Γερμανική Αυτοκρατορία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Γερμανικό Ράιχ
Deutsches Reich
1871 – 1918
Horizontal tricolor (black, white, red) Shield containing a black, one-headed, rightward-looking eagle with red beak, tongue and claws. On its breast is a shield with another eagle. Over its head is an imperial crown with two crossing ribbons.
Σημαία Εθνόσημο
Σύνθημα
Gott mit uns
«Ο Θεός μαζί μας»
Ύμνος
Heil dir im Siegerkranz

(Χωρίς επίσημο εθνικό ύμνο)

Located in north central Europe, containing modern Germany plus much of modern Poland
Τοποθεσία Γερμανία
Η επικράτεια της Γερμανικής Αυτοκρατορίας το 1914, πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο
Τοποθεσία
Τα γερμανικά προτεκτοράτα και αποικίες το 1914
Πρωτεύουσα Βερολίνο
Γλώσσες Επίσημη γλώσσα:
Γερμανικά
Ανεπίσημες μειονοτικές γλώσσες:
Δανικά, Γαλλικά, Πολωνικά, Φρισικά, Παλαιά Πρωσικά, Λιθουανικά
Αποικιακές γλώσσες: Μπαντού, Οσιγουάμπο, Αφρικάανς, Σουαχίλι,
(αφρικανικές αποικίες) Κινέζικα,
(Τσινγκτάο & Ζιαόζιου κόλπο)
Γλώσσες της Παπούα, (Γερμανική Νέα Γουινέα)
Σαμοανικά
(Γερμανική Σαμόα)
Θρησκεία Λουθηρανισμός~60%
Ρωμαιοκαθολικισμός~40%
Πολίτευμα Συνταγματική μοναρχία
Αυτοκράτορας
 -  1871–1888 Γουλιέλμος Α΄
 -  1888 Φρειδερίκος Γ΄
 -  1888–1918 Γουλιέλμος Β΄
Πρωθυπουργός
 -  18711890 Όττο φον Μπίσμαρκ (πρώτος)
 -  8 Νοεμβρίου 1919-9 Νοεμβρίου 1919 Φρίντριχ Έμπερτ (τελευταίος)
Νομοθετικό Σώμα Ράιχσταγκ
 -  Συμβούλιο της Επικρατείας Ράιχσρατ
Ιστορική εποχή Νέος ιμπεριαλισμός/Α΄ΠΠ
 -  Ενοποίηση 18 Ιανουαρίου
 -  Εγκαθίδρυση δημοκρατικού καθεστώτος 9 Νοεμβρίου
 -  Επίσημη παραίτηση 28 Νοεμβρίου 1918
Πληθυσμός
 -  1871 εκτ. 41.058.792 
 -  1890 εκτ. 49.428.470 
 -  {{{στατ_έκταση4}}} εκτ. 64.925.993 
Νόμισμα Φέραϊνσταλερ, Νοτιογερμανικό ολλανδικό νόμισμα, Τάλιρο της Βρέμης, Αμβουργιανό μάρκο, Γαλλικό φράγκο
(όλα μαζι, μέχρι το 1873)
Χρυσό Μάρκο (18731914)
χάρτινο μάρκο (μετά το 1914)
Προηγήθηκε
Διαδέχτηκε
Βόρεια Γερμανική Συνομοσπονδία
Βασίλειο της Βαυαρίας
Βασίλειο της Βυρτεμβέργης
Μεγάλο Δουκάτο της Βάδης
Μεγάλο Δουκάτο της Έσσης
Αλσατία-Λωρραίνη
Δημοκρατία της Βαϊμάρης
Δημοκρατία της Αλσατίας-Λωρραίνης
Ελεύθερη Πόλη του Ντάντσιχ
Δεύτερη Πολωνική Δημοκρατία
Περιφέρεια της Κλαϊπέντας
Σάαρ (Κοινωνία των Εθνών)
Περιφέρεια του Χλάσιν
Βόρειο Σλέσβιχ
Έουπεν-Μάλμεντι
Σήμερα Τσεχία
Δανία
Γαλλία
Γερμανία
Λιθουανία
Πολωνία
Ρωσία
Στον χώρο και στον πληθυσμό δεν συμπεριλαμβάνονται οι αποικιακές κτήσεις
Area source:[1] Population source:[2]

Η Γερμανική Αυτοκρατορία (γερμανικά: Deutsches Kaiserreich), επίσημα Γερμανικό Ράιχ[3], ήταν γερμανικό εθνικό κράτος, που υπήρχε από την ενοποίηση της Γερμανίας το 1871 μέχρι την παραίτηση του Κάιζερ Γουλιέλμου Β΄ το Νοέμβριο του 1918, όταν η Γερμανία έγινε ομόσπονδη δημοκρατία.

Ιδρύθηκε το 1871 όταν τα νότια γερμανικά κράτη συνενώθηκαν με τη Βόρεια Γερμανική Συνομοσπονδία. Την 1η Ιανουαρίου 1871 τέθηκε σε ισχύ το νέο σύνταγμα που άλλαξε το όνομα του ομοσπονδιακού κράτους και εισήγαγε τον τίτλο του αυτοκράτορα για τον Γουλιέλμο Α΄, βασιλιά της Πρωσίας από τη δυναστεία Χοεντσόλερν[4]. Το Βερολίνο παρέμεινε πρωτεύουσά του. Ο Όττο φον Μπίσμαρκ παρέμεινε Καγκελάριος, επικεφαλής της κυβέρνησης. Ενώ συνέβαιναν αυτά τα γεγονότα, η υπό την ηγεσία της Πρωσίας Βόρεια Γερμανική Συνομοσπονδία και οι σύμμαχοί της της νότιας Γερμανίας συμμετείχαν ακόμη στο Γαλλοπρωσικό Πόλεμο.

Η Γερμανική Αυτοκρατορία αποτελείτο από 26 κράτη, τα περισσότερα από τα οποία κυβερνούσαν οικογένειες ευγενών. Περιλάμβανε τέσσερα βασίλεια, έξι μεγάλα δουκάτα, πέντε δουκάτα (έξι πριν το 1876), επτά πριγκιπάτα, τρεις ελεύθερες Χανσεατικές πόλεις και ένα αυτοκρατορικό έδαφος (Αλσατία-Λωρραίνη. Αν και η Πρωσία ήταν ένα από τα τέσσερα βασίλεια της χώρας, περιλάμβανε περίπου τα δύο τρίτα του πληθυσμού και της έκτασης της Γερμανίας. Η κυριαρχία της Πρωσίας ήταν επίσης κατοχυρωμένη συνταγματικά. Αρχειό:Flag of Prussia (1892-1918).svg

Μετά το 1850 τα κρατίδια της Γερμανίας άρχισαν να εκβιομηχανίζονται γρήγορα, με ιδιαίτερη έμφαση στο γαιάνθρακα, το σίδηρο (και αργότερα το χάλυβα), τα χημικά και τους σιδηροδρόμους. Το 1871 η Γερμανία είχε πληθυσμό 41 εκατομμύρια, που μέχρι το 1913 είχε αυξηθεί σε 68 εκατομμύρια. Ένωση κυρίως αγροτικών κρατών το 1815, η πλέον ενωμένη Γερμανία έγινε κυρίως αστική[5]. Επί τα 47 χρόνια της ύπαρξής της η Γερμανική Αυτοκρατορία ήταν ένας τεχνολογικός, βιομηχανικός και επιστημονικός γίγαντας, κερδίζοντας περισσότερα Βραβεία Νόμπελ στην επιστήμη από οποιαδήποτε άλλη δυτική χώρα εκείνη την περίοδο.[6] Το 1900 η ​​Γερμανία ήταν η μεγαλύτερη οικονομία στην Ευρώπη, ξεπερνώντας το Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς και η δεύτερη μεγαλύτερη στον κόσμο, μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες.[7]

Από το 1867 ως το 1878/9 η θητεία του Όττο φον Μπίσμαρκ ως του πρώτου και μέχρι σήμερα μακροβιότερου καγκελάριου χαρακτηρίστηκε από σχετικό φιλελευθερισμό, αλλά αργότερα έγινε πιο συντηρητική. Οι ευρείες μεταρρυθμίσεις και το Kulturkampf ( η σύγκρουση μεταξύ της γερμανικής αυτοκρατορικής κυβέρνησης και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας από το 1872 ως το 1886, κυρίως για τον έλεγχο των διορισμών στην εκπαίδευση και την εκκλησία) σημάδεψαν την πρωθυπουργική του θητεία. Στα τέλη της θητείας του Μπίσμαρκ, και παρά την προσωπική του αντίθεση, η Γερμανία ενεπλάκη στην αποικιοκρατία. Διεκδικώντας μεγάλο μέρος των εδαφών που είχαν απομείνει αδιεκδίκητα μέχρι τότε στη Διαμάχη για την Αφρική, κατάφερε να οικοδομήσει την τρίτη μεγαλύτερη αποικιακή αυτοκρατορία μετά τη Βρετανική και τη Γαλλική.[8] Ως αποικιακό κράτος μερικές φορές συγκρούστηκε με άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, ιδιαίτερα τη Βρετανική Αυτοκρατορία.

Η Γερμανία έγινε μεγάλη δύναμη, με ένα ταχέως αναπτυσσόμενο σιδηροδρομικό δίκτυο, τον ισχυρότερο στρατό στον κόσμο και μια ταχύτατα αναπτυσσόμενη βιομηχανική βάση[9]. Σε λιγότερο από μία δεκαετία το ναυτικό της κατέλαβε τη δεύτερη θέση, μετά το Βασιλικό Ναυτικό της Βρετανίας. Μετά την απομάκρυνση του Όττο φον Μπίσμαρκ από τον Γουλιέλμο Α΄ το 1890, η Αυτοκρατορία ακολούθησε τη Weltpolitik - μια φιλοπόλεμη νέα πορεία που τελικά συνέβαλε στην έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Επιπλέον οι διάδοχοι του Μπίσμαρκ ήταν ανίκανοι να διατηρήσουν τις σύνθετες, μεταλλασσόμενες και επικαλυπτόμενες συμμαχίες που είχαν αποτρέψει τη διπλωματική απομόνωση της Γερμανίας. Αυτή η περίοδος σημαδεύτηκε από διάφορους παράγοντες που επηρέαζαν τις αποφάσεις του αυτοκράτορα, που συχνά θεωρούνταν αντιφατικές ή απρόβλεπτες από το κοινό. Το 1879 η Γερμανική Αυτοκρατορία εδραίωσε τη διπλή συμμαχία με την Αυστροουγγαρία, που την ακολούθησε η Τριπλή Συμμαχία με την Ιταλία το 1882. Διατήρησε επίσης ισχυρούς διπλωματικούς δεσμούς με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Όταν έφθασε η μεγάλη κρίση του 1914, η Ιταλία εγκατέλειψε τη συμμαχία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία συμμάχησε επισήμως με τη Γερμανία.

Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τα γερμανικά σχέδια για την κατάληψη του Παρισιού γρήγορα το φθινόπωρο του 1914 απέτυχαν. Ο πόλεμος στο Δυτικό Μέτωπο κατέληξε σε αδιέξοδο. Ο Συμμαχικός ναυτικός αποκλεισμός προκάλεσε σοβαρές ελλείψεις τροφίμων. Η Γερμανία υποχρεώθηκε επανειλημμένα να στείλει στρατεύματα για να ενισχύσει την Αυστροουγγαρία και την Τουρκία σε άλλα μέτωπα. Ωστόσο η Γερμανία είχε μεγάλη επιτυχία στο Ανατολικό Μέτωπο, καταλαμβάνοντας πολλά εδάφη στα ανατολικά της, μετά τη συνθήκη του Συνθήκη του Μπρεστ - Λιτόφσκ. Η κήρυξη από τη Γερμανία απεριόριστου υποβρυχίου πολέμου στις αρχές του 1917 σχεδιάστηκε για να στραγγαλίσει τους Βρετανούς, αλλά απέτυχε λόγω της χρήσης ενός συστήματος υπερατλαντικών νηοπομπών. Ωστόσο η κήρυξη αυτή, μαζί με το Τηλεγράφημα Τσίμερμαν (που πρότεινε στο Μεξικό συμμαχία με τη Γερμανία αν οι ΗΠΑ έμπαιναν στον πόλεμο εναντίον της, με αντάλλαγμα το Τέξας, την Αριζόνα και το Νέο Μεξικό), έφεραν τις Ηνωμένες Πολιτείες στον πόλεμο. Εν τω μεταξύ οι Γερμανοί πολίτες και στρατιώτες είχαν κουραστεί από τον πόλεμο και ριζοσπαστικοποιηθεί από τη Ρωσική Επανάσταση.

Η ανώτατη διοίκηση υπό τον Πάουλ φον Χίντενμπουργκ και τον Έριχ Λούντεντορφ έλεγχε όλο και περισσότερο τη χώρα, καθώς ρίσκαραν μια τελευταία επίθεση την άνοιξη του 1918, πριν να φτάσουν σε ενίσχυση οι Αμερικανοί, χρησιμοποιώντας μεγάλο αριθμό στρατευμάτων, αεροπλάνων και πυροβολικού που αποσύρθηκαν από το Ανατολικό Μέτωπο. Αυτή η επίθεση απέτυχε και τον Οκτώβριο οι Γερμανικές στρατιές υποχώρησαν, η Αυστροουγγαρία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχαν καταρρεύσει, η Βουλγαρία είχε παραδοθεί και ο Γερμανικός λαός είχε χάσει την πίστη στο πολιτικό του σύστημα. Αφού προσπάθησε αρχικά να διατηρήσει τον έλεγχο, προκαλώντας μαζικές εξεγέρσεις, η Αυτοκρατορία κατέρρευσε με την Επανάσταση του Νοεμβρίου του 1918 με τις παραιτήσεις του αυτοκράτορα και όλων των άλλων μοναρχών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα μια μεταπολεμική ομοσπονδιακή δημοκρατία με ένα κατεστραμμένο και ανικανοποίητο λαό, που αργότερα οδήγησε στην άνοδο του Αδόλφου Χίτλερ και του Ναζισμού.

Ιστορικό πλαίσιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όττο φον Μπίσμαρκ, ο οραματιστής πολιτικός που ενοποίησε τη Γερμανία με τη βοήθεια των επιδέξιων πολιτικών κινήσεών του και την εκμετάλλευση των ευκαιριών που παρουσιάστηκαν

Η Γερμανική Συνομοσπονδία είχε δημιουργηθεί με πράξη του Συνεδρίου της Βιέννης στις 8 Ιουνίου 1815 ως αποτέλεσμα των Ναπολεόντειων Πολέμων, μετά από σχετική αναφορά στο Αρθρο 6 της Συνθήκης των Παρισίων του 1814 [10].

Ο Γερμανικός εθνικισμός στράφηκε γρήγορα από το φιλελεύθερο και δημοκρατικό του χαρακτήρα το 1848, τον καλούμενο Πανγερμανισμό, στην πραγματιστική Realpolitik του πρωθυπουργού της Πρωσίας Όττο φον Μπίσμαρκ. Ο Μπίσμαρκ προσπάθησε να επεκτείνει την ηγεμονία των Χοεντσόλερν σε όλα τα γερμανικά κράτη. Αυτό σήμαινε την ενοποίηση των γερμανικών κρατών και τον αποκλεισμό του κυριότερου γερμανικού αντιπάλου της Πρωσίας, της Αυστρίας, από τη μελλοντική Γερμανική Αυτοκρατορία. Οραματίστηκε μια συντηρητική Γερμανία υπό την κυριαρχία της Πρωσίας. Τρεις πόλεμοι οδήγησαν σε στρατιωτικές επιτυχίες και βοήθησαν να πεισθεί ο Γερμανικός λαός να την υλοποιήσει: ο Δεύτερος Πόλεμος του Σλέσβιχ κατά της Δανίας το 1864, ο Αυστροπρωσικός Πόλεμος το 1866 και ο Γαλλοπρωσικός Πόλεμος κατά της Γαλλίας το 1870-71.

Η Γερμανική Συνομοσπονδία διαλύθηκε ως αποτέλεσμα του Αυστροπρωσικού Πολέμου του 1866 μεταξύ των συστατικών μερών της που ανήκαν στην Αυστριακή Αυτοκρατορία και των συμμάχων της από τη μία πλευρά και του Βασιλείου της Πρωσίας και των συμμάχων του από την άλλη. Ο πόλεμος οδήγησε στη μερική αντικατάσταση της Συνομοσπονδίας το 1867 από τη Βόρεια Γερμανική Συνομοσπονδία, που περιλάμβανε τα 22 κρατίδια βόρεια του Μάιν. Το πατριωτικό πάθος που προκάλεσε ο Γαλλοπρωσικός πόλεμος κατέβαλε την εναπομένουσα αντίθεση σε μια ενοποιημένη Γερμανία (εκτός από την Αυστρία) στα τέσσερα κρατίδια νότια του Μάιν και το Νοέμβριο του 1870 προσχώρησαν με συνθήκη στη Βόρεια Γερμανική Συνομοσπονδία[11]

Ίδρυση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά τη γερμανική νίκη στο Σεντάν και την αιχμαλώτιση του Γάλλου αυτοκράτορα Ναπολέοντα Γ΄ στις 2 Σεπτεμβρίου 1870, ο δρόμος για την ίδρυση του Ράιχ ήταν ελεύθερος. Ο Μπίσμαρκ άρχισε τις διαπραγματεύσεις με τα νότια γερμανικά κράτη. Αυτό σήμανε την προσχώρηση της Βαυαρίας, της Βυρτεμβέργης και της Βάδης στη Βόρεια Γερμανική Συνομοσπονδία μέσω της συμφωνηθείσας το Νοέμβριο του 1870 ίδρυσης μιας νέας «γερμανικής ένωσης».[12] Άλλα σχέδια όπως η διπλή συνομοσπονδία, σαν αυτή που είχε προτείνει η Βαυαρία, ήταν πλέον αδύνατες. Η λύση του Μπίσμαρκ εγγυούταν επίσης την κυριαρχία της Πρωσίας στο νέο, επονομαζόμενο δεύτερο Γερμανικό Ράιχ. Από την άλλη ο ενισχυμένος μοναρχικός φεντεραλισμός σήμαινε έναν φραγμό ενάντια στην εισαγωγή του κοινοβουλευτισμού. Στη γερμανική κοινή γνώμη εγέρθηκαν απαιτήσεις προσάρτησης της Αλσατίας και τμημάτων της Λωρραίνης και ο Μπίσμαρκ τις ενστερνίστηκε.

Στις 10 Δεκεμβρίου 1870 το Ράιχσταγκ της Βόρειας Γερμανικής Συνομοσπονδίας μετονόμασε τη Συνομοσπονδία σε «Γερμανική Αυτοκρατορία» και έδωσε τον τίτλο του Γερμανού Αυτοκράτορα στον Γουλιέλμο Α΄, Βασιλιά της Πρωσίας, ως Bundespräsidium της Συνομοσπονδίας[13]. Το νέο σύνταγμα (Σύνταγμα της Γερμανικής Συνομοσπονδίας) και ο τίτλος Αυτοκράτορας τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1871. Κατά τη διάρκεια της Πολιορκίας του Παρισιού στις 18 Ιανουαρίου 1871, ο Γουλιέλμος αποδέχτηκε να ανακηρυχθεί Αυτοκράτορας στην Αίθουσα των Κατόπτρων στο Ανάκτορο των Βερσαλλιών [14]

Το δεύτερο Γερμανικό Σύνταγμα, που εγκρίθηκε από το Ράιχσταγκ στις 14 Απριλίου 1871 και δημοσιεύθηκε από τον Αυτοκράτορα στις 16 Απριλίου,[14] [20] βασίστηκε ουσιαστικά στο Σύνταγμα της Βόρειας Γερμανικής Συνομοσπονδίας του Μπίσμαρκ. Το πολιτικό σύστημα παρέμεινε το ίδιο. Η αυτοκρατορία είχε ένα κοινοβούλιο που ονομαζόταν Ράιχσταγκ, που εκλεγόταν με καθολική ψηφοφορία των αντρών. Ωστόσο οι αρχικές εκλογικές περιφέρειες που δημιουργήθηκαν το 1871 ποτέ δεν επανασχεδιάστηκαν για να αντανακλούν την ανάπτυξη των αστικών περιοχών. Το αποτέλεσμα ήταν την εποχή της μεγάλης επέκτασης των γερμανικών πόλεων τη δεκαετία του 1890 και την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα, οι αγροτικές περιοχές υπερεκπροσωπούντο υπερβολικά.

Die Proklamation des Deutschen Kaiserreiches του Αντον φον Βέρνερ (1877), που απεικονίζει την ανακήρυξη του Kάιζερ Βίλχελμ (18 Ιανουαριου 1871, Ανάκτορο των Βερσαλλιών). Από αριστερά, στην εξέδρα (με μαύρα): ο Πρίγκιπας του Στέμματος Φρειδερίκος (αργότερα Φρειδερίκος Γ'), ο πατέρας του Αυτοκράτορας Γουλιέλμος Α΄ και ο Φρειδερίκος Α΄ του Μπάντεν (1826-1907). Στο κέντρο (με άσπρα): ο Οττο φον Μπίσμαρκ, πρώτος Καγκελάριος της Γερμανίας και ο Χέλμουτ Καρλ Μπέρνχαρντ φον Μόλτκε, Πρώσσος Αρχηγός του Επιτελείου.

Η νομοθέτηση απαιτούσε επίσης τη συναίνεση του Bundesrat, του ομοσπονδιακού συμβουλίου των βουλευτών από τα 27 κρατίδια. Η εκτελεστική εξουσία ανήκε στον αυτοκράτορα, ή Κάιζερ, που επικουρείτο από έναν καγκελάριο υπόλογο μόνο στον ίδιο. Στον αυτοκράτορα είχαν δοθεί εκτεταμένες εξουσίες από το σύνταγμα. Μόνο ο ίδιος διόριζε και απέλυε τον καγκελάριο (έτσι στην πράξη ο αυτοκράτορας κυβερνούσε την αυτοκρατορία μέσω του καγκελάριου), ήταν ανώτατος διοικητής των ενόπλων δυνάμεων, αποφάσιζε για όλες τις εξωτερικές υποθέσεις και μπορούσε επίσης να διαλύσει το Ράιχσταγκ για να προκηρύξει νέες εκλογές. Επίσημα ο καγκελάριος ήταν μονοπρόσωπο υπουργικό συμβούλιο και ήταν υπεύθυνος για τη διεκπεραίωση όλων των κρατικών υποθέσεων. Στην πράξη οι Κρατικοί Γραμματείς (επίσημοι ανώτεροι γραφειοκράτες υπεύθυνοι για θέματα όπως τα οικονομικά, ο πόλεμος, οι εξωτερικές υποθέσεις κλπ.) ενεργούσαν ως ανεπίσημοι αντίστοιχοι υπουργοί. Το Ράιχσταγκ είχε την εξουσία να ψηφίζει, να τροποποιεί ή να απορρίπτει νομοσχέδια και να προτείνει νόμους. Ωστόσο, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, στην πράξη η πραγματική εξουσία ανήκε στον αυτοκράτορα, που την ασκούσε μέσω του καγκελαρίου του.

Αν και κατ΄όνομα ομοσπονδιακή αυτοκρατορία και ένωση ίσων, στην πράξη η αυτοκρατορία κυριαρχείτο από το μεγαλύτερο και ισχυρότερο κράτος, την Πρωσία. Η Πρωσία εκτεινόταν στα βόρεια δύο τρίτα του νέου Ράιχ και περιείχε τα τρία πέμπτα του πληθυσμού του. Το αυτοκρατορικό στέμμα ήταν κληρονομικό του κυβερνώντος οίκου της Πρωσίας, του Οίκου των Χοεντσόλερν. Με εξαίρεση το 1872-1873 και το 1892-1894 ο καγκελάριος ήταν πάντα ταυτόχρονα πρωθυπουργός της Πρωσίας. Με 17 από τις 58 ψήφους στο Bundesrat, το Βερολίνο χρειαζόταν μόνο λίγες ψήφους από τα μικρότερα για να ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο.

Τα άλλα Οίκος των Χοεντσόλερν διατήρησαν τις δικές τους κυβερνήσεις, αλλά είχαν μόνο περιορισμένους τομείς κυριαρχίας. Για παράδειγμα τόσο τα γραμματόσημα όσο και το νόμισμα εκδίδονταν για την αυτοκρατορία ως σύνολο. Τα νομίσματα μέχρι το ένα μάρκο κόβονταν επίσης στο όνομα της αυτοκρατορίας, ενώ τα μεγαλύτερης αξίας εκδίδονταν από τα κρατίδια. Ωστόσο αυτά τα μεγαλύτερα χρυσά και αργυρά κέρματα ήταν στην ουσία αναμνηστικά και είχαν περιορισμένη κυκλοφορία.

Ενώ τα κρατίδια εξέδιδαν τα δικά τους παράσημα και μερικά είχαν του δικό τους στρατό, οι στρατιωτικές δυνάμεις των μικρότερων από αυτά είχαν τεθεί υπό τον έλεγχο της Πρωσίας. Εκείνες των μεγαλύτερων, όπως τα Βασίλεια της Βαυαρίας και της Σαξονίας, συντονίζονταν σύμφωνα με τις πρωσικές αρχές και σε καιρό πολέμου ελέγχονταν από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση.

Η εξέλιξη της Γερμανικής Αυτοκρατορίας είναι παρόμοια με τις παράλληλες εξελίξεις στην Ιταλία, που είχε γίνει ενωμένο έθνος-κράτος μια δεκαετία νωρίτερα. Ορισμένα βασικά στοιχεία της απολυταρχικής πολιτικής δομής της Γερμανικής Αυτοκρατορίας αποτέλεσαν επίσης τη βάση για το συντηρητικό εκσυγχρονισμό της Αυτοκρατορικής Ιαπωνίας υπό το Μέιτζι και τη διατήρηση μιας επίσης αυταρχικής πολιτικής δομής υπό τους τσάρους της Ρωσικής Αυτοκρατορίας.

Ένας παράγοντας της κοινωνικής δομής αυτών των κυβερνήσεων ήταν η διατήρηση ενός πολύ σημαντικού μεριδίου της πολιτικής εξουσίας από την ελίτ των γαιοκτημόνων, τους Junker, που προερχόταν από την απουσία επαναστατικής ρήξης από τους αγρότες σε συνδυασμό με τις αστικές περιοχές.

Αν και από πολλές απόψεις ήταν αυταρχική, η αυτοκρατορία είχε κάποια δημοκρατικά χαρακτηριστικά. Εκτός από την καθολική ψηφοφορία επέτρεψε την ανάπτυξη πολιτικών κομμάτων. Η πρόθεση του Μπίσμαρκ ήταν να δημιουργήσει μια συνταγματική πρόσοψη που θα κάλυπτε τη συνέχιση αυταρχικών πολιτικών. Στην πορεία δημιούργησε ένα σύστημα με ένα σοβαρό μειονέκτημα. Υπήρχε μια σημαντική διαφορά μεταξύ του εκλογικού συστήματος της Πρωσίας και της Γερμανίας. Η Πρωσία χρησιμοποιούσε ένα εξαιρετικά περιοριστικό σύστημα ψηφοφορίας των τριών τάξεων, στο οποίο το πλουσιότερο τρίτο του πληθυσμού μπορούσε να επιλέξει το 85% του νομοθετικού σώματος, εξασφαλίζοντας μια συντηρητική πλειοψηφία. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ο βασιλιάς και (με δύο εξαιρέσεις) ο πρωθυπουργός της Πρωσίας ήταν επίσης ο αυτοκράτορας και ο καγκελάριος της αυτοκρατορίας - που σημαίνει ότι οι ίδιοι ηγέτες έπρεπε να αναζητήσουν πλειοψηφίες από νομοθετικά σώματα, που εκλέγονταν με εντελώς διαφορετικό τρόπο. Η καθολική ψηφοφορία νοθευόταν σημαντικά από τη μεγάλη υπερεκπροσώπηση των αγροτικών περιοχών μετά το 1890. Μέχρι τις αρχές του αιώνα η ισορροπία μεταξύ αστικού και αγροτικού πληθυσμού αντιστράφηκε εντελώς σε σχέση με το 1871. Περισσότερο από τα δύο τρίτα του πληθυσμού της αυτοκρατορίας ζούσαν σε πόλεις.

Συστατικά κράτη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οικόσημα και σημαίες των συστατικών κρατών κατά το έτος 1900

Πριν από την ενοποίηση η Γερμανική επικράτεια απαρτιζόταν από 27 συστατικά κράτη. Αυτά τα κράτη αποτελούσαν βασίλεια, μεγάλα δουκάτα, δουκάτα, πριγκιπάτα, ελεύθερες Χανσεατικές πόλεις και ένα αυτοκρατορικό έδαφος. Οι ελεύθερες πόλεις είχαν μια δημοκρατική μορφή διακυβέρνησης σε κρατικό επίπεδο, παρόλο που η Αυτοκρατορία γενικά συγκροτήθηκε ως μοναρχία, όπως και τα περισσότερα κράτη. Το Βασίλειο της Πρωσίας ήταν το μεγαλύτερο από τα συστατικά κράτη, καλύπτοντας τα δύο τρίτα της έκτασης της αυτοκρατορίας.

Αρκετά από αυτά τα κράτη είχαν αποκτήσει κυριαρχία μετά τη διάλυση της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και ήταν de facto κυρίαρχα μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1600. Άλλα δημιουργήθηκαν ως κυρίαρχα κράτη μετά το Συνέδριο της Βιέννης το 1815. Οι επικράτειές τους δεν είχαν κατ΄ ανάγκη εδαφική συνέχεια - πολλά υπήρχαν σε διαφορετικά μέρη, ως αποτέλεσμα των ιστορικών κτήσεων ή, σε πολλές περιπτώσεις, των διαιρέσεων των κυβερνώντων οικογενειών. Ορισμένα από τα αρχικά υπάρχοντα κράτη, ιδίως το Αννόβερο, καταργήθηκαν και προσαρτήθηκαν από την Πρωσία μετά τον πόλεμο του 1866.

Κάθε συστατικό μέρος της Γερμανικής Αυτοκρατορίας έστελνε εκπροσώπους στο Ομοσπονδιακό Συμβούλιο (Bundesrat) και, μέσω μονομελών περιφερειών, στην Αυτοκρατορική Δίαιτα (Reichstag). Οι σχέσεις μεταξύ του Αυτοκρατορικού κέντρου και των συστατικών μερών της Αυτοκρατορίας ήταν κάπως ρευστές και αναπτύσσονταν σε συνεχή βάση. Ο βαθμός στον οποίο ο Αυτοκράτορας μπορούσε, παραδείγματος χάρη, να παρεμβαίνει σε περιπτώσεις αμφισβητούμενης ή ασαφούς διαδοχής, συζητείτο πολύ κατά καιρούς.

Κατάλογος

Μεγάλο Δουκάτο της Έσσης

Μεγάλο Δουκάτο του Μέκλενμπουργκ-Σβερίν

Χάρτες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γλώσσα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ποσοστό γλωσσικών μειονοτήτων της Γερμανικής Αυτοκρατορίας το 1900 κατά περιφέρειες

Περίπου το 92% του πληθυσμού μιλούσε τη Γερμανική ως μητρική γλώσσα. Η μόνη μειονοτική γλώσσα με σημαντικό αριθμό ομιλητών (5,4%) ήταν η Πολωνική (αριθμός που ανέρχεται σε ποσοστό άνω του 6% όταν συμπεριλαμβάνει τις συγγενείς γλώσσες Κασουβική και Μαζουριανή).

Οι άλλες Γερμανικές γλώσσες (0,5%), όπως η Δανική, η Ολλανδική και η Φρισική, ομιλούντο στα βόρεια και τα βορειοδυτικά της αυτοκρατορίας, κοντά στα σύνορα με τη Δανία, την Ολλανδία, το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο. Η Κάτω Γερμανική ομιλείτο σε ολόκληρη τη βόρεια Γερμανία και, αν και γλωσσικά το ίδιο διακριτή από την Ανω Γερμανική (Hochdeutsch) όσο από την Ολλανδική και την Αγγλική, θεωρείται "Γερμανική", εξ ου και το όνομά της. Η Δανική και η Φρισική ομιλούντο κυρίως στα βόρεια της πρωσικής επαρχίας Σλέσβιχ-Χόλσταϊν και η Ολλανδική στις δυτικές συνοριακές περιοχές της Πρωσίας (Ανόβερο, Βεστφαλία και Ρηνανία).

Η Πολωνική και άλλες Σλαβικές γλώσσες (6,28%) ομιλούντο κυρίως στα ανατολικά.

Λίγοι (0,5%) μιλούσαν Γαλλικά,ιδιαίτερα στην Αλσατία-Λωραίννη, όπου οι γαλλόφωνοι αποτελούσαν το 11,6% του συνολικού πληθυσμού.

Αποτελέσματα της απογραφής του 1900[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μητρικές γλώσσες των πολιτών της Γερμανικής Αυτοκρατορίας
(1 Δεκεμβρίου 1900)[15]
Γλώσσα Αριθμός Ποσοστό
Γερμανική 51,883,131 92.05
Γερμανική και μία ξένη γλώσσα 252,918 0.45
Πολωνική 3,086,489 5.48
Γαλλική 211,679 0.38
Μαζουριακή 142,049 0.25
Δανική 141,061 0.25
Λιθουανική 106,305 0.19
Κασουβική 100,213 0.18
Βενδική (Σορβική) 93,032 0.16
Ολλανδική 80,361 0.14
Ιταλική 65,930 0.12
Moραβική (Τσεχική) 64,382 0.11
Τσεχική 43,016 0.08
Φρισική 20,677 0.04
Αγγλική 20,217 0.04
Ρωσική 9,617 0.02
Σουηδική 8,998 0.02
[Ουγγρική 8,158 0.01
Ισπανική 2,059 0.00
Πορτογαλική 479 0.00
Αλλες ξένες γλώσσες 14,535 0.03
Πολίτες της αυτοκρατορίας 56,367,187 100

Γλωσσικοί χάρτες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]



Θρησκεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Αυτοκράτορας Γουλιέλμος Β΄, που ήταν ο Ανώτατος Ηγεμών της Ευαγγελικής Εκκλησίας των παλαιότερων Επαρχιών της Πρωσίας και η Αυτοκράτειρα Αυγούστα Βικτώρια μετά τα εγκαίνια της Ευαγγελικής Εκκλησίας του Λυτρωτή στην Ιερουσαλήμ (31 Οκτωβρίου 1898).

Γενικά τα θρησκευτικά δημογραφικά στοιχεία της πρώιμης νεότερης περιόδου είχαν ελάχιστα αλλάξει. Ακόμη υπήρχαν σχεδόν εξ ολοκλήρου Καθολικές περιοχές (Κάτω και Άνω Βαυαρία, Βόρεια Βεστφαλία, Άνω Σιλεσία κλπ.) και σχεδόν εξ ολοκλήρου Προτεσταντικές περιοχές (Σλέσβιχ-Χόλσταϊν, Πομερανία, Σαξονία κλπ.). Οι δογματικές προκαταλήψεις, ιδίως για τους μικτούς γάμους, ήταν ακόμα συνηθισμένες. Σταδιακά, μέσω της εσωτερικής μετανάστευσης, η θρησκευτική ανάμιξη ήταν όλο και συνηθέστερη. Στα ανατολικά εδάφη το θρήσκευμα θεωρείτο σχεδόν αποκλειστικά συνδεόμενο με την εθνότητα και ίσχυε η εξίσωση "Προτεστάντης = Γερμανός, Καθολικός = Πολωνός". Στις περιοχές που επλήγησαν από τη μετανάστευση στην περιοχή του Ρουρ και της Βεστφαλίας, καθώς και σε μερικές μεγάλες πόλεις, το θρησκευτικό τοπίο άλλαζε σημαντικά. Αυτό ίσχυε ιδιαίτερα σε Καθολικές περιοχές της Βεστφαλίας, που άλλαζαν μέσω της μετανάστευσης Προτεσταντών από τις ανατολικές επαρχίες.

Από πολιτική άποψη η θρησκευτική διαίρεση της Γερμανίας είχε σημαντικές συνέπειες. Στις Καθολικές περιοχές, το Κόμμα του Κέντρου είχε ένα μεγάλο εκλογικό σώμα. Από την άλλη πλευρά οι Σοσιαλδημοκράτες και οι Σοσιαλιστές δεν έπαιρναν σχεδόν καθόλου ψήφους στις Καθολικές περιοχές του Ρουρ. Αυτό άρχισε να αλλάζει με την εκκοσμίκευση που προέκυψε τις τελευταίες δεκαετίες της Γερμανικής Αυτοκρατορίας.

Θρησκευτικά δόγματα στη Γερμανική Αυτοκρατορία το 1880
Περιοχή Προτεστάντες Καθολικοί Αλλοι Χριστιανοί Εβραίοι Αλλοι
Αριθμός % Αριθμός % Αριθμός % Αριθμός % Αριθμ΄ς %
Πρωσία 17,633,279 64,64 9,206,283 33,75 52,225 0,19 363,790 1,33 23,534 0,09
Βαυαρία 1,477,952 27,97 3,748,253 70,93 5,017 0,09 53,526 1,01 30 0,00
Σαξονία 2,886,806 97,11 74,333 2,50 4,809 0,16 6,518 0,22 339 0,01
Βυρτεμβέργη 1,364,580 69,23 590,290 29,95 2,817 0,14 13,331 0,68 100 0,01
Bάδη 547,461 34,86 993,109 63,25 2,280 0,15 27,278 1,74 126 0,01
Αλσατία-Λωραίννη 305,315 19,49 1,218,513 77,78 3,053 0,19 39,278 2,51 511 0,03
Γερμανική Αυτοκρατορία 28,331,152 62,63 16,232,651 35,89 78,031 0,17 561,612 1,24 30,615 0,07

Η περίοδος του Μπίσμαρκ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Όττο φον Μπίσμαρκ

Οι εσωτερικές πολιτικές του Μπίσμαρκ διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στη σφυρηλάτηση της αυταρχικής πολιτικής κουλτούρας του Kaiserreich. Λιγότερο απασχολημένη με την πολιτική των ηπειρωτικών δυνάμεων μετά την ενοποίηση το 1871, η ημικοινοβουλευτική κυβέρνηση της Γερμανίας πραγματοποίησε μια άνωθεν σχετικά ομαλή οικονομική και πολιτική επανάσταση που την προώθησε να γίνει η κορυφαία βιομηχανική δύναμη του κόσμου της εποχής.

Ο «επαναστατικός συντηρητισμός» του Μπίσμαρκ ήταν μια συντηρητική στρατηγική οικοδόμησης του κράτους, με στόχο να καταστήσει τους απλούς Γερμανούς - όχι μόνο την ελίτ των Γιούνκερ - περισσότερο πιστούς στο θρόνο και την αυτοκρατορία. Σύμφωνα με τον Kέες βαν Κέρσμπέργκεν και τη Μπάρμπαρα Βις, η στρατηγική του ήταν:

η παραχώρηση κοινωνικών δικαιωμάτων για να ενισχύσει την ολοκλήρωση μιας ιεραρχικής κοινωνίας, να σφηρυλατίσει δεσμού μεταξύ των εργαζομένων και του κράτους, με στόχο την ενίσχυση του δεύτερου, τη διατήρηση των παραδοσιακών σχέσεων εξουσίας μεταξύ των κοινωνικών και των καθεστωτικών ομάδων και να παρέχει εξουσία αντισταθμιστική των νεωτεριστικών δυνάμεων του φιλελευθερισμού και του σοσιαλισμού.[16]

Δημιούργησε το νεότερο κράτος πρόνοιας στη Γερμανία τη δεκαετία του 1880 και θέσπισε την καθολική ψηφοφορία για τους άντρες στη νέα Γερμανική Αυτοκρατορία το 1871.[17] Έγινε ένας μεγάλος ήρωας για τους Γερμανούς συντηρητικούς, που ανέγειραν πολλά μνημεία στη μνήμη του και προσπάθησαν να μιμηθούν τις πολιτικές του.[18]

Εξωτερική πολιτική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η εξωτερική πολιτική του Μπίσμαρκ μετά το 1871 ήταν συντηρητική και προσπάθησε να διατηρήσει την ισορροπία δυνάμεων στην Ευρώπη. Ο Βρετανός ιστορικός Έρικ Χομπσμπάουμ καταλήγει ότι «παρέμεινε αδιαμφισβήτητος παγκόσμιος πρωταθλητής στο παιχνίδι του πολυμερούς διπλωματικού σκακιού για σχεδόν είκοσι χρόνια μετά το 1871, [αφοσιωμένος] αποκλειστικά και επιτυχώς στη διατήρηση της ειρήνης μεταξύ των δυνάμεων».[19], απομακρυνόμενος από την τυχοδιωκτική εξωτερική πολιτική του για την Πρωσία, όπου ευνοούσε την ισχύ και την επέκταση, υπογραμμίζοντας αυτό λέγοντας «Τα μεγάλα ζητήματα της εποχής δεν ρυθμίζονται με ομιλίες και πλειοψηφίες - αυτό ήταν το σφάλμα του 1848-49 - αλλά δια σιδήρου και αίματος. "[20]

Ο πρωταρχικός προβληματισμός του Μπίσμαρκ ήταν ότι η Γαλλία θα σχεδίαζε εκδίκηση μετά την ήττα της στο Γαλλοπρωσικό Πόλεμο. Δεδομένου ότι οι Γάλλοι δεν είχαν τη δύναμη να νικήσουν τη Γερμανία μόνοι τους, επιδίωκαν συμμαχία με τη Ρωσία, που θα παγίδευε τη Γερμανία σε ένα πόλεμο μεταξύ των δύο (όπως θα συνέβαινε τελικά το 1914). Ο Μπίσμαρκ ήθελε να αποτρέψει αυτό με κάθε κόστος και να διατηρήσει φιλικές σχέσεις με τους Ρώσους, σχηματίζοντας έτσι μια συμμαχία μαζί τους και με την Αυστροουγγαρία, τη Dreikaiserbund (Ένωση των Τριών Αυτοκρατόρων) το 1881. Η συμμαχία παγιώθηκε περαιτέρω με ξεχωριστό σύμφωνο μη επίθεσης με τη Ρωσία που ονομάστηκε Συνθήκη Αντασφάλισης και υπεγράφη το 1887.[21] Την περίοδο αυτή αρκετοί στο Γερμανικό στρατό υποστήριζαν ένα προληπτικό πλήγμα εναντίον της Ρωσίας, αλλά ο Μπίσμαρκ γνώριζε ότι τέτοιες ιδέες ήταν τυχοδιωκτικές. Έγραψε κάποτε ότι «και οι πιο λαμπρές νίκες επί του Ρωσικού έθνους δεν θα μπορούσαν να κεφαλαιοποιηθούν εξαιτίας του κλίματος, της ερημικής ενδοχώρας του και της λιτότητάς του και της ανάγκης του να υπερασπιστεί μόνο ένα σύνορο» και επειδή θα εξέθεταν τη Γερμανία σε έναν άλλο εχθρικό και μνησίκακο γείτονα.

Εν τω μεταξύ ο καγκελάριος παρέμενε επιφυλακτικός για κάθε εξέλιξη της εξωτερικής πολιτικής που φαινόταν ακόμα και ελάχιστα φιλοπόλεμη. Το 1886 κινήθηκε για να σταματήσει την απόπειρα πώλησης αλόγων στη Γαλλία με το σκεπτικό ότι θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για το ιππικό και διέταξε επίσης έρευνα για μεγάλες ρωσικές αγορές φαρμάκων από ένα γερμανικό εργοστάσιο χημικών. Ο Μπίσμαρκ αρνήθηκε πεισματικά να ακούσει το Γκέοργκ Χέρμπερτ τσου Μούνστερ (πρεσβευτή στη Γαλλία), που ανέφερε ότι οι Γάλλοι δεν επιζητούν ένα ρεβανσιστικό πόλεμο και ότι στην πραγματικότητα ήθελαν απεγνωσμένα την ειρήνη με κάθε κόστος.

Ο Μπίσμαρκ και οι περισσότεροι από τους συγχρόνους του ήταν συντηρητικά σκεπτόμενοι και εστίασαν την προσοχή της εξωτερικής πολιτικής τους στα γειτονικά κράτη της Γερμανίας. Το 1914 το 60% των γερμανικών ξένων επενδύσεων βρισκόταν στην Ευρώπη, σε αντίθεση με το μόλις 5% των βρετανικών επενδύσεων. Τα περισσότερα χρήματα προορίζονταν για αναπτυσσόμενα έθνη όπως η Ρωσία που δεν διέθεταν κεφάλαια ή τεχνογνωσία για να εκβιομηχανιστούν από μόνα τους. Η κατασκευή του Σιδηροδρόμου της Βαγδάτης, που χρηματοδοτήθηκε από γερμανικές τράπεζες, σχεδιάστηκε για να συνδέσει τελικά τη Γερμανία με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τον Περσικό Κόλπο, αλλά επίσης συγκρούστηκε με τα βρετανικά και ρωσικά γεωπολιτικά συμφέροντα.

Πολλοί θεωρούν την εξωτερική πολιτική του Μπίσμαρκ ως ένα συνεκτικό σύστημα και εν μέρει υπεύθυνο για τη διατήρηση της σταθερότητας της Ευρώπης.[22] Σημαδεύτηκε επίσης από την ανάγκη να εξισορροπεί τη λελογισμένη αποτρεπτική ισχύ και τη επιθυμία να απαλλαγεί από τους περιορισμούς της θέσης της ως μείζονος ευρωπαϊκής δύναμης. Δυστυχώς οι διάδοχοι του Μπίσμαρκ δεν ακολούθησαν την εξωτερική του πολιτική. Για παράδειγμα ο Κάιζερ Γουλιέλμος Β, που απέλυσε τον καγκελάριο το 1890, άφησε τη συνθήκη με τη Ρωσία να ατονήσει υπέρ της συμμαχίας της Γερμανίας με την Αυστρία, γεγονός που τελικά οδήγησε στη δημιουργία ενός ισχυρότερου συνασπισμού μεταξύ Ρωσίας και Γαλλίας.

Αποικίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γραμματόσημο από τις Καρολίνες Νήσους

Ο Μπίσμαρκ εξασφάλισε μια σειρά από γερμανικές αποικιακές κτήσεις τη δεκαετία του 1880 στην Αφρική και τον Ειρηνικό, αλλά ποτέ δεν θεωρούσε μια αποικιακή αυτοκρατορία στο εξωτερικό σημαντική, λόγω της έντονης αντίστασης στη γερμανική αποικιακή κυριαρχία από τους ντόπιους. Έτσι οι αποικίες της Γερμανίας δεν αναπτύχθηκαν σημαντικά.[23] Ωστόσο συνήγειραν το ενδιαφέρον των θρησκευόμενων, που υποστήριζαν ένα εκτεταμένο δίκτυο ιεραποστόλων.

Οι Γερμανοί είχαν οραματιστεί τον αποικιοκρατικό ιμπεριαλισμό από το 1848.[24] Ο Μπίσμαρκ ξεκίνησε τη διαδικασία και το 1884 απέκτησε τη Γερμανική Νέα Γουινέα

Οικονομία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μέχρι το 1900 η ​​Γερμανία είχε γίνει η μεγαλύτερη οικονομία στην Ευρώπη και η δεύτερη μεγαλύτερη στον κόσμο μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες, εκτοπίζοντας από τη θέση αυτή το Ηνωμένο Βασίλειο. Οι κύριοι οικονομικοί αντίπαλοι της Γερμανίας ήταν το Ηνωμένο Βασίλειο και οι Ηνωμένες Πολιτείες. Καθ 'όλη την ύπαρξή της βίωσε οικονομική ανάπτυξη και εκσυγχρονισμό με αιχμή τη βαριά βιομηχανία. Το 1871 είχε πληθυσμό 41 εκατομμυρίων κατοίκων, κυρίως αγροτικό, ενώ το 1913 αυτό είχε αυξηθεί σε κυρίως αστικό πληθυσμό 68 εκατομμυρίων.

Βιομηχανική ισχύς[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Για 30 χρόνια η Γερμανία ανταγωνιζόταν τη Βρετανία για τη θέση της κορυφαίας βιομηχανικής δύναμης της Ευρώπης. Εκπρόσωπος της βιομηχανίας της Γερμανίας ήταν ο γίγαντας της χαλυβουργίας Κρουπ, του οποίου το πρώτο εργοστάσιο κατασκευάστηκε στο Έσσεν. Το 1902 το εργοστάσιο είχε γίνει από μόνο του "Μια μεγάλη πόλη με τους δικούς της δρόμους, τη δική της αστυνομική δύναμη, την πυροσβεστική υπηρεσία και τους κανόνες κυκλοφορίας. Υπάρχουν 150 χιλιόμετρα σιδηροδρόμων, 60 διαφορετικά εργοστασιακά κτίρια, 8500 μηχανοκίνητα εργαλεία και 140 χιλιόμετρα υπόγεια καλώδια και 46 εναέρια. "[25]

Κάτω από το Bismarck, η Γερμανία ήταν παγκόσμιος πρωτοπόρος στην οικοδόμηση του κράτους πρόνοιας. Οι γερμανοί εργαζόμενοι απολάμβαναν παροχές υγείας, ατυχήματος και μητρότητας, κυλικεία, αποδυτήρια και ένα εθνικό συνταξιοδοτικό σύστημα [36].

Σιδηρόδρομοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στερούμενοι αρχικά τεχνολογικής βάσης, οι Γερμανοί εισήγαγαν την τεχνολογία και τα υλικά από τη Βρετανία, αλλά γρήγορα έμαθαν τις δεξιότητες που απαιτούντο για τη λειτουργία και την επέκταση των σιδηροδρόμων. Σε πολλές πόλεις οι νέοι σιδηροδρομικοί σταθμοί αποτελούσαν κέντρα τεχνολογικής ενημέρωσης και κατάρτισης, έτσι ώστε το 1850 η Γερμανία να είναι αυτάρκης για την κατασκευή σιδηροδρόμων και οι σιδηροδρομικές μεταφορές αποτελούσαν σημαντική ώθηση για την ανάπτυξη της νέας βιομηχανίας σιδήρου και χάλυβα. Ωστόσο η ενοποίηση της Γερμανίας το 1870 ενεργοποίησε την ολοκλήρωση, την εθνικοποίηση με κρατικές επιχειρήσεις και την περαιτέρω ταχεία ανάπτυξη. Σε αντίθεση με την κατάσταση στη Γαλλία στόχος ήταν η υποστήριξη της εκβιομηχάνισης και έτσι το πυκνό δίκτυο διέσχιζε το Ρουρ και άλλες βιομηχανικές περιοχές και παρείχε επαρκείς συνδέσεις με τα μεγάλα λιμάνια του Αμβούργου και της Βρέμης. Το 1880 η Γερμανία είχε 9.400 ατμομηχανές που μετέφεραν 43.000 επιβάτες και 30.000 τόνους εμπορευμάτων, ξεπερνώντας τη Γαλλία.[26] Το συνολικό μήκος των γερμανικών σιδηροδρομικών γραμμών επεκτάθηκε από 21.000 χιλιόμετρα το 1871 σε 63.000 το 1913, αποτελώντας το μεγαλύτερο σιδηροδρομικό δίκτυο στον κόσμο μετά από εκείνο των Ηνωμένων Πολιτειών, ξεπερνώντας τα 32.000 χιλιόμετρα σιδηροδρομικού δικτύου της Βρετανίας τον ίδιο χρόνο.[27]

Βιομηχανία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εργοστάσια Κρουπ στο Έσσεν, 1890

Η εκβιομηχάνιση προχώρησε δυναμικά στη Γερμανία και οι Γερμανοί βιομήχανοι άρχισαν να εκτοπίζουν τις βρετανικές εισαγωγές από τις εγχώριες αγορές και να ανταγωνίζονται επίσης τη βρετανική βιομηχανία στο εξωτερικό, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ. Οι γερμανικές βιομηχανίες κλωστοϋφαντουργίας και μετάλλων ξεπέρασαν το 1870 εκείνες της Βρετανίας σε οργάνωση και την τεχνική αποτελεσματικότητα, αντικαθιστώντας τους βρετανούς κατασκευαστές στην εγχώρια αγορά. Η Γερμανία έγινε η κυρίαρχη οικονομική δύναμη στην ήπειρο και ήταν το δεύτερο μεγαλύτερο εξαγωγικό έθνος μετά τη Βρετανία.

Η τεχνολογική πρόοδος κατά τη διάρκεια της εκβιομηχάνισης της Γερμανίας έγινε σε τέσσερα κύματα: το κύμα των σιδηροδρόμων (1877-1886), το κύμα της βαφής (1887-1896), το κύμα των χημικών (1897-1902) και το κύμα των ηλεκτρικών μηχανών (1903-1918)[28]. Δεδομένου ότι η Γερμανία εκβιομηχανίστηκε μετά τη Βρετανία ήταν σε θέση να κατασκευάζει τα εργοστάσιά της με πρότυπο αυτά της Βρετανίας, κάνοντας έτσι πιο αποτελεσματική χρήση του κεφαλαίου της στο άλμα της στην τεχνολογία. Η Γερμανία επένδυσε πιο έντονα από τους Βρετανούς στην έρευνα, ειδικά στη χημεία, στους κινητήρες και στην ηλεκτρική ενέργεια. Η κυριαρχία της Γερμανίας στη φυσική και τη χημεία ήταν τέτοια ώστε το ένα τρίτο όλων των βραβείων Νόμπελ πήγαν σε Γερμανούς εφευρέτες και ερευνητές.

Το γερμανικό σύστημα καρτέλ (γνωστό ως Konzerne), όντας αρκετά συγκεντρωτικό, ήταν σε θέση να κάνει αποτελεσματικότερη χρήση του κεφαλαίου. Η Γερμανία δεν επιβαρυνόταν με μια δαπανηρή παγκόσμια αυτοκρατορία που χρειαζόταν να υπερασπιστεί. Μετά την προσάρτηση της Αλσατίας-Λωρραίνης το 1871, απορρόφησε μέρος της βιομηχανικής βάσης της Γαλλίας[29].

Το 1900 η γερμανική χημική βιομηχανία είχε κυριαρχήσει στην παγκόσμια αγορά συνθετικών βαφών[30]. Οι τρεις μεγάλες επιχειρήσεις BASF[31], Bayer και Hoechst παρήγαγαν αρκετές εκατοντάδες διαφορετικές βαφές, μαζί με πέντε μικρότερες. Το 1913 αυτές οι οκτώ επιχειρήσεις παρήγαγαν σχεδόν το 90% της παγκόσμιας προσφοράς χρωστικών ουσιών και πωλούσαν περίπου το 80% της παραγωγής τους στο εξωτερικό. Οι τρεις μεγάλες επιχειρήσεις είχαν επίσης ενσωματωθεί στην παραγωγή βασικών πρώτων υλών και άρχισαν να επεκτείνονται σε άλλους τομείς της χημείας, όπως τα φαρμακευτικά προϊόντα, τα φωτογραφικά φιλμ, τα αγροχημικά και τα ηλεκτροχημικά. Η λήψη αποφάσεων σε ανώτατο επίπεδο ήταν στα χέρια επαγγελματιών μισθωτών διευθυντών, κάνοντας τον Τσάντλερ να αποκαλέσει τις γερμανικές εταιρίες χρωστικών ουσιών "τις πρώτες πραγματικά διυθυνόμενες από μάνατζερ βιομηχανικές επιχειρήσεις στον κόσμο" [32]. Υπήρχαν πολλά προϊόντα της έρευνας - όπως η φαρμακευτική βιομηχανία, που προέκυψε από την έρευνα στη χημεία [33].

Από την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1914-1918) η γερμανική βιομηχανία στράφηκε στην πολεμική παραγωγή. Οι μεγαλύτερες απαιτήσεις αφορούσαν τον άνθρακα και το χάλυβα για την παραγωγή πυροβόλων και βομβών και τις χημικές ουσίες για τη σύνθεση υλικών που υπόκεινταν σε περιορισμούς εισαγωγής και για χημικά όπλα και πολεμικές προμήθειες.

Ολοκλήρωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η δημιουργία της αυτοκρατορίας υπό την ηγεσία της Πρωσίας ήταν μια νίκη της αρχής της Kleindeutschland (Μικρότερης Γερμανίας) επί της αρχής της Großdeutschland. Αυτό σήμαινε ότι η Αυστροουγγαρία, μια πολυεθνική αυτοκρατορία με σημαντικό γερμανόφωνο πληθυσμό, θα παρέμενε εκτός του γερμανικού εθνικού κράτους. Η πολιτική του Μπίσμαρκ ήταν να επιδιώξει μια διπλωματική λύση. Η ισχύουσα συμμαχία μεταξύ Γερμανίας και Αυστρίας διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην απόφαση της Γερμανίας να εισέλθει στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το 1914.

Ο Μπίσμαρκ ανακοίνωσε ότι δεν θα υπήρχαν πλέον εδαφικές επεκτάσεις της Γερμανίας στην Ευρώπη και η διπλωματία του μετά το 1871 επικεντρώθηκε στη σταθεροποίηση του ευρωπαϊκού συστήματος και στην αποτροπή κάθε πολέμου, κάτι που πέτυχε και μόνο μετά την απόλυσή του το 1890 οι διπλωματικές εντάσεις άρχισαν να αυξάνονται πάλι[34].

Κοινωνικά θέματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την επίσημη ενοποίηση το 1871 ο Μπίσμαρκ αφιέρωσε μεγάλο μέρος της προσοχής του στην υπόθεση της εθνικής ενότητας. Αντιτάχτηκε στον συντηρητικό καθολικό ακτιβισμό και χειραφέτηση, ειδικά στις εξουσίες του Βατικανού υπό τον Πάπα Πίο Θ΄, και στο ριζοσπαστισμό της εργατικής τάξης, που εκπροσωπείτο από το αναδυόμενο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα.

Κούλτουρκαμπφ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι εντάσεις μεταξύ της Γερμανίας και της ιεραρχίας της Καθολικής Εκκλησίας απεικονίζονται σε ένα παιχνίδι σκακιού μεταξύ του Μπίσμαρκ και του Πάπα Πίου Θ΄.
Μεταξύ Βερολίνου και Ρώμης, Kladderadatsch, 1875.

Η Πρωσία το 1871 περιλάμβανε 16.000.000 Προτεστάντες, τόσο Μεταρρυθμιστές όσο και Λουθηρανούς, και 8.000.000 Καθολικούς. Οι περισσότεροι άνθρωποι ήταν γενικά απομονωμένοι στους δικούς τους θρησκευτικούς κόσμους, ζώντας σε αγροτικές περιοχές ή συνοικίες πόλεων που ήταν κατά κύριο λόγο της ίδιας θρησκείας και στέλνοντας τα παιδιά τους σε ξεχωριστά δημόσια σχολεία όπου διδάσκονταν τη θρησκεία τους. Υπήρχαν ελάχιστη αλληλεπίδραση ή διαθρησκευτικοί γάμοι. Γενικά οι Προτεστάντες είχαν υψηλότερη κοινωνική θέση και οι Καθολικοί ήταν πιο πιθανό να είναι αγρότες χωρικοί ή ανειδίκευτοι ή ημιειδικευμένοι βιομηχανικοί εργάτες. Το 1870 οι Καθολικοί σχημάτισαν το δικό τους πολιτικό κόμμα, το Κόμμα του Κέντρου, που υποστήριζε γενικά την ενοποίηση και τις περισσότερες πολιτικές του Μπίσμαρκ. Ωστόσο ο Μπίσμαρκ δυσπιστούσε προς την κοινοβουλευτική δημοκρατία γενικότερα και τα κόμματα της αντιπολίτευσης ειδικότερα, ειδικά όταν το Κόμμα του Κέντρου έδειξε σημάδια ενίσχυσης μεταξύ διακριτών στοιχείων όπως οι Πολωνοί Καθολικοί στη Σιλεσία. Μια ισχυρή διανοητική δύναμη της εποχής ήταν ο αντικαθολικισμός, υπό την ηγεσία των φιλελεύθερων διανοουμένων, που αποτελούσαν ζωτικό κομμάτι του συνασπισμού του Μπίσμαρκ. Εβλεπαν την Καθολική Εκκλησία ως ισχυρή δύναμη αντίδρασης και αντινεωτερικότητας, ειδικά μετά τη διακήρυξη του παπικού αλάθητου το 1870 και τον εντεινόμενο έλεγχο του Βατικανού στους τοπικούς επισκόπους.[35]

Το Κούλτουρκαμπφ που λάνσαρε ο Μπίσμαρκ το 1871-1880 επηρέασε την Πρωσία. Παρόλο που υπήρχαν παρόμοιες κινήσεις στη Βάδη και στην Έσση, η υπόλοιπη Γερμανία δεν επηρεάστηκε. Σύμφωνα με το νέο αυτοκρατορικό σύνταγμα, τα κρατίδια ήταν υπεύθυνα για τις θρησκευτικές και εκπαιδευτικές υποθέσεις και χρηματοδοτούσαν τα προτεσταντικά και καθολικά σχολεία. Τον Ιούλιο του 1871 ο Μπίσμαρκ κατάργησε το Καθολικό τμήμα του Πρωσικού Υπουργείου Εκκλησιαστικών και Εκπαιδευτικών Υποθέσεων, στερώντας τους Καθολικούς από τη φωνής του στο υψηλότερο επίπεδο. Το σύστημα της αυστηρής κυβερνητικής εποπτείας των σχολείων εφαρμόστηκε μόνο στις Καθολικές περιοχές αλλά όχι στα Προτεσταντικά σχολεία.[36]

Πολύ σοβαρότεροι ήταν οι νόμοι του Μαϊου του 1873. Ενας από αυτούς έθεσε ως προϋπόθεση του διορισμού οποιουδήποτε ιερέα να έχει φοιτήσει σε Γερμανικό πανεπιστήμιο και όχι σε ιερατικές σχολές, όπου φοιτούσαν συνήθως οι Καθολικοί. Επιπλέον όλοι οι υποψήφιοι για το υπουργείο έπρεπε να περάσουν μια εξέταση στο γερμανικό πολιτισμό ενώπιον ενός κρατικού συμβουλίου, που απέρριπτε τους αδιάλλακτους καθολικούς. Μια άλλη διάταξη έδινε στην κυβέρνηση δικαίωμα βέτο για τις περισσότερες εκκλησιαστικές δραστηριότητες. Ένας δεύτερος νόμος κατάργησε τη δικαιοδοσία του Βατικανού για την Καθολική Εκκλησία στη Πρωσία, που μεταφέρθηκε σε κυβερνητικό φορέα ελεγχόμενο από Προτεστάντες [37].

Σχεδόν όλοι οι Γερμανοί επίσκοποι, κληρικοί και λαϊκοί απέρριψαν τη νομιμότητα των νέων νόμων και αψηφούσαν τις όλο και βαρύτερες κυρώσεις και φυλακίσεις που επέβαλε η κυβέρνηση του Μπίσμαρκ. Μέχρι το 1876 όλοι οι Πρώσοι επίσκοποι είχαν φυλακιστεί ή εξοριστεί και το ένα τρίτο των καθολικών ενοριών ήταν χωρίς ιερέα. Μπροστά στη συστηματική ανυπακοή η κυβέρνηση Μπίσμαρκ αύξησε τις ποινές και τις επιθέσεις της. Το 1875 όταν μια παπική εγκύκλιος κήρυξε άκυρη ολόκληρη την εκκλησιαστική νομοθεσία της Πρωσίας και απειλούσε να αφορίσει κάθε καθολικό που θα την υπάκουε. Δεν υπήρξε βία αλλά οι Καθολικοί κινητοποιήθηκαν, δημιούργησαν πολυάριθμες πολιτικές οργανώσεις, συγκέντρωσαν χρήματα για να πληρώσουν πρόστιμα και συσπειρώθηκαν πίσω από την εκκλησία και το Κόμμα του Κέντρου. Η «Παλαιοκαθολική Εκκλησία», που απέρριψε την Πρώτη Σύνοδο του Βατικανού, προσέλκυσε μόνο μερικές χιλιάδες μέλη. Ο Μπίσμαρκ, ένας αφοσιωμένος θρησκόληπτος Προτεστάντης, συνειδητοποίησε ότι το Κούλτουρκάμπφ του στράφηκε εναντίον του, όταν τα κοσμικά και σοσιαλιστικά στοιχεία χρησιμοποίησαν την ευκαιρία να επιτεθούν συνολικά στη θρησκεία. Μακροπρόθεσμα το πιο σημαντικό αποτέλεσμα ήταν η κινητοποίηση των Καθολικών ψηφοφόρων και η επιμονή τους στην προστασία της θρησκευτικής τους ταυτότητας. Στις εκλογές του 1874 το Κόμμα του Κέντρου διπλασίασε τις ψήφους του, έγινε το δεύτερο μεγαλύτερο κόμμα στο εθνικό κοινοβούλιο και παρέμεινε ισχυρή δύναμη για τα επόμενα 60 χρόνια, ώστε μετά το Μπίσμαρκ έγινε δύσκολο να σχηματιστεί κυβέρνηση χωρίς την υποστήριξή του.[38][39]

Κοινωνική μεταρρύθμιση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Μπίσμαρκ συνέχισε μια παράδοση προγραμμάτων κοινωνικής πρόνοιας στη Πρωσία και τη Σαξονία που είχε ξεκινήσει ήδη από τη δεκαετία του 1840. Τη δεκαετία του 1880 εισήγαγε τις συντάξεις γήρατος, την ασφάλιση έναντι ατυχημάτων, την ιατρική περίθαλψη και την ασφάλιση ανεργίας, που αποτέλεσαν τη βάση του σύγχρονου ευρωπαϊκού κράτους πρόνοιας. Διαπίστωσε ότι αυτή η πολιτική ήταν πολύ ελκυστική, δεδομένου ότι συνέδεε τους εργαζόμενους με το κράτος και ταίριαζε επίσης πολύ καλά με τον αυταρχικό χαρακτήρα του. Τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης που δημιουργήθηκαν από το Μπίσμαρκ (υγειονομική περίθαλψη το 1883, ασφάλιση ατυχημάτων το 1884, ασφάλιση αναπηρίας και ασφάλιση γήρατος το 1889) τότε ήταν τα μεγαλύτερα στον κόσμο και, σε κάποιο βαθμό, υπάρχουν στη Γερμανία ακόμη και σήμερα.

Τα πατερναλιστικά προγράμματα του Μπίσμαρκ κέρδισαν την υποστήριξη της γερμανικής βιομηχανίας επειδή οι στόχοι της ήταν να κερδίσει την υποστήριξη των εργατικών τάξεων της Αυτοκρατορίας και να μειώσει την εκροή μεταναστών στην Αμερική, όπου οι μισθοί ήταν υψηλότεροι αλλά δεν υπήρχε η κοινωνική πρόνοια.[40]. Ο Μπίσμαρκ κέρδισε περαιτέρω την υποστήριξη τόσο της βιομηχανίας όσο και των ειδικευμένων εργαζομένων με τις πολιτικές του των υψηλών τιμών, που προστάτευαν τα κέρδη και τους μισθούς από τον αμερικανικό ανταγωνισμό, αν και απομάκρυναν τους φιλελεύθερους διανοούμενους που ήθελαν το ελεύθερο εμπόριο.[41]

Εκγερμανισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένα από τα αποτελέσματα των πολιτικών ενοποίησης ήταν η σταδιακά αυξανόμενη τάση να εξαλειφθεί η χρήση των μη γερμανικών γλωσσών στη δημόσια ζωή, στα σχολεία και στα ακαδημαϊκά ιδρύματα με σκοπό να πιέσουν τους μη γερμανικούς πληθυσμούς να εγκαταλείψουν την εθνική τους ταυτότητα, με το λεγόμενο "εκγερμανισμό". Αυτές οι πολιτικές είχαν συχνά το αντίθετο αποτέλεσμα με τόνωση της αντίστασης, συνήθως με τη μορφή της κατ 'οίκον εκπαίδευσης και της στενότερης ενότητας των μειονοτικών ομάδων, ιδιαίτερα τους Πολωνούς[42].

Οι πολιτικές εκγερμανισμoύ στρέφονταν κυρίως κατά της σημαντικής πολωνικής μειονότητας της αυτοκρατορίας, που είχε αποκτήσει η Πρωσία κατά τους διαμελισμούς της Πολωνίας. Οι Πολωνοί αντιμετωπίζονταν ως εθνοτική μειονότητα ακόμη και όταν αποτελούσαν την πλειοψηφία, όπως στην Επαρχία του Πόζεν, όπου επιβλήθηκε μια σειρά αντιπολωνικών μέτρων[43]. Πολλοί αντιπολωνικοί νόμοι δεν είχαν μεγάλη επίδραση, ιδιαίτερα στην επαρχία του Πόζεν, όπου ο γερμανόφωνος πληθυσμός μειώθηκε από 42,8% το 1871 σε 38,1% το 1905, παρ' όλες τις προσπάθειες [44].

Αντισημιτισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο αντισημιτισμός ήταν ενδημικός στη Γερμανία την περίοδο αυτή. Πριν από την κατάργηση των γκέτο στη Γερμανία με διατάγματα του Ναπολέοντα είχε θρησκευτικό κίνητρο, αλλά από το 19ο αιώνα, ήταν στοιχείο του γερμανικού εθνικισμού. Οι τελευταίοι νομικοί φραγμοί για τους Εβραίους στην Πρωσία άρθηκαν τη δεκαετία του 1860 και μέσα σε 20 χρόνια υπερεκπροσωπούνταν στα μη χειρωνακτικά επαγγέλματα και σε μεγάλο μέρος της ακαδημαϊκής κοινότητας. Στη λαϊκή αντίληψη οι Εβραίοι έγιναν σύμβολο του καπιταλισμού και του πλούτου. Από την άλλη πλευρά το Σύνταγμα και το νομικό σύστημα προστάτευαν τα δικαιώματα των Εβραίων ως Γερμανών πολιτών. Δημιουργήθηκαν αντισημιτικά κόμματα, αλλά σύντομα κατέρρευσαν.[45]

Νομοθεσία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι προσπάθειες του Μπίσμαρκ προώθησαν επίσης την εξομάλυνση των τεράστιων διαφορών μεταξύ των γερμανικών κρατών, που ήταν ανεξάρτητα στην εξέλιξή τους επί αιώνες, ειδικά ως προς τη νομοθεσία. Οι εντελώς διαφορετικές νομικές παραδόσεις και δικαστικά συστήματα δημιουργούσαν τεράστιες επιπλοκές, ειδικά για το εθνικό εμπόριο. Ενώ ένας κοινός κώδικας εμπορικών συναλλαγών είχε ήδη εισαχθεί από τη Συνομοσπονδία το 1861 (που προσαρμόστηκε για την αυτοκρατορία και, με μεγάλες τροποποιήσεις, εξακολουθεί να ισχύει σήμερα), υπήρχε ελάχιστη ομοιότητα μεταξύ των νόμων.

Το 1871 εισήχθη ένας κοινός Ποινικός Κώδικας (Reichsstrafgesetzbuch). Το 1877 θεσπίστηκαν κοινές δικαστικές διαδικασίες στο δικαστικό σύστημα (Gerichtsverfassungsgesetz), στις αστικές (Zivilprozessordnung) και στις ποινικές διαδικασίες (Strafprozessordnung). Το 1873 το σύνταγμα τροποποιήθηκε για να επιτρέψει στην Αυτοκρατορία να αντικαταστήσει τους διάφορους και σημαντικά διαφορετικούς Αστικούς Κώδικες των κρατιδίων (στο βαθμό που υπήρχαν. Για παράδειγμα τμήματα της Γερμανίας, που πριν είχαν καταληφθεί από τη Ναπολεόντεια Γαλλία είχαν υιοθετήσει το Γαλλικό Αστικό Κώδικα, ενώ στην Πρωσία εξακολουθούσε να ισχύει το Allgemeines Preußisches Landrecht του 1794). Το 1881 ιδρύθηκε μια πρώτη επιτροπή για την παραγωγή ενός κοινού Αστικού Κώδικα για όλη την Αυτοκρατορία, μια τεράστια προσπάθεια που παρήγαγε το Bürgerliches Gesetzbuch (BGB), πιθανώς ένα από τα πιο εντυπωσιακά νομικά έργα στον κόσμο. Τέθηκε τελικά σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1900. Όλες αυτές οι κωδικοποιήσεις, αν και με πολλές τροπολογίες, εξακολουθούν να ισχύουν και σήμερα.

Η νομοθεσία της Αυτοκρατορίας βασιζόταν σε δύο όργανα, το Bundesrat και το Reichstag (κοινοβούλιο). Υπήρχε καθολική ψηφοφορία των ανδρών για το Ράιχσταγκ, αλλά η νομοθεσία έπρεπε να εγκριθεί και τα δύο σώματα. Το Bundesrat περιλάμβανε εκπροσώπους των κρατιδίων.

Έτος των τριών αυτοκρατόρων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Φρειδερίκος Γ', αυτοκράτορας για μόνο 99 ημέρες (9 Μαρτίου – 15 Ιουνίου 1888).

Στις 9 Μαρτίου 1888 ο Γουλιέλμος Α΄ πέθανε λίγο πριν από τα 91α γενέθλιά του, αφήνοντας το γιο του Φρειδερίκο Γ' ως νέο αυτοκράτορα. Ο Φρειδερίκος ήταν φιλελεύθερος και θαυμαστής του βρετανικού συντάγματος[46], ενώ οι σχέσεις του με τη Βρετανία ενισχύθηκαν περαιτέρω με το γάμο του με την Πριγκίπισσα Βικτόρια, το μεγαλύτερο παιδί της Βασίλισσας Βικτωρίας. Με την άνοδό του στο θρόνο πολλοί ελπίζουν ότι η βασιλεία του Φρειδερίκου θα οδηγούσε σε φιλελευθεροποίηση του Ράιχ και αύξηση της επιρροής του Κοινοβουλίου στην πολιτική διαδικασία. Η απόλυση του Ρόμπερτ φον Πούτκαμερ, του εξαιρετικά συντηρητικού Πρώσου Υπουργού Εσωτερικών, στις 8 Ιουνίου ήταν ένα σημάδι της αναμενόμενης κατεύθυνσης και ενός πλήγματος στη διοίκηση του Μπίσμαρκ.

Ωστόσο κατά την ενθρόνισή του, ο Φρειδερίκος είχε ήδη αναπτύξει ανίατο καρκίνο του λάρυγγα, που είχε διαγνωσθεί το 1887. Πέθανε την 99η ημέρα της διακυβέρνησής του στις 15 Ιουνίου 1888. Αυτοκράτορας έγινε ο γιος του Γουλιέλμος Β΄.

Η περίοδος του Γουλιέλμου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η παραίτηση του Μπίσμαρκ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γουλιέλμος Β΄, Αυτοκράτορας της Γερμανίας.
Ελαιογραφία του Μαξ Κόνερ, 1890.

Ο Γουλιέλμος Β΄ ήθελε να επαναβεβαιώσει τα κυβερνητικά του προνόμια σε μια εποχή που άλλοι μονάρχες στην Ευρώπη μεταμορφώνονταν σε συνταγματικούς ανίσχυρους ηγεμόνες. Η απόφαση αυτή οδήγησε το φιλόδοξο Κάϊζερ σε σύγκρουση με το Μπίσμαρκ. Ο παλιός καγκελάριος ήλπιζε να καθοδηγήσει το Γουλιέλμο όπως είχε κάνει με τον παππού του, αλλά ο αυτοκράτορας ήθελε να γίνει κύριος του οίκου του και είχε πολλούς συκοφάντες που του έλεγαν ότι ο Φρειδερίκος ο Μέγας δεν θα ήταν μέγας με το Μπίσμαρκ πλάι του.[47] Μια βασική διαφορά μεταξύ του Γουλιέλμου Β΄ και του Μπίσμαρκ ήταν οι προσεγγίσεις τους για την αντιμετώπιση των πολιτικών κρίσεων, ειδικά το 1889, όταν οι Γερμανοί ανθρακωρύχοι κατέβηκαν σε απεργία στην Άνω Σιλεσία. Ο Μπίσμαρκ ζήτησε να σταλεί ο Γερμανός στρατός για να συντρίψει την απεργία, αλλά ο Γουλιέλμος Β΄ απέρριψε αυτό το αυταρχικό μέτρο, απαντώντας «δεν θέλω να κηλιδώσω τη βασιλεία μου με το αίμα των υπηκόων μου».[48] Αντί να συναινέσει στην καταστολή ο Γουλιέλμος έβαλε την κυβέρνηση να διαπραγματευτεί με μια αντιπροσωπεία των ανθρακωρύχων, που έθεσε τέλος στην απεργία χωρίς βία. Η πολυτάραχη σχέση έληξε το Μάρτιο του 1890, όταν ο Γουλιέλμος Β΄ και ο Μπίσμαρκ διαφώνησαν και ο καγκελάριος παραιτήθηκε λίγες μέρες αργότερα. Τα τελευταία χρόνια του Μπίσμαρκ η δύναμή του γλιστρούσε από τα χέρια του καθώς μεγάλωνε και γινόταν πιο ευερέθιστος, πιο αυταρχικός και λιγότερο συγκεντρωμένος.

Με την αναχώρηση του Μπίσμαρκ ο Γουλιέλμος Β΄ έγινε ο κυρίαρχος ηγέτης της Γερμανίας. Αντίθετα με τον παππού του, το Γουλιέλμο Α΄, που ήταν σε μεγάλο βαθμό ικανοποιημένος να αφήνει τις κυβερνητικές υποθέσεις στον καγκελάριο, ο Γουλιέλμος Β΄ ήθελε να είναι πλήρως ενημερωμένος και ενεργά εμπλεκόμενος στη λειτουργία της Γερμανίας, όχι διακοσμητικό πρόσωπο, αν και οι περισσότεροι Γερμανοί βρήκαν τους ισχυρισμούς του περί ελέω Θεού δικαιώματος αστείους. Ο Γουλιέλμος ανέθεσε στον πολιτικό Βάλτερ Ράτεναου να τον μυήσει στα οικονομικά και τη βιομηχανική και οικονομική πραγματικότητα στην Ευρώπη.

Όπως σημειώνει ο Χωλ (2004), η εξωτερική πολιτική του Μπίσμαρκ "ήταν υπερβολικά καταπραϋντική για τον απερίσκεπτο Kάιζερ" [49]. Ο Γουλιέλμος έγινε παγκοσμίως γνωστός για την επιθετική στάση του στην εξωτερική πολιτική και για τις στρατηγικές του αδυναμίες, που ώθησαν τη Γερμανική Αυτοκρατορία σε αυξανόμενη πολιτική απομόνωση και τελικά συνέβαλαν στην πρόκληση του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Εσωτερικές υποθέσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Ράιχσταγκ τη δεκαετία του 1890 / αρχές του 20ού αιώνα.

Υπό το Γουλιέλμο Β΄ η Γερμανία δεν είχε πλέον ισχυρούς καγκελάριους, όπως ο Μπίσμαρκ. Οι νέοι καγκελάριοι αντιμετώπισαν δυσκολίες στην επιτέλεση των ρόλων τους, και ιδίως του πρόσθετου ρόλου τους ως Πρωθυπουργού της Πρωσίας που τους ανατέθηκε με το Γερμανικό Σύνταγμα. Οι μεταρρυθμίσεις του Καγκελάριου Λέο φον Καπρίβι, που φιλελευθεροποίησαν το εμπόριο και έτσι μείωσαν την ανεργία, υποστηρίχθηκαν από τον Κάιζερ και τους περισσότερους Γερμανούς, εκτός από τους Πρώσους γαιοκτήμονες, που φοβούνταν απώλεια γης και εξουσίας και ξεκίνησαν διάφορες εκστρατείες κατά των μεταρρυθμίσεων.[50]

Ενώ οι Πρώσοι αριστοκράτες αμφισβητούσαν τα αιτήματα ενός ενωμένου γερμανικού κράτους, τη δεκαετία του 1890 δημιουργήθηκαν αρκετές οργανώσεις για να αμφισβητήσουν τον αυταρχικό συντηρητικό πρωσικό μιλιταρισμό που επιβλήθηκε στη χώρα. Οι εκπαιδευτικοί, που ήταν αντίθετοι στα γερμανικά κρατικά σχολεία, που έδιναν έμφαση στη στρατιωτική εκπαίδευση, δημιούργησαν τα δικά τους ανεξάρτητε φιλελεύθερε σχολεία, που ενθάρρυναν την ατομικότητα και την ελευθερία.[51] Ωστόσο σχεδόν όλα τα σχολεία της Αυτοκρατορικής Γερμανίας είχαν πολύ υψηλό επίπεδο και διατηρούσαν επαφή με τις σύγχρονες εξελίξεις στη γνώση[52].

Οι καλλιτέχνες άρχισαν πειραματική τέχνη σε αντίθεση με την υποστήριξη του Kάιζερ Γουλιέλμου για την παραδοσιακή τέχνη, που τους αντέτεινε ότι "η τέχνη που παραβαίνει τους νόμους και τα όρια που ορίζονται από εμένα δεν μπορεί πλέον να ονομαστεί τέχνη"[53] Κυρίως χάρη στην επιρροή του Γουλιέλμου οι περισσότερες εκτυπώσεις στη Γερμανία χρησιμοποιούσαν τη γοτθική γραφή αντί της ρωμαϊκής, που χρησιμοποιείτο στην υπόλοιπη Δυτική Ευρώπη. Ταυτόχρονα δημιουργήθηκε μια νέα γενιά πολιτιστικών δημιουργών [54].

>Το Βερολίνο στα τέλη του 19ου αιώνα

Από τη δεκαετία του 1890 η πιο αποτελεσματική αντιπολίτευση στη μοναρχία προήλθε από το νεοσύστατο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας (SPD), του οποίου οι ριζοσπάστες υποστήριζαν το μαρξισμό. Η απειλή του SPD για τη γερμανική μοναρχία και τους βιομηχάνους έκανε το κράτος τόσο να πλήξει τους υποστηρικτές του κόμματος όσο και να εφαρμόσει το δικό του πρόγραμμα κοινωνικών μεταρρυθμίσεων για να μετριάσει τη δυσαρέσκεια. Οι μεγάλες βιομηχανίες της Γερμανίας παρείχαν σημαντικά προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας και αρκετή φροντίδα στους υπαλλήλους τους, εφόσον δεν αυτοπροσδιορίζονταν ως σοσιαλιστές ή μέλη συνδικαλιστικών ενώσεων. Οι μεγαλύτερες βιομηχανικές επιχειρήσεις παρείχαν συντάξεις, παροχές ασθένειας και ακόμη και στέγαση στους υπαλλήλους τους.

Έχοντας διδαχθεί από την αποτυχία του Κούλτουρκαμπφ του Μπίσμαρκ, ο Γουλιέλμος Β΄ διατήρησε καλές σχέσεις με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και επικεντρώθηκε στην αντιμετώπιση του σοσιαλισμού.[55] Αυτή η πολιτική απέτυχε όταν οι Σοσιαλδημοκράτες κέρδισαν το ένα τρίτο των ψήφων στις εκλογές του 1912 για το Ράιχσταγκ και έγιναν το μεγαλύτερο πολιτικό κόμμα στη Γερμανία. Η κυβέρνηση παρέμεινε στα χέρια μιας σειράς συντηρητικών συνασπισμών υποστηριζόμενων από δεξιούς φιλελεύθερους ή καθολικούς κληρικούς και εξαρτιώνταν σε μεγάλο βαθμό από την εύνοια του Kάιζερ. Ο αυξανόμενος μιλιταρισμός κάτω υπό το Γουλιέλμο Β΄ έκανε πολλούς Γερμανούς να μεταναστεύσουν στις Η.Π.Α. και στις Βρετανικές αποικίες για να αποφύγουν την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία.

Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο Κάιζερ μεταβίβαζε όλο και περισσότερο τις εξουσίες του στους ηγέτες της Γερμανικής Ανώτατης Διοίκησης, ιδιαίτερα στο μελλοντικό Προέδρου της Γερμανίας, Στρατάρχη Πάουλ φον Χίντενμπουργκ και το Generalquartiermeister Έριχ Λούντεντορφ. Το 1916 η Γερμανία ήταν στην πραγματικότητα μια στρατιωτική δικτατορία που διευθυνόταν από το Χίντενμπουργκ και το Λούντεντορφ, με τον Kάιζερ να περιορίζεται σε διακοσμητικό ρόλο.

Εξωτερικές υποθέσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Μπίσμαρκ στη Διάσκεψη του Βερολίνου (1884)

Γερμανική αποικιακή αυτοκρατορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Γουλιέλμος Β΄ ήθελε η Γερμανία να έχει τη «θέση της στον ήλιο» όπως η Βρετανία, την οποία επιθυμούσε συνεχώς να μιμείται ή να ανταγωνίζεται.[56] Με τους Γερμανούς εμπόρους να δραστηριοποιούνται ήδη παγκοσμίως, ενθάρρυνε αποικιακές επιδιώξεις στην Αφρική και τον Ειρηνικό ("νέος ιμπεριαλισμός"), προκαλώντας τον ανταγωνισμό της Γερμανικής Αυτοκρατορίας με τις άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις για την απόκτηση ανεκμετάλλευτων εδαφών. Με την ενθάρρυνση ή τουλάχιστον τη συναίνεση της Βρετανίας, που σε αυτό το στάδιο έβλεπε τη Γερμανία ως αντίβαρο στην παλιά της αντίπαλο Γαλλία, η Γερμανία απέκτησε τη Γερμανική Νοτιοδυτική Αφρική (σημερινή Ναμίμπια), το σημερινό Καμερούν, την Τογκολάνδη (σημερινό Τόγκο και τη Γερμανική Ανατολική Αφρική (σημερινά Ρουάντα, Μπουρούντι και η ηπειρωτική χώρα της σημερινής Τανζανίας). Στον Ειρηνικό αποκτήθηκαν νησιά μέσω αγορών και συνθηκών, καθώς και μιας μίσθωσης 99 ετών για την περιοχή Κιαουτσού στη βορειοανατολική Κίνα. Αλλά από αυτές τις γερμανικές αποικίες μόνο η Τογκολάνδη και η Γερμανική Σαμόα (μετά το 1908) έγιναν αυτάρκεις και κερδοφόρες. Ολες οι άλλες χρειάζονταν επιδοτήσεις από το θησαυροφυλάκιο του Βερολίνου για την κατασκευή υποδομών, σχολικών συστημάτων, νοσοκομείων και άλλων ιδρυμάτων.

Γερμανική αποικιακή σημαία

Ο Μπίσμαρκ είχε αρχικά απορρίψει τις φιλοδοξίες για αποικίες με περιφρόνηση. Ευνοούσε μια ευρωκεντρική εξωτερική πολιτική, όπως δείχνει η σύναψη συνθηκών κατά τη διάρκεια της θητείας του. Ως τελευταία στην αποικιοκρατία, η Γερμανία επανειλημμένα ήλθε σε σύγκρουση με τις καθιερωμένες αποικιακές δυνάμεις και επίσης με τις Ηνωμένες Πολιτείες, που ήταν αντίθετες στις γερμανικές προσπάθειες αποικιοκρατικής επέκτασης τόσο στην Καραϊβική όσο και στον Ειρηνικό. Οι εξεγέρσεις ιθαγενών σε γερμανικά εδάφη τύχαιναν ευρείας κάλυψης σε άλλες χώρες, ειδικά στη Βρετανία. Οι παλαιότερες δυνάμεις είχαν ασχοληθεί με τέτοιες εξεγέρσεις δεκαετίες νωρίτερα, συχνά βίαια, και είχαν ήδη εξασφαλίσει το σταθερό έλεγχο των αποικιών τους. Η Εξέγερση των Μπόξερ στην Κίνα, που τελικά υποστηρίχθηκε από την Κινεζική κυβέρνηση, ξεκίνησε στην επαρχία Σαντόνγκ, εν μέρει επειδή η Γερμανία, ως αποικιστής στο Κιαουτσού, ήταν μια μη δοκιμασμένη δύναμη, δραστηριοποιημένη εκεί μόλις δύο χρόνια. Οκτώ δυτικά κράτη, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών, αποβίβασαν μια κοινή δύναμη για να διασώσουν τους δυτικούς που είχαν συλληφθεί στην εξέγερση. Κατά την τελετή αναχώρησης του γερμανικού τμήματος ο Γουλιέλμος Β΄ τους παρότρυνε να συμπεριφερθούν όπως οι Ούννοι εισβολείς στην ηπειρωτική Ευρώπη - μια ατυχής παρατήρηση που αργότερα θα ανασυρόταν από Βρετανούς προπαγανδιστές για να εικονίσουν τους Γερμανούς ως βάρβαρους κατά τη διάρκεια του Α΄ και του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Σε δύο περιπτώσεις μια γαλλογερμανική σύγκρουση για την τύχη του Μαρόκου φαινόταν αναπόφευκτη.

Υψωση της γερμανικής σημαίας στο Μιόκο της Γερμανικής Νέας Γουινέας το 1884

Με την απόκτηση της Νοτιοδυτικής Αφρικής οι Γερμανοί άποικοι ενθαρρύνθηκαν να καλλιεργήσουν τη γη που κατέχουν οι Χερέρο και οι Νάμα. Οι φυλετικές περιοχές των Χερέρο και των Νάμα χρησιμοποιήθηκαν για διάφορες μορφές εκμετάλλευσης (όπως είχαν κάνει νωρίτερα και οι Βρετανοί στη Ροδεσία), όπως γεωργία, κτηνοτροφία και εξόρυξη ορυκτών και διαμαντιών. Το 1904 οι Χερέρο και οι Νάμα εξεγέρθηκαν κατά των αποίκων στη Νοτιοδυτική Αφρική, σκοτώνοντας τις αγροτικές οικογένειες, τους εργάτες και τους υπηρέτες τους. Αντιδρώντας στις επιθέσεις, στάλθηκαν στρατεύματα για να καταπνίξουν την εξέγερση, που στη συνέχεια οδήγησε στη Γενοκτονία των Χερέρο και των Νάμα. Συνολικά περίπου 65.000 Χερού (80% του συνολικού πληθυσμού τους) και 10.000 Νάμα (50% του συνολικού πληθυσμού τους) έχασαν τη ζωή τους. Ο διοικητής της κατασταλτικής επιχείρησης, στρατηγός Λόταρ φον ΤρόταL, τελικά αποστρατεύθηκε και τιμωρήθηκε για την υπέρβαση των διαταγών και τις αγριότητες που διέπραξε. Αυτά τα περιστατικά αναφέρονται μερικές φορές ως "η πρώτη γενοκτονία του 20ού αιώνα" και καταδικάστηκαν επίσημα από τα Ηνωμένα Έθνη το 1985. Το 2004 ακολούθησε επίσημη συγγνώμη από υπουργό της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.

Μέση Ανατολή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Μπίσμαρκ και ο Γουλιέλμος Β΄ μετά από αυτόν αναζητούσαν στενότερους οικονομικούς δεσμούς με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Υπό το Γουλιέλμο Β΄, με την οικονομική στήριξη της Deutsche Bank, το 1900 ξεκίνησε ο Σιδηρόδρομος της Βαγδάτης, αν και μέχρι το 1914 απείχε ακόμη 500 χιλιόμετρα από τον τελικό προορισμό του. Σε μια συνάντησή του με το Γουλιέλμο το 1899 Σέσιλ Ρόουντς είχε προσπαθήσει "να πείσει τον Kάιζερ ότι το μέλλον της Γερμανικής Αυτοκρατορίας στο εξωτερικό βρίσκεται στη Μέση Ανατολή" και όχι στην Αφρική. Με μια μεγάλη Μεσανατολική αυτοκρατορία, η Γερμανία θα μπορούσε να επιτρέψει στη Βρετανία την απρόσκοπτη ολοκλήρωση του σιδηροδρόμου Κέιπ Τάουν-Κάιρο, που ο Ρόουντς ευνοούσε. Η Βρετανία υποστήριξε αρχικά το Σιδηρόδρομο της Βαγδάτης. αλλά από το 1911 οι Βρετανοί πολιτικοί άρχισαν να φοβούνται ότι θα μπορούσε να επεκταθεί στη Βασόρα στον Περσικό Κόλπο, απειλώντας τη ναυτική υπεροχή της Βρετανίας στον Ινδικό Ωκεανό. Ως εκ τούτου ζήτησαν να σταματήσει η κατασκευή, στο οποίο η Γερμανία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία συμφώνησαν.

Ευρώπη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Γουλιέλμος Β΄ και οι σύμβουλοί του διέπραξαν θανάσιμο διπλωματικό λάθος, όταν επέτρεψαν να ατονήσει η «Συνθήκης Αντασφάλισης» που είχε διαπραγματευθεί ο Μπίσμαρκ με την τσαρική Ρωσία. Η Γερμανία παρέμεινε χωρίς ισχυρό σύμμαχο πλην της Αυστροουγγαρίας και η υποστήριξή της στην προσάρτηση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης το 1908 χειροτέρεψε περαιτέρω στις σχέσεις της με τη Ρωσία.[57] Ο Γουλιέλμος έχασε την ευκαιρία να εξασφαλίσει συμμαχία με τη Βρετανία τη δεκαετία του 1890, όταν είχε εμπλακεί σε αποικιακούς ανταγωνισμούς με τη Γαλλία και αποξένωσε τους Βρετανούς πολιτικούς περαιτέρω υποστηρίζοντας ανοιχτά τους Μπόερς στον Πόλεμο της Νότιας Αφρικής και οικοδομώντας ναυτικό για να ανταγωνιστεί τη Βρετανία. Μέχρι το 1911 ο Γουλιέλμος είχε εγκαταλείψει εντελώς την προσεκτική ισορροπία δυνάμεων που είχε δημιουργήσει ο Μπίσμαρκ και η Βρετανία στράφηκε στη Γαλλία με την Αντάντ. Ο μοναδικός σύμμαχος της Γερμανίας εκτός από την Αυστρία ήταν το Βασίλειο της Ιταλίας, αλλά παρέμενε σύμμαχος μόνο pro forma (τυπικά). Όταν ήρθε ο πόλεμος η Ιταλία είδε περισσότερα οφέλη σε μια συμμαχία με τη Βρετανία, τη Γαλλία και τη Ρωσία, που στη μυστική Συνθήκη του Λονδίνου του 1915 της υποσχέθηκαν τις συνοριακές περιοχές της Αυστρίας, όπου οι Ιταλοί αποτελούσαν την πλειοψηφία του πληθυσμού, αλλά και αποικιακές παραχωρήσεις. Η Γερμανία απέκτησε ένα δεύτερο σύμμαχο το ίδιο έτος, όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία εισήλθε στον πόλεμο στο πλευρό της, αλλά μακροπρόθεσμα υποστηρίζοντας την οθωμανική πολεμική προσπάθεια απλώς και μόνο αποστερούσε γερμανικούς πόρους από τα κύρια μέτωπα.

Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εναρξη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παγκόσμιος χάρτης που δείχνει τους συμμετέχοντες στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι σύμμαχοι της Αντάντ απεικονίζονται με πράσινο χρώμα, οι [Κεντρικές Δυνάμεις] με πορτοκαλί και οι ουδέτερες χώρες με γκρι.

Μετά τη δολοφονία του Αρχιδούκα της Αυστροουγγαρίας Φραγκίσκου Φερδινάνδου από το Σερβοβόσνιο Γκαβρίλο Πρίντσιπ ο Κάιζερ προσέφερε στον Αυτοκράτορα Φραγκίσκος Ιωσήφ πλήρη υποστήριξη στα σχέδια της Αυστροουγγαρίας για εισβολή στο Βασίλειο της Σερβίας, που η Αυστροουγγαρία κατηγόρησε για τη δολοφονία. Αυτή η άνευ όρων στήριξη της Αυστροουγγαρίας ονομάστηκε "λευκή επιταγή" από τους ιστορικούς, συμπεριλαμβανομένου του Γερμανικού Φριτς Φίσερ. Μια μεταγενέστερη ερμηνεία - για παράδειγμα στη Συνδιάσκεψη ειρήνης των Παρισίων - ήταν ότι αυτή η "λευκή επιταγή" αδειοδότησε την επιθετικότητα της Αυστροουγγαρίας ανεξάρτητα από τις διπλωματικές συνέπειες και έτσι η Γερμανία ανέλαβε την ευθύνη για την έναρξη του πολέμου ή τουλάχιστον την πρόκληση ευρύτερης σύγκρουσης.

Η Γερμανία ξεκίνησε τον πόλεμο με στόχο τον επικεφαλής αντίπαλό της, τη Γαλλία. Η Γερμανία έβλεπε τη Γαλλία ως τον κύριο κίνδυνο για την ίδια στην ευρωπαϊκή ήπειρο, καθώς μπορούσε να κινητοποιηθεί πολύ πιο γρήγορα από τη Ρωσία και συνόρευε με το βιομηχανικό πυρήνα της Γερμανίας στη Ρηνανία. Σε αντίθεση με τη Βρετανία και τη Ρωσία οι Γάλλοι μπήκαν στον πόλεμο κυρίως για να εκδικηθούν τη Γερμανία, ιδίως για την απώλεια της Αλσατίας-Λωρραίνης το 1871. Η γερμανική ανώτερη διοίκηση γνώριζε ότι η Γαλλία θα συγκέντρωνε τις δυνάμεις της για να εισβάλει στην Αλσατία-Λωρραίνη. Εκτός από το τελείως ανεπίσημο Septemberprogramm, οι Γερμανοί δεν ανέφεραν ποτέ σαφή κατάλογο των στόχων που επιζητούσαν από τον πόλεμο.[58][59][60][61][62][63]

Δυτικό Μέτωπο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η επιστράτευση το 1914

Η Γερμανία δεν ήθελε να διακινδυνεύσει μακροχρόνιες μάχες κατά μήκος των γαλλογερμανικών συνόρων και υιοθέτησε το Σχέδιο Σλίφεν, μια στρατιωτική στρατηγική που αποσκοπούσε να παραλύσει τη Γαλλία, διεισδύοντας στο Βέλγιο και το Λουξεμβούργο, πετυχαίνοντας να περικυκλώσει και να συντρίψει τόσο το Παρίσι όσο και τις γαλλικές δυνάμεις κατά μήκος των γαλλογερμανικών συνόρων με μια γρήγορη νίκη. Μετά την ήττα της Γαλλίας η Γερμανία θα στρεφόταν να επιτεθεί στη Ρωσία. Το σχέδιο απαιτούσε την παραβίαση της επίσημης ουδετερότητας του Βελγίου και του Λουξεμβούργου, που η Βρετανία είχε εγγυηθεί με συνθήκη. Ωστόσο οι Γερμανοί είχαν υπολογίσει ότι η Βρετανία θα έμπαινε στον πόλεμο, ανεξάρτητα από το εάν είχε επίσημη δικαιολογία για να το πράξει. Αρχικά η επίθεση ήταν επιτυχής: ο Γερμανικός Στρατός πέρασε από το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο και προέλασε προς το Παρίσι, στο γειτονικό Ποταμό Μάρνη. Ωστόσο η εξέλιξη των όπλων κατά τον περασμένο αιώνα ευνοούσε έντονα την άμυνα έναντι της επίθεσης, ιδίως χάρη στα πολυβόλα, έτσι ώστε να απαιτείται αναλογικά περισσότερη επιθετική δύναμη για την κατάληψη μιας αμυντικής θέσης. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι γερμανικές επιθετικές γραμμές να συγκεντρώνονται για να τηρήσουν το χρονοδιάγραμμα της επίθεσης, ενώ παράλληλα οι γαλλικές γραμμές επεκτείνονταν. Επιπλέον κάποιες γερμανικές μονάδες που αρχικά είχαν δεσμευθεί εκεί μεταφέρθηκαν στο Ανατολικό Μέτωπο για να αντιδράσουν στη πολύ ταχύτερη του αναμενόμενου κινητοποίηση της Ρωσίας. Ο συνδυασμός αυτών έκανε το γερμανικό στρατό να βρεθεί μπροστά από το Παρίσι αντί πίσω του και να εκτεθεί στις εκτεταμένες γαλλικές γραμμές και σε επίθεση από στρατηγικές γαλλικές εφεδρείες που στάθμευαν στο Παρίσι. Με την επίθεσή τους ο Γαλλικός και ο Βρετανικός Στρατός πρόβαλαν ισχυρή αντίσταση για την υπεράσπιση του Παρισιού στην Πρώτη Μάχη του Μάρνη, με αποτέλεσμα ο Γερμανικός Στρατός να υποχωρήσει.

Την Πρώτη Μάχη του Μάρνη ακολούθησε μια μακροχρόνια ακινησία μεταξύ του Γερμανικού Στρατού και των Συμμάχων σε ένα πόλεμο χαρακωμάτων. Περαιτέρω γερμανικές προσπάθειες να διεισδύσουν βαθύτερα στη Γαλλία απέτυχαν στις δύο μάχες του Υπρ (1η και 2η) με τεράστιες απώλειες. Ο Γερμανός Αρχηγός του Επιτελείου Εριχ φον Φάλκενχαϊν αποφάσισε να εγκαταλείψει το Σχέδιο Σλίφεν και αντ' αυτού να επικεντρωθεί σε έναν πόλεμο τριβής κατά της Γαλλίας. Ο Φάλκενχαϊν στόχευσε την αρχαία πόλη του Βερντέν, επειδή ήταν μια από τις τελευταίες πόλεις που άντεξαν ενάντια στο Γερμανικό Στρατό το 1870 και γνώριζε ότι, ως θέμα εθνικής υπερηφάνειας, οι Γάλλοι θα έκαναν τα πάντα για να εξασφαλίσουν ότι δεν θα καταληφθεί. Προδοκούσε ότι με σωστές τακτικέ, οι γαλλικές απώλειες θα ήταν μεγαλύτερες από αυτές των Γερμανών και ότι η συνεχιζόμενη γαλλική δέσμευση των στρατευμάτων στο Βερντέν θα «αφαίμασσε το Γαλλικό Στρατό» και στη συνέχεια θα επέτρεπε στο Γερμανικό Στρατό να καταλάβει εύκολα τη Γαλλία. Το 1916 άρχισε η Μάχη του Βερντέν, με τις γαλλικές θέσεις να πλήττονται από συνεχείς βομβαρδισμούς και επιθέσεις με δηλητηριώδη αέρια και να υφίστανται μεγάλες απώλειες από την επίθεση των συντριπτικά μεγάλων γερμανικών δυνάμεων. Ωστόσο η πρόβλεψη του Φάλκενχαϊν για μεγαλύτερη αναλογία γαλλικών απωλειών αποδείχθηκε λανθασμένη. Ο Φάλκενχαϊν αντικαταστάθηκε από τον Έριχ Λούντεντορφ και, χωρίς διαφαινόμενη επιτυχία, ο Γερμανικός Στρατός αποσύρθηκε από το Βερντέν το Δεκέμβριο του 1916 και η μάχη τελείωσε.

Ανατολικό Μέτωπο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η γραμμή του μετώπου τη στιγμή της κατάπαυσης του πυρός και κατά τη Συνθήκη του Μπρεστ - Λιτόφσκ

Ενώ το Δυτικό Μέτωπο είχε αποτελματωθεί για το Γερμανικό Στρατό, το Ανατολικό Μέτωπο αποδείχθηκε τελικά μεγάλη επιτυχία. Παρά τις αρχικές αποτυχίες λόγω της απροσδόκητα ταχείας κινητοποίησης του ρωσικού στρατού, που είχε ως αποτέλεσμα τη ρωσική εισβολή στην Ανατολική Πρωσία και στην αυστριακή Γαλικία, ο ανεπαρκώς οργανωμένος και εφοδιασμένος Ρωσικός Στρατός υποχώρησε και έτσι ο Γερμανικός και ο Αυστροουγγρικός στρατός προέλαυναν σταθερά προς ανατολάς. Οι Γερμανοί επωφελούντο από την πολιτική αστάθεια στη Ρωσία και την επιθυμία του πληθυσμού να τερματίσει τον πόλεμο. Το 1917 η Γερμανική κυβέρνηση επέτρεψε στο Ρώσο κομμουνιστή Μπολσεβίκο ηγέτη της Ρωσίας Βλαντιμίρ Λένιν να ταξιδέψει μέσω της Γερμανίας από την Ελβετία στη Ρωσία. Η Γερμανία πίστευε ότι άν ο Λένιν μπορούσε να δημιουργήσει περαιτέρω πολιτική αναταραχή, η Ρωσία δεν θα ήταν πλέον σε θέση να συνεχίσει τον πόλεμό της με τη Γερμανία, επιτρέποντας στο Γερμανικό Στρατό να επικεντρωθεί στο Δυτικό Μέτωπο.

Το Μάρτιο του 1917 ο Τσάρος απομακρύνθηκε από το ρωσικό θρόνο και τον Νοέμβριο μια κυβέρνηση Μπολσεβίκων ήρθε στην εξουσία υπό την ηγεσία του Λένιν. Αντιμετωπίζοντας αντιπολίτευση αποφάσισε να τερματίσει τον πόλεμο της Ρωσίας κατά της Γερμανίας, της Αυστροουγγαρίας, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Βουλγαρίας, προκειμένου να ανακατευθύνει την ενέργεια των Μπολσεβίκων στην εξάλειψη της εσωτερικής αντίδρασης. Το Μάρτιο του 1918, με τη Συνθήκη του Μπρεστ - Λιτόφσκ, η κυβέρνηση των Μπολσεβίκων έδωσε στη Γερμανία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία τεράστιες εδαφικές και οικονομικές παραχωρήσεις με αντάλλαγμα τον τερματισμό του πολέμου στο Ανατολικό Μέτωπο. Όλες οι σημερινές Βαλτικές χώρες (Εσθονία, Λετονία και Λιθουανία) παραχωρήθηκαν στη Γερμανική κατοχική αρχή Ober Ost, μαζί με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία. Έτσι η Γερμανία πέτυχε επιτέλους την επί μακρόν επιδιωκόμενη κυριαρχία της στη Mitteleuropa (Κεντρική Ευρώπη) και τώρα μπορούσε να επικεντρωθεί πλήρως στη νίκη της επί των συμμάχων στο Δυτικό Μέτωπο. Στην πράξη, όμως, οι δυνάμεις που χρειάζονταν για τη φρούρηση και τη διασφάλιση των νέων εδαφών εξαντλούσαν τη γερμανική πολεμική προσπάθεια.

Αποικίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Γερμανία έχασε γρήγορα σχεδόν όλες τις αποικίες της. Ωστόσο στη Γερμανική Ανατολική Αφρική επιχειρήθηκε ένας εντυπωσιακός ανταρτοπόλεμος από τον εκεί ηγέτη του αποικιακού στρατού, Στρατηγό Πάουλ Εμιλ φον Λέτοβ-Φόρμπεκ. Χρησιμοποιώντας Γερμανούς και ιθαγενείς Ασκάρι, ο Λέτοβ-Φόρμπεκ εξαπέλυσε πολλές επιδρομές ανταρτών εναντίον των Βρετανικών δυνάμεων στην Κένυα και τη Ροδεσία. Επίσης εισέβαλε στην Πορτογαλική Μοζαμβίκη για να αποκτήσει προμήθειες για τις δυνάμεις του και να στρατολογήσει περισσότερους Ασκάρι. Η δύναμή του δρούσε ακόμα και κατά το τέλος του πολέμου.[64]

1918[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η νίκη επί της Ρωσίας το 1917 επέτρεψε στη Γερμανία να μεταφέρει εκατοντάδες χιλιάδες μάχιμα στρατεύματα από την Ανατολή στο Δυτικό Μέτωπο, χαρίζοντάς της αριθμητικό πλεονέκτημα έναντι των Συμμάχων. Με την επανεκπαίδευση των στρατιωτών στις νέες τακτικές των βομβαρδισμών, οι Γερμανοί προσδοκούσαν να ξεπαγώσουν το πεδίο της μάχης και να κερδίσουν μια αποφασιστική νίκη προτού ο στρατός των Ηνωμένων Πολιτειών, που είχε εισέλθει τότε στον πόλεμο στο πλευρό της Βρετανίας και της Γαλλίας, επέμβει δυναμικά.[65] Ωστόσο οι επανειληγμμένες γερμανικές επιθέσεις το φθινόπωρο του 1917 και την άνοιξη του 1918 απέτυχαν, καθώς οι Σύμμαχοι οπισθοχώρησαν και ανασυντάχθηκαν και οι Γερμανοί στερούνταν τις εφεδρείες που χρειάζονταν για να εδραιώσουν τα κέρδη τους. Εν τω μεταξύ οι στρατιώτες είχαν ριζοσπαστικοποιηθεί από τη Ρωσική Επανάσταση και ήταν λιγότερο πρόθυμοι να συνεχίσουν να πολεμάνε. Η πολεμική προσπάθεια πυροδότησε πολιτική αναταραχή στη Γερμανία, ενώ τα στρατεύματα, που ήταν συνεχώς στον πόλεμο χωρίς διακοπή, είχαν εξαντληθεί και χάσει κάθε ελπίδα νίκης. Το καλοκαίρι του 1918, με τους Αμερικανούς να φτάνουν με ρυθμό 10.000 ημερησίως και τις γερμανικές εφεδρείες αναλωμένες, ήταν μόνο θέμα χρόνου πολλαπλές Συμμαχικές επιθέσεις να εξοντώσουν το Γερμανικό στρατό [66].

Εσωτερικό μέτωπο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μνημείο για στρατιώτες που σκοτώθηκαν στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο

Η έννοια του «συνολικού πολέμου» σήμαινε ότι οι πόροι έπρεπε να κατευθυνθούν προς τις ένοπλες δυνάμεις και, με τη διακοπή του γερμανικού εμπόριου από το ναυτικό αποκλεισμό των Συμμάχων, οι Γερμανοί πολίτες αναγκάστηκαν να ζουν σε όλο και χειρότερες συνθήκες. Αρχικά ελέγχονταν οι τιμές των αγαθών και στη συνέχεια παρέχονταν με το δελτίο. Κατά τη διάρκεια του πολέμου περίπου 750.000 Γερμανοί πολίτες έχασαν τη ζωή τους από υποσιτισμό [67].

Προς το τέλος του πολέμου οι συνθήκες επιδεινώθηκαν γρήγορα στο εσωτερικό μέτωπο, με σοβαρές ελλείψεις τροφίμων σε όλες τις αστικές περιοχές. Αιτία ήταν η μεταφορά πολλών γεωργών και εργαζόμενων στον τομέα των τροφίμων στον στρατό, σε συνδυασμό με το υπερφορτωμένο σιδηροδρομικό δίκτυο, την έλλειψη άνθρακα και το βρετανικό αποκλεισμό. Ο χειμώνας του 1916-1917 έμεινε γνωστός ως "χειμώνας των γογγυλιών", επειδή οι άνθρωποι αναγκάστηκαν να επιβιώνουν με ένα λαχανικό που προοριζόταν συνήθως για τα ζώα, ως υποκατάστατο των πατατών και του κρέατος, που ήταν όλο και πιο σπάνια. Χιλιάδες κέντρα συσσιτίων άνοιξαν για να τροφοδοτήσουν τους πεινασμένους, που γκρινιάζουν ότι οι αγρότες κρατούσαν το φαγητό για τον εαυτό τους. Ακόμα και ο στρατός υποχρεώθηκε να μειώσει τα σιτηρέσια των στρατιωτών.[68] Το ηθικό τόσο των αμάχων όσο και των στρατιωτών συνέχισε να καταρρέει.

Επανάσταση και τέλος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πολλοί Γερμανοί ήθελαν να σταματήσουν τον πόλεμο και ολοένα και περισσότεροι άρχισαν να στρέφονται στην πολιτική αριστερά, όπως το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και το πιο ριζοσπαστικό Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, που απαιτούσαν τον τερματισμό του πολέμου. Η είσοδος των ΗΠΑ στον πόλεμο τον Απρίλιο του 1917 άλλαξε την επί μακρόν ισορροπία δυνάμεων υπέρ των Συμμάχων.

Στα τέλη Οκτωβρίου του 1918, στο Κίελο, στη βόρεια Γερμανία, ξεκίνησε η Γερμανική Επανάσταση του 1918-1919. Οι μονάδες του Γερμανικού Ναυτικού αρνήθηκαν να αποπλεύσουν για μια τελευταία μεγάλης κλίμακας επιχείρηση σε έναν πόλεμο που θεωρούσαν χαμένο, ξεκινώντας την εξέγερση. Στις 3 Νοεμβρίου η εξέγερση εξαπλώθηκε σε άλλες πόλεις και κρατίδια της χώρας, σε πολλά από τα οποία ιδρύθηκαν συμβούλια εργατών και στρατιωτών. Εν τω μεταξύ ο Χίντενμπουργκ και οι ανώτεροι στρατηγοί έχασαν την εμπιστοσύνη τους στον Κάιζερ και στην κυβέρνησή του.

Η Βουλγαρία υπέγραψε την Ανακωχή της Θεσσαλονίκης στις 29 Σεπτεμβρίου 1918. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία υπέγραψε την Ανακωχή του Μούδρου στις 30 Οκτωβρίου 1918. Μεταξύ 24 Οκτωβρίου και 3 Νοεμβρίου 1918 η Ιταλία νίκησε στη μάχη του Βιτόριο Βένετο την Αυστροουγγαρία, που αναγκάστηκε να υπογράψει την Ανακωχή της Βίλας Τζιούστι στις 3 Νοεμβρίου 1918. Έτσι το Νοέμβριο του 1918, με εσωτερική επανάσταση, τους Σύμμαχους να προελαύνουν προς τη Γερμανία στο Δυτικό Μέτωπο, την Αυστροουγγαρία να διαλύεται από τις πολλαπλές εθνοτικές εντάσεις, τους άλλους συμμάχους του εκτός πολέμου και την πίεση από τη γερμανική ανώτατη διοίκηση, ο Κάϊζερ και όλοι οι Γερμανοί ηγεμόνες παραιτήθηκαν. Στις 9 Νοεμβρίου ο σοσιαλδημοκράτης Φίλιπ Σάιντεμαν ανακήρυξε τη δημοκρατία. Η νέα κυβέρνηση υπό την ηγεσία των Γερμανών Σοσιαλδημοκρατών ζήτησε και έλαβε ανακωχή στις 11 Νοεμβρίου. Τη διαδέχθηκε η Δημοκρατία της Βαϊμάρης [69]. Εκείνοι που αντιτάχθηκαν, συμπεριλαμβανομένων και δυσαρεστημένων βετεράνων, εντάχθηκαν σε ένα ποικίλο σύνολο παραστρατιωτικών και υπόγειων πολιτικών ομάδων όπως τα Φράικορπς, η Οργάνωση Κονσουλ και οι Κομμουνιστές.

Κληρονομιά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ήττα και τα επακόλουθα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών διαμόρφωσαν τη θετική μνήμη της Αυτοκρατορίας, ιδιαίτερα μεταξύ των Γερμανών που δεν εμπιστεύονταν και περιφρονούσαν τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Οι συντηρητικοί, οι φιλελεύθεροι, οι σοσιαλιστές, οι εθνικιστές, οι Καθολικοί και οι Προτεστάντες είχαν ο καθένας τη δική τους ερμηνεία, γεγονός που οδήγησε σε ένα διχαστικό πολιτικό και κοινωνικό κλίμα στη Γερμανία μετά την κατάρρευση της αυτοκρατορίας.

Υπό το Μπίσμαρκ είχε επιτευχθεί επιτέλους ένα ενωμένο γερμανικό κράτος, αλλά παρέμεινε ένα κράτος πρωσοκρατούμενο και δεν περιλάμβανε τη γερμανική Αυστρία, όπως επιθυμούσαν οι Πανγερμανιστές εθνικιστές. Η επιρροή του πρωσικού μιλιταρισμού, οι αποικιακές προσπάθειες της Αυτοκρατορίας και η σθεναρή, ανταγωνιστική βιομηχανική της ισχύς προκαλούσαν όλα την αντιπάθειαα και το φθόνο των άλλων εθνών. Η Γερμανική Αυτοκρατορία έθεσε σε εφαρμογή μια σειρά προοδευτικών μεταρρυθμίσεων, όπως το πρώτο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας της Ευρώπης και η ελευθερία του τύπου. Υπήρχε επίσης ένα σύγχρονο σύστημα για την εκλογή του ομοσπονδιακού κοινοβουλίου, του Ράιχσταγκ, στο οποίο κάθε ενήλικος άντρας είχε μία ψήφο. Αυτό επέτρεψε στους Σοσιαλιστές και στο Καθολικό Κόμμα του Κέντρου να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην πολιτική ζωή της αυτοκρατορίας παρά τη συνεχιζόμενη εχθρότητα των Πρώσων αριστοκρατών.

Η εποχή της Γερμανικής Αυτοκρατορίας διατηρείται στη μνήμη στη Γερμανία ως περίοδος μεγάλης πολιτιστικής και πνευματικής ισχύος. Ο Τόμας Μαν δημοσίευσε το μυθιστόρημά του Μπούντενμπρουκς το 1901. Ο Τέοντορ Μόμσεν έλαβε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας ένα χρόνο αργότερα για τη Ρωμαϊκή του ιστορία. Ζωγράφοι όπως οι ομάδες Der Blaue Reiter και Die Brücke συνέβαλαν σημαντικά στη σύγχρονη τέχνη. Το εργοστάσιο στροβίλων της AEG στο Βερολίνο από το Πέτερ Μπέρενς το 1909 μπορεί να θεωρηθεί ως ορόσημο στην κλασική σύγχρονη αρχιτεκτονική και ένα εξαιρετικό παράδειγμα του αναδυόμενου λειτουργισμού. Οι κοινωνικές, οικονομικές και επιστημονικές επιτυχίες αυτού του Gründerzeit, ή θεμελιώδους εποχής, οδήγησαν μερικές φορές την εποχή του Γουκλιέλμου να θεωρηθεί ως χρυσή εποχή.

Στον τομέα της οικονομίας, το Kaiserzeit έθεσε τα θεμέλια της θέσης της Γερμανίας ως μιας από τις κορυφαίες οικονομικές δυνάμεις του κόσμου. Οι βιομηχανίες σιδήρου και άνθρακα του Ρουρ, του Σάαρ και της Άνω Σιλεσίας συνέβαλαν ιδιαίτερα στη διαδικασία αυτή. Το πρώτο αυτοκίνητο κατασκευάστηκε από τον Καρλ Μπεντς το 1886. Η τεράστια ανάπτυξη της βιομηχανικής παραγωγής και του βιομηχανικού δυναμικού οδήγησε επίσης στην ταχεία αστικοποίηση της Γερμανίας, που μετέτρεψε τους Γερμανούς σε ένα έθνος κατοίκων των πόλεων. Περισσότεροι από 5 εκατομμύρια άνθρωποι εγκατέλειψαν τη Γερμανία για τις Ηνωμένες Πολιτείες κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα.[70]

Sonderweg[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πολλοί ιστορικοί έχουν υπογραμμίσει την κεντρική σημασία ενός γερμανικού Sonderweg ή ενός «ιδιαίτερου δρόμου» (ή «εξαιρετικότητας») ως ρίζα του Ναζισμού και της Γερμανικής καταστροφής τον 20ό αιώνα. Σύμφωνα με την ιστοριογραφία του Kότσκα (1988) η διαδικασία της εθνοδόμησης εκ των άνω είχε πολύ σοβαρές μακροπρόθεσμες συνέπειες. Όσον αφορά την κοινοβουλευτική δημοκρατία το Κοινοβούλιο διατηρήθηκε αδύναμο, τα κόμματα ήταν κατακερματισμένα και υπήρχε μεγάλος βαθμός αμοιβαίας δυσπιστίας. Οι Ναζί βασίστηκαν στα ανελεύθερα, αντιπλουραλιστικά στοιχεία της πολιτικής κουλτούρας της Βαϊμάρη. Οι ελίτ των Γιούνκερ (των μεγάλων γαιοκτημόνων της ανατολής) και οι ανώτεροι δημόσιοι υπάλληλοι χρησιμοποίησαν τη μεγάλη δύναμή τους και την επιρροή τους τον εικοστό αιώνα για να ματαιώσουν κάθε κίνηση προς τη δημοκρατία. Διαδραμάτισαν ιδιαίτερα αρνητικό ρόλο στην κρίση του 1930-1933. Η έμφαση του Μπίσμαρκ στη στρατιωτική ισχύ ενίσχυσε τη φωνή του σώματος των αξιωματικών, που συνδύασε τον προωθημένο εκσυγχρονισμό της στρατιωτικής τεχνολογίας με αντιδραστικές πολιτικές. Οι ανερχόμενες ελίτ της μεσαίας τάξης, στον επιχειρηματικό, οικονομικό και επαγγελματικό κόσμο, είχαν την τάση να αποδέχονται τις αξίες των παλαιών παραδοσιακών ελίτ. Η Γερμανική Αυτοκρατορία ήταν για τον Χανς-Ούλριχ Βέλερ ένα περίεργο μείγμα εξαιρετικά επιτυχημένης καπιταλιστικής εκβιομηχάνισης και κοινωνικοοικονομικού εκσυγχρονισμού, αφενός και επιβίωσης προβιομηχανικών θεσμών, σχέσεων εξουσίας και παραδοσιακής κουλτούρας αφετέρου. Ο Βέλερ υποστηρίζει ότι αυτό προκάλεσε υψηλό βαθμό εσωτερικής έντασης, που οδήγησε, αφενός, στην καταστολή των σοσιαλιστών, των καθολικών και των μεταρρυθμιστών και, αφετέρου, σε μια ιδιαίτερα επιθετική εξωτερική πολιτική. Για τους λόγους αυτούς ο Φριτς Φίσερ και οι μαθητές του τόνισαν την πρωταρχική ενοχή της Γερμανίας για την πρόκληση του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου[71].

Ο Χανς-Ούλριχ Βέλερ, από τους πρωτεργάτες της Σχολής κοινωνικής ιστορίας του Μπίλεφελντ, τοποθετεί τις καταβολές της γερμανικής πορείας προς την καταστροφή στη δεκαετία του 1860-1870, όταν έλαβε χώρα ο οικονομικός εκσυγχρονισμός χωρίς πολιτικό εκσυγχρονισμό και η παλιά πρωσική αγροτική ελίτ διατήρησε σταθερά τον έλεγχο του στρατού, της διπλωματίας και της δημόσιας διοίκησης. Η παραδοσιακή, αριστοκρατική, προνεωτερική κοινωνία αντιμαχόταν μια αναδυόμενη καπιταλιστική, αστική, εκσυγχρονιστική κοινωνία. Αναγνωρίζοντας τη σημασία των εκσυγχρονιστικών δυνάμεων στη βιομηχανία, στην οικονομία και στον πολιτιστικό τομέα, ο Βέλερ υποστηρίζει ότι η αντιδραστική παράδοση κυριαρχούσε στην πολιτική ιεραρχία της εξουσίας στη Γερμανία, καθώς και στις κοινωνικές νοοτροπίες και στις ταξικές σχέσεις (Klassenhabitus). Η καταστροφική γερμανική πολιτική μεταξύ του 1914 και του 1945 ερμηνεύεται με όρους καθυστερημένου εκσυγχρονισμού των πολιτικών δομών της χώρας. Στον πυρήνα της ερμηνείας του Βέλερ είναι η θεώρησή του της «μεσαίας τάξης» και της «επανάστασης», που καθεμιά τους ήταν καθοριστικής σημασίας για τη διαμόρφωση του 20ού αιώνα. Η εξέταση της Ναζιστικής κυριαρχίας από το Βέλερ διαμορφώνεται από την αρχή του της "χαρισματικής ηγεμονίας", που επικεντρώνεται σε μεγάλο βαθμό στον Αδόλφο Χίτλερ.[72]

Η ιστοριογραφική έννοια του γερμανικού Sonderweg είχε μια ταραχώδη ιστορία. Οι μελετητές του 19ου αιώνα, που τόνιζαν ένα ξεχωριστό γερμανικό δρόμο προς τη νεωτερικότητα, το θεώρησαν θετικό παράγοντα που διαφοροποιούσε τη Γερμανία από το "δυτικό δρόμο" που χαρακτήριζε τη Μεγάλη Βρετανία. Τονίζουν το ισχυρό γραφειοκρατικό κράτος, τις μεταρρυθμίσεις που ξεκίνησε ο Μπίσμαρκ και άλλοι ισχυροί ηγέτες, το ήθος των υπηρεσιών της Πρωσίας, τον ανώτερο πολιτισμό της φιλοσοφίας και της μουσικής και την πρωτοπορία της Γερμανίας ως κράτους κοινωνικής πρόνοιας. Τ>η δεκαετία του 1950 οι ιστορικοί στη Δυτική Γερμανία ισχυρίστηκαν ότι το Sonderweg οδήγησε τη Γερμανία στην καταστροφή του 1933-1945. Οι ιδιαίτερες συνθήκες των γερμανικών ιστορικών δομών και εμπειριών ερμηνεύτηκαν ως οι προϋποθέσεις που, αν και δεν προκάλεσαν άμεσα τον Εθνικοσοσιαλισμό, εμπόδισαν την ανάπτυξη μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας και διευκόλυναν την άνοδο του φασισμού. Το παράδειγμα του Sonderweg παρείχε την ώθηση για τουλάχιστον τρία σκέλη έρευνας στη γερμανική ιστοριογραφία: το "μακρύ 19ος αιώνα", την "ιστορία της μπουρζουαζίας" και τις "συγκρίσεις με τη Δύση". Μετά το 1990 η αυξημένη σημασία των πολιτιστικών διαστάσεων και της συγκριτικής και της συσχετιστικής ιστορίας έστρεψαν τη γερμανική ιστοριογραφία σε διαφορετικά θέματα, με πολύ λιγότερη σημασία στο Sonderweg. Ενώ ορισμένοι ιστορικοί έχουν εγκαταλείψει την υπόθεση περί Sonderweg, δεν έχουν παράσχει μια γενικά αποδεκτή εναλλακτική ερμηνεία.[73]

Εδαφική κληρονομιά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εκτός από τη σημερινή Γερμανία, μεγάλα τμήματα της Γερμανικής Αυτοκρατορίας ανήκουν πλέον σε πολλές άλλες σύγχρονες ευρωπαϊκές χώρες.

Τα εδάφη της Γερμανίας, που έχασε στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους εμφανίζονται με μαύρο χρώμα και η σημερινή Γερμανία με σκούρο γκρι σε αυτό το χάρτη του 1914.
Γερμανικό όνομα Χώρα Περιοχή
Elsaß-Lothringen Γαλλία Διαμερίσματα του Κάτω και Ανω Ρήνου (στην Αλσατία) και του Μοζέλλα (στη Λωραίννη )
Eupen-Malmedy Βέλγιο Πόλεις Επέν και Μαλμεντί και οι δήμοι Αμελ, Μπύλιγκεν, Μπουργκ-Ρόιλαντ, Μπύτγκενμπαχ, Κέλμις, Λόντσεν, Ρέρεν, Βέμ και Σανκτ Βιτ (τμήματα της επαρχίας της Λιέγης στην Περιοχή της Βαλλωνίας στα βελγογερμανικά σύνορα)
Duivelsberg/Wylerberg Ολλανδία | Ντούϊβελσμπεργκ, ακατοίκητος λόφος (καθώς και μερικές γειτονικές λωρίδες γης) που προσαρτήθηκαν από την Ολλανδία μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
Nordschleswig Δανία Νομός ΝότιαςΓιουτλάνδης (εκτός από τις πόλεις Ταπς, Χέιλε και Βέιστρουπ) και οι πόλεις Χβίντιγκ, Ρέγκερ και Σπάντετ
Hultschiner Ländchen Τσεχία Επαρχία Χλούτσιν, στα τσεχοπολωνικά σύνορα στη Σιλεσία, από όπου οι περισσότεροι Γερμανοί απελάθηκαν μετά το Β΄ Π. Π.
Memelland Λιθουανία Περιοχή Κλάιπεντα, από όπου οι Γερμανοί απελάθηκαν μετά το Β΄ Π. Π.]]
Schlesien, Ostbrandenburg, Ermland, Masuren, Westpreußen, Provinz Posen, νότια Ostpreußen, κεντρικό και ανατολικό τμήμα του Pommern Πολωνία Βόρειο και δυτικό τμήμα της χώρας, περιλαμβανομένης της Πομερανίας, της Σιλεσίας, της Λούμπους Λαντ, της Βαρμίας και Μαζουρίας, από όπου οι Γερμανοί απελάθηκαν μετά το Β΄ Π. Π.]]
Βόρεια Ostpreußen Ρωσία Περιφέρεια Καλίνινγκραντ θύλακας στη Βαλτική, από όπου οι Γερμανοί απελάθηκαν μετά το Β΄ Π. Π.]]
Εδάφη που χάθηκαν κατά τον Α 'Παγκόσμιο Πόλεμο
Εδάφη που χάθηκαν κατά τον Α΄ και το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
Εδάφη που χάθηκαν κατά το Β 'Παγκόσμιο Πόλεμο

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «German Empire: administrative subdivision and municipalities, 1900 to 1910» (στα Γερμανικά). Ανακτήθηκε στις 25 Απριλίου 2007. 
  2. «Population statistics of the German Empire, 1871» (στα Γερμανικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Απριλίου 2007. Ανακτήθηκε στις 25 Απριλίου 2007. 
  3. «Γερμανικό Σύνταγμα του 1871» (στα Γερμανικά). De.wikisource.org. 16 Μαρτίου 2011. Ανακτήθηκε στις 2 Απριλίου 2011. 
  4. Michael Kotulla: Deutsches Verfassungsrecht 1806–1918. Eine Dokumentensammlung nebst Einführungen. 1. Band: Gesamtdeutschland, Anhaltische Staaten und Baden. Springer, Berlin 2006, pp. 231, 246
  5. J. H. Clapham, The Economic Development of France and Germany 1815–1914 (1936)
  6. «Nobel Prizes by Country – Evolution of National Science Nobel Prize Shares in the 20th Century, by Citizenship (Juergen Schmidhuber, 2010)». Idsia.ch. Ανακτήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου 2012. 
  7. Azar Gat (2008). War in Human Civilization. Oxford University Press. σελ. 517. ISBN 978-0-19-923663-3. 
  8. Diese deutschen Wörter kennt man noch in der Südsee, von Matthias Heine "Einst hatten die Deutschen das drittgrößte Kolonialreich[...]"
  9. Paul Kennedy, The Rise and Fall of the Great Powers: Economic Change and Military Conflict from 1500 to 2000 (1987)
  10. Heeren, Arnold Hermann Ludwig (1873). Talboys, David Alphonso, επιμ. A Manual of the History of the Political System of Europe and its Colonies. London: H. G. Bohn. σελ. 480 
  11. Case, Nelson (1902). European Constitutional History. Cincinnati: Jennings & Pye. σελ. 139. OCLC 608806061. 
  12. Protokoll vom 15. November 1870 zwischen dem Norddeutschen Bunde, Baden und Hessen Αρχειοθετήθηκε 2016-03-04 στο Wayback Machine. (Bundesgesetzblatt 1870 S. 650, Bayer. Gesetzblatt 1870/71 S. 199).
  13. Case 1902, σελίδες 139–140
  14. 14,0 14,1 Case 1902, σελ. 140
  15. «Fremdsprachige Minderheiten im Deutschen Reich» (στα Γερμανικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Φεβρουαρίου 2010. Ανακτήθηκε στις 20 Ιανουαρίου 2010. 
  16. Kersbergen, Kees van· Vis, Barbara (2013). Comparative Welfare State Politics: Development, Opportunities, and Reform. Cambridge UP. σελ. 38. ISBN 978-1-107-65247-7. 
  17. Moore, Robert Laurence· Vaudagna, Maurizio (2003). The American Century in Europe. Cornell University Press. σελ. 226. ISBN 0-8014-4075-0. 
  18. Richard E. Frankel, "From the Beer Halls to the Halls of Power: The Cult of Bismarck and the Legitimization of a New German Right, 1898–1945," German Studies Review, Vol. 26, No. 3 (Oct., 2003), pp. 543–560 in JSTOR
  19. Eric Hobsbawm, The Age of Empire: 1875–1914 (1987), p. 312.
  20. Young, William (2006). German Diplomatic Relations 1871-1945: The Wilhelmstrasse And the Formulation Of Foreign Policy. New York: iUniverse. σελ. 33. ISBN 9780595407064. 
  21. Gvosdev, Nikolas· Marsh, Christopher (2013). Russian Foreign Policy: Interests, Vectors, and Sectors. Thousand Oaks, CA: CQ Press. σελ. 241. ISBN 9781452234847. 
  22. Tipton, Frank (2003). A History of Modern Germany Since 1815. London: Continuum. σελ. 170. ISBN 0826449093. 
  23. Mshana, Rogate. «The Economic Impact of German Colonial Rule and the Question of Reparation». www.tanzania.com.  H παράμετρος |url= είναι κενή ή απουσιάζει (βοήθεια)
  24. Fitzpatrick, Matthew (2007). «A Fall from Grace? National Unity and the Search for Naval Power and Colonial Possessions 1848–1884». German History 25 (2): 135–161. doi:10.1177/0266355406075719. 
  25. Edmond Taylor, The fossil monarchies: the collapse of the old order, 1905–1922 (1967) p 206
  26. Allan Mitchell, Great Train Race: Railways and the Franco-German Rivalry, 1815–1914 (2000)
  27. Edgar Feuchtwanger, Imperial Germany, 1850–1918 (2006), Table 1
  28. Jochen Streb, et al. "Technological and geographical knowledge spillover in the German empire 1877–1918", Economic History Review, May 2006, Vol. 59 Issue 2, pp. 347–373
  29. Stephen Broadberry, and Kevin H. O'Rourke. The Cambridge Economic History of Modern Europe (2 vol. 2010)
  30. John J. Beer, The Emergence of the German Dye Industry (1959).
  31. Werner Abelshauser, German History and Global Enterprise: BASF: The History of a Company (2004) covers 1865 to 2000;
  32. Chandler (1990) pp. 474–475
  33. Carsten Burhop, "Pharmaceutical Research in Wilhelmine Germany: the Case of E. Merck," Business History Review. Volume: 83. Issue: 3. 2009. pp 475+. in ProQuest
  34. J.A.S. Grenville, Europe reshaped, 1848–1878 (2000) p. 342
  35. Marjorie Lamberti, "Religious conflicts and German national identity in Prussia, 1866–1914", in Philip G. Dwyer, ed. Modern Prussian History: 1830–1947 (2001) pp. 169–187
  36. Lamberti, (2001) p 177
  37. Ronald J. Ross, The failure of Bismarck's Kulturkampf: Catholicism and state power in imperial Germany, 1871–1887 (1998)
  38. Hajo Holborn, A History of Modern Germany: 1840–1945 (1969), pp. 258–260
  39. Christopher Clark, Iron Kingdom: The Rise and Downfall of Prussia, 1600–1947 (2006) pp. 568–576
  40. Hermann Beck, Origins of the Authoritarian Welfare State in Prussia, 1815–1870 (1995)
  41. Elaine Glovka Spencer, "Rules of the Ruhr: Leadership and Authority in German Big Business Before 1914", Business History Review, Spring 1979, Vol. 53 Issue 1, pp. 40–64; Ivo N. Lambi, "The Protectionist Interests of the German Iron and Steel Industry, 1873–1879", Journal of Economic History, March 1962, Vol. 22 Issue 1, pp. 59–70
  42. Timothy Baycroft and Mark Hewitson, What is a nation?: Europe 1789–1914 (2006) p 166
  43. John J. Kulczycki, School Strikes in Prussian Poland, 1901–1907: The Struggle over Bilingual Education (Columbia University Press, 1981)
  44. Martin Broszat: Zweihundert Jahre deutsche Polenpolitik. suhrkamp 1978, p. 144; (ISBN 3-518-36574-6)
  45. Richard S. Levy, The Downfall of the Anti-Semitic Political Parties in Imperial Germany (Yale University Press, 1975)
  46. Kitchen, Martin (2000). Cambridge Illustrated History of Germany. Cambridge University Press. σελ. 214. ISBN 978-0-521-79432-9. 
  47. Kurtz, Harold (1970). The Second Reich: Kaiser Wilhelm II and his Germany. McGraw-Hill. σελ. 60. ISBN 978-0-07-035653-5. 
  48. Stürmer, Michael (2000). The German Empire: 1870–1918Απαιτείται δωρεάν εγγραφή. New York: Random House. σελ. 63. ISBN 0-679-64090-8. 
  49. Isabel V. Hull, The Entourage of Kaiser Wilhelm II, 1888–1918 (2004) p. 85
  50. Kurtz, Harold (1970) 67
  51. Kurtz, Harold (1970) 72
  52. Geoffrey Cocks and Konrad H. Jarausch, eds. German Professions, 1800–1950 (1990)
  53. Kurtz, Harold (1970) 76
  54. Matthew Jefferies, Imperial Culture in Germany, 1871–1918 (2003).
  55. Kurtz, Harold (1970) 56
  56. «Wilhelm II (1859–1941)». BBC. Ανακτήθηκε στις 19 Απριλίου 2014. 
  57. Austria's Werner Abelshauser, German History and Global Enterprise: BASF: The History of a Company (2004) covers 1865 to 2000;
  58. Truth or conjecture?: German civilian war losses in the East, page 366, Stanisław Schimitzek Zachodnia Agencia Prasowa, 1966
  59. To the Threshold of Power, 1922/33: Origins and Dynamics of the Fascist and Nationalist Socialist Dictatorships, page 151-152
  60. Shatterzone of Empires: Coexistence and Violence in the German, Habsburg, Russian, and Ottoman Borderlands by Omer Bartov and Eric D. Weitz page 55 Indiana University Press 2013
  61. Immanuel Geiss "Tzw. polski pas graniczny 1914–1918". Warszawa 1964
  62. The Red Prince: The Secret Lives of a Habsburg Archduke, Timothy Snyder; "On the annexations and ethnic cleansing, see Geiss, Der Polnische Grenzstreifen"
  63. Absolute Destruction: Military Culture And The Practices Of War In Imperial Germany, Isabel V. Hull, page 233, Cornell University Press, 2005
  64. Edwin Hoyt, Colonel von Lettow-Vorbeck and Germany's East African Empire (1981)
  65. Holger H. Herwig, The First World War: Germany and Austria–Hungary 1914–1918 (1996)
  66. Rod Paschall, The defeat of imperial Germany, 1917–1918 (1994)
  67. German Historical Museum. «1914–18: Lebensmittelversorgung» (στα Γερμανικά). 
  68. Roger Chickering, Imperial Germany and the Great War, 1914–1918 (2004) p. 141–42
  69. A. J. Ryder, The German Revolution of 1918: A Study of German Socialism in War and Revolt (2008)
  70. "A New Surge of Growth". Library of Congress.
  71. Jürgen Kocka, "German History before Hitler: The Debate about the German 'Sonderweg' ". Journal of Contemporary History, Jan 1988, Vol. 23#1, pp 3–16 in JSTOR
  72. Wehler, Deutsche Gesellschaftsgeschichte: Vom Beginn des Ersten Weltkrieges bis zur Gründung der Beiden Deutschen Staaten 1914–1949 (2003) is the fourth volume of his monumental history of German society. None of the series has yet been translated into English. A partial summary appears in Hans-Ulrich Wehler, The German Empire, 1871–1918 (1997)
  73. Helmut Walser Smith, "When the Sonderweg Debate Left Us", German Studies Review, May 2008, Vol. 31#2 pp 225–240

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]