Εξέγερση της Κορυτσάς

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η βορειοηπειρωτική σημαία που υψώθηκε στο μητροπολιτικό μέγαρο της Κορυτσάς στις 22 Μαρτίου 1914, από τους εξεγερθένετες.

Η Εξέγερση της Κορυτσάς (19-23 Μαρτίου 1914) πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια του Βορειοηπειρωτικού Αγώνα, λίγες ημέρες μετά την παράδοση της πόλης στη χωροφυλακή της νεοσύστατης Αλβανίας. Ήδη κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων (1912-1913) η Κορυτσά είχε περιέλθει στον έλεγχο του Ελληνικού Στρατού. Όμως μετά από σειρά διεθνών συνθηκών επιδικάστηκε στο νεοσύστατο αλβανικό κράτος, όπως και η υπόλοιπη περιοχή της Βορείου Ηπείρου. Η απόφαση αυτή προκάλεσε αντιδράσεις στην περιοχή με αποκορύφωμα την ανακήρυξη της Αυτόνομης Δημοκρατίας της Βορείου Ηπείρου στις 17 Φεβρουαρίου 1914 (1 Μαρτίου νέου ημερολογίου). Οργανώθηκε αντιστασιακό κίνημα στην Κορυτσά και εκδηλώθηκε εξέγερση στην πόλη με σφοδρές οδομαχίες. Η εξέγερση τελικά καταπνίγηκε στο αίμα από τις αλβανικές αρχές. Το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας, τον Μάιο του ίδιου έτους, προέβλεπε ότι η Κορυτσά θα ήταν αναπόσπαστο τμήμα της αυτόνομης περιοχής της Βορείου Ηπείρου. Τελικά η πόλη περιήλθε στον έλεγχο της Αυτόνομης Δημοκρατίας της Βορείου Ηπείρου τον επόμενο Ιούλιο με την ευνοϊκή έκβαση του Βορειοηπειρωτικού Αγώνα και την εκδίωξη της αλβανικής χωροφυλακής από την πόλη.

Από τους Βαλκανικούς Πολέμους στον Βορειοηπειρωτικό Αγώνα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 7 Δεκεμβρίου 1912, κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, o Ελληνικός Στρατός εισήλθε στην Κορυτσά αφού απώθησε οθωμανικά τμήματα.[1] Ο αρχικός ενθουσιασμός όμως κόπασε καθώς η περιοχή είχε προδικαστεί ότι θα συμπεριληφθεί στο νεοσύστατο αλβανικό κράτος. Σημειώθηκαν τότε έντονες διαμαρτυρίες από Κορυτσαίους που δεν επιθυμούσαν να υπαχθούν σε μία μουσουλμανική πολιτική αρχή, όπως και η προηγούμενη οθωμανική. Τελικά, η Πρεσβευτική Διάσκεψη του Λονδίνου που ακολούθησε επιδίκασε οριστικά την Κορυτσά και την υπόλοιπη Βόρεια Ήπειρο στην Αλβανία. Αντιπροσωπίες τοπικών παραγόντων παρουσιάστηκαν στους προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων στη Θεσσαλονίκη, ενώ άλλοι τοπικοί αντιπρόσωποι συναντήθηκαν με τον βασιλιά Κωνσταντίνο της Ελλάδας και μέλη της Ελληνικής Κυβέρνησης. Πραγματοποιήθηκαν επίσης συλλαλητήρια στην Κορυτσά και σε άλλες βορειοηπειρωτικές πόλεις και σε περιοχές της Ελλάδας ενάντια στην απόφαση αυτή.[2] Παράλληλα, οι τοπικοί φορείς ξεκίνησαν τη συγκρότηση επιτροπών εθνικής άμυνας, με σκοπό να διασφαλίσουν την ασφάλεια της περιοχής σε περίπτωση που αναγκαζόταν να αποχωρήσει ο Ελληνικός Στρατός, όπως τον "Ιερό Λόχο" της Κορυτσάς που ανέρχονταν στις αρχές του 1914 σε 7.000 άτομα.[3]

Η αποχώρηση του Ελληνικού Στρατού από την Βόρειο Ήπειρο πραγματοποιήθηκε μετά από έντονες πιέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων και κοινοποίηση τελεσίγραφου στις 31 Ιανουαρίου. Με σκοπό να κατευνάσουν τις αντιδράσεις των εξοργισμένων Κορυτσαίων επισκέφτηκαν την Κορυτσά ο συνταγματάρχης Αλέξανδρος Κοντούλης και ο υποστράτηγος Αναστάσιος Παπούλας και διατύπωσαν γενικές εγγυήσεις για τη ζωή και την περιουσία τους.[4] Εκείνες τις ημέρες οι σημαντικότερες πόλεις της Βορείου Ηπείρου ανακύρηταν επίσημα την επιθυμία τους να αντισταθούν στη πιθανή αλβανική επικυριαρχία. Τότε πραγματοποιήθηκε η Πανηπειρωτική Διάσκεψη στο Αργυρόκαστρο με αντιπροσώπους από όλες τις περιοχές της Βορείου Ηπείρου, και της Κορυτσάς. Εκεί πραγματοποιήθηκε και η έπαρση της σημαίας της Βορείου Ηπείρου, σημαίνοντας και επίσημα την έναρξη του Βορειοηπειρωτικού Αγώνα. Στις 17 Φεβρουαρίου 1914 ανακηρύχτηκε επίσημα η Αυτόνομος Δημοκρατία της Βορείου Ηπείρου, με επικεφαλής τον Γεώργιο-Χρηστάκη Ζωγράφο, σημαντικό τοπικό πολιτικό παράγοντα και πρώην Υπουργό Εξωτερικών της Ελλάδας. Την ίδια ακριβώς ημέρα ο Ζωγράφος έστειλε τηλεγράφημα προς τον λαό της Κορυτσάς και τον προέτρεπε να εξεγερθεί.[5] Όμως ήδη από της 16 Φεβρουαρίου, η Κορυτσά παραδιδόταν σε αλβανικά τμήματα, αποτελούμενα κυρίως από λιποτάκτες του οθωμανικού στρατού, με επικεφαλής Ολλανδούς αξιωματικούς.[6]

Οργάνωση της εξέγερσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ιερός Λόχος Κορυτσας στον λόφο του Αγίου Αθανασίου, κοντά στην Κορυτσά

Αφού η Κορυτσά πέρασε σε αλβανικό έλεγχο πραγματοποιήθηκε συνάντηση του μητροπολίτη Κορυτσάς Γερμανού, μελών της δημογεροντίας με τον Αλβανό διοικητή Μουσταφά Μπέη. Ο Μουσταφά επανέλαβε κάποιες γενικές εγγυήσεις, ότι δηλαδή τα δικαιώματά των Ελλήνων θα παρέμεναν σεβαστά, όπως η ελεύθερη χρήση της ελληνικής γλώσσας και το καθεστώς των ιδρυμάτων που ανήκαν στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Αλλά οι περισσότερες θέσεις στην τοπική διοίκηση και στη χωροφυλακή κατελήφθησαν από Μουσουλμάνους, από τα ίδια άτομα που τις κατείχαν προηγουμένως και επί Τουρκοκρατίας. Στην αλβανική χωροφυλακή είχαν καταταχθεί πολλοί λιποτάκτες του οθωμανικού στρατού. Στις 15 Μαρτίου, τη διοίκηση της πόλης ανέλαβε ο Αμπντούλ Μπέης, επίσης παλιός διοικητικός παράγοντας κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας. Ο Ολλανδός ταγματάρχης Σνέλλερ ανέλαβε αστυνομικά καθήκοντα.[7]

Ακολούθησαν απροκάλυπτες διώξεις εναντίον του ελληνικού στοιχείου με συλλήψεις, φυλακίσεις, εξορίες και λεηλασίες. Θύματα αυτής της εκστρατείας ήταν και οι μαθητές των σχολείων που ξυλοκοπούνταν στους δρόμους και στα σχολεία με την αιτιολογία ότι μιλούσαν ελληνικά. Πραγματοποιήθηκαν και φυλακίσεις μαθητών και δασκάλων.[7]

Οργανώθηκε επαναστατική επιτροπή με την ενεργή συμμετοχή του μητροπολίτη Γερμανού. Σημαντικές προσωπικότητες που πρωτοστάτησαν σε αυτή την πρωτοβουλία ήταν ο Γεώργιος Σούλιος και ο Λουκάς Πέτρου.[8] Παράλληλα, ο Δημήτριος Κάλφας και ο Πέτρος Μαγκολέτσης ανέλαβαν με την καθοδήγηση του Ιερού Λόχου Κορυτσάς. Διαδίδονταν πληροφορίες ότι επαναστατικές βορειοηπειρωτικές δυνάμεις σταδιακά συγκεντρώνονταν στη γειτονική κωμόπολη Βίγλιστα και από εκεί θα κατευθύνονταν προς την Κορυτσά για να ενισχύσουν την εξέγερση που ετοιμαζόταν να ξεσπάσει.[9]

Ξέσπασμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο οπλαρχηγός Γεώργιος Σούλιος, από τους ηγέτες της εξέγερσης

Τα μεσάνυχτα στις 19-20 Μαρτίου καταστράφηκαν οι τηλεγραφικές επικοινωνίες με τις υπό αλβανική κατοχή γειτονικές περιοχές Κολώνιας και Πόγραδετς. Το σώμα του Λουκά Πέτρου κατέστρεψε τα τηλεγραφικά καλώδια που συνέδεαν την πόλη με την Ερσέκα της Κολώνιας και προσέγγισε την Κορυτσά από τα δυτικά και σκόπευε να διεισδύσει στην πόλη ταυτόχρονα με το σώμα του Σούλιου συγκεντρώθηκε στις ανατολικές παρυφές της πόλης και εγκατέστησε στο νεκροταφείο την προσωρινή του βάση. Πριν τα ξημερώματα, τμήμα με επικεφαλής τον Ανδρέα Σαμαρά κινήθηκε από το νεκροταφείο και κατέλαβε ύστερα από σύντομη ανταλλαγή πυροβολισμών με περίπολο της αλβανικής χωροφυλακής, τον στρατηγικής σημασίας λόφο του Προφήτη Ηλία.[10]

Ακολούθησε η διείσδυση μέσα στην πόλη με ένα τμήμα των εξεγερθέντων να φτάνει στον ναό της Ζωοδόχου Πηγής. Εκεί με κωδωνοκρουσίες έκανε γνωστό ότι η εξέγερση είχε ξεσπάσει. Οι Ιερολοχίτες της Κορυτσάς βγήκαν στους δρόμους και ενίσχυσαν τις δυνάμεις του Σούλιου. Ολοι αυτή η αντίδραση προκάλεσε πανικό στην αλβανική πλευρά. Η αλβανική χωροφυλακή απομονώθηκε στο διοικητήριο και ο κυβερνήτης της Κορυτσάς, Αμπντούλ Μπέης με τον επικεφαλής της αλβανικής χωροφυλακής, Θεμιστοκλή Γκερμένη, έφυγαν πανικόβλητοι από την πόλη. Παράλληλα ομάδα επαναστατών με επικεφαλής τον διάκονο Βασίλειο Γκιώνη συνέλαβε Αλβανούς που είχαν επιδείξει βάναυση στάση εναντίον του ελληνικού στοιχείου. Ο Σούλιος ανέλαβε την πρωτοβουλία και εξαπέλυσε επίθεση κατά του εχθρικού διοικητηρίου. Η αλβανική χωροφυλακή είχε δύο νεκρούς και ο ίδιος ο Σνέλλερ τραυματίσθηκε, όμως τραυματίσθηκε και ο Σούλιος και αναγκάστηκε να αποσυρθεί από τη μάχη. Την αρχηγία των επαναστατών πλέον ανέλαβε ο Ανδρέας Παπαδάκης.[11]

Δεν εμφανίζονταν οι ενισχύσεις των εξεγερθέντων, ούτε από τη Βίγλιστα ούτε και και οι δυνάμεις του Λουκά Πέτρου. Από την αλβανική πλευρά πριν το τέλος της πρώτης ημέρας ο Αμπντούλ Μπέης συγκέντρωσε χωρικούς από διπλανά μουσουλμανικά χωριά και τους μετέφερε στην Κορυτσά. Έτσι οι Αλβανοί κατάφεραν να ελέγξουν τη μουσουλμανική συνοικία και τμήμα της αγοράς της πόλης. Εν τω μεταξύ, οι Αλβανοί θέλοντας να κερδίσουν χρόνο, με επικεφαλής τον Αμπντούλ Μπέη και τον Γκερμένη, που εν τω μεταξύ επέστρεψε στην πόλη, θέλησαν να συναντήσουν τον μητροπολίτη Γερμανό και προσήλθαν στο μητροπολιτικό μέγαρο. Ο μητροπολίτης Γερμανός τους διασαφήνισε ότι υπεύθυνη για αυτή την τροπή των γεγονότων ήταν η συστηματική κακομεταχείριση του ελληνικού στοιχείου. Τελικά συμφωνήθηκε προσωρινή ανακωχή. Οι εξεγερθέντες θεώρησαν ότι μια προσωρινή ανακωχή θα ήταν προς το συμφέρον τους για να κερδίσουν πολύτιμο χρόνο μέχρι να εμφανισθούν οι ενισχύσεις. Η ανακωχή όμως παραβιάστηκε από την αλβανική πλευρά μετά από μόλις δύο ώρες με τον θανάσιμο πυροβολισμό του διάκονου Βασίλειου Γκιώνη στον περίβολο του ναού του Αγίου Γεωργίου. Έτσι γενικεύτηκαν και πάλι οι εχθροπραξίες.[12][8]

Εν τω μεταξύ έγινε γνωστό ότι οι ενισχύσεις από τη Βίγλιστα θα εμφανισθούν την 21η Μαρτίου, είδηση που αναπτέρωσε και πάλι το ηθικό των επαναστατών. Από την άλλη πλευρά όμως οι αλβανικές δυνάμεις ενισχύθηκαν ήδη με πολυάριθμες ομάδες Αλβανών Γκέγκηδων από τον βορρά υπό τη διοίκηση Ολλανδών αξιωματικών και συνέρρεαν στην Κορυτσά. Πριν τη δύση του ηλίου, οι Ολλανδοί επικεφαλής των αλβανικών τμημάτων, απέστειλαν μέσω του Αμπντούλ Μπέη έγγραφη επιστολή προς τον μητροπολίτη Γερμανό με την οποία απαιτούσαν την άμεση παράδοση των επαναστατών, η οποία απορρίφθηκε άμεσα.[12]

Κορύφωση της εξέγερσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τμήμα γυναικών του Ιερού Λόχου Κορυτσάς, στα θύματα της εξέγερσης δεν εξαιρέθηκαν και γυναίκες της πόλης

Όσον αφορά τις ενισχύσεις από τη Βίγλιστα, μια μικρή δύναμη με επικεφαλής τον Κορυτσαίο Επαμεινώνα Χαρισειάδη είχε ήδη ξεκινήσει από τις 19 Μαρτίου, όμως αιφνιδιάστηκε στην Χώτσιστα από 200 Αλβανούς. Ένα άλλο τμήμα με επικεφαλής τον λοχαγό Μαυρατζά ξεκίνησε την ίδια ημέρα με περίπου 150 άνδρες και κατευθύνθηκε προς το στενό της Χώτσιστας. Αφού εξουδετερώθηκαν κάποιες άτακτες αλβανικές ομάδες, εντοπίστηκαν ορισμένες διεσπαρμένες δυνάμεις από το τμήματα του Χαρισειάδη. Ύστερα από επίμονες προσπάθειες πραγματοποιήθηκε η διάσπαση ισχυρών αλβανικών αντιστάσεων στο χωριό Γράψη και συνεχίστηκε η προέλαση προς στην Κορυτσά. Στις 22 Μαρτίου το πρωί οι άνδρες του Μαυρατζά, εγκατέστησαν 2 πυροβόλα στο λόφο του Προφήτη Ηλία και ακολούθησε σφοδρή συμπλοκή με αλβανικά τμήματα. Σύντομα μικρός αριθμός του τμήματος Μαυρατζά κατάφερε να διεισδύσει μέσα στην Κορυτσά και ενώθηκε με τους επαναστατημένους Κορυτσαίους.[8] Υπό τις επευφημίες των παρευρισκομένων υψώθηκε στο μητροπολιτικό μέγαρο από τον Σταύρο Σαμαρά η βορειοηπειρωτική σημαία μέσα σε πνεύμα γενικότερου ενθουσιασμού.[13]

Παράλληλα με τις κινήσεις του σώματος Μαυρατζά, ένα άλλο ολιγάριθμο σώμα εθελοντών, υπό τον Βλάχο οπλαρχηγό Νίκο Θράκα, ύστερα από επιτυχείς συμπλοκές αρκετών ωρών κατάφερε να μπει και αυτό στην Κορυτσά. Με τις συνεχείς πιέσεις των επαναστατών, οι αλβανικές ομάδες υποχώρησαν προς στιγμή και από τον λόφο του Αγίου Αθανασίου, πυρπολώντας κατά την υποχώρησή τους το ομώνυμο παρεκκλήσι. Όμως η θέση των εξεγερθέντων έγινε ιδιαίτερα επισφαλής και οι ισορροπίες ανατράπηκαν απότομα όταν συνέχιζαν να συρρέουν από τον βορρά πολυάριθμες δυνάμεις Γκέγκηδων (βόρειων Αλβανών) προς ενίσχυση της αλβανικής πλευράς. Μάλιστα το κύριο σώμα των δυνάμεων Μαυρατζά που κατείχε τον λόφο του Προφήτη Ηλία δέχθηκε σφοδρή επίθεση από κατά πολύ υπέρτερες δυνάμεις. Κατά τη διάρκεια των συμπλοκών ο Μαυρατζάς και αρκετοί υπαξιωματικοί του τραυματίσθηκαν και τελικά οι δυνάμεις του Μαυρατζά και του Θράκα αναγκάστηκαν να αποσυρθούν.[13]

Οι εξεγερμένοι Κορυτσαίοι συνέχισαν τον αγώνα και στις 23 Μαρτίου όταν εξαντλήθηκαν τα πολεμοφόδια και πλέον δεν υπήρχε ελπίδα για ενισχύσεις, έπαυσαν οι πυροβολισμοί. Στη συνέχεια οι επιβληθέντες Αλβανοί πυρπολούσαν τις οικίες των Χριστιανών της πόλης. Πολλοί αγωνιστές ακολούθησαν τον Παπαδάκη και κατάφεραν να διαφύγουν. Όσοι δεν είχαν αυτή τη δυνατότητα αναγκάστηκαν να παραδοθούν. Αρκετοί όμως από τους παραδοθέντες αγωνιστές εκτελέσθηκαν.[14]

Αντίποινα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το τέλος της εξέγερσης σήμανε την απαρχή ενός νέου κύματος διώξεων. Μεγάλος αριθμός Κορυτσαίων, μεταξύ αυτών και άτομα που δεν ήταν δυνατόν να αποδειχθεί η συμμετοχή τους στην εξέγερση, συλλαμβάνονταν ενώ παράλληλα άτακτες ομάδες και ιδιαίτερα φανατισμένοι Μουσουλμάνοι ενισχυμένοι από συμμορίες Τουρκαλβανών Γκέγκηδων, προέβαιναν σε ακρότητες με δολοφονίες αμάχων. Δεν εξαιρέθηκαν και γυναίκες στα θύματα.[14]

Με την κατάπνιξη της εξέγερσης επετράπη και η ταφή των πεσόντων Βορειοηπειρωτών που ήταν διασκορπισμένοι στους δρόμους της πόλης. Ο καταγεγραμμένος αριθμός των βορειοηπειρωτών που σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια της εξέγερσης ήταν 114, μεταξύ τους και 5 γυναίκες.[15] Οι συλλήψεις που πραγματοποιήθηκαν ανήλθαν σε 600. Τη σύλληψη δεν διέφυγε η πλειοψηφία των μελών της δημογεροντίας, όπως και ο ίδιος ο μητροπολίτης Γερμανός, που θεωρήθηκε από τους Ολλανδούς ως ο κύριος υποκινητής της εξέγερσης.[16] Οι συλλήψεις γενικεύτηκαν ακόμη και μεταξύ των ιερέων, των καθηγητών και των δασκάλων της πόλης. Οι βιαιοπραγίες δεν σταμάτησαν με την απέλαση και φυλάκιση των υποτιθέμενων υπεύθυνων της εξέγερσης. Λεηλατήθηκαν πολλές οικίες και σημειώθηκαν βιασμοί και άλλες ακρότητες. Οι εικόνες αυτές συνεχίσθηκαν και τις επόμενες εβδομάδες.[14]

Εξέλιξη του Βορειοηπειρωτικού Αγώνα στην Κορυτσά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γραμματόσημο της Αυτόνομης Ηπείρου με την βορειοηπειρωτική σημαία, που εκδόθηκε στην πόλη και την αναγραφή "Κορυτσά".

Η υποχώρηση των βορειοηπειρωτικών δυνάμεων από την περιοχή της Κορυτσάς συνεχίσθηκε κατά τις επόμενες ημέρες. Οι εξελίξεις αυτές ανησύχησαν τους κατοίκους των χωριών της περιοχής και από το φόβο ακροτήτων που πιθανόν θα διέπρατταν άτακτες αλβανικές ομάδες, μεγάλος αριθμός αμάχων μετακινήθηκε σε ασφαλέστερες περιοχές.[14] Όμως οι δυνάμεις της Βορείου Ηπείρου σύντομα εξαπέλυσαν αντεπίθεση. Με επικεφαλής τον αντισυνταγματάρχη Γεώργιο Τσόντο-Βάρδα διαλύθηκαν τα αλβανικά τμήματα στη Νικολίτσα, νότια της Κορυτσάς, στις 23-24 Απριλίου 1914. Στα τέλη Ιουνίου οι αλλεπάλληλες προθεσμίες για την παράδοση της Κορυτσάς, όπως προέβλεπε το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας που υπογράφτηκε στις 4 Μαΐου, έληξαν. Ο Γεώργιος Χρηστάκης Ζωγράφος έδωσε εντολή στον Τσόντο-Βάρδα να καταλάβει την πόλη. Τελικά στις 24 Ιουλίου, η Κορυτσά περιήλθε υπό βορειοηπειρωτικό έλεγχο ύστερα από συνδυασμένη επίθεση από τα ανατολικά και τα νότια της πόλης. Στη συνέχεια οι βορειοηπειρωτκές δυνάμεις συνέχισαν την προέλασή τους μέχρι τη γέφυρα Μαλίκη στον ποταμό Δεάβολη, σημείο που αποτέλεσε τελικά και από την αλβανική κυβέρνηση αποδεκτή οροθετική γραμμή μεταξύ Αλβανίας και Βορείου Ηπείρου.[17]

Σημασία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι λόγοι που συντέλεσαν στη μη επικράτηση των επαναστατών υπήρξαν ποικίλοι, όμως όλες οι κριτικές συντείνουν στον αυθόρμητο χαρακτήρα της εξέγερσης. Στον αυθόρμητο χαρακτήρα της εξέγερσης συντείνει και το γεγονός ότι το αίσθημα εθνικής ταπείνωσης εκδηλώθηκε άμεσα στον τοπικό πληθυσμό, που προσπάθησε εσπευσμένα να αποτινάξει την αλβανική επικυριαρχία, που επιβλήθηκε τέσσερις εβδομάδες πριν. Σύμφωνα με απόψεις ορισμένων επισήμων ελληνικών κύκλων της εποχής, η εξέγερση αποτέλεσε το έναυσμα για την ολοκληρωτική δίωξη και την κατάργηση κάθε δικαιώματος κατά των Ελλήνων της Κορυτσάς.[14]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Ιακωβίδης, 2011, σελ. 21
  2. Ιακωβίδης, 2011, σελ. 25
  3. Ιακωβίδης, 2011, σελ. 45
  4. Κόντης, 1976, σελ. 124
  5. Κόντης, 1976, σελ. 126
  6. Ιακωβίδης, 2011, σελ. 37
  7. 7,0 7,1 Καφετζόπουλος, Φλώκας, Δήμα-Δημητρίου, 1997, σελ. 182
  8. 8,0 8,1 8,2 Βακαλόπουλος, 2003, σελ. 663
  9. Καφετζόπουλος, Φλώκας, Δήμα-Δημητρίου, 1997, σελ. 183
  10. Καφετζόπουλος, Φλώκας, Δήμα-Δημητρίου, 1997, σελ. 184
  11. Καφετζόπουλος, Φλώκας, Δήμα-Δημητρίου, 1997, σελ. 185
  12. 12,0 12,1 Καφετζόπουλος, Φλώκας, Δήμα-Δημητρίου, 1997, σελ. 185
  13. 13,0 13,1 Καφετζόπουλος, Φλώκας, Δήμα-Δημητρίου, 1997, σελ. 186
  14. 14,0 14,1 14,2 14,3 14,4 Καφετζόπουλος, Φλώκας, Δήμα-Δημητρίου, 1997, σελ.187
  15. Ιακωβίδης, 2011, σελ. 52
  16. Κόντης, 1976, σελ. 130
  17. Ιακωβίδης, 2011, σελ. 65

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Απόστολος Βακαλόπουλος. Ιστορία της Ηπείρου: Από τις αρχές της Οθωμανοκρατίας ως της Ημέρες μας. Ηρόδοτος
  • Σάββας Ιακωβίδης. Το Αυτονομιστικό Κίνημα στη Βόρεια Ήπειρο (1914). Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 2011, σελ 66-67.
  • Ιωάννης Καφετζόπουλος, Χαράλαμπος Φλώκας Αγγελική Δήμα-Δημητρίου. Βορειοηπειρωτικός Αγώνας. Γενικό Επιτελείο Στρατού. Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού, Αθήνα 1997.
  • Κόντης, Βασίλειος (1976). Greece and Albania: 1908-1914 (στα Αγγλικά). Θεσσαλονίκη: Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]