Δρήρος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 35°15′24″N 25°37′42″E / 35.25667°N 25.62833°E / 35.25667; 25.62833

Δρήρος
Χάρτης
Είδοςαρχαιολογική θέση, αρχαία πόλη και πόλις[1]
Γεωγραφικές συντεταγμένες35°15′24″N 25°37′42″E
Διοικητική υπαγωγήΔήμος Αγίου Νικολάου
ΧώραΕλλάδα
Προστασίααρχαιολογικός χώρος στην Ελλάδα
Commons page Πολυμέσα

Ο αρχαιολογικός χώρος της Δρήρου βρίσκεται στο νομό Λασιθίου (δήμος Αγίου Νικολάου), σε απόσταση 2 χλμ. βορειοανατολικά της Νεάπολης, και συγκεκριμένα στη θέση «Σταυρός». Η πόλη εκτεινόταν γύρω από το χώρο που κατελάμβαναν δύο όμοροι λόφοι και το μεταξύ τους διάσελο, δεν είναι, ωστόσο, απολύτως βέβαιο εάν περιβαλλόταν εξαρχής από τείχος: Παλαιότερα λείψανα τοίχων δυτικά του δυτικού και περιμετρικά του ανατολικού λόφου –ο οποίος, όμως, επαναχρησιμοποιήθηκε ως φρούριο κατά τη βυζαντινή εποχή– έχουν ερμηνευτεί ως τμήματα του αρχαίου τείχους, άποψη που δεν γίνεται, πάντως, καθολικά δεκτή. Το λατρευτικό και διοικητικό κέντρο της πόλης βρισκόταν στην περιοχή των δύο υψωμάτων: Την κορυφή του δυτικού επέστρεφε μνημειώδες κτήριο με ακόμη όχι πλήρως αποσαφηνισμένη χρήση (βλ. παρακάτω), ενώ το διάσελο κατελάμβανε ναός με μεγάλη δεξαμενή στα ανατολικά του, ο οποίος γειτνίαζε με το χώρο της Αγοράς. Επιπλέον, στο ανατολικό ύψωμα –που φέρει το όνομα «Άγιος Αντώνιος» και πιθανώς ήταν η ακρόπολη της Δρήρου– υπάρχουν εκτεταμένα λείψανα κτηρίων. Το πρώιμο νεκροταφείο της πόλης (9ος-αρχές 7ου π. Χ. αι.) αποκαλύφθηκε στις βόρειες υπώρειες του Αγ. Αντωνίου, σε σχετικά περιορισμένο χώρο ανατολικά του ναϊδρίου του Αγ. Γεωργίου.

Η Δρήρος κατείχε ιδιαιτέρως στρατηγική θέση καθώς επόπτευε τις εύφορες πεδιάδες της Φουρνής και της Νεάπολης, ενώ ήλεγχε το μοναδικό πέρασμα από την κεντρική στην ανατολική Κρήτη μεταξύ του όρους Κάδιστον (Τίμιος Σταυρός) και της Δίκτης. Η πόλη ήκμασε από τη γεωμετρική μέχρι την ελληνιστική εποχή, όπως δείχνουν τα αποκαλυφθέντα μνημεία της και τα επιγραφικά τεκμήρια που μαρτυρούν ένα διαφοροποιημένο πολιτειακό σύστημα ήδη από τον 7ο αιώνα π. Χ., κατά το οποίο η πόλη διοικείται από τους «κόσμους» και άλλους αξιωματούχους που ορίζονται από τις φυλές και τελούν υπό τον αυστηρό έλεγχο του δήμου. Επίσης, κατά την ελληνιστική εποχή μαρτυρείται η λειτουργία της βουλής.

Την ίδια εποχή, η πόλη εμπλέκεται σε εμφύλιο πόλεμο παίρνοντας το μέρος της Κνωσού. Ο γνωστός όρκος των 180 εφήβων της Δρήρου να πολεμήσουν τη Λύττο (βλ. σχετικό λήμμα) παραμένοντας στο πλευρό της Κνωσού –δημόσιο κείμενο του τελευταίου τετάρτου του 3ου αιώνα π. Χ. που βρέθηκε στην πόλη (IC I, IX 1)– φανερώνει τους κύριους αντιπάλους των Δρηρίων. Μολαταύτα, στα τέλη του ίδιου ή στις αρχές του 2ου αιώνα π. Χ. οι Λύκτιοι φαίνεται πως υπερισχύουν οριστικά, καθότι η Δρήρος δεν μνημονεύεται πια σε συνθήκες. Αρχαιολογικά τεκμήρια δείχνουν ότι τότε ο οικισμός καταστράφηκε και εγκαταλείφθηκε, αν όχι οριστικά, τουλάχιστον για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα.

Η ιστορία των ανασκαφών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1854 βρέθηκε τυχαία στο δυτικό λόφο η στήλη με τον προαναφερθέντα όρκο των εφήβων, βάσει του οποίου ταυτίστηκε ο χώρος με την πόλη της Δρήρου.

Πέραν κάποιων μικρών ερευνών της Ιταλικής Αρχαιολογικής Αποστολής κατά τα τέλη του 19ου αιώνα, συστηματικές ανασκαφές πραγματοποιήθηκαν μόλις το 1917 από τον τότε Έφορο Αρχαιοτήτων Στέφανο Ξανθουδίδη. Οι έρευνες έλαβαν χώρα σε αγρό στην κορυφή του δυτικού λόφου –όπου και το σημείο ευρέσεως της στήλης σύμφωνα με εντόπιους–, φέρνοντας στο φως λείψανα αρχαϊκού κτηρίου, του ιερού του Δελφινίου Απόλλωνος κατά τον ανασκαφέα, και σημαντικά κινητά ευρήματα (βλ. παρακάτω). Επιπλέον, ερευνήθηκαν κατάλοιπα οικιών και αναλημματικών τοίχων της πόλης.

Το 1932 η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, υπό τον αρχαιολόγο Pierre Demargne, ερεύνησε σύντομα το λόφο του Αγίου Αντωνίου και το χώρο του διάσελου. Τότε συσχετίζονται ένας αναλημματικός τοίχος και λίθινοι αναβαθμοί με το χώρο της αρχαίας αγοράς.

Τον Οκτώβριο του 1935, σε αγρό στο βορειοδυτικό τμήμα του διάσελου και πλησίον της αγοράς, όπου προηγουμένως ο Demargne είχε επισημάνει λείψανα κτηρίου, ήρθαν στο φως κατά τη διάρκεια καλλιεργητικών εργασιών τα σφυρήλατα μιας ανδρικής και δύο γυναικείων μορφών, τα οποία με περιπετειώδη τρόπο κατέληξαν στο Μουσείο Ηρακλείου. Ο τότε Έφορος Αρχαιοτήτων Σπυρίδων Μαρινάτος προέβη για λογαριασμό της Αρχαιολογικής Εταιρείας σε ανασκαφή στο χώρο ευρέσεως, αποκαλύπτοντας κτήριο του 8ου αιώνος π. Χ. από το οποίο προέρχονταν τα χάλκινα και ταυτίζοντάς το με το Δελφίνιο. Ταυτόχρονα, μεθερμήνευσε το κτίσμα του δυτικού λόφου ως ανδρείο. Η ανασκαφή και τα σφυρήλατα παρουσιάσθηκαν στα Πρακτικά του 1935, ενώ το επόμενο έτος ο Μαρινάτος προέβη σε αναλυτική δημοσίευση των ευρημάτων, για τα οποία γίνεται παρακάτω λόγος.

Το 1936 επαναλαμβάνονται και οι γαλλικές ανασκαφές στο διάσελο υπό τους Demargne και Henri Van Effenterre. Νότια του ναού αποκαλύφθηκαν κτηριακά λείψανα, που αποδόθηκαν υποθετικά στο Πρυτανείο της πόλης, ενώ ανατολικά του λατρευτικού κτηρίου ανασκάφηκε η μεγάλη δεξαμενή, στην οποία βρέθηκαν επιγραφές αρχαϊκής εποχής. Επιπλέον, ήρθαν στο φως περαιτέρω αναβαθμοί της κλιμακωτής κατασκευής, που περιέβαλλε το χώρο της Αγοράς. Την ίδια χρονιά ανασκάφηκε το νεκροταφείο στα βόρεια της πόλης, το χειρόγραφο της οριστικής δημοσίευσης του από τον Effenterre εκδόθηκε μόλις το 2009, μετά το θάνατό του.

Μεταπολεμικά, πέραν αρκετών μελετών για τα ήδη γνωστά κτήρια και τα σφυρήλατα, δεν πραγματοποιήθηκαν άλλες έρευνες στη Δρήρο μέχρι το 2008, όταν ξεκίνησε νέο πρόγραμμα ανασκαφών της αρμόδιας Εφορείας Αρχαιοτήτων σε συνεργασία με τη Γαλλική Σχολή Αθηνών υπό τους αρχαιολόγους Βασιλική Ζωγραφάκη και Alexandre Farnoux. Οι εν εξελίξει ανασκαφές επικεντρώνονται στο δυτικό λόφο (κτήριο Ξανθουδίδη και ελληνιστικές κατοικίες στις ανατολικές υπώρειες του λόφου), στην περιοχή της Αγοράς και της δεξαμενής, σε μια ελληνιστική οικία βορειοανατολικά του διάσελου καθώς και στις βυζαντινές οχυρώσεις του λόφου του Αγίου Αντωνίου. Σε κάποια από αυτά τα ευρήματα γίνεται αναφορά παρακάτω.

Το Δελφίνιο και τα σφυρήλατα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο ναός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το οικοδόμημα, που ανέσκαψε ο Μαρινάτος, το οποίο λόγω αρόσεων και λαθρανασκαφών είχε υποστεί σημαντικές ζημίες, ήταν ορθογώνιο με διαστάσεις 10,90 x 7,20 μ. Οι τοίχοι του αποτελούνταν από επεξεργασμένους λίθους χωρίς συνδετικό υλικό και διατηρούνταν σε σημαντικό ύψος στη νοτιοδυτική πλευρά του κτηρίου. Η είσοδος βρισκόταν στη βόρεια πλευρά και ήταν προσβάσιμη μέσω κλίμακας από τη χαμηλότερα κείμενη Αγορά. Ο Μαρινάτος υπέθεσε την ύπαρξη στεγασμένου προστώου, στηριζόμενου από δύο ζεύγη κιόνων στα άκρα του, αν και έχει προταθεί και η πλήρης παράλειψή του. Στο εσωτερικό του μονόχωρου ναού υπήρχε κεντρική εσχάρα, οριζόμενη στις τέσσερις πλευρές της από πλάκες και πλαισιούμενη στα βόρεια και νότιά της από δύο κίονες, η λίθινη βάση του πρώτου είχε διατηρηθεί. Η συμπλήρωση της ανωδομής είναι αβέβαιη, αν και το σύνολο των ερευνητών αποδέχεται την ύπαρξη επίπεδης στέγης με ένα προεξέχον οπαίο πάνω από την εσχάρα, για τη διαμόρφωση του οποίου έχουν παρουσιαστεί διάφορες προτάσεις από τους Μαρινάτο, Immo Beyer και Αλέξανδρο Μαζαράκη-Αινιάνα. Στη νοτιοδυτική γωνία του ναού υπήρχε κτιστό βάθρο, στο οποίο είχαν τοποθετηθεί αγγεία, ειδώλια και άλλα πήλινα αντικείμενα του 7ου αιώνος καθώς και ένα χάλκινο αναθηματικό γοργόνειο του τέλους του 7ου ή του 6ου αιώνα π. Χ. Ανατολικά του βάθρου και επίσης εφαπτόμενος στο νότιο τοίχο ήταν ένας βωμός σχεδόν χαμηλότερος και αποτελούμενος από όρθιες πλάκες. Στο εσωτερικό του βρέθηκε χώμα, άφθονα κέρατα αιγών και άλλα κόκκαλα, όπως και δύο εγχειρίδια από σίδηρο. Προς αναλογία με το μνημειώδη βωμό της Δήλου, ο Μαρινάτος χαρακτήρισε την κατασκευή ως «Κερατώνα» και υπέθεσε ότι αρχικά διέθετε ξύλινο κάλυμμα, πάνω στο οποίο ίσταντο τα τρία σφυρήλατα, που θα αναφερθούν στη συνέχεια. Τέλος, σε απόσταση 0,50 μ. μπροστά από το βωμό βρέθηκαν τα θραύσματα μίας σχεδόν κυκλικής λίθινης τράπεζας προσφορών με περιχείλωμα.

Τα σφυρήλατα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα τρία αγάλματα (Μουσείο Ηρακλείου, αρ. ευρ. 2445-2447) ήταν κατασκευασμένα από λεπτά χάλκινα ελάσματα. Οι μορφές ήταν προορισμένες για μετωπική θέαση. Δεν είναι, πάντως, βέβαιο εάν αρχικά ήταν προσαρμοσμένες σε κάποιο ξύλινο σκελετό, εφόσον δεν διατηρήθηκαν σχετικά λείψανα. Η ανδρική μορφή, σωζόμενου ύψους 0,80 μ., ήταν –εκτός του καλύμματος της κεφαλής– γυμνή, είχε λυγισμένο το δεξιό βραχίονα και προφανώς κρατούσε αντικείμενο με το δεξί χέρι. Για την κατασκευή της χρησιμοποιήθηκαν τουλάχιστον τριάντα ελάσματα χαλκού, πάχους 4 χιλιοστών. Τα γυναικεία αγάλματα, ύψους 0,40 (2446) και 0,45 μ. (2447), φορούσαν ζωσμένο ποδήρη πέπλο με κοσμήματα, επίβλημα στους ώμους και χαμηλό κυλινδρικό πόλο στη βραχεία κόμη τους, ενώ πιθανώς είχαν συναρμολογηθεί από δέκα και οκτώ ελάσματα αντίστοιχα. Οι οφθαλμοί των αγαλμάτων ήταν ένθετοι. Ο Μαρινάτος ερμήνευσε τα έργα ως λατρευτικά αγάλματα της Απολλώνιας Τριάδας και τα χρονολόγησε στα μέσα του 7ου αιώνος π. Χ. υποστηρίζοντας ότι ο βωμός δεν κατασκευάσθηκε ταυτόχρονα με την ανέγερση του ναού, κατά τα μέσα του 8ου αιώνα, αλλά αργότερα. Γενικά οι προτάσεις χρονολόγησης κυμαίνονται από τα μέσα του 8ου ως τα μέσα του 7ου αιώνος π. Χ., με τη κατώτερη χρονολόγηση να ερείδεται σε υποτιθέμενες ομοιότητες με έργα της δαιδαλικής πλαστικής. Βάσει νεότερων ευρημάτων, που παρουσίασε η αρχαιολόγος Αγγελική Λεμπέση και εμφανίζει μεγάλες ομοιότητες με το ανδρικό σφυρήλατο, αλλά και άλλων συναφών έργων, η έρευνα κατατείνει προς μια χρονολόγηση των σφυρηλάτων στην ύστερη γεωμετρική εποχή, αποσυνδέοντάς τα από τη δαιδαλική φάση. Μολαταύτα, δύο σχετικά πρόσφατες λεπτομερείς θεωρήσεις των έργων θέτουν σε αμφισβήτηση την ενότητα του συνόλου.

Κατά την Αμερικανίδα αρχαιολόγο Irene Bald Romano, από τεχνοτροπικής απόψεως, η ανδρική μορφή θα έπρεπε να τεθεί στα τέλη του 8ου, ενώ τα γυναικεία αγάλματα στο πρώτο τέταρτο του 7ου αιώνα π. Χ. Τοιουτοτρόπως, εξηγεί την πρώτη ως το λατρευτικό άγαλμα του ναού και τις δεύτερες ως μεταγενέστερα αφιερώματα που προστέθηκαν στο βωμό, παραπέμποντας και στη διαφορά ύψους των έργων η οποία, κατά τη γνώμη της, δυσκολεύει τη σύλληψή τους ως συνόλου.

Από την άλλη, η Γερμανίδα αρχαιολόγος Helga Bumke έθεσε σε συζήτηση τις συνθήκες ευρέσεως των σφυρηλάτων, θεωρώντας απίθανη την εύρεσή τους επί του βωμού, αλλά και αμφισβητώντας την ερμηνεία του τελευταίου ως τέτοιου λόγω της ύπαρξης της κεντρικής εσχάρας. Αν και καθίσταται πλέον αναγκαία η συστηματική επανεξέταση των ευρημάτων, πρέπει να τονισθεί ο σε μεγάλο βαθμό υποθετικός χαρακτήρας των παραπάνω παρατηρήσεων και να υπογραμμισθούν τα ακόλουθα:

Οι πληροφορίες που παραθέτει ο Μαρινάτος για τις συνθήκες ευρέσεως και τις όποιες καταστροφές από τους λαθρανασκαφείς –οι οποίες αποτελούν την χρονικά εγγύτερη στα γεγονότα αφήγηση– είναι αρκετά ακριβείς και εκτεταμένες. Σε κάθε περίπτωση, τόσο η Romano όσο και η Bumke τονίζουν τη σημασία του κοινού σημείου ευρέσεως και τη συνειδητή χρήση των τριών έργων ως συνόλου, ακόμη και αν δεχθεί κάποιος ότι τούτο έλαβε χώρα σε δευτερεύοντα χρόνο. Τα υπόλοιπα ευρήματα του βωμού μαρτυρούν λατρευτική πρακτική στο σημείο και την εύλογη συμπερίληψη των σφυρηλάτων σε αυτή, πολλώ δε μάλλον όταν αυτή πραγματοποιούταν σε ιερό του Απόλλωνος, όπου η λατρεία της Απολλώνιας Τριάδας ήταν αυτονόητη.

Η σημασία του ναού και η σχέση του με την Αγορά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην πραγματικότητα, το κτήριο του ναού αποτελούσε τον πυρήνα ενός συγκροτήματος, που εκτεινόταν σε άνδηρο πάνω από την Αγορά, στο οποίο συμπεριλαμβάνονταν δύο χώροι στα δυτικά του ναού (A-C) και ίσως ένας τρίτος στη βορειοδυτική γωνία του (B). Αν και η έρευνα δεν έχει ακόμη καταλήξει σε οριστικά συμπεράσματα σχετικά με την ακριβή μορφή, στέγαση και επικοινωνία των κτηρίων μεταξύ τους, μεγάλο μέρος των ευρημάτων του Μαρινάτου προέρχεται από αυτούς τους χώρους, όπως κεραμική γεωμετρικής και πρώιμης ανατολίζουσας περιόδου, κυρίως θραύσματα τουλάχιστον δώδεκα πίθων, πήλινα ειδώλια ζώων, εγχάρακτοι λίθοι, χάλκινα αντικείμενα όπως ένας μικρός δίσκος και μια μικρή ασπίδα, αλλά και κατασκευασμένη από ελάσματα μορφή ύψους 0,18 μ., πιθανώς του τέλους του 7ου-αρχές του 6ου αιώνα π. Χ., η οποία φέρει κράνος και ασπίδα και εικονίζει κατά κρόταφον την Αθηνά ή τον Απόλλωνα (Μουσείο Ηρακλείου, αρ. ευρ. 2273). Σύμφωνα με τον Ιταλό αρχαιολόγο Matteo D’Acunto, οι χώροι πιθανώς λειτουργούσαν ως είδος θησαυρού του ναού ή χρησιμοποιούνταν για την προετοιμασία των τελετών ή συλλογικών γευμάτων, όπως φανερώνει η παρουσία των πολλών πίθων. Ο ίδιος τονίζει την υβριδική τυπολογία του ναού, αφού στο εσωτερικό του συνδυάζει την παρουσία τόσο εσχάρας και θυσιαστικών τελετών, που εκπροσωπούν λατρευτικές συνήθειες της πρώιμης εποχής του σιδήρου, όσο και λατρευτικών αγαλμάτων, που θα καθορίζουν το εσωτερικό του ναού κατά τους επόμενους αιώνες.

Πέραν αυτών, κάθε άλλο παρά τυχαία είναι και η θέση του ιερού πάνω από την Αγορά. Οι παλαιότερες γαλλικές ανασκαφές και οι τελευταίες έρευνες έφεραν στο φως εκτεταμένα τμήματα της κλιμακωτής κατασκευής, που όριζε τον ελεύθερο από κτήρια χώρο της Αγοράς στα βόρεια του ανδήρου του ναού. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα αποτελέσματα, η κατασκευή αυτή ήταν διαμορφωμένη σε σχήμα Γ, διέθετε δηλαδή ένα δυτικό και ένα νότιο σκέλος, ενώ ένας πλακόστρωτος δρόμος στα δυτικά, πλάτους 1,85 μ., συνέδεε την Αγορά με το ναό. Αν και οι σωζόμενες εγκαταστάσεις της Αγοράς χρονολογούνται στην ελληνιστική εποχή, οι Ζωγραφάκη και Farnoux, ερειδόμενοι και σε επιγραφική μαρτυρία, που τεκμηριώνει την ύπαρξη Αγοράς κατά τα αρχαϊκά χρόνια, αποδέχονται ότι η πρώτη διαμόρφωση του χώρου, ακόμη κι αν ήταν λιγότερο μνημειώδης, ανάγεται τουλάχιστον στον 7ο αιώνα π. Χ. Είναι, επομένως, προφανές ότι από νωρίς οι δύο πυρήνες της πόλης συσχετίζονταν. Αυτό αποδεικνύεται και από ένα περαιτέρω στοιχείο: Στην μεγάλη ελληνιστική δεξαμενή ανατολικά του ναού –η οποία, σύμφωνα με επιγραφή (Demargne – Van Effenterre 1937, 27-32), είχε τεθεί υπό την προστασία του Απόλλωνα Δελφινίου– βρέθηκαν το 1936, όπως ήδη σημειώθηκε, μαζί με την προαναφερθείσα, θραύσματα άλλων οκτώ επιγραφών, όλων ανηκουσών στον 7ο αιώνα π. Χ., οι οποίες αφορούν νομικά και πολιτειακά θέματα. Οι πρώτοι ανασκαφείς, πιο πρόσφατα η ιστορικός-επιγραφολόγος Paula Perlman, αλλά και άλλοι ερευνητές υποθέτουν ότι οι επιγραφές ήταν αρχικά ανηρτημένες στον ανατολικό τοίχο του ναού, ο οποίος πριν την κατασκευή της δεξαμενής ήταν το πλέον κοντινό και ορατό από την Αγορά σημείο του ανδήρου. Τοιουτοτρόπως, οι πολίτες ευρισκόμενοι στην τελευταία, θα μπορούσαν πολύ εύκολα να συμβουλευτούν τους νόμους, των οποίων το κύρος εγγυόταν η θεϊκή παρουσία. Συμπερασματικά, η συνεχής χρήση του ναού από τον 8ο αιώνα π. Χ. μέχρι τα ελληνιστικά χρόνια, η αρχιτεκτονική διαμόρφωσή του, ο μικτός θρησκευτικός και πολιτειακός χαρακτήρας του όπως και η χωρική εγγύτητά του με το κέντρο της δημόσιας ζωής καθιστούν πρόδηλο ότι επρόκειτο για το σημαντικότερο ιερό της Δρήρου.

Η περίπτωση του κτηρίου στο δυτικό λόφο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η παρουσία των σφυρηλάτων και του «Κερατώνα» ήταν οι αποφασιστικοί παράγοντες, που ώθησαν τον Μαρινάτο στην ταύτιση του Δελφινίου με το ναό πλησίον της Αγοράς. Από τότε η ταύτιση αυτή έχει γίνει αποδεκτή από την πλειονότητα των ερευνητών, αν και ο Γερμανός αρχαιολόγος Ernst Kistner, ακολουθούμενος πρόσφατα από την Katja Sporn, πρότεινε την ταύτισή του με το ναό του Απόλλωνος Πυθίου. Αμφότεροι παραπέμπουν στην ταυτόχρονη αναφορά του Απόλλωνα Πυθίου και Διός Αγοραίου σε δύο επιγραφές ως απόδειξης και της τοπογραφικής γειτνίασης των ιερών τους στην περιοχή της Αγοράς. Καθώς ο Matteo D’Acunto αντέκρουσε πολύ διεξοδικά την επιχειρηματολογία αυτή, δεν θα επιμείνουμε εδώ περισσότερο στη συζήτησή της, προσθέτοντας ότι η ταύτιση του Δελφινίου με το ναό στην Αγορά έχει υιοθετηθεί και από τους σημερινούς ανασκαφείς της Δρήρου. Ωστόσο, το ερώτημα συνδέεται, όπως ήδη αναφέρθηκε, και με το κτήριο, που ο Ξανθουδίδης ανέσκαψε στο δυτικό λόφο, το οποίο και ταύτισε με το Δελφίνιο. Κατά τον ανασκαφέα, το κτήριο, το οποίο είχε υποστεί μεγάλες ζημιές, είχε διαστάσεις 10,70 x 24 μ., διέθετε επίπεδη στέγη και χωριζόταν από εγκάρσιο τοίχο σε ανατολικό πρόναο και δυτικό σηκό. Στο κέντρο του τελευταίου αποκαλύφθηκε πιo όμορφη εσχάρα με λείψανα πυράς και κάρβουνων. Δυτικά του βρέθηκαν δύο βάσεις κιόνων, όχι κατά χώραν, και ανατολικά του ένα «πλακόστρωτο». Στη βορειοανατολική γωνία του κτηρίου υπήρχε μικρό τετράγωνο πρόσκτισμα. Ο Ξανθουδίδης αναφέρει την εύρεση λίγης κεραμικής, γυναικείου αρχαϊκού ειδωλίου και πήλινων ειδωλίων βοδιών. Μεταξύ των χάλκινων ευρημάτων συγκαταλέγονταν δύο ημικυκλικές μίτρες, τμήμα κράνους και άλλα τμήματα αναθηματικών θωράκων, κνημίδων, ασπίδων και αγγείων. Το κατά τον ανασκαφέα αρχαϊκό ιερό, λόγω της εύρεσης στο ίδιο σημείο της στήλης του όρκου και της παρουσίας του τετράγωνου δωματίου, το οποίο ερμηνεύτηκε ως αρχείο από όπου θα έπρεπε να προέρχεται και η στήλη, ταυτίστηκε με το Δελφίνιο. Η σε μεγάλο βαθμό υποθετική ταύτιση του Ξανθουδίδη, οδήγησε τον Μαρινάτο στην απόρριψή της και στην ερμηνεία του κτηρίου ως μη θρησκευτικού, συγκεκριμένα ως ανδρείου. Ως επιχειρήματα υπέρ τούτου χρησιμοποίησε το μεγάλο πάχος των τοίχων, το οποίο θα δικαιολογούσε την ύπαρξη δευτέρου ορόφου καθώς και την παρουσία αναθηματικών όπλων. Η πρόταση του Μαρινάτου έγινε δεκτή με επιφύλαξη, ενώ νέα στοιχεία προσκόμισαν οι εν εξελίξει ελληνογαλλικές έρευνες, μια πρώτη αποτίμηση των οποίων δημοσίευσαν οι ανασκαφείς το 2014. Σύμφωνα με αυτή, το κτήριο που ήλθε στο φως από τον Ξανθουδίδη φέρει τα ίχνη τριών, αν και ακόμη όχι πλήρως ευδιάκριτων, φάσεων (α-γ).

Κάτω από το «πλακόστρωτο» αποκαλύφθηκε παλαιότερο στρώμα, του οποίου το περιεχόμενο χρονολογείται στο τέλος του 8ου-αρχές του 7ου π. Χ. αιώνα. Σε αυτή τη λατρευτική περίοδο του χώρου ανήκουν κάλαθοι, αγγεία πόσεως, πήλινα αγαλματίδια, ειδώλια βοοειδών, κάρβουνο, οστά ζώων και υπολείμματα καρπών. Το «πλακόστρωτο» αντιπροσωπεύει την επόμενη φάση, που ξεκινά τον 7ο αιώνα π. Χ., στην οποία, επίσης, αποδίδονται τμήματα του σηκού και ένα θρανίο κατά μήκος του νότιου τοίχου. Σε τούτη τη φάση ανήκουν και τα χάλκινα αντικείμενα, που αποκαλύφθηκαν το 1917 καθώς και νεοευρεθέντα του αυτού είδους. Κατά την τελευταία φάση κατασκευάστηκε ένας αναλημματικός τοίχος στη βόρεια και ανατολική πλευρά, ενσωματώνοντας τους υπάρχοντες παλαιότερους, ενώ διευρύνθηκε και ο χώρος στα ανατολικά.

Σύμφωνα με τους ανασκαφείς, οι διάφορες φάσεις αντικατοπτρίζουν διαφορετικές θρησκευτικές πρακτικές και κοινωνικές μεταβολές, καθώς τα λιτά αφιερώματα της αρχαιότερης φάσης μαρτυρούν μια πιο ευρεία συμμετοχή των κατοίκων της Δρήρου στα λατρευτικά δρώμενα, ενώ τα πολυτελή χάλκινα αναθήματα της δεύτερης επιδεικνύουν τον πλούτο και την κυριαρχία μιας μικρότερης ισχυρής ιθύνουσας τάξης. Όπως και να έχει, οι ανασκαφείς θεωρούν ότι η ερμηνεία του κτίσματος ως ενός σημαντικού ιερού της πόλης ανταποκρίνεται καλύτερα στα μέχρι στιγμής δεδομένα από ό,τι εκείνη του ανδρείου. Αν και η θεότητα στην οποία ήταν αφιερωμένο αυτό το ιερό –το οποίο φαίνεται πως λειτουργούσε μέχρι τα ελληνιστικά χρόνια– παραμένει άγνωστη, η μακραίωνη ιστορία του φανερώνει ότι επρόκειτο για ένα από τα σημαντικότερα λατρευτικά κέντρα της Δρήρου.

Όπως, ωστόσο, σημειώθηκε παραπάνω, οι νεότερες ανασκαφές έφεραν στο φως στα ανατολικά του ίδιου λόφου και τα λείψανα δύο ελληνιστικών κτηρίων από το στρώμα καταστροφής, χτισμένων σε σημεία που, πιθανότατα, βρισκόταν σε συνεχή χρήση τουλάχιστον από τα γεωμετρικά χρόνια. Αν και τα κτίσματα ερμηνεύονται ως οικίες, στο νοτιότερο εξ αυτών αποκαλύφθηκε χώρος με βωμό, ενώ στο βορειότερο αύλειος χώρος με φούρνο και σχετική κεραμική για προετοιμασία γευμάτων, ο οποίος παραπέμπει σε μια πιο συλλογική χρήση του κτηρίου, όπως επισημαίνουν οι ανασκαφείς. Συνεπώς, όπως και στην περίπτωση του ναού πλησίον της Αγοράς, η αναζήτηση αυστηρού διαχωρισμού θρησκευτικών και κοσμικών κτηρίων θα ήταν μεθοδολογικά λανθασμένη, και τούτο, προφανώς, ισχύει καθ’ όλη την ιστορική πορεία της πόλης. Υπό αυτή την έννοια, η κοινωνική παράμετρος, που διέκρινε ο Μαρινάτος στο κτήριο του δυτικού λόφου δεν θα έπρεπε να παραμεληθεί από τη μελλοντική έρευνα.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Σπ. Μαρινάτος, Ανασκαφαί εν Κρήτη. Δρήρος, ΠΑΕ 1935, 203-212.
  • S. Marinatos, Le temple et les statuettes archaïques en bronze de Dréros (Crète), CRAI 1935, 478-489.
  • S. Marinatos, Le temple géométrique de Dréros I-II, BCH 60, 1936, 214-285.
  • L. Mariani, Antichità Cretesi, MonAnt 6, 1895, 247-248.
  • Στ. Ξανθουδίδης, ΑΔ 4, 1918 (1921), Παράρτημα, 11-12, 23-30.
  • P. Demargne – H. Van Effenterre, Recherches à Dréros, BCH 61, 1937, 5-32, 333-348.
  • S. Marinatos, Das Delphinion von Dreros, AA 1937, 243-248.
  • E. Kirsten, Dreros, RE Suppl. 7 (1940), 128-149.
  • H. Van Effenterre, Inscriptions archaïques crétoises, BCH 70, 1946, 588-606.
  • H. Van Effenterre, Nécropoles du Mirabello (Paris 1948).
  • I. Beyer, Die Tempel von Dreros und Prinias A und die Chronologie der kretischen Kunst des 8. und 7. Jhs. v. Chr. [Freiburg 1976], 13-20, 39-42, 83-84, 154-155.
  • Α. Λεμπέση, Χάλκινο γεωμετρικό ειδώλιο από την Κρήτη, σε: Στήλη. Τόμος εις μνήμην Νικολάου Κοντολέοντος (Αθήνα 1980), 87-95, κυρίως 92.
  • A. Mazarakis Ainian, From Rulers’ Dwellings to Temples. Architecture, Religion and Society in Early Iron Age Greece (1100-700 B.C.) (Jonsered 1997), 216-218 εικ. 453-460.
  • I. B. Romano, The Dreros sphyrelata: A Re-examination of Their Date and Function, σε: C. C. Mattusch et al. (επιμ.), From the Parts to the Whole. Acta of the 13th International Bronze Congress, Held at Cambridge, Massachusetts, May 28-June 1, 1996, JRA Suppl. 39 (Portsmouth 2000), τ. 1, 40-50.
  • K. Sporn, Heiligtümer und Kulte Kretas in klassischer und hellenistischer Zeit (Heidelberg 2002), 79-83.
  • M. D’Acunto, Il tempio di Apollo a Dreros: Il culto e la “cucina del sacrificio”, AnnAStorAnt 9-10, 2002-2003, 9-62.
  • L. Sjögren, Cretan Locations. Discerning Site Variations in Iron Age and Archaic Crete, 800-500 B.C. (Oxford 2003), 36, 51-52, 55-57, 69-70 αρ. κατ. E 40 εικ. 8, 48-49.
  • H. Bumke, Statuarische Gruppen in der frühen griechischen Kunst (Berlin 2004), 45-54 πίν. 9-12.
  • P. Perlman, Crete, in: M. M. Hansen – Th. H. Nielsen (επιμ.), An Inventory of Archaic and Classical Poleis. An Investigation Conducted by the Copenhagen Polis Center for the Danish National Research Center (Oxford-New York 2004), 1157-1158 αρ. 956.
  • P. Perlman, Writing on the Walls. The Architectural Context of Archaic Cretan Laws, σε: L. Preston Day – M. S. Mook – J. D. Muhly (επιμ.), Crete Beyond the Palaces: Proceedings of the Crete 2000 Conference (Philadelphia 2004), 181-197, κυρίως 191-195.
  • M. Prent, Cretan Sanctuaries and Cults. Continuity and Change from Late Minoan IIIC to the Archaic Period (Leiden-Boston 2005), 283-289, 462-464 πίν. 41-43, 81.
  • L. Sjögren, Interpreting Cretan Private and Communal Spaces (800-500 BC), σε: R. Westgate – N. Fisher – J. Whitley (επιμ.), Building Communities. House, Settlement and Society in the Aegean and Beyond. Proceedings of a Conference Held at Cardiff University, 17-21 April 2001 (London 2007) 149-155, κυρίως 154-155.
  • H. Van Effenterre, La nécropole de Dréros, επιμ. M. Perna, (Athènes-Naples 2009).
  • G. Seelentag, Regeln für den Kosmos. Prominenzrollen und Institutionen im archaischen Kreta, Chiron 39, 2009, 65-99.
  • V. Zographaki – A. Farnoux, Mission franco-héllenique de Dréros, BCH 134, 2010, 593-600.
  • V. Zographaki – A. Farnoux, Mission franco-héllenique de Dréros, BCH 135, 2011, 625-646.
  • A. Farnoux – N. Kyriakidis – V. Zographaki, Nouvelles recherches à Dréros, RA 2012, 179-184.
  • V. Zographaki – A. Farnoux, Mission franco-héllenique de Dréros, BCH 136-137, 2012-2013, 651-660.
  • N. Coutsinas, Défenses crétoises. Fortifications urbaines et défense du territoire en Crète aux époques classique et hellénistique (Paris 2013), 208-209, 417-418 αρ. κατ. 20 εικ. 60.
  • F. Gaignerot-Driessen, The ‘Killing’ of a City: A Destruction by Enforced Abandonment, σε: J. Driessen (επιμ.), Destruction. Archaeological, Philological and Historical Perspectives (Louvain-la-Neuve 2013), 285-297.
  • D. Lefèvre-Novaro – A. Pautasso – S. Rizza – J. Lamaze, Dreros e Prinias. Nuovi dati e prospettive di ricerca sulla Polis a Creta, Thiasos 2.2, 2013, 3-20 [προσβάσιμο στο: http://www.thiasos.eu/dreros-e-prinias-nuovi-dati-e-prospettive-di-ricerca-sulla-polis-a-creta/].
  • V. Zographaki – A. Farnoux, Dréros: Cité et sanctuaires, σε: F. Gaignerot-Driessen – J. Driessen (επιμ.), Cretan Cities. Formation and Transformation (Louvain 2014), 103-117.
  • G. Seelentag, Das archaische Kreta. Institutionalisierung im frühen Griechenland (Berlin 2015), 139-163 και σποράδην.
  • B. Sielhorst, Hellenistische Agorai. Gestaltung, Rezeption und Semantik eines urbanen Raumes (Berlin-München-Boston 2015), 292-293.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ιστοσελίδα της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής για τις ανασκαφές Δρήρου:

[1] Αρχειοθετήθηκε 2016-07-06 στο Wayback Machine.

Αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]