Δημήτριος Ευαγγελίδης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Δημήτριος Ευαγγελίδης
Ευαγγελίδης Δημήτριος
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Δημήτριος Ευαγγελίδης (Ελληνικά)
Γέννηση1888
Πλαίσιο Θεσπρωτίας
Θάνατος22  Νοεμβρίου 1959
Αθήνα
ΥπηκοότηταΕλλάδα
ΣπουδέςΕθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Επιστημονική σταδιοδρομία
Ιδιότηταδιδάσκων πανεπιστημίου και αρχαιολόγος

Ο Δημήτριος Ευαγγελίδης (1886[1][2][3] ή 1888[4][5][6] - 22 Νοεμβρίου 1959[5]) ήταν Έλληνας καθηγητής πανεπιστημίου, αρχαιολόγος, αισθητικός και κριτικός τέχνης.

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεννήθηκε στην Πλεσίβιτσα (νυν Πλαίσιο) της Θεσπρωτίας όπου και διδάχτηκε τα πρώτα γράμματα. Αργότερα μετέβη στη Φιλιππούπολη συνεχίζοντας τη βασική του εκπαίδευση στο Ελληνικό Γυμνάσιο της βουλγαρικής πόλης[5] και έπειτα σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Αρχαιολογική σταδιοδρομία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την αποφοίτησή του προσλήφθηκε το 1908 στην Αρχαιολογική Υπηρεσία, εργαζόμενος αρχικά ως επιμελητής και έπειτα ως έφορος αρχαιοτήτων σε αρχαιολογικούς χώρους της Πελοποννήσου (Μυκήνες, Επίδαυρος και Σπάρτη). Μετά τη λήξη των Βαλκανικών Πολέμων στάλθηκε από το Υπουργείο Παιδείας στην Ήπειρο όπου έκανε καταγραφή και μελέτη των αρχαιολογικών και μεσαιωνικών μνημείων της ευρύτερης περιοχής. Επίσης, ήταν επικεφαλής των ανασκαφών που οργάνωσε το ελληνικό κράτος σε διάφορα μέρη της Βόρειας Ηπείρου, κατά το διάστημα που η περιοχή ήταν υπό ελληνικό έλεγχο, όπως στο Πήλιουρι και το Μπόρσι της Χειμάρρας, στα ερείπια της Αντιγόνειας και του Ογχησμού κ.α[7]. Έπειτα, από το 1915 ως το 1929 κατείχε τη θέση του έφορου αρχαιοτήτων των νησιών του Αιγαίου, με έδρα τη Λέσβο. Ενδιάμεσα μετέβη στην Ευρώπη όπου μετεκπαιδεύτηκε στα πανεπιστήμια του Μονάχου, του Βερολίνου και του Παρισιού[8] και παράλληλα μελέτησε τους καλλιτεχνικούς θησαυρούς της Ιταλίας[2]. Ως αρχαιολόγος διεύθυνε επί σειρά ετών αρχαιολογικές ανασκαφές στην Δωδώνη[9], στην Παραμυθιά[10], στη Λέσβο, στη Χίο κ.α[4].

Πανεπιστημιακή πορεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1929 εκλέχτηκε έκτακτος καθηγητής της Ιστορίας της αρχαίας τέχνης στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, εκφωνώντας παράλληλα στο πανεπιστήμιο τον εναρκτήριο λόγο της Πρωτοχρονιάς του 1930. Στο ίδιο πανεπιστήμιο έγινε αργότερα τακτικός της Ιστορίας της βυζαντινής τέχνης και καθηγητής αρχαιολογίας[4]. Το 1941 λόγω προβλημάτων υγείας αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τη θέση του και να εγκατασταθεί στην Αθήνα όπου διετέλεσε ιστορικός Τέχνης στο Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο μέχρι το 1958, έτος κατά το οποίο συνταξιοδοτήθηκε[11]. Απεβίωσε στις 22 Νοεμβρίου του 1959 στην Αθήνα[5].

Άλλες δραστηριότητες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με την εγκατάστασή του στην Αθήνα ανέλαβε τη διεύθυνση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου Αθηνών και αργότερα της Εθνικής Πινακοθήκης της Ελλάδας από τις 26 Αυγούστου 1945 μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου του 1947[3]. Υπήρξε επίσης πρόεδρος του Διεθνούς Συνδέσμου Κριτικών της Τέχνης και με αυτή την ιδιότητα εκπροσώπησε την Ελλάδα σε διάφορα συνέδρια[11].

Εργογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ευαγγελίδης υπήρξε συγγραφέας βιβλίων ιστορικού, αρχαιολογικού και καλλιτεχνικού ενδιαφέροντος, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονται «Η Βόρειος Ήπειρος» (Αθήνα, 1919), «Εισαγωγή στην ιστορία της τέχνης» (1931), «Οι αρχαίοι κάτοικοι της Ηπείρου και άλλα μελετήματα» (Ιωάννινα, 1962), «Η Ελληνική τέχνη» (Αθήνα, 1969) κ.ά. Επίσης δημοσίευσε εκτενείς επιστημονικές μελέτες σε περιοδικά και εφημερίδες όπως ο Νέος Ελληνομνήμων, τα Ηπειρωτικά Χρονικά, η Αρχαιολογική Εφημερίς, το Αρχαιολογικόν Δελτίον, το Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας κλπ. Κατά τα φοιτητικά του χρόνια, ο Ευαγγελίδης έγραψε υπό το φιλολογικό ψευδώνυμο Μήτσης Καλαμάς ποιήματα και διηγήματα που δημοσιεύτηκαν σε λογοτεχνικά περιοδικά όπως ο Νουμάς και το Ηγησώ.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Φώτιος Μ. Πέτσας, Σελίδες από την Ιστορία των Ηπειρωτών, Από τους μυθικούς χρόνους ως τις μέρες μας, εκδόσεις ΙΜΙΑΧ, Ιωάννινα 1993, σ. 43.
  2. 2,0 2,1 Σύγχρονος Εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη, τόμος 11, συμπλήρωμα, σ. 297.
  3. 3,0 3,1 Αντωνία Γιαννουδάκη, Εθνική Πινακοθήκη και Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου, Ίδρυμα Ευριπίδη Κουτλίδη - Η συλλογή νεοελληνικής γλυπτικής και η ιστορία της 1900-2006, Διδακτορική Διατριβή, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 2009, σ. 121.
  4. 4,0 4,1 4,2 Λεύκωμα της εκατονταετηρίδος της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία, Εν Αθήναις, χ.χ., σ. 15.
  5. 5,0 5,1 5,2 5,3 «Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, περίοδος Δ' - τόμος Α' (1959), Αθήναι 1960, σ. 155». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Ιανουαρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 4 Μαρτίου 2016. 
  6. «Ιωάννης Π. Πέγκας, Πλεσίβιτσα, Αθήνα 2006, σ. 272» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 4 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 4 Μαρτίου 2016. 
  7. Άκης Τσώνος, Σκάβοντας στην Αλβανία. Ιστορία και Ιδεολογία των αρχαιολογικών ερευνών κατά τον 19ο και 20ό αιώνα, Εκδόσεις Ισνάφι, Ιωάννινα 2009, σ. 59 - 60.
  8. Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, 1960, σ. 155-156.
  9. Φώτιος Μ. Πέτσας, 1993, σ. 41.
  10. Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, 1960, σ. 157.
  11. 11,0 11,1 Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, 1960, σ. 156.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]