Γιώργος Γουναρόπουλος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Γιώργος Γουναρόπουλος
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Γεώργιος Γουναρόπουλος (Ελληνικά)
Γέννηση22 Μαρτίου 1889 ή 1890
Σωζόπολη
Θάνατος17 Αυγούστου 1977
Αθήνα
Χώρα πολιτογράφησηςΕλλάδα[1]
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΕλληνικά
ΣπουδέςΑνωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταζωγράφος[2][3]
Υπογραφή

Ο Γιώργος Γουναρόπουλος (G. Gounaro) (Σωζόπολη Ανατολικής Ρωμυλίας 22 Μαρτίου 1889 ή 1890[4]Αθήνα, 17 Αυγούστου 1977) ήταν Έλληνας ζωγράφος της Γενιάς του '30, ο οποίος διακρίθηκε για τους ιδιαιτέρως ονειρικούς του πίνακες.

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Γιώργος Γουναρόπουλος ήταν το έκτο και τελευταίο παιδί του Ηλία Γουναροπούλου από τη Σωζόπολη, μικρή παραθαλάσσια πόλη στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας στη Βουλγαρία, και της Ασανίτσας (Άννας).[5] Στις αρχές του 1900, υπό την πίεση της βουλγαρικής κυβέρνησης, η οικογένειά του, όπως και πολλές άλλες οικογένειες Ελλήνων από την Ανατολική Ρωμυλία, αναγκάστηκε να μετακομίσει στην Ελλάδα.[6] Μετά από περιπλάνηση σε διάφορες πόλεις (Ευξεινούπολη Μαγνησίας,[7] Ξάνθη και Θεσσαλονίκη) εγκαθίσταται οριστικά στην Αθήνα. Οι συνθήκες διαβίωσης όμως ήταν δύσκολες το 1904 και έτσι, ο σχεδόν δεκαπεντάχρονος Γιώργος Γουναρόπουλος, χρησιμοποιώντας τη σχεδιαστική του ικανότητα εργάζεται σε διάφορα επιγραφοποιία της πόλης[8].

Το 1907 έδωσε εξετάσεις και έγινε δεκτός στο Σχολείο Καλών Τεχνών (την μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) της Αθήνας. Στην αρχή εγράφεται στο τμήμα διακοσμητικής, σύντομα όμως μετακινείται στο τμήμα ζωγραφικής. Εκεί σπούδασε προοπτική και σκηνογραφία, με δάσκαλο τον Βικέντιο Μποκατσιάμπη, και κατόπιν ζωγραφική, με δασκάλους τον Σπυρίδωνα Βικάτο, τον Γεώργιο Ροϊλό κ.ά.[9] Η επίδραση αυτών των ακαδημαϊκών ζωγράφων της Σχολής του Μονάχου είναι εμφανής στα πρώτα έργα του καλλιτέχνη, τα οποία ο ίδιος αργότερα αποκήρυξε. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του, και λόγω της υψηλής βαθμολογίας του, ελάμβανε την υποτροφία του αβερώφειου κληροδοτήματος. Το 1910 ήρθε δεύτερος στον Ιακωβίδειο διαγωνισμό και το 1912 συμμετείχε στον Ράλλειο διαγωνισμό, όπου και απέσπασε έπαινο. Αποφοίτησε από την Σχολή πρώτος κατά σειρά επιτυχίας αποσπώντας το Θωμαϊδειο βραβείο[8].

Γ. Γουναρόπουλος, Εργασία, περί το 1912. Ελαιογραφία σε καμβά, 109 εκ. x 80 εκ. Συλλογή Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών, Αθήνα.

Από την έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων και μέχρι το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου υπηρέτησε επανειλημμένα στον Ελληνικό Στρατό. Την περίοδο εκείνη φιλοτέχνησε προσωπογραφίες στρατιωτικών και πολεμικές σκηνές, όπως και πολλοί άλλοι ζωγράφοι της εποχής του.

Μόλις αποστρατεύθηκε, το 1919, έλαβε υποτροφία από τον Αβερώφειο Διαγωνισμό του Πολυτεχνείου και πήγε στο Παρίσι για να συνεχίσει τις σπουδές του επί τέσσερα χρόνια στην Ακαδημία Ζυλιάν και κατόπιν για έναν χρόνο στην Ακαδημία της Γκραντ Σωμιέρ.[9] Παράλληλα, το 1924, εκθέτει έργα του στο Salon National des Beaux Arts, στο Salon d’ Automne και στο Salon des Independants. Μετά τη συμμετοχή του στο Salon d’ Automne οι έμποροι τέχνης Μαξ Μπερζέ και Άλφρεντ ντ’ Αλμπέρ πατρονάρουν τον ζωγράφο. Το 1924 άνοιξε δικό του ατελιέ στο Παρίσι, στο 95 της οδού Βοζιράρ (Rue Vaugirard) στο Μονπαρνάς, όπου ήταν και το σπίτι του[8].

Το φθινόπωρο το 1924, επιστρέφει στην Ελλάδα για να συμμετάσχει στην Πανελλήνια Έκθεση στο Ζάππειο με 77 πίνακες, προκαλώντας έκπληξη στο συντηρητικό μεγαλοαστικό Αθηναϊκό κοινό. Το 1925 επιστρέφει στο Παρίσι και αρχίζει να μορφοποιεί το προσωπικό του στυλ, το οποίο αργότερα θα τον καθιερώσει μεταξύ των σημαντικότερων ζωγράφων της εποχής. Τον Οκτώβριο του 1925 εκθέτει στην Galerie Vavain-Raspail, μια από τις σημαντικότερες γκαλερί του Παρισιού, ενώ τον Μάρτη του 1926 πραγματοποιεί δεύτερη έκθεση στην ίδια γκαλερί εξασφαλίζοντας παράλληλα συμβόλαιο μόνιμης συνεργασίας.

Η προσωπική τεχνοτροπία της ζωγραφικής του G.Gounaro (όνομα με το οποίο υπογράφει πλέον τα έργα του) επικυρώνεται, καθώς η οργάνωση του φωτός στο ζωγραφικό χώρο που πρότεινε αντικατοπτρίζει τον ζωγραφικό προβληματισμό της εποχής (1920-1930) και αναγνωρίζεται από τους κριτικούς του Παρισιού ως πρωτοποριακή. Γράφονται άρθρα για την τεχνοτροπία της ζωγραφικής του στα έντυπα: La vie, Le journal des debats, L’ art d’ aujourd’hui, L’ amie des arts, Catalan revue και στο Cahiers d art του Christian Zervos. Τον Ιανουάριο του 1927 πραγματοποιεί νέα ατομική έκθεση στην γκαλερί Vavain-Raspail και αναχωρεί για την Αθήνα, όπου στο ατελιέ του ετοιμάζει πυρετωδώς τη νέα δουλειά του, που θα εκθέσει το επόμενο έτος σε μια από τις τρεις μεγαλύτερες γκαλερί του Παρισιού, την Jaques Bernheim, και η οποία σημείωσε ιδιαίτερη επιτυχία. Την περίοδο αυτή διαμορφώθηκε το προσωπικό του ύφος με τις αχνές γραμμές και τα βαθυγάλανα, κίτρινα, κοκκινωπά και ιώδη χρώματα. Οι πίνακες του βρίσκονται πλέον στις μεγαλύτερες συλλογές σε Γαλλία, Αγγλία και Ισπανία, ενώ το 1929 εκθέτει στο Salon Vrais-Independants και ταυτόχρονα στο πρωτοποριακό Salon Sur Independants, όπου συμμετείχαν, μεταξύ άλλων, οι Lurcat, Bores και Vines. Έχοντας κερδίσει την Παρισινή αναγνώριση και έχοντας καθιερώσει πλέον το προσωπικό ζωγραφικό του ύφος, επιστρέφει και εκθέτει στην Αθήνα την άνοιξη του 1929, εγκαινιάζοντας τη δεύτερη ατομική του έκθεση στην Γκαλερί Στρατηγοπούλου. Η έκθεση είχε μεγάλη εμπορική επιτυχία, αλλά δίχασε το κοινό και τους κριτικούς.[10] Οι πιο νέοι κριτικοί τον επαίνεσαν πάρα πολύ. Αντιθέτως, οι οπαδοί της Σχολής του Μονάχου, και κυρίως ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, τον κατηγόρησαν ότι αγνοούσε τους κανόνες της ζωγραφικής. Οι εφημερίδες της εποχής Ελεύθερο Βήμα, Πρωία, Έθνος, Νέα Εστία, Πρωτοπορία και Εθνική Επιθεώρηση δημοσιεύουν απανωτά άρθρα με κρίσεις θαυμασμού, επικρίσεις και ανταπαντήσεις[8].

Το Μεγάλο Κραχ του 1929 πλήτει την αγοραστική κίνηση του Παρισιού και αναγκάζεται να επιστρέψει στην Ελλάδα με σκοπό να παραμείνει προσωρινά, πιστεύοντας ότι η οικονομική κρίση δεν θα σταθεί εμπόδιο στη διεθνή του καριέρα. Το 1931 επέστρεψε στην Αθήνα και εγκαταστάθηκε στα Άνω Ιλίσια. Ακολούθησε ο γάμος του με τη μουσικοσυνθέτρια Μαρία Πρωίου και η γέννηση του μοναχογιού τους, του Ηλία, που έγινε αργότερα αρχιτέκτονας. Μετά το πρώτο ξεπέρασμα της οικονομικής κρίσης ο γαλλικός τύπος θα ασχοληθεί με το έργο του, όμως ο Γουναρόπουλος έχει πια εγκατασταθεί και επικυρωθεί στην Ελλάδα συμμετέχοντας σε εκθέσεις, ενώ άρχισε να εικονογραφεί βιβλία και να φιλοτεχνεί σκηνικά για θεατρικές παραστάσεις.[9] Θα διατηρήσει, όμως, μια σποραδική επικοινωνία με τον Marius Arg Leblond και μια πιο τακτική με τον Τεριάντ, ως το τέλος της ζωής του. Το 1934 μετέχει πρώτη φορά στη Μπιενάλε της Βενετίας και τα έργα του ξεχωρίζουν στις δημοσιεύσεις του Ιταλικού Τύπου. Την ίδια χρονια εικονογραφεί το βιβλίο Αλληλουχίες, του στενού του φίλου και αγαπημένου ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκου, ο οποίος του αφιερώνει το ποίημα Καρυάτιδες της ενότητας Οι σπόνδυλοι της πολιτείας (1935) από την συλλογή Ενδοχώρα. Το έτος 1935 σημαδεύεται από μια έκθεση σταθμό στην εξέλιξη της μοντέρνας τέχνης στην Ελλάδα: η «Έκθεση των Τριών» στη Λέσχη Καλλιτεχνών Ατελιέ όπου αρουσίασε έργα του μαζί με τους Χατζηκυριάκο-Γκίκα και Τόμπρο. Στις 2 Ιουλίου του 1937 ανέλαβε να διακοσμήσει την αίθουσα συνεδριάσεων του Δημοτικού Συμβουλίου στο Δημαρχιακό Μέγαρο Αθηνών. Η εκτέλεση του έργου αυτού κράτησε σχεδόν δύο έτη· το αποτέλεσμα ήταν μια μοναδική τοιχογραφία, με κερί και χρώματα λαδιού, τεχνική που συναντιέται πολύ σπάνια, συνολικής επιφάνειας 113m2 με θέματα παρμένα από την ιστορία της πόλης.[11] Ο Γουναρόπουλος μελέτησε αρχαία αγγεία, νομίσματα, επιτύμβιες στήλες, αγάλματα και σχετική βιβλιογραφία για την αρχαία τέχνη, έτσι ώστε να αποδώσει πιστά τις μορφές, τα ενδύματα και τα αντικείμενα[8].

Το 1944 ο Γουναρόπουλος ήταν από τα ιδρυτικά στελέχη του Καλλιτεχνικού Επαγγελματικού Επιμελητηρίου (Επιμελητήριο Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος), τον Απρίλιο του 1945 συμμετείχε στην επιτροπή που ανέλαβε την κατάταξη των καλλιτεχνών που συμμετείχαν στο επιμελητήριο, και τελικά αποτέλεσε ένα από τα πέντε μέλη του συμβουλίου που σχετιζόταν με το τμήμα ζωγραφικής του ΚΕΕ.[12]

Το 1948 ταξιδεύει στη Νέα Υόρκη των Η.Π.Α. και εκθέτει στην γκαλερί Hugo του Αλέξανδρου Ιόλα. Με παραγγελία του βιομηχάνου Απόστολου Παπαγεωργίου, το 1951, ο Γουναρόπουλος ανέλαβε την αγιογράφηση του παρεκκλησιού της Αγίας Τριάδας στο Αχιλλοπούλειο Νοσοκομείο του Βόλου. Πρόκειται για έργο μοναδικό στο είδος του που δεν συγκρίνεται με καμία άλλη παραδοσιακή (βυζαντινή) ή μη αγιογράφηση.[13][14][15][16]

Γ. Γουναρόπουλος, Γυναικεία μορφή, 1931. Ελαιογραφία σε καμβά, 66 εκ. x 55 εκ. Εθνική Πινακοθήκη, Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου.

Το 1955 συμμετείχε σε διεθνή ομαδική έκθεση στο Γκέτεμποργκ της Σουηδίας μαζί με άλλους γνωστούς Έλληνες ζωγράφους.[9] Το 1958, παρουσίασε έργα του στη Γκαλερί Ζυγός της Αθήνας και στον διεθνή διαγωνισμό Γκούγκενχαϊμ, σε αίθουσα της Αμερικάνικης Υπηρεσίας Πληροφοριών, όπου και βραβεύτηκε. Ακολούθησαν ατομικές εκθέσεις στην Αθήνα και πολλές συμμετοχές σε ομαδικές εκθέσεις εκτός Ελλάδας: στο Άαχεν της Γερμανίας (1959), στην Μπιενάλε του Σάο Πάολο (1959), στην Αμμόχωστο (1960), στην Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας (1963), στις Βρυξέλλες (1964) και στο Μπουένος Άιρες (1964).

Από το 1965 ο Γουναρόπουλος άρχισε να πραγματοποιεί ατομικές εκθέσεις στην αθηναϊκή Γκαλερί Άστορ, σε μια συνεργασία που διήρκεσε μέχρι και τον θάνατο του.[9]

Το 1975 η Εθνική Πινακοθήκη Μουσείο-Αλεξάνδρου Σούτσου τίμησε τον Γουναρόπουλο με μεγάλη αναδρομική έκθεση των έργων του. Σε ένδειξη ευγνωμοσύνης, ο ζωγράφος δώρισε στην Εθνική Πινακοθήκη δεκαπέντε μεγάλους πίνακες, αντιπροσωπευτικούς της εξηντάχρονης καλλιτεχνικής του πορείας.[10] Στο απόγειο πλέον της φήμης του, παρουσίασε έργα του σε μερικές ακόμα ομαδικές εκθέσεις, καθώς και σε μία ατομική έκθεση στη Γκαλερί Άστορ (Απρίλιος 1977), πριν φύγει για πάντα από τη ζωή.

Πέθανε στις 17 Αυγούστου του 1977 και κηδεύτηκε την μεθεπομένη στο Νεκροταφείο Ζωγράφου. Αν και πολύ γνωστός στο ευρύ κοινό, η κηδεία του δεν έγινε με δημόσια δαπάνη. Το 1978, ο γιος του δώρισε το σπίτι του καλλιτέχνη, όπου ήταν και εργαστήριό του, στο Δήμο Ζωγράφου για να γίνει το Μουσείο Γιώργου Γουναρόπουλου.[5] Όταν ρωτήθηκε πριν από το τέλος της ζωής του αν ήταν ικανοποιημένος από την εικαστική προσφορά του απάντησε: «Ναι γιατί ότι έδωσα ήταν δικό μου όραμα, και όχι γιατί το έργο του καλλιτέχνη δεν αποτελεί παρά ένα ελάχιστο ποσοστό του συνολικού οράματός του[8]».

Το έργο του[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Γουναρόπουλος υπήρξε μοναδικός στην τεχνοτροπία του. Η παρισινή εικαστική σκηνή των αρχών του 20ού αιώνα τον έκανε να απαρνηθεί την ακαδημαϊκή τεχνοτροπία αλλά και τον ιμπρεσιονισμό και να δημιουργήσει ένα απολύτως προσωπικό ύφος, το οποίο δεν κατατάσσεται εύκολα σε κάποια κατηγορία.[10]

Οι πίνακές του έχουν έναν υπερβατικό χαρακτήρα: εξαϋλωμένες μορφές σχεδιασμένες με λίγες λιτές γραμμές που χάνονται μέσα σε ονειρώδη χρώματα βαθυγάλανα, κιτρινοκόκκινα έως ιώδη. Στα έργα του Γουναρόπουλου, γυναικείες μορφές, δένδρα, νεκρές φύσεις με ψάρια και όστρακα σμίγουν σε μυθώδη ποιητικά οράματα. Ακόμα και οι προσωπογραφίες του με κάρβουνο ή μολύβι έχουν χαρακτήρα φευγαλέου ονείρου.

Ωστόσο, γι' αυτή την εμμονή του στα ποιητικά και συμβολικά θέματα, στη «συμπαντική ζωγραφική» όπως έλεγε ο ίδιος,[17] ορισμένοι κριτικοί τον επέκριναν για «κάπως περιορισμένη ή κάπως obsédée (σικ) φαντασία».[18]

Ως δημιουργός, ο Γουναρόπουλος ήταν παραγωγικότατος. Έργα του υπάρχουν στο Μουσείο Γ. Γουναρόπουλου, στην Εθνική Πινακοθήκη, στο Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και σε πολλές άλλες δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές. Σημειώνεται ότι τα έργα του τα υπέγραφε με το ακρώνυμο G. Gounaro.

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 89d0beb9-cd24-e111-9c2b-000c29604b72. Ανακτήθηκε στις 4  Ιουλίου 2020.
  2. (Αγγλικά) Union List of Artist Names. 5  Νοεμβρίου 2010. 500083717. Ανακτήθηκε στις 14  Μαΐου 2019.
  3. 89d0beb9-cd24-e111-9c2b-000c29604b72. Ανακτήθηκε στις 4  Ιουλίου 2020.
  4. Σε μερικά ιδιόχειρα σημειώματα, ως έτος γέννησης αναφέρεται το 1889, ενώ σε άλλα αναφέρεται το 1890.
  5. 5,0 5,1 Μουσείο Γ. Γουναρόπουλου (www.gounaropoulos.gr) Αρχειοθετήθηκε 2011-07-21 στο Wayback Machine.. (Ανακτήθηκε στις 11 Μαΐου 2009.)
  6. «ΙΜΕ - Doncheva Svetlana, «Σωζόπολη (Νεότεροι Χρόνοι)», 2008, Encyclopaedia of the Hellenic World, Black Sea». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Απριλίου 2014. Ανακτήθηκε στις 10 Οκτωβρίου 2009. 
  7. Στέφανος Ψημένος, Ανεξερεύνητη Θεσσαλία και Βόρεια Στερεά Ελλάδα, Road, 2003, σελ. 194-195. ISBN 9608481007.
  8. 8,0 8,1 8,2 8,3 8,4 8,5 Μαυρωτάς, Τάκης. Ο Γιώργος Γουναρόπουλος και η ποιητική του Συμβολισμού/ Ζωγραφική 1912 - 1976. Αθήνα: Ίδρυμα Β. & Μ. Θεοχαράκη. σελ. 61-63. ISBN 978-618-5201-01-2. 
  9. 9,0 9,1 9,2 9,3 9,4 Θέμις Βελένη, Γιώργος Γιουναρόπουλος: Χρονολόγιο. Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών ΑΠΘ (www.tf.auth.gr) Αρχειοθετήθηκε 2012-01-28 στο Wayback Machine.. (Ανακτήθηκε στις 11 Μαΐου 2009.)
  10. 10,0 10,1 10,2 Νεότητα Δήμου Ζωγράφου, Προσωπικότητες, Γιώργος Γουναρόπουλος (www.neotita-zografou.gr) Αρχειοθετήθηκε 2011-08-29 στο Wayback Machine.. (Ανακτήθηκε στις 7 Μαΐου 2009.)
  11. Η τοιχογραφία αυτή έπαθε μεγάλες ζημιές κατά τα Δεκεμβριανά, το 1944.
  12. Σπυρίδων Μοσχονάς, Καλλιτεχνικά σωματεία και ομάδες τέχνης στην Ελλάδα κατά το α’ μισό του 20ου αιώνα: η σημασία και η προσφορά τους, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, 2010, σελ. 532 - 533.
  13. Βίκυ Καραΐσκου, Το αγιογραφικό σύνολο της Αγίας Τριάδας Βόλου. Δήμος Ζωγράφου - Μουσείο Γουναρόπουλου, Αθήνα 1992. Βλ. επίσης Ο Ιερός Ναός της Αγίας Τριάδος Νοσοκομείου Βόλου και ο Γ. Γουναρόπουλος, www.agia-triada.gr[νεκρός σύνδεσμος] (ανακτήθηκε στις 11 Μαΐου 2009).
  14. Καλαμογιώργου, Άρτεμις (14 Αυγούστου 2020). «Ο Ιερός Ναός Αγίας Τριάδος Νοσοκομείου και ο Γ. Γουναρόπουλος». Secret Volos (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 11 Νοεμβρίου 2022. 
  15. «Η περιπέτεια του Γουναρόπουλου στον Βόλο». e-thessalia.gr. 31 Δεκεμβρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 11 Νοεμβρίου 2022. 
  16. magnisiastoperasmatoyxronoy (21 Σεπτεμβρίου 2013). «325. Οι αγιογραφίες του Γουναρόπουλου στην Αγία Τριάδα Νοσοκομείο (1951-)». Η Μαγνησία στο Πέρασμα του Χρόνου (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 11 Νοεμβρίου 2022. 
  17. Απόστολος Μαγκανάρης, Η τεχνολογία σκοτώνει τη φαντασία του καλλιτέχνη, εφημ. Ελευθεροτυπία, 28 Μαΐου 1977.
  18. Αλέξανδρος Γ. Ξύδης, Γουναρόπουλος: Αναδρομική στην Πινακοθήκη, περιοδικό Αντί, τεύχος 23, 19 Ιουλίου 1975, σσ. 57–58.

Σχετική βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Ηλίας Γουναρόπουλος και Καίτη Γουναροπούλου (επιμ.), G. Gounaro. Δήμος Ζωγράφου - Μουσείο Γουναρόπουλου, Αθήνα 1980.
  2. Γιώργος Μουρέλος, Γιώργος Γουναρόπουλος. Σειρά Οι έλληνες ζωγράφοι, τόμος β΄ (τεύχος 17). Εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα 1975.
  3. Ματούλα Σκαλτσά, Γουναρόπουλος. Πνευματικό Κέντρο Δήμου Αθηναίων, Αθήνα 1990.
  4. Έφη Φερεντίνου, "Δύο πρωτοπόροι" (Μιχάλης Τόμπρος και Γιώργος Γουναρόπουλος), εφημ. Ελευθερία, 1 Απριλίου 1959.
  5. Τάκης Μαυρωτάς, Ο Γιώργος Γουναρόπουλος και η ποιητική του Συμβολισμού/ Ζωγραφική 1912 - 1976, εκδ. Ίδρυμα Β. & Μ. Θεοχαράκη, Αθήνα, 2016

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]