Διάλεκτοι της Νεοελληνικής γλώσσας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(δείτε επίσης: Ελληνικό αλφάβητο)
Πρωτοελληνική (περ. 3000 π.Χ.)
Μυκηναϊκή (περ. 1600–1200 π.Χ.)
Ομηρική (περ. 1200–800 π.Χ.)
Αρχαία ελληνική (περ. 800–300 π.Χ.)
Διάλεκτοι:
Αιολική, Αρκαδοκυπριακή,
ΑττικήΙωνική, Δωρική, Παμφυλιακή, Ομηρική
Μακεδονική

Ελληνιστική Κοινή (περ. από 330 π.Χ. ως 700)


Ιδιώματα: Ασιανισμός, Αττικισμός


Μεσαιωνική ελληνική (περ. 700–1700)
Νέα ελληνική γλώσσα (από το 1700)
Ιδιώματα: Δημοτική, Καθαρεύουσα, Αττικισμός
Διάλεκτοι:
Καππαδοκική, Κατωιταλική , Κρητική, Κυπριακή, Ποντιακή, Ρωμανιώτικη, Τσακωνική

Άλλες μορφές (από 19ο/20ό αιώνα)
Ελληνικός κώδικας Μπράιγ,
Ελληνική νοηματική γλώσσα,
Κώδικας Μορς

Οι γλωσσικές ποικιλίες της Νεοελληνικής γλώσσας μπορούν να κατηγοριοποιηθούν με βάση δύο κριτήρια. Το πρώτο είναι η ύπαρξη μιας μακράς παράδοσης κοινωνιολεκτικής διαφοροποίησης ανάμεσα στη φυσική, δημοφιλή καθομιλούμενη γλώσσα από τη μία πλευρά και τις αρχαΐζουσες, λόγιες γραπτές μορφές της από την άλλη. Το δεύτερο είναι η τοπική διαφοροποίηση που εκφράζεται μέσω των διαλέκτων. Ο ανταγωνισμός του δημοφιλούς με τα λόγια ιδιώματα (βλέπε διγλωσσία) κορυφώθηκε στη διάρκεια του 19ου και 20ου αιώνα μ.Χ. με τη διαμάχη ανάμεσα στη Δημοτική και την Καθαρεύουσα. Όσον αφορά τις νεοελληνικές τοπικές διαλέκτους, ο κύριος όγκος τους δεν εμφανίζει έντονες διαφορές με εξαίρεση κάποιες απομακρυσμένες και λίαν αποκλίνουσες διαλέκτους που ομιλούνται σε απομονωμένες κοινότητες.

Διγλωσσία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Γλωσσικό ζήτημα

Ρίζες και ιστορία: Δημοτική και Καθαρεύουσα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από την εποχή ακόμα της Ελληνιστικής Κοινής στη διάρκεια της Ελληνιστικής και Ρωμαϊκής αρχαιότητας, υπήρχε ανταγωνισμός μεταξύ των φυσικά εξελισσόμενων γλωσσικών μορφών της Ελληνικής γλώσσας από τη μία και της χρήσης τεχνητά αρχαϊκών, λογίων ιδιωμάτων από την άλλη. Τα δεύτερα έκαναν χρήση γραμματικών και λεκτικών σχημάτων που μιμούνταν την κλασική Αττική διάλεκτο (Αττικισμός).[1] Αυτή η κατάσταση είναι γνωστή στη σύγχρονη γλωσσολογία ως διγλωσσία.[2]

Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, τα Ελληνικά γραπτά κυμαίνονταν πάνω σε ένα συνεχές φάσμα, από τις ακραίες μορφές ενός "υψηλού" ιδιώματος πολύ κοντά στην Αττική διάλεκτο έως τις μετριοπαθείς μορφές που ήταν πολύ κοντύτερα στην ομιλούμενη Δημοτική.[3] Σύμφωνα με τον Μανόλη Τριανταφυλλίδη, η σύγχρονη Ελληνική γλώσσα των αρχών του 19ου αιώνα, όπως αυτή χρησιμοποιείτο στη δημοτική ποίηση της εποχής, έχει πολύ λίγες γραμματικές διαφορές με τη λαϊκή γλώσσα του 15ου αιώνα.[4] Κατά την πρώιμη Σύγχρονη Περίοδο, μια μετριοπαθώς αρχαϊκή μορφή των Ελληνικών έκανε την εμφάνισή της, ως μέση λύση, στα γραπτά μορφωμένων Ελλήνων (όπως ήταν οι Φαναριώτες και η Ελληνική Εκκλησία) και το συντακτικό της ήταν στην ουσία Νεοελληνικό.[5] Μετά την Ελληνική Επανάσταση του 1821 και τον σχηματισμό του σύγχρονου Ελληνικού κράτους (1830), έγινε μια πολιτική προσπάθεια να "εξαγνισθεί" αυτή η μορφή των Ελληνικών φέρνοντάς την ακόμα κοντύτερα στην κλασική Αττική διάλεκτο. Αποτέλεσμα αυτής ήταν η Καθαρεύουσα (κυριολεκτικά, 'αυτή που εξαγνίζει') η οποία ήταν και πάλι μια συμβιβαστική λύση με βάση το σύγχρονο Ελληνικό συντακτικό, αλλά με την προσθήκη ενός πολύ μεγαλύτερου αριθμού αρχαιοελληνικών λέξεων και μορφολογίας.[6] Η Καθαρεύουσα χρησιμοποιήθηκε ως επίσημη γλώσσα στη διοίκηση, την εκπαίδευση, την εκκλησία, τη δημοσιογραφία και (μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα) στη λογοτεχνία.

Τον ίδιο καιρό η ομιλούμενη Δημοτική, παρότι μη αναγνωρισμένη ως επίσημη γλώσσα, ανέπτυξε μια υπερ-τοπική, ντε φάκτο πρότυπη ποικιλία. Από τον 19ο αιώνα και μετά, η γραπτή Δημοτική πήρε τη θέση της Καθαρεύουσας ως το κύριο λογοτεχνικό μέσο. Κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, υπήρξαν πολλές και έντονες πολιτικές συγκρούσεις γύρω από τη χρήση της μιας ή της άλλης ποικιλίας και κυρίως όσον αφορά το θέμα της χρήσης τους στην εκπαίδευση. Τα σχολεία αναγκάστηκαν να αλλάξουν από τη μια μορφή στην άλλη και τούμπαλιν πολλές φορές κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα. Το ζήτημα επιλύθηκε μόνο μετά την ανατροπή της Χούντας των Συνταγματαρχών (1967-1974), οπότε και η ισχυρή ιδεολογική θέση των τελευταίων υπέρ της Καθαρεύουσας οδήγησε τη γλωσσική αυτή μορφή σε ανυποληψία.[7] Το 1976, λίγο μετά τη αποκατάσταση της δημοκρατίας, η Δημοτική υιοθετήθηκε τελικά για χρήση σε όλους τους τομείς της εκπαίδευσης και έγινε η επίσημη γλώσσα του κράτους.[8] Μέχρι τότε όμως, η μορφή της Δημοτικής που χρησιμοποιείτο στην πράξη δεν ήταν πλέον η καθαρή λαϊκή διάλεκτος αλλά είχε αρχίσει να αφομοιώνει ξανά στοιχεία από την Καθαρευουσιάνικη παράδοση. Ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης επικρίνει τις διαδικασίες που ακολουθήθηκαν για την επίλυση της διγλωσσίας επιχειρηματολογώντας ότι, παρόλο που η Ελληνική κυβέρνηση και οι αρμόδιες Ελληνικές αρχές έλυσαν το ζήτημα μια για πάντα, ήταν απροετοίμαστες και έδρασαν βιαστικά.[9] Το 1982, το πολυτονικό σύστημα αντικαταστήθηκε από τη μονοτονική ορθογραφία.[10]

Πρότυπη Νέα Ελληνική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η σύγχρονη γλωσσολογία ονομάζει την τελική μορφή της γλώσσας "Πρότυπη Νέα Ελληνική" για να την ξεχωρίσει από την καθαρή Δημοτική της προγενέστερης λογοτεχνίας και της παραδοσιακής λαϊκής λαλιάς. Οι Έλληνες συγγραφείς καμιά φορά χρησιμοποιούν τον όρο "Νεοελληνική Κοινή" ο οποίος παραπέμπει στην "Ελληνιστική Κοινή" (το "κοινή" στη 2η περίπτωση αναφέρεται στην κοινή μορφή των μετα-κλασικών Αρχαίων Ελληνικών)· σύμφωνα με κάποιους λόγιους, η Νεοελληνική Κοινή είναι μια "υπερ-διάλεκτος, προϊόν της σύνθεσης Δημοτικής και Καθαρεύουσας."[11] Πράγματι, η Πρότυπη Νέα Ελληνική έχει ενσωματώσει μεγάλη ποσότητα λεξιλογίου από τη λόγια παράδοση, κυρίως μέσω ιδιωμάτων της ακαδημαϊκής συζήτησης, της πολιτικής, της τεχνολογίας και της θρησκείας· εκτός απ'αυτά, έχει επίσης ενσωματώσει έναν αριθμό από μορφολογικά χαρακτηριστικά που σχετίζονται με το κλιτικό υπόδειγμα της Καθαρεύουσας καθώς και κάποια φωνολογικά χαρακτηριστικά που δεν απαντώνται αρχικά στην καθαρή Δημοτική. Ο Μπαμπινιώτης υποστηρίζει ότι αυτή η κοινή βρίσκεται ακόμα υπό εξέλιξη και ότι, αντίθετα με την Αλεξανδρινή Κοινή, έχει επικρατήσει χωρίς να αντικαταστήσει τις σύγχρονες ελληνικές διαλέκτους οι οποίες ναι μεν υπάρχουν αλλά σταδιακά υποχωρούν.[12]

Ιστορία των σύγχρονων Ελληνικών διαλέκτων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πρώτη συστηματική φιλολογική μελέτη των σύγχρονων ελληνικών διαλέκτων ξεκίνησε στα μέσα του 19ου αιώνα κυρίως χάρη στο έργο του επιφανούς Έλληνα γλωσσολόγου Γεώργιου Χατζιδάκι.[13] Η απουσία αναφορών που να περιγράφουν την ομιλία συγκεκριμένων περιοχών δυσκόλεψε τις προσπάθειες των ερευνητών του 19ου αιώνα.[14] Επομένως, οι μορφές των διαλέκτων που μας είναι σήμερα γνωστές αφορούν μόνο την τελευταία τους φάση (από τα μέσα του 19ου αιώνα ως την πανελλαδική σχεδόν επικράτηση της Πρότυπης Νέας Ελληνικής).

Αρχική διαλεκτική διαφοροποίηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η σύγχρονη γλωσσολογία δεν συμφωνεί με την τάση των λογίων του 19ου αιώνα να θεωρούν τις σύγχρονες Ελληνικές διαλέκτους ως τους απευθείας απογόνους των αρχαιοελληνικών διαλέκτων.[15] Σύμφωνα με τα τελευταία φιλολογικά ευρήματα, οι σύγχρονες ελληνικές διάλεκτοι είναι προϊόντα της διαλεκτικής διαφοροποίησης της κοινής και, με την εξαίρεση των Τσακώνικων και Κυπριακών, δεν έχουν σχέση με τις αρχαίες διαλέκτους.[16]

Είναι δύσκολο να παρακολουθηθεί η εξέλιξη της Κοινής και η διάσπασή της στις σύγχρονες ελληνικές διαλέκτους· ορισμένοι ερευνητές προωθούν την υπόθεση ότι οι διάφορες τοπικές ποικιλίες σχηματίστηκαν μεταξύ 10ου και 12ου αιώνα (ως μέρος μιας εξέλιξης που άρχισε λίγους αιώνες πιο πριν), αλλά η συναγωγή σαφέστερων συμπερασμάτων δεν είναι εύκολη λόγω της απουσίας κειμένων στην καθομιλουμένη κατά την περίοδο που άρχισε αυτή η διαλεκτική διαφοροποίηση. Ελάχιστα υποδείγματα τέτοιων ντόπιων ποικιλιών βρίσκονται σε κάποια γραπτά, τα οποία όμως χρησιμοποιούν κυρίως λόγια ιδιώματα. Τα πρώτα κείμενα γραμμένα σε σύγχρονες ελληνικές διαλέκτους κάνουν την εμφάνισή τους κατά την πρώιμη Αναγέννηση στα νησιά Κύπρος και Κρήτη.[17]

Ιστορικές λογοτεχνικές διάλεκτοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πριν την καθιέρωση ενός κοινού προτύπου Δημοτικής Ελληνικής υπήρχαν διάφορες προσεγγίσεις ως προς τη χρήση τοπικών παραλλαγών της Δημοτικής ως γραπτή γλώσσα. Διάλεκτοι καταγράφονται σε περιοχές εκτός ελέγχου της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, πρώτα σε νομικά και διοικητικά έγγραφα και έπειτα στην ποίηση. Τα παλαιότερα στοιχεία για λογοτεχνικές διαλέκτους έρχονται από περιοχές υπό φράγκικο έλεγχο, κυρίως Κύπρο, Κρήτη και νησιά του Αιγαίου. Από την Κύπρο του 14ου έως 16ου αιώνα (δυναστεία των Λουζινιάν) επιβιώνουν νομικά έγγραφα, πεζά χρονικά και μια συλλογή ανώνυμων ερωτικών ποιημάτων. Αρχεία διαλέκτων επιβιώνουν και από τη Νάξο του 15ου αιώνα.[18]

Όμως είναι κυρίως στο νησί της Κρήτης, κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας από το 1204 ως την κατάληψή της από τους Οθωμανούς το 1669, όπου η εξέλιξη της διαλέκτου μπορεί να διαφανεί με μεγαλύτερη ευκρίνεια. Έγγραφα που παρουσιάζουν χαρακτηριστικά διαλέκτου επιβιώνουν από το τέλος του 12ου αιώνα και αυξάνονται ραγδαία από τον 13ο αιώνα και μετά.[19] Κατά την περίοδο της Κρητικής Αναγέννησης τον 16ο και στις αρχές του 17ου αιώνα υπήρχε μία ακμάζουσα δημώδης λογοτεχνία γραμμένη στην Κρητική διάλεκτο και βασισμένη σε Ιταλικές λογοτεχνικές επιρροές. Το πιο γνωστό δείγμα σήμερα είναι η έμμετρη μυθιστορία Ερωτόκριτος του Βιτσέντζου Κορνάρου (1553–1614).

Αργότερα, στη διάρκεια του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα, τα Επτάνησα, τότε κάτω από Ιταλική κυριαρχία, έγιναν σημαντικό κέντρο λογοτεχνικής παραγωγής στη δημοτική. Ο πιο γνωστός συγγραφέας της περιόδου είναι ο ποιητής Διονύσιος Σολωμός (1789-1857), ο οποίος έγραψε τον Ελληνικό εθνικό ύμνο (Ύμνος εις την Ελευθερίαν) και άλλα έργα εξυμνώντα την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Η γλώσσα του άσκησε επιρροή στην περαιτέρω πορεία προς την προτυποποίηση η οποία οδήγησε στην εμφάνιση της σύγχρονης μορφής της Δημοτικής που βασίζεται στις νοτιοδυτικές διαλέκτους.

Προφορικές διάλεκτοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα σύγχρονα προφορικά Ελληνικά μπορούν να χωριστούν σε διάφορες γεωγραφικές διαλέκτους. Πέρα από ένα μικρό αριθμό έντονα αποκλίνουσων και απομακρυσμένων ποικιλιών οι οποίες μιλιούνται σε απομονωμένες κοινότητες, υπάρχει ένα ευρύ φάσμα διαλέκτων οι οποίες αποκλίνουν λιγότερο τόσο μεταξύ τους όσο και από την Πρότυπη Νέα Ελληνική και καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος της σύγχρονης Ελλάδας και της Κύπρου. Η ντόπια Ελληνική φιλολογία παραδοσιακά κάνει τον διαχωρισμό μεταξύ "κανονικών διαλέκτων" (έντονα οριοθετημένες και ξεχωριστές ποικιλίες) και απλών "ιδιωμάτων" (λιγότερο ξεχωριστές υπο-ποικιλίες μιας γλώσσας). Με αυτή την έννοια, ο όρος "διάλεκτος" συχνά περιορίζεται στην περιγραφή των κύριων, απόκεντρων γλωσσικών μορφών που απαριθμούνται στο επόμενο τμήμα (Τσακώνικα, Γκρίκο, Ποντιακά και Καππαδοκικά), ενώ η κυρίως μάζα των ομιλούμενων ποικιλιών της σύγχρονης Ελλάδας κατατάσσεται στα "ιδιώματα".[20] Παρ'όλ'αυτά, οι περισσότεροι Αγγλόφωνοι γλωσσολόγοι τείνουν να αναφέρονται και στα ιδιώματα ως "διαλέκτους" δίνοντας έμφαση στον βαθμό της διαφορετικότητας μόνο όπου αυτό είναι απαραίτητο. Οι γεωγραφικές διάλεκτοι της Ελληνικής χωρίζονται σε δύο κύριες ομάδες, τις Βόρειες και τις Νότιες διαλέκτους:

Παραδείγματα Βορείων διαλέκτων είναι η Ρουμελιώτικη, η Ηπειρωτική (εκτός του νομού Θεσπρωτίας), η Θεσσαλική, η Μακεδονική[21] και η Θρακική.
Η Νότια ομάδα υποδιαιρείται σε ομάδες που περιέχουν ομάδες ποικιλιών από:
  1. τα Μέγαρα, την Αίγινα, την Αθήνα, την Κύμη (Παλιά Αθηναϊκή διάλεκτος) και τη Χερσόνησο της Μάνης (Μανιάτικη διάλεκτος)
  2. την Πελοπόννησο (εκτός Μάνης), τις Κυκλάδες και την Κρήτη, τα Επτάνησα, τη Βόρεια Ήπειρο, τη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη
  3. τα Δωδεκάνησα και την Κύπρο
  4. μέρος της Νότιας Αλβανίας (γνωστή ως Βόρεια Ήπειρος μεταξύ των Ελλήνων).[22]
  5. τη Μικρά Ασία (πάνω από 1.000.000 Έλληνες ζούσαν σε όλη την Ανατολία — κυρίως στη δυτική Ανατολία — πριν την ανταλλαγή πληθυσμών με την Τουρκία)

Απομακρυσμένες διάλεκτοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τσακώνικα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα Τσακώνικα είναι μια ποικιλία με μεγάλη απόκλιση η οποία ενίοτε ταξινομείται ως ξεχωριστή γλώσσα λόγω του ότι είναι ακατάληπτη για τους ομιλητές της κοινής Ελληνικής.[23] Ομιλείται σε μια μικρή ορεινή περιοχή ελάχιστα μέσα από την ανατολική ακτή της Πελοποννησιακής χερσονήσου. Αυτό που την ξεχωρίζει απ' όλες τις άλλες σύγχρονες διαλέκτους είναι ότι πιστεύεται πως δεν προέρχεται από την Αττική-Ιωνική Κοινή αλλά από τη Δωρική διάλεκτο ή από κάποια αναμειγμένη μορφή μιας ύστερης αρχαίας Λακωνικής ποικιλίας της Κοινής η οποία επηρεάστηκε από τη Δωρική διάλεκτο.[24] Παλαιότερα ομιλείτο σε μια ευρύτερη περιοχή της Πελοποννήσου, συμπεριλαμβανομένης της Λακωνίας, ιστορικής πατρίδας των Δωρικών Σπαρτιατών.

Πολίτικα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Πολιτική διάλεκτος ('Κωνσταντινοπολιτικη Διάλεκτος) είναι η διάλεκτος της Ελληνικής γλώσσας που χρησιμοποιείται από περίπου διακόσιες χιλιάδες Ρωμιούς (Έλληνες Κωνσταντινοπολίτες) στην Ελλάδα και μερικές χιλιάδες Ρωμιούς της Πόλης. Σχεδόν ποτέ δεν χρησιμοποιείται ως επίσημος γραπτός λόγος, αλλά είναι η κοινή ομιλουμένη των περισσοτέρων ελλήνων κωνσταντινοπολιτών.

Συνήθως, σε επίσημο περιβάλλον θεωρείται πιο αποδεκτή η χρήση της Κοινής Νέας Ελληνικής (όπως στα σχολεία, στο κοινοβούλιο, στα μέσα ενημέρωσης και παρουσία μη Πολίτων ομιλητών της Ελληνικής).

Πολλοί λογοτέχνες, συνήθως ποιητές αλλά και πεζογράφοι, χρησιμοποιούν ακόμα την Πολίτικη διάλεκτο. Υπάρχει επίσης πληθώρα κυπριακών τραγουδιών (παραδοσιακά, δημοτικά και σύγχρονα), αλλά και σκετς και θεατρικά που χρησιμοποιούν τη διάλεκτο.

Γκρίκο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι περιοχές όπου ομιλούνται Κατωιταλικά στο Σαλέντο και την Καλαβρία

Γκρίκο είναι το συλλογικό όνομα των Ελληνικών διαλέκτων της διασποράς οι οποίες ομιλούνται σε ορισμένες περιοχές της νότιας Ιταλίας και είναι ιστορικά κατάλοιπα του αποικισμού της στην αρχαιότητα. Υπάρχουν δύο μικρές κοινότητες που μιλάνε την Γκρίκο, τα μέλη των οποίων είναι γνωστά ως οι Γκρίκο και ζουν στις Ιταλικές περιοχές της Καλαβρίας στο νοτιότερο άκρο της Ιταλικής χερσονήσου και στην Απουλία, τη νοτιοανατολικότερη γωνία της. Αυτές οι διάλεκτοι επίσης πιστεύεται ότι αναπτύχθηκαν στη βάση μιας αρχικά Δωρικής αρχαίας διαλέκτου και έχουν διατηρήσει κάποια στοιχεία αυτής, αν και σε μικρότερο βαθμό απ' τα Τσακώνικα.[25] Στην πορεία δέχτηκαν επιρροές από την αρχαία Κοινή, αλλά απομονώθηκαν απ' τον υπόλοιπο Ελληνόφωνο κόσμο μετά την παρακμή της Βυζαντινής κυριαρχίας στην Ιταλία κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα. Ανάμεσα στις γλωσσολογικές τους ιδιαιτερότητες, εκτός από τις επιρροές τους από τα Ιταλικά, συγκαταλέγεται και η διατήρηση του απαρέμφατου το οποίο έχει χαθεί από τη σύγχρονη Ελληνική των Βαλκανίων.

Ποντιακά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η περιοχή του Πόντου

Οι Ποντιακές Ελληνικές διάλεκτοι είναι αυτές που αρχικά ομιλούνταν κατά μήκος της ανατολικής ακτής της Μαύρης Θάλασσας στη Μικρά Ασία, στην ιστορική περιοχή του Πόντου μέσα στην Τουρκία. Από εκεί, ομιλητές της Ποντιακής μετανάστευσαν σε άλλες περιοχές κατά μήκος της ακτής της Μαύρης Θάλασσας, στην Ουκρανία, τη Ρωσία και τη Γεωργία. Με την αναγκαστική ανταλλαγή πληθυσμών μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και τη Συνθήκη της Λωζάνης του 1923, οι Έλληνες Πόντιοι της Τουρκίας απελάθηκαν και μετατοπίστηκαν στην Ελλάδα. Από τους Έλληνες Πόντιους της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, πολλοί μετανάστευσαν στην Ελλάδα πιο πρόσφατα. Ο αριθμός των Ελλήνων Ποντίων που ομιλούν ακόμα τη διάλεκτο είναι ασαφής.[26] Μια μικρή ομάδα Μουσουλμάνων ομιλητών των Ποντιακών αναφέρεται ότι ζει ακόμα στην Τουρκία, αν και οι διάλεκτοί τους δείχνουν έντονη δομική σύγκλιση με τα Τούρκικα.[27]

Καππαδοκική Ελληνική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ποικιλίες της Ελληνικής της Μικράς Ασίας έχουν πλέον σχεδόν εξαλειφθεί, αλλά μιλούνταν ως και τις αρχές του 20ου αιώνα στην κεντρική Τουρκία και κυρίως στην Καππαδοκία, σχηματίζοντας μια ομάδα διαλέκτων επηρεασμένων από την Τουρκική γλώσσα.[28] Σε αυτή την ομάδα, οι γλωσσολόγοι συμπεριλαμβάνουν όχι μόνο την Καππαδοκική διάλεκτο αλλά και τη διάλεκτο που ομιλείτο στα Φάρασα (Ντέβελι της Καισάρειας) και σε άλλα γειτονικά χωριά (Αφσάρ Κόυ, Τσούκουρι) καθώς και τη διάλεκτο της Σίλλης (κοντά στο Ικόνιο). Τη δεκαετία του 1920, οι ελληνόφωνοι της Μικράς Ασίας αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν στην Ελλάδα, όπου και επανεγκαταστάθηκαν σε διάφορες τοποθεσίες.[29] Το 2005, οι καθηγητές Μαρκ Γιάνσε και Δημήτρης Παπαζαχαρίου ανακάλυψαν την ύπαρξη ιθαγενών ομιλητών της Μιστιώτικης διαλέκτου της Καππαδοκικής στην Κεντρική και Βόρεια Ελλάδα.[30]

Άλλες απομακρυσμένες διάλεκτοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη Μικρά Ασία, οι Ελληνικές διάλεκτοι εκτείνονταν όχι μόνο στην ευρύτερη περιοχή της Καππαδοκίας αλλά και στη δυτική ακτή. Η πιο χαρακτηριστική είναι η διάλεκτος της Σμύρνης η οποία είχε έναν αριθμό ξεχωριστών χαρακτηριστικών, όπως ορισμένες διαφορές στην αιτιατική και γενική πτώση του οριστικού άρθρου - οι Έλληνες ομιλητές της περιοχής είχαν επίσης ενσωματώσει στη διάλεκτό τους πολλές Γαλλικές λέξεις. Τα Ελληνικά της Κωνσταντινούπολης από την άλλη, είχαν ελάχιστα χαρακτηριστικά διαλέκτου και ήταν πολύ κοντά σε αυτό που οι φιλόλογοι αποκαλούν "Νεοελληνική Κοινή".[31]

Στην Ουκρανία, το μεγαλύτερο μέρος των ελληνόφωνων βρίσκεται σήμερα στην ευρύτερη περιοχή της Μαριούπολης. Η Ελληνική διάλεκτος της Μαριούπολης ομιλείται σε περίπου 17 χωριά, αν και η χρήση της συνεχώς μειώνεται. Τα κύρια χαρακτηριστικά της παρουσιάζουν κάποιες ομοιότητες τόσο με τα Ποντιακά (π.χ. έλλειψη συνίζησης στα -ια, εα) όσο και με τις βόρειες ποικιλίες των κεντρικών διαλέκτων (π.χ. βόρειος φωνηεντισμός).[32]

Άλλη μια Ελληνική απομακρυσμένη διάλεκτος ομιλείτο, μέχρι τα μισά του 20ου αιώνα, στο Καργκέζε της Κορσικής από απογόνους των εποίκων του 17ου αιώνα απ' τη χερσόνησο της Μάνης.[33] Η διάλεκτος, που τώρα θεωρείται εξαφανισμένη, είχε διατηρήσει τα κύρια χαρακτηριστικά της Μανιώτικης διαλέκτου και είχε επίσης επηρεαστεί τόσο από την Κορσικανική γλώσσα όσο και από τη Γαλλική γλώσσα (επίσημη γλώσσα του νησιού μετά από την ένωση με τη Γαλλία.[34]

Κεντρικές διάλεκτοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Περιοχές όπου ομιλούνται οι κύριες διάλεκτοι της Νεοελληνικής Κοινής[35]
Σημαντικά ισόγλωσσα μεταξύ των παραδοσιακών διαλέκτων της σύγχρονης νεοελληνικής (περίπου 1900 μ.Χ.).[36]

Σε αντίθεση με τα προηγούμενα, οι διάλεκτοι που περιγράφονται παρακάτω σχηματίζουν μία συνεχή Ελληνόφωνη περιοχή η οποία καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος της επικράτειας της Ελλάδας. Αντιπροσωπεύουν την τεράστια πλειοψηφία των Ελληνόφωνων σήμερα. Καθώς είναι λιγότερο αποκλίνουσες η μία από την άλλη και όλες μαζί από το πρότυπο, τυπικά ταξινομούνται ως απλά "ιδιώματα" και όχι ως "διάλεκτοι" από τους Έλληνες συγγραφείς.

Οι πιο χτυπητές αντιθέσεις μεταξύ των σύγχρονων διαλέκτων εμφανίζονται ανάμεσα στις βόρειες και τις νότιες ποικιλίες. Οι βόρειες ποικιλίες καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος της ηπειρωτικής Ελλάδας ως και τον Κορινθιακό κόλπο, ενώ οι νότιες ποικιλίες μιλιούνται στην Πελοποννησιακή χερσόνησο και το μεγαλύτερο μέρος του Αιγαίου Πελάγους και των Επτανήσων, συμπεριλαμβανομένων των μεγάλων νοτίων νησιών της Κρήτης και της Κύπρου. Ο πιο προεξέχων ενδείκτης για τις βόρειες ποικιλίες είναι η μεταχείριση των άτονων φωνηέντων (ο λεγόμενος βόρειος φωνηεντισμός), ενώ πολλές νότιες ποικιλίες χαρακτηρίζονται, μεταξύ άλλων, από την ουράνωση των υπερωικών συμφώνων. Μεταξύ αυτών των περιοχών, σε μια συνεχόμενη έκταση γύρω από την πρωτεύουσα Αθήνα (δηλαδή στην περιοχή της Αττικής και στις γειτονικές περιοχές της Βοιωτίας, της Εύβοιας, της Πελοποννήσου και των κοντινών νησιών), εμφανίζεται ένα "διαλεκτικό κενό" όπου απουσιάζει οποιαδήποτε παραδοσιακή Ελληνική διάλεκτος με έντονα χαρακτηριστικά.[37] Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι αυτές οι περιοχές ήταν χώροι όπου στο παρελθόν κατοικούσαν κυρίως ομιλητές των Αρβανίτικων. Τα ελληνικά που ομιλούνται στην περιοχή σήμερα είναι προϊόν της σύγκλισης διαλέκτων μεταναστών που μετεγκαταστάθηκαν στην πρωτεύουσα και τα περίχωρά της από διάφορα άλλα μέρη της χώρας και βρίσκονται πολύ κοντά στο καθιερωμένο πρότυπο. Γενικά, η πρότυπη νεοελληνική γλώσσα βασίζεται κυρίως στις νότιες διαλέκτους, ειδικά αυτές της Πελοποννήσου.

Στις παρυφές αυτής της πρώην αρβανιτόφωνης περιοχής υπήρχαν στο παρελθόν θύλακες με έντονα διαφοροποιημένες παραδοσιακές ελληνικές διαλέκτους οι οποίες πιστεύεται ότι ήταν τα απομεινάρια μιας πρώην συνεχόμενης ελληνόφωνης περιοχής πριν την έλευση των Αρβανιτών. Αυτές περιλαμβάνουν την παλιά τοπική διάλεκτο της ίδιας της Αθήνας ("Παλιά Αθηναίικα"), αυτή των Μεγάρων (στα δυτικά της Αττικής), αυτή της Κύμης στην Εύβοια και τέλος τη διάλεκτο του νησιού της Αίγινας. Αυτές οι διάλεκτοι έχουν πλέον εξαφανιστεί.[38]

Οι ακόλουθοι γλωσσολογικοί ενδείκτες έχουν χρησιμοποιηθεί για να διακρίνουν και να κατηγοριοποιήσουν τις διαλέκτους της Ελλάδας. Πολλά από αυτά τα γνωρίσματα χαρακτηρίζουν σήμερα μόνο τις παραδοσιακές αγροτικές λαλιές και μπορεί να επιφέρουν κοινωνικό στίγμα. Οι νεότεροι, αστοί ομιλητές σε όλη τη χώρα τείνουν να συγκλίνουν σε προφορές που είναι κοντύτερα στην πρότυπη γλώσσα.

Φωνολογικά χαρακτηριστικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Βόρειος φωνηεντισμός (πτώση των κλειστών φωνηέντων). Στον βορρά, τα άτονα κλειστά φωνήεντα ([/i/] και [/u/]) κατά κανόνα απορρίπτονται (π.χ. [[skoɲ]] αντί [[ˈskoni]]). Τα άτονα μεσαία φωνήεντα ([/e/] και [/o/]) υψώνονται σε [[i]] και [[u]] αντίστοιχα (π.χ. [[piˈði]] αντί [[peˈði]]). Υποπεριπτώσεις διακρίνονται ως εξής: σε "ακραίες Βόρειες" διαλέκτους οι δύο προαναφερθείσες διαδικασίες ισχύουν απ'άκρη σ'άκρη. Στις μεσαίες "Βόρειες" διαλέκτους, η διαγραφή των [/i/] και [/u/] ισχύει μόνο για φωνήεντα στο τέλος της λέξης. Οι "ημι-Βόρειες" διάλεκτοι έχουν μόνο την πτώση των τελικών [/i/] και [/u/], αλλά όχι και την ύψωση των [/e/] και [/o/].[39] Οι τελευταίες απαντώνται στα νησιά της Μυκόνου, Σκύρου, Λευκάδας και στην αστική διάλεκτο των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης.
  • Τσιτακισμός. Μια κεντρική περιοχή στην οποία η διαδικασία της ουράνωσης έχει προχωρήσει ακόμα πιο πολύ είναι αυτή που καλύπτει κυρίως τις Κυκλάδες. Εκεί το ουρανοποιημένο [/k/] μεταφέρεται προς τα εμπρός και μετατρέπεται στο φατνιακό σύμφωνο [[ts]] οπότε συγχωνεύεται με το αρχικό φώνημα [/ts/].[41] Αυτό το φαινόμενο είναι γνωστό ως τσιτακισμός. Ήταν μάλιστα χαρακτηριστικό και της Παλιάς Αθηναϊκής διαλέκτου.
  • Το Ύψιλον. Ένα πολύ αρχαϊκό γνώρισμα το οποίο μοιράζονται τα Τσακώνικα, η Μανιώτικη διάλεκτος και η Παλιά Αθηναϊκή διάλεκτος είναι η αποκλίνουσα μεταχείριση του ιστορικού [/y/] (<υ>). Ενώ αυτός ο ήχος σε όλες τις άλλες περιοχές συγχωνεύτηκε με το [/i/], αυτές οι τρεις διάλεκτοι χρησιμοποιούν το [/u/] (π.χ. [[ˈksulo]] αντί [[ˈksilo]]).[40]
  • Διπλά σύμφωνα. Οι περισσότερες νεοελληνικές ποικιλίες έχουν χάσει τα χαρακτηριστικά μακρά (διπλά) σύμφωνα των Αρχαίων Ελληνικών. Παρ'όλ'αυτά, οι διάλεκτοι των νοτιοανατολικών νησιών, συμπεριλαμβανομένης της Κύπρου, τα έχουν διατηρήσει ή και επεκτείνει σε νέες θέσεις όπως στην αρχή των λέξεων. Έτσι, η λέξη 'ναι' προφέρεται με ένα χαρακτηριστικά μακρό αρχικό [/n/] στην κυπριακή διάλεκτό και υπάρχουν ελάχιστα ζεύγη όπως τα [[ˈfillo]] και [[ˈfilo]], τα οποία προφέρονται ακριβώς το ίδιο σε άλλες διαλέκτους αλλά διαχωρίζονται από το μήκος του συμφώνου στην κυπριακή διάλεκτό.[42]
  • Έρρινα και ηχηρά έκκροτα σύμφωνα. Οι διάλεκτοι διαφέρουν ως προς τη φωνητική μεταχείριση του αποτελέσματος της αφομοίωσης άηχων έκκροτων συμφώνων που ακολουθούν έρρινα σύμφωνα. Όλες οι διάλεκτοι έχουν μια ήχηση του έκκροτου σε αυτή τη θέση, αλλά ενώ κάποιες απ'αυτές έχουν και ένα ηχηρό τμήμα προερρινοποίησης, οι υπόλοιπες δεν το έχουν - έτσι, ο 'πομπός' μπορεί να προφερθεί είτε ως [[pomˈbos]] είτε ως [[poˈbos]].[44] Επιπλέον, η προερρινοποίηση τείνει να διατηρείται σε πιο επίσημα ιδιώματα ανεξαρτήτως γεωγραφίας.[εκκρεμεί παραπομπή] Στον ανεπίσημο προφορικό λόγο, το φαινόμενο είναι συνηθέστερο στις βόρειες ποικιλίες.
  • Απουσία συνίζησης των -ía, éa > /ja/ . Τα πρότυπα νεοελληνικά και οι περισσότερες διάλεκτοι ακολουθούν ένα σχήμα σύμφωνα με το οποίο τα αρχαιοελληνικά τονισμένα /e/ ή /i/ αμέσως πριν από ένα άλλο φωνήεν μετατρέπονται στο ημίφωνο /j/, για παράδειγμα το [[peˈðja]] από το αρχαίο ελληνικό [[paiˈdi.a]], ή οδηγούν στην ουράνωση του προηγούμενου συμφώνου, για παράδειγμα [[eˈʎa]] από το ελληνιστικό [[eˈle.a]]. Σε κάποιες διαλέκτους η διαδικασία αυτή έχει συμβεί μόνο μερικώς ή και καθόλου. Αυτές οι διάλεκτοι εμφανίζουν είτε την πλήρη διατήρηση των [e, i] είτε ένα ήχο [[ə]] (μεσαίο κεντρικό φωνήεν) που οδηγεί σε μορφές όπως [[foˈle.a]] και [[peˈði.a]]. Το φαινόμενο είναι συχνό στα Γκρίκο και στα Ποντιακά και υπάρχουν αναφορές και για τη Μάνη και τα Κύθηρα.[45] Από την άλλη, σε κάποιες διαλέκτους που έχουν το [j], το γλίστρημα ελαττώνεται περαιτέρω και παραλείπεται μετά από ένα συριστικό σύμφωνο (/s, z/) οδηγώντας σε μορφές όπως [[niˈsa]] αντί του πρότυπου [[niˈsja]] (απο-ουράνωση των συριστικών[46]).

Γραμματικά χαρακτηριστικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Τελικό [/n/]. Οι περισσότερες νεοελληνικές ποικιλίες έχουν χάσει το στο τέλος της λέξης, το οποίο ήταν κάποτε μέρος πολλών κλιτικών καταλήξεων στα Αρχαία (π.χ. 'τυρίον') ή τα Μεσαιωνικά (π.χ. 'τυρίν') Ελληνικά, σχεδόν για το σύνολο των γραμματικών λέξεων. Τα νοτιοανατολικά νησιά το έχουν διατηρήσει σε πολλές λέξεις (π.χ. [[ˈipen]] αντί [[ˈipe]] και [[tiˈrin]] αντί για [[tiˈri]]).[42]
  • Έμμεσα αντικείμενα. Όλες οι νεοελληνικές ποικιλίες έχουν χάσει τη δοτική πτώση των Αρχαίων Ελληνικών. Αλλά ενώ σε κάποιες διαλέκτους το αποτέλεσμα ήταν η συγχώνευση δοτικής και γενικής, σε άλλες οι πτώσεις που συγχωνεύτηκαν ήταν η δοτική και η αιτιατική. Στα πρότυπα νεοελληνικά και στις νότιες ποικιλίες, οι μορφές των προσωπικών αντωνυμιών που χρησιμοποιούνται για να εκφράσουν έμμεσα αντικείμενα είναι αυτές της γενικής πτώσης όπως στο παράδειγμα (1). Αντίθετα, στις βόρειες διαλέκτους — όπως η Μακεδονική·[48] κυρίως στη Θεσσαλονίκη, την Κωνσταντινούπολη, τη Ρόδο και το εσωτερικό της Μάνης — χρησιμοποιούνται οι μορφές της αιτιατικής[29][48] όπως στο παράδειγμα (2).
     (1) Πρότυπα Νεοελληνικά Σου δίνω το βιβλίο
(2) Βόρεια Νεοελληνικά Σε δίνω το βιβλίο

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Horrocks (1997), κεφ. 5.5
  2. Ferguson (1959)
  3. Horrocks (1997), κεφ. 10; Trapp (1993): "Although scholars have not been inclined to transpose to Byzantine literature the former conflict between καθαρεύουσα and δημοτική in modern Greek, the outward appearance of a clear dichotomy in learned and vernacular literature lasts, especially in the manuals, bibliography and lexica"
  4. Τριανταφυλλίδης (1988), σελ. 5–6
  5. Horrocks (1997), κεφ. 15
  6. Horrocks (1997), κεφ. 17
  7. Horrocks (1997), κεφ. 17.6
  8. Νόμος 309/1976. «Περί οργανώσεως και διοικήσεως της Γενικής Εκπαιδεύσεως». Ανακτήθηκε στις 29 Αυγούστου 2012. 
  9. Μπαμπινιώτης (2007), σελ. 34–35
  10. Προεδρικό Διάταγμα 297/1982. «Εφαρμογή του μονοτονικού συστήματος στην Εκπαίδευση και στη Διοίκηση». Ανακτήθηκε στις 29 Αυγούστου 2012. 
  11. Μπαμπινιώτης (2007), σελ. 29
  12. Μπαμπινιώτης (2007), σελ. 29-30; Τριανταφυλλίδης (1988): "Τα νέα ιδιώματα περιορίζονται, παραμερίζονται και χάνουν την αρχική τους καθαρότητα."
  13. Browning (1983), σελ. 119
  14. Κοντοσόπουλος (2007), σελ. 149–150
  15. Browning (1983), σελ. 119: "Scholars of the generation of F.W. Mullach sought to find Dorisms and Aeolisms in the medieval and Modern Greek dialects, or even went further back, seeking the origin of certain of their characteristics in primitive "Indo-European."
  16. Browning (1983), σελ. 119; Κοντοσόπουλος (2007), σελ. 149
  17. Κοντοσόπουλος (2007), σελ. 149
  18. Alexiou (2002), σελ. 28–29
  19. Alexiou (2002), σελ. 29
  20. Για τη διάκριση μεταξύ "Ελληνικών διαλέκτων" και "Ελληνικών ιδιωμάτων", δες Κοντοσοπουλος (2001); Κοπιδάκης (2010), σελ. 188-205; Κοντοσόπουλος (2008), σελ. 2-3; Trudgill (2003), σελ. 49: "Dialekti are those varieties that are linguistically very different from Standard Greek [...] Idiomata are all the other varieties."
  21. Alexiadou et al (1998), σελ. 98-99
  22. Nicholas (1998), σελ. 20
  23. Voegelin (1977), σελ. 148-149; Joseph (2001)
  24. Horrocks (1997), κεφ. 4.4.3; Brixhe (2007), σελ. 499
  25. Horrocks (1997), κεφ. 14.2.3
  26. 500.000 ομιλητές των Ποντιακών (οι οποίοι ζούνε σε 300 χωριά) σύμφωνα με Μυρτσιώτη (2008); 300.000 σύμφωνα με Trudgill (2003), σελ. 48
  27. Mackridge (1987), παρατίθεται στο Horrocks (1997), κεφ. 14.2
  28. Dawkins et al (1916); Janse (2007)
  29. 29,0 29,1 Συμεωνίδης (2007)
  30. Janse (2007); «Cappadocian». Roosevelt Academy. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Σεπτεμβρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 29 Αυγούστου 2012. 
  31. Κοντοσόπουλος (2008), σελ. 114-116; Trudgill (2003), σελ. 60
  32. Κοντοσόπουλος (2008), σελ. 109
  33. Blanken (1951); Nicholas (2004)
  34. βλέπε Κοντοσόπουλο (2008), σελ. 82-83, που θεωρεί τα Καργκέζε ως "ιδίωμα".
  35. Βασισμένο σε Newton (1972)
  36. Βασισμένο σε Trudgill (2003), σελ. 54-64. Με γκρι φαίνεται η κύρια ελληνόφωνη περιοχή στην οποία τα Ελληνικά ήταν η ισχυρά πλειοψηφική γλώσσα για τους αγροτικούς πληθυσμούς σε μια συνεχόμενη έκταση.
  37. Κοντοσόπουλος (1999); Trudgill (2003), σελ. 51
  38. Trudgill (2003), σελ. 51
  39. Trudgill (2003), σελ. 53; Κοντοσόπουλος (1999)
  40. 40,0 40,1 Trudgill (2003), σελ. 54
  41. Newton (1972), σελ. 133, παρατίθεται στο Trudgill (2003), σελ. 56
  42. 42,0 42,1 Trudgill (2003), σελ. 57
  43. Newton (1972), παρατίθεται στο Trudgill (2003), σελ. 53
  44. Τριανταφυλλίδης (1938), σελ. 66-68, παρατίθεται στο Trudgill (2003), σελ. 49; Τζιτζιλής (2001), σελ. 170
  45. Κοντοσόπουλος (2008), σελ. 14, 66 & 78
  46. Το φαινόμενο παρατηρείται στη Νότια Ιταλία, την Πελοπόννησο και σε κάποια νησιά του Αιγαίου σύμφωνα με Κοντοσόπουλο (2008), σελ. 74
  47. Κοντοσόπουλος (1999)
  48. 48,0 48,1 Alexiadou et al (1998)

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]