Δημοκρατία της Ραγούσας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 42°39′N 18°4′E / 42.650°N 18.067°E / 42.650; 18.067

Δημοκρατία της Ραγούσας
Repubblica di Ragusa
Ναυτική δημοκρατία

1358 – 1808
Σημαία Έμβλημα
Σύνθημα
Non bene pro toto libertas venditur auro
"Η ελευθερία δεν πωλείται, για κανένα οικονομικό αντάλλαγμα"
Τοποθεσία Ραγούσα
Η επικράτεια της Δημοκρατίας της Ραγούσας το 1808.
Πρωτεύουσα Ραγούσα (Ντουμπρόβνικ)
42°39′N 18°04′E / 42.650°N 18.067°E / 42.650; 18.067
Γλώσσες Λατινικά έως το 1492 και στη συνέχεια τα Ιταλικά ως επίσημη. Τα Κροατικά και τα Δαλματικά ως καθομιλούμενες γλώσσες[1]
Θρησκεία Ρωμαιοκαθολικισμός
Πολίτευμα Αριστοκρατική Ολιγαρχική Δημοκρατία (Πόλη-Κράτος)
Ρέκτορας
 -  1358-1370 Νίκολα ντε Σόργκο
 -  1808 Σιμόνε ντε Τζόρτζι
Ιστορία
 -  Ίδρυση της πόλης π. 614
 -  Ίδρυση 1358
 -  Δ΄ Σταυροφορία
(Ενετική εισβολή)

1205
 -  Συνθήκη του Ζαντάρ 27 Μαΐου 1358
 -  Φόρου υποτελής προς τους Οθωμανούς από το 1458
 -  Κοινό προτεκτοράτο από το 1684
 -  Εισβολή από τη Γαλλία 26 Μαΐου 1806
 -  Συνθήκη του Τιλσίτ 9 Ιουλίου 1807
 -  Προσάρτηση από το Ναπολεόντειο Βασίλειο της Ιταλίας 31 Ιανουαρίου 1808
 -  Κατάλυση
 -  Επίσημη παραίτηση 28 Νοεμβρίου 1918
Πληθυσμός
 -  1808 (?) εκτ. 3,000 
Σήμερα Κροατία
Βοσνία και Ερζεγοβίνη
Μαυροβούνιο
Το Ντουμπρόβνικ πριν από τον σεισμό του 1667
Πίνακας του Ντουμπρόβνικ του 1667

Η Δημοκρατία της Ραγούσας (δαλματικά: Republica de Ragusa, λατινικά: Respublica Ragusina, ιταλικά: Repubblica di Ragusa, κροατικά: Dubrovačka Republika, βενετσιάνικα: Repùblega de Raguxa) ήταν μια αριστοκρατική ναυτική δημοκρατία με κέντρο το Ντουμπρόβνικ (Ragusa στα ιταλικά, γερμανικά και λατινικά, Raguxa στα βενετσιάνικα) της Δαλματίας (σήμερα στο νότιο άκρο της Κροατίας) που έφερε αυτό το όνομα από το 1358 έως το 1808. Έφτασε στην εμπορική ακμή του τον 15ο και τον 16ο αιώνα, πριν κατακτηθεί από τη Γαλλική Αυτοκρατορία του Ναπολέοντα και προσαρτήθηκε επίσημα από το Ναπολεόντειο Βασίλειο της Ιταλίας το 1808. Είχε πληθυσμό περίπου 30.000 κατοίκους, εκ των οποίων οι 5.000 ζούσαν μέσα στα τείχη της πόλης.[2] Το σύνθημά της ήταν «Non bene pro toto libertas venditur auro», που σημαίνει «Η ελευθερία δεν πουλιέται για όλο τον χρυσό του κόσμου».[3]

Ιδρύθηκε έπειτα από την υπογραφή της Συνθήκης του Ζαντάρ στις 27 Ιουνίου 1358. Κυβερνήτης της ήταν ένας ρέκτορας, που εκλεγόταν με μηνιαία θητεία. Ο τελευταίος φιλοξενείτο στο Παλάτι του Ρέκτορα, όπου δεν δεχόταν ούτε τους φίλους, ούτε και την οικογένειά του, όντας πλήρως αφοσιωμένος στα διοικητικά του καθήκοντα.

Εκτεινόταν σε εδάφη τα οποία περιελάμβαναν τα νότια της Δαλματίας, περιοχής της σημερινής Κροατίας.

Αρχικά, η Δημοκρατία της Ραγούσας περιελάμβανε αποκλειστικά τα λιμάνια της Ραγούσας (Ντουμπρόβνικ) και της Ραγκουζαβέκκια (Τσάβτατ) έως και το 1420, ημερομηνία κατά την οποία τα εδάφη της επεκτάθηκαν προς την ενδοχώρα, της οποίας ο έλεγχος, έως τότε, διεκδικούνταν μεταξύ της Ρασκίας, της Ουγγαρίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τα οριστικά της σύνορα οριοθετήθηκαν το 1426[4]. Κατά το απόγειο της εδαφικής της επέκτασης, η Δημοκρατία εκτεινόταν κατά μήκος μιας παράκτιας λωρίδας, η οποία εκτεινόταν από το Νεούμ ως τη Σουτόρινα και περιελάμβανε τις χερσονήσους της Πρέβλακα και του Πέλγιεσατς, τα νησιά του Λάστοβο και του Μλιετ, καθώς και ορισμένα μικρότερα νησιά όπως το Κολοτσέπ, το Λόπουντ και το Σίπαν.

Χρησιμοποιούμενη γλώσσα της ήταν, έως τον 15ο αιώνα, τα ραγουσάνικα, μια δαλματική ρομανική διάλεκτος, ενώ, μετά τον 16ο αιώνα, τα βενετικά (ρομανική γλώσσα) και τα στοκαβιανικά (νοτιοδυτική σλαβική γλώσσα). Η Δημοκρατία ευρέθηκε στο απόγειο της δόξας της μεταξύ του 16ου και του 17ου αιώνα. Αριθμούσε 30.000 κατοίκους, εκ των οποίων οι 5.000 ήταν ο πληθυσμός intra muros της πόλης της Ραγούσας[5].

Ονόματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αρχικά ονομαζόταν Communitas Ragusina («δήμος της Ραγκούζας» ή «κοινότητα» στα Λατινικά), τον 14ο αιώνα μετονομάστηκε σε Respublica Ragusina (Δημοκρατία της Ραγούσας), όπως αναφέρεται για πρώτη φορά το 1385.[6] Ωστόσο ήταν μια Δημοκρατία με την προηγούμενη ονομασία της, αν και ο Πρύτανής της διοριζόταν από τη Βενετία και όχι από το δικό της Μείζον Συμβούλιο της Ραγούσας. Στα ιταλικά λέγεται Repubblica di Ragusa και στα κροατικά Dubrovačka Republika.

Το σλαβικό όνομα Ντουμπρόβνικ προέρχεται από τη λέξη dubrava, άλσος βελανιδιάς. από μια λαϊκή ετυμολογία.[7] Το όνομα Ντουμπρόβνικ της πόλης της Αδριατικής καταγράφεται για πρώτη φορά στη Συμφωνία του Μπαν Κούλιν (1189).[8] Χρησιμοποιείτο παράλληλα με το Ραγούσα ήδη από τον 14ο αιώνα.[9] Η λατινική, ιταλική και δαλματική ονομασία Ragusa μπορεί να προέρχεται από το όνομα Lausa (από το ελληνικό ξαυ: "γκρεμμός"). Αργότερα μετατράπηκε σε Rausium, Rhagusium, Ragusium ή Rausia (ακόμη και Lavusa, Labusa, Raugia και Rachusa) και τελικά σε Ragusa. Μια άλλη υπόθεση είναι ότι ο όρος "Ragusa" προέρχεται από το πρωτοαλβανικό *rāguša, που σημαίνει "μούρο" (σύγκρινε το σύγχρονο-αλβανικό rrush (που σημαίνει "σταφύλι")).[10] Η επίσημη αλλαγή του ονόματος από Ρακούσα σε Ντουμπρόβνικ τέθηκε σε ισχύ μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Είναι γνωστή στην ιστοριογραφία ως Δημοκρατία της Ραγούσας.[11]

Eπικράτεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Επικράτεια της Δημοκρατίας της Ραγκούσας, αρχές 18ου αιώνα

Η Δημοκρατία της Ραγούσας αντιστοιχούσε σε ένα μεγάλο μέρος της σημερινής κροατικής Επαρχίας Ντουμπρόβνικ-Νέρετβα. Για διάστημα αρκετών αιώνων πέτυχε να διατηρήσει, σχεδόν χωρίς ουδεμία εδαφική μεταβολή, τα ηπειρωτικά της σύνορα. Τα εδάφη της Ραγούσας, εκτάσεως περίπου χιλίων τετραγωνικών χιλιομέτρων, περιελάμβανε ορισμένα νησιά και μια στενή παράκτια λωρίδα, πλάτους 5 έως 10 χιλιομέτρων και μήκους 72 χιλιομέτρων, εγκλωβισμένη μεταξύ των ακτών της Αδριατικής και των Δειναρικών Άλπεων[12]. Εκτεινόταν κατά μήκος της Δαλματίας, του ποταμού Νερέτβα έως το ακρωτήρι του Όστρο, πλησίον των "Bocche di Cattaro" στο Μαυροβούνιο. Η Δημοκρατία διοικούσε μια συμπαγή περιοχή της νότιας Δαλματίας – τα τελικά της σύνορα διαμορφώθηκαν το 1426 – που περιλάμβανε την ηπειρωτική ακτή από το Νέουμ ως τη χερσόνησο Πρέβλακα καθώς και τη χερσόνησο Πέλιεσατς και τα νησιά Λάστοβο και Μλιετ, καθώς και ένα αριθμό μικρότερων νησιών όπως τα Κόλοτσεπ, Λόπουντ και Σίπαν.

Τον 15ο αιώνα η Δημοκρατία της Ραγκούζας απέκτησε επίσης τα νησιά Κόρτσουλα, Μπρατς και Χβαρ για περίπου οκτώ χρόνια. Ωστόσο αναγκάστηκε να τα εγκαταλείψει λόγω της αντίστασης των ντόπιων κατώτερων αριστοκρατών που συμπαθούσαν τη Βενετία, που τους παρείχε κάποια προνόμια.

Τον 16ο αιώνα οι διοικητικές μονάδες της Δημοκρατίας ήταν: η Πόλη της Ραγκούσας (Ντουμπρόβνικ), οι κομητείες (Κόναβλε, Ζούπα ντουμπροβάτσκα – Μπρένο, Σλάνο – Ραγουζανά Πασράλια, Στον, Νησί Λάστοβο, Νησί Μλιετ, Νησιά Σίπαν, Λόπουντ και Κόλοτσεπ) και καπετανίες (Τσάβτατ, Oρεμπιτς, Γιάνγινα) με τοπικούς άρχοντες που διορίζονταν από το Μείζον Συμβούλιο. Το Λάστοβο και το Μλιετ ήταν ημιαυτόνομες κοινότητες που η καθεμία είχε το δικό της καταστατικό.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ιστορικός χάρτης της Δημοκρατίας της Ραγούσας από το « Storia di Raugia », του 1678

Προέλευση της πόλης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όπως αρκετές πόλεις της Αδριατικής, όπως η Βενετία, το Γκράντο, το Ζαντάρ ή το Καποντίστρια (σημερινό Κόπερ), η Ραγούσα ιδρύθηκε επί μιας βραχώδους νήσου πλησίον των ακτών, από φυγάδες προερχόμενους από την ενδοχώρα, κατά την περίοδο των μεγάλων εισβολών.

Αρκετές υποθέσεις έχουν διατυπωθεί από τους ιστορικούς αναφορικά με το συγκεκριμένο θέμα, καθώς οι πηγές της εποχής παρουσιάζουν ελλείψεις. Φαίνεται ως δεδομένο πως η Ραγούσα ιδρύθηκε από φυγάδες της Επιδαύρου (στα κροατικά : Cavtat, στα ιταλικά : Ragusa Vecchia), πόλεως της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ευρισκόμενης σε απόσταση 25 χιλιομέτρων νοτιότερα.

Μια από τις θεωρίες που έχουν διατυπωθεί από τους ιστορικούς αναφέρει πως η Επίδαυρος λεηλατήθηκε μια πρώτη φορά το 265 από τους Γότθους, ενώ είναι αρκετά πιθανό η Ραγούσα να ιδρύθηκε προ της ολοκληρωτικής καταστροφής της Επιδαύρου. Ήταν οι διάφορες βαρβαρικές επιδρομές, για διάστημα άνω των τριών αιώνων, που πιστεύεται, ως εκ τούτου, πως οδήγησαν στη δημιουργία του αρχικού αυτού καταφυγίου.

Σύμφωνα με το Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν του Βυζαντινού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ' Πορφυρογέννητου η πόλη ιδρύθηκε, πιθανώς τον 7ο αιώνα, από κατοίκους της ρωμαϊκής πόλης Επιδαύρου (σημερινό Τσάβτατ) μετά την καταστροφή της από τους Αβάρους και τους Σλάβους περί το 615.[13] Μερικοί από τους επιζήσαντες μετακινήθηκαν 25 χιλιόμετρα βορειότερα σε ένα μικρό νησί κοντά στην ακτή, όπου ίδρυσαν ένα νέο οικισμό, τη Λάουσα. Έχει υποστηριχθεί ότι μια δεύτερη επιδρομή των Σλάβων το 656 είχε ως αποτέλεσμα την ολοκληρωτική καταστροφή της Επιδαύρου.[14] Σλάβοι εγκαταστάθηκαν κατά μήκος της ακτής τον 7ο αιώνα.[15] Οι Σλάβοι ονόμασαν τον οικισμό τους Ντουμπρόβνικ. Οι Ρωμαίοι («Λατίνοι») και οι Σλάβοι έβλεπαν ο ένας τον άλλο ανταγωνιστικά, αν και μέχρι τον 12ο αιώνα οι δύο οικισμοί είχαν συγχωνευθεί. Το κανάλι που χώριζε την πόλη προσχώθηκε, δημιουργώντας τον σημερινό κεντρικό δρόμο (το Stradun) που έγινε το κέντρο της πόλης. Έτσι το Ντουμπρόβνικ έγινε το κροατικό όνομα για την ενωμένη πόλη.[16] Υπάρχουν πρόσφατες θεωρίες που βασίζονται σε ανασκαφές ότι η πόλη ιδρύθηκε πολύ νωρίτερα, τουλάχιστον τον 5ο αιώνα και πιθανώς κατά την αρχαία ελληνική περίοδο (όπως αναφέρει ο Αντουν Νίκετιτς στο βιβλίο του Povijest dubrovačke luke). Το βασικό στοιχείο αυτής της θεωρίας είναι το γεγονός ότι τα πλοία στην αρχαιότητα ταξίδευαν περίπου 45 με 50 ναυτικά μίλια την ημέρα και οι ναυτικοί χρειάζονταν μια αμμώδη ακτή για να τραβήξουν τα πλοία τους από το νερό για τη διανυκτέρευση. Ένας ιδανικός συνδυασμός θα ήταν και μια πηγή γλυκού νερού στην περιοχή. Το Ντουμπρόβνικ είχε και τα δύο, όντας στα μισά του δρόμου μεταξύ των ελληνικών οικισμών Μπούντβα και Κόρτσουλα, που απέχουν μεταξύ τους 95 ναυτικά μίλια (176 χλμ.).

Πρώιμοι αιώνες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τους πρώτους αιώνες της η πόλη βρισκόταν υπό την κυριαρχία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.[13] Οι Σαρακηνοί την πολιόρκησαν το 866–67 επί δεκαπέντε μήνες μέχρι την επέμβαση του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Βασιλείου Α', που έστειλε στόλο υπό τον Νικήτα Ωορυφά για να τους αντιμετωπίσει. Η «επίδειξη της σημαίας» του Ωορυφά είχε άμεσα αποτελέσματα, καθώς οι σλαβικές φυλές έστειλαν απεσταλμένους στον Αυτοκράτορα, αναγνωρίζοντας για άλλη μια φορά την επικυριαρχία του. Ο Βασίλειος έστειλε αξιωματούχους, αντιπροσώπους και ιεραποστόλους στην περιοχή, αποκαθιστώντας τη βυζαντινή κυριαρχία στις παράκτιες πόλεις και περιοχές με τη μορφή του νέου θέματος της Δαλματίας, ενώ άφησε τα σλαβικά φυλετικά πριγκιπάτα της ενδοχώρας σε μεγάλο βαθμό αυτόνομα υπό τους δικούς τους ηγεμόνες. Την εποχή αυτή ξεκίνησε και ο εκχριστιανισμός των Κροατών και των άλλων σλαβικών φυλών.[17] Με την αποδυνάμωση του Βυζαντίου η Βενετία άρχισε να βλέπει τη Ραγούσα ως αντίπαλο που έπρεπε να τεθεί υπό τον έλεγχό της, αλλά μια προσπάθεια κατάκτησης της πόλης το 948 απέτυχε. Οι πολίτες της πόλης το απέδωσαν στον Άγιο Βλάσιο, που υιοθέτησαν ως προστάτη άγιό τους.[18]

Η πόλη παρέμεινε υπό βυζαντινή κυριαρχία μέχρι το 1204, με εξαίρεση τις περιόδους της βενετικής(1000–1030) και στη συνέχεια της νορμανδικής κυριαρχίας (1081–1085, 1172, 1189–90).[13] Το 1050 ο Κροάτης βασιλιάς Στγέπαν Α΄(Στέφανος) έκανε μια παραχώρηση κατά μήκος της ακτής που επέκτεινε τα όρια της Ραγούσας ως το Zάτον, 16 χλμ. βόρεια της αρχικής πόλης, δίνοντας στη δημοκρατία τον έλεγχο της άφθονης παροχής γλυκού νερού που αναδύεται από μια πηγή στον όρμο Όμπλα. Η παραχώρηση του Στέφανου περιλάμβανε επίσης το λιμάνι του Γκρουζ, που είναι σήμερα το εμπορικό λιμάνι του Ντουμπρόβνικ.[18]

Έτσι η αρχική επικράτεια του δήμου ή της κοινότητας της Ραγούζας περιλάμβανε την πόλη Ραγούζα, τη Ζούπα ντουμπροβάτσκα, το Γκρουζ, τον Ομπλα, το Ζάτον, τα νησιά Eλαφίτες (Σίπαν, Λόπουντ και Kόλοτσεπ) και μερικά μικρότερα νησιά κοντά στην πόλη.

Ο διάσημος Άραβας γεωγράφος του 12ου αιώνα Μουχαμάντ αλ-Ιντρίσι ανέφερε τη Ραγούσα, ως τη νοτιότερη πόλη της Κροατίας, και τη γύρω περιοχή.[19][20][21]

Το 1191 ο Αυτοκράτορας Ισαάκιος Β΄ Άγγελος παραχώρησε στους εμπόρους της πόλης το δικαίωμα να εμπορεύονται ελεύθερα στο Βυζάντιο. Παρόμοια προνόμια είχαν αποκτηθεί ήδη από τη Σερβία (1186) και από τη Βοσνία (1189). Η Συμφωνία του Μπαν Κουλίν της Βοσνίας είναι επίσης το πρώτο επίσημο έγγραφο όπου η πόλη αναφέρεται ως Ντουμπρόβνικ.[22]

Βeνετική επικυριαρχία (1205–1358)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1205 η Βενετική Δημοκρατία εισέβαλε στη Δαλματία με τις δυνάμεις της Δ΄ Σταυροφορίας και η Ραγούσα αναγκάστηκε να πληρώνει φόρο. Η Ραγούσα άρχισε να προμηθεύει τη Βενετία με προϊόντα όπως δέρματα, κερί, ασήμι και άλλα μέταλλα. Η Βενετία χρησιμοποιούσε την πόλη ως ναυτική της βάση στη νότια Αδριατική Θάλασσα. Σε αντίθεση με το Ζάνταρ δεν υπήρχαν πολλές τριβές μεταξύ της Ραγούσας και της Βενετίας, καθώς η πόλη δεν είχε ακόμη αρχίσει να την ανταγωνίζεται ως εναλλακτικός μεταφορέας στο εμπόριο μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Επιπλέον η πόλη διατήρησε το μεγαλύτερο μέρος της ανεξαρτησίας της. Ο κόσμος όμως δυσανασχετούσε με τον ολοένα αυξανόμενο φόρο υποτέλειας.[23]

Στα μέσα του 13ου αιώνα προστέθηκε στην αρχική επικράτεια το νησί Λάστοβο. Στις 22 Ιανουαρίου 1325 ο Σέρβος βασιλιάς Στέφανος Ούρος Γ΄ εξέδωσε έγγραφο για την πώληση των ναυτικών του κτήσεων της πόλης Στον και της χερσονήσου Πέλιεσατς στη Ραγούσα.[24][25] Το 1333, επί της διακυβέρνησης του Σέρβου βασιλιά Στέφανου Δουσάν (Στέφανου Ούρος Δ΄), οι δύο κτήσεις παραδόθηκαν στη Ραγούσα.[26] Τον Ιανουάριο του 1348 έπληξε την πόλη η Μαύρη πανώλη και αποδεκάτισε τον αστικό πληθυσμό.[27]

Ανεξαρτησία από τη Βενετία (1358)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1358 η Συνθήκη του Ζάνταρ ανάγκασε τη Βενετία να παραιτηθεί από όλες τις αξιώσεις της στη Δαλματία. Η πόλη δέχτηκε την ήπια ηγεμονία του Βασιλιά Λουδοβίκου Α' της Ουγγαρίας. Στις 27 Μαΐου 1358 επιτεύχθηκε η τελική συμφωνία στο Βίσεγκραντ μεταξύ του Λουδοβίκου και του Αρχιεπισκόπου Ιβάν Σάρακα. Η πόλη αναγνώρισε την Ουγγρική επικυριαρχία, αλλά οι τοπικοί ευγενείς συνέχισαν να κυβερνούν με μικρές παρεμβάσεις από την Ουγγρική αυλή της Βούδας. Η Δημοκρατία επωφελήθηκε από την επικυριαρχία του Λουδοβίκου της Ουγγαρίας, του οποίου το βασίλειο δεν ήταν ναυτική δύναμη και με τον οποίο θα είχαν ελάχιστη σύγκρουση συμφερόντων.[28] Ο τελευταίος Βενετός κόμης έφυγε, προφανώς βιαστικά.[29] Αν και σύμφωνα με τη συμφωνία του Βίσεγκραντ το Ντουμπρόβνικ ήταν επίσημα υπό τη δικαιοδοσία του μπαν της Κροατίας, η πόλη αντιστάθηκε επιτυχώς στην εξουσία τόσο του βασιλιά όσο και του μπαν.[30]

Το 1399 η πόλη απέκτησε την περιοχή μεταξύ Ραγούσας και Πέλιεσατς, που ονομαζόταν Primorje (Dubrovačko primorje) με το Σλάνο (λατ. Terrae novae),[31] αγοράζοντάς τη από τον Βόσνιο βασιλιά Στέφανο Οστόια. Ένας σύντομος πόλεμος με τη Βοσνία το 1403 και το 1404 έληξε με την αποχώρηση των Βοσνίων.[32] Μεταξύ 1419 και 1426 η περιοχή Kόναβλε, νότια της ΑσταρέαAstarea (Župa dubrovačka), συμπεριλαμβανομένης της πόλης Τσάβτατ, προστέθηκε στις κτήσεις της Δημοκρατίας.[31]

Το πρώτο μισό του 15ου αιώνα ο Καρδινάλιος Ιβάν Στοϊκοβιτς (Johannes de Carvatia) δραστηριοποιήθηκε στο Ντουμπρόβνικ ως εκκλησιαστικός μεταρρυθμιστής και συγγραφέας. Οι συναλλαγές με το Βοσνιακό βασίλειο ήταν στο αποκορύφωμά τους και το μεγαλύτερο εμπόριο καραβανιών μεταξύ Ποντβίσοκι και Ραγούσας θα γινόταν το 1428 όταν, στις 9 Αυγούστου, οι Βλάχοι δεσμεύτηκαν στον άρχοντα της της Ραγούσας Τόμο Μπούνιτς να του παραδώσουν 600 άλογα με 1500 μόδιους (13 χιλιόλιτρα) αλάτι. Η παράδοση προοριζόταν για τον Ντόμπρασιν Βεσεόκοβιτς και η τιμή των Βλάχων ήταν το μισό του παραδιδόμενου αλατιού.[33]

Οθωμανική επικυριαρχία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1430 και το 1442 η Δημοκρατία υπέγραψε βραχυπρόθεσμους διακανονισμούς με την Οθωμανική Αυτοκρατορία που καθόριζαν το καθεστώς της. Το 1458 η Δημοκρατία υπέγραψε συνθήκη με τους Οθωμανούς που την καθιστούσε υποτελή του σουλτάνου. Βάσει της συνθήκης η Δημοκρατία όφειλε στον σουλτάνο «πίστη», «ειλικρίνεια» και «υποταγή» και ένα ετήσιο φόρο, που το 1481 ορίστηκε σε 12.500 χρυσά νομίσματα. Ο σουλτάνος ​​εγγυήθηκε την προστασία της Ραγούσας και της παραχώρησε εκτεταμένα εμπορικά προνόμια. Σύμφωνα με τη συμφωνία η δημοκρατία διατήρησε το αυτόνομο καθεστώς της και ήταν ουσιαστικά ανεξάρτητη [34]και συνήθως συμμαχούσε με τη Ναυτική Δημοκρατία της Ανκόνας.[35]

Μπορούσε να συνάπτει σχέσεις και συνθήκες με ξένες δυνάμεις (αρκεί να μην συγκρούονταν με τα οθωμανικά συμφέροντα) και τα πλοία της έπλεαν υπό τη δική της σημαία. Η οθωμανική υποτέλεια παρείχε επίσης ειδικά εμπορικά δικαιώματα που επεκτάθηκαν εντός της Αυτοκρατορίας. Η Ραγούσα διαχειριζόταν το εμπόριο της Αδριατικής για λογαριασμό των Οθωμανών και οι έμποροί της λάμβαναν ειδικές φορολογικές απαλλαγές και εμπορικά οφέλη από την Υψηλή Πύλη. Διέθετε επίσης αποικίες που απολάμβαναν εξωεδαφικά δικαιώματα σε μεγάλες οθωμανικές πόλεις.[36]

Έμποροι από τη Ραγούσα μπορούσαν να εισέλθουν στη Μαύρη Θάλασσα, που κατά τα άλλα ήταν κλειστή για τη μη οθωμανική ναυτιλία. Πλήρωναν λιγότερους τελωνειακούς δασμούς από άλλους ξένους εμπόρους και η πόλη-κράτος απολάμβανε διπλωματική υποστήριξη από την Οθωμανική διοίκηση σε εμπορικές διαφορές με τους Βενετούς.[37]

Από την πλευρά του, οι Οθωμανοί θεωρούσαν τη Ραγούσα ως λιμάνι μείζονος σημασίας, καθώς το μεγαλύτερο μέρος της κίνησης μεταξύ Φλωρεντίας και Προύσας (στη βορειοδυτική Μικρά Ασία) γινόταν μέσω αυτής. Τα φορτία της Φλωρεντίας έφευγαν από τα ιταλικά λιμάνια του Πέζαρο, του Φάνο ή της Ανκόνας για να φτάσουν στη Ραγούσα. Από εκείνο το σημείο και μετά έπαιρναν τη χερσαία διαδρομή Μπόσνασαράι (Σαράγεβο)–Νόβι ΠάζαρΣκόπιαΦιλιππούποληΑδριανούπολη.[38]

Όταν, στα τέλη του 16ου αιώνα, η Ραγούσα έθεσε το εμπορικό ναυτικό της στη διάθεση της Ισπανικής Αυτοκρατορίας υπό τον όρο η συμμετοχή της στα ισπανικά στρατιωτικά εγχειρήματα να μην επηρεάζει το συμφέρον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η τελευταία ανέχτηκε την κατάσταση καθώς το εμπόριο της Ραγούσας επέτρεπε την εισαγωγή αγαθών από κράτη με τα οποία η Οθωμανική Αυτοκρατορία βρισκόταν σε πόλεμο.[37]

Μαζί με την Αγγλία, την Ισπανία και τη Γένοβα η Ραγούσα ήταν ένας από τους πιο επιζήμιους ανταγωνιστές της Βενετίας τον 15ο αιώνα σε όλες τις θάλασσες, ακόμη και στην Αδριατική. Χάρη στην εγγύτητά της με τα άφθονα δάση βελανιδιάς του Γκαργκάνο ήταν σε θέση να προσφέρει φορτία μακριά από τους Ενετούς.[23]

Παρακμή της Δημοκρατίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με τις Πορτογαλικές εξερευνήσεις που άνοιξαν νέους θαλάσσιους δρόμους το εμπόριο μπαχαρικών δεν περνούσε πλέον από τη Μεσόγειο. Επιπλέον η ανακάλυψη της Αμερικής ξεκίνησε μια κρίση στη μεσογειακή ναυτιλία, που ήταν η αρχή της παρακμής των δημοκρατιών τόσο της Βενετίας όσο και της Ραγούσας.

Ο Κάρολος Η΄ της Γαλλίας παραχώρησε εμπορικά δικαιώματα στους Ραγουσάνους το 1497 και ο Λουδοβίκος ΙΒ΄ το 1502. Την πρώτη δεκαετία του 16ου αιώνα πρόξενοι της Ραγούσας στάλθηκαν στη Γαλλία και Γάλλοι ομόλογοί τους στη Ραγούσα. Εξέχοντες Ραγουσάνοι στη Γαλλία ήταν οι Σίμον ντε Μπενέσα, Λόβρο Γκίγκαντς, ΝΤ. ντε Μπόντα, Ιβαν Τσλέτκοβιτς, καπετάνιο Ιβαν Φλόριο, Πέταρ Λούκαριτς (Petrus de Luccari), Σέραφιν Γκόζε και Λούκα ντς Σόργκο. Η αριστοκρατία της Ραγούσας εκπροσωπείτο επίσης καλά στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης στο Παρίσι αυτή την εποχή.

Η μοίρα της Ραγούσας είχε συνδεθεί με αυτή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Ραγούσα και η Βενετία δάνεισαν τεχνική βοήθεια στη συμμαχία Οθωμανών-Μαμελούκων-Ζαμορίν που ηττήθηκαν από τους Πορτογάλους στη Ναυμαχία του Ντιού στον Ινδικό Ωκεανό (1509).

Υπάρχουν κάποιες ενδείξεις για εμπόριο της Ραγούσας με την Ινδία τον 16ο αιώνα.

Στις 6 Απριλίου 1667 ένας καταστροφικός σεισμός έπληξε την πόλη και σκότωσε περίπου 2.000 πολίτες της και ως και 1.000 στην υπόλοιπη δημοκρατία,[39] συμπεριλαμβανομένων πολλών πατρικίων και του Ρέκτορα (κροατικά: knez) Σίσμουντο Γκέταλντιτς. Ο σεισμός ισοπέδωσε επίσης τα περισσότερα δημόσια κτίρια της πόλης, αφήνοντας ανέπαφα μόνο τα εξωτερικά τείχη. Κτίρια γοτθικού και αναγεννησιακού ρυθμού – ανάκτορα, εκκλησίες και μοναστήρια – καταστράφηκαν. Από τα μεγάλα δημόσια κτίρια της πόλης σώθηκε μόνο το παλάτι Σπόντσα και το μπροστινό τμήμα του Παλατιού του Ρέκτοραστην πλατεία Λούζα. Σταδιακά η πόλη ξαναχτίστηκε με το πιο λιτό μπαρόκ ρυθμό. Με μεγάλη προσπάθεια η Ραγούσα ανέκαμψε λίγο, αλλά παρέμενε σκιά της πρώην Δημοκρατίας.

Το 1677 ο Μαρίν Καμπόγκα (1630–1692)[40] και ο Νίκολα Μπούνιτς (περίπου 1635–1678) έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη σε μια προσπάθεια να αποτρέψουν μια επικείμενη απειλή για τη Ραγούσα, την αξίωση του Καρα-Μουσταφά για την προσάρτηση της Ραγούσας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο Μεγάλος Βεζίρης, εντυπωσιασμένος από την ικανότητα που έδειξε ο Μαρίν στην τέχνη της πειθούς, αποφάσισε να στερήσει τη χώρα του από ένα τόσο ικανό διπλωμάτη και στις 13 Δεκεμβρίου τον έβαλε στη φυλακή, όπου επρόκειτο να παραμείνει για πολλά χρόνια. Το 1683 ο Καρα-Μουσταφά σκοτώθηκε στην επίθεση κατά της Βιέννης και ο Μαρίν ήταν ελεύθερος να επιστρέψει στη Ραγούσα.

Εμπορος της Δημοκρατίας, 1708

Το 1683 οι Οθωμανοί ηττήθηκαν στη Δεύτερη πολιορκία της Βιέννης. Ο στρατάρχης του Αυστριακού στρατού ήταν ο Ραγουσάνος Φράνο Τζίβο Γκούντουλιτς. Το 1684 οι απεσταλμένοι ανανέωσαν μια συμφωνία που είχε συναφθεί στο Βίσεγκραντ το 1358 και αποδέχθηκαν την κυριαρχία των Αψβούργων, ως Βασιλέων της Ουγγαρίας, στη Ραγούσα, με ετήσιο φόρο 500 δουκάτα. Ταυτόχρονα η Ραγούσα συνέχισε να αναγνωρίζει την κυριαρχία των Οθωμανών, μια κοινή συμφωνία εκείνη την εποχή. Αυτό άνοιξε μεγαλύτερες ευκαιρίες για τα πλοία της σε λιμάνια σε όλες τις Δαλματικές ακτές, στις οποίες αγκυροβολούσαν συχνά. Με τη Συνθήκη του Κάρλοβιτς (1699) οι Οθωμανοί παραχώρησαν όλη την Ουγγαρία, την Τρανσυλβανία, τη Σλαβονία, τη Δαλματία και την Ποδολία στους νικητές Αψβούργους, Βενετούς και Πολωνούς. Μετά από αυτό η Βενετία κατέλαβε ένα μέρος της ενδοχώρας της Ραγούσας και πλησίασε τα σύνορά της απειλώντας με πλήρη περικύκλωση και διακοπή του εμπορίου της Ραγούσας με την ενδοχώρα. Εν όψει αυτού του κινδύνου και προσδοκώντας την ήττα των Οθωμανών το 1684 η Ραγούσα έστειλε απεσταλμένους στον Αυτοκράτορα Λεοπόλδο στη Βιέννη, ελπίζοντας ότι ο Αυστριακός Στρατός θα καταλάμβανε τη Βοσνία. Ευτυχώς για τη Δημοκρατία οι Οθωμανοί διατήρησαν τον έλεγχο της ενδοχώρας τους. Με την ειρηνευτική συμφωνία της 26ης Ιανουαρίου 1699 η Δημοκρατία της Ραγούσας παραχώρησε δύο τμήματα της ακτής της στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, έτσι ώστε η Δημοκρατία της Βενετίας να μην μπορεί να επιτεθεί από την ξηρά, αλλά μόνο από τη θάλασσα. Ένα από αυτά, τα βορειοδυτικά χερσαία σύνορα με τη μικρή πόλη Νέουμ, είναι σήμερα η μόνη διέξοδος της σημερινής Βοσνίας-Ερζεγοβίνης στην Αδριατική Θάλασσα. Το νοτιοανατολικό συνοριακό χωριό Σουτορίνα έγινε αργότερα τμήμα του Μαυροβουνίου, που έχει ακτογραμμή στα νότια. Μετά τη συνθήκη το Νέουμ και η Σουτορίνα προσαρτήθηκαν στο Σαντζάκι της Ερζεγοβίνης του Εγιαλετίου της Βοσνίας.[41] Η Ραγούσα συνέχισε την πολιτική της αυστηρής ουδετερότητας στον Πόλεμο της Αυστριακής Διαδοχής (1741–48) και στον Επταετή Πόλεμο (1756–63).

Τάληρο (1½ δουκάτο) της Ραγούσας του 1752 με το ομοίωμα ενός πρώην Ρέκτορα
Σημαίες της Δημοκρατίας της Ραγούσας του 18ο αιώνα, σύμφωνα με τη Γαλλική Encyclopédie

Το 1783 το Συμβούλιο της Ραγούσας δεν απάντησε στην πρόταση του διπλωματικού αντιπροσώπου τους στο Παρίσι Φράνο Φάβι, να συνάψουν διπλωματικές σχέσεις με την Αμερική, αν και οι Αμερικανοί συμφώνησαν να επιτρέψουν στα πλοία της Ραγούσας να διέρχονται ελεύθερα από τα λιμάνια τους.

Τα πρώτα χρόνια του γαλλικού πολέμου ήταν χρόνια ευημερίας για τη Ραγούσα. Δεδομένου ότι η σημαία του Αγίου Βλασίου ήταν ουδέτερη η Δημοκρατία έγινε ένας από τους κύριους μεταφορείς της Μεσογείου. Ο Ηπειρωτικός αποκλεισμός την αναζωογόνησε και πριν από την άνοδο της Λίσα οι βιομηχανίες της Αγγλίας, αποκλεισμένες από τα λιμάνια της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Ολλανδίας και της Γερμανίας, βρήκαν τον δρόμο τους προς το κέντρο της Ευρώπης μέσω της Θεσσαλονίκης και της Ραγούσας.

Γαλλική κατοχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Μάχη του Άουστερλιτς και η συνθήκη ειρήνης που ακολούθησε, αφού ανάγκασαν την Αυστρία να παραδώσει τη Δαλματία στη Γαλλία, έθεσαν τη Ραγκούσα σε δίλημμα. Ο γειτονικός Κόλπος του Κότορ ήταν ένα βενετσιάνικο σύνορο κατά των Οθωμανών. Αλλά ενώ η Γαλλία κατείχε την ξηρά, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ρωσία έλεγχαν τη θάλασσα και ενώ τα γαλλικά στρατεύματα βάδιζαν από το Άουστερλιτς στη Δαλματία, έντεκα ρωσικά πλοία γραμμής εισήλθαν στον Κόλπο του Κότορ και αποβίβασαν 6.000 άνδρες, υποστηριζόμενους στη συνέχεια από 16.000 Μαυροβούνιους υπό τον Πέτρο Α΄ Πέτροβιτς-Νιέγκος. Καθώς 5.000 Γάλλοι υπό τον Στρατηγό Μολιτόρ βάδιζαν προς τα νότια και έλεγχαν ειρηνικά τα φρούρια της Δαλματίας, οι Ρώσοι πίεσαν τους γερουσιαστές της Ραγκούσας να τους επιτρέψουν να καταλάβουν την πόλη, καθώς ήταν ένα σημαντικό φρούριο - προβλέποντας έτσι ότι η Γαλλία θα μπορούσε να εμποδίσει την περαιτέρω πρόοδο προς το Κότορ. Καθώς δεν υπήρχε δρόμος από τη Δαλματία στο Κότορ αλλά μέσω της Ραγκούσας, ο στρατηγός Μολιτόρ αδημονούσε επίσης να κερδίσει την υποστήριξη της Ραγούσας.

Η Δημοκρατία ήταν αποφασισμένη να διατηρήσει την αυστηρή της ουδετερότητα, γνωρίζοντας ότι οτιδήποτε άλλο θα σήμαινε την καταστροφή της. Η Γερουσία έστειλε δύο απεσταλμένους στον Μολιτόρ για να τον αποτρέψουν να εισέλθει στην επικράτεια της Ραγούσας. Παρά τη δήλωσή του ότι σκόπευε να σεβαστεί και να υπερασπιστεί την ανεξαρτησία της Δημοκρατίας της, τα λόγια του έδειξαν ότι δεν είχε κανένα ενδοιασμό να παραβιάσει το έδαφος ενός ουδέτερου κράτους στην προσπάθειά του να καταλάβει το Κότορ και μάλιστα είπε ότι θα περνούσε τα οθωμανικά εδάφη Κλεκ και Σουτορίνα (που συνόρευαν με τη Δημοκρατία στα βόρεια και νότια αντίστοιχα) χωρίς να ζητήσει άδεια από την Οθωμανική Αυτοκρατορία.[42] Στη διαμαρτυρία των απεσταλμένων απάντησε υποσχόμενος να σεβαστεί την ουδετερότητα της Ραγούσας και να μην εισέλθει στο έδαφός της με αντάλλαγμα ένα δάνειο 300.000 φράγκων. Ήταν ξεκάθαρος εκβιασμός (ένα παρόμοιο επεισόδιο συνέβη το 1798, όταν ένας Επαναστατικός Γαλλικός στόλος απείλησε με εισβολή αν η Δημοκρατία δεν πλήρωνε υπέρογκο φόρο υποτέλειας).[43] Η κυβέρνηση της Ραγούσας έδωσε εντολή στους απεσταλμένους να ενημερώσουν τον Μολιτόρ ότι οι Ρώσοι είχαν προειδοποιήσει τη Δημοκρατία ξεκάθαρα ότι αν τυχόν γαλλικά στρατεύματα έμπαιναν στο έδαφός της οι Ρώσοι και οι Μαυροβούνιοι σύμμαχοί τους θα προχωρούσαν στη λεηλασία και την καταστροφή σε όλη τη Δημοκρατία και επίσης να τον ενημερώσουν ότι η Δημοκρατία ούτε είχε την πολυτέλεια να πληρώσει τέτοιο χρηματικό ποσό, ούτε μπορούσε να συγκεντρώσει τέτοιο ποσό από τον πληθυσμό της χωρίς να ειδοποιηθούν οι Ρώσοι, προκαλώντας εισβολή. Παρόλο που οι απεσταλμένοι κατάφεραν να πείσουν τον Στρατηγό Μολιτόρ να μην παραβιάσει το έδαφος της Ραγούσας, ο Ναπολέων δεν αρκέστηκε στο αδιέξοδο μεταξύ Γαλλίας και Ρωσίας σχετικά με τη Ραγούσα και τον Κόλπο του Κότορ και σύντομα αποφάσισε να διατάξει την κατάληψη της Δημοκρατίας.[44]

Κατά την είσοδό του στην επικράτεια της Ραγούσας και πλησιάζοντας την πρωτεύουσα ο Γάλλος Στρατηγός Ζακ Λοριστόν απαίτησε να επιτραπεί στα στρατεύματά του να ξεκουραστούν και να τους παρασχεθεί τροφή και ποτό στην πόλη πριν συνεχίσουν για το Κότορ. Αυτό όμως ήταν απάτη γιατί μόλις μπήκαν στην πόλη προχώρησαν στην κατάληψή της στο όνομα του Ναπολέοντα.[45] Την επόμενη μέρα ο Λοριστόν ζήτησε έναν απίθανο φόρο ενός εκατομμυρίου φράγκων.[46]

Αυτά ανέφεραν οι Times του Λονδίνου για αυτά τα γεγονότα στην έκδοσή τους στις 24 Ιουνίου 1806:

Ο Στρατηγός Λοριστόν κατέλαβε την πόλη και τη Δημοκρατία της Ραγούσας στις 27 Μαΐου. Η Διακήρυξη που δημοσίευσε με την ευκαιρία αυτή είναι ένα πολύ εξαιρετικό έγγραφο. Ο μόνος λόγος που προτάθηκε για αυτό τον αφανισμό της ανεξαρτησίας αυτού του μικρού Κράτους είναι ένας σκοτεινός υπαινιγμός, ότι οι εχθροί της Γαλλίας άσκησαν υπερβολική επιρροή εκεί. Η Διακήρυξη δεν αναφέρει από ποια άποψη αυτή η επιρροή έχει αποδειχθεί επιζήμια για τη Γαλλία, αν και η αξιοπρέπεια του Bοναπάρτη φαίνεται ότι ενδιαφέρεται να βάλει ένα τέλος σε αυτή. Ο M. Λοριστόν θα είχε ξεφύγει πολύ καλύτερα, αν είχε περιφρονήσει την οποιαδήποτε δικαιολογία και αναλάμβανε την ευθύνη να σταθεί στα δικά του ανεπιφύλακτα θεμέλια της κρατικής αναγκαιότητας και του δικαιώματος του ισχυρότερου. Ένα πολύ σημαντικό γεγονός ωστόσο αποκαλύπτεται στην παρούσα Διακήρυξη. Δεν είναι μόνο η παράδοση του Κάταρο (Κότορ), όπως φαίνεται, που θα ικανοποιήσει τον Αυτοκράτορα των Γάλλων. Ανυπομονεί για την εκκένωση της Κέρκυρας, και όλων των Επτανήσων, καθώς και την υποχώρηση της Ρωσικής μοίρας από την Αδριατική. Μέχρι να γίνει αυτό θα διατηρήσει την κατοχή της Ραγούσας αλλά υπάρχει κάποιος που θα πιστέψει, ότι αν δεν υπήρχε ρωσική σημαία ή σημαίες στην Αλβανία ή στην Αδριατική, θα επανίδρυε αυτή τη Δημοκρατία στην προηγούμενη ανεξαρτησία της;»[47]

Σχεδόν αμέσως μετά την έναρξη της γαλλικής κατοχής, ρωσικά και μαυροβουνιακά στρατεύματα εισήλθαν στο έδαφος της Ραγούσας και άρχισαν να πολεμούν τον γαλλικό στρατό, με επιδρομές και λεηλασίες παντού και καταλήγοντας στην πολιορκία της κατεχόμενης πόλης (κατά την οποία έπεσαν στην πόλη 3.000 οβίδες).[48] Τα περίχωρα, πυκνά με βίλες, προϊόν μακρόχρονης ευημερίας, λεηλατήθηκαν, μεταξύ των οποίων και μισό εκατομμύριο στερλίνες.

Η πόλη ήταν σε πολύ δύσκολη θέση. Ο Στρατηγός Μολιτόρ, που είχε προχωρήσει μέσα σε λίγες μέρες προς τη Ραγούσα, έκανε έκκληση στους Δαλματούς να ξεσηκωθούν και να εκδιώξουν τη ρωσομαυροβουνιακή δύναμη, που έτυχε χλιαρής απάντησης. Μόνο τριακόσιοι άντρες ενώθηκαν μαζί του, αλλά ένα τέχνασμα κάλυψε την αριθμητική ανεπάρκειά του. Μια επιστολή, φαινομενικά εμπιστευτική, εστάλη στον Στρατηγό Λοριστόν στη Ραγκούσα, που ανήγγειλε την άφιξή του για να ξεκινήσει την πολιορκία με μια τέτοια δύναμη Δαλματών που θα σάρωνε τους Ρώσους και τον τεράστιο στρατό του Μαυροβουνίου. Η επιστολή, όπως προοριζόταν από τον Μολιτόρ, εκλάπη και έγινε πιστευτή από τους πολιορκητές Ρώσους. Με τη δύναμή του αραιά διάσπαρτη, για να δημιουργήσει εντυπώσεις, ο Μολιτόρ προχώρησε τώρα προς τη Ραγούσα και στρέφοντας τις θέσεις των Μαυροβουνίων στην πίσω κοιλάδα, απείλησε να περικυκλώσει τους Ρώσους που κατέλαβαν την κορυφή του λόφου ανάμεσα σε αυτόν και την πόλη. Βλέποντας όμως τον κίνδυνο αυτό οι Ρώσοι υποχώρησαν πίσω προς τον Κόλπο του Κότορ και η πόλη ανακουφίστηκε. Ο στρατός του Μαυροβουνίου είχε ακολουθήσει τη διαταγή του ναύαρχου Ντμίτρι Σενιάβιν που ήταν επικεφαλής των ρωσικών στρατευμάτων και υποχώρησε στο Τσέτινιε.

Τέλος της Δημοκρατίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Στρατάρχης Ωγκύστ ντε Μαρμόν, Δούκας της Ραγούσας κατά τη γαλλική κυριαρχία

Περί το 1800 η ​​Δημοκρατία διέθετε ένα εξαιρετικά οργανωμένο δίκτυο προξενείων και προξενικών γραφείων σε περισσότερες από ογδόντα πόλεις και λιμάνια σε όλο τον κόσμο. Το 1808 ο Στρατάρχης Μαρμόν εξέδωσε μια διακήρυξη για την κατάλυση της Δημοκρατίας της Ραγούσας και τη συγχώνευση της επικράτειάς της στο Ναπολεόντειο Βασίλειο της Ιταλίας, διεκδικώντας ο ίδιος τον νεοσύστατο τίτλο του «Δούκα της Ραγούσας» (Duc de Raguse). Το 1810 η Ραγούσα, μαζί με τη Δαλματία και την Ίστρια, εντάχθηκαν στις νεοσύστατες Γαλλικές Ιλλυρικές Επαρχίες. Αργότερα, στη Μάχη του Παρισιού το 1814, ο Μαρμόν εγκατέλειψε τον Ναπολέοντα και χαρακτηρίστηκε προδότης. Δεδομένου ότι ήταν γνωστός ως "Δούκας της Ραγούσας", η λέξη ragusade επινοήθηκε στα γαλλικά για να υποδηλώσει την προδοσία και raguser σήμαινε απατεώνας.

Το άρθρο «44» του Διατάγματος του 1811 κατάργησε τον αιωνόβιο θεσμό του fideicommissum στο κληρονομικό δίκαιο, επιτρέποντας σε νεότερους ευγενείς να συμμετέχουν σε εκείνο το μέρος της οικογενειακής κληρονομιάς, που τους είχε στερήσει ο προηγούμενος νόμος. Σύμφωνα με μια απογραφή του 1813 της περιφέρειας της Ραγούσας, καταγράφηκαν 451 γαιοκτήμονες, συμπεριλαμβανομένων των εκκλησιαστικών ιδρυμάτων και της κοινότητας. Αν και δεν υπάρχουν στοιχεία για το μέγεθος των κτημάτων τους, οι ευγενείς, αναμφίβολα, είχαν στην κατοχή τους το μεγαλύτερο μέρος της γης. Έντεκα μέλη της οικογένειας Σόργκο, οκτώ των Γκόζε, έξι των Γκετάλντι, έξι των Πόζα, τέσσερα των Ζαμάνια και τρία της οικογένειας Σαράκα ήταν από τους μεγαλύτερους γαιοκτήμονες. Οι πολίτες που ανήκαν στις αδελφότητες του Αγίου Αντωνίου και του Αγίου Λαζάρου κατείχαν σημαντική έκταση έξω από την Πόλη.

Μετά από επτά χρόνια γαλλικής κατοχής, ενθαρρυμένοι από τη λιποταξία των Γάλλων στρατιωτών μετά την αποτυχημένη εισβολή στη Ρωσία και την εκ νέου είσοδο της Αυστρίας στον πόλεμο, όλες οι κοινωνικές τάξεις του λαού της Ραγούσας ξεσηκώθηκαν σε μια γενική εξέγερση, με επικεφαλής τους πατρικίους, εναντίον των Ναπολεόντειων εισβολέων.[49] Στις 18 Ιουνίου 1813 μαζί με τις βρετανικές δυνάμεις ανάγκασαν τη γαλλική φρουρά του νησιού Σίπαν να παραδοθεί και στη συνέχεια και τη βαριά οχυρωμένη πόλη Στον και το νησί Λόπουντ, μετά τα οποία η εξέγερση εξαπλώθηκε σε όλη την ηπειρωτική χώρα, ξεκινώντας από το Κόναβλε.[50] Πολιόρκησαν την κατεχόμενη πόλη, βοηθούμενοι από το Βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό, που διέθετε σαφή κυριαρχία στην Αδριατική θάλασσα, υπό τη διοίκηση του πλοίαρχου Ουίλιαμ Χοστ, με τα πλοία του HMS Bacchante και HMS Saracen. Σύντομα ο πληθυσμός εντός της πόλης προσχώρησε στην εξέγερση.[51] Η Αυστριακή Αυτοκρατορία έστειλε μια δύναμη υπό τον στρατηγό Τόντορ Μιλουτίνοβιτς, προσφερόμενη να βοηθήσει τους συμμάχους της της Ραγούσας.[52] Ωστόσο, όπως φάνηκε σύντομα, πρόθεσή της ήταν στην πραγματικότητα να αντικαταστήσει τη γαλλική κατοχή της Ραγούσας με τη δική της. Εξαπατώντας έναν από τους προσωρινούς κυβερνήτες της Δημοκρατίας, τον Μπιάτζιο Μπερνάρντο Καμπόγκα, με υποσχέσεις για δύναμη και επιρροή (που αργότερα κόπηκαν απότομα και πέθανε ατιμασμένος, χαρακτηριζόμενος ως προδότης από τον λαό του), κατάφεραν να τον πείσουν ότι η ανατολική πύλη έπρεπε να παραμείνει κλειστή για τις δυνάμεις της Ραγούσας και να αφεθούν οι αυστριακές δυνάμεις να εισέλθουν στην Πόλη από τα δυτικά, χωρίς στρατιώτες της Ραγούζας, όταν η γαλλική φρουρά των 500 στρατιωτών υπό τον Στρατηγό Ζοζέφ ντε Μοντρισάρ είχε παραδοθεί.[53]

Το Μείζον Συμβούλιο των ευγενών της Ραγούσας (ως συνέλευση των 44 πατρικίων που ήταν μέλη του Μεγάλου Συμβουλίου πριν από την κατάληψη της Δημοκρατίας από τη Γαλλία) συνήλθε για τελευταία φορά στις 18 Ιανουαρίου 1814 στη Βίλα Τζόρτζι στη Μοκόσιτσα, στην Oμπλα, σε ένα προσπάθεια για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας της Ραγούσας.

Στις 27 Ιανουαρίου η συνθηκολόγηση των Γάλλων υπογράφηκε στο Γκρουζ και επικυρώθηκε την ίδια ημέρα. Τότε ήταν που ο Μπιάτζιο Μπερνάρντο Καμπόγκα τάχθηκε ανοιχτά στο πλευρό των Αυστριακών, απολύοντας το τμήμα του επαναστατικού στρατού που ήταν από το Κόναβλε. Εν τω μεταξύ ο Τζίβο Νατάλι και οι άνδρες του περίμεναν ακόμα έξω από τις Πύλες Πλότσε. Μετά από σχεδόν οκτώ χρόνια κατοχής τα γαλλικά στρατεύματα βγήκαν από το Ντουμπρόβνικ στις 27 και 28 Ιανουαρίου 1814. Το απόγευμα της 28ης Ιανουαρίου 1814 τα αυστριακά και βρετανικά στρατεύματα μπήκαν στην πόλη. Με την υποστήριξη του Καμπόγκα ο Στρατηγός Μιλουτίνοβιτς αγνόησε τη συμφωνία που είχε κάνει με τους ευγενείς στο Γκρουζ. Τα γεγονότα που ακολούθησαν μπορούν να συνοψισθούν καλύτερα στο λεγόμενο επεισόδιο της σημαίας.[54]:141

Η σημαία του Αγίου Βλασίου κυμάτιζε παράλληλα με τα αυστριακά και βρετανικά χρώματα, αλλά μόνο για δύο ημέρες, επειδή στις 30 Ιανουαρίου ο Στρατηγός Μιλουτίνοβιτς διέταξε τον Δήμαρχο Σάμπο Τζόρτζι να την κατεβάσει. Κυριευμένος από ένα αίσθημα βαθιάς πατριωτικής υπερηφάνειας ο Τζόρτζι, ο τελευταίος Ρέκτορας της Δημοκρατίας και πιστός γαλλόφιλος, αρνήθηκε να το κάνει «γιατί ο λαός την είχε υψώσει». Τα γεγονότα που ακολούθησαν απέδειξαν ότι η Αυστρία χρησιμοποίησε κάθε δυνατή ευκαιρία για να εισβάλει σε ολόκληρη την ακτή της ανατολικής Αδριατικής, από τη Βενετία μέχρι το Κότορ. Οι Αυστριακοί έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να εξαλείψουν το ζήτημα της Ραγούσας στο Συνέδριο της Βιέννης. Ο εκπρόσωπος της Ραγούσας Μίχο Μπόνα, που εξελέγη στην τελευταία συνεδρίαση του Μεγάλου Συμβουλίου, αρνήθηκε να συμμετάσχει στο Συνέδριο, ενώ ο Μιλουτίνοβιτς, πριν από την τελική συμφωνία των συμμάχων, ανέλαβε τον πλήρη έλεγχο της πόλης.[54]:141–142

Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Ραγούσας δεν υπέγραψε ποτέ καμία συνθηκολόγηση ούτε παραιτήθηκε από την κυριαρχία της, κάτι που σύμφωνα με τους κανόνες του Κλέμενς φον Μέττερνιχ που υιοθέτησε η Αυστρία για το Συνέδριο της Βιέννης θα έπρεπε να σήμαινε ότι η Δημοκρατία θα αποκατασταθεί, η Αυστριακή Αυτοκρατορία κατάφερε να πείσει τους άλλους συμμάχους να της επιτρέψουν να διατηρήσει το έδαφος της Δημοκρατίας.[55] Ενώ σε πολλές μικρότερες και λιγότερο σημαντικές πόλεις και πρώην χώρες επετράπη μια ακρόαση, αυτό το δικαίωμα δεν δόθηκε στον εκπρόσωπο της Δημοκρατίας της Ραγούσας.[56] Όλα αυτά έρχονται σε κατάφωρη αντίφαση με τις επίσημες συνθήκες που είχαν υπογράψει οι Αυστριακοί Αυτοκράτορες με τη Δημοκρατία: την πρώτη στις 20 Αυγούστου 1684, με την οποία ο Λεοπόλδος Α' υποσχέθηκε και εγγυήθηκε απαράβατη ελευθερία ("inviolatam libertatem") στη Δημοκρατία, και τη δεύτερη το 1772, με την οποία η αυτοκράτειρα Μαρία Θηρεσία υποσχέθηκε προστασία και σεβασμό του απαραβίαστου της ελευθερίας και του εδάφους της Δημοκρατίας.[57]

Στο Συνέδριο της Βιέννης η Ραγούσα και τα εδάφη της πρώην Δημοκρατίας εντάχθηκαν στη χώρα του στέμματος του Βασιλείου της Δαλματίας, που κυβερνούσε η Μοναρχία των Αψβούργων, που έγινε γνωστή ως Αυστροουγγαρία το 1867, της οποίας παρέμεινε τμήμα μέχρι το 1918.

Μετά την πτώση της Δημοκρατίας το μεγαλύτερο μέρος της αριστοκρατίας εξέλιπε ή μετανάστευσε στο εξωτερικό, ενώ περίπου το ένα πέμπτο των ευγενών οικογενειών αναγνωρίστηκαν από τη Μοναρχία των Αψβούργων. Μερικές από τις οικογένειες που αναγνωρίστηκαν και επέζησαν ήταν οι Γκετάλντι-Γκούντουλα, Γκόζε, Καμπόγκα, Σόργκο, Ζλάταριτς, Ζαμάνια, Πόζα, Γκράντι και Μπόνα.

Κυβέρνηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Θέση της Δημοκρατίας της Ραγούσας στη σημερινή Κροατία
Το Παλάτι του Ρέκτορα (έδρα του Ρέκτορα, του Ελάσσονος Συμβουλίου, της Γερουσίας και της διοίκησης της Δημοκρατίας από τον 14ο αιώνα έως το 1808), πίσω του το Παλάτι Σπόντσα

Το Σύνταγμα της Δημοκρατίας της Ραγούσας ήταν αυστηρά αριστοκρατικό. Ο πληθυσμός χωριζόταν σε τρεις τάξεις: ευγενείς, πολίτες και πληβείους, που ήταν κυρίως τεχνίτες και αγρότες (δουλοπάροικοι, άποικοι και ελεύθεροι). Όλη η εκτελεστική εξουσία ήταν συγκεντρωμένη στα χέρια της αριστοκρατίας. Στους πολίτες επιτρεπόταν να κατέχουν μόνο δευτερεύοντα αξιώματα, ενώ οι πληβείοι δεν είχαν φωνή στην κυβέρνηση. Ο γάμος μεταξύ μελών διαφορετικών τάξεων της κοινωνίας ήταν απαγορευμένος.

Η οργάνωση της κυβέρνησης βασίστηκε στο ενετικό μοντέλο: τα διοικητικά όργανα ήταν το Μείζον Συμβούλιο (Consilium maius, Maggior Consiglio, Velje vijeće), το Ελασσον Συμβούλιο (Consilium minus, Minor Consiglio, Malo vijeće) (από το 1238) και η Γερουσία. (Consilium rogatorum, Consiglio dei Pregadi, Vijeće umoljenih) από το 1253. Αρχηγός του κράτους ήταν ο Ρέκτορας.

Τελετουργικό ξίφος του Ρέκτορα της Ραγούσας, δωρεά το 1466 από τον Βασιλιά Ματθία Κορβίνο, ως ένδειξη της δικαστικής του εξουσίας

Το Μείζον Συμβούλιο αποτελείτο μόνο από μέλη της αριστοκρατίας. κάθε ευγενής έπαιρνε τη θέση του σε ηλικία 18 ετών (από το 1332 όταν το συμβούλιο ήταν «κλειστό» και μόνο άρρενα μέλη των ευγενών οικογενειών της Ραγούσας είχαν έδρα σε αυτό – Serrata del Maggior Consiglio Raguseo). Ήταν το ανώτατο κυβερνητικό και νομοθετικό όργανο που (μετά το 1358) εξέλεγε άλλα συμβούλια, αξιωματούχους και τον Ρέκτορα.

Κάθε χρόνο τα μέλη του Ελάσσονος Συμβουλίου εκλέγονταν από το Μείζον Συμβούλιο. Μαζί με τον Ρέκτορα το Ελάσσον Συμβούλιο είχε εκτελεστικές και τελετουργικές αρμοδιότητες. Αποτελείτο πρώτα από έντεκα μέλη και μετά το 1667 από επτά.

Η βασική εξουσία βρισκόταν στα χέρια της Γερουσίας, που είχε 45 μέλη άνω των 40 ετών, εκλεγμένα για ένα χρόνο επίσης από το Μείζον Συμβούλιο. Πρώτα είχε μόνο συμβουλευτικές λειτουργίες, αργότερα (κατά τον 16ο αιώνα) η Γερουσία έγινε η πραγματική κυβέρνηση της Δημοκρατίας. Τον 18ο αιώνα η Γερουσία ήταν de facto ο ανώτατος θεσμός της Δημοκρατίας και οι γερουσιαστές έγιναν «ευγενείς των ευγενών».

Ενώσο η Δημοκρατία βρισκόταν υπό την κυριαρχία της Βενετίας (1204–1358), ο Δούκας – αρχηγός του κράτους (λατινικά: come, ιταλικά: conte, κροατικά: knez) ήταν Βενετός, αλλά μετά το 1358 ο εκλεγμένος Ρέκτορας (από το 1358 ο ονομαστικός αρχηγός του κράτους ήταν γνωστός λατινικά: rector, ιταλικά: rettore και κροατικά: knez) ήταν πάντα ένα πρόσωπο από τη Δημοκρατία της Ραγούσας που επιλεγόταν από το Μείζον Συμβούλιο. Η διάρκεια της θητείας του ήταν μόνο ένας μήνας και είχε δικαίωμα επανεκλογής μετά από δύο χρόνια. Ο Ρέκτορας ζούσε και εργαζόταν στο ομώνυμο Παλάτι.

Αυτή η οργάνωση σχεδιάστηκε για να αποτρέψει οποιαδήποτε μεμονωμένη οικογένεια από το να αποκτήσει τον απόλυτο έλεγχο, όπως είχαν κάνει οι Μέδικοι στη Φλωρεντία. Ωστόσο οι ιστορικοί συμφωνούν ότι οι οικογένειες Τζόρτζι και Σόργκο είχαν γενικά τη μεγαλύτερη επιρροή (ιδιαίτερα κατά τον 18ο αιώνα).

Μέχρι τον 15ο αιώνα τα δικαστικά καθήκοντα ήταν στα χέρια του Ελάσσονος Συμβουλίου, στη συνέχεια ιδρύθηκαν χωριστά αστικό και ποινικό δικαστήριο, αφήνοντας στο Ελασσον Συμβούλιο και τη Γερουσία μόνο την ανώτατη δευτεροβάθμια δικαιοδοσία. Οι δικαστές του ποινικού και του αστικού δικαστηρίου ήταν πατρίκιοι της Ραγούσας που εκλέγονταν κάθε χρόνο από το Μείζον Συμβούλιο.

Αξιωματούχοι γνωστοί ως provveditori επέβλεπαν τις εργασίες και τις πράξεις των συμβουλίων, των δικαστηρίων και άλλων αξιωματούχων. Γνωστοί ως «θεματοφύλακες της δικαιοσύνης», μπορούσαν να αναστείλουν τις αποφάσεις του Ελάσσονος Συμβουλίου, παρουσιάζοντάς τις στη Γερουσία για τελική συζήτηση. Οι Provveditori εκλέγονταν κάθε χρόνο από το Μείζον Συμβούλιο μεταξύ πατρικίων άνω των 50 ετών.

Η κυβέρνηση της Δημοκρατίας είχε φιλελεύθερο χαρακτήρα και από νωρίς έδειξε το ενδιαφέρον της για τη δικαιοσύνη και τις ανθρωπιστικές αρχές, αλλά και συντηρητική όσον αφορά τη δομή της κυβέρνησης και την κοινωνική τάξη. Μια επιγραφή στα γραφεία του Συμβουλίου έγραφε: Obliti privatorum publica curate (Διαχειριστείτε τις δημόσιες υποθέσεις σαν να μην είχατε ιδιωτικά συμφέροντα). Η σημαία της Δημοκρατίας είχε τη λέξη Libertas (ελευθερία) και η είσοδος στο Φρούριο του Αγίου Λαυρεντίου (Lovrijenac) ακριβώς έξω από τα τείχη της Ραγούσας φέρει την επιγραφή Non bene pro toto libertas venditur auro (Η ελευθερία δεν μπορεί να πουληθεί για όλο τον χρυσό του κόσμου). Το δουλεμπόριο απαγορεύτηκε το 1416. Η Δημοκρατία ήταν ένθερμος αντίπαλος της Ορθόδοξης Εκκλησίας και μόνο οι Ρωμαιοκαθολικοί μπορούσαν να αποκτήσουν την υπηκοότητα της Ραγούσας.

Αριστοκρατία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πόλη διοικείτο από την αριστοκρατία και ο γάμος μεταξύ μελών διαφορετικών κοινωνικών τάξεων ήταν αυστηρά απαγορευμένος. Η αριστοκρατία της Ραγούσας[55] αναπτύχθηκε από τον 12ο έως τον 14ο αιώνα. Ιδρύθηκε τελικά με καταστατικό το 1332. Νέες οικογένειες έγιναν δεκτές μόνο μετά τον σεισμό του 1667.

Το έγγραφο των αρχείων της Ραγούσας Speculum Maioris Consilii Rectores απαριθμεί όλα τα πρόσωπα που συμμετείχαν στην κυβέρνηση της Δημοκρατίας από τον Σεπτέμβριο του 1440 μέχρι τον Ιανουάριο του 1808. Από τους 4397 ρέκτορες που εκλέχθηκαν 2764 (63%) ήταν από οικογένειες των «παλιών πατρικίων»: Γκόζε, Μπόνα, Καμπόγκα, Τσέρβα, Γκετάλντι, Τζόρτζι, Γκράντι, Πόζα, Σάρακα, Σόργκο και Ζαμάνια. Ένας κατάλογος του 1802 των κυβερνητικών οργάνων της δημοκρατίας δείχνει ότι 6 από τα 8 μέλη του Ελάσσονος Συμβουλίου και 15 από τα 20 του Μείζονος Συμβουλίου ήταν από τις ίδιες 11 οικογένειες.

Λόγω της μείωσης του αριθμού τους και της έλλειψης οικογενειών ευγενών στην περιοχή (τα περίχωρα του Ντουμπρόβνικ ήταν υπό οθωμανικό έλεγχο) η αριστοκρατία συνδέθηκε όλο και περισσότερο και οι γάμοι μεταξύ συγγενών τρίτου και τέταρτου βαθμού ήταν συχνοί.

Σχέσεις μεταξύ των ευγενών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ενδυμασίες της Ραγούσας

Οι ευγενείς επιβίωσαν ακόμη και όταν οι τάξεις διχάστηκαν από εσωτερικές διαμάχες. Όταν έφτασε στο Ντουμπρόβνικ ο Mαρμόν το 1808 οι ευγενείς χωρίστηκαν σε δύο μπλοκ, τους "Salamankezi" (Salamanquinos) και τους "Sorbonezi" (Sorboneses). Αυτά τα ονόματα παρέπεμπαν σε μια ορισμένη διαμάχη που είχε προκύψει από τους πολέμους μεταξύ του Κάρολου E΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και του Βασιλιά Φραγκίσκου Α' της Γαλλίας, περίπου 250 χρόνια πριν. Μετά τον σεισμό του 1667 που σκότωσε πολλούς ευγενείς, ορισμένοι πληβείοι εισήχθησαν στην τάξη των ευγενών. Οι Salamanquinos, που ήταν υπέρ του ισπανικού απολυταρχισμού, δεν αντιμετώπισαν αυτούς τους νέους ευγενείς σαν ίσους. αλλά οι Sorboneses, που τάσσονταν στο πλευρό των Γάλλων και σε κάποιο φιλελευθερισμό, τους αποδέχθηκαν. Και οι δύο πλευρές διατήρησαν το καθεστώς τους και κάθονταν μαζί στο Συμβούλιο, αλλά δεν διατηρούσαν κοινωνικές σχέσεις και δεν χαιρετιόνταν καν στους δρόμους. Τυχών άβολος γάμος μεταξύ μελών των δύο ομάδων ήταν τόσο παράδοξος σαν να συνέβη μεταξύ μελών διαφορετικών τάξεων. Αυτή η κοινωνική διάσπαση αντικατοπτρίστηκε και στους πληβείους, που χωρίστηκαν στις αντίπαλες αδελφότητες του Αγίου Αντωνίου και του Αγίου Λαζάρου, που ήταν τόσο εχθρικές μεταξύ τους όσο και οι Salamanquinos με τους Sorboneses.

Οικόσημο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σήμερα το οικόσημο της Ραγούσας, στην κόκκινη και μπλε εκδοχή του, υπάρχει στο οικόσημο της σημαίας της Κροατίας, καθώς αποτελεί ιστορικό τμήμα της Κροατίας.

Πληθυσμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο ιστορικός Νέναντ Βέκαριτς χρησιμοποίησε φορολογικά στοιχεία από το Παράκτιο Ντουμπρόβνικ (Κροατικά: Dubrovačko Primorje) και μια απογραφή για να διαπιστώσει ότι η Δημοκρατία του Ντουμπρόβνικ (Ραγούσα) είχε πληθυσμό σχεδόν 90.000 το 1500. Από τότε ως το 1700 ο πληθυσμός μειώθηκε: στο πρώτο μισό του 16ου αιώνα είχε περισσότερους από 50.000 κατοίκους, στο δεύτερο μεταξύ 50.000 και 60.000, τη δεκαετία του 1630 περίπου 40.000 και το 1673–74 μόνο 26.000. Το δεύτερο μισό του 15ου αιώνα, λόγω της τουρκικής επέκτασης, το Ντουμπρόβνικ δέχτηκε μεγάλο αριθμό χριστιανών προσφύγων από τη Βοσνία και την Ερζεγοβίνη, προσφέροντάς τους τη λιγότερο εύφορη γη. Οι πολυάριθμες επιδημίες, ο Κρητικός Πόλεμος του 1645–69, ο σεισμός του 1667 και η μετανάστευση μείωσαν σημαντικά τα επίπεδα του πληθυσμού. Ο πληθυσμός της δημοκρατίας δεν έφτασε ποτέ ξανά στα προηγούμενα επίπεδα.[58]

Γλώσσες και λογοτεχνία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αρχικά στα επίσημα έγγραφα της Δημοκρατίας χρησιμοποιούντο τα λατινικά. Τα ιταλικά άρχισαν να χρησιμοποιούνται τη δεκαετία του 1420.[57] Και οι δύο γλώσσες χρησιμοποιούντο από τη Δημοκρατία στην επίσημη αλληλογραφία.[58] Η Δημοκρατία επηρεάστηκε από τη βενετική γλώσσα και τη διάλεκτο της Τοσκάνης.[59] Η παλιά Ραγουσική, μια παραλλαγή της Δαλματικής που μιλιόταν στις ακτές της Δαλματίας μετά το τέλος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, με στοιχεία κροατικής και ιταλικής, ήταν μεταξύ των κοινών γλωσσών.[57] Δεδομένου ότι χρησιμοποιείτο κυρίως στην ομιλία, είναι ελάχιστα τεκμηριωμένη. Η χρήση της άρχισε να μειώνεται τον 15ο αιώνα.

Η χρήση της κροατικής στην καθημερινή ομιλία αυξήθηκε στα τέλη του 13ου αιώνα και στα λογοτεχνικά έργα στα μέσα του 15ου αιώνα.[57] Στα τέλη του 14ου αιώνα οι κάτοικοι της δημοκρατίας ήταν ως επί το πλείστον γηγενείς ομιλητές της Κροατικής,[59] που αναφέρονται από αυτούς εκείνη την εποχή ως Κροατικά, Σλαβικά ή Ιλλυρικά.

Υπάρχει ακόμη κάποια συζήτηση σχετικά με το αν η Στοκαβιανή ή η Τσακαβιανή ήταν η παλαιότερη σλαβική καθομιλουμένη στη Ραγούσα. Τα παλαιότερα σλαβικά έγγραφα και η προγενέστερη πεζογραφία ήταν στη Στοκαβική, ενώ η ποίηση του 16ου αιώνα στην Τσακαβιανή.[61] Μερικές φορές στα χειρόγραφα χρησιμοποιείτο η κυριλλική γραφή.

Όταν η Ραγούσα ανήκε στο Ναπολεόντειο Βασίλειο της Ιταλίας, μεταξύ 1808 και 1810, τα ιταλικά ήταν ακόμη σε επίσημη χρήση. Τα κροατικά μιλιούνταν συνήθως από τις κατώτερες τάξεις, τα ιταλικά από τις ανώτερες. Οι Ραγουσάνοι ήταν γενικά δίγλωσσοι, μιλούσαν Κροατικά στις κοινές καθημερινές υποχρεώσεις τους και ιταλικά στις επίσημες περιστάσεις ή αναμειγνύοντας και τα δύο.

Λογοτεχνία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα Δάκρυα του Πρόντιγκαλ Σον, εξώφυλλο της έκδοσης του 1622 του Ιβάν Γκούντουλιτς, Κροάτη μπαρόκ ποιητή

Η λογοτεχνία της Ραγούσας, στην οποία συνυπήρχαν η Λατινική, η Ιταλική και η Κροατική, άνθισε τον 15ο και τον 16ο αιώνα.[59] Σύμφωνα με τον Μάρκους Τάνερ:

Κατά την εποχή της Αναγέννησης, η Βενετοκρατούμενη Δαλματία και η Ραγούσα γέννησαν διανοούμενους με επιρροή – κυρίως κατώτερους αριστοκράτες και κληρικούς, ιδιαίτερα Ιησουίτες – που κράτησαν ζωντανή τη μνήμη της Κροατίας και της κροατικής γλώσσας όταν συνέθεταν ή μετέφραζαν θεατρικά έργα και βιβλία από τα ιταλικά και τα λατινικά στη δημοτική γλώσσα. Ανεξάρτητα από το ότι οι διάλεκτοι της Δαλματίας και του Ντουμπρόβνικ ήταν διαφορετικές μεταξύ τους ... και οι δύο αυτές διάλεκτοι ήταν κάπως διαφορετικές από τη διάλεκτο του Ζάγκρεμπ, της πρωτεύουσας του βορρά που κυβερνιόταν από τους Αψβούργους. Εξακολουθούσαν να τις θεωρούν όλες Κροατικό. ... Ο ποιητής του Ντουμπρόβνικ Ντόμινκο Ζλάταριτς (1555–1610) εξήγησε στην πρώτη σελίδα της μετάφρασής του το 1597 της τραγωδίας του Σοφοκλή Ηλέκτρα και της Am;inta του Τορκουάτο Τάσσο ότι ήταν «iz veće tudieh jezika u Hrvacki izlozene», «μεταφρασμένο από περισσότερες ξένες γλώσσες στα κροατικά».[60]

Η λογοτεχνία του Ντουμπρόβνικ είχε καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη της σύγχρονης κροατικής, της Στοκαβιανής διαλέκτου του Ντουμπρόβνικ, που αποτέλεσε τη βάση για την τυποποιημένη κροατική.[61] Συγγραφείς από τον 16ο έως τον 19ο αιώνα (πριν από την Εποχή των Ρομαντικών Εθνικών Αφυπνίσεων) που δήλωναν ρητά Κροάτες και τη γλώσσα τους Κροατική ήταν οι Βλάντισλαβ Μέντσετιτς, Ντόμινκο (Ντίνκο) Ζλάταριτς, Μπέρναρντιν Παύλοβιτς, Μάβρο Βετράνοβιτς, Νίκολα Πάλμοτιτς, Γιάκοβ Μίκαλια, Γιόακιμ Στούλι, Μάρκο Μπρουέροβιτς, Πέτερ Ιγκναζ Σόργκο, Αντουν Σορκότσεβιτς (1749–1826) και Φρανάτικα Σορκότσεβιτς (1706–71).

Υπήρχαν επίσης Ραγουσάνοι συγγραφείς του Μορλαχισμού, ενός κυρίως ιταλικού και βενετσιάνικου λογοτεχνικού κινήματος.[62]

Εθνικές ομάδες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι κάτοικοι της Δημοκρατίας της Ραγούσας ήταν Καθολικοί και μιλούσαν την τοπική παραλλαγή της Στοκαβιανής διαλέκτου, την ίδια διάλεκτο στην οποία βασίζονται τα σύγχρονα κροατικά, βοσνιακά, μαυροβουνιακά και σερβικά. Μεταξύ των σύγχρονων νότιων σλαβικών εθνών, οι Ραγουσάνοι ταυτίζονται κυρίως με τους Κροάτες.[63][64] Ωστόσο οι συζητήσεις για το θέμα της εθνότητάς τους βασίζονται κυρίως σε αναθεωρημένες έννοιες που αναπτύχθηκαν μετά την πτώση της Δημοκρατίας, ειδικότερα την εποχή του ρομαντικού εθνικισμού που προέκυψε από τη Γαλλική Επανάσταση. Πριν από αυτό τα κράτη γενικά δεν βασίζονταν στις σύγχρονες ενοποιητικές έννοιες όπως το έθνος, η γλώσσα ή η εθνότητα. Η πίστη ήταν κυρίως στην οικογένεια, την πόλη και (μεταξύ των Καθολικών όπως οι Ραγουσάνοι) την Εκκλησία. Βλάχοι, που ονομάζονταν και Μορλάχοι, κατοικούσαν μέσα στα τείχη της Ραγούσας, αλλά στην πλειονότητά τους ήταν βοσκοί, φύλακες ή καροτσέρηδες που ζούσαν στη Δαλματία.

Νόμισμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Δημοκρατία της Ραγούσας χρησιμοποίησε διάφορα νομίσματα με την πάροδο του χρόνου και σε μια ποικιλία συστημάτων, συμπεριλαμβανομένων των άρτιλουκ, πέρπερα, δουκάτο και λιμπερτίνο.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. R. Anthony Lodge, Stefan Pugh: Language contact and minority languages on the littorals of Europe, 2007, p. 235
  2. David Rheubottom (2000). Age, Marriage, and Politics in Fifteenth-Century Ragusa. Oxford University Press. ISBN 0-19-823412-0. 
  3. Riley, Henry Thomas (1866). Dictionary of Latin quotations, proverbs, maxims, and mottos. Covent Garden: Bell & Daldy. σελ. 274. Ανακτήθηκε στις 28 Φεβρουαρίου 2010. 
  4. Peter F. Sugar (1983). Southeastern Europe Under Under Ottoman Rule, 1354-1804, University of Washington Press, ISBN 0-295-96033-7.
  5. David Rheubottom (2000). Age, Marriage, and Politics in Fifteenth-Century Ragusa, Oxford University Press, ISBN 0-19-823412-0
  6. Dubrovnik Annals. Zavod za povijesne znanosti Hrvatske akademije znanosti i umjetnosti u Dubrovniku. 2004. 
  7. Harris 2006, σελ. 27.
  8. «Bosna». Leksikon Marina Držića (στα Κροατικά). Miroslav Krleža Institute of Lexicography and House of Marin Držić. 2017. Ανακτήθηκε στις 2 Μαρτίου 2017. 
  9. Croatia (2006), Encyclopædia Britannica. Retrieved 23 August 2006, from Encyclopædia Britannica Premium Service
  10. Orel, Vladimir E. (1998). Albanian etymological dictionary. Leiden: Brill. ISBN 90-04-11024-0. OCLC 38411461. 
  11. Gerald Henry Blake· Duško Topalović· Clive H. Schofield (1996). The maritime boundaries of the Adriatic Sea. IBRU. σελ. 47. ISBN 978-1-897643-22-8.  Unknown parameter |name-list-style= ignored (βοήθεια)
  12. Boško Bojović (Απρίλιος 2005) Raguse, une cité maritime et marchande au carrefour de trois mondes Revue Clio
  13. 13,0 13,1 13,2 Krekić & Kazhdan 1991, σελ. 665.
  14. Andrew Archibald Paton (1861). Researches on the Danube and the Adriatic; Or Contributions to the Modern History of Hungary and Transylvania, Dalmatia and Croatia, Servia and Bulgaria, Brockhaus
  15. Harris 2006, σελ. 24.
  16. Peter F. Sugar (1983). Southeastern Europe Under Ottoman Rule, 1354–1804, University of Washington Press, (ISBN 0-295-96033-7).
  17. Nicol, Donald MacGillivray (1992). Byzantium and Venice: A Study in Diplomatic and Cultural Relations. Cambridge University Press. σελίδες 30–31. ISBN 0-521-42894-7. 
  18. 18,0 18,1 A Short History of the Yugoslav Peoples, Cambridge University Press, 1985, (ISBN 0-521-27485-0)
  19. Bresc & Nef 1999, σελ. 387.
  20. G. Oman, Al-Idrīsī (1986). Encyclopaedia of Islam. 3 (New έκδοση). Brill Publishers, σσ. 1032–35. ISBN 90-04-03275-4. 
  21. Zubrinic, Darko (1995). «Croatia – historical and cultural overview». Croatianhistory.net. Zagreb. Ανακτήθηκε στις 4 Νοεμβρίου 2009. 
  22. Sugar 2012, σελίδες 170–171.
  23. 23,0 23,1 Frederic Chapin Lane (1973). Venice, a Maritime Republic, Johns Hopkins University Press, (ISBN 0-8018-1460-X)
  24. Srpska akademija nauka i umetnosti 1908, p. 252
  25. Istorijski institut u Beogradu, SANU 1976, p. 21
  26. Miloš Blagojević (2001). Državna uprava u srpskim srednjovekovnim zemljama. Službeni list SRJ. σελ. 211. ISBN 9788635504971. 
  27. OLE J Benedictow (1973). The Black Death, 1346–1353, Boydell & Brewer, (ISBN 0-85115-943-5)
  28. Kenneth Meyer Setton (1978). The Papacy and the Levant, 1204–1571 Vol. 2, (Diane Publishing), (ISBN 0-87169-127-2)
  29. Harris 2006, σελ. 61.
  30. Janeković Römer 2003, σελίδες 99-100.
  31. 31,0 31,1 Sugar 2012, σελ. 170.
  32. Harris 2006, σελ. 69.
  33. „Crainich Miochouich et Stiepanus Glegieuich ad meliustenendem super se et omnia eorum bona se obligando promiserunt ser Thome de Bona presenti et acceptanti conducere et salauum dare in Souisochi in Bosna Dobrassino Veselcouich nomine dicti ser Thome modia salis mille quingenta super equis siue salmis sexcentis. Et dicto sale conducto et presentato suprascripto Dobrassino in Souisochi medietatem illius salis dare et mensuratum consignare dicto Dobrassino. Et aliam medietatem pro eorum mercede conducenda dictum salem pro ipsius conductoribus retinere et habere. Promittentes vicissim omnia et singularia suprascripta firma et rata habere et tenere ut supra sub obligatione omnium suorum bonorum. Renuntiando" (9. August 1428), State archive, Ragusa Republic, Series: Diversa Cancellariae, Number: XLV, Foil: 31 verso.
  34. Kunčević 2013, σελίδες 92–93.
  35. Sergio Anselmi, Venezia, Ancona, Ragusa tra cinque e seicento, Ancona 1969
  36. Barbara Jelavich (1983). History of the Balkans, Cambridge University Press, (ISBN 0-521-27458-3)
  37. 37,0 37,1 Suraiya Faroqhi, Bruce McGowan, Donald Quataert, Sevket Pamuk (1997). An Economic and Social History of the Ottoman Empire, Vol. 2, Cambridge University Press, (ISBN 0-521-57455-2)
  38. Halil Inalcik, An Economic and Social History of the Ottoman Empire, Vol. 1, Cambridge University Press, (ISBN 0-521-57455-2)
  39. Harris 2006, σελ. 328.
  40. Andrew Archibald Paton, Researches on the Danube and the Adriatic; or Contributions to the modern history of Hungary and Translvania, Dalmatia and Croatia, Servia and Bulgaria, p. 226
  41. https://www.neum.ba/index.php/2011/06/28/od-pozarevackog-mira-1718-do-berlinskog-kongresa-1878/ Αρχειοθετήθηκε 2020-11-30 στο Wayback Machine. History of Neum between Treaty of Pozarevac and Berlin Congress (In Croatian)
  42. Vojnović 2009, σελ. 107.
  43. Vojnović 2009, σελ. 110–111.
  44. Vojnović 2009, σελ. 118, 121, 123, 165.
  45. Vojnović 2009, σελ. 187–189.
  46. Vojnović 2009, σελ. 193.
  47. Vojnović 2009, σελ. 404.
  48. Vojnović 2009, σελ. 240–241, 247.
  49. Vojnović 2009, σελ. 147.
  50. Vojnović 2009, σελ. 150-154.
  51. Vojnović 2009, σελ. 191.
  52. Vojnović 2009, σελ. 172-173.
  53. Vojnović 2009, σελ. 194.
  54. 54,0 54,1 Ćosić, Stjepan (2000). «Dubrovnik Under French Rule (1810–1814)». Dubrovnik Annals (4): 103–142. http://hrcak.srce.hr/file/12648. Ανακτήθηκε στις 11 September 2009. 
  55. Vojnović 2009, σελ. 208-210.
  56. Vojnović 2009, σελ. 270-272.
  57. Vojnović 2009, σελ. 217-218.
  58. Nenad Vekaric, "The Population of the Dubrovnik Republic in the Fifteenth, Sixteenth, and Seventeenth Centuries," Dubrovnik Annals 1998, Vol. 2, p7-28
  59. Heinrich F. Plett (1993). Renaissance Rhetoric/Renaissance-Rhetorik, Walter de Gruyter, (ISBN 3-11-013567-1)
  60. Tanner 1997, σελ. 49.
  61. Harris 2006, σελ. 249.
  62. Milić Brett, Branislava (2014). Imagining the Morlacchi in Fortis and Goldoni (PhD). University of Alberta. σελίδες 1–213. doi:10.7939/R3MM45. 
  63. Hastings, Adrian, The construction of nationhood: ethnicity, religion, and nationalism; Cambridge University Press, 1997 (ISBN 0-521-62544-0)
  64. Matjaž Klemenčič, Mitja Žagar; The former Yugoslavia's diverse peoples: a reference sourcebook; ABC-CLIO, 2004 (ISBN 1-57607-294-0)

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Republic of Ragusa στο Wikimedia Commons