Γλωσσοφαγιά

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ελληνική δημώδης έκφραση που χαρακτηρίζει τη συνεχή και "συστηματική" δυσμενή αλλά και μετά φθόνου ομιλία σε βάρος κάποιου ατόμου ή και κατά της οικογένειας ακόμη αυτού .
Λέγεται και κακογλωσσιά. Αντίστοιχη λόγια έκφραση είναι και η "βάσκανος γλώσσα".
Ηθικό όπλο εναντίον της γλωσσοφαγιάς ο Χριστιανισμός προβάλει τη θεία ρήση: "Αγαπάτε αλλήλους".

Η γλωσσοφαγιά διαφέρει από το κακό μάτι, στο γεγονός ότι στη γλωσσοφαγιά υπάρχει ενεργή συμμετοχή ενός ή περισσοτέρων ανθρώπων (με την ομιλία), ενώ στο κακό μάτι, υπάρχει υποψία μόνο για το πρόσωπο που συνειδητά ή άθελά του φθόνησε κάποιον ή κάτι.

Παραδείγματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τελικά η γλωσσοφαγιά κατά τις ελληνικές εκφράσεις είναι «ο Θεός να σε φυλάει»! Απαντάται παντού σε γειτονιές, σε καφενεία, σε χώρους εργασίας, σε υπηρεσίες πολιτικές και στρατιωτικές, «εκεί κι αν δεν είναι», «δίνει και παίρνει», και ακόμα σε πόλεις και χωριά και σε θρησκευτικούς ακόμη χώρους. Είναι γεγονός πως ο κάθε Έλληνας σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου μπορεί να ζήσει όπως εκείνος θέλει, αμ΄ εδώ, σ΄ αυτόν τον «ευλογημένο τόπο» που λέγεται Ελλάδα «έχει πέσει κατάρα». Για κάθε πράξη, σχέση, κίνηση, χαρά, γέλιο, ακόμη και μειδίαμα, σούφρωση, σκέψη, ανοχή, έξαψη, αναστεναγμό, πιθανώς να απαιτούν υποχρέωση να δοθεί σαφής και ακριβής «λογαριασμός»! Καθένας που ζει σ΄ αυτόν το τόπο, από τη πιό επίζηλη θέση Βασιλιά ή Προέδρου μέχρι του πιο άθλιου επαίτη ο έλεγχος της γλωσσοφαγιάς που ασκείται είναι αμείλικτος. Και γιατί όλα αυτά; «Τις οίδε»! (άγνωστο).

Το πιο περίεργο είναι όταν συμβαίνει να εκμυστηρεύεται κάποιος σε άλλον κάτι «εδώ και τώρα» και «σε χρόνο dt» να μαθαίνεται από το Πύθιο της Αλεξανδρούπολης στο Γύθειο στη Μάνη, «μιλάμε με τέτοια ταχύτητα», «τύφλα να ΄χουν τα κινητά»! Το πιο αξιοπρόσεκτο εν προκειμένω είναι, το να αφήνουν και κάποιοι την εργασία τους προκειμένου «να σκοτιστούν» πολλές φορές με μανία για «ξένες έγνοιες». Βέβαια το να «κακογλωσσεί» κάποιος ένα γεγονός «είναι υποφερτό», «στο διάολο να πάει», «που λέμε». Αλλά τις περισσότερες φορές συμβαίνει, περίεργα, η δριμύτερη κακογλωσσιά να βασίζεται σε εικασίες. «Την τρίχα την κάνουνε τριχιά», «το μαντήλι, καραβόπανο» και «ουαί κι αλίμονο» στο θύμα. Και τότε «ανοίγουν τα ουράνια» κι όλα γίνονται γνωστά, «πλυμένα κι άπλυτα» για «νέους και γέρους», «μανάδες και κόρες», «χήρες και ζωντοχήρες», «έγγαμους και άγαμους», εμπόρους, τραπεζίτες, «γιατρούς και δικηγόρους», όλοι σε μια παρέλαση να καταστούν «λατίνι».

Φοράει ένας καινούργια ρούχα; Ποιος τα κλαίει; Φοράει παλιά; Α! το κακομοίρη! Φοράει καινούργιο κουστούμι Κυριακή; Μόνο οι κτίστες αλλάζουν Κυριακή! Το φόρεσε καθημερνή; Τον «ντιστεγκέ» «θέλει να μας παραστήσει»; Οδηγεί αυτοκίνητο; Που τα βρήκε; Δεν οδηγεί; Ανάξιος είναι; Εργάζεται; Και που ΄ναι "τα καζάντια του", Δεν εργάζεται; Α! τον αχαΐρευτο! Είναι παντρεμένος; Και τι πήρε; Είναι ανύπαντρος; Ανίκανος θα ΄ναι! Δεν τους βρίσκεις «μήτε στο κρύο μήτε στο ζεστό»!
Ένα παλιό λαϊκό σχετικό τραγούδι έλεγε:
Για να μη μας τυρανάνε φίλοι και γνωστοί, θα σε πάρω και θα πάμε σε μια ξένη γη!

Ιδιόρρυθμος ο τύπος του Γραικού, άξιος μεγάλης και ευρείας λαογραφικής μελέτης.

  • Η σύνταξη του παραπάνω κειμένου έγινε με χρήση συνήθων ελληνικών εκφράσεων.