Γιούλιους Σρεκ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Γιούλιους Σρεκ
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Julius Schreck (Γερμανικά)
Γέννηση13  Ιουλίου 1898[1]
Μόναχο
Θάνατος16  Μαΐου 1936[1]
Μόναχο
Αιτία θανάτουμηνιγγίτιδα
Συνθήκες θανάτουφυσικά αίτια
Τόπος ταφήςGräfelfing[2]
Χώρα πολιτογράφησηςΓερμανία
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΓερμανικά
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταστρατιωτικός
πολιτικός[3]
οδηγός
σωματοφύλακας
Πολιτική τοποθέτηση
Πολιτικό κόμμα/ΚίνημαΕθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Βαθμός/στρατόςστρατηγός, Reichsführer-SS και Μπριγκάντεφυρερ
Πόλεμοι/μάχεςΑ΄ Παγκόσμιος Πόλεμος
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαReichsführer-SS
ΒραβεύσειςΣιδηρούς Σταυρός
Blood Order
Χρυσή καρφίτσα του Ναζιστικού Κόμματος
Τάγμα Στρατιωτικής Αξίας (Βαυαρία)
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Γιούλιους Σρεκ (Julius Schreck, 13 Ιουλίου 1898, Μόναχο – 16 Μαΐου 1936) ήταν ένα από τα πρώτα μέλη του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, οργανωτής και πρώτος επικεφαλής της SS (Schutzstaffel).

Βίος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υπηρέτησε στον Γερμανικό Στρατό κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ανέπτυξε ακροδεξιές αντιλήψεις και έγινε μέλος στην Φράικορπς, ενώ έλαβε μέρος στην ανατροπή του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Βαυαρίας το 1919.[4] Το 1920, σχεδόν ταυτόχρονα με τον Χίτλερ προσχώρησε στο "Κόμμα των Γερμανών Εργατών", την αρχική μορφή του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος. Εκεί συναντήθηκε με τον μελλοντικό Φύρερ και οι δύο άνδρες συνδέθηκαν με βαθιά φιλία, ενώ ήταν εμφανής και η φυσιογνωμική τους ομοιότητα. Ο Σρεκ ήταν, επίσης, από τα ιδρυτικά στελέχη της SA και ένα από τα μέλη της που αποτελούσαν την σωματοφυλακή του Χίτλερ. Το 1923 ο Σρεκ έλαβε μέρος στο αποτυχημένο πραξικόπημα της μπιραρίας που επιχείρησε ο Χίτλερ, συνελήφθη μαζί με τα υπόλοιπα μέλη του Κόμματος που είχαν συμμετάσχει σε αυτό και κλείστηκε στη φυλακή του Λάντσμπεργκ αμ Λεχ.

Μετά την αποφυλάκιση και των δύο και την επανίδρυση του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, ο Χίτλερ αποφάσισε να δημιουργήσει την προσωπική του σωματοφυλακή. Ο Σρεκ είχε ήδη επιλεγεί από τον Χίτλερ ως προσωπικός του οδηγός, ενώ ο Εμίλ Μωρίς ζήτησε από τον Σρεκ να οργανώσει νέα σωματοφυλακή, ανεξάρτητη από αυτήν της SA, την οποία απεκάλεσε Schutzstaffel. Ο Σρεκ, την άνοιξη του 1925, δημιούργησε μια ομάδα από οκτώ έμπιστους άνδρες, ανάμεσα στους οποίους οι Έρχαρτ Χάιντεν (Ehardt Heiden), Εμίλ Μωρίς (Emile Maurice) και ο ίδιος, ως το μέλος υπ' αριθ. 5. Ο Χίτλερ του ανέθεσε τη διοίκηση της ομάδας, κάνοντάς το έτσι τον πρώτο Reichsführer-SS, αν και ο ίδιος ο Σρεκ ποτέ δεν χρησιμοποίησε αυτόν τον τίτλο. Ένα χρόνο αργότερα, η σωματοφυλακή αυτή αριθμούσε εβδομηνταπέντε μέλη, τα οποία στρατολογούνταν είτε ανάμεσα σε βετεράνους του Πρώτου Πολέμου, είτε ανάμεσα σε εθελοντές κατά τις εκδηλώσεις προπαγάνδας του Κόμματος, ενώ στον Völkischer Beobachter (=Λαϊκό Παρατηρητή), την επίσημη εφημερίδα του Κόμματος, εμφανίστηκαν αγγελίες του τύπου "Όσοι θέλετε να υπηρετήσετε στην πρώτη γραμμή του αγώνα που πρέπει να δώσει το κίνημά μας, καταταγείτε στην SS".[5] Ο Σρεκ παρέμεινε επικεφαλής της SS μόνον ως το 1926, αλλά συνέχισε να είναι ο προσωπικός οδηγός του Χίτλερ. Όταν ο Χάινριχ Χίμλερ ανέλαβε την ηγεσία της SS, απένειμε στον Σρεκ τον "βαθμό" του SS-Standartenführer, ωστόσο η επιρροή του στην οργάνωση ήταν πολύ μικρή.

Το 1936 ο Σρεκ προσβλήθηκε από μηνιγγίτιδα και απεβίωσε στις 16 Μαΐου.[4]. Τη θέση του ως οδηγού του Χίτλερ ανέλαβε ο Έριχ Κέμπκα, ο οποίος διαδραμάτισε σοβαρό ρόλο στον θάνατο και την αποτέφρωση του Φύρερ. Η κηδεία του έγινε με δημόσια δαπάνη και υπό το εγκώμιο του Χίτλερ.



Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 (Αγγλικά) Find A Grave. 44316335. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  2. 2,0 2,1 ww2gravestone.com/people/schreck-julius/.
  3. Ανακτήθηκε στις 14  Ιουνίου 2019.
  4. 4,0 4,1 «Spartacus SchoolNet». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Φεβρουαρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 12 Απριλίου 2014. 
  5. John Michael Steiner, Power Politics and Social Change in National Socialist Germany: A Process of Escalation Into Mass Destruction, Walter de Gruyter, 1976, σελ. 49-50