Γιώργος Κοσκωτάς

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Γιώργος Κοσκωτάς
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση1953
Αθήνα
ΚατοικίαΚουίνς (1970–1979)
Χώρα πολιτογράφησηςΕλλάδα
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΕλληνικά
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητακαινοτόμος επιχειρηματίας
τραπεζίτης
εκδότης
Ποινική κατάσταση
Κατηγορίες εγκλήματοςΠλαστογραφία
υπεξαίρεση

Ο Γιώργος Κοσκωτάς (3 Οκτωβρίου 1954) είναι Ελληνοαμερικανός επιχειρηματίας και πρώην τραπεζίτης και εκδότης, το κεντρικό πρωταγωνιστικό πρόσωπο στο ομώνυμο σκάνδαλο, από τα μεγαλύτερα της Μεταπολίτευσης. Παιδί φτωχής οικογένειας που μετανάστευσε στις ΗΠΑ, επέστρεψε στην Ελλάδα το 1979 και ανέλαβε διευθυντική θέση στην Τράπεζα Κρήτης, την οποία αργότερα αγόρασε, με κεφάλαια άγνωστης προέλευσης. Το 1982 μπήκε δυναμικά στον χώρο των εκδόσεων με τη «Γραμμή ΑΕ», και μέχρι το 1988 είχε δημιουργήσει μία εκδοτική και οικονομική αυτοκρατορία, που περιελάμβανε, εκτός από την Τράπεζα Κρήτης, εφημερίδες, περιοδικά, ραδιοφωνικό σταθμό, ξενοδοχεία, εργοστάσια βάμβακος και αλουμινίου, και την ποδοσφαιρική ομάδα του Ολυμπιακού.

Καταδικάστηκε για υπεξαίρεση σε 25ετή κάθειρξη. Αποφυλακίστηκε στις 16 Μαρτίου 2001, έχοντας εκτίσει τα 2/5 της ποινής του και χωρίς να επιστρέψει τα χρήματα που υπεξαίρεσε.[1] Σήμερα συνεχίζει τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες, αλλά αποφεύγει τη δημοσιότητα και δεν δίνει ποτέ συνεντεύξεις.

Πρώτα χρόνια και μετανάστευση στις ΗΠΑ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Γιώργος Κοσκωτάς γεννήθηκε στις 5 Οκτωβρίου 1954 στον Ασπρόπυργο.[2] Ο πατέρας του Βασίλης Κοσκωτάς ήταν Ηπειρώτης, από το Αργυροχώρι Ιωαννίνων, ενώ η μητέρα του Σταυρούλα Κατσιούφη ήταν Πελοποννήσια, από τα Λαγκάδια Αρκαδίας, μακρινή ξαδέλφη του βουλευτή και υπουργού Ευάγγελου Γιαννόπουλου.[2] Έχει έναν νεώτερο αδελφό, τον Σταύρο Κοσκωτά, ο οποίος αργότερα έγινε επίσης διάσημος στα χρόνια της παντοδυναμίας του Γ. Κοσκωτά. Το 1969 η οικογένεια Κοσκωτά μετανάστευσε στις ΗΠΑ, στη Νέα Υόρκη. Εκεί ο Γιώργος Κοσκωτάς εργάστηκε στις επιχειρήσεις του πατέρα του Βασίλη, σχετικές με την επισκευή και τον ελαιοχρωματισμό παλαιών κτιρίων. Συγχρόνως, παρακολούθησε μαθήματα οικονομικών και διοίκησης επιχειρήσεων στο πανεπιστήμιο Φόρνταμ και στο Κολλέγιο Λίμαν. Ο ίδιος ο Κοσκωτάς αργότερα δήλωσε ότι ήταν διδάκτωρ Οικονομικών Επιστημών, αλλά στη δίκη αποδείχτηκε ότι είχε απλά ένα κανονικό πανεπιστημιακό πτυχίο (Bachelor of Science), και όχι διδακτορικό δίπλωμα.[2] Κατά τη διάρκεια της διαμονής του στις ΗΠΑ, και παρά το νεαρό της ηλικίας του, ο Κοσκωτάς διέπραξε 64 αξιόποινα αδικήματα, κυρίως απάτες, πλαστογραφίες, πλαστοπροσωπίες και υπεξαιρέσεις.[2]

Επιστροφή στην Ελλάδα και αγορά της Τράπεζας Κρήτης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Κοσκωτάς γύρισε στην Αθήνα από τη Νέα Υόρκη τον Ιούνιο του 1979, και αρχικά διέμενε στην περιοχή της Γούβας, σε διαμέρισμα στην οδό Δαμαγήτου 35. Αρχικά πήγε στον Ευάγγελο Γιαννόπουλο (τότε πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών), με σύσταση της μητέρας του. Ο Γιαννόπουλος του πρότεινε να εργαστεί ως «πλασιέ» στο νομικό περιοδικό «Νομικό Βήμα», που εξέδιδε ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών. Ο Κοσκωτάς αρνήθηκε, και έκτοτε δεν είχε κάποια επαφή με τον Γιαννόπουλο.[2] Στις 3 Σεπτεμβρίου 1979, ο Κοσκωτάς προσλήφθηκε στην Τράπεζα Κρήτης, ως προϊστάμενος του Τμήματος Εσωτερικού Ελέγχου και Συναλλάγματος της Διεύθυνσης Λογιστικού, με δικαίωμα πρώτης υπογραφής. Το βιογραφικό που παρουσίασε ήταν ψευδές (δήλωνε διδάκτωρ Οικονομικών Επιστημών) και είχε καταφέρει να πλαστογραφήσει τους πανεπιστημιακούς του τίτλους. Ο Κοσκωτάς διέθετε πάντως αναμφισβήτητη ευφυΐα, καθώς εντυπωσίασε με τις οικονομικές γνώσεις του τόσο τον τότε ιδιοκτήτη της Τράπεζας, εφοπλιστή Γιάννη Καρρά, όσο και τον τότε διευθύνοντα σύμβουλο, καθηγητή Γεώργιο Καλαμωτουσάκη.[2]

Το 1982 ανέλαβε διευθυντής της Διεύθυνσης Λογιστικού, και το 1984 αγόρασε την Τράπεζα από τον Καρρά, με κεφάλαια άγνωστης (τότε) προέλευσης, αναλαμβάνοντας πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Τράπεζας Κρήτης. Μετά το ξέσπασμα του σκανδάλου, αποδείχτηκε ότι ο Κοσκωτάς υπεξαιρούσε χρήματα της Τράπεζας, τόσο από τα συναλλαγματικά όσο και από τα δραχμικά διαθέσιμα αυτής, και τα τοποθετούσε σε ατομικούς του λογαριασμούς σε τράπεζες του εξωτερικού. Για την πραγματοποίηση και τη συγκάλυψη των εν λόγω υπεξαιρέσεων, ο Κοσκωτάς χρησιμοποιούσε, με τη βοήθεια συνεργατών του υπαλλήλων της Τράπεζας, διάφορα λογιστικά κυρίως τεχνάσματα, μεταξύ των οποίων πλαστογραφίες βιβλίων και παραστατικών εγγράφων της Τράπεζας ή εγγράφων τρίτων συναλλασσόμενων με την Τράπεζα Κρήτης, καθώς και άνοιγμα ή διακίνηση εικονικών λογαριασμών καταθέσεων.[2]

Όταν ο Κοσκωτάς έγινε πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Τράπεζας Κρήτης το 1984, αυτή είχε δίκτυο 35 υποκαταστημάτων. Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1988, είχε πλησιάσει τα 90, και είχε επεκταθεί σε Λονδίνο και Φραγκφούρτη. Η Τράπεζα Κρήτης επίσης αγόρασε και το ιστορικό ξενοδοχείο «King George» στην Πλατεία Συντάγματος.

Ίδρυση της εκδοτικής «Γραμμή Α.Ε.»[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1982, τη χρονιά που ανέλαβε διευθυντής Λογιστικού στην Τράπεζα Κρήτης, ο Κοσκωτά συνεργάστηκε με τον γνωστό δημοσιογράφο και γαμπρό του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, Παύλο Μπακογιάννη, στη δημιουργία της εκδοτικής επιχείρησης «Γραμμή ΑΕ». Το αρχικό κεφάλαιο της εταιρείας ήταν 60 εκατομμύρια δραχμές (καλύφθηκε από τον Κοσκωτά), και στο καταστατικό της ως ιδρυτές και μέτοχοι αναφέρονταν ο Παύλος Μπακογιάννης, η αδελφή του Αναστασία Κασβίκη-Μπακογιάννη, και ο Δημήτρης Κουνελάκης, διευθυντής Δημοσίων Σχέσεων του Ομίλου Τράπεζας Κρήτης και στενός συνεργάτης του Κοσκωτά.[2]

Κατά την εξαετία 1982-1988, η «Γραμμή ΑΕ» εξέδωσε 5 περιοδικά (ΕΝΑ, ΚΑΙ, TV3, MIA, ΔΥΟ, Τέταρτο), την ημερήσια πολιτική εφημερίδα «24 Ώρες», και προέβη στην ίδρυση του ραδιοφωνικού σταθμού Sky 100.4. Στη «Γραμμή» εργάστηκαν κορυφαίοι Έλληνες δημοσιογράφοι, συγγραφείς, παρουσιαστές και διανοούμενοι, όπως, ενδεικτικά: Θέμος Αναστασιάδης, Αλέξης Παπαχελάς, Γιάννης Ρουμπάτης, Θοδωρής Καλούδης, Μάνος Χατζιδάκις, Χάρρυ Κλυνν κτλ.

Εκείνα τα χρόνια ο Κοσκωτάς έφυγε από το απλό διαμέρισμα της οδού Δαμαγήτου στη Γούβα, και μετακόμισε στην Εκάλη, σε μονοκατοικία στην οδό Ορφέως 5-7 και Ευρυδίκης. Το σπίτι του Κοσκωτά στην Εκάλη δεν ήταν κάτι ιδιαίτερο για τα δεδομένα της περιοχής (μια άσπρη μονοκατοκία με κήπο, χωρίς πισίνα), ειδικά σε σχέση με τις εντυπωσιακές βίλλες τριγύρω, αλλά ξεχώριζε επειδή φρουρείτο συνεχώς από δεκάδες ένοπλους σωματοφύλακες. Το γραφείο του Κοσκωτά βρισκόταν στην καρδιά της Αθήνας, στην οδό Βουκουρεστίου 22, όπου ο Κοσκωτάς δεχόταν σημαντικές προσωπικότητες του ελληνικού δημόσιου βίου.

Ο Κοσκωτάς αγόρασε μία τεράστια έκταση στην Παλλήνη, όπου δημιούργησε μεγάλο και σύγχρονο κτιριακό συγκρότημα το οποίο εξόπλισε με μηχανήματα τελευταίας τεχνολογίας κατάλληλα για την παραγωγή εντύπων (μεταξύ άλλων, ήταν αυτός που καθιέρωσε το πολυτελές «ιλουστρασιόν» χαρτί).[2] Τον Μάρτιο του 1987, ο Κοσκωτάς αγόρασε από την Ελένη Βλάχου την «Καθημερινή», τη σημαντικότερη εφημερίδα της ελληνικής κεντροδεξιάς, και τον Μάιο του 1988 αγόρασε και τη «Βραδυνή», επίσης ιστορική εφημερίδα της κεντροδεξιάς. Ο Κοσκωτάς δήλωσε αργότερα, μετά το ξέσπασμα του σκανδάλου, ότι αυτές οι αγορές έγιναν με εντολή του Ανδρέα Παπανδρέου, που του διαβίβαζε τις εντολές του μέσω του αντιπροέδρου της κυβέρνησης Μένιου Κουτσόγιωργα, ή μέσω του συνεργάτη και προσωπικού φίλου του Γιώργου Λούβαρη.

Σύγκρουση με άλλους εκδότες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι εκδότες των υπόλοιπων εφημερίδων, βλέποντας τη ραγδαία άνοδο του Κοσκωτά, άρχισαν να πανικοβάλλονται. Η εντυπωσιακή ρευστότητα του Κοσκωτά και η γιγάντωση της Τράπεζας Κρήτης, η συνεχής εξαγορά εφημερίδων και περιοδικών μαζί με την ίδρυση νέων, και η προσέλκυση κορυφαίων δημοσιογράφων λόγω των υψηλών μισθών που προσέφερε η «Γραμμή», έκανε τους εκδότες να φοβούνται ότι στόχος του Κοσκωτά ήταν να τους οδηγήσει στον αφανισμό. Τα πρώτα αντικοσκωτικά δημοσιεύματα ξεκίνησαν το 1986: στις 4 Σεπτεμβρίου 1986 η (τότε ακόμα φιλοΠΑΣΟΚική) εφημερίδα «Έθνος» του Γιώργου Μπόμπολα δημοσίευσε άρθρο-έρευνα του δημοσιογράφου Αναστάση Καραμήτσου (αργότερα γνωστός ως συνεκδότης της εφημερίδας «Πρώτο Θέμα») με τίτλο «Η Μαφία πίσω από τον Κοσκωτά». Ο Κοσκωτάς προσέφυγε στη Δικαιοσύνη, με δικηγόρο τον Γιάννη Μαντζουράνη (γραμματέας του Υπουργικού Συμβουλίου επί Ανδρέα Παπανδρέου), και κατάφερε να καταδικάσει τον Μπόμπολα για συκοφαντική δυσφήμηση.[2]

Την 1η Αυγούστου 1987 όλες σχεδόν οι μη ελεγχόμενες από τον Κοσκωτά ημερήσιες πολιτικές εφημερίδες δημοσιεύουν ανοιχτή επιστολή 5 εκδοτών στον πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου, εναντίον του «φαινομένου Κοσκωτά». Οι 5 εκδότες ήταν ο Χρήστος ΛαμπράκηςΤα Νέα», «Το Βήμα»), ο Γιώργος ΜπόμπολαςΈθνος»), ο Χρήστος ΤεγόπουλοςΕλευθεροτυπία»), ο Γιώργος ΚουρήςΑυριανή») και ο Άρης ΒουδούρηςΕλεύθερος Τύπος»): χαρακτηριστικά, οι 4 από αυτούς, με την εξαίρεση του Βουδούρη, ήταν εκδότες φιλοΠΑΣΟΚικών εφημερίδων, ενώ και ο Βουδούρης που τότε εξέδιδε τον δεξιό και αντιπαπανδρεϊκό «Ελεύθερο Τύπο» είχε ξεκινήσει ως οπαδός του Ανδρέα Παπανδρέου.

Στην επιστολή τους, οι εκδότες ανέφεραν ότι «η έννομη κατάχρηση των δυνατοτήτων που προσφέρει σε ιδιώτες η ιδιοκτησία ενός τραπεζικού οργανισμού έλαβε τόσο σοβαρές διαστάσεις, ώστε να μετατίθεται το θέμα από επιχειρηματική επέκταση σε κίνδυνο για τους δημοκρατικούς θεσμούς της χώρας.»[2]

Απρόσμενη σύλληψη στην Ουάσινγκτον[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 8 Οκτωβρίου 1987, ο Κοσκωτάς βρέθηκε στην Ουάσινγκτον, καλεσμένος του ίδιου του τότε προέδρου των ΗΠΑ Ρόναλντ Ρήγκαν στον Λευκό Οίκο. Ενώ έμπαινε στον Λευκό Οίκο, συνοδευόμενος από τον ανταποκριτή της «Γραμμής» στις ΗΠΑ δημοσιογράφο Αλέξη Παπαχελά, συνελήφθη από πράκτορες της Υπηρεσίας Φορολογικής Δίωξης (IRS) για τα 64 αδικήματα τα οποία είχε διαπράξει ενώ ζούσε στις ΗΠΑ μέχρι το 1979. Ο Κοσκωτάς στη συνέχεια αφέθηκε ελεύθερος με εγγύηση ενός εκατομμυρίου δολαρίων, αλλά κρατήθηκε το διαβατήριό του, για να μην μπορεί να φύγει από τις ΗΠΑ μέχρι να γίνει η σχετική δίκη.[2] Ο Κοσκωτάς μετέβη στην ελληνική πρεσβεία στην Ουάσινγκτον συνοδευόμενος από τον Παπαχελά, όπου ανέφερε ότι έχασε το διαβατήριό του. Του παραχωρήθηκε ταξιδιωτικό έγγραφο, με το οποίο επέστρεψε στην Ελλάδα.

Ο τρόπος με τον οποίο έγινε η σύλληψη του Κοσκωτά, ενώ ήταν καλεσμένος του ίδιου του προέδρου των ΗΠΑ, οδήγησε πολλούς παρατηρητές να σχολιάσουν ότι οι Αμερικανοί «την είχαν στημένη» στον Κοσκωτά, καθώς δεν ήταν δυνατό ο πρόεδρος των ΗΠΑ να αποστείλει πρόσκληση σε κάποιον χωρίς να ενημερωθεί για το ποιόν του από τις αρμόδιες υπηρεσίες. Χρόνια αργότερα, το 2001, ο απόστρατος στρατηγός Νικόλαος Γρυλλάκης, στενός συνεργάτης του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, ανέφερε ότι ο ίδιος βρισκόταν σε επαφή με την αμερικανική CIA, η οποία για τους δικούς της λόγους ήθελε να ρίξει την κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου, και η ίδια με δική της πρωτοβουλία βοήθησε τη Νέα Δημοκρατία εκείνη την περίοδο.[3] Η είδηση της σύλληψης του Κοσκωτά διέρρευσε στην Ελλάδα, και οι εκδότες των υπόλοιπων εφημερίδων άρχισαν πλέον να ζητούν κυβερνητική, αλλά και εισαγγελική παρέμβαση για τον οικονομικό έλεγχο των επιχειρήσεων του. Παρόλα αυτά ο Κοσκωτάς τον Φεβρουάριο του 1988 ξεκίνησε την κυκλοφορία των «24 Ωρών», με το πρώτο φύλλο της εφημερίδας (24/2/1988) να ξεπερνά τις 275.000 πωλήσεις σε όλη την Ελλάδα. Παράλληλα, αγόρασε εργοστάσια βάμβακος και αλουμινίου και ξεκίνησε τον ραδιοφωνικό σταθμό Sky 100.4. Παρά τις συνεχόμενες πρωτοσέλιδες καταγγελίες των εφημερίδων, δεν έγινε καμία κίνηση εναντίον του Κοσκωτά, ούτε από κυβερνητικές υπηρεσίες, αλλά ούτε και από εισαγγελείς. Αργότερα, μετά τη φυλάκισή του, ο Κοσκωτάς ισχυρίστηκε ότι τόσο ο τότε προϊστάμενος της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών Δημήτριος Βλάχος, όσο και ο προϊστάμενος της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών Ιωάννης Γαβρίλης, βρίσκονταν «υπό τον απόλυτο έλεγχο» του Μένιου Κουτσόγιωργα.

Αγορά της Π.Α.Ε. Ολυμπιακός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Κοσκωτάς εισήλθε στον χώρο του ποδοσφαίρου τον Νοέμβριο του 1987, όταν αγόρασε το 51% των μετοχών της ΠΑΕ Ολυμπιακός από τον εφοπλιστή Σταύρο Νταϊφά έναντι 300 εκατομμυρίων δραχμών.[4] Με την ανάληψη της διοίκησης της ΠΑΕ, ο Κοσκωτάς προχωρά σε μια σειρά από μεταγραφές ποδοσφαιριστών, όπως του Χουάν Χιλμπέρτο Φούνες (της Ρίβερ Πλέιτ), του Ντιέγκο Αγκίρε (της Πενιαρόλ), του Μηνά Χαντζίδη (της Μπάγερ Λεβερκούζεν), του Γιώτη Τσαλουχίδη (της Βέροιας), του Θόδωρου Παχατουρίδη (της Δόξας Δράμας) και άλλων. Ταυτόχρονα ανέθεσε την τεχνική ηγεσία στον μέχρι τότε προπονητή του ΠΑΟΚ, Τάις Λίμπρεχτς.[4] Παρά τις σημαντικές μεταγραφές που έκανε ο Κοσκωτάς, η ομάδα του Ολυμπιακού πραγματοποιούσε άσχημες εμφανίσεις τερματίζοντας στην 9η θέση με την λήξη του πρωταθλήματος.

Προκειμένου να αντιστρέψει το κακό κλίμα εις βάρος του και την πορεία της ομάδας, ο Κοσκωτάς, το καλοκαίρι του 1988 προχώρησε σε συζητήσεις για απόκτηση διεθνών ποδοσφαιριστών, όπως του Πορτογάλου Πάολο Φούτρε (της Ατλέτικο Μαδρίτης), του Γερμανού Γιούργκεν Κλίνσμαν (της ΦφΜ Στουτγκάρδης) και του Ούγγρου Λάγιος Ντέταρι (της Άιντραχτ Φραγκφούρτης).[4] Τελικά από τους τρεις ποδοσφαιριστές, θα ολοκληρωθεί μόνο η μεταγραφή του Λάγιος Ντέταρι, με τον Κοσκωτά να καταβάλει το αστρονομικό ποσό των 3.000.000.000 δραχμών (σημερινά περίπου 8.700.000 ευρώ), προκαλώντας αίσθηση σε όλη την Ευρώπη, καθώς τον παίκτη διεκδικούσε και η ιταλική Γιουβέντους ΦΚ.[5]

Δικαστική έρευνα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 5 Ιουλίου 1988, ο προϊστάμενος της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών Δημήτριος Βλάχος πήρε άδεια για να πάει διακοπές στο εξοχικό του στην Κέρκυρα, και χρέη αναπλήρωσης του προϊσταμένου ανέλαβε, βάσει νόμου, ο αρχαιότερος των εισαγγελέων που υπηρετούσαν στην Εισαγγελία Εφετών, Δημήτριος Τσεβάς, ο οποίος ήταν γνωστός για τις αντιπαπανδρεϊκές του πολιτικές απόψεις. Στις 11 Ιουλίου ο Τσεβάς, βασισμένος σε σειρά πρωτοσέλιδων της «Ελευθεροτυπίας» διέταξε προκαταρκτική εξέταση για τις αποδιδόμενες από τα δημοσιεύματα αξιόποινες πράξεις στον Κοσκωτά, και ανέθεσε την εξέταση αυτή στον αντεισαγγελέα Εφετών Γεώργιο Κουβέλη.[2] Τότε αμέσως ο Βλάχος διέκοψε την άδειά του, επέστρεψε στην Αθήνα, ανέλαβε και πάλι καθήκοντα προϊσταμένου, ξεκίνησε πειθαρχικές διαδικασίες κατά του Τσεβά, και αφαίρεσε την υπόθεση από τον Γεώργιο Κουβέλη, αναθέτοντάς την στον αντεισαγγελέα Εφετών Γεώργιο Κλειδαρά. Ο Κλειδαράς συνέταξε πόρισμα που απάλλασσε τον Κοσκωτά, και έτσι φάνηκε ότι η υπόθεση θα έκλεινε.[2]

Όμως, η «Ελευθεροτυπία» δημοσίευσε το αρχικό πόρισμα του εισαγγελέα Κουβέλη (προτού του αφαιρέσει την υπόθεση ο Βλάχος), το οποίο καταλόγιζε κακουργηματικές πράξεις στον Κοσκωτά και ζητούσε την ποινική δίωξή του για τέσσερα κακουργήματα καθώς και άνοιγμα των τραπεζικών λογαριασμών του.[2]

Ο Μένιος Κουτσόγιωργας πίστευε ότι υπήρχε «αριστεροδεξιά» συνωμοσία εναντίον της κυβέρνησης: από τη μία ο αριστερός εκδότης της «Ελευθεροτυπίας» Χρήστος Τεγόπουλος, τα πρωτοσέλιδα της οποίας προκάλεσαν τις εισαγγελικές παρεμβάσεις, και από την άλλη οι δεξιοί εισαγγελείς.[2]

Ενώ συνέβαιναν όλα αυτά, ο πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου βρισκόταν επί δύο μήνες (Αύγουστος-Οκτώβριος 1988) στο νοσοκομείο Χέρφιλντ του Λονδίνου (όπου υπεβλήθη σε εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς), χωρίς να μπορεί να επέμβει στις εξελίξεις. Έτσι, στις 19 Οκτωβρίου 1988, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Δημήτριος Χαλικιάς διέταξε την τοποθέτηση επιτρόπου στην Τράπεζα Κρήτης (Σπύρος Παπαδάτος), παρά τις προσπάθειες του αντιπροέδρου της κυβέρνησης Μένιου Κουτσόγιωργα.[2]

Κατάρρευση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Σκάνδαλο Κοσκωτά

Τα ευρήματα του επιτρόπου Σπύρου Παπαδάτου ήταν κόλαφος για τον Κοσκωτά. Αποκαλύφθηκε ότι ο Κοσκωτάς (που πλέον αποκτά το προσωνύμιο «Μεγαλοαπατεώνας») είχε κάνει συνολική υπεξαίρεση από την Τράπεζα Κρήτης του ποσού των 33,5 δισεκατομμυρίων δραχμών. Η υπεξαίρεση των καταθέσεων είχε ξεκινήσει από την εποχή ακόμα που ήταν υπάλληλος στην Τράπεζα. Με τα χρήματα αυτά αγόρασε όλες τις επιχειρήσεις του αλλά και δωροδοκούσε δημόσια πρόσωπα.

Ο Κοσκωτάς πούλησε εσπευσμένα την Τράπεζα Κρήτης στους εργολάβους Χρήστο Αρφάνη και Νίκο Χιώνη, τη «Γραμμή Α.Ε.» στον εφοπλιστή Γιάννη Αλαφούζο και την ΠΑΕ Ολυμπιακός στον επιχειρηματία Αργύρη Σαλιαρέλη. Ο τελευταίος τον βοήθησε να διαφύγει από την Ελλάδα, στις 5 Νοεμβρίου του 1988, αρχικά για τη Βραζιλία και στη συνέχεια για τις ΗΠΑ, όπου όμως συνελήφθη και κρατήθηκε στις φυλακές του Σάλεμ. Εκδόθηκε στην Ελλάδα το 1991. Καταδικάστηκε σε 25ετή κάθειρξη και αποφυλακίστηκε στις 16 Μαρτίου 2001, έχοντας εκτίσει τα 2/5 της ποινής του.

Σήμερα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σήμερα ο Γιώργος Κοσκωτάς ζει στη Γλυφάδα και συνεχίζει τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες, αποφεύγοντας όμως τη δημοσιότητα.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Σκάνδαλο Κοσκωτά: Ο πρώην πρόεδρος του Ολυμπιακού οδηγείται από τις ΗΠΑ στις φυλακές του Κορυδαλλού». ΕΘΝΟΣ. 1 Ιουνίου 2022. Ανακτήθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 2022. 
  2. 2,00 2,01 2,02 2,03 2,04 2,05 2,06 2,07 2,08 2,09 2,10 2,11 2,12 2,13 2,14 2,15 2,16 Φύλλα 3.244 έως 3.267 των πρακτικών και των Αποφάσεων 1/1991 έως 72/17.1.1992 του Ειδικού Δικαστηρίου. Περιλήψεις και σχολιασμοί των πρακτικών περιέχονται στα βιβλία «Η Δίκη του Ανδρέα Παπανδρέου: 20 χρόνια μετά την παραπομπή» του δικηγόρου και διευθυντή Νομικού Γραφείου του Ανδρέα Παπανδρέου Αντώνη Βγόντζα (από φιλοπαπανδρεϊκή σκοπιά) και «Να γιατί αθωώθηκε ο Ανδρέας Παπανδρέου» του Αρεοπαγίτη Σπυρίδωνα Σπύρου (από αντιπαπανδρεϊκή σκοπιά)
  3. Νικόλαος Γρυλλάκης, Αποκαλύπτω, 2001, Εκδόσεις Α.Α. Λιβάνη, κεφάλαιο «Επαφές μου με CIA στο πλαίσιο της ΝΔ»
  4. 4,0 4,1 4,2 «Σαν σήμερα: Ο Κοσκωτάς αναλαμβάνει τον Ολυμπιακό...». sdna.gr. Ανακτήθηκε στις 7 Μαΐου 2023. 
  5. «Σαν σήμερα: Η μεγάλη μεταγραφή του Ντέταρι στον Ολυμπιακό (vids)». sportime.gr. Ανακτήθηκε στις 7 Μαΐου 2023. 

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]