το 1500 ο Πέδρο Άλβαρες Καμπράλ αντίκρισε αυτό που σήμερα γνωρίζουμε ως την ακτή της Βραζιλίας, η οποία αρχικά πιστευόταν ότι πρόκειται για ένα μεγάλο νησί. Καθώς ήταν στα δυτικά του μεσημβρινού της Τορδεσίγιας, τη διεκδίκησε για την Πορτογαλία, κάτι που οι Ισπανοί σεβάστηκαν. Τα Πορτογαλικά πλοία συνήθιζαν να πλέουν δυτικά στον Ατλαντικό Ωκεανό για να βρούν ιδανικούς ανέμους για το ταξίδι προς τις Ινδίες (Βόλτα ντο Μαρ) και αυτό ακριβώς έκανε ο Πέδρο Καμπράλ όταν ανακάλυψε τη Βραζιλία, κάτι άλλωστε που επέτρεπε ένα ειδικό παράθυρο στη συνθήκη της Τορδεσίγιας. Ορισμένοι υποψιάζονται ότι οι Πορτογάλοι είχαν ανακαλύψει στα κρυφά τη Βραζιλία από νωρίτερα, κάτι που θα εξηγούσε το γεγονός ότι ο Ιωάννης Β΄ είχε διαπραγματευτεί τη μετακίνηση του μεσημβρινού ανατολικότερα καθώς και τον τρόπο με τον οποίον ο Καμπράλ βρήκε τις ακτές, αλλά δεν υπάρχουν αξιόπιστα στοιχεία που να υποστηρίζουν αυτή τη θεωρία. Ορισμένοι επίσης υποψιάζονται ότι ο Ντουάρτε Πατσέκο Περέιρα ανακάλυψε στα κρυφά τη Βραζιλία το 1498, αλλά ούτε αυτό είναι αποδεκτό από την πλειοψηφία των σύγχρονων ιστορικών.

Αργότερα θα αποδεικνυόταν ότι η Ισπανική επικράτεια θα περιλάμβανε αχανείς εκτάσεις στην ηπειρωτική Βόρεια και Νότια Αμερική, αλλά η Πορτογαλική αποικία της Βραζιλίας σύντομα θα ενσωμάτωνε εδάφη πέραν του μεσημβρινού, χωρίς ιδιαίτερη αντίδραση από τους Ισπανούς. Οι υπόλοιπες Ευρωπαϊκές χώρες αγνόησαν παντελώς αυτή τη συνθήκη ιδρύοντας οικισμούς και από τις δύο πλευρές του μεσημβρινού, καθώς θεώρησαν ότι ως μη-Ιβηρικές χώρες δεν τους αφορούσε.

Ένας Νέος Κόσμος: Η Αμερική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μεγενθυμένο τμήμα του Παγκοσμίου χάρτη του Βαλντζεεμύλλερ (1507), στο οποίο το τοπονύμιο "Αμερική" φαίνεται για πρώτη φορά.

Στην πραγματικότητα την εποχή της Συνθήκης της Τορδεσίγιας ελάχιστα από τα εδάφη που είχαν διαχωριστεί από τον μεσημβρινό είχαν εξερευνηθεί από τους Ευρωπαίους, και είχαν χωριστεί περισσότερο με βάση ενός γεωγραφικού ορισμού και λιγότερο με βάση αληθινά σύνορα. Το πρώτο ταξίδι του Κολόμβου το 1492 κέντρισε το ενδιαφέρον της Ευρώπης για τις ναυτικές εξερευνήσεις και από το 1497 και έπειτα, ένας σημαντικός αριθμός εξερευνητών άρχισε να ταξιδεύει προς τη Δύση.

Βόρεια Αμερική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εκείνο το έτος, ο Τζοβάννι Καμπότο, ένας Ιταλός στην υπηρεσία της Αγγλίας, πήρε δίπλωμα ευρεσιτεχνίας από τον Βασιλιά Ερρίκο Ζ΄. Αφού απέπλευσε από το Μπρίστολ, πιθανότατα με την υποστήριξη της Κοινότητας των Κοινοπρακτούντων Εμπόρων (Society of Merchant Venturers), ο Καμπότο διέσχισε τον Ατλαντικό από ένα πιο βόριο τμήμα του, ελπίζοντας ότι έτσι το ταξίδι προς τις Δυτικές Ινδίες θα ήταν πιο σύντομο, [62] και προσάραξε κάπου στη Βόρειο Αμερική, πιθανότατα στη Νέα Γη. Το 1499 ο Ζοάο Φερνάντεζ Λαβραντόρ πήρε άδεια από τον Βασιλιά της Πορτογαλίας και μαζί με τον Πέδρο ντε Μπαρσέλος έφτασαν για πρώτη φορά στο Λαμπραντόρ, το οποίο έλαβε τιμητικά το όνομά του. Αφού επέστρεψε πιθανότατα πήγε στο Μπρίστολ έτσι ώστε στη συνέχεια να μπει στην υπηρεσία της Αγγλίας. [63] Περίπου τον ίδιο καιρό, μεταξύ των ετών 1499 και 1502, οι αδερφοί Γκασπάρ και Μιγκέλ Κορτέ Ρεάλ εξερεύνησαν και ονόμασαν τις ακτές της Γροιλανδίας καθώς και της Νέας Γης. [64] Και οι δύο εξερευνήσεις αναφέρονται στον Παγκόσμιο χάρτη του Αλμπέρτ Καντίνο.

Οι "Αληθινές Ινδίες" και η Βραζιλία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1497, ο νέος Βασιλιάς Εμμανουήλ Α΄ της Πορτογαλίας έστειλε έναν εξερευνητικό στόλο προς τα ανατολικά, εκπληρώνοντας έτσι το όνειρο των προκατόχων του να βρεθεί θαλάσσιος δρόμος για τις Ινδίες. Τον Ιούλιο του 1499 έφτασαν τα νέα ότι οι Πορτογάλοι είχαν φτάσει στις "Αληθνές Ινδίες", καθώς ένα γράμμα στάλθηκε από τον Πορτογάλο Βασιλιά προς τους Ισπανούς Καθολικούς Μονάρχες, μία μέρα μετά την επιστροφή του στόλου υπό πανηγυρικό κλίμα. [65]

Η τρίτη αποστολή του Κολόμβου το 1498 ήταν η αρχή του πρώτου επιτυχημένου Καστιλιανού εποικισμού των Δυτικών Ινδιών, στο νησί της Ισπανιόλας. Παρόλο που όλο και περισσότεροι άρχιζαν να εκφράζουν αμφιβολίες, ο Κολόμβος επέμενε κατηγορηματικά ότι βρίσκονταν στις Ινδίες. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού ανακάλυψε το Δέλτα του ποταμού Ορινόκο στις βόρειες ακτές της Νότιας Αμερικής (σημερινή Βενεζουέλα) και υπέθεσε ότι αυτή η τεράστια ποσότητα γλυκού νερού μπορούσε μόνο να υποδηλώνει την ύπαρξη μιας γιγαντιαίας ηπειρωτικής ενδοχώρας, η οποία ήταν σίγουρος ότι ήταν η Ασία.

Καθώς σταδιακά η θαλάσσια κίνηση μεταξύ Σεβίλλης και Δυτικών Ινδιών μεγάλωνε, περισσότερες γνώσεις αποκτήθηκαν σχετικά με τα νησιά της Καραϊβικής, την Κεντρική Αμερική και τις βόρειες ακτές της Νότιας Αμερικής. Ένας Ισπανικός στόλος, αυτός του Αλόνσο ντε Οχέδα και του Αμέριγκο Βεσπούτσι το 1499-1500 προσάραξε στις ακτές της σημερινής Γουιάνας. Στη συνέχεια οι δύο εξερευνητές φαίνεται πως κατευθύνθηκαν προς αντίθετες κατευθύνσεις. Ο Βεσπούτσι σάλπαρε προς τα νότια, ανακαλύπτοντας το Δέλτα του Αμαζονίου τον Ιούλιο του 1499, [66][67] και φτάνοντας στον 6ο νότιο παράλληλο, στη σύγχρονη ανατολική Βραζιλία, προτού αρχίσει το ταξίδι της επιστροφής.

Στις αρχές του 1500 ο Βισέντε Γιάνιες Πινσόν παρασύρθηκε εκτός πορείας από μία καταιγίδα και έφτασε στις βορειοανατολικές ακτές της σημερινής Βραζιλίας στις 26 Ιανουαρίου 1500, και εξερεύνησε προς τα νότια μέχρι τη σημερινή επαρχία Περναμπούκου. Ο στόλος του ήταν ο πρώτος που εισήλθε πλήρως στις εκβολές του ποταμού Αμαζονίου τις οποίες ονόμασε "Ρίο Σάντα Μαρία ντε λα Μαρ Ντούλσε" ("Ο ποταμός της Σάντα Μαρία της θάλασσας του γλυκού νερού"). [68] Ωστόσο, τα εδάφη αυτά ήταν στα ανατολικά του Μεσημβρινού της Τορδεσίγιας και συνεπώς δεν μπορούσαν να διεκδικηθούν από τους Ισπανούς, αλλά οι ανακαλύψεις αυτές προκάλεσαν το ενδιαφέρον τους, με μία δεύτερη εξερυνητική αποστολή υπό τις εντολές του Πινσόν να πραγματοποιείται το 1508 (η οποία παρέπλευσε τη βόρεια ακτή της Νότιας Αμερικής φτάνοντας στην παράκτια ενδοχώρα της Κεντρικής Αμερικής, αναζητώντας ένα πέρασμα προς την Ασία) και μία τρίτη το 1515-16 υπό τον Χουάν Ντιάζ ντε Σολίς, ο οποίος ήταν πλοηγός στη δεύτερη αποστολή του 1508. Ουσιαστικό κίνητρο της τρίτης αποστολής ήταν κάποιες αναφορές σχετικά με πορτογαλικές εξερευνήσεις στην περιοχή (δείτε παρακάτω). Τελείωσε όταν ο Σολίς μαζί με κάποιους άνδρες του εξαφανίστηκαν ενώ εξερευνούσαν με μια βάρκα τον Ρίο ντε λα Πλάτα, αλλά οι ανακαλύψεις της αναζωπύρωσαν το ενδιαφέρον των Ισπανών και ο εποικισμός της περιοχής ξεκίνησε το 1531.

Τον Απρίλιο του 1500, η 2η Πορτογαλική Αρμάδα της Ινδίας υπό τον Πέδρο Άλβαρες Καμπράλ με τη συνοδεία εμπειρότατων καπετάνιων όπως τον Βαρθολομαίο Ντιάζ και τον Νικολάου Κοέλιο, κατέληξε στις Βραζιλιάνικες ακτές καθώς έπλεε προς τα δυτικά στον Ατλαντικό επιχειρώντας μία μεγάλη Βόλτα ντο Μαρ ("θαλάσσιο κύκλο") ώστε να εκμεταλλευτεί τους Αληγείς ανέμους για το ταξίδι προς τον Ινδικό Ωκεανό, αποφεύγοντας παράλληλα τη νηνεμία στον Κόλπο της Γουινέας. Στις 21 Απριλίου του 1500 ανακαλύφθηκε ένα βουνό που ονομάστηκε Μόντε Πασκοάλ και στις 22 Απριλίου ο Καμπράλ αποβιβάστηκε στις ακτές. Στις 25 Απριλίου ολόκληρος ο στόλος κατευθύνθηκε προς ένα φυσικό λιμάνι που ονομάστηκε "Πόρτο Σεγούρο" ("Ασφαλές λιμάνι"). Ο Καμπράλ πίστευε ότι αυτά τα νέα εδάφη ήταν στα ανατολικά του Μεσημβρινού της Τορδεσίγιας, και έστειλε έναν αγγελιαφόρο στην Πορτογαλία με επιστολή που ανέφερε τις ανακαλύψεις καθώς και με γράμμα από τον Πέρο Βαζ ντε Καμίνια. Καθώς πίστευε ότι αυτά τα εδάφη ήταν μέρος ενός νησιού, το ονόμασε "'Ιλα ντε Βέρα Κρούζ" ("Νησί του αληθινού Σταυρού"). [69] Κάποιοι ιστορικοί έχουν υποθέσει ότι οι Πορτογάλοι πιθανώς να είχαν βρεθεί στη Βραζιλία από νωρίτερα, σε μία απόπειρα να πραγματοποιήσουν "Βόλτα ντο Μαρ" στον Ατλαντικό, κάτι που θα εξηγούσε τη μεγάλη επιμονή του Ιωάννη Β΄ για τη μετακίνηση του Μεσημβρινού της Τορδεσίγιας στα δυτικά, αν και αυτό θα μπορούσε κάλλιστα να εξηγηθεί και πιο απλά, ότι δηλαδή ήθελε απλώς να αυξήσει τις πιθανότητες η ζώνη της Πορτογαλίας να είχε περισσότερα εδάφη. [70] Από την ανατολική ακτή της Βραζιλίας, ο στόλος κατευθύνθηκε προς τα ανατολικά για να ολοκληρώσει τη Βόλτα ντο Μαρ και να συνεχίσει την πορεία του προς την Ινδία. Ο Καμπράλ ήταν ο πρώτος καπετάνιος που βρέθηκε σε τέσσερις ηπείρους, ηγούμενος της αποστολής που συνέδεσε και ένωσε την Ευρώπη, Αφρική, Αμερική και Ασία. [71][72]

Μετά από πρόσκληση του Βασιλιά Εμμανουήλ Α΄ της Πορτογαλίας, ο Αμέριγκο Βεσπούτσι, [73] -ένας Φλωρεντίνος που δούλευε σε παράρτημα της τράπεζας των Μεδίκων στη Σεβίλλη από το 1491, ο οποίος ήταν ικανός για ωκεάνιες εξερευνήσεις και είχε ταξιδέψει δύο φορές στη Γουιάνα με τον Χουάν ντε λα Κόσα στην υπηρεσία της Ισπανίας- [74] συμμετείχε ως παρατηρητής στα εξερευνητικά ταξίδια στις ανατολικές ακτές της Νότιας Αμερικής. Οι εξερευνήσεις αυτές έγιναν ευρέως γνωστές στην Ευρώπη αφού εκδόθηκαν δύο αναφορές του Βεσπούτσι σχετικά με αυτές μεταξύ των ετών 1502 και 1504, οι οποίες υποστήριζαν ότι αυτές οι νέες περιοχές δεν ήταν οι Ινδίες αλλά ένας "Νέος Κόσμος" [75] ή Mundus novus, ένας λατινικός τίτλος ενός εγγράφου της εποχής, βασιζόμενος στα γράμματα του Βεσπούτσι στον Λαυρέντιο των Μεδίκων τον Νεότερο, το οποίο είχε γίνει πολύ γνωστό την Ευρώπη. [76] Σύντομα έγινε κατανοητό ότι ο Κολόμβος δεν είχε φτάσει στις Ινδίες αλλά είχε βρεί μία νέα ήπειρο, την Αμερική. Οι πρώτοι που χρησιμοποίησαν τον όρο "Αμερική" προς τιμήν του Αμέριγκο Βεσπούτσι ήταν οι χαρτογράφοι Μάρτιν Βαλντζεεμύλλερ και Ματίας Ρίνγκμαν στον χάρτη που έμεινε γνωστός ως ο Παγκόσμιος χάρτης του Βαλντζεεμύλλερ και που εκδόθηκε το 1507.

Το 1501-1502 μία από αυτές τις Πορτογαλικές αποστολές, υπό τον Γκονσάλο Κοέλιο (και/ή τον Αντρέ Γκοντσάλβες ή τον Γκασπάρ ντε Λεμός), περιέπλευσε τις ακτές τις Νότιας Αμερικής προς τα νότια και έφτασε στην ακτή του σημερινού Ρίο ντε Τζανέιρο. Η αναφορά του Αμέριγκο Βεσπούτσι γράφει ότι η αποστολή έφτασε τον νότιο γεωγραφικό παράλληλο 52, σε "ψυχρές" περιοχές που αντιστοιχούν στη σύγχρονη νότια Παταγονία, πρωτού ξεκινήσουν το ταξίδι της επιστροφής. Ο Βεσπούτσι έγραψε ότι κατευθύνθηκαν προς τα νοτιοδυτικά και νότια, ακολουθόντας μια "μακρά ευθεία ακτογραμμή" (η οποία προφανώς ταυτίζεται με αυτή της σύγχρονης Βραζιλίας). Αυτό ωστόσο δείχνει αμφιλεγόμενο, αφού άλλαξε τμήμα της περιγραφής στο επόμενό του γράμμα, στο οποίο ανέφερε μία αλλαγή από περίπου 32 μοίρες (Νότια Βραζιλία), στα νότια-νοτιοανατολικά, στην ανοιχτή θάλασσα, επιμένωντας ωστόσο ότι είχαν φτάσει τις 50-52 μοίρες νότια (εάν αυτό ήταν δική του απόφαση ή αν τον είχε πιέσει ο Βασιλιάς Εμμανουήλ να αλλάξει την αναφορά του για να μην αποκαλυφθούν πολλές πληροφορίες δημοσίως παραμένει άγνωστο). [77][78]

Το 1503, ο Μπινιό Πολμιέρ ντε Γκονβίλ, αμφισβητώντας την πορτογαλική πολιτική του mare clausum, οδήγησε μία από τις πρώτες Γαλλικές Νορμανδικές και Βρετανικές αποστολές στη Βραζιλία. Είχε σκοπό να πλεύσει στις Ανατολικές Ινδίες, αλλά κοντά στο Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδος το πλοίο του παρασύρθηκε από μία καταιγίδα στα δυτικά και τελικά έφτασε στην περιοχή της σύγχρονης πολιτείας της Σάντα Καταρίνα (νότια Βραζιλία), στις 5 Ιανουαρίου του 1504.

Americae Sive Quartae Orbis Partis Nova Et Exactissima Descriptio (1562), ο εκτενέστερος χάρτης της Αμερικής μέχρι τον 17ο αιώνα και ο πρώτος που εμφανίζεται το τοπονύμιο "Καλιφόρνια"

Το 1511-1512, οι Πορτογάλοι καπετάνιοι και Ζοάο ντε Λισμπόα και Εστεβάο ντε Φρουά έφτασαν τις εκβολές του Ρίο ντε λα Πλάτα στη σημερινή Ουρουγουάη και Αργεντινή και στη συνέχεια μέχρι και τον Κόλπο του Σαν Ματίας στις 42°Ν (όπως καταγράφεται στο Newen Zeytung auss Pressilandt δηλαδή "Καινούργια Μαντάτα από τη Γη της Βραζιλίας"). [79][80] Η αποστολή έφτασε ένα ακρωτήριο που εκτεινόταν από βορρά προς νότο, το οποίο ονόμασαν Ακρωτήριο της "Σάντα Μαρία", σήμερα γνωστό ως "Πούντα ντελ Έστε". Μετά τις 40°Ν ανακάλυψαν ένα "Ακρωτήριο" ή "ένα σημείο που προεκτεινόταν στη θάλασσα" και έναν "Κόλπο" (τον Ιούνιο και Ιούλιο). Αφού έπλευσαν για περίπου 300 χιλιόμετρα γύρω από το ακρωτήριο ξαναδιέκριναν τη βραζιλιάνικη ενδοχώρα από την άλλη μεριά και κατευθύνθηκαν βορειοδυτικά, άλλα μία καταιγίδα τους εμπόδισε να συνεχίσουν περαιτέρω. Στη συνέχεια, με τον βόρειο άνεμο γνωστό ως Τραμορτάνε (η γνωστή στους Έλληνες "Τραμουντάνα") να τους παρασύρει νότια, αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν. Επίσης από αυτή την αποστολή γίνεται η πρώτη αναφορά για τον "Λευκό Βασιλιά" και τους "Ανθρώπους των Βουνών" της ενδοχώρας (την Αυτοκρατορία των Ίνκα) στον Βασιλία της Πορτογαλίας Εμμανουήλ Α΄, του οποίου και φερνουν και δώρα, ένα τσεκούρι από ασήμι το οποίο δόθηκε στη διάρκεια της επιστροφής από τους ιθαγενείς Τσαρούα. [81] Ο Χριστόφορος ντε Χάρο, ένας Φλαμανδός, Σεφαραδίτικης καταγωγής (ένας από τους χορηγούς της αποστολής μαζί με τον Νούνο Εμμανουήλ), ο οποίος και θα υπηρετούσε το Ισπανικό Στέμμα από το 1516 και έπειτα, πίστευε ότι οι εξερευνητές εκείνοι είχαν ανακαλύψει ένα στενό στα νότια που οδηγούσε στη δύση και στις Αληθινές Ινδίες.

Το 1519, μία αποστολή του Ισπανικού Στέμματος με σκοπό να βρεί δρόμο προς την Ασία οδηγήθηκε από τον έμπειρο Πορτογάλο εξερευνητή Φερδινάρδο Μαγγελάνο. Ο στόλος εξερεύνησε τα ποτάμια και τους κόλπους καθώς χαρτογραφούσε τις ακτές της Νότιας Αμερικής μέχρι που τελικά ανακαλύφθηκε ένα στενό που οδηγούσε στον Ειρηνικό Ωκεανό, το οποίο και ονομάστηκε Πορθμός του Μαγγελάνου.

Το 1524-1525, ο Αλέιχο Γκαρσία, ένας Πορτογάλος κονκισταδόρ (πιθανώς βετεράνος της αποστολής του Σολίς του 1516), οδήγησε μία ιδιωτική αποστολή αποτελούμενη από λίγους Ισπανούς και Πορτογάλους ναυαγούς, οι οποίοι προσέλαβαν περίπου 2000 Ινδιάνους Γουαρανί. Εξερεύνησαν περιοχές της σημερινής Βραζιλίας, Παραγουάης και Βολιβίας χρησιμοποιόντας το δίκτυο μονοπατιών των ιθαγενών γνωστό ως Πεαμπίρου. Αυτοί ήταν επίσης οι πρώτοι Ευρωπαίοι που διέσχισαν τις πεδιάδες του Τσάκο και έφτασαν τα όρια της αυτοκρατορίας των Ίνκα στους λόφους των Άνδεων, κοντά στη σύγχρονη Σούκρε. [82]

Ινδικός Ωκεανός (1497–1513)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πορεία του Βάσκο ντα Γκάμα προς τις Ινδίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πορεία του Βάσκο ντα Γκάμα προς τις Ινδίες (μαύρο). Παλαιότερα ταξίδια του Πέρο ντα Κοβιλιά (πορτοκαλί) και Αλφόνσο ντα Παΐβα (μπλέ) και η κοινή πορεία τους (πράσινο)

Προστατευόμενες από τον Ισπανικό ανταγωνισμό από τη Συνθήκη της Τορδεσίγιας, οι Πορτογαλικές εξερευνήσεις προς την ανατολή συνεχίστηκαν χωρίς καμία διακοπή. Δύο φορές οι Πορτογάλοι είχαν αρνηθεί επίσημα την πρόταση του Χριστόφορου Κολόμβου να οργανώσουν μια αποστολή που θα έφτανε τις Ινδίες από τα δυτικά. Οι εμπειρογνώμωνες του Ιωάννη Β΄ της Πορτογαλίας θεώρησαν την πρόταση του Κολόμβου προβληματική, καθώς υποψιάζονταν ότι το ταξίδι προς τα δυτικά θα ήταν πολύ μεγαλύτερο σε απόσταση από αυτό που τους παρουσίαζε ο Κολόμβος, [83] και εν μέρει γιατί ο Βαρθολομαίος Ντιάζ είχε αναχωρήσει το 1487 με στόχο να φτάσει τον Ινδικό Ωκεανό από τα νότια της Αφρικής και άρα ως αποτέλεσμα πίστευαν ότι το ταξίδι θα ήταν πολύ πιο σύντομο με αυτόν τον τρόπο. Η επιστροφή του Ντιάζ από τον Ακρωτήρι της Καλής Ελπίδος το 1488 και τα χερσαία ταξίδια του Πέρο ντα Κοβιλιά στην Αιθιοπία έδειξαν ότι ο Ινδικός Ωκεανός ήταν προσβάσιμος από τον Ατλαντικό. Μετά από πολύχρονες αργοπορίες, τελικά ετοιμάστηκε η αποστολή προς τις Ινδίες.

Υπό το νέο Βασιλιά Εμμανουήλ Α΄ της Πορτογαλίας, τον Ιούλιο του 1497 ένας μικρός εξερευνητικός στόλος τεσσάρων πλοίων και με συνολικό πλήρωμα περίπου 170 ανδρών έφυγε από τη Λισαβόνα υπό τον Βάσκο ντα Γκάμα. Μέχρι τον Δεκέμβριο ο στόλος πέρασε τον Ρίο ντου Ινφάντε (σημερινό Γκρέιτ Φις Ρίβερ) -όπου στην προηγούμενη αποστολή είχε πάρει τον δρόμο του γυρισμού- και πέρασε σε άγνωστα νερά. Στις 20 Μαΐου του 1498 έφτασαν στην Καλικούτ (στη σύγχρονη Κεράλα στη νότια Ινδία). Οι προσπάθειες όμως του ντα Γκάμα να λάβει ευνοϊκούς όρους συναλλαγών απέτυχαν, καθώς τα αγαθά τους είχαν μικρή αξία για τους Ινδούς, σε σύγκριση με τα πολύτιμα αγαθά που εμπορεύονταν εκεί. [84] Δύο χρόνια και δύο μέρες μετά την αποχώρηση τους, ο Γκάμα μαζί με 55 επιζώντες γύρισαν στη Λισαβόνα όπου έλαβαν θερμή υποδοχή με δόξα και τιμές, αφού ήταν οι πρώτοι που έφτασαν στις Ινδίες από τη θάλασσα.

Το 1500, ένας δεύτερος μεγαλύτερος στόλος δεκατριών πλοίων και περίπου 1500 ανδρών στάλθηκε στην Ινδία. Υπό τον Πέδρο Άλβαρες Καμπράλ, αποβιβάστηκαν πρώτα στις ακτές της Βραζιλίας. Στη συνέχεια, στον Ινδικό Ωκεανό, ένα από τα πλοία του Καμπράαλ έφτασε στη Μαδαγασκάρη (1501), η οποία εξερευνήθηκε μερικώς από τον Τριστάο ντα Κούνια. Ο Μαυρίτιος ανακαλύφθηκε το 1507, ενώ η Σοκότρα κατελήφθη το 1506. Το ίδιο έτος ο Λουρέντσο ντε Αλμέιντα αποβιβάστηκε στη Σρι Λάνκα, την "Ταπροβανή" της αρχαιότητας. Στην ασιατική ήπειρο εδραιώθηκαν οι πρώτοι εμπορικοί σταθμοί στο Κοτσί και στην Καλικούτ το 1501 και στη συνέχεια στη Βέλια ("παλαιά") Γκόα, το 1510.

Τα Νησιά των Μπαχαρικών και η Κίνα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αντίγραφο του πλοίου Φλορ ντε λα Μαρ στο Θαλάσσιο Μουσείο της Μαλάκκα

Το 1511, ο Αφόνσο ντε Αλμπουκέρκι κατέκτησε τη Μαλάκκα για την Πορτογαλία, η οποία ήταν το κέντρο του ασιατικού εμπορίου. Ανατολικά της Μαλάκκα, ο Αλμπουκέρκι απέστειλε διάφορες διπλωματικές αποστολές: τον Ντουάρτε Φερνάντες ως τον πρώτο ευρωπαίο απεσταλμένο στο βασίλειο του Σιάμ (σύγχρονη Ταϊλάνδη).

Γνωρίζοντας τη μυστική θέση των λεγόμενων "νησιών των μπαχαρικών" - τα νησιά Μαλούκου (κυρίως η Μπάντα) ήταν τότε η μοναδική παγκόσμια πηγή μοσχοκάρυδων και γαρίφαλων. Λόγω αυτής της ιδιαιτερότητας, ήταν ο κύριος σκοπός των ταξιδιών στην ινδική θάλασσα. Έτσι έστειλε μια αποστολή με επικεφαλής τον Αντόνιο ντε Αμπρέου στην Μπάντα (μέσω της Ιάβας και των Υπήνεμων Σούνδων), όπου ήταν οι πρώτοι Ευρωπαίοι που έφθασαν στις αρχές του 1512, αφού έκαναν μια διαδρομή μέσω της οποίας πέρασαν και από τα νησιά Μπουρού, Αμπόν και Σέραμ.[85][86] Από την Μπάντα ο Αμπρέου επέστρεψε στη Μαλάκκα, ενώ ο αντικαπετάνιος Φρανσίσκο Σερράο, μετά από διαχωρισμό που είχαν λόγω ενός ναυαγίου, κινήθηκε προς τα βόρεια φτάνοντας για άλλη μια φορά στο Αμπόν. Ύστερα βυθίστηκε στο Τερνάτε, όπου έλαβε την άδεια κατασκευής ενός πορτογαλικού φρουρίου-εργοστασίου: του Σάο Ζοάο Μπατίστα ντε Τερνάτε, το οποίο ίδρυσε την πορτογαλική παρουσία στο Μαλαϊκό Αρχιπέλαγος.

Τον Μάιο του 1513, ο Ζορζέ Άλβαρες, πορτογάλος απεσταλμένος, έφθασε στην Κίνα. Αν και ήταν ο πρώτος που έφτασε στο νησί Λιντίν στο Δέλτα του ποταμού Περλ, ο Ραφαέλ Περεστρέγιο, ξάδελφος του φημισμένου Χριστόφορου Κολόμβου ήταν ο πρώτος Ευρωπαίος εξερευνητής που προσγειώθηκε στη νότια ακτή της ηπειρωτικής Κίνας και έκανε εμπόριο στην Κουανγκτσόου το 1516.[87][88] Ο Φερνάο Πιρές ντε Αντράντε επισκέφθηκε την Καντώνα το 1517 και ξεκίνησε εμπόριο με την Κίνα. Οι Πορτογάλοι ηττήθηκαν από τους Κινέζους το 1521 στη μάχη του Τουνμέν και το 1522 στη μάχη του Σιτσαοουάν κατά τη διάρκεια της οποίας οι Κινέζοι κατέλαβαν πορτογαλικά πυροβόλα περιστροφικά φορτία. Οι Κινέζοι ονόμαζαν τα όπλα των Πορτογάλων με το όνομα Φολανγκτζί (佛郎機, δηλαδή Φράγκικα). Μετά από μερικές δεκαετίες, οι εχθροπραξίες μεταξύ Πορτογάλων και Κινέζων σταμάτησαν και το 1557 οι Κινέζοι επέτρεψαν στους Πορτογάλους να καταλάβουν το Μακάο.

Για να επιβάλουν εμπορικό μονοπώλιο, η Μασκάτ και το Χορμούζ στον Περσικό Κόλπο προσαρτήθηκαν από τον Αφόνσο ντε Αλμπουκέρκι το 1507 και το 1515 αντίστοιχα. Επίσης ανέλαβε διπλωματικές σχέσεις με την Περσία. Το 1513, ενώ προσπαθούσε να κατακτήσει το Άντεν, μια αποστολή με επικεφαλής τον Αλμπουκέρκι ταξίδεψε στην Ερυθρά Θάλασσα μέσα στο Μπαμπ αλ Μαντάμπ και στάθμευσε στο νησί Καμάραν. Το 1521, μια δύναμη υπό τον Αντόνιο Κορέια κατέκτησε το Μπαχρέιν, ξεκινώντας μια περίοδο σχεδόν ογδόντα ετών πορτογαλικής κυριαρχίας στο αρχιπέλαγος του Κόλπου.[89] Στην Ερυθρά Θάλασσα, η Μασάουα ήταν το βορειότερο σημείο που κατείχαν οι Πορτογάλοι μέχρι το 1541, όταν στόλος υπό τον Εστεβάο ντα Γκάμα διείσδυσε μέχρι το Σουέζ.

Ειρηνικός Ωκεανός (1513–1529)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το ταξίδι του Μπαλμπόα στη Νότια Θάλασσα, 1513

Ανακάλυψη του Ειρηνικού Ωκεανού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1513, περίπου 64 χιλιόμετρα νότια του Ακαντί της Κολομβίας, ο Ισπανός Βάσκο Νούνιες ντε Μπαλμπόα άκουσε απροσδόκητες ειδήσεις για μια "άλλη θάλασσα" πλούσια σε χρυσό, την οποία άκουσε με μεγάλο ενδιαφέρον.[90] Με λίγους πόρους και με πληροφορίες που έδωσαν οι καθίκε, ταξίδεψε μέσω του ισθμού του Παναμά με 190 Ισπανούς, λίγους γηγενείς οδηγούς και ένα πακέτο σκύλων.

Χρησιμοποιώντας ένα μικρό πλοίο και δέκα κανό, έπλευσαν κατά μήκος της ακτής. Στις 6 Σεπτεμβρίου, η αποστολή ενισχύθηκε με 1.000 άνδρες, πολέμησε πολλές μάχες, εισχώρησε σε μια πυκνή ζούγκλα και ανέβηκε στην οροσειρά κατά μήκος του ποταμού Τσουκουνάκε απ'όπου μπορούσαν να δουν αυτή τη «άλλη θάλασσα». Ο Μπαλμπόα προχώρησε και πριν από το μεσημέρι της 25ης Σεπτεμβρίου, είδε στον ορίζοντα μια άγνωστη θάλασσα και έτσι έγινε ο πρώτος Ευρωπαίος που είδε ή έφτασε στον Ειρηνικό Ωκεανό από τον Νέο Κόσμο. Η αποστολή κατέβηκε προς την ακτή για ένα σύντομο ταξίδι αναγνώρισης. Έτσι έγιναν οι πρώτοι Ευρωπαίοι που περιηγήθηκαν στον Ειρηνικό Ωκεανό από τις ακτές του Νέου Κόσμου. Μετά από περισσότερα από 110 χιλιόμετρα ταξιδιού, ο Μπαλμπόα ονόμασε τον κόλπο όπου κατέληξαν Σαν Μιγκέλ. Ονόμασε τη θάλασσα ως Μαρ ντελ Σουρ (Νότια Θάλασσα), αφού είχαν ταξιδέψει νότια για να τη φτάσουν. Ο κύριος σκοπός του Μπαλμπόα στην αποστολή ήταν η αναζήτηση βασιλείων πλούσιων σε χρυσό. Για τον σκοπό αυτό, διέσχισε τα εδάφη των καθίκε στα νησιά, ονομάζοντας το μεγαλύτερο ως Ίσλα Ρίκα (Πλούσιο Νησί, σήμερα ονομάζεται Ίσλα ντελ Ρέι). Η συστάδα νησιών ονομάστηκε Αρκιπιέλαγκο ντε λας Πέρλας, ονομασία την οποία διατηρούν μέχρι σήμερα.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Merson, John (1990). The Genius That Was China: East and West in the Making of the Modern World. Woodstock, New York: The Overlook Press. σελ. 72. ISBN 0-87951-397-7A companion to the PBS Series The Genius That Was China 
  2. «Columbus to the Caribbean». fsmitha.com. 
  3. «Christopher Columbus – Exploration». history.com. 
  4. Diffie, Bailey W. and George D. Winius, "Foundations of the Portuguese Empire, 1415–1580", p. 176
  5. Zweig, Stefan, "Conqueror of the Seas – The Story of Magellan", Read Books, 2007, (ISBN 1-4067-6006-4)
  6. 6,00 6,01 6,02 6,03 6,04 6,05 6,06 6,07 6,08 6,09 Paine, Lincoln (2013). The Sea and Civilization: A Maritime History of the World. New York: Random House, LLC. 
  7. 7,0 7,1 Merson, John (1990). The Genius That Was China: East and West in the Making of the Modern World. Woodstock, New York: The Overlook Press. ISBN 0-87951-397-7<A companion to the PBS Series "The Genius That Was China"> 
  8. Arnold 2002, p. xi.
  9. Houben, 2002, pp. 102–04.
  10. Harley & Woodward, 1992, pp. 156–61.
  11. Abu-Lughod 1991, p. 121.
  12. 12,0 12,1 Mancall 2006, p. 17.
  13. Arnold 2002, p. 5.
  14. Love 2006, p. 130.
  15. silk-road 2008, web.
  16. 16,0 16,1 DeLamar 1992, p. 328.
  17. Abu-Lughod 1991, p. 158.
  18. Crowley, Roger (2011). City of Fortune (στα English) (Main έκδοση). Faber & Faber. ISBN 9780571245956. CS1 maint: Μη αναγνωρίσιμη γλώσσα (link)
  19. Mancall 2006, p. 14.
  20. Mancall 2006, p. 3.
  21. Parry 2006, p. 69.
  22. Diffie 1977, pp. 24–25.
  23. Dunn 2004, p. 310.
  24. Mancall 1999, p. 36.
  25. DeLamar 1992, p. 329.
  26. Tamura 1997, p. 70.
  27. Mancall 2006, p. 115.
  28. Spice importance for medieval humorism principles of medicine was such that shortly after entering the trade, apothecaries and physicians like Tomé Pires and Garcia da Orta (see Burns 2001, p. 14) were sent to India having studied spices in works like Suma Oriental (see Pires 1512, p. lxii) and Colóquios dos simples e drogas da India ("Conversations on the simples, drugs and materia medica of India)
  29. ScienceDaily 1998, news.
  30. «Byzantine-Ottoman Wars: Fall of Constantinople and spurring "age of discovery"». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Ιουνίου 2015. Ανακτήθηκε στις 18 Αυγούστου 2012. 
  31. «Overview of Age of Exploration». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Ιουλίου 2012. Ανακτήθηκε στις 18 Αυγούστου 2012. 
  32. Spufford 1989, pp. 339–49.
  33. Spufford 1989, p. 343.
  34. Abu-Lughod 1991, p. 122.
  35. Parry 1981, p. 33.
  36. Diffie 1977, p. 210.
  37. Newitt 2005, p. 9.
  38. Diffie 1960, p. 49.
  39. Diffie 1977, pp. 29–31.
  40. Butel 1999, p. 36.
  41. Chaudhuri, K. N. (1985). Trade and Civilization in the Indian Ocean: An Economic History from the Rise of Islam to 1750. Cambridge University Press. σελ. 64. 
  42. Anderson 2000, p. 50.
  43. Joaquinn Pedro Oliveira Martins, The Golden Age Of Prince Henry The Navigator. (New York: Dutton), p. 72.
  44. Locke 1824, p. 385.
  45. Boxer 1969, p. 29.
  46. Nissan Mindel, Rabbi Abraham Zacuto – (1450–1515), http://www.chabad.org/library/article_cdo/aid/111917/jewish/Rabbi-Abraham-Zacuto.htm
  47. Parry 1981, p. 145.
  48. Diffie 1977, pp. 132–34.
  49. Russell-Wood 1998, p. 9.
  50. Daus 1983, p. 33.
  51. Bagrow 1964, p. 72.
  52. Diffie 1977, pp. 145–48.
  53. DeLamar 1992, p. 335.
  54. Anderson 2000, p. 59.
  55. Lusa. «Portugueses chegaram à América 19 anos antes de Colombo». Expresso. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2017-12-07. https://web.archive.org/web/20171207085019/http://expresso.sapo.pt/cultura/2016-02-27-Portugueses-chegaram-a-America-19-anos-antes-de-Colombo. Ανακτήθηκε στις 2019-01-04. 
  56. DeLamar 1992, p. 341.
  57. Maclean 2008, web.
  58. Forbes 1993, p. 22
  59. Mancall 1999, p. 26.
  60. DeLamar 1992, p. 345.
  61. Davenport 1917, pp. 107–11.
  62. Croxton 2007, web (on subscription)
  63. Diffie 1977, pp. 463–64.
  64. Diffie 1977, pp. 464–65.
  65. Diffie 1977, p. 185.
  66. Pohl, Frederick J. (1966). Amerigo Vespucci: Pilot Major. New York: Octagon Books. σελίδες 54–55. 
  67. [1] Arciniegas, German (1978) Amerigo and the New World: The Life & Times of Amerigo Vespucci: Octagon Press
  68. Morison, Samuel (1974). The European Discovery of America: The Southern Voyages, 1492–1616. New York: Oxford University Press. 
  69. N. McAlister, Lyle. (1984) Spain and Portugal in the New World: 1492–1700. p. 75.
  70. Crow 1992, p. 136.
  71. Foundations of the Portuguese Empire, 1415–1580, Bailey Wallys Diffie and George D. Winius. University of Minnesota Press, 1977 p. 187
  72. The Coming of the Portuguese Αρχειοθετήθηκε 2014-10-31 στο Wayback Machine. by Paul Lunde, London University's School of Oriental and African Studies, in Saudi Aramco World – July/August 2005 Volume 56, Number 4,
  73. Diffie 1977, pp. 456–62.
  74. Catholic Encyclopædia 2, web.
  75. Arciniegas 1978, pp. 295–300.
  76. Diffie 1977, p. 458.
  77. The Invention of America Αρχειοθετήθηκε 2018-12-15 στο Wayback Machine.. Indiana University Press. pp. 106–07, by Edmundo O'Gorman
  78. Imago Mvndi -Brill Archive – Leiden, Editorial Board. Leo Bagrow, Stokholm – New light on Vespucci's third voyage, By R. Levillier pp. 40–45
  79. Bethell, Leslie (1984). The Cambridge History of Latin America, Volume 1, Colonial Latin America. Cambridge: Cambridge University Press. σελ. 257. 
  80. Laguarda Trias, Rolando A. (1988). Pilotos portugueses en el Rio de La Plata durante el siglo XVI. Coimbra: UC Biblioteca Geral 1. σελίδες 59–61. 
  81. Newen Zeytung auss Presillg Landt
  82. Peabiru, the route lost in English
  83. Morison 1942, pp. 65–75.
  84. Bernstein, William J. (2008). A Splendid Exchange: How Trade Shaped the World (στα English). New York: Grove Press. ISBN 9780802144164. CS1 maint: Μη αναγνωρίσιμη γλώσσα (link)
  85. Milton 1999, pp. 5–7.
  86. Cortesão, Armando (1944). The Suma Oriental of Tomé Pires: an account of the east, from the Red Sea to Japan, written in Malacca and India in 1512–1515/The Book of Francisco Rodrigues rutter of a voyage in the Red Sea, nautical rules, almanack and maps, written and drawn in the east before 1515. The Hakluyt Society. ISBN 978-8120605350. Ανακτήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 2016. 
  87. Pfoundes 1882, p. 89.
  88. Nowell 1947, p. 8.
  89. Cole 2002, p. 37.
  90. Otfinoski 2004, p. 33