Διαιτητές (Αττικό Δίκαιο)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Οι Διαιτητές στην αρχαία Αθήνα ήταν δικαστές όχι όπως οι τακτικοί της Ηλιαίας, αλλά προς τους σήμερα αναλογούντες αιρετούς κριτές. Ήσαν δε δύο ειδών είτε δημόσιοι υπεράνω των πενήντα ή εξήντα ετών που κληρώνονταν 44 από κάθε φυλή είτε επιλέγονταν με αμοιβαία συγκατάθεση[1] των διαδίκων. Ο δε αρνούμενος περιέπιπτεν σε ατιμία. Και στις δυο περιπτώσεις έδιναν το νενομισμένο όρκο και δίκαζαν ενώπιον μαρτύρων ανέκκλητα· μπορούσαν όμως να καταμηνυθούν στο δήμο επί φιλοπροσώπω ετυμηγορία και υπόκεινταν σε βαριές ποινές, χρηματικές ακάμα και στέρησης πολιτικών δικαιωμάτων.[2]

Η απαρχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ήδη από τα χρόνια του Πεισιστράτου (6ος αι. π.Χ.), υπήρχαν οι κατά δήμους δικασταί, στους οποίους κατέφευγαν συνήθως οι αγρότες της περιφέρειας, που απέφευγαν έτσι τη μετακίνηση στην πόλη. Η Διαιτησία ως θεσμός εξελίχθηκε στην Αθηναϊκή δημοκρατία από τους έξι (οι άλλοι τρεις ήταν ο επώνυμος, ο βασιλεύς και ο πολέμαρχος) Θεσμοθέτες που η δικαιοδοσία τους εκτείνονταν σε ευρύ φάσμα νομικών ζητημάτων, κυρίως σε όσα δεν υπάγονταν στην αρμοδιότητα των τριών άλλων αρχόντων. Ήταν αρμόδιοι για τη εισαγωγή των προβολών στην εκκλησία του δήμου.

Η εξέλιξη του θεσμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Για την εξώδικη ρύθμιση κάποιων υποθέσεων, με σκοπό την αποφυγή δαπανών και καθυστέρησης, οι αντίδικοι μπορούσαν με κοινή συμφωνία τους να παραπέμψουν την εκδίκαση της διαφοράς τους σε τρίτο πρόσωπο της επιλογής τους, τον διαιτητή, για την αμεροληψία του οποίου συμφωνούσαν και οι δύο, δεχόμενοι παράλληλα να εκτελέσουν την απόφασή του. Η δεσμευτικότητα της διαιτητικής απόφασης προβλεπόταν και από νόμιμο τυπικό. Πολλές φορές όμως αυτή η ιδιωτικά ρυθμιζόμενη διαιτησία δεν ήταν αποτελεσματική για λόγους που σχετίζονταν με το επιλεγόμενο πρόσωπο ή με τη διάθεση των αντιδίκων να υπακούσουν στην κρίση του. Γι΄αυτό δημιουργήθηκε η ανάγκη να ορίζεται ο διαιτητής από την πολιτεία, ώστε η απόφασή του να περιβάλλεται με μεγαλύτερο κύρος. Ο Δημοσθένης μας περιγράφει το ποιόν ενός τέτοιου διαιτητή:

«Στη δίκη που κέρδισα είχα διαιτητή τον Στράτωνα από το Φάληρο, άνθρωπο φτωχό, φιλήσυχο και καθόλου φαύλο, αλλά τιμιότατο».[3]

Διαδικασία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι διάδικοι προηγουμένως προκατέβαλαν ανά μια δραχμή ο καθένας, που αποκαλούνταν παράσταση[4], και επειδή η διαδικασία αυτή ήταν και ολιγοδάπανη και απηλλαγμένη πολλών τύπων, πολλοί προτιμούσαν αυτήν την τακτική της δίκης. Την καταδικαστική ή αθωωτική απόφαση μπορούσε να ανατραπεί είτε μέσω άλλων διαιτητών είτε με έφεση ενώπιον των τακτικών δικαστηρίων.[5][6]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]