Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Δυτική ρωμαϊκή αυτοκρατορία)
Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία
Senatus Imperium Romanum
395476


Έμβλημα

Σύνθημα
SPQR
Τοποθεσία
Πρωτεύουσα Μεδιόλανα
Γλώσσες Λατινική γλώσσα
Θρησκεία Χριστιανισμός
Πολίτευμα Απολυταρχία
Αυτοκράτορας
 -  395423 μ.Χ. Φλάβιος Ονώριος
 -  457 - 461 μ.Χ. Μαϊοριανός
 -  475 - 476 μ.Χ. Ρωμύλος Αυγουστύλος
Ιστορική εποχή Μεσαίωνας
 -  Διαχωρισμός της Ρωμαϊκή αυτοκρατορίας μετά τον θάνατο του Θεοδοσίου Α' 17 Ιανουαρίου 395
 -  Εκθρόνιση του Ρωμύλου Αυγουστύλου από τον Οδόακρο και αποστολή των αυτοκρατορικών εμβλημάτων στον Ζήνωνα 4 Σεπτεμβρίου 476
Πληθυσμός
 -  400 εκτ. 20−25,000,000 
Νόμισμα Ασσάριο

Η Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία περιλάμβανε τις δυτικές επαρχίες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας οποτεδήποτε διοικούντο από μια ξεχωριστή ανεξάρτητη Αυτοκρατορική αυλή. Συγκεκριμένα αυτός ο όρος χρησιμοποιείται στην ιστοριογραφία για να περιγράψει την περίοδο από το 395 έως το 476, οπότε υπήρχαν ξεχωριστές ισότιμες αυλές, που μοιράζονταν τη διακυβέρνηση της αυτοκρατορίας στις δυτικές και τις ανατολικές επαρχίες, με μια ξεχωριστή αυτοκρατορική διαδοχή για κάθε αυλή. Οι όροι Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία επινοήθηκαν τα νεότερα χρόνια για να περιγράψουν πολιτικές οντότητες που ήταν de facto ανεξάρτητες. Οι Ρωμαίοι της εποχής δεν θεωρούσαν ότι η Αυτοκρατορία είχε χωριστεί σε δύο αυτοκρατορίες, αλλά την έβλεπαν ως μία ενιαία πολιτεία, που διοικείτο από δύο αυτοκρατορικές αυλές λόγω διοικητικής σκοπιμότητας. Η Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κατέρρευσε το 476 και η Δυτική αυτοκρατορική αυλή στη Ραβέννα διαλύθηκε επίσημα από τον Ιουστινιανό το 554. Η Ανατολική αυτοκρατορική αυλή επέζησε μέχρι το 1453.

Αν και η Αυτοκρατορία είχε περιόδους με περισσότερους από έναν Αυτοκράτορες να κυβερνούν από κοινού στο παρελθόν, η άποψη ότι ήταν αδύνατο για έναν μόνο αυτοκράτορα να κυβερνήσει ολόκληρη την Αυτοκρατορία θεσμοθετήθηκε με μεταρρυθμίσεις στο Ρωμαϊκό δίκαιο από τον αυτοκράτορα Διοκλητιανό μετά τους καταστροφικούς εμφύλιους πολέμους και την αποσύνθεση της Κρίσης του Τρίτου Αιώνα. Αυτός εισήγαγε το σύστημα της τετραρχίας το 286, με δύο μείζονες αυτοκράτορες με τίτλο Αύγουστος, έναν στην Ανατολή και έναν στη Δύση, τον καθένα με ένα διορισμένο Καίσαρα (ελάσσονα αυτοκράτορα και διορισμένο διάδοχο). Αν και το τετραρχικό σύστημα κατέρρευσε μέσα σε λίγα χρόνια, η διοικητική διαίρεση Ανατολής-Δύσης διατηρήθηκε με τη μια ή την άλλη μορφή τους επόμενους αιώνες. Ως εκ τούτου η Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία υπήρξε κατά διαστήματα σε αρκετές περιόδους μεταξύ του 3ου και του 5ου αιώνα. Μερικοί αυτοκράτορες, όπως ο Μέγας Κωνσταντίνoς και ο Θεοδόσιος Α΄, κυβέρνησαν ως μοναδικοί Αύγουστοι σε όλη τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Πριν τον θάνατο του ο Θεοδόσιος Α΄ το 395 μοίρασε την αυτοκρατορία μεταξύ των δύο γιων του, με τον Ονώριο ως διάδοχό του στη Δύση, κυβερνώντας για λίγο από το Μεδιολάνο και μετά από τη Ραβέννα, και τον Αρκάδιο ως διάδοχό του στην Ανατολή, κυβερνώντας από την Κωνσταντινούπολη.

Το 476, στη Μάχη της Ραβέννας, ο Ρωμαϊκός Στρατός στη Δύση ηττήθηκε από τον Οδόακρο και τους Γερμανούς φοιδεράτους του. Ο Οδόακρος επέβαλε την εκθρόνιση του αυτοκράτορα Ρωμύλου Αυγουστύλου και έγινε ο πρώτος βασιλιάς της Ιταλίας. Το 480, μετά τη δολοφονία του προηγούμενου Δυτικού αυτοκράτορα Ιούλιου Νέπωτα, ο Ανατολικός αυτοκράτορας Ζήνων διέλυσε τη Δυτική αυλή και αυτοανακηρύχτηκε μοναδικός αυτοκράτορας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Το έτος 476 καθιερώθηκε από τον Βρετανό ιστορικό Έντουαρντ Γκίμπον του 18ου αιώνα ως οριοθέτηση του τέλους της Δυτικής Αυτοκρατορίας και μερικές φορές χρησιμοποιείται για να σηματοδοτήσει τη μετάβαση από την Αρχαιότητα στον Μεσαίωνα. Η Ιταλία του Οδόακρου και άλλα βαρβαρικά βασίλεια, πολλά από τα οποία αντιπροσώπευαν πρώην συμμάχους της Δυτικής Αυτοκρατορίας, στους οποίους είχαν παραχωρηθεί εδάφη σε αντάλλαγμα για στρατιωτική βοήθεια, θα διατηρούσαν ένα πρόσχημα ρωμαϊκής συνέχειας μέσω της συνεχιζόμενης χρήσης των παλαιών ρωμαϊκών διοικητικών συστημάτων και της ονομαστικής υποτέλειας στην Ανατολική Ρωμαϊκή αυλή.

Τον 6ο αιώνα ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α' επέβαλε εκ νέου την άμεση αυτοκρατορική κυριαρχία σε μεγάλα τμήματα της πρώην Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, συμπεριλαμβανομένων των ακμαζουσών περιοχών της Βόρειας Αφρικής, της αρχαίας ρωμαϊκής κοιτίδας της Ιταλίας και τμημάτων της Σπανίας. Η πολιτική αστάθεια στις ανατολικές εδάφη, σε συνδυασμό με ξένες εισβολές και θρησκευτικές διαφορές, δυσκόλεψαν τις προσπάθειες διατήρησης του ελέγχου αυτών των εδαφών, που σταδιακά χάθηκαν οριστικά. Αν και η Ανατολική Αυτοκρατορία διατήρησε εδάφη στη νότια Ιταλία μέχρι τον ενδέκατο αιώνα η επιρροή της στη Δυτική Ευρώπη είχε μειωθεί σημαντικά. Η στέψη από τον Πάπα του Φράγκου Βασιλιά Καρλομάγνου ως Ρωμαίου Αυτοκράτορα το 800 σηματοδότησε μια νέα αυτοκρατορική γραμμή που θα εξελισσόταν στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, που εμφάνισε μια αναβίωση του Αυτοκρατορικού τίτλου στη Δυτική Ευρώπη, αλλά δεν ήταν σε καμία περίπτωση μια επέκταση των ρωμαϊκών παραδόσεων ή θεσμών. Το Μεγάλο Σχίσμα του 1054 μεταξύ των εκκλησιών της Ρώμης και της Κωνσταντινούπολης μείωσε περαιτέρω κάθε εξουσία που θα μπορούσε να ελπίζει να ασκήσει ο Αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης στη Δύση.

Ιστορικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Καθώς η Ρωμαϊκή Δημοκρατία επεκτεινόταν, έφθασε σε ένα σημείο, όπου η κεντρική κυβέρνηση στη Ρώμη δεν μπορούσε να διοικεί αποτελεσματικά τις μακρινές επαρχίες. Οι επικοινωνίες και οι μεταφορές ήταν ιδιαζόντως προβληματικές - δεδομένης της αχανούς έκτασης της αυτοκρατορίας. Κάθε είδηση για εισβολή, εξέγερση, φυσική καταστροφή, ή έξαρση επιδημίας μεταφερόταν με πλοίο ή με τους έφιππους του δημόσιου ταχυδρομείου (cursus publicus), συχνά απαιτώντας πολύ χρόνο για να φθάσει στη Ρώμη και για να γνωστοποιηθούν οι διαταγές της Ρώμης στην επαρχία προέλευσης. Γι' αυτόν τον λόγο, οι επαρχιακοί κυβερνήτες είχαν de facto εξουσία στο όνομα της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας. Οι κυβερνήτες είχαν πολλά καθήκοντα, συμπεριλαμβανομένης της διοίκησης του στρατού, της διαχείρισης των φόρων της επαρχίας και της υπηρεσίας ως επικεφαλής των δικαστών της.[1]

Πριν την ίδρυση της Αυτοκρατορίας τα εδάφη της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας είχαν διαιρεθεί μεταξύ των μελών της Δεύτερης Τριανδρίας: του Μάρκου Αντώνιου, του Οκταβιανού και του Μάρκου Αιμίλιου Λέπιδου. Ο Αντώνιος έλαβε τις επαρχίες της Ανατολής: την Αχαΐα, τη Μακεδονία και την Ήπειρο (περίπου τη σύγχρονη Ελλάδα, την Αλβανία και τις ακτές της Κροατίας), την Βιθυνία, τον Πόντο και την Ασία (περίπου τη σύγχρονη Τουρκία), τη Συρία, την Κύπρο και την Κυρηναϊκή. Αυτές οι περιοχές είχαν προηγουμένως κατακτηθεί από τον Αλέξανδρο τον Μέγα· έτσι μεγάλο μέρος της αριστοκρατίας ήταν ελληνικής καταγωγής. Όλη η περιοχή, ειδικά οι μεγάλες πόλεις, είχαν ευρέως αφομοιωθεί από τον Ελληνικό πολιτισμό, με τα Ελληνικά συχνά να λειτουργούν ως lingua franca.[2]

Η Ρωμαϊκή Δημοκρατία πριν τις κατακτήσεις του Οκταβιανού

Ο Οκταβιανός έλαβε τις Ρωμαϊκές επαρχίες της Δύσης: την Ιταλία, τη Γαλατία (σύγχρονη Γαλλία), τη Βελγική Γαλατία (μέρος του σύγχρονου Βελγίου, της Ολλανδίας και του Λουξεμβούργου), και την Hispania (σύγχρονη Ισπανία και Πορτογαλία). [3]Αυτές οι περιοχές επίσης περιλάμβαναν Ελληνικές και Καρχηδονιακές αποικίες στις παράκτιες περιοχές, αν και τα Κελτικά φύλα όπως οι Γαλάτες και οι Κελτίβηρες ήταν πολιτιστικά κυρίαρχα. Ο Λέπιδος έλαβε την ελάσσονα επαρχία της Αφρικής (περίπου η σύγχρονη Τυνησία). Ο Οκταβιανός σύντομα πήρε την Αφρική από τον Λέπιδο, ενώ προσέθεσε στις κτήσεις του και τη Σικελία.[4]

Μετά την ήττα του Μάρκου Αντώνιου ο νικητής Οκταβιανός έλεγχε μια ενωμένη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Στην Αυτοκρατορία υπήρχαν πολλοί διαφορετικοί πολιτισμοί, που όλοι σταδιακά εκρωμαίσθηκαν.[5] Ενώ η κυρίως ελληνική κουλτούρα της Ανατολής και η κυρίως λατινική κουλτούρα της Δύσης λειτουργούσαν αποτελεσματικά ως ενιαίο σύνολο, οι πολιτικές και στρατιωτικές εξελίξεις τελικά θα επανακαθόριζαν την Αυτοκρατορία σε αυτές τις πολιτιστικές και γλωσσικές κατευθύνσεις. Τις περισσότερες φορές οι ελληνικές και οι λατινικές πρακτικές (και σε κάποιο βαθμό οι ίδιες οι γλώσσες) συνδυάζονταν σε τομείς όπως η ιστορία (π.χ. ο Κάτων ο Πρεσβύτερος), η φιλοσοφία και η ρητορική.[6][7][8]

Εξεγέρσεις και πολιτικές εξελίξεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ελάσσονες εξεγέρσεις ήταν τελείως συνηθισμένα γεγονότα μέσα στην Αυτοκρατορία. Οι κατακτημένες φυλές ή πόλεις εξεγείρονταν και οι λεγεώνες αποστέλλονταν για να καταπνίξουν την εξέγερση. Ενώ αυτή η διαδικασία ήταν απλή εν καιρώ ειρήνης, ήταν αρκετά πιο περίπλοκη σε καιρό πολέμου. Σε μια πλήρη εκστρατεία οι λεγεώνες ήταν πολύ περισσότερες – όπως για παράδειγμα εκείνες του Βεσπασιανού στον Πρώτο Ιουδαϊκό Πόλεμο. Για να εξασφαλίσει την πίστη ενός διοικητή, ένας πραγματιστής αυτοκράτορας κρατούσε όμηρους ορισμένα μέλη της οικογένειάς του. Για τον σκοπό αυτό ο Νέρων κράτησε αποτελεσματικά τον Δομιτιανό και τον Κόιντο Πετίλιο Σεριάλι, Κυβερνήτη της Όστιας, που ήταν αντίστοιχα ο νεότερος γιος και ο κουνιάδος του Βεσπασιανού. Η κυριαρχία του Νέρωνα τερματίστηκε με μια εξέγερση της Πραιτωριανής Φρουράς, που είχε δωροδοκηθεί στο όνομα του Γάλβα. Η Πραιτωριανή Φρουρά, μια μεταφορικά «δαμόκλειος σπάθη», συχνά θεωρείτο αμφίβολης πίστης, κυρίως λόγω του ρόλου της στις ραδιουργίες της αυλής και στην ανατροπή αρκετών αυτοκρατόρων, συμπεριλαμβανομένων των Περτίναξ και Αυρηλιανού.[9][10] Ακολουθώντας το παράδειγμά τους οι λεγεώνες στα σύνορα συμμετείχαν όλο και περισσότερο σε εμφύλιους πολέμους. Για παράδειγμα λεγεώνες που στάθμευαν στην Αίγυπτο και τις ανατολικές επαρχίες είχαν σημαντική συμμετοχή στον εμφύλιο πόλεμο του 218 μεταξύ του Αυτοκράτορα Μακρίνου και του Ηλιογάβαλου.[11]

Καθώς η Αυτοκρατορία επεκτεινόταν αναδείχθηκαν δύο σύνορα-κλειδιά. Στη Δύση, πίσω από τους ποταμούς Ρήνο και Δούναβη, οι γερμανικές φυλές ήταν ένας σημαντικός εχθρός. Ο Αύγουστος, ο πρώτος αυτοκράτορας, είχε προσπαθήσει να τις κατακτήσει, αλλά είχε αποσυρθεί μετά την καταστροφική Μάχη του Τευτοβούργιου Δρυμού.[12] Ενώ οι γερμανικές φυλές ήταν δεινότατοι αντίπαλοι, η Παρθική Αυτοκρατορία στην Ανατολή παρουσίαζε τη μεγαλύτερη απειλή για την Αυτοκρατορία. Οι Πάρθοι ήταν πολύ απομακρυσμένοι και ισχυροί για να κατακτηθούν και αποτελούσαν μια συνεχή απειλή εισβολής. Απέκρουσαν αρκετές ρωμαϊκές επιδρομές και ακόμη και μετά από επιτυχείς κατακτητικούς πολέμους, όπως εκείνοι του Τραϊανού ή του Σεπτίμιου Σευήρου, τα κατακτημένα εδάφη εγκαταλείφθηκαν σε μια προσπάθεια να διασφαλιστεί μια διαρκής ειρήνη με τους Πάρθους. Την Παρθική Αυτοκρατορία διαδέχθηκε εκείνη των Σασσανιδών, που συνέχισε τις εχθροπραξίες με τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.[13]

Ο έλεγχος των δυτικών συνόρων της Ρώμης ήταν αρκετά εύκολος επειδή ήταν σχετικά κοντά στην ίδια τη Ρώμη και επίσης λόγω της διχόνοιας μεταξύ των Γερμανών. Ωστόσο ο έλεγχος και των δύο συνόρων ταυτόχρονα κατά τη διάρκεια του πολέμου ήταν δύσκολος. Αν ο αυτοκράτορας βρισκόταν κοντά στα σύνορα της Ανατολής, ήταν μεγάλες οι πιθανότητες κάποιος φιλόδοξος στρατηγός να επαναστατούσε στη Δύση και το αντίστροφο. Αυτός ο οπορτουνισμός εν καιρώ πολέμου έφθειρε πολλούς κυβερνώντες αυτοκράτορες και πράγματι άνοιξε τον δρόμο προς την εξουσία για αρκετούς μελλοντικούς. Την εποχή της Κρίσης του Τρίτου Αιώνα ο σφετερισμός έγινε μια κοινή μέθοδος διαδοχής: ο Φίλιππος ο Άραβας, ο Τρεβωνιανός Γάλλος και ο Αιμιλιανός ήταν όλοι σφετεριστές στρατηγοί που έγιναν αυτοκράτορες και των οποίων η κυριαρχία θα τελείωνε με σφετερισμό από άλλο ισχυρό στρατηγό.[14][15][16]

Η Κρίση του Τρίτου Αιώνα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Ρωμαϊκή, η Γαλατική και η Παλμυριανή Αυτοκρατορία το 271 μ.Χ

Μετά τη δολοφονία του Αυτοκράτορα Αλέξανδρου Σεβήρου στις 18 Μαρτίου 235 η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία βυθίστηκε σε μια περίοδο εμφυλίου πολέμου 50 ετών, γνωστή ως Κρίση του Τρίτου Αιώνα. Η άνοδος της φιλοπόλεμης Αυτοκρατορίας των Σασσανιδών στη θέση της Παρθικής αποτελούσε σημαντική απειλή για τη Ρώμη στα ανατολικά, όπως αποδεικνύεται από τη σύλληψη του Αυτοκράτορα Βαλεριανός Βαλεριανού από τον Σαπώρη Α΄ της Περσίας το 259. Ο μεγαλύτερος γιος και προφανής διάδοχος του Βαλεριανού Γαλλιηνός τον διαδέχθηκε και ανέλαβε τον αγώνα στα ανατολικά σύνορα. Ο γιος του Γαλλιηνού Σαλονίνος και ο Πραιτοριανός Έπαρχος Σιλβάνος διέμεναν στην Κολωνία Αγροππίνα (σημερινή Κολωνία) για να εδραιώσουν την πίστη των τοπικών λεγεώνων. Ωστόσο ο Μάρκος Κασσιανός Λατίνιος Πόστουμος – ο τοπικός κυβερνήτης των Γερμανικών επαρχιών – επαναστάτησε και η επίθεσή του στην Κολωνία Αγροππίνα είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο του Σαλονίνου και του έπαρχου. Στη σύγχυση που ακολούθησε προέκυψε ένα ανεξάρτητο κράτος γνωστό στη σύγχρονη ιστοριογραφία ως Γαλατική Αυτοκρατορία.[17]

Πρωτεύουσά της ήταν η Αυγούστα Τρεβερόρουμ (σημερινή Τριρ) και γρήγορα επέκτεινε τον έλεγχό της στις γερμανικές και γαλατικές επαρχίες, σε όλη την Ιβηρική και τη σημερινή Αγγλία-Ουαλία. Είχε τη δική ης γερουσία και σώζεται ακόμη ένας μερικός κατάλογος των υπάτων της. Διατήρησε τη ρωμαϊκή θρησκεία, τη γλώσσα και τον πολιτισμό και ασχολήθηκε πολύ περισσότερο με την καταπολέμηση των γερμανικών φυλών, την απόκρουση των γερμανικών επιδρομών και την αποκατάσταση της ασφάλειας που απολάμβαναν οι Γαλατικές επαρχίες στο παρελθόν, παρά με την αμφισβήτηση της Ρωμαϊκής κεντρικής κυβέρνησης.[23] Ωστόσο κατά τη βασιλεία του Κλαύδιου Γοτθικού (268 ως 270) μεγάλες εκτάσεις της Γαλατικής Αυτοκρατορίας επανήλθαν στη Ρωμαϊκή κυριαρχία. Την ίδια περίπου εποχή αρκετές ανατολικές επαρχίες αποσχίστηκαν για να σχηματίσουν την Παλμυριανή Αυτοκρατορία, υπό την κυριαρχία της Βασίλισσας Ζηνοβίας.[18]

Το 272 ο Αυτοκράτορας Αυρηλιανός κατάφερε τελικά να ανακτήσει την Παλμύρα και την επικράτειά της. Με την Ανατολή ασφαλή η προσοχή του στράφηκε στη Δύση, εισβάλλοντας στη Γαλατική Αυτοκρατορία ένα χρόνο αργότερα. Ο Αυρηλιανός νίκησε αποφασιστικά τον Τέτρικο Α' στη Μάχη του Σαλόν και σύντομα αιχμαλώτισε τόσο αυτόν όσο και τον γιο του Τέτρικο Β'. Τόσο στη Ζηνοβία όσο και στους Τέτρικους δόθηκε χάρη, αν και πρώτα παρέλασαν σε θρίαμβο.[19][20]

Τετραρχία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Τετραρχία
Η οργάνωση της Αυτοκρατορίας υπό την Τετραρχία

Ο Διοκλητιανός ήταν ο πρώτος Αυτοκράτορας που χώρισε τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία σε Τετραρχία. Το 286 αναβάθμισε τον Μαξιμιανό στον βαθμό του αυγούστου (αυτοκράτορα) και του έδωσε τον έλεγχο της Δυτικής Αυτοκρατορίας ενώ ο ίδιος κυβέρνησε την Ανατολή.[21][22][23] Το 293 ο Γαλέριος και ο Κωνστάντιος Χλωρός διορίστηκαν ως υφιστάμενοί τους (καίσαρες), δημιουργώντας την Πρώτη Τετραρχία. Αυτό το σύστημα χώρισε ουσιαστικά την Αυτοκρατορία σε τέσσερις μεγάλες περιοχές, για να αποφευχθεί η εμφύλια αναταραχή που είχε σημαδέψει τον 3ο αιώνα. Στη Δύση ο Μαξιμιανός έκανε πρωτεύουσά του το Μεδιολάνουμ (σημερινό Μιλάνο) και ο Κωνστάντιος το Τριρ. Στην Ανατολή ο Γαλέριος έκανε πρωτεύουσά του το Σίρμιο και ο Διοκλητιανός τη Νικομήδεια. Την 1η Μαΐου 305 ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός παραιτήθηκαν από τον θρόνο και αντικαταστάθηκαν από τον Γαλέριο και τον Κωνστάντιο, που διόρισαν αντίστοιχα ως καίσαρες τους τον Μαξίμινο Β' και τον Βαλέριο Σεβήρο, δημιουργώντας τη Δεύτερη Τετραρχία.[24]

Η Τετραρχία κατέρρευσε μετά τον απροσδόκητο θάνατο του Κωνστάντιου το 306. Ο γιος του, ο Μέγας Κωνσταντίνος, ανακηρύχθηκε Δυτικός Αυτοκράτορας από τις Βρετανικές λεγεώνες,[25][26][27][28] αλλά πολλοί άλλοι διεκδικητές ξεσηκώθηκαν και προσπάθησαν να κάνουν δική τους τη Δυτική Αυτοκρατορία. Το 308 ο Γαλέριος πραγματοποίησε μια συνάντηση στο Κάρνουντουμ, όπου αναβίωσε την Τετραρχία μοιράζοντας τη Δυτική Αυτοκρατορία μεταξύ του Κωνσταντίνου και του Λικίνιου.[29] Ωστόσο ο Κωνσταντίνος ενδιαφερόταν περισσότερο για την κατάκτηση ολόκληρης της αυτοκρατορίας παρά για τη σταθερότητα της Τετραρχίας και από το 314 άρχισε να ανταγωνίζεται τον Λικίνιο. Ο Κωνσταντίνος νίκησε τον Λικίνιο το 324, στη Μάχη της Χρυσόπολης, όπου ο Λικίνιος αιχμαλωτίστηκε και αργότερα δολοφονήθηκε.[30] Αφού ο Κωνσταντίνος ενοποίησε την αυτοκρατορία, επανίδρυσε την πόλη του Βυζαντίου στη σημερινή Τουρκία ως Nova Roma ("Νέα Ρώμη"), που αργότερα ονομάστηκε Κωνσταντινούπολη, και την έκανε πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.[31] Η Τετραρχία τερματίστηκε, αν και η ιδέα της εδαφικής διαίρεσης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας μεταξύ δύο αυτοκρατόρων παρέμεινε. Αν και αρκετοί ισχυροί αυτοκράτορες ένωσαν και τα δύο μέρη της αυτοκρατορίας, αυτό γενικά γινόταν μια αυτοκρατορία χωρισμένη σε Ανατολή και Δύση μετά τον θάνατό τους, όπως συνέβη μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου και του Θεοδοσίου Α'.[32][33]

Περαιτέρω διαιρέσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Διαίρεση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας μεταξύ των τεσσάρων Καισάρων που διορίστηκαν από τον Μέγα Κωνσταντίνo: από τα δυτικά προς τα ανατολικά, τα εδάφη του Κωνσταντίνου Β', του Κώνστα Α', του Δαλμάτιου και του Κωνστάντιου Β'. Μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου Α' (Μάιος 337) αυτή ήταν η επίσημη διαίρεση της Αυτοκρατορίας, μέχρι που ο Δαλμάτιος σκοτώθηκε και η επικράτειά του μοιράστηκε μεταξύ του Κώνστα και του Κωνστάντιου.

Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν υπό την κυριαρχία ενός μόνο Αυτοκράτορα, αλλά, με τον θάνατο του Κωνσταντίνου το 337, μοιράστηκε μεταξύ των επιζώντων ανδρών κληρονόμων του.[32] Ο Κωνστάντιος, ο τρίτος γιος του και ο δεύτερος από τη σύζυγό του Φαύστα (κόρη του Μαξιμιανού)[34] έλαβε τις ανατολικές επαρχίες, που περιλάμβαναν την Κωνσταντινούπολη, τη Θράκη, τη Μικρά Ασία, τη Συρία, την Αιγύπτο και την Κυρηναϊκή, ο Κωνσταντίνος Β' έλαβε τη Βρετανία, τη Γαλατία, την Ιβηρική και τη Μαυριτανία και ο Κώνστας, αρχικά υπό την επίβλεψη του Κωνσταντίνου Β', έλαβε την Ιταλία, την Αφρική, το Ιλλυρικό, την Παννονία, τη Μακεδονία και την Αχαΐα. Οι επαρχίες της Θράκης, της Αχαΐας και της Μακεδονίας ελέγχονταν για λίγο από τον Δαλμάτιο, ανιψιό του Κωνσταντίνου Α' και Καίσαρα, όχι Αύγουστο, μέχρι τη δολοφονία του από τους δικούς του στρατιώτες το 337.[35] Η Δύση ενοποιήθηκε το 340 υπό τον Κώνστα, που δολοφονήθηκε το 350 με εντολή του σφετεριστή Μαγνέντιου. Μετά την ήττα του Μαγνέντιου στη Μάχη της Μεγάλης Μούρσα και την αυτοκτονία του η πλήρης επανένωση ολόκληρης της Αυτοκρατορίας έγινε υπό τον Κωνστάντιο το 353.[34]

Ο Κωνστάντιος Β' εστίασε το μεγαλύτερο μέρος της εξουσίας του στην Ανατολή. Υπό τη διακυβέρνησή του η πόλη του Βυζαντίου – που μόλις πρόσφατα είχες επανιδρυθεί ως Κωνσταντινούπολη – αναπτύχθηκε πλήρως ως πρωτεύουσα. Στην Κωνσταντινούπολη ο πολιτικός, οικονομικός και στρατιωτικός έλεγχος των πόρων της Ανατολικής Αυτοκρατορίας θα παρέμενε ασφαλής για τους επόμενους αιώνες. Η πόλη ήταν καλά οχυρωμένη και βρισκόταν στο σταυροδρόμι πολλών μεγάλων εμπορικών και στρατιωτικών δρόμων. Η τοποθεσία είχε αναγνωριστεί για τη στρατηγική της σημασία ήδη από τους αυτοκράτορες Σεπτίμιο Σεβήρο και Καρακάλλα, περισσότερο από έναν αιώνα πριν.[36]

Το 361 ο Κωνστάντιος Β' αρρώστησε και πέθανε και ο εγγονός του Κωνστάντιου Χλωρού Ιουλιανός, που είχε υπηρετήσει ως Καίσαρας του Κωνστάντιου Β', ανέλαβε την εξουσία. Ο Ιουλιανός σκοτώθηκε το 363 στη Μάχη της Σαμάρας κατά της Περσικής Αυτοκρατορίας και τον διαδέχθηκε ο Ιοβιανός, που κυβέρνησε μόνο για εννέα μήνες.[37] Μετά τον θάνατο του Ιοβιανού το 364 αυτοκράτορας αναδείχθηκε ο Ουαλεντινιανός Α΄. Αμέσως μοίρασε την Αυτοκρατορία για άλλη μια φορά, δίνοντας το ανατολικό της μισό στον αδελφό του Ουάλη. Η σταθερότητα δεν επιτεύχθηκε για πολύ σε κανένα από τα δύο μισά, καθώς οι συγκρούσεις με εξωτερικές δυνάμεις (βαρβαρικές φυλές) εντάθηκαν. Το 376 στους Βησιγότθους, που υποχωρούσαν πιεζόμενοι από τους Οστρογότθους, που με τη σειρά τους υποχωρούσαν πιεζόμενοι από τους Ούννοι, επιτράπηκε από την Ανατολική Αυτοκρατορία να περάσουν τον ποταμό Δούναβη και να εγκατασταθούν στα Βαλκάνια. Η κακομεταχείρισή τους προκάλεσε μια εξέγερση μεγάλης κλίμακας και το 378 κατέφεραν μια συντριπτική ήττα στον στρατό της Ανατολικής Αυτοκρατορίας περιοχής στη Μάχη της Αδριανούπολης, στην οποία σκοτώθηκε και ο αυτοκράτορας Ουάλης. Η ήττα στην Αδριανούπολη συντάραξε τους Ρωμαίους και τους ανάγκασε να διαπραγματευτούν και να δεχθούν την εγκατάσταση των Βησιγότθων εντός των συνόρων της Αυτοκρατορίας, όπου θα γίνονταν ημιανεξάρτητοι φοιδεράτοι υπό τους δικούς τους ηγέτες.

Η διαίρεση της Αυτοκρατορίας μετά τον θάνατο του Θεοδοσίου Α', το 395 μ.Χ., με (λευκές γραμμές) τα σημερινά σύνορα
  Η Δυτική Αυλή υπό τον Ονώριο

Περισσότερο από ό,τι στην Ανατολή, υπήρχε επίσης αντίθεση στην πολιτική εκχριστιανισμού των Αυτοκρατόρων και στο δυτικό τμήμα της Αυτοκρατορίας. Το 379 ο γιος και διάδοχος του Βαλεντινιανού Α΄ Γρατιανός αρνήθηκε να φορέσει τον μανδύα του Ύπατου Ποντίφηκα και το 382 κατάργησε τα δικαιώματα των ειδωλολατρών ιερέων και αφαίρεσε τον Βωμό της Νίκης από τη Ρωμαϊκή Κουρία, μια απόφαση που προκάλεσε δυσαρέσκεια στην παραδοσιακά ειδωλολατρική αριστοκρατία της Ρώμης.[38] Ο Θεοδόσιος Α' αργότερα εξέδωσε το Διάταγμα της Θεσσαλονίκης, που απαγόρευε όλες τις θρησκείες εκτός από τον Χριστιανισμό.[39]

Η πολιτική κατάσταση ήταν ασταθής. Το 383 ένας ισχυρός και δημοφιλής στρατηγός ονόματι Μάγνος Μάξιμος κατέλαβε την εξουσία στη Δύση και ανάγκασε τον ετεροθαλή αδερφό του Γρατιανού Ουαλεντινιανό Β΄ να καταφύγει στην Ανατολή για βοήθεια και μετά από ένα καταστροφικό εμφύλιο πόλεμο ο Ανατολικός Αυτοκράτορας Θεοδόσιος Α' τον επανέφερε στην εξουσία.[40] Το 392 ο Φράγκος και ειδωλολάτρης στρατηλάτης Aρβογάστης δολοφόνησε τον Ουαλεντινιανό Β΄ και ανακήρυξε αυτοκράτορα έναν αφανή γερουσιαστή ονόματι Ευγένιο. Το 394 οι δυνάμεις των δύο μισών της Αυτοκρατορίας συγκρούστηκαν ξανά με μεγάλες απώλειες. Και πάλι ο Θεοδόσιος Α' κέρδισε και κυβέρνησε για λίγο μια ενωμένη Αυτοκρατορία μέχρι τον θάνατό του το 395. Ήταν ο τελευταίος Αυτοκράτορας που κυβέρνησε και τα δύο τμήματα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας πριν κατακερματιστεί και καταρρεύσει η Δύση.[33]

Ο μεγαλύτερος γιος του Θεοδοσίου Α' Αρκάδιος κληρονόμησε το ανατολικό μισό ενώ ο νεότερος [[Ονώριος το δυτικό. Και οι δύο ήταν ακόμη ανήλικοι και κανένας δεν ήταν σε θέση να κυβερνήσει αποτελεσματικά. Ο Ονώριος τέθηκε υπό την κηδεμονία του Ρωμαιοβάρβαρου στρατηλάτη Φλάβιου Στιλίχωνα,[41] ενώ ο Ρουφίνος είχε παρασκηνιακά την εξουσία στα ανατολικά. Ο Ρουφίνος και ο Στίλιχων ήταν αντίπαλοι και οι διαφωνίες τους εκμεταλλεύτηκε ο Γότθος ηγέτης Αλάριχος Α', που επαναστάτησε ξανά το 408 μετά τη σφαγή από τις ρωμαϊκές λεγεώνες χιλιάδων βαρβάρων οικογενειών που προσπαθούσαν να αφομοιωθούν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.[42]

Κανένα μισό της Αυτοκρατορίας δεν μπορούσε μόνο του να συγκεντρώσει δυνάμεις επαρκείς για να υποτάξει τους άνδρες του Αλάριχου, έτσι και οι δύο προσπάθησαν να τον χρησιμοποιήσουν εναντίον του άλλου μισού. Ο ίδιος ο Αλάριχος προσπάθησε να δημιουργήσει μια μακροπρόθεσμη εδαφική και επίσημη βάση, αλλά δεν τα κατάφερε ποτέ. Ο Στίλιχων προσπάθησε να υπερασπιστεί την Ιταλία και να θέσει υπό έλεγχο τους Γότθους εισβολείς, αλλά για να το κάνει απογύμνωσε τα σύνορα του Ρήνου από στρατεύματα και οι Βάνδαλοι, οι Αλανοί και οι Σουηβοί εισέβαλαν σε μεγάλους αριθμούς στη Γαλατία το 406. Ο Στιλίχων έπεσε θύμα αυλικών δολοπλοκιών και σκοτώθηκε το 408. Ενώ η Ανατολή άρχισε μια αργή ανάκαμψη και εδραίωση, η Δύση άρχισε να καταρρέει ολοκληρωτικά. Οι άνδρες του Αλάριχου λεηλάτησαν τη Ρώμη το 410.[43]

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βασιλεία του Ονώριου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Φλάβιος Ονώριος
Σόλιδος του Αυτοκράτορα Ονώριου

Ο Ονώριος, ο νεότερος γιος του Θεοδοσίου Α', ανακηρύχθηκε Αύγουστος (και ως τέτοιος συναυτοκράτορας με τον πατέρα του) στις 23 Ιανουαρίου 393. Μετά τον θάνατο του Θεοδοσίου ο Ονώριος κληρονόμησε τον θρόνο της Δύσης σε ηλικία δέκα ετών, ενώ ο μεγαλύτερος αδελφός του Αρκάδιος κληρονόμησε την Ανατολή. Δυτική πρωτεύουσα ήταν αρχικά το Μεδιόλανο, όπως και κατά προηγούμενες διαιρέσεις, αλλά μεταφέρθηκε στη Ραβέννα το 402 κατά την εισβολή του Βησιγότθου βασιλιά Αλάριχου Α' στην Ιταλία. Η Ραβέννα, προστατευμένη από πολλά έλη και ισχυρές οχυρώσεις, ήταν πολύ πιο ευκολότερα υπερασπίσιμη και παρείχε εύκολη πρόσβαση στον αυτοκρατορικό στόλο της Ανατολικής Αυτοκρατορίας, αλλά δυσκόλευε τον Ρωμαϊκό στρατό να υπερασπιστεί τα κεντρικά μέρη της Ιταλίας από τις τακτικές επιδρομές των βαρβάρων.[44] Η Ραβέννα θα παρέμενε η δυτική πρωτεύουσα για 74 χρόνια μέχρι την εκθρόνιση του Ρωμύλου Αυγουστύλου και αργότερα θα γινόταν πρωτεύουσα τόσο του Οστρογοτθικού Βασιλείου όσο και του Εξαρχάτου της Ραβέννας.[45][46]

Παρά τη μεταφορά της πρωτεύουσας η οικονομική δύναμη παρέμεινε επικεντρωμένη στη Ρώμη και την πλούσια συγκλητική αριστοκρατία της, που κυριαρχούσε σε μεγάλο μέρος της Ιταλίας και της Αφρικής ειδικότερα. Αφότου ο Αυτοκράτορας Γαλλιηνός απαγόρευσε στους γερουσιαστές να διοικούν τον στρατό στα μέσα του 3ου αιώνα η συγκλητική ελίτ έχασε κάθε εμπειρία - και ενδιαφέρον - για τη στρατιωτική ζωή.[47] Στις αρχές του 5ου αιώνα η πλούσια ελίτ των γαιοκτημόνων της Ρωμαϊκής Γερουσίας απαγόρευσε σε μεγάλο βαθμό τους ενοικιαστές της να στρατεύονται, αλλά αρνήθηκε επίσης να εγκρίνει επαρκή χρηματοδότηση για τη διατήρηση ενός αρκετά ισχυρού μισθοφορικού στρατού για την υπεράσπιση ολόκληρης της Δυτικής Αυτοκρατορίας. Η πιο σημαντική στρατιωτική περιοχή της Δύσης ήταν η βόρεια Γαλατία και τα σύνορα του Ρήνου τον 4ο αιώνα, όταν το Τριρ συχνά λειτουργούσε ως στρατιωτική πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας. Πολλοί κορυφαίοι Δυτικοί στρατηγοί ήταν βάρβαροι.[48]

Η βασιλεία του Ονώριου ήταν, ακόμη και σύμφωνα με τα δυτικά ρωμαϊκά μέτρα, χαοτική και μαστιζόταν τόσο από εσωτερικές όσο και από εξωτερικές διαμάχες. Οι Βησιγότθοι φοιδεράτοι υπό τον Aλάριχο, στρατηλάτη του Ιλλυρικού, επαναστάτησαν το 395. Ο Γκίλντο, Comes Africae και Magister utriusque militiae per Africam, επαναστάτησε το 397 και ξεκίνησε το Γιλδονικό Πόλεμο. Ο Στίλιχων κατάφερε να τον υποτάξει, αλλά είχε εκστρατεύσει στη Ραιτία (σημερινή Ελβετία) όταν οι Βησιγότθοι εισέβαλαν στην Ιταλία το 402 και επέστρεψε βιαστικά για να βοηθήσει στην υπεράσπιση της Ιταλίας και κάλεσε λεγεώνες στη Γαλατία και τη Βρετανία με τις οποίες κατάφερε να νικήσει τον Αλάριχο δύο φορές πριν συμφωνήσει να του επιτρέψει να υποχωρήσει πίσω στην Ιλλυρία.[49]

Οι επιδρομές των βαρβάρων και η εισβολή του σφετεριστή Κωνσταντίνου Γ΄ στη Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ονώριου 407–409

Η αποδυνάμωση των συνόρων στη Βρετανία και τη Γαλατία είχε οδυνηρές συνέπειες για την Αυτοκρατορία. Καθώς η αυτοκρατορική κυβέρνηση δεν παρείχε τη στρατιωτική προστασία που περίμεναν και χρειάζονταν οι βόρειες επαρχίες, πολλοί σφετεριστές εμφανίστηκαν στη Βρετανία, όπως ο Μάρκο (406–407), ο Γρατιανός (407) και Κωνσταντίνου Γ΄ που εισέβαλε στη Γαλατία το 407.[50] Η Βρετανία εγκαταλείφθηκε ουσιαστικά από την αυτοκρατορία το 410 λόγω της έλλειψης πόρων και της ανάγκης να φροντίσει για πιο σημαντικά σύνορα. Η αποδυνάμωση των συνόρων του Ρήνου επέτρεψε σε πολλές βαρβαρικές φυλές, όπως οι Βάνδαλοι, οι Αλανοί και οι Σουβοί, να περάσουν τον ποταμό και να εισέλθουν στο ρωμαϊκό έδαφος το 406.[51]

Ο Ονώριος πείστηκε από τον υπουργό του Ολύμπιο ότι ο Στιλίχων συνωμοτούσε για να τον ανατρέψει και έτσι τον συνέλαβε και τον εκτέλεσε το 408.[52] Ο Ολύμπιος ηγήθηκε μιας συνωμοσίας που ενορχήστρωσε τους θανάτους βασικών ατόμων που σχετίζονταν με την παράταξη του Στιλίχων, συμπεριλαμβανομένου του γιου του και των οικογενειών πολλών από τους φοιδεράτους του στρατού του. Αυτό έκανε πολλούς από τους στρατιώτες να προσχωρήσουν στον Αλάριχο, που επέστρεψε στην Ιταλία το 409, συνάντησε μικρή αντίσταση. Παρά τις προσπάθειες του Ονώριου να καταλήξει σε συμβιβασμό και έξι λεγεώνες Ανατολικών Ρωμαίων στρατιωτών που στάλθηκαν για να τον υποστηρίξουν,[53] οι διαπραγματεύσεις του με τον Αλάριχο κατέρρευσαν το 410 και ο τελευταίος λεηλάτησε την πόλη της Ρώμης. Αν και η λεηλασία ήταν σχετικά ήπια και η Ρώμη δεν ήταν πλέον η πρωτεύουσα ούτε καν της Δυτικής Αυτοκρατορίας, το γεγονός συγκλόνισε τους ανθρώπους και στα δύο μισά της Αυτοκρατορίας καθώς ήταν η πρώτη φορά που έπεφτε η Ρώμη (θεωρούμενη τουλάχιστον ως η συμβολική καρδιά της Αυτοκρατορίας) σε ξένο εχθρό από τις Γαλατικές επιδρομές του 4ου αιώνα π.Χ. Ο Ανατολικός Ρωμαίος Αυτοκράτορας Θεοδόσιος Β', διάδοχος του Αρκάδιου, κήρυξε στην Κωνσταντινούπολη τριήμερο πένθος.

Χωρίς τον Στίλιχωνα και μετά τη λεηλασία της Ρώμης η βασιλεία του Ονώριου έγινε πιο χαοτική. Ο σφετεριστής Κωνσταντίνος Γ' είχε αφαιρέσει την άμυνά της από τη Ρωμαϊκή Βρετανία όταν πέρασε στη Γαλατία το 407, αφήνοντας τον εκρωμαϊσμένο πληθυσμό της εκτεθειμένο σε εισβολές, πρώτα των Πίκτων και στη συνέχεια των Σαξόνων, των Αγγλιων και των Ιούτων, που άρχισαν να εγκαθίστανται μόνιμα από περίπου το 440 και μετά. Οταν ο Ονώριος δέχτηκε τον Κωνσταντίνο ως συναυτοκράτορα, ο στρατηγός του δεύτερου στην Ισπανία, Γερόντιος, ανακήρυξε Αυτοκράτορα τον Μάξιμο. Με τη βοήθεια του στρατηγού Κωνστάντιου ο Ονώριος νίκησε τον Γερόντιο και τον Μάξιμο το 411 και λίγο αργότερα συνέλαβε και εκτέλεσε τον Κωνσταντίνο Γ'. Οταν ο Κωνστάντιος επέστρεψε στην Ιταλία, ο Γαλατορωμαίος γερουσιαστής Ιοβίνος επαναστάτησε αφού αυτοανακηρύχτηκε Αυτοκράτορας, με την υποστήριξη των Γαλατών ευγενών και των βαρβάρων Βουργουνδών και Αλανών. Ο Ονώριος στράφηκε στους Βησιγότθους υπό τον βασιλιά Αταούλφο για υποστήριξη.[54] Ο Αταούλφος νίκησε και εκτέλεσε τον Ιοβίνο και τον ανακηρυχθέντα συναυτοκράτορά του Σεβαστιανό το 413, περίπου την ίδια εποχή που εμφανίστηκε ένας άλλος σφετεριστής στην Αφρική, ο Ηρακλειανός. Αυτός επιχείρησε να εισβάλει στην Ιταλία αλλά απέτυχε και υποχώρησε στην Καρχηδόνα, όπου σκοτώθηκε.[55]

Με την απόσυρση των ρωμαϊκών λεγεώνων η βόρεια Γαλατία υπόκειτο όλο και περισσότερο στην επιρροή των Φράκων, που φυσιολογικά υιοθέτησαν ηγετικό ρόλο στην περιοχή. Το 418 ο Ονώριος παραχώρησε τη νοτιοδυτική Γαλατία (Gallia Aquitania) στους Βησιγότθους ως υποτελή ομοσπονδία. Ο Ονώριος απομάκρυνε τους τοπικούς αυτοκρατορικούς κυβερνήτες, αφήνοντας τους Βησιγότθους και τους Ρωμαίους κατοίκους της επαρχίας να ασχολούντα με τις δικές τους υποθέσεις. Ως τέτοιο σχηματίστηκε το πρώτο από τα «βαρβαρικά βασίλεια», το Βασίλειο των Βησιγότθων.[56]

Κλιμακούμενες βαρβαρικές συγκρούσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γερμανικές και Ουννικές εισβολές στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, 100–500 μ.Χ.

Τον θάνατο του Ονώριου το 423 ακολούθησε αναταραχή έως ότου η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία εγκατέστησε τον Ουαλεντινιανό Γ΄ ως Δυτικό Αυτοκράτορα στη Ραβέννα με τη δύναμη των όπλων, με τη Γάλλα Πλακιδία να ενεργεί ως αντιβασιλέας μέχρι την ενηλικίωση του γιου της. Ο Θεοδόσιος Β', ο Ανατολικός Αυτοκράτορας, είχε διστάσει να αναγγείλει τον θάνατο του Ονώριου και στη μεσοβασιλεία που ακολούθησε αναγορεύθηκε ως Δυτικός Αυτοκράτορας ο Ιωάννης. Η «βασιλεία» του ήταν σύντομη και οι δυνάμεις της Ανατολής τον νίκησαν και τον εκτέλεσαν το 425.[57]

Ανάγλυφο πυξάρι που απεικονίζει την απελευθέρωση μιας πολιορκημένης πόλης από μια υποστηρικτική δύναμη, με αυτούς που υπερασπίζονται τα τείχη να πραγματοποιούν έξοδο. Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, αρχές 5ου αιώνα μ.Χ.

Μετά από βίαιη σύγκρουση με πολλούς αντιπάλους και ενάντια στην επιθυμία της Πλακιδίας ο Αέτιος ανήλθε στον βαθμό του magister militum (στρατηλάτη). Ο Αέτιος κατάφερε να σταθεροποιήσει κάπως τη στρατιωτική κατάσταση της Δυτικής Αυτοκρατορίας, βασιζόμενος σε μεγάλο βαθμό στους Ούννους συμμάχους του. Με τη βοήθειά τους ανέλαβε εκτεταμένες εκστρατείες στη Γαλατία, νικώντας τους Βησιγότθους το 437 και το 438, αλλά ηττήθηκε ο ίδιος το 439, τερματίζοντας τη σύγκρουση με μια συνθήκη status quo ante.[58]

Εν τω μεταξύ η πίεση των Βησιγότθων και η εξέγερση του Boνιφάτιου, κυβερνήτη της Αφρικής, έκανε τους Βανδάλους υπό τον βασιλιά Γιζέριχο να περάσουν από την Ισπανία στην Tιγγιτάνα (το σημερινό Μαρόκο το 429). Σταμάτησαν προσωρινά στη Νουμιδία (βορειοανατολική Αλγερία) το 435 προτού κινηθούν ανατολικότερα. Με τον Αέτιο απασχολημένο στη Γαλατία η Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να εμποδίσει τους Βανδάλους να κατακτήσουν τις πλούσιες αφρικανικές επαρχίες, με αποκορύφωμα την πτώση της Καρχηδόνας στις 19 Οκτωβρίου 439 και την ίδρυση του Βασιλείου των Βανδάλων. Τον 5ο αιώνα η ​​Ιταλία και η ίδια η Ρώμη εξαρτώνταν από τους φόρους και τα τρόφιμα από αυτές τις επαρχίες, έτσι οδηγήθηκαν σε οικονομική κρίση. Με τον στόλο των Βανδάλων να γίνεται αυξανόμενος κίνδυνος για το ρωμαϊκό θαλάσσιο εμπόριο και τις ακτές και τα νησιά της δυτικής και κεντρικής Μεσογείου, ο Αέτιος συντόνισε μια αντεπίθεση εναντίον τους το 440, οργανώνοντας ένα μεγάλο στρατό στη Σικελία.[59]

Ωστόσο τα σχέδια για την ανακατάληψη της Αφρικής έπρεπε να εγκαταλειφθούν λόγω της άμεσης ανάγκης καταπολέμησης των Ούννων εισβολέων, που το 444 ενώθηκαν υπό τον φιλόδοξο βασιλιά τους Αττίλα. Στρεφόμενοι εναντίον του πρώην συμμάχου τους τους οι Ούννοι έγιναν τρομερή απειλή για την Αυτοκρατορία. Ο Αέτιος μετέφερε τις δυνάμεις του στον Δούναβη, αν και ο Αττίλας επικεντρώθηκε σε επιδρομές στις Ανατολικές Ρωμαϊκές επαρχίες στα Βαλκάνια, παρέχοντας προσωρινή ανακούφιση στη Δυτική Αυτοκρατορία. Το 449 ο Αττίλας έλαβε ένα μήνυμα από την Ονωρία, αδερφή του Ουαλεντινιανού Γ΄, που του πρόσφερε τη μισή δυτική αυτοκρατορία αν τη γλίτωνε από έναν ανεπιθύμητο γάμο, στον οποίο την ανάγκαζε ο αδελφός της. Σχεδιάζοντας να εισβάλει στη Δύση ο Αττίλας εξασφάλισε ειρήνη με την Ανατολική αυλή και διέσχισε τον Ρήνο στις αρχές του 451.[69] Με τον Αττίλα να σπέρνει τον όλεθρο στη Γαλατία ο Αέτιος συγκέντρωσε ένα συνασπισμό Ρωμαϊκών και Γερμανικών δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένων των Βησιγότθων και των Βουργουνδών, και εμπόδισε τους Ούννους να καταλάβουν την πόλη Αυρηλιανόρουμ, αναγκάζοντάς τους να υποχωρήσουν.[60] Στη Μάχη των Εθνών ο ρωμαιογερμανικός συνασπισμός αντιμετώπισε και νίκησε τις δυνάμεις των Ούννων, αν και ο Αττίλας διέφυγε.[61]

Ο Αττίλας ανασυντάχθηκε και εισέβαλε στην Ιταλία το 452. Καθώς ο Αέτιος δεν είχε αρκετές δυνάμεις για να του επιτεθεί ο δρόμος προς τη Ρώμη ήταν ανοιχτός. Ο Ουαλεντινιανός έστειλε τον Πάπα Λέοντα Α' και δύο κορυφαίους συγκλητικούς να διαπραγματευτούν με τον Αττίλα. Αυτή η αντιπροσωπεία, σε συνδυασμό με μια πανώλη στα στρατεύματα του Αττίλα, την απειλή της πείνας και την είδηση ​​ότι ο Ανατολικός Αυτοκράτορας Μαρκιανός είχε εξαπολύσει επίθεση στην πατρίδα των Ούννων κατά μήκος του Δούναβη, ανάγκασε τον Αττίλα να επιστρέψει, φεύγοντας από την Ιταλία. Όταν ο Αττίλας πέθανε απροσδόκητα το 453, ο αγώνας για την εξουσία που ξέσπασε μεταξύ των γιων του τερμάτισε την απειλή από τους Ούννους.[62]

Εσωτερική αναταραχή και Μαϊοριανός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία επί Μαϊοριανού το 460 μ.Χ. Κατά τη διάρκεια της τετραετούς βασιλείας του από το 457 έως το 461 ο Ματζοριανός αποκατέστησε τη Δυτική Ρωμαϊκή εξουσία στην Ιβηρική και στο μεγαλύτερο μέρος της Γαλατίας. Παρά τα επιτεύγματά του η ρωμαϊκή κυριαρχία στη Δύση διήρκεσε λιγότερο από δύο ακόμη δεκαετίες.

Ο Ουαλεντινιανός Γ' φοβήθηκε τον Αέτιο και παρακινήθηκε από τον Ρωμαίο γερουσιαστή Πετρόνιο Μάξιμο και τον αρχιθαλαμηπόλο Ηράκλειο να τον δολοφονήσουν. Όταν ο Αέτιος βρισκόταν στην αυλή της Ραβέννας παραδίδοντας έναν οικονομικό απολογισμο, ο Ουαλεντινιανός πήδηξε ξαφνικά από τη θέση του και δήλωσε ότι δεν θα ήταν πλέον θύμα της εξαχρείωσης του μέθυσου Αέτιου. Ο Αέτιος προσπάθησε να υπερασπιστεί τον εαυτό του από τις κατηγορίες, αλλά ο Ουαλεντινιανός τράβηξε το ξίφος του και χτύπησε τον άοπλο Αέτιο στο κεφάλι, σκοτώνοντάς τον επί τόπου.[63] Στις 16 Μαρτίου του επόμενου έτους ο ίδιος ο Ουαλεντινιανός δολοφονήθηκε από υποστηρικτές του νεκρού στρατηγού, πιθανότατα για λογαριασμό του Πετρόνιου Μάξιμου. Με το τέλος της Θεοδοσιανής δυναστείας ο Πετρόνιος Μάξιμος αυτοανακηρύχθηκε αυτοκράτορας κατά την περίοδο αναταραχής που ακολούθησε.[64]

Ο Πετρόνιος δεν μπόρεσε να αναλάβει αποτελεσματικά τον έλεγχο της σημαντικά εξασθενημένης και ασταθούς Αυτοκρατορίας. Διέλυσε τον αρραβώνα του Ονώριχου, γιου του βασιλιά των Βανδάλων Γιζέριχου, με την Ευδοκία, κόρης του Ουαλεντινιανού Γ'. Αυτό θεωρήθηκε ως δίκαιη αιτία πολέμου από τον βασιλιά Γιζέριχο, που απέπλευσε για να επιτεθεί στη Ρώμη. Ο Πετρόνιος και οι υποστηρικτές του προσπάθησαν να φύγουν από την πόλη βλέποντας τους Βανδάλους που πλησίαζαν, για να λιθοβοληθούν μέχρι θανάτου από ένα ρωμαϊκό όχλο. Ο Πετρόνιος είχε βασιλέψει μόνο 11 εβδομάδες.[65] Με τους Βάνδαλους προ των πυλών ο Πάπας Λέων Α' ζήτησε από τον Βασιλιά να μην καταστρέψει την αρχαία πόλη ούτε να σκοτώσει τους κατοίκους της, ο Γιζέριχος συμφώνησε και του άνοιξαν οι πύλες της πόλης. Αν και κράτησε γενικά την υπόσχεσή του, λεηλάτησε πολλούς θησαυρούς και κατέστρεψε αντικείμενα πολιτιστικής σημασίας, όπως ο Ναός του Δία Οπτιμου Μάξιμου. Η σοβαρότητα της λεηλασίας των Βανδάλων του 455 αμφισβητείται, αν και με τους Βάνδαλους να λεηλατούν την πόλη για δεκατέσσερις ολόκληρες ημέρες σε αντίθεση με τη λεηλασία των Βησιγότθων του 410, όπου οι Βησιγότθοι πέρασαν μόνο τρεις ημέρες στην πόλη, ήταν πιθανότατα μεγαλύτερη. [66]

Ο [Άβιτος]], εξέχων στρατηγός υπό τον Πετρόνιο, ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας από τον βασιλιά των Βησιγότθων Θεοδώριχο Β΄ και έγινε δεκτός ως τέτοιος από τη Ρωμαϊκή Σύγκλητο. Αν και υποστηριζόταν από τις γαλατικές επαρχίες και τους Βησιγότθους, ο Άβιτος δυσανασχετούσε στην Ιταλία λόγω των συνεχιζόμενων ελλείψεων τροφίμων που προκλήθηκαν από τον έλεγχο των εμπορικών οδών από τους Βανδάλους και για τη χρήση μιας βησιγότθικής αυτοκρατορικής φρουράς. Διέλυσε τη φρουρά του λόγω της λαϊκής πίεσης και ο Σουηβός στρατηγός Ρικίμερος χρησιμοποίησε την ευκαιρία για να καθαιρέσει τον Άβιτο, βασιζόμενος στη λαϊκή δυσαρέσκεια. Μετά την εκθρόνιση του Άβιτου, ο Ανατολικός Αυτοκράτορας Λέων Α' δεν επέλεξε έναν νέο δυτικό Αύγουστο. Ο εξέχων στρατηγός Μαϊοριανός νίκησε μια δύναμη Αλαμαννών εισβολέων και στη συνέχεια ανακηρύχθηκε Δυτικός Αυτοκράτορας από τον στρατό και τελικά έγινε δεκτός ως τέτοιος από τον Λέοντα.[67]

Ο Μαϊοριανός ήταν ο τελευταίος Δυτικός Αυτοκράτορας που προσπάθησε να συνεφέρει τη Δυτική Αυτοκρατορία με τις δικές του στρατιωτικές δυνάμεις. Για να προετοιμαστεί ο Μαϊοριανός ενίσχυσε σημαντικά τον Δυτικό Ρωμαϊκό στρατό στρατολογώντας μεγάλο αριθμό βαρβάρων μισθοφόρων, ανάμεσά τους Γέπιδες, Οστρογότθους, Ρογούς, Βουργουνδούς, Ούννους, Βάσταρνες, Σουηβούς, Σκύθες και Αλανούς, και ναυπήγησε δύο στόλους, τον ένα στη Ραβέννα, για να πολεμήσει τον ισχυρό στόλο των Βανδάλων. Ο Μαϊοριανός ηγήθηκε προσωπικά του στρατού στον πόλεμο στη Γαλατία, αφήνοντας τον Ρικίμερο στην Ιταλία. Οι Γαλατικές επαρχίες και το Βασίλειο των Βησιγότθων είχαν επαναστατήσει μετά την εκθρόνιση του Aβιτου, αρνούμενοι να αναγνωρίσουν τον Μαϊοριανό ως νόμιμο αυτοκράτορα. Στη Μάχη του Αρελάτε ο Μαϊοριανός νίκησε αποφασιστικά τους Βησιγότθους υπό τον Θεοδέριχο Β' και τους ανάγκασε να εγκαταλείψουν τις μεγάλες κατακτήσεις τους στην Ιβηρική και να επιστρέψουν στο καθεστώς των φοιδεράτων. Στη συνέχεια εισήλθε στην Κοιλάδα του Ροδανού, όπου νίκησε τους Βουργουνδούς και ξανακατέκτησε την επαναστατημένη πόλη Λούγδουνο. Με τη Γαλατία πάλι υπό τον έλεγχο των Ρωμαίων ο Μαϊοριανός έστρεψε την προσοχή του στους Βάνδαλους και την Αφρική. Όχι μόνο οι Βάνδαλοι αποτελούσαν συνεχή κίνδυνο για την παράκτια Ιταλία και το εμπόριο στη Μεσόγειο, αλλά η επαρχία που κυβερνούσαν ήταν οικονομικά ζωτικής σημασίας για την επιβίωση της Δύσης. Ο Μαϊοριανός ξεκίνησε μια εκστρατεία για να ανακτήσει πλήρως την Ιβηρική για να τη χρησιμοποιήσει ως βάση για την ανακατάκτηση της Αφρικής. Καθ' όλη τη διάρκεια του 459 εκστράτευσε εναντίον των Σουηβών στη βορειοδυτική Ισπανία.[67]

Οι Βάνδαλοι άρχισαν να φοβούνται όλο και περισσότερο μια ρωμαϊκή εισβολή. Ο βασιλιάς Γιζέριχος προσπάθησε να διαπραγματευτεί μια ειρήνη με τον Μαϊοριανό, που απέρριψε την πρόταση. Μετά από αυτό ερήμωσε τη Μαυριτανία, μέρος του δικού του βασιλείου, φοβούμενος ότι ο Ρωμαϊκός στρατός θα αποβιβαζόταν εκεί. Έχοντας ανακτήσει τον έλεγχο της Ιβηρική ο Μαϊοριανός σκόπευε να χρησιμοποιήσει τον στόλο του στην Καρχηδονιακή για να επιτεθεί στους Βανδάλους. Πριν προλάβει ο στόλος καταστράφηκε, υποτίθεται από προδότες που πλήρωσαν οι Βάνδαλοι. Στερούμενος τον στόλο του αναγκάστηκε να ακυρώσει την επίθεσή του στους Βανδάλους και να συνάψει ειρήνη με τον Γιζέριχο. Διαλύοντας τις βαρβαρικές δυνάμεις του ο Μαϊοριανός σκόπευε να επιστρέψει στη Ρώμη και να εκδώσει μεταρρυθμίσεις, σταματώντας καθ' οδόν στο Αρελάτε. Εκεί ο Ρικίμερο τον καθαίρεσε και τον συνέλαβε το 461, έχοντας συγκεντρώσει σημαντική αντίθεση των αριστοκρατών εναντίον του. Μετά από πέντε ημέρες ξυλοδαρμών και βασανιστηρίων ο Μαϊοριανός αποκεφαλίστηκε κοντά στον ποταμό Iρια.[67]

Κατάρρευση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Δυτική και η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία το 476

Η τελική κατάρρευση της Αυτοκρατορίας στη Δύση χαρακτηρίστηκε από ολοένα και πιο αναποτελεσματικούς Αυτοκράτορες-μαριονέτες που κυριαρχούντο από τους Γερμανούς στρατιώτες τους. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Ρικίμερος, που ουσιαστικά έγινε «σκιώδης αυτοκράτορας» μετά τις εκθρονίσεις του Aβιτου και του Μαϊοριανού. Μη μπορώντας να πάρει τον θρόνο για τον εαυτό του λόγω της βάρβαρης καταγωγής του, ο Ρικίμερος διόρισε μια σειρά από αυτοκράτορες-μαριονέτες που δεν μπορούσαν να κάνουν πολλά για να ανακόψουν την κατάρρευση της ρωμαϊκής εξουσίας και την απώλεια των εδαφών που είχαν ανακτηθεί από τον Μαϊοριανό.[68] Ο πρώτος από αυτούς τους αυτοκράτορες-μαριονέτες, ο Λίβιος Σεβήρος, δεν είχε καμία αναγνώριση εκτός Ιταλίας, καθώς ο Ανατολικός Αυτοκράτορας Λέοντα Α' και οι κυβερνήτες των επαρχιών στη Γαλατία και την Ιλλυρία αρνούντο όλοι να τον αναγνωρίσουν.[69]

Ο Σεβήρος πέθανε το 465 και ο Λέων Α', με τη συγκατάθεση του Ρικίμερου, διόρισε μετά από δεκαοκτώ μήνες μεσοβασιλείας ως Δυτικό Αυτοκράτορα τον ικανό στρατηγό της Ανατολής Ανθέμιο. Η σχέση μεταξύ του Ανθέμιου και της Ανατολής ήταν καλή και αυτός είναι ο τελευταίος Δυτικός Αυτοκράτορας που καταγράφεται σε Ανατολικό νόμο και οι δύο αυλές διεξήγαγαν κοινή επιχείρηση για να ανακτήσουν την Αφρική από τους Βάνδαλους, με αποκορύφωμα την καταστροφική Μάχη του Ακρωτηρίου Μπον το 468. Επιπλέον Ο Ανθέμιος διεξήγαγε αποτυχημένες εκστρατείες κατά των Βησιγότθων, ελπίζοντας να σταματήσει την επέκτασή τους.[68]

Η δίκη και στη συνέχεια εκτέλεση του Ρωμανού, ενός Ιταλού συγκλητικού και φίλου του Ρικίμερου, με την αιτιολογία της προδοσίας το 470 έκανε το Ρικίμερο εχθρικό προς τον Ανθέμιο. Μετά από δύο χρόνια ο Ρικίμερος εκθρόνισε και σκότωσε τον Ανθέμιο το 472, ανεβάζοντας στο Δυτικό θρόνο τον Ολύβριο.[80] Κατά τη σύντομη βασιλεία του ο Ρικίμερος πέθανε και ο ανιψιός του Γκουντοβάδος τον διαδέχθηκε ως magister militum (στρατηλάτης). Μετά από επτά μόνο μήνες διακυβέρνησης ο Ολύβριος πέθανε από υδρωπικία. Ο Γκουντοβάδος ανέδειξε Δυτικό Αυτοκράτορα τον Γλυκέριο. Η Ανατολική Αυτοκρατορία δεν είχε αναγνωρίσει τον Ολύβριο ούτε τον Γλυκέριο, αντ' αυτού υποστήριξε ένα δικό της υποψήφιο, τον Ιούλιος Νέπωτα, magister militum στη Δαλματία. Με την υποστήριξη των Ανατολικών Αυτοκρατόρων Λέοντα Β΄ και Ζήνωνα ο Ιούλιος Νέπως διέσχισε την Αδριατική Θάλασσα την άνοιξη του 474 για να καθαιρέσει τον Γλυκέριο. Κατά την άφιξη του Νέπωτα στην Ιταλία ο Γλυκέριος παραιτήθηκε αμαχητί και του επετράπη να ζήσει ως Επίσκοπος Σαλώνας (Σπλιτ).[70]

Η σύντομη διακυβέρνηση του Νέπωτα στην Ιταλία έληξε το 475 όταν ο Ορέστης, πρώην γραμματέας του Αττίλα και magister militumτου Ιούλιου Νέπωτα, πήρε τον έλεγχο της Ραβέννας και ανάγκασε τον Νέπωτα να καταφύγει με πλοίο στη Δαλματία. Αργότερα την ίδια χρονιά ο Ορέστης έστεψε το μικρό του γιο Δυτικό Αυτοκράτορα με το όνομα Ρωμύλος Αυγουστύλος, που όμως δεν αναγνωρίστηκε ως Δυτικός Αυτοκράτορας από την Ανατολική Αυλή, που υποστήριξε ότι ο Νέπωςς ήταν ο μόνος νόμιμος Δυτικός Αυτοκράτορας, που βασίλευε εξόριστος από τη Δαλματία.[71]

Στις 4 Σεπτεμβρίου 476 ο Οδόακρος, αρχηγός των Γερμανικών φοιδεράτων στην Ιταλία, κατέλαβε τη Ραβέννα, σκότωσε τον Ορέστη και καθαίρεσε τον Ρωμύλο. Αν και ο Ρωμύλος καθαιρέθηκε ο Νέπωςς δεν επέστρεψε στην Ιταλία και συνέχισε να βασιλεύει ως Δυτικός Αυτοκράτορας από τη Δαλματία, με την υποστήριξη της Κωνσταντινούπολης. Ο Οδόακρος αυτοανακηρύχτηκε ηγεμόνας της Ιταλίας και άρχισε να διαπραγματεύεται με τον Ανατολικό Αυτοκράτορα Ζήνωνα. Ο Ζήνων τελικά χορήγησε στον Οδόακρο το καθεστώς του πατρικίου ως αναγνώριση της εξουσίας του και τον αποδέχτηκε ως αντιβασιλέα του στην Ιταλία. Ο Ζήνων ωστόσο επέμεινε ότι ο Οδόακρος έπρεπε να αποτίσει φόρο τιμής στον Ιούλιο Νέπωτα ως Αυτοκράτορα της Δυτικής Αυτοκρατορίας. Ο Οδόακρος αποδέχτηκε αυτόν τον όρο και εξέδωσε νομίσματα με το όνομα του Ιούλιου Νέπωτα σε όλη την Ιταλία. Αυτό ωστόσο ήταν κυρίως μια πολιτική χειρονομία κενή περιεχομένου, καθώς ο Οδόακρος δεν επέστρεψε ποτέ καμία πραγματική δύναμη ή εδάφη στον Νέπωτα. Η δολοφονία του Νέπωτα το 480 ώθησε τον Οδόακρο να εισβάλει στη Δαλματία, προσαρτώντας τη στο Βασίλειο του Ιταλίας.[72]

Πτώση της Αυτοκρατορίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πόλη της Ραβέννας, Δυτική Ρωμαϊκή πρωτεύουσα, στον Χάρτη του Πόιτινγκερ (Tabula Peutingeriana), μεσαιωνικό χάρτη του 13ου αιώνα που πιθανώς αντιγράφηκε από ρωμαϊκό πρωτότυπο του 4ου ή 5ου αιώνα

Συμβατικά η Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία θεωρείται ότι έληξε στις 4 Σεπτεμβρίου 476, όταν ο Οδόακρος εκθρόνισε τον Ρωμύλο Αυγουστύλο, αλλά αυτός ο προσδιορισμός είναι συζητήσιμος από τους ιστορικούς. Πράγματι η εκθρόνιση του Ρωμύλου Αυγουστύλο έτυχε πολύ λίγης σημασίας στη σύγχρονη εποχή. Ο Ρωμύλος ήταν σφετεριστής στα μάτια της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και των υπόλοιπων περιοχών που έλεγχε η Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία εκτός Ιταλίας, με τον προηγούμενο αυτοκράτορα Ιούλιο Νέπωτα να είναι ακόμα ζωντανός και να ισχυρίζεται ότι κυβερνά τη Δυτική Αυτοκρατορία από τη Δαλματία. Επιπλέον η Δυτική αυλή στερείτο πραγματικής εξουσίας και είχε υποταγεί σε Γερμανούς αριστοκράτες επί δεκαετίες, με το μεγαλύτερο μέρος της νόμιμης επικράτειάς της να βρίσκεται υπό τον έλεγχο διαφόρων βαρβαρικών βασιλείων. Με τον Οδόακρο να αναγνωρίζει τον Ιούλιο Νέπωτα και αργότερα τον Ανατολικό Αυτοκράτορα Ζήνωνα, ως κυρίαρχό του, ο κατ' όνομα ρωμαϊκός έλεγχος συνεχίστηκε στην Ιταλία.[73] Ο Συάγριος, που είχε καταφέρει να διατηρήσει τη ρωμαϊκή κυριαρχία σε ένα θύλακα στη βόρεια Γαλατία (ένα βασίλειο γνωστό σήμερα ως Βασίλειο του Σουασόν) αναγνώρισε επίσης τον Νέπωτα ως κυρίαρχό του και νόμιμο Δυτικό Αυτοκράτορα.[74]

Η εξουσία του Ιούλιου Νέπωτα ως Αυτοκράτορα έγινε αποδεκτή όχι μόνο από τον Οδόακρο στην Ιταλία, αλλά από την Ανατολική Αυτοκρατορία και τον Συάγριο στη Γαλατία (που δεν είχε αναγνωρίσει τον Ρωμύλο Αυγουστύλο). Ο Νέπως δολοφονήθηκε από τους δικούς του στρατιώτες το 480, μια συνωμοσία που αποδίδεται στον Οδόακρο ή στον προηγούμενο, έκπτωτο αυτοκράτορα Γλυκέριο[86] και ο Ανατολικός Αυτοκράτορας Ζήνων επέλεξε να μη διορίσει νέο Δυτικό Αυτοκράτορα. Ο Ζήνων, αναγνωρίζοντας ότι δεν υπήρχε πραγματικός ρωμαϊκός έλεγχος στα εδάφη που διοικούντο νόμιμα από τη Δυτική αυλή, επέλεξε να καταργήσει τη νομική διαίρεση της θέσης του Αυτοκράτορα και αυτοανακηρύχτηκε μοναδικός αυτοκράτορας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο Ζήνων έγινε ο πρώτος μοναδικός Ρωμαίος αυτοκράτορας μετά τη διαίρεσή της μετά τον Θεοδόσιο Α', πριν 85 χρόνια, και το αξίωμα δεν διαιρέθηκε ποτέ ξανά. Έτσι οι (ανατολικοί) Ρωμαίοι αυτοκράτορες μετά το 480 είναι οι διάδοχοι των δυτικών, αν και μόνο με τη νομική έννοια.[75] Αυτοί οι αυτοκράτορες συνέχισαν να κυβερνούν τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία μέχρι την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, σχεδόν χίλια χρόνια αργότερα.[76] Καθώς το 480 σηματοδοτεί το τέλος της νομικής διαίρεσης της αυτοκρατορίας σε δύο αυτοκρατορικά δικαστήρια, ορισμένοι ιστορικοί αναφέρονται στον θάνατο του Νέπωτα και την κατάργηση της Δυτικής Αυτοκρατορίας από τον Ζήνωνα ως το τέλος της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.[74][77]

Παρά την πτώση ή την κατάργηση της Δυτικής Αυτοκρατορίας πολλοί από τους νέους βασιλιάδες της δυτικής Ευρώπης συνέχισαν να λειτουργούν σταθερά μέσα σε ένα ρωμαϊκό διοικητικό πλαίσιο. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στην περίπτωση των Οστρογότθων, που κυβέρνησαν την Ιταλία μετά τον Οδόακρο. Συνέχισαν να χρησιμοποιούν τα διοικητικά συστήματα του βασιλείου του, ουσιαστικά αυτά της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, και οι διοικητικές θέσεις συνέχισαν να στελεχώνονται αποκλειστικά από Ρωμαίους. Η Γερουσία συνέχισε να λειτουργεί όπως πάντα και οι νόμοι της Αυτοκρατορίας αναγνωρίστηκαν ότι διέπουν τον ρωμαϊκό πληθυσμό, αν και οι Γότθοι διοικούντο από τους δικούς τους παραδοσιακούς νόμους.[78] Οι Δυτικορωμαϊκοί θεσμοί, ιδιαίτερα εκείνοι της Ιταλίας, συνέχισαν να χρησιμοποιούνται κατά τη διάρκεια της «βαρβαρικής» κυριαρχίας ακόμη και όταν οι δυνάμεις της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας κατέκτησαν εκ νέου ορισμένες από τις πρώην αυτοκρατορικές περιοχές. Έτσι ορισμένοι ιστορικοί αναφέρονται στις ανακατατάξεις στην Ιταλία και στην κατάργηση των παλαιών και χωριστών διοικητικών ενοτήτων της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, όπως η Πραιτωριανή Περιφέρεια της Ιταλίας, κατά τον έκτο αιώνα ως την «αληθινή» πτώση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.[73]

Οι ρωμαϊκές πολιτιστικές παραδόσεις συνεχίστηκαν σε όλη την επικράτεια της Δυτικής Αυτοκρατορίας για πολύ μετά την εξαφάνισή της και μια πρόσφατη σχολή ερμηνείας υποστηρίζει ότι οι μεγάλες πολιτικές αλλαγές μπορούν να περιγραφούν με μεγαλύτερη ακρίβεια ως σύνθετος πολιτισμικός μετασχηματισμός παρά ως πτώση.[79]

Πολιτική συνέχεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χάρτης των βαρβαρικών βασιλείων (τα μεγαλύτερα βασίλεια και η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στον παρακάτω πίνακα) της δυτικής Μεσογείου το 526, επτά χρόνια πριν από τις εκστρατείες ανακατάκτησης υπό τον Ανατολικό Αυτοκράτορα Ιουστινιανό Α'
  Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία υπό τον Ιουστινιανό
  Tο Το Βασίλειο των Βανδάλων
  Tο Οστρογοτθικό Βασίλειο της Ιταλίας

Μετά την πτώση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας τα Γερμανικά βασίλεια, που συχνά αναφέρονται ως «βαρβαρικά βασίλεια», που ιδρύθηκαν κατά την κατάρρευσή της συνέχισαν να αναπτύσσονται και να ευημερούν. Οι απαρχές τους, μαζί με το τέλος της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, σηματοδοτούν τη μετάβαση από την Ύστερη Αρχαιότητα στον Μεσαίωνα. Οι πρακτικές των βαρβαρικών βασιλείων αντικατέστησαν σταδιακά τους παλιούς ρωμαϊκούς θεσμούς, ειδικά στις πραιτοριανές περιφέρειες της Γαλατίας και της Ιταλίας, κατά τον έκτο και τον έβδομο αιώνα.[80] Σε πολλά μέρη οι ρωμαϊκοί θεσμοί κατέρρευσαν μαζί με την οικονομική σταθερότητα. Σε ορισμένες περιοχές, ιδίως τη Γαλατία και την Ιταλία, η εγκατάσταση βαρβάρων σε πρώην ρωμαϊκά εδάφη φαίνεται να είχε προκαλέσει σχετικά μικρή αναστάτωση, με τους βαρβάρους ηγεμόνες να χρησιμοποιούν και να τροποποιούν τα ήδη ισχύοντα ρωμαϊκά συστήματα.[81] Τα Γερμανικά βασίλεια στην Ιταλία, την Ισπανία και τη Γαλατία συνέχισαν να αναγνωρίζουν τον Αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης ως κάπως ονομαστικό κυρίαρχο και οι Βησιγότθοι έκοβαν νομίσματα στο όνομά του μέχρι τη βασιλεία του Ιουστινιανού Α' τον έκτο αιώνα.[82]

Βησιγοτθικό νόμισμα του 6ου αιώνα, με το όνομα του Αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α'

Ορισμένες περιοχές υπό άμεσο ρωμαϊκό έλεγχο συνέχισαν να υπάρχουν στη Δύση ακόμη και μετά το 480. Το Βασίλειο του Σουασόν, ένα κρατίδιο στη Βόρεια Γαλατία που κυβερνούσε ο Συάγριος, επέζησε μέχρι το 486, όταν κατακτήθηκε από τους Φράγκους υπό τον Βασιλιά Κλόβις Α΄ μετά τη Μάχη του Σουασόν. Ο Συάγριος ήταν γνωστός ως «Βασιλιάς των Ρωμαίων» από τους Γερμανικούς λαούς της περιοχής και ισχυρίστηκε επανειλημμένα ότι κυβερνούσε απλώς μια ρωμαϊκή επαρχία, όχι ένα ανεξάρτητο βασίλειο.[74] Υπό τον Κλόβις Α΄ από τη δεκαετία του 480 ως το 511 οι Φράγκοι θα εξελιχθούν σε μια μεγάλη περιφερειακή δύναμη. Μετά την κατάκτηση του Σουασόν οι Φράγκοι νίκησαν τους Αλαμανούς το 504 και κατέκτησαν όλα τα βησιγοτθικά εδάφη βόρεια των Πυρηναίων εκτός από τη Σεπτιμανία το 507. Οι σχέσεις μεταξύ των Φράγκων και της Ανατολικής Αυτοκρατορίας φαίνεται να ήταν θετικές, με τον αυτοκράτορα Αναστάσιο να παραχωρεί στον Κλόβις τον τίτλο του ύπατου μετά τη νίκη του επί των Βησιγότθων. Την εποχή της διάλυσής του τον 9ο αιώνα το Φραγκικό Βασίλειο είχε διαρκέσει πολύ περισσότερο από τα άλλα βαρβαρικά βασίλεια της περιόδου των μεταναστεύσεων. Οι διαιρεμένοι διάδοχοί του θα εξελιχθούν στα μεσαιωνικά κράτη της Γαλλίας (αρχικά γνωστό ως Δυτική Φραγκία) και της Γερμανίας (αρχικά γνωστό ως Ανατολική Φραγκία).[83]

Ένα Μαυριτανορωμαϊκό βασίλειο επέζησε στην επαρχία της Mαυριτανίας μέχρι τις αρχές του 8ου αιώνα. Μια επιγραφή σε μια οχύρωση στην ερειπωμένη πόλη Aλτάβα του έτους 508 αναφέρει έναν άνδρα ονόματι Mασούνα ως βασιλιά του "Regnum Maurorum et Romanarum", του Βασιλείου των Μαυριτανών και των Ρωμαίων.[84] Είναι πιθανό ο Μασούνα να είναι ο ίδιος άνθρωπος με τους «Μασόνες» που συμμάχησαν με τις δυνάμεις της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας εναντίον των Βανδάλων το 535. Αυτό το Βασίλειο ηττήθηκε από τον Ανατολικό Ρωμαίο magister militum Γεννάδιο το 578 και τα παράκτια εδάφη του ενσωματώθηκαν για άλλη μια φορά στην Αυτοκρατορία.[85]

Γερμανική Ιταλία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Ιταλία του Οδόακρου το 480 μ.Χ., μετά την προσάρτηση της Δαλματίας

Η εκθρόνιση του Ρωμύλου Αυγουστύλου και η άνοδος του Οδόακρου ως ηγεμόνα της Ιταλίας το 476 έτυχαν πολύ λίγης συμμαχίας εκείνη την εποχή.[73] Συνολικά πολύ λίγα άλλαξαν για τους ανθρώπους. Υπήρχε ακόμα ένας Ρωμαίος Αυτοκράτορας στην Κωνσταντινούπολη στον οποίο ο Οδόακρος είχε υποταχθεί. Η μεσοβασιλεία ήταν ήδη συνηθισμένη στη Δύση και η εκθρόνιση του Ρωμύλου Αυγουστύλου δεν ήταν κάτι το ασυνήθιστο. Ο Οδόακρος είδε την κυριαρχία του εξ ολοκλήρου ενταγμένη στην παράδοση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, όχι σε αντίθεση με τον Ρικίμερο, και ουσιαστικά κυβέρνησε ως αυτοκρατορικός «κυβερνήτης» της Ιταλίας και μάλιστα του απονεμήθηκε ο τίτλος του πατρίκιου. Ο Οδόακρος κυβέρνησε χρησιμοποιώντας τα ήδη ισχύοντα ρωμαϊκά διοικητικά συστήματα και συνέχισε να κόβει νομίσματα με το όνομα και το πορτρέτο του Ιούλιου Νέπωτα μέχρι το 480 και αργότερα με το όνομα και την εικόνα του Ανατολικού Αυγούστου, αντί για τα δικά του.[73]

Όταν ο Νέπως δολοφονήθηκε στη Δαλματία το 480 ο Οδόακρος ανέλαβε το καθήκον να καταδιώξει και να εκτελέσει τους δολοφόνους και ίδρυσε τη δική του κυριαρχία στη Δαλματία την ίδια εποχή. [86]Ο Οδόακρος εδραίωσε την εξουσία του με την πιστή υποστήριξη της Ρωμαϊκής Συγκλήτου, ενός νομοθετικού σώματος που συνέχιζε ακόμη και χωρίς αυτοκράτορα να υφίσταται στην Ιταλία. Πράγματι η Σύγκλητος φαίνεται να αύξησε την ισχύ της υπό τον Οδόακρο. Για πρώτη φορά από τα μέσα του 3ου αιώνα εκδόθηκαν χάλκινα νομίσματα με την ένδειξη S C (Senatus Consulto). Αυτά τα νομίσματα αντιγράφηκαν από Βάνδαλους στην Αφρική και αποτέλεσαν επίσης τη βάση της νομισματικής μεταρρύθμισης που πραγματοποιήθηκε από τον Αυτοκράτορα Αναστάσιο στην Ανατολή.[87]

Υπό τον Οδόακρο Δυτικοί ύπατοι συνέχισαν να διορίζονται, όπως γινόταν υπό τη Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, και έγιναν δεκτοί από την Ανατολική Αυλή, με πρώτο τον Καικίνα Δέκιο Μάξιμο Βασίλειο το 480. Ο Βασίλειος έγινε πραιτωριανός έπαρχος της Ιταλίας το 483, μια άλλη παραδοσιακή θέση που συνέχισε να υπάρχει υπό τον Οδόακρο.[88] Έντεκα ακόμη ύπατοι διορίστηκαν από τη Σύγκλητο υπό τον Οδόακρο από το 480 έως το 493 και ένας ακόμη Πραιτοριανός Έπαρχος της Ιταλίας διορίστηκε, ο Καικίνα Μαβόρτιος Βασίλειος Δέκιος (486–493).[89]

Σόλιδος κομμένος υπό τον Οδόακρο με το όνομα και την εικόνα του Ανατολικού Αυτοκράτορα Ζήνωνα

Αν και ο Οδόακρος κυβέρνησε ως Ρωμαίος κυβερνήτης και διατηρήθηκε ως υφιστάμενος της εναπομείνασας Αυτοκρατορίας, ο Ανατολικός Αυτοκράτορας Ζήνων άρχισε να τον βλέπει όλο και περισσότερο ως αντίπαλο. Έτσι ο Ζήνων υποσχέθηκε στον Θεοδώριχο τον Μέγα των Οστρογότθων, φοιδεράτων της Ανατολικής Αυλής, τον έλεγχο της Ιταλικής χερσονήσου αν κατάφερνε να νικήσει τον Οδόακρο.[103] Ο Θεοδώριχος οδήγησε τους Οστρογότθους μέσω των Ιουλιανών Άλπεων στην Ιταλία και νίκησε τον Οδόακρο δύο φορές το 489. [90]Μετά από τέσσερα χρόνια εχθροπραξιών μεταξύ τους ο Ιωάννης, Επίσκοπος Ραβέννας, μπόρεσε να διαπραγματευτεί μια συνθήκη το 493 μεταξύ του Οδόακρου και του Θεοδώριχου, με την οποία συμφώνησαν να κυβερνήσουν από κοινού τη Ραβέννα και την Ιταλία. Ο Θεοδώριχος μπήκε στη Ραβέννα στις 5 Μαρτίου και ο Οδόακρος πέθανε δέκα μέρες αργότερα, δολοφονημένος από τον Θεοδώριχο, αφού γευμάτισαν μαζί.[91]

Χάρτης του βασιλείου του Μεγάλου Θεοδώριχου στο απόγειό του το 523, μετά την προσάρτηση των νότιων τμημάτων του Βασιλείου της Βουργουνδίας. Ο Θεοδώριχος κυβέρνησε τόσο το Βησιγοτθικό όσο και το Οστρογότθικο βασίλειο και άσκησε ηγεμονία στους Βουργουνδούς και τους Βανδάλους.

Ο Θεοδώριχος κληρονόμησε τον ρόλο του Οδόακρου ως αντιβασιλέα για την Ιταλία και υποτιθέμενου πατρίκιου και υπηκόου του αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης. Αυτή η θέση αναγνωρίστηκε από τον Αυτοκράτορα Αναστάσιο το 497, τέσσερα χρόνια αφότου ο Θεοδώριχος είχε νικήσει τον Οδόακρο. Αν και ο Θεοδώριχος ενεργούσε ως ανεξάρτητος ηγεμόνας, διατήρησε σχολαστικά την εξωτερική εμφάνιση της υποδεέστερης θέσης του. Συνέχισε να χρησιμοποιεί τα διοικητικά συστήματα του βασιλείου του Οδόακρου, ουσιαστικά αυτά της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, και οι διοικητικές θέσεις συνέχισαν να στελεχώνονται αποκλειστικά από Ρωμαίους. Η Σύγκλητος συνέχισε να λειτουργεί όπως πάντα και οι νόμοι της Αυτοκρατορίας αναγνωρίστηκαν ότι διέπουν τον ρωμαϊκό πληθυσμό, αν και οι Γότθοι διοικούνταν με τους δικούς τους παραδοσιακούς νόμους. Ως υφιστάμενος ο Θεοδώριχος δεν είχε το δικαίωμα να εκδίδει δικούς του νόμους, παρά μόνο διατάγματα ή διευκρινίσεις.[92] Ο στρατός και τα στρατιωτικά γραφεία στελεχώθηκαν ωστόσο αποκλειστικά από τους Γότθους, που εγκαταστάθηκαν σε μεγάλο βαθμό στη βόρεια Ιταλία.[93]

Αν και ενεργούσε ως υφιστάμενος στις εσωτερικές υποθέσεις ο Θεοδώριχος ενεργούσε όλο και πιο ανεξάρτητα στην εξωτερική του πολιτική. Επιδιώκοντας να εξισορροπήσει την επιρροή της Αυτοκρατορίας της Ανατολής, πάντρεψε τις κόρες του με τον βασιλιά των Βησιγότθων Αλάριχο Β΄ και τον Βουργουνδό πρίγκιπα Σιγισμόνδο. Η αδερφή του Αμαλαφρίδα παντρεύτηκε τον βασιλιά των Βανδάλων Θρασαμούνδο και ο ίδιος παντρεύτηκε την Αυδοφλέδα, αδελφή του ίδιου του Φράγκου βασιλιά Κλόβις Α'.[94] Μέσω αυτών των συμμαχιών και περιστασιακών συγκρούσεων η περιοχή που ελεγχόταν από τον Θεοδώριχο στις αρχές του έκτου αιώνα αποτελούσε σχεδόν μια αποκαταστημένη Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ηγεμόνας της Ιταλίας από το 493, ο Θεοδώριχος έγινε βασιλιάς των Βησιγότθων το 511 και άσκησε ηγεμονία στους Βανδάλους στη Βόρεια Αφρική μεταξύ 521 και 523. Ως εκ τούτου η κυριαρχία του επεκτάθηκε σε όλη τη δυτική Μεσόγειο. Τα Δυτικά αυτοκρατορικά εμβλήματα, που βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη μετά την εκθρόνιση του Ρωμύλου Αυγουστύλου το 476, επιστράφηκαν στη Ραβέννα από τον αυτοκράτορα Αναστάσιο το 497.[95] Ο Θεοδώριχος, πλέον Δυτικός Αυτοκράτορας καθ' όλα εκτός από το όνομα, δεν μπορούσε, ωστόσο, να αναλάβει έναν αυτοκρατορικό τίτλο, όχι μόνο επειδή είχε καταργηθεί η έννοια της χωριστής Δυτικής αυλής, αλλά και λόγω της «βαρβαρικής» καταγωγής του, που, όπως αυτή του Ρικίμερου πριν από αυτόν, του απαγόρευε την ανάληψη του θρόνου.[68]

Με τον θάνατο του Θεοδώριχου το 526 το δίκτυο των συμμαχιών του άρχισε να καταρρέει. Οι Βησιγότθοι ανέκτησαν την αυτονομία υπό τον βασιλιά Αμαλάριχο και οι σχέσεις των Οστρογότθων με τους Βάνδαλους έγιναν όλο και πιο εχθρικές υπό τη βασιλεία του νέου τους βασιλιά Αθαλάριχου, ενός παιδιού υπό την αντιβασιλεία της μητέρας του Αμαλασούνθα.[96] Μετά την κατάρρευση του ελέγχου της δυτικής Μεσογείου από τον Θεοδώριχο το Φραγκικό έγινε το ισχυρότερο από τα βαρβαρικά βασίλεια, έχοντας τον έλεγχο του μεγαλύτερου μέρους της Γαλατίας απουσία της Ρωμαϊκής διακυβέρνησης.[83]

Η Αμαλασούνθα συνέχισε τις πολιτικές συμφιλίωσης μεταξύ των Γότθων και των Ρωμαίων, υποστηρίζοντας τον νέο Ανατολικό Αυτοκράτορα Ιουστινιανό Α' και επιτρέποντάς του να χρησιμοποιήσει τη Σικελία ως σταθμό κατά την ανακατάκτηση της Αφρικής στον Βανδαλικό πόλεμο. Με τον θάνατο του Αθαλάριχου το 534 η Αμαλασούνθα έστεψε βασιλιά τον ξάδερφό της και μοναδικό συγγενή της Θεοδάτο, αποβλέποντας στην υποστήριξή του. Αντίθετα όμως αυτό τη φυλάκισε και, παρόλο που διαβεβαίωσε τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό για την ασφάλειά της, την εκτέλεσε λίγο αργότερα. Αυτό αποτέλεσε ιδανικό casus belli για τον Ιουστινιανό, που ετοιμάστηκε να εισβάλει και να διεκδικήσει εκ νέου την Ιταλική χερσόνησο για τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.[96]

Aυτοκρατορική ανακατάκτηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ανακαταλαμβάνοντας ορισμένα από τα εδάφη της πρώην Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, διεύρυνε σημαντικά την επικράτειά της κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ιουστινιανού από το 527 (κόκκινο) στο 565 (πορτοκαλί).

Με τον αυτοκράτορα Ζήνωνα να έχει επανενώσει νομικά την Αυτοκρατορία σε μια αυτοκρατορική αυλή, η επιζήσασα Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία συνέχισε να διεκδικεί τις περιοχές που προηγουμένως ελέγχονταν από τη Δυτική αυλή επί όλη την Ύστερη Αρχαιότητα και τον Μεσαίωνα. Αν και εκστρατείες είχαν διεξαχθεί από τη Δυτική αυλή πριν από το 476 με στόχο την ανακατάληψη των χαμένων εδαφών, κυρίως υπό τον Μαϊοριανό, οι ανακατακτήσεις, αν και επιτυχημένες, ήταν μόνο στιγμιαίες. Οι μακροχρόνιες ανακατακτήσεις των ρωμαϊκών εδαφών ήταν αποτέλεσμα των εκστρατειών των στρατηγών Βελισάριου και Ναρσής για λογαριασμό του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α' από το 533 έως το 554.[97]

Παρά το γεγονός ότι υπέφερε επίσης από επιδρομές βαρβάρων, η Ανατολική Αυτοκρατορία είχε επιβιώσει τον πέμπτο αιώνα ως επί το πλείστον άθικτη. Η Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, λιγότερο αστικοποιημένη από την Ανατολική και πιο αραιοκατοικημένη, μάλλον γνώρισε οικονομική παρακμή σε όλη την Ύστερη Αυτοκρατορία σε ορισμένες επαρχίες. [98]Η Νότια Ιταλία, η βόρεια Γαλατία (εκτός τις πόλεις) και σε κάποιο βαθμό η Ισπανία και οι παραδουνάβιες περιοχές μάλλον υπέφεραν. Η Ανατολή τα πήγε καλύτερα οικονομικά, ειδικά καθώς Αυτοκράτορες όπως ο Μέγας Κωνσταντίνος και ο Κωνστάντιος Β' είχαν επενδύσει πολλά στην οικονομία. Το αποτέλεσμα ήταν η Ανατολική Αυτοκρατορία να αντέξει οικονομικά μεγάλους αριθμούς επαγγελματιών στρατιωτών και να τους αυξήσει με μισθοφόρους, ενώ η Δυτική δεν μπορούσε να το αντέξει στον ίδιο βαθμό. Ακόμη και μετά από μεγάλες ήττες η Ανατολή μπορούσε, αν και όχι χωρίς δυσκολίες, να εξαγοράσει τους εχθρούς της με λύτρα ή «χρήματα προστασίας».[99] Αριθμώντας περισσότερους από 300.000 στρατιώτες ο Ανατολικός Ρωμαϊκός στρατός του Ιουστινιανού Α' ήταν από τους ισχυρότερους στον κόσμο.[100]

Σε αντίθεση με τους Βησιγότθους και τους Οστρογότθους οι Βάνδαλοι στην Αφρική έκοψαν το δικό τους νόμισμα και ήταν τόσο de facto όσο και de jure ανεξάρτητοι, όντας συχνά εχθροί τόσο της Δυτικής όσο και της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.[101] Οταν ο φιλορωμαίος βασιλιάς των Βανδάλων Χιλδέριχος εκθρονίστηκε από τον Γελίμερο το 530,[102] ο Ιουστινιανός προετοίμασε μια εκστρατεία με επικεφαλής τον Βελισάριο. Ανακατέλαβε γρήγορα τη Βόρεια Αφρική μεταξύ Ιουνίου 533 και Μαρτίου 534, επαναφέροντας την πλούσια επαρχία στη ρωμαϊκή κυριαρχία. Μετά την ανάκτηση ο Ιουστινιανός επανέφερε γρήγορα τις ρωμαϊκές διοικήσεις της επαρχίας, ιδρύοντας μια νέα Πραιτωριανή Περιφέρεια της Αφρικής και λαμβάνοντας μέτρα για τη μείωση της επιρροής των Βανδάλων, οδηγώντας τελικά στην πλήρη εξαφάνισή τους.[103]

Ο Ιουστινιανός Α' (αριστερά) ήταν ο πρώτος Ανατολικός Αυτοκράτορας που επιχείρησε να ανακατακτήσει τα εδάφη της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, πραγματοποιώντας επιτυχημένες εκστρατείες στην Αφρική και την Ιταλία τον 6ο αιώνα. Ο Μανουήλ Α' Κομνηνός (δεξιά) ήταν ο τελευταίος που εκστράτευσε στη νότια Ιταλία τη δεκαετία του 1150.

Μετά την εκτέλεση της φιλορωμαίας βασίλισσας των Οστρογότθων Aμαλασούνθα και την άρνηση του βασιλιά των Οστρογότθων Θεοδάτου να αποκηρύξει τον έλεγχο της Ιταλίας ο Ιουστινιανός διέταξε την εκστρατεία για να ανακατακτήσει την Ιταλία, την αρχαία καρδιά της Αυτοκρατορίας. Από το 534 έως το 540 οι Ρωμαϊκές δυνάμεις εκστράτευσαν στην Ιταλία και κατέλαβαν τη Ραβέννα, πρωτεύουσα των Οστρογότθων και της πρώην Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, το 540. Η αντίσταση των Γότθων αναβίωσε υπό τον βασιλιά τους Τωτίλα το 541. Τελικά όμως ηττήθηκαν μετά από εκστρατείες του Ρωμαίου στρατηγού Ναρσή, που επίσης απέκρουσε τις εισβολές στην Ιταλία των Φράγκων και των Αλαμανών, αν και ορισμένες πόλεις στη βόρεια Ιταλία συνέχισαν να αντιστέκονται μέχρι τη δεκαετία του 560. Ο Ιουστινιανός εξέδωσε την Πραγματιστική Κύρωση για να αναδιοργανώσει τη διακυβέρνηση της Ιταλίας και η επαρχία επανήλθε στη ρωμαϊκή κυριαρχία. Στο τέλος της σύγκρουσης η Ιταλία απέμεινε κατεστραμμένη και πληθυσμιακά αποδεκατισμένη, γεγονός που, σε συνδυασμό με τις καταστροφικές συνέπειες της πανώλης του Ιουστινιανού, κατέστησε δύσκολη την επιβίωσή της κατά τους επόμενους αιώνες.[104]

Την εποχή της κατάρρευσης της Δυτικής Αυτοκρατορίας το 476–480 οι Βησιγότθοι έλεγχαν μεγάλες περιοχές της νότιας Γαλατίας καθώς και το μεγαλύτερο μέρος της Ιβηρικής. Η αυξημένη επικράτειά τους είχε εν μέρει κατακτηθεί και εν μέρει απονεμηθεί σε αυτούς από τον Δυτικό Αυτοκράτορα Aβιτο τις δεκαετίες του 450 και του 460.[105] Ο Ιουστινιανός ανέλαβε ορισμένες περιορισμένες εκστρατείες εναντίον τους, ανακτώντας τμήματα των νότιων ακτών της Ιβηρικής χερσονήσου. Εδώ η Επαρχία της Σπανίας θα διαρκέσει μέχρι τη δεκαετία του 620, όταν οι Βησιγότθοι υπό τον Βασιλιά Σουιντίλα ανακατέλαβαν τις νότιες ακτές.[106] Αυτές οι περιοχές παρέμειναν υπό ρωμαϊκό έλεγχο καθ' όλη τη διάρκεια της βασιλείας του Ιουστινιανού. Τρία χρόνια μετά τον θάνατό του οι Λομβαρδοί εισέβαλαν στην Ιταλία και κατέκτησαν μεγάλα τμήματα της κατεστραμμένης χερσονήσου στα τέλη του 6ου αιώνα, ιδρύοντας το Βασίλειό τους. Βρίσκονταν σε διαρκή σύγκρουση με το Εξαρχάτο της Ραβέννας, μια πολιτεία που ιδρύθηκε για να αντικαταστήσει την παλιά Πραιτωριανή Περιφέρεια της Ιταλίας και να επιβάλει εκεί τη ρωμαϊκή κυριαρχία. Τα πλουσιότερα μέρη της επαρχίας, συμπεριλαμβανομένων των πόλεων της Ρώμης και της Ραβέννας, παρέμειναν με ασφάλεια στα ρωμαϊκά χέρια υπό το Εξαρχάτο καθ' όλη τη διάρκεια του έβδομου αιώνα.[107]

Χάρτης της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 717 μ.Χ. Κατά τον έβδομο και τον όγδοο αιώνα η ισλαμική επέκταση είχε τερματίσει τη ρωμαϊκή κυριαρχία στην Αφρική και παρόλο που παρέμειναν ορισμένα προπύργια της ρωμαϊκής κυριαρχίας, το μεγαλύτερο μέρος της Ιταλίας ελεγχόταν από τους Λομβαρδούς.

Αν και άλλοι Ανατολικοί αυτοκράτορες προσπάθησαν περιστασιακά να εκστρατεύσουν στη Δύση, κανένας δεν ήταν τόσο επιτυχημένος όσο ο Ιουστινιανός. Μετά το 600 τα γεγονότα συνωμότησαν για να αφαιρέσουν τις Δυτικές επαρχίες από τον έλεγχο της Κωνσταντινούπολης, με την προσοχή της Αυτοκρατορίας να εστιάζεται στα πιεστικά ζητήματα του πολέμου με τη Σασανιδική Περσία και στη συνέχεια στην άνοδο του Ισλάμ. Για λίγο η Δύση παρέμεινε σημαντική, με τον Αυτοκράτορα Κωνστά Β' να κυβερνά από τις Συρακούσες της Σικελίας μια Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία που εξακολουθούσε να εκτείνεται από τη Βόρεια Αφρική ως τον Καύκασο τη δεκαετία του 660. Στη συνέχεια η προσοχή της Αυτοκρατορίας μειώθηκε, με την ίδια την Κωνσταντινούπολη να πολιορκείται τη δεκαετία του 670, να ανανεώνεται ο πόλεμος με τους Άραβες τη δεκαετία του 680 και στη συνέχεια με μια περίοδο χάους μεταξύ 695 και 717, κατά τη διάρκεια της οποίας η Αφρική χάθηκε οριστικά και κατακτήθηκε από το Χαλιφάτο των Ομεϋαδών. Μέσω μεταρρυθμίσεων και στρατιωτικών εκστρατειών ο αυτοκράτορας Λέων Γ' προσπάθησε να αποκαταστήσει την τάξη στην Αυτοκρατορία, αλλά οι δογματικές του μεταρρυθμίσεις, γνωστές ως Εικονομαχία, ήταν εξαιρετικά αντιδημοφιλείς στη Δύση και καταδικάστηκαν από τον Πάπα Γρηγόριο Γ'.[108]

Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία δεν ήταν το μόνο χριστιανικό έθνος που επλήγη από τις ισλαμικές κατακτήσεις, το Βασίλειο των Βησιγότθων υποτάχθηκε τελικά στο Χαλιφάτο των Ομεϋαδών τη δεκαετία του 720.[109][110] Περίπου την ίδια εποχή ιδρύθηκε από τον Πελάγιο των Αστουριών το ομώνυμο βασίλειο, που ήταν το πρώτο χριστιανικό βασίλειο που ιδρύθηκε στην Ιβηρία μετά την ήττα των Βησιγότθων. [111]Οι Αστούριες θα μετατραπούν στο Βασίλειο του Λεόν το 924,[112] που θα εξελιχθεί στους προκατόχους της σύγχρονης Ισπανίας.[113]

Οι θρησκευτικές διαφωνίες μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινούπολης οδήγησαν τελικά στην κατάρρευση της αυτοκρατορικής κυριαρχίας στην ίδια τη Ρώμη και στη σταδιακή μετατροπή του Εξαρχάτου της Ραβέννας στα ανεξάρτητα Παπικά Κράτη, με επικεφαλής τον Πάπα. Σε μια προσπάθεια να κερδίσει υποστήριξη μεταξύ των Λομβαρδών, ο Πάπας ζήτησε βοήθεια από το Φραγκικό Βασίλειο αντί της Ανατολικής Αυτοκρατορίας, στέφοντας τελικά τον Φράγκο βασιλιά Καρλομάγνο «Ρωμαίο Αυτοκράτορα» το 800 μ.Χ. Αν και σε αυτή τη στέψη αντιτάχθηκε σθεναρά η Ανατολική Αυτοκρατορία, δεν μπορούσε να κάνει πολλά, καθώς η επιρροή της στη Δυτική Ευρώπη είχε μειωθεί. Μετά από σειρά μικρών πολέμων τη δεκαετία του 810 ο Αυτοκράτορας Μιχαήλ Α' αναγνώρισε τον Καρλομάγνο ως "Αυτοκράτορα". Αρνήθηκε να τον αναγνωρίσει ως «Ρωμαίο Αυτοκράτορα» (τίτλος που ο Μιχαήλ επιφύλαξε για τον εαυτό του και τους διαδόχους του) και τον αναγνώρισε ως τον ελαφρώς λιγότερου κύρους «Αυτοκράτορα των Φράγκων».[114]

Η αυτοκρατορική κυριαρχία συνεχίστηκε στη Σικελία καθ' όλη τη διάρκεια του όγδοου αιώνα, αλλά το νησί καταλήφθηκε σταδιακά από τους Άραβες κατά τη διάρκεια του ένατου αιώνα. Στην Ιταλία μερικά οχυρά στην Καλαβρία παρείχαν τη βάση για μια μεταγενέστερη, μέτρια αυτοκρατορική επέκταση, που έφτασε στο αποκορύφωμά της στις αρχές του ενδέκατου αιώνα, με το μεγαλύτερο μέρος της νότιας Ιταλίας υπό ενός είδους ρωμαϊκή κυριαρχία. Αυτό ωστόσο αναιρέθηκε από περαιτέρω εμφύλιους πολέμους στην Αυτοκρατορία και την αργή κατάκτηση της περιοχής από τους πρώην μισθοφόρους της Αυτοκρατορίας, τους Νορμανδούς], που τελικά έβαλαν τέλος στην αυτοκρατορική κυριαρχία στη Δυτική Ευρώπη το 1071 με την κατάκτηση του Μπάρι. [115] Ο τελευταίος Αυτοκράτορας που επιχείρησε ανακατακτήσεις στη Δύση ήταν ο Μανουήλ Α' Κομνηνός, που εισέβαλε στη νότια Ιταλία κατά τη διάρκεια ενός πολέμου με το Νορμανδικό Βασίλειο της Σικελίας τη δεκαετία του 1150. Η πόλη του Μπάρι άνοιξε πρόθυμα τις πύλες της στον Αυτοκράτορα και μετά από επιτυχίες στην κατάληψη άλλων πόλεων στην περιοχή [116]ο Μανουήλ ονειρευόταν μια αποκατεστημένη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και μια ένωση μεταξύ των εκκλησιών της Ρώμης και της Κωνσταντινούπολης, που είχαν χωριστεί από το Σχίσμα του 1054. Παρά τις αρχικές επιτυχίες και την παπική υποστήριξη η εκστρατεία ήταν ανεπιτυχής και ο Μανουήλ αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Ανατολή.[117]

Κληρονομιά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αριστερά: Ο Αυτοκράτορας Ονώριος στο υπατικό δίπτυχο του Ανίκιου Πετρόνιου Πρόβου (406)
Δεξιά: υπατικό δίπτυχο του Κωνστάντιου Γ΄ (συναυτοκράτορα του Ονώριου 421), για το αξίωμά του το 413 ή το 417.

Οταν η Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κατέρρευσε οι νέοι Γερμανοί ηγεμόνες που κατέκτησαν τις επαρχίες που την αποτελούσαν διατήρησαν τους περισσότερους ρωμαϊκούς νόμους και παραδόσεις. Πολλές από τις γερμανικές φυλές εισβολέων είχαν ήδη εκχριστιανιστεί, αν και οι περισσότερες ήταν οπαδοί του αρειανισμού αλλά έστρεψαν γρήγορα την προσήλωσή τους στην κρατική εκκλησία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Αυτό βοήθησε στην παγίωση της νομιμοφροσύνης των ντόπιων ρωμαϊκών πληθυσμών, καθώς και στην υποστήριξη του ισχυρού Επισκόπου της Ρώμης. Αν και αρχικά συνέχισαν να αναγνωρίζουν τους γηγενείς φυλετικούς νόμους, επηρεάστηκαν περισσότερο από το Ρωμαϊκό Δίκαιο και σταδιακά το ενσωμάτωσαν.[80] Το ρωμαϊκό δίκαιο, ιδιαίτερα ο Ιουστινιάνειος Κώδικας, που κωδικοποιήθηκε με εντολή του Ιουστινιανού Α', είναι η βάση του σύγχρονου αστικού δικαίου. Αντίθετα το κοινό δίκαιο βασίζεται στο γερμανικό αγγλοσαξονικό δίκαιο. Το αστικό δίκαιο είναι μακράν το πιο διαδεδομένο σύστημα δικαίου στον κόσμο, που ισχύει σε κάποια μορφή σε περίπου 150 χώρες.[118]

Οι Ρομανικές γλώσσες, γλώσσες που αναπτύχθηκαν από τα λατινικά μετά την κατάρρευση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ομιλούνται στη Δυτική Ευρώπη μέχρι σήμερα και η έκτασή τους σχεδόν αντανακλά τα ηπειρωτικά σύνορα της παλιάς αυτοκρατορίας.

Τα λατινικά ως γλώσσα δεν εξαφανίστηκαν. Η δημώδης λατινική συνδυάστηκε με τις γειτονικές γερμανικές και κελτικές γλώσσες, δημιουργώντας τις σύγχρονες ρομανικές γλώσσες, όπως τα ιταλικά, τα γαλλικά, τα ισπανικά, τα πορτογαλικά, τα ρουμανικά και ένας μεγάλος αριθμός δευτερευουσών γλωσσών και διαλέκτων. Σήμερα περισσότεροι από 900 εκατομμύρια άνθρωποι μιλούν ως μητρικές ρομανικές γλώσσες σε όλο τον κόσμο. Επιπλέον πολλές ρομανικές γλώσσες χρησιμοποιούνται ως lingua franca από ομιλητές άλλων μητρικών γλωσσών.[119]

Τα λατινικά επηρέασαν επίσης τις γερμανικές γλώσσες, όπως τα αγγλικά και τα γερμανικά.[120] Επιβιώνει σε μια «καθαρότερη» μορφή ως η γλώσσα της Καθολικής Εκκλησίας. η Καθολική Λειτουργία της Θείας Ευχαριστίας γινόταν αποκλειστικά στα λατινικά μέχρι το 1969. Ως εκ τούτου χρησιμοποιείτο επίσης ως lingua franca από τους εκκλησιαστικούς. Παρέμεινε η γλώσσα της ιατρικής, του δικαίου και της διπλωματίας (οι περισσότερες συνθήκες ήταν γραμμένες στα λατινικά), καθώς και των διανοουμένων και των επιστημόνων, μέχρι τον 18ο αιώνα. Από τότε η χρήση των λατινικών μειώθηκε με την ανάπτυξη άλλων lingua franca, ιδιαίτερα των αγγλικών και των γαλλικών.[121] Το λατινικό αλφάβητο επεκτάθηκε λόγω της διάσπασης του I σε I και J και του V σε U, V και, κατά τόπους (ιδιαίτερα γερμανικές γλώσσες και πολωνικά), W. Είναι το πιο ευρέως χρησιμοποιούμενο αλφαβητικό σύστημα γραφής στον κόσμο σήμερα. Οι ρωμαϊκοί αριθμοί συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται σε ορισμένα πεδία και περιπτώσεις, αν και έχουν αντικατασταθεί σε μεγάλο βαθμό από τους αραβικούς αριθμούς.[122]

Μια πολύ ορατή κληρονομιά της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας είναι η Καθολική Εκκλησία. Τα εκκλησιαστικά ιδρύματα και θεσμοί άρχισαν σιγά σιγά να αντικαθιστούν τα ρωμαϊκά στη Δύση, βοηθώντας ακόμη και τη διαπραγμάτευση της ασφάλειας της Ρώμης στα τέλη του 5ου αιώνα.[62] Καθώς η Ρώμη δεχόταν εισβολές από γερμανικές φυλές, πολλές αφομοιώθηκαν και στα μέσα της μεσαιωνικής περιόδου (περ. 9ο και 10ο αιώνα) τα κεντρικά, δυτικά και βόρεια τμήματα της Ευρώπης είχαν προσηλυτισθεί σε μεγάλο βαθμό στον Ρωμαιοκαθολικισμό και αναγνώριζαν τον Πάπα ως Vicarius Christi (Εφημέριο του Χριστού). Ο πρώτος από τους βάρβαρους βασιλείς που προσηλυτίστηκε στην Εκκλησία της Ρώμης ήταν ο Κλόβις Α΄ των Φράγκων. Άλλα βασίλεια, όπως οι Βησιγότθοι, ακολούθησαν αργότερα το παράδειγμά τους για να κερδίσουν την εύνοια του παπισμού.[123]

Όταν ο Πάπας Λέων Γ΄ έστεψε τον Καρλομάγνο ως "Ρωμαίο Αυτοκράτορα" το 800, διέκοψε τους δεσμούς του με την εξοργισθείσα Ανατολική Αυτοκρατορία και δημιούργησε το προηγούμενο ότι κανένας στη Δυτική Ευρώπη δεν θα γινόταν αυτοκράτορας χωρίς την παπική στέψη. [124]Αν και η εξουσία που κατείχε ο Πάπας άλλαξε σημαντικά κατά τις επόμενες περιόδους, το ίδιο το αξίωμα παρέμεινε ως κεφαλή της Καθολικής Εκκλησίας και αρχηγός του κράτους του Βατικανού. Ο Πάπας κατείχε σταθερά τον τίτλο του "Pontifex Maximus" πριν από την πτώση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και τον διατηρεί μέχρι σήμερα. Τον τίτλο αυτό έφεραν παλαιότερα οι αρχιερείς της ρωμαϊκής πολυθεϊστικής θρησκείας, ένας από τους οποίους ήταν ο Ιούλιος Καίσαρ.[38][125]

Η Ρωμαϊκή Σύγκλητος επέζησε της αρχικής κατάρρευσης της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η εξουσία της αυξήθηκε κατά την κυριαρχία του Οδόακρου και αργότερα των Οστρογότθων, όπως φάνηκε από την επιτυχία της το 498 που να εγκαταστήσει τον Σύμμαχο ως πάπα, παρότι ο Θεοδώριχος της Ιταλίας και ο Αυτοκράτορα Αναστάσιος υποστήριζαν άλλο υποψήφιο, τον Λαυρέντιο.[126] Το πότε ακριβώς εξέλιπε η Σύγκλητος δεν είναι σαφές, αλλά ο θεσμός είναι γνωστό ότι επέζησε τουλάχιστον μέχρι τον 6ο αιώνα, καθώς δώρα από τη Σύγκλητο έλαβε ο Αυτοκράτορας Τιβέριος Β΄ το 578 και το 580. Το παραδοσιακό κτίριο της Συγκλήτου (Curia Julia) ανοικοδομήθηκε ως εκκλησία υπό τον Πάπα Ονώριο Α' το 630, πιθανώς με άδεια του Ανατολικού Αυτοκράτορα Ηράκλειου.[127]

Ονοματολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Κόμης Μαρκελλίνος, Βυζαντινός ιστορικός του έκτου αιώνα και αυλικός του Ιουστινιανού Α', αναφέρει τη Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στο Χρονικό του, που καλύπτει κυρίως την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία από το 379 έως το 534. Στο Χρονικό είναι σαφές ότι ο Μαρκελλίνος έκανε σαφή διαίρεση μεταξύ Ανατολής και Δύσης, με αναφορές μιας γεωγραφικής ανατολής ("Oriens") και δύσης ("Occidens") και μιας αυτοκρατορικής ανατολής ("Orientale imperium" και "Orientale respublica") και αυτοκρατορικής δύσης ("Occidentalie imperium", «Occidentale regnum», «Occidentalis respublica», «Hesperium regnum», «Hesperium imperium» και «principatum Occidentis»). Επιπλέον ο Μαρκελλίνος ορίζει συγκεκριμένα ορισμένους αυτοκράτορες και υπάτους ως «Ανατολικούς», «Orientalibus principibus» και «Orientalium consulum» αντίστοιχα.[128] Ο όρος Hesperium Imperium, που μεταφράζεται σε "Δυτική Αυτοκρατορία", έχει μερικές φορές εφαρμοστεί στη Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία από σύγχρονους ιστορικούς επίσης.[129]

Αν και ο Μαρκελλίνος δεν αναφέρεται στην Αυτοκρατορία στο σύνολό της μετά το 395 αλλά μόνο στα ξεχωριστά της τμήματα, προσδιορίζει ξεκάθαρα τον όρο «Ρωμαίος» ότι ισχύει για την Αυτοκρατορία ως σύνολο. Όταν χρησιμοποιούσε όρους όπως «εμείς», «οι στρατηγοί μας» και «ο αυτοκράτορας μας», ο Μαρκελλίνος διέκρινε και τα δύο τμήματα της Αυτοκρατορίας από εξωτερικούς εχθρούς όπως οι Σασανίδες Πέρσες και οι Ούννοι.[128] Αυτή η άποψη είναι συνεπής με εκείνη ότι οι Ρωμαίοι του 4ου και 5ου αιώνα συνέχισαν να θεωρούν την Αυτοκρατορία ως ενιαία μονάδα, αν και τις περισσότερες φορές με δύο ηγεμόνες αντί για έναν.[77] Η πρώτη φορά που η αυτοκρατορία χωρίστηκε γεωγραφικά ήταν κατά τη βασιλεία του Διοκλητιανού, αλλά υπήρχε προηγούμενο με πολλούς αυτοκράτορες. Πριν από τον Διοκλητιανό και την Τετραρχία, υπήρξαν πολλές περίοδοι όπου υπήρχαν συναυτοκράτορες, όπως με τον Καρακάλλα και τον Γέτα το 210–211, που κληρονόμησαν τον αυτοκρατορικό θρόνο από τον πατέρα τους Σεπτίμιος Σευήρο, αλλά ο Καρακάλλας κυβέρνησε μόνος του μετά τη δολοφονία του αδελφού του.[130]

Απόπειρες παλινόρθωσης νιας Δυτικής αυλής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χάρτες των Εξαρχάτων εντός της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 600 μ.Χ. Τα Εξαρχάτα της Ραβέννας (αριστερά) και της Αφρικής (δεξιά) ιδρύθηκαν από την Ανατολική Αυτοκρατορία για την καλύτερη διαχείριση των ανακτημένων δυτικών εδαφών.

Τα αξιώματα του Ανατολικού και του Δυτικού Αυγούστου, που είχαν καθιερωθεί από τον Αυτοκράτορα Διοκλητιανό το 286 ως Τετραρχία, καταργήθηκαν από τον Αυτοκράτορα Ζήνωνα το 480 μετά την απώλεια του άμεσου ελέγχου στα δυτικά εδάφη. Ανακηρύσσοντας τον εαυτό του ως τον μοναδικό Αύγουστο ο Ζήνων ασκούσε πραγματικό έλεγχο μόνο στην εν πολλοίς ανέπαφη Ανατολική Αυτοκρατορία και στην Ιταλία ως κατ' όνομα επικυρίαρχος του Οδόακρου.[75] Οι ανακατακτήσεις από τον Ιουστινιανό Α' θα επαναφέρουν μεγάλα πρώην Δυτικά Ρωμαϊκά εδάφη στον έλεγχο της Αυτοκρατορίας και με αυτά η Αυτοκρατορία άρχισε να αντιμετωπίζει τα ίδια προβλήματα που αντιμετώπιζε σε προηγούμενες περιόδους πριν από την Τετραρχία, όταν υπήρχε μόνο ένας ηγεμόνας. Λίγο μετά την ανακατάληψη της Βόρειας Αφρικής εμφανίστηκε στην επαρχία ένας σφετεριστής, ο Στότζας (αν και γρήγορα ηττήθηκε). [131]Ως εκ τούτου η ιδέα της διαίρεσης της Αυτοκρατορίας σε δύο αυλές λόγω διοικητικής αναγκαιότητας αναβίωσε εν μέρει κατά την περίοδο που η Ανατολική Αυτοκρατορία έλεγχε μεγάλα τμήματα της πρώην Δυτικής, τόσο από αυλικούς στην Ανατολή όσο και από εχθρούς στη Δύση.[132][133]

Η πρώτη απόπειρα στέψης ενός νέου Δυτικού Αυτοκράτορα μετά την κατάργηση του τίτλου έγινε ήδη κατά τη διάρκεια των Γοτθικών Πολέμων υπό τον Ιουστινιανό. Στον Βελισάριο, έναν καταξιωμένο στρατηγό που είχε ήδη εκστρατεύσει με επιτυχία για να αποκαταστήσει τον Ρωμαϊκό έλεγχο στη Βόρεια Αφρική και μεγάλα τμήματα της Ιταλίας, συμπεριλαμβανομένης της ίδιας της Ρώμης, προσφέρθηκε η θέση του Δυτικού Ρωμαίου Αυτοκράτορα από τους Οστρογότθους κατά την πολιορκία της Ραβέννας (πρωτεύουσα των Οστρογότθων και προηγουμένως της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας) το 540. Οι Οστρογότθοι, στην απεγνωσμένη προσπάθειά τους να μη χάσουν τον έλεγχο της Ιταλίας, πρόσφεραν τον τίτλο και την υποστήριξή τους στον Βελισάριο ως Δυτικό Αύγουστο. Ο Ιουστινιανός προσδοκούσε να κυβερνήσει μόνος μια αποκαταστημένη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, με τον Ιουστινιάνειο Κώδικα να ορίζει ρητά τη νέα Πραιτοριανή Περιφέρεια της Αφρικής ως υποκείμενη του Ιουστινιανού στην Κωνσταντινούπολη..[134] Ο Βελισάριος, πιστός στον Ιουστινιανό, προσποιήθηκε ότι αποδέχτηκε τον τίτλο για να εισέλθει στην πόλη, οπότε τον εγκατέλειψε αμέσως. Παρά το γεγονός ότι ο Βελισάριος παραιτήθηκε από τον τίτλο η προσφορά είχε κάνει τον Ιουστινιανό να τον υποψιαστεί και τον διέταξε να επιστρέψει στην Ανατολή.[132]

Στο τέλος της βασιλείας του Αυτοκράτορα Τιβέριου Β' το 582 η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία διατηρούσε τον έλεγχο σε σχετικά μεγάλα τμήματα των περιοχών που ανακακτήθηκαν υπό τον Ιουστινιανό. Ο Τιβέριος επέλεξε δύο Καίσαρες, τον στρατηγό Μαυρίκιο και τον κυβερνήτη Γερμανό και πάντρεψε με αυτούς τις δύο κόρες του. Ο Γερμανός είχε σαφείς σχέσεις με τις δυτικές επαρχίες και ο Μαυρίκιος με τις ανατολικές. Είναι πιθανό ο Τιβέριος να σχεδίαζε να χωρίσει για μια ακόμη φορά την αυτοκρατορία σε δυτικές και ανατολικές διοικητικές μονάδες, [133]πάντως το σχέδιο δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Με τον θάνατο του Τιβέριου ο Μαυρίκιος κληρονόμησε ολόκληρη την αυτοκρατορία καθώς ο Γερμανός είχε αρνηθεί τον θρόνο. Ο Μαυρίκιος ίδρυσε μια νέα μορφή διοικητικής μονάδας, το Εξαρχάτο, και οργάνωσε τις υπόλοιπες δυτικές περιοχές υπό τον έλεγχό του στο Εξαρχάτο της Ραβέννας και στο Εξαρχάτο της Αφρικής.[135]

Μεταγενέστερες διεκδικήσεις του αυτοκρατορικού τίτλου στη Δύση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δηνάριο του Φράγκου βασιλιά Καρλομάγνου, που στέφθηκε Ρωμαίος Αυτοκράτορας, Karolus Imperator Augustus, το έτος 800 από τον Πάπα Λέοντα Γ' σε αντίθεση με τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στην Ανατολή και λόγω που την κυβερνούσε η Ειρήνη, μια γυναίκα. Στη στέψη του αντιτάχθηκε σθεναρά η Ανατολική Αυτοκρατορία.

Εκτός από το ότι παρέμεινε ως έννοια για μια διοικητική μονάδα στην εναπομείνασα Αυτοκρατορία, το ιδεώδες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ως μιας πανίσχυρης Χριστιανικής Αυτοκρατορίας με ένα μόνο ηγεμόνα συνέχισε περαιτέρω να γοητεύει πολλούς ισχυρούς ηγεμόνες στη Δυτική Ευρώπη. Με την παπική στέψη του Καρλομάγνου ως «Αυτοκράτορα των Ρωμαίων» το 800 μ.Χ. το βασίλειό του ανακηρύχθηκε ρητά ως αποκατάσταση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στη Δυτική Ευρώπη υπό την έννοια του translatio imperii (αυτοκρατορική μεταβίβαση). Αν και η Αυτοκρατορία των Καρολιδών κατέρρευσε το 888 και ο Βερεγγάριος, ο τελευταίος «Αυτοκράτορας» που διεκδίκησε τη διαδοχή από τον Καρλομάγνο, πέθανε το 924, η ιδέα μιας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας με παπικές και γερμανικές βάσεις στη Δύση επανεμφανίσθηκε με τη μορφή της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 962. Οι Αυτοκράτορές υποστήριξαν την αντίληψη ότι είχαν κληρονομήσει την υπέρτατη δύναμη και το κύρος των Ρωμαίων Αυτοκρατόρων του παρελθόντος μέχρι τη διάλυσή της το 1806.[136]

Ο Καρλομάγνος και οι μετέπειτα Αυτοκράτορες της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας δεν ήταν, ούτε ισχυρίστηκαν ότι ήταν, κυβερνήτες μιας παλινορθωμένης Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο Πάπας Λέων Γ' και οι της εποχής ιστορικοί γνώριζαν πλήρως ότι η έννοια της χωριστής Δυτικής αυλής είχε καταργηθεί πριν από τρεις αιώνες και θεωρούσαν τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία «μία και αδιαίρετη». Ηγεμόνας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας την εποχή της στέψης του Καρλομάγνου ήταν η Ειρήνη, μητέρα του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΣΤ', τον οποίο είχε εκθρονίσει. Ο Λέων Γ' θεώρησε την Ειρήνη σφετερίστρια και παράνομη να κυβερνήσει λόγω του φύλου της και έτσι θεώρησε ότι ο αυτοκρατορικός θρόνος ήταν κενός. Έτσι ο Καρλομάγνος δεν στέφθηκε ως ηγεμόνας της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και διάδοχος του Ρωμύλου Αυγουστύλου, αλλά μάλλον ως διάδοχος του Κωνσταντίνου ΣΤ' και ως μοναδικός Ρωμαίος Αυτοκράτορας. Η Ειρήνη εκθρονίστηκε και αντικαταστάθηκε από τον Αυτοκράτορα Νικηφόρο αμέσως μετά και η Ανατολική Αυτοκρατορία αρνήθηκε να αναγνωρίσει τον αυτοκρατορικό τίτλο του Καρλομάγνου. Μετά από αρκετούς πολέμους τη δεκαετία του 810 ο Αυτοκράτορας Μιχαήλ Α' ο Ραγκαβές αναγνώρισε τελικά τον Καρλομάγνο ως "Αυτοκράτορα", αλλά ως τον ελαφρώς ταπεινωτικό "Αυτοκράτορα των Φράγκων" και όχι "Ρωμαίο Αυτοκράτορα", έναν τίτλο που κράτησε για τον εαυτό του.[114] Για τους επόμενους αιώνες η «αναβιωμένη» Δυτική αυλή και η Ανατολική, σε άμεση διαδοχή των Ρωμαίων Αυτοκρατόρων του παρελθόντος, θα ανταγωνίζονταν για τον τίτλο του ηγεμόνα ολόκληρης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Με την Ανατολική Αυτοκρατορία να ονομάζει την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ως «Αυτοκρατορία των Φράγκων», ο όρος «Αυτοκρατορία των Ελλήνων» διαδόθηκε στη Φραγκική αυλή ως τρόπος αναφοράς στην Αυτοκρατορία με κέντρο την Κωνσταντινούπολη.[137]

Μετά το τέλος της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 και τη διάλυση της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 1806, ο τίτλος του «Αυτοκράτορα» έγινε ευρέως διαδεδομένος μεταξύ των Ευρωπαίων μοναρχών. Η Αυστριακή Αυτοκρατορία ισχυρίστηκε ότι είναι κληρονόμος της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας καθώς οι Αψβούργοι της Αυστρίας προσπάθησαν να ενώσουν τη Γερμανία υπό την κυριαρχία τους.[138] Η Γερμανική Αυτοκρατορία, που ιδρύθηκε το 1871, ισχυρίστηκε επίσης ότι ήταν διάδοχος της Ρώμης μέσω της καταγωγής από την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.[139] Και οι δύο αυτές αυτοκρατορίες χρησιμοποιούσαν τον αυτοκρατορικό τίτλο Kaiser (προερχόμενο από τη λατινική λέξη "Καίσαρ"), τη γερμανική λέξη για τον αυτοκράτορα. Η Γερμανική Αυτοκρατορία και η Αυστροουγγαρία, διάδοχος της Αυστριακής Αυτοκρατορίας, κατέρρευσαν και οι δύο στον απόηχο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου μαζί με τη Ρωσική και την Οθωμανική Αυτοκρατορία, που και οι δύο είχαν διεκδικήσει τη διαδοχή της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.[140][141][142]

Αυτοκράτορες της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με τους υφισταμένους τους με τον τίτλο Καίσαρας να αναφέρονται κάτω από τη βασιλεία κάθε αυτοκράτορα.

Tετραρχία (286–313)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Τετραρχία
Προτομή του Αυτοκράτορα Μαξιμιανού, του πρώτου Δυτικού Ρωμαίου Αυτοκράτορα

Ο Μαξιμιανός αναγορεύθηκε σε καίσαρα από τον Διοκλητιανό το 285, μετά τη νίκη αυτού επί του Καρίνου.[145] Έγινε Δυτικός Αυτοκράτορας το 286 με την ίδρυση της Τετραρχίας. Την 1η Μαΐου 305 τόσο ο Μαξιμιανός όσο και ο Διοκλητιανός παραιτήθηκαν από τον θρόνο, αφήνοντας αυτοκράτορες τον Κωνστάντιο και τον Γαλέριο.[146]

Ο Κωνστάντιος Χλωρός αναγορεύθηκε σε καίσαρα το 293, επί Μαξιμιανού. Ο Κωνστάντιος έγινε Δυτικός Αυτοκράτορας το 305, μετά την παραίτηση του Μαξιμιανού.[146] Ο Κωνστάντιος πέθανε στις 25 Ιουλίου 306, αφήνοντας μια άκρως αμφισβητούμενη διαδοχή κατά τον θάνατό του.[149]

Ο Βαλέριος Σεβήρος αναγορεύθηκε σε καίσαρα από τον Κωνστάντιο το 305, μετά την παραίτηση του Μαξιμιανού και του Διοκλητιανού. Μετά τον θάνατο του Κωνστάντιου το 306 ο Σεβήρος έγινε Δυτικός Αυτοκράτορας. Ο Σεβήρος αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει την εξέγερση του Μαξέντιου, γιου του Μαξιμιανού. Ο Μαξέντιος εισέβαλε στις αρχές του 307 και κατέλαβε τη Δυτική Αυτοκρατορία.[150] και θανάτωσε τον Σεβήρο αμέσως μετά τη σύλληψή του.[151]

Ο Μαξέντιος αυτοανακηρύχθηκε αυτοκράτορας το 306, στη θέση του Βαλέριου Σεβήρου. Πέτυχε να γίνει κύριος της Δυτικής Αυτοκρατορίας το 307 και θανάτωσε τον Σεβήρο αμέσως μετά.[152] Κύριος της Δυτικής Αυτοκρατορίας έγινε ο Κωνσταντίνoς, που στις 28 Οκτωβρίου 312 νίκησε τον Μαξέντιο, που πνίγηκε όταν οι δυνάμεις του απωθήθηκαν στον ποταμό Τίβερη.

Ο Λικίνιος έγινε αυτοκράτορας της Ανατολικής Αυτοκρατορίας και τμημάτων της Δυτικής Αυτοκρατορίας, που στην πραγματικότητα πήρε ο Μαξέντιος, στο Συμβούλιο του Κάρουντουμ, που έγινε το 308 σε μια προσπάθεια τερματισμού του εμφύλιου πολέμου στη Δυτική Αυτοκρατορία. Ο Κωνσταντίνος εισέβαλε στην επικράτεια του Λικίνιου στη Δυτική Αυτοκρατορία το 313 και τον ανάγκασε να υπογράψει μια συνθήκη με την οποία έχασε την αξίωσή του στη Δυτική Αυτοκρατορία και έλεγχε μόνο την Ανατολική.[153]

Δυναστεία του Κωνσταντίνου (309–363)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Προτομή του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνoυ Α΄, ιδρυτή της [[Δυναστεία του Κωνσταντίνου}ομώνυμης δυναστείας]]

Ο Κωνσταντίνος Α' ανακηρύχθηκε καίσαρας της Δυτικής Αυτοκρατορίας στις 25 Ιουλίου 306. Το 309 αυτοανακηρύχτηκε Δυτικός Αυτοκράτορας, σε αντίθεση με τον Μαξέντιο και τον Λικίνιο. Ήταν ο μοναδικός Δυτικός Αυτοκράτορας από το 312 έως το 324, όταν έγινε και Δυτικός Αυτοκράτορας και Ανατολικός Αυτοκράτορας.[154]

Ο Κωνσταντίνος Β' ανακηρύχθηκε καίσαρας της Ανατολικής Αυτοκρατορίας στα τέλη του 317. Το 335 ο Κωνσταντίνος Α' όρισε την κληρονομιά που θα λάμβαναν οι γιοι του μετά τον θάνατό του, που συνέβη δύο χρόνια αργότερα το 337, δίνοντας στον Κωνσταντίνο Β' τον έλεγχο της Γαλατίας της Βρετανίας και της Ισπανίας. Η σχέση του Κωνσταντίνου Β' με τον νεότερο γιο του, Κώνστα Α', ήταν τεταμένη και το 340 ο Κωνσταντίνος εκμεταλλεύτηκε την απουσία του Κωνσταντίνου από την Ιταλία και εισέβαλε σε αυτή. Ωστόσο την ίδια χρονιά έπεσε σε ενέδρα δυνάμεων του Κώνσταs στην Ακυληία και dolofon;huhke.[155]

  • Κώνστας A΄ 337–350 (Αυτοκράτορας Ιταλίας και Αφρικής: 337–340, Δυτικός Αυτοκράτορας: 340–350).[148]

Ο Κώνστας ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας της Ιταλίας και της Αφρικής το 337, μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου Α'. Οταν ο Κωνσταντίνος Β' σκοτώθηκε το 340, ενώ προσπαθούσε να εισβάλει στην επικράτεια του Κώνστα στην Ιταλία, ο τελευταίος απέκτησε τον έλεγχο ολόκληρης της Δυτικής Αυτοκρατορίας. Ο Κώνστας περιφρονούσε τον στρατό του, που για τον λόγο αυτό ανακήρυξε αυτοκράτορα τον Μαγνέντιο το 350. Ο Κώνστας διέφυγε προς την Ισπανία, αλλά συνελήφθη και εκτελέστηκε από έναν πράκτορα του Μαγνέντιου στα σύνορα.[156]

Ο Κωνστάντιος Β' ανακηρύχθηκε καίσαρας το 334 και έγινε Ανατολικός Αυτοκράτορας το 337, μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου Α'. Οταν ο Κώνστας δολοφονήθηκε από τον σφετεριστή Μαγνέντιο, ο Κωνστάντιος διεκδίκησε τη Δυτική Αυτοκρατορία και αφού νίκησε τον Μαγνέντιο το 351, αυτή περιήλθε στην κατοχή του και έγινε μοναδικός αυτοκράτορας. Ο Κωνστάντιος Β' πέθανε το 361, από καλπάζοντα πυρετό.[157]

Ο Ιουλιανός ανακηρύχθηκε καίσαρας το 355, πριν γίνει αυτοκράτορας το 361, όταν Κωνστάντιος Β' πέθανε από καλπάζοντα πυρετό. Ο Ιουλιανός πέθανε τον Μάρτιο του 363, από τραύματα που υπέστη κατά τη Μάχη της Σαμάρα.[158]

Χωρίς δυναστεία (363–364)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όταν ο Ιουλιανός πέθανε το 363 δεν άφησε διάδοχο, προκαλώντας κρίση διαδοχής. Ο Ρωμαϊκός Στρατός εξέλεξε ως μοναδικό αυτοκράτορα τον Ιοβιανό, που βασίλεψε μόνο επτά μήνες, κατά τους οποίους υπέγραψε μια ταπεινωτική συνθήκη ειρήνης με την Αυτοκρατορία των Σασσανιδών, υπό τον Σαπώρη Β΄. Με τη συμφωνία αυτή η Ρώμη παρέδωσε πέντε επαρχίες και 18 φρούρια στους Σασσανίδες, με αντάλλαγμα μια 30ετή εκεχειρία. Ο Ιοβιανός πέθανε στις 16 Φεβρουαρίου 364, είτε από δυσπεψία είτε από εισπνοή ατμών άνθρακα.[159]

3η διαίρεση από τον Βαλεντινιανό Α΄[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δυναστεία του Θεοδοσίου (392–455)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Αυτοκράτορας Ονώριος, όπως απεικονίζεται από τον Ζαν-Πωλ Λωράν το 1880
  • Θεοδόσιος Α΄: 394–395 (Ανατολικός Ρωμαίος Αυτοκράτορας: 379–394, μοναδικός Αυτοκράτορας: 394–395)[148]

Ο Θεοδόσιος ανακηρύχθηκε Ανατολικός Αυτοκράτορας από τον Γρατιανό στις 19 Ιανουαρίου 379, όταν κατάφερε να νικήσει τους βαρβάρους εισβολείς κατά μήκος του Δούναβη. Έγινε μοναδικός αυτοκράτορας τον Αύγουστο του 394, όταν νίκησε τον σφετεριστή Ευγένιο. Ο Θεοδόσιος πέθανε από οίδημα τον Ιανουάριο του 395.[160]

Ο Ονώριος έγινε Δυτικός Αυτοκράτορας το 395, μετά τον θάνατο του πατέρα του Θεοδόσιου. Η βασιλεία του επλήγη από επιδρομές βαρβάρων και για μεγάλο μέρος της πρώιμης βασιλείας του, μέχρι το 408, ελεγχόταν από τον Στιλίχωνα, του οποίου η επιρροή στον Ονώριο δημιούργησε ένα πρότυπο για τους Δυτικούς Αυτοκράτορες-μαριονέτες. Ο Ονώριος πέθανε από οίδημα το 423.[161]

Ο Βαλεντινιανός Γ' ορίστηκε διάδοχος του Ονώριου το 421, αν και δεν ανακηρύχθηκε καίσαρας, μόνο με τον τίτλο του nobilissimus puer (ευγενέστατος νέος). Το 423, μετά τον θάνατο του Ονώριου, ένας σφετεριστής ονόματι Ιωάννης εξεγέρθηκε, αναγκάζοντας τον Βαλεντινιανό Γ' να καταφύγει με την οικογένειά του στην αυλή του Ανατολικού Αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β'. Εγκαταστάθηκε ως Δυτικός Αυτοκράτορας το 425, μετά την ήττα του Ιωάννη από τον Θεοδόσιο στη Ραβέννα. Ο Βαλεντιανός δολοφονήθηκε στις 16 Μαρτίου 455 από τον Oπτίλα, φίλο του Φλάβιου Αέτιου, που ο Βαλεντιανός είχε σκοτώσει..[162]

Δυναστεία του Βαλεντινιανού (364–392)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Προτομή του Αυτοκράτορα Βαλεντινιανού Β΄, μέλους της δεύτερης γενιάς αυτοκρατόρων της ομώνυμης δυναστείας

Μετά τον θάνατο του Ιοβιανού εξελέγη ο Βαλεντινιανός Α', που μοιράστηκε την Αυτοκρατορία με τον μικρότερο αδελφό του Ουάλη, δίνοντάς του την Ανατολή και κρατώντας για τον εαυτό του τη Δύση. Ο Βαλεντινιανός πέρασε μεγάλο μέρος της βασιλείας του υπερασπιζόμενος τη Γαλατία από επανειλημμένες επιθέσεις βάρβαρων φυλών, εγκαταλείποντας την περιοχή μόνο το 373. Το 375, ενώ αντιμετώπιζε τους Κουάδους, υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο που προκλήθηκε από οργή.[163]

Ο Βαλεντιανός αναγόρευσε τον γιο του, Γρατιανό καίσαρα το 367, ωστόσο στο νεκροκρέβατό του αναγόρευσε τον πολύ νεότερο γιο του, Βαλεντινιανό Β', σε καίσαρα μαζί με τον Γρατιανό και τον Ουάλη που ήταν αυτοκράτορας στην Ανατολή. [164] Ο Γρατιανό έδειξε έντονη προτίμηση για τους βάρβαρους μισθοφόρους του στρατού του, ιδιαίτερα την Αλανική φρουρά του, που ερέθισε τον ρωμαϊκό πληθυσμό, σε σημείο που το 383 τα Ρωμαϊκά στρατεύματα στη Βρετανία ανακήρυξαν αυτοκράτορα τον Μάγνο Μάξιμο στη θέση του Γρατιανού. Ο Μάξιμος αποβίβασε στρατεύματα στη Γαλατία και επιτέθηκε σε εκείνα του Γρατιανού κοντά στο Παρίσι. Ο Γρατιανός ηττήθηκε και κατέφυγε στη Λυών, όπου δολοφονήθηκε στις 25 Αυγούστου 383.[165]

Μετά τον θάνατο του Γρατιανού τον διαδέχθηκε ο Βαλεντινιανός Β', αν και έλεγχε μόνο την ίδια την Ιταλία, με όλες τις άλλες Δυτικές Ρωμαϊκές επαρχίες να αναγνωρίζουν τον Μάξιμο. Το 387 ο Μάξιμος εισέβαλε στην Ιταλία για να εκθρονίσει τον Βαλεντινιανό. Αυτός κατέφυγε στην αυλή του Θεοδοσίου και κατάφερε να τον πείσει να επιτεθεί στον Μάξιμο και να αποκατασταθεί ως Δυτικός Αυτοκράτορας, κάτι που έγινε μετά την ήττα του Μάξιμου στη μάχη κοντά στην Ακυληία.[165] Ο Βαλεντινιανός συνέχισε να κυβερνά τη Δυτική Αυτοκρατορία μέχρι το 392, όταν δολοφονήθηκε από τον Αρβογάστη.[166]

Ο Μάγνος Μάξιμος εξελέγη αυτοκράτορας από τους άνδρες του το 384, στη θέση του Γρατιανού, τον οποίο είχε νικήσει το 383. Ο Μάξιμος αναγνωρίστηκε για λίγο ως Δυτικός Αυτοκράτορας από τον Ανατολικό Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Α', ωστόσο αυτή η αναγνώριση ανακλήθηκε όταν ο Μάξιμος εισέβαλε στην Ιταλία και εκθρόνισε τον Βαλεντινιανό Β΄ το 387. Ο Βαλεντιανός Β΄ κατέφυγε στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και έπεισε τον Θεοδόσιο να εισβάλει στη Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και να τον επαναφέρει στον θρόνο της, κάτι που έκανε το 388. Ο Μάξιμος ηττήθηκε στη μάχη κοντά στην Ακυληία και εκτελέστηκε.[165][167][169][170]

4η διαίρεση από τους γιους τού Θεοδοσίου Α΄[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο αστερίσκος (*) δηλώνει Αυτοκράτορες μη αναγνωρισμένους από το Ανατολικό τμήμα.

Χωρίς δυναστεία (455–480)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Πετρόνιος Μάξιμος έγινε Δυτικός Ρωμαίος Αυτοκράτορας στις 17 Μαρτίου 455, αφού δολοφόνησε τον Βαλεντινιανό Γ'.[171] Κατά τη σύντομη βασιλεία του προκάλεσε την εισβολή του βασιλιά των Βανδάλων Γιζέριχου στη Δυτική Αυτοκρατορία και τη λεηλασία της Ρώμης, παραβιάζοντας μια γαμήλια συμφωνία που είχε συναφθεί μεταξύ εκείνου και του Βαλεντινιανού Γ'. Ο Μάξιμος και ο γιος του Παλλάδιος προσπάθησαν να φύγουν στις 31 Μαΐου 455, ωστόσο συνελήφθησαν από μια ομάδα αγροτών και είτε σκοτώθηκαν από αυτούς είτε από υπηρέτες του παλατιού που ήθελαν να τους εξευμενίσουν.[172][173]

  • Άβιτος: 455–456 (Δεν αναγνωρίσθηκε από τον Ανατολικό Αυτοκράτορα)[148]

Ο Άβιτος ανακηρύχθηκε Δυτικός Αυτοκράτορας στις 9 Ιουλίου 455, με την υποστήριξη του βασιλιά των Βησιγότθων Θεοδώριχου Β', αλλά η βασιλεία του του αποξένωσε τόσο τη Ρωμαϊκή Σύγκλητο όσο και τον λαό. Το 456 ο Ρικίμερος, ένας ανώτερος αξιωματικός, εκθρόνισε τον Άβιτο και κυβέρνησε τη Δυτική Αυτοκρατορία μέσω μιας σειράς αυτοκρατόρων-μαριονέτα μέχρι τον θάνατό του το 472.[174]

Ο Μαϊοριανός ανακηρύχθηκε Δυτικός Αυτοκράτορας την 1η Απριλίου 456, επίσημα από τον Ανατολικό Αυτοκράτορα Λέοντα Α', ωστόσο στην πραγματικότητα η απόφαση του Λέοντα επηρεάστηκε από την επιρροή του Ρικίμερου. Στις 7 Αυγούστου 461 ο Μαϊοριανός αναγκάστηκε να παραιτηθεί και πέθανε πέντε ημέρες αργότερα από δυσεντερία, αν και οι σύγχρονοι ιστορικοί έχουν υποστηρίξει ότι πιθανότατα δολοφονήθηκε.[175]

Ο Λίβιος Σεβήρος ανακηρύχθηκε Δυτικός Αυτοκράτορας στις 19 Νοεμβρίου 461. Η κυριαρχία του, ακόμη και ως αυτοκράτορα-μαριονέτα, επεκτάθηκε ελάχιστα πέρα από την Ιταλία, με τον Αιγίδιο να αποσχίζεται από τη Δυτική Αυτοκρατορία και να ιδρύει το Βασίλειο του Σουασόν. Ο Λίβιος Σεβήρος προκάλεσε την εχθρότητα των Βανδάλων, που εισέβαλαν στην Ιταλία και τη Σικελία. Κατά τη διάρκεια αυτών των γεγονότων πέθανε στις 14 Νοεμβρίου 465, πιθανόν λόγω δηλητηρίασης από τον Ρικίμερο.[176]

Ο Ανθέμιος ανακηρύχθηκε Δυτικός Αυτοκράτορας στις 12 Απριλίου 467 από τον Λέοντα Α΄. Υπό τον Ανθέμιο η Δυτική Αυτοκρατορία, που είχε απομονωθεί όλο και περισσότερο από την Ανατολική, την προσέγγισε, αν και αυτή η συνεργασία ήρθε πολύ αργά για να τη σώσει. Η φιλική στάση του Ανθέμιου προς την Ανατολική Αυτοκρατορία εξόργισε τον Ρικίμερο, που τον καθαίρεσε τον Μάρτιο ή τον Απρίλιο του 472.[177]

  • Ολύβριος: 472 (Δεν αναγνωρίσθηκε από τον Ανατολικό Αυτοκράτορα)[148]

Ο Ολύβριος ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας τον Απρίλιο του 472. Η σύντομη βασιλεία του, που διήρκεσε μόνο πέντε ή έξι μήνες, κυριαρχήθηκε από τον Γκουντομπάντ, που είχε αντικαταστήσει τον θείο του Ρικίμερο ως την πραγματική δύναμη πίσω από τον θρόνο, μετά τον θάνατο του πρώτου. Ο Ολύβριος πέθανε τον Οκτώβριο ή τον Νοέμβριο του 472 από οίδημα.[178]

  • Γλυκέριος: 473–474 (Δεν αναγνωρίσθηκε από τον Ανατολικό Αυτοκράτορα)[148]

Μετά τον θάνατο του Ολύβριου και του Ρικίμερου ο Γλυκέριος ανακηρύχθηκε Δυτικός Αυτοκράτορας από τον Δυτικό Ρωμαϊκό Στρατό, στις 3 ή 5 Μαΐου 473.[179] Εκθρονίστηκε τον Ιούλιο του 474 από τον Ιούλιο Νέπωτα, που τον έστειλε να ζήσει σε ένα μοναστήρι, όπου παρέμεινε μέχρι τον θάνατό του.[180]

Η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία δεν είχε αναγνωρίσει τη στέψη ούτε του Ολύβριου ούτε του Γλυκερίου, αντ' αυτού υποστήριξε ως Δυτικό Ρωμαίο Αυτοκράτορα τον Ιούλιο Νέπωτα, magister militum στη Δαλματία. Ο Νέπως, με την υποστήριξη της Ανατολής, εκθρόνισε τον Γλυκέριο την άνοιξη του 474. Ο Ορέστης, magister militum του Νέπωτα, τον εκθρόνισε ένα χρόνο αργότερα το 475, αναγκάζοντάς τον να φύγει από τη Ραβέννα στα κτήματά του στη Δαλματία. Ο Ορέστης έστεψε τον γιο του Ρωμύλο ως Δυτικό Αυτοκράτορα, αν και η Ανατολική Αυτοκρατορία και οι Δυτικές κτήσεις εκτός Ιταλίας εξακολούθησαν να αναγνωρίζουν τον Νέπωτα ως νόμιμο Αυτοκράτορα.[71] Ο Νέπως συνέχισε να κυβερνά ως «Δυτικός Αυτοκράτορας» εξόριστος στη Δαλματία μέχρι τη δολοφονία του το 480 και ήταν ο τελευταίος κάτοχος του τίτλου.[182]

Ο Ρωμύλος Αυγουστύλος στέφθηκε Δυτικός Αυτοκράτορας όταν ο πατέρας του Ορέστης καθαίρεσε τον Ιούλιο Νέπωτα.[71] Η βασιλεία του Ρωμύλου ήταν σύντομη. Το φθινόπωρο του 476 οι φοιδεράτοι υπό τον έλεγχο του Oδόακρου επαναστάτησαν όταν οι απαιτήσεις τους για το ένα τρίτο της γης της Ιταλίας αγνοήθηκαν.[183] Ο Ορέστης συνελήφθη και εκτελέστηκε στις 28 Αυγούστου του ίδιου έτους και ο Ρωμύλος εκθρονίστηκε από τον Οδόακρο μια εβδομάδα αργότερα, αλλά γλίτωσε και του επέτρεψαν να ζήσει τη ζωή του στο Καστέλουμ Λουκουλάνουμ στην Καμπανία, όπου πιθανότατα έζησε μέχρι το 507 μ.Χ.[184]

Με την εκθρόνιση του Ρωμύλου Αυγουστύλου από τον Οδόακρο, έπαψε να υφίσταται στην Ιταλία ο άμεσος ρωμαϊκός έλεγχος. Ο Οδόακρος ανέλαβε τον έλεγχο της χερσονήσου ως de jure εκπρόσωπος του Δυτικού Ρωμαίου Αυτοκράτορα Νέπωτα. Με τον θάνατο του Νέπωτα το 480 ο Ανατολικός Ρωμαίος Αυτοκράτορας Ζήνων κατάργησε τον τίτλο και το αξίωμα του Δυτικού Ρωμαίου Αυτοκράτορα και ανέλαβε τον ρόλο του επικυρίαρχου του Οδόακρου. Το αξίωμα του Ρωμαίου αυτοκράτορα δεν διαιρέθηκε ποτέ ξανά, αν και ορισμένοι νέοι υποψήφιοι για τη θέση του Δυτικού Αυτοκράτορα προτάθηκαν κατά και μετά τις ανακατακτήσεις της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του έκτου αιώνα, όπως ο Βελισάριος το 540 και ο Γερμανός το 582.[132][133]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Roman Governors.
  2. Samarin 1968, σελίδες 662–663.
  3. Eck 2002, σελ. 15f.
  4. Weigel 1992, σελ. 88f.
  5. Curchin 2004, σελ. 130.
  6. Grant 1954, σελίδες 91–94.
  7. Grant 1954, σελίδες 30–45.
  8. Tenney 1930, σελ. 35.
  9. Bowman, Cameron & Garnsey 2005, σελ. 1.
  10. Aurelian.
  11. Downey 1961, σελίδες 249–250.
  12. Tucker 2010, σελ. 75.
  13. Sasanian Dynasty.
  14. Bowman, Cameron & Garnsey 2005, σελ. 38.
  15. Bray 1997, σελ. 38.
  16. Potter 2004, σελ. 322.
  17. Bourne 2000, σελ. 14.
  18. Smith 2013, σελ. 179.
  19. Southern 2015, σελ. 176.
  20. Vagi 2000, σελ. 386.
  21. Barnes 2006, σελίδες 6–7.
  22. Potter 2014, σελ. 282.
  23. Southern 2007, σελίδες 141–142.
  24. Cameron, Ward-Perkins & Whitby 2000, σελ. 42.
  25. Barnes 2006, σελίδες 27–28.
  26. Odahl, σελίδες 78–79.
  27. Jones 1992, σελ. 59.
  28. Lenski 2007, σελίδες 61–62.
  29. Gibbons & Bury 1974, σελ. 14.
  30. Grant 1997, σελίδες 47–48.
  31. Limberis 2012, σελ. 9.
  32. 32,0 32,1 Odahl, σελ. 275.
  33. 33,0 33,1 Carr 2015, σελίδες 40–43.
  34. 34,0 34,1 Constantius.
  35. Potter 2008, σελ. 195.
  36. Dagron 1984, σελίδες 15, 19.
  37. Lascaratos & Voros, σελίδες 615–619.
  38. 38,0 38,1 Pontifex Maximus.
  39. Kaylor & Phillips 2012, σελ. 14.
  40. Bauer 2010, σελ. 68.
  41. Vogt 1993, σελ. 179.
  42. Frassetto 2003, σελίδες 214–217.
  43. Burns 1994, σελ. 244.
  44. Bury 2005, σελ. 110.
  45. Deliyannis 2010, σελίδες 153–156.
  46. Hallenbeck 1982, σελ. 7.
  47. Gallienus.
  48. Hugh 1996, σελίδες 148–149.
  49. Bury 2005, σελ. 109.
  50. Bury 2005, σελ. 138.
  51. Heather 2005, σελ. 195.
  52. Bury 2005, σελ. 113.
  53. Norwich 1989, σελ. 136.
  54. Bury 2005, σελ. 145.
  55. Bury 2005, σελ. 146.
  56. Bury 2005, σελ. 154.
  57. Goldsworthy 2010, σελ. 305.
  58. Hughes 2012, σελίδες 102–103.
  59. Heather 2000, σελ. 11.
  60. Bury 2005, σελ. 292.
  61. Heather 2007, σελ. 339.
  62. 62,0 62,1 Heather 2000, σελίδες 17–18.
  63. Given 2014, σελ. 126.
  64. Given 2014, σελ. 128.
  65. Bury 2005, σελίδες 324–325.
  66. Heather 2000, σελ. 379.
  67. 67,0 67,1 67,2 Majorian.
  68. 68,0 68,1 68,2 Anthemius.
  69. Libius Severus.
  70. Glycerius.
  71. 71,0 71,1 71,2 Bury 2005, σελ. 408.
  72. MacGeorge 2002, σελ. 62.
  73. 73,0 73,1 73,2 73,3 Börm 2008, σελ. 47ff.
  74. 74,0 74,1 74,2 Elton 1992, σελίδες 288–297.
  75. 75,0 75,1 Williams & Friell 1998, σελ. 187.
  76. Nicol 2002, σελ. 9.
  77. 77,0 77,1 Bury 2015, σελ. 278.
  78. Bury 1923, σελίδες 422–424.
  79. Hunt και άλλοι 2001, σελ. 256.
  80. 80,0 80,1 Kidner και άλλοι 2008, σελίδες 198–203.
  81. Heather 2005, σελ. 191.
  82. Frassetto 2013, σελ. 203.
  83. 83,0 83,1 Goldberg 2006, σελ. 6.
  84. Martindale 1980, σελ. 734.
  85. Martindale 1980, σελίδες 509–510.
  86. Bury 2005, σελ. 410.
  87. Jones 1992, σελ. 254f.
  88. Moorhead 1994, σελίδες 107–115.
  89. Barnish 1992, σελίδες 35–37.
  90. Bury 1923, σελ. 422.
  91. Wolfram 1990, σελ. 283.
  92. Bury 2005, σελίδες 422–424.
  93. Bury 2005, σελ. 459.
  94. Bury 2005, σελίδες 461–462.
  95. Amory 1997, σελ. 8.
  96. 96,0 96,1 Norwich 1989, σελ. 215.
  97. Haldon 1997, σελίδες 17–19.
  98. Gunderson, σελίδες 43–68.
  99. Luttwak 2009, σελ. 512.
  100. Maas 2005, σελ. 118.
  101. Merills 2016, σελίδες 11–12.
  102. Bury 2005, σελίδες 125–132.
  103. Bury 2005, σελίδες 139–140.
  104. Treadgold 1997, σελ. 216.
  105. Fouracre 2005, σελ. 165.
  106. Thompson 1969, σελ. 325.
  107. Noble 1984, σελ. 31.
  108. Knowles & Obolensky 1978, σελίδες 108–109.
  109. Fouracre 2005, σελίδες 256–258.
  110. Fouracre 2005, σελίδες 275–276.
  111. Collins 1989, σελ. 49.
  112. Collins 1983, σελ. 238.
  113. Thomas 2010, σελ. 21.
  114. 114,0 114,1 Klewitz, σελ. 33.
  115. Ravegnani 2004, σελ. 203.
  116. Norwich 1989, σελίδες 112–113.
  117. Norwich 1989, σελ. 116.
  118. Legal system.
  119. Samarin 1968, σελ. 666.
  120. Gottlieb 2006, σελ. 196.
  121. Satow 2011, σελ. 59.
  122. Bulliet και άλλοι 2010, σελ. 192.
  123. Le Goff 1994, σελίδες 14, 21.
  124. Durant 1950, σελίδες 517–551.
  125. Annuario Pontificio, σελ. 23.
  126. Levillain 2002, σελ. 907.
  127. Kaegi 2004, σελ. 196.
  128. 128,0 128,1 Croke 2001, σελ. 78.
  129. Wienand 2014, σελ. 260.
  130. Goldsworthy 2009, σελίδες 68–69.
  131. Martindale 1980, σελίδες 1199–1200.
  132. 132,0 132,1 132,2 Moorhead 1994, σελίδες 84–86.
  133. 133,0 133,1 133,2 Whitby 1988, σελ. 7.
  134. The Code of Justinian.
  135. Herrin 1987, σελ. 156.
  136. Whaley 2012, σελίδες 17–20.
  137. Fouracre & Gerberding 1996, σελ. 345.
  138. White 2007, σελ. 139.
  139. Ball 2001, σελ. 449.
  140. Watson 2014, σελίδες 536–540.
  141. Tames 1972, σελ. 55.
  142. Glazer 1996, σελίδες 54–56.
  143. Potter 2008, σελίδες 260–261.
  144. Potter 2008, σελ. 344.
  145. Grant 1997, σελ. 209.
  146. 146,0 146,1 Grant 1997, σελ. 210.
  147. Potter 2008, σελ. 342.
  148. 148,00 148,01 148,02 148,03 148,04 148,05 148,06 148,07 148,08 148,09 148,10 148,11 148,12 148,13 148,14 148,15 148,16 148,17 148,18 148,19 148,20 148,21 148,22 148,23 148,24 148,25 148,26 148,27 148,28 148,29 Norwich 1989, σελ. 384.
  149. Grant 1997, σελίδες 217–218.
  150. Grant 1997, σελ. 223.
  151. Grant 1997, σελ. 224.
  152. Grant 1997, σελίδες 224–225.
  153. Grant 1997, σελίδες 235–236.
  154. Odahl, σελίδες 79–80.
  155. Grant 1997, σελίδες 240–242.
  156. Grant 1997, σελίδες 247–248.
  157. Grant 1997, σελίδες 242–246.
  158. Grant 1997, σελίδες 251–254.
  159. Norwich 1989, σελ. 29.
  160. Grant 1997, σελίδες 270–274.
  161. Grant 1997, σελίδες 282–285.
  162. Grant 1997, σελίδες 298–302.
  163. Norwich 1989, σελ. 30.
  164. Norwich 1989, σελ. 31.
  165. 165,0 165,1 165,2 Norwich 1989, σελ. 32.
  166. Norwich 1989, σελ. 34.
  167. 167,0 167,1 167,2 Adkins & Adkins 1998, σελ. 35.
  168. Hebblewhite 2016, σελ. 20.
  169. 169,0 169,1 Errington 2006, σελίδες 36–37.
  170. 170,0 170,1 Birley 2005, σελ. 450.
  171. 171,0 171,1 Drinkwater & Elton 2002, σελ. 116.
  172. Burns & Jensen 2014, σελ. 64.
  173. Collins 2010, σελ. 88.
  174. Grant 1997, σελίδες 310–312.
  175. Grant 1997, σελίδες 315–317.
  176. Grant 1997, σελίδες 317–319.
  177. Grant 1997, σελίδες 319–321.
  178. Grant 1997, σελίδες 322–323.
  179. Norwich 1989, σελ. 171.
  180. Bury 1923, σελ. 274.
  181. 181,0 181,1 Norwich 1989, σελ. 385.
  182. Martindale 1980, σελ. 514.
  183. Gibbons & Womersley 1994, σελ. 402.
  184. Burns 1991, σελ. 74.

Αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Henning Börm: Das weströmische Kaisertum nach 476. In: Josef Wiesehöfer et al. (eds.), Monumentum et instrumentum inscriptum. Stuttgart 2008, pp. 47–69.
  • Sandberg, K., The So-Called Division of the Roman Empire. Notes On A Persistent Theme in Western Historiography, Arctos 42 (2008), 199-213.
  • El Housin Helal Ouriachen, 2009, La ciudad bética durante la Antigüedad Tardía. Persistencias y mutaciones locales en relación con la realidad urbana del Mediterraneo y del Atlántico, Tesis doctoral, Universidad de Granada, Granada.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]