Ελληνική παλαιογραφία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η ελληνική παλαιογραφία είναι ο κλάδος της παλαιογραφίας που ερευνά την εξέλιξη της ελληνικής χειρόγραφης γραφής μέσα στο χρόνο. Οι παλαιογράφοι αναλύουν μεθοδικά τα χαρακτηριστικά των γραμμάτων, γραμματοσειρών, τύπων, σημείων στίξεως ή και των συνήθων συντομεύσεων, ως αναγνωρίσιμα και διακριτικά χαρακτηριστικά της εποχής τους.

Ιστορική αναδρομή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο πάπυρος ήταν σε χρήση από την αρχαιότητα, και γενικά χαρακτηρίζεται για την μεγάλη αντοχή του στην πάροδο του χρόνου. Πάπυροι σε βιβλιοθήκες στην αρχαία Ελλάδα πιστεύεται ότι άντεχαν στην χρήση από το κοινό μέχρι και τετρακόσια χρόνια. Στην εποχή του μεσαίωνα οι περισσότεροι ελληνικοί πάπυροι χάθηκαν, καταστράφηκαν, ή η αντιγραφή τους παραμελήθηκε, με αποτέλεσμα, στις αρχές της σύγχρονης εποχής να εκλείψουν εντελώς, εκτός από λίγους μόνο που έμειναν σε διάφορες μεσαιωνικές βιβλιοθήκες, λιγοστοί, δυσεύρετοι, και σε κακή κατάσταση. Πρώτοι μελετητές της ελληνικής γραφής ήταν οι μοναχοί του τάγματος των βενεδικτίνων της μονής de Saint-Maur, όταν στο δεύτερο ήμισυ του 16ου αιώνα συμπεριέλαβαν στις μελέτες τους και τα ελληνικά συγγράμματα των πατέρων της εκκλησίας. Ο δον Μπερνάρ ντε Μονφωκόν δημοσίευσε το 1708 την μελέτη του Palaiographia Graeca, το οποίο για μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν το μοναδικό συστηματικό έργο ελληνικής παλαιογραφίας, και που μέρος του επανεκδόθηκε το 1735 από τον δον Γκρεγκόριο Πιασεντίνι. Το 1773 ο Βιλουαζόν εξέδωσε μαζί με ένα άλλο του έργο έναν πίνακα και μια σύνοψη συντομογραφιών. Η πρώτη ανακάλυψη παπύρων με ελληνικό κείμενο έγινε το 1752, κατά τις αρχαιολογικές ανασκαφές στο Ηράκλειο Καμπανίας (Ερκολάνο). Λίγο αργότερα την ίδια εποχή, το 1778 βρέθηκαν πενήντα κύλινδροι στα περίχωρα της Μέμφιδος, από τους οποίους ένας μόνο, ο πάπυρος του Βοργία, περισώθηκε και εκδόθηκε το 1788, ενώ τον ίδιο καιρό οι πάπυροι του Ηρακλείου Καμπανίας έμειναν στα αρχεία και άρχισαν να μελετούνται από το 1793 και μετά. Αργότερα ακολούθησαν και άλλα ευρήματα, ένα οικογενειακό χρονικό του 2ου αι. π.Χ., έργα αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, και άλλα πολλά. Άλλες αξιοσημείωτες ανακαλύψεις παπύρων σημειώθηκαν κατά καιρούς από αιγυπτιολόγους, ιδίως από τον Πέτρι το 1889-90, οι οποίοι έφεραν στο φως πλήθος παπύρων, οι οποίοι απλά συνόδευαν τις αιγυπτιακές μούμιες στην μετά θάνατον ζωή, ήταν τυλιγμένοι μαζί με τις γάζες, ή χρησίμευαν ως χάρτινοι σαρκοφάγοι για την εναπόθεσή τους. Χάρη στα ευρήματα αυτά, μελετήθηκε η εξέλιξη της ελληνική γραφής, ενώ βρέθηκαν έργα τα οποία είχαν χαθεί, όπως η περίφημη «Αθηναίων Πολιτεία» του Αριστοτέλη, και άλλα. Το 1805 και 1809 εξέδωσε ο παλαιογράφος Φρίντριχ Γιάκοπ Μπαστ δύο μελέτες με επιδιορθώσεις των πιο διαδεδομένων παραδρομών και σφαλμάτων, για να ακολουθήσουν και άλλοι, ο Κρίστιαν Βαλτς, και ο Γιόχαν Σούμπαρτ με παρόμοιες σημαντικές μελέτες. Συστηματικές και σε βάθος μελέτες περί των χειρόγραφων της Καινής Διαθήκης έγιναν από τον Γιόχαν Χουγκ, ενώ ακολούθησαν μελέτες του Κόνσταντιν φον Τίσεντορφ, ο οποίος εκτός άλλων ανακάλυψε τον περίφημο Σιναϊτικό Κώδικα. Η σημαντικότερη έκδοση από την εποχή του Μονφωκόν ήταν η Ελληνική Παλαιογραφία (Griechische Paläographie) του Βίκτωρ Γκάρτχαουζεν το 1879. Το 1886 κυκλοφόρησαν εγχειρίδια των Ίβαν φον Μίλλερ, Φρίντριχ Μπλας και ιδίως το σημαντικότερο, του Έντουαρντ Μοντ Θόμπσον το 1893, το οποίο μεταφράστηκε από τον Σπυρίδωνα Λάμπρο και κυκλοφόρησε στα ελληνικά το 1903. Λόγω των καιρικών συνθηκών, πάπυροι με ελληνικά κείμενα διατηρήθηκαν και βρέθηκαν σε αρχαιολογικές έρευνες μόνο στα γεωγραφικά μέρη της Μεσοποταμίας, Παλαιστίνης και Αιγύπτου, δηλαδή σε ξηρές, αμώδης περιοχές της ερήμου.[1] Σήμερα υπολογίζεται ότι έχουν δημοσιευθεί 40.000 πάπυροι, ενώ άλλοι 10.000 παραμένουν ακόμα αδημοσίευτοι.[2]

Επιστημονικό πεδίο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ελληνική παλαιογραφία σήμερα καλύπτει εκτός από την μελέτη της γραφής, και άλλα πεδία, τα οποία είναι:[3]

  • η εξωτερική μορφή του χειρογράφου,
  • ο τόπος αντιγραφής,
  • η χρονολόγηση,
  • η αναζήτηση του αντιγραφέα και κτήτορα,
  • οι οικονομικές-πνευματικές συνθήκες που επέτρεψαν την αντιγραφή του.

Χρονολογική διαίρεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ιστορία της ελληνικής χειρόγραφης γραφής επάνω σε πάπυρο διαιρείται σε τρεις χρονολογικές περιόδους:

Είδη γραφής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε όλες τις περιόδους διακρίνουμε δύο βασικά είδη γραφής που χρησιμοποιούνται παράλληλα:

  • τη φιλολογική γραφή των βιβλίων, στην οποία γράφονται συνήθως, αλλά όχι πάντα τα λογοτεχνικά έργα χάριν εμπορίου
  • την επισεσυρμένη γραφή, (cursiva) στην οποία είναι γραμμένα διάφορα κείμενα της καθημερινής γραπτής επικοινωνίας

Στην ελληνική (και στην λατινική) παλαιογραφία, τα μεγάλα γράμματα λέγονται του μεγαλογράμματου ρυθμού (litterae majusculae), τα δε μικρά του μικρογράμματου (litterae minusculae). Των μεγάλων γραμμάτων έχουμε δύο είδη, τα κεφαλαία (litterae capitales), και τα στρογγυλόσχημα (litterae unciales).

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Nils Burghardt· Kjell Pohns· C. Binder. PAPYRUS (Eigenanteil am Referat „Papyrologie“). Christian-Albrechts-Universität zu Kiel: Historisches Seminar, Das Zeitalter der Perserkriege. σελ. 56. Ανακτήθηκε στις 24 Ιουλίου 2011. 
  2. Nils Burghardt· Kjell Pohns· C. Binder. PAPYRUS (Eigenanteil am Referat „Papyrologie“). Christian-Albrechts-Universität zu Kiel: Historisches Seminar, Das Zeitalter der Perserkriege. σελ. 70. Ανακτήθηκε στις 24 Ιουλίου 2011. 
  3. «Ελληνική Παλαιογραφική εταιρεία: «Τι είναι η παλαιογραφία - κωδικολογία»». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Ιουλίου 2012. Ανακτήθηκε στις 8 Ιουλίου 2012. 

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]