Βόμβα βυθού

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Βόμβα βυθού Mark IX στο Μουσείο υποβρυχίων USS Pampanito του Σαν Φρανσίσκο

Η βόμβα βυθού είναι ναυτικό όπλο το οποίο χρησιμοποιήθηκε ευρέως κατά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο στον ανθυποβρυχιακό πόλεμο.

Γενικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χρησιμοποιούνταν κυρίως από αντιτορπιλικά και καταδρομικά με σκοπό την καταστροφή υποβρυχίων. Επρόκειτο για ένα δοχείο γεμάτο εκρηκτικά και εφοδιασμένο με έναν πυροσωλήνα ρυθμισμένο ώστε να προκαλέσει έκρηξη σε προκαθορισμένο βάθος. Η βόμβα ριπτόταν είτε από ειδικό καταπέλτη βομβοβόλο είτε κυλιόμενη από ειδική εξέδρα, μονή ή διπλή που φέρονταν στη πρύμνη των πλοίων.

Σκοπός της βόμβας βυθού ήταν να προκαλέσει οποιαδήποτε ζημιά που θα έβγαζε εκτός ενέργειας το εντοπισμένο προηγουμένως αντίπαλο υποβρυχίο, μέχρι ακόμη και τη βύθισή του αν δεν αναγκαζόταν σε ανάδυση. Κατά τη σύγχρονη εποχή βρίσκονται σε χρήση νεότερα και αποτελεσματικότερα οπλικά συστήματα όσον αφορά τον ανθυποβρυχιακό πόλεμο.

Ιστορία όπλου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι βόμβες βυθού επινοήθηκαν το 1916 και χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά από τους Άγγλους σε ναυτικές επιχειρήσεις, στις αρχές του 1917, κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου που χαρακτηρίστηκαν ως λίαν αποτελεσματικό όπλο. Χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα τόσο από ελαφρά σκάφη σχεδόν όλων των τύπων καθώς και από αεροπλάνα της ναυτικής συνεργασίας ειδικότερα στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, κατά των γερμανικών υποβρυχίων.

Γενικά οι βόμβες βυθού μέχρι την εμφάνιση των αυτοπροωθούμενων βλημάτων αποτέλεσαν το μοναδικό όπλο βαλλόμενο κατά των υποβρυχίων, που έπλεαν εν καταδύσει σε μεγάλα βάθη. Οι βόμβες βυθού αρχικά περιείχαν κάποια ποσότητα εκρηκτικής ύλης, κυρίως τρινιτροτολουόλη, η οποία εκρηγνυομένη σε ορισμένο βάθος δημιουργούσε βίαιο ωστικό κύμα που μπορούσε να προκαλέσει σοβαρές ζημιές ή και καταστροφή κινούμενου πλησίον της έκρηξης υποβρυχίου συνθλίβοντας τα τοιχώματά του.
Η βόμβα βυθού είχε κυλινδρικό σχήμα (βαρελάκι), της οποίας το 70 - 80% του βάρους της ήταν η εκρηκτική ύλη και παράγονταν σε διάφορα μεγέθη. Το επιθυμητό βάθος της έκρηξης καθοριζόταν εκ των προτέρων από μία ρυθμιστική βαλβίδα πίεσης (υδροστατική) που φέρονταν σε μία από τις ακριανές πλευρές της.
Η φιλοσοφία του όπλου δεν ήταν να πετύχει το υποβρύχιο (που μπορούσε να συμβεί μόνο συμπτωματικά), αλλά να εκραγεί πλησίον αυτού.

Βολή βόμβας βυθού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι βόμβες βυθού βάλλονταν από τα πλοία επιφανείας κατά δύο τρόπους είτε ριπτόμενες από τη πρύμνη των πλοίων κυλιόμενες επί σιδηροτροχιάς, είτε με εκσφενδόνιση από ειδικό καταπέλτη βομβοβόλο μικρής σχετικά ολκής.

Ρίψη βομβών βυθού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη πρώτη περίπτωση οι βόμβες βυθού φέρονται στην πρύμνη του σκάφους (αντιτορπιλικού, κανονιοφόρου, ναρκοθέτιδας) επί μίας ή δύο παράλληλων, (μία ανά πλευρά), ελαφρά κεκλιμένων εξέδρων μετά μικρών σιδηροτροχιών στις οποίες συγκρατούνταν οι βόμβες, έκαστη μεμονωμένα, με μηχανισμό. Ο μηχανισμός αυτός συνδέεται με τη Γέφυρα του Πλοίου, απ΄ όπου αποδεσμεύονταν μία, ή δύο, ή και όλες μαζί οι βόμβες, όπου στη συνέχεια ολισθαίνοντας ρίπτονταν στη θάλασσα.

Η ρίψη των βομβών βυθού από την πρύμνη παρουσιάζει το πλεονέκτημα της ταχύτερης ρίψης μεγάλου αριθμού βομβών εντός ελάχιστου χρόνου χωρίς να απαιτούνται ιδιαίτεροι χειρισμοί του βάλλοντος πλοίου, ή αλλαγή πορείας. Ο τρόπος αυτός επειδή γίνονταν σχετικά με αυτόματο μηχανισμό δεν απαιτούσε την παρουσία προσωπικού βολής. Παρουσίαζε όμως ένα σπουδαίο μειονέκτημα. Δεν μπορούσε να γίνει χρήση από βραδυκίνητα πλοία, διότι διέτρεχαν τον κίνδυνο να υποστούν και αυτά βλάβη και μάλιστα στο σύστημα πηδαλιουχίας, αν δεν είχαν επαρκώς απομακρυνθεί από το σημείο της έκρηξης. (Σημειώνεται ότι η ολισθαίνουσα βόμβα βυθού κατά τη ρίψη της είχε ομοίως την ταχύτητα του φορέα της, δηλαδή του πλοίου). Έτσι κατ΄ εξαίρεση από σχετικά βραδυκίνητα πλοία γίνονταν ρίψεις βομβών βυθού από τη πρύμνη πλην όμως αυτές ήταν μικρές, μέτριας εκρηκτικής ισχύος.

Γενικά τέτοια μέθοδο βολής μεγάλων βομβών βυθού επιχειρούσαν κυρίως εύδρομα αντιτορπιλικά και οι φρεγάτες, όπου πριν οι βόμβες εκραγούν αυτά είχαν ήδη απομακρυνθεί. Στα βραδυκίνητα σκάφη που ήταν ειδικά διασκευασμένα για συνοδεία νηοπομπών ή καταδίωξης, ακόμη και υπό επιτάκτων αλιευτικών η βολή μεγάλων βομβών γίνονταν μόνο δι΄ εκτίναξης.

Εκτόξευση βομβών βυθού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη δεύτερη περίπτωση οι βόμβες βυθού εκσφενδονίζονταν σε απόσταση 15 – 20 μέτρων με ιδιότυπους καταπέλτες βομβοβόλους (εκτοξευτήρες). Οι χρησιμοποιούμενοι από το αγγλικό βασιλικό ναυτικό τέτοιοι καταπέλτες ήταν τύπου «Θόρνυκροφτ» (Thornycroft). Η βόμβα φερόταν, μία κάθε φορά, σε ειδική κοίλη υποδοχή της οποίας το στέλεχος εισερχόταν στο σωλήνα του εκτοξευτήρα.
Ο σωλήνας του εκτοξευτήρα, προκειμένου να μη είναι βίαιη η εκ της ανάφλεξης της εκρηκτικής ύλης, πρόωση της βόμβας, αποτελείτο από δύο συγκοινωνούντες σωλήνες. Ο μικρότερος εξ αυτών έφερε την εκρηκτική ύλη στον οποίο γινόταν η ανάφλεξη και ο μεγαλύτερος, ο οποίος υποβάσταζε το στέλεχος της υποδοχής της βόμβας το οποίο και εκσφενδονιζόταν μαζί με τη βόμβα.

Διασπορά βομβών βυθού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γενικά η επίθεση με βόμβες βυθού γίνεται είτε από ένα ή περισσότερα πλοία ταυτοχρόνως. Και αν μεν είναι ένα, τότε αυτό πλέει κυκλικά (σπειροειδώς) ξεκινώντας από το σημείο εντοπισμού του εχθρικού υποβρυχίου, ρίπτοντας ανά αποστάσεις τις βόμβες ρυθμιζόμενες να εκραγούν σε διαφορετικά βάθη.
Αν πρόκειται για δύο ή περισσότερα βάλλοντα πλοία τότε αυτά εκτελούν παράλληλες πορείες βάλλοντας ανά αποστάσεις ομοίως οπότε ολόκληρη η θαλάσσια έκταση κυριολεκτικά σπέρνεται από βόμβες ρυθμιζόμενες να εκραγούν σε διαφορετικά βάθη. Σημειώνεται ότι έναντι της βόμβας βυθού το υποβρύχιο δεν διαθέτει κανένα ενεργό σύστημα αντίστασης (αντίμετρο) εκτός της φυγής ή της κατάδυσής του σε μεγαλύτερα βάθη.

Ιστορικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω οι βόμβες αυτές επινοήθηκαν το 1916 πλην όμως η τότε έλλειψη εκρηκτικών δεν επέτρεψε την ευρύτατη παραγωγή τους. Έτσι κατά την περίοδο εκείνη κάθε αντιτορπιλικό παραλάμβανε μόνο 4 βόμβες βυθού εκ των οποίων οι δύο περιείχαν 160 κιλά εκρηκτικής ύλης και οι άλλες δύο μόνο 65 κιλά η καθεμία.. Στο τέλος όμως του 1917 αυξήθηκε η παραγωγή και κάθε αντιτορπιλικό έφερε πλέον 20 – 30 βόμβες βυθού. Για να επέλθει η καταστροφή ενός υποβρυχίου έπρεπε μία από τις μεγαλύτερες τότε σε χρήση βόμβες να εκραγεί σε απόσταση απ΄ αυτό 5 μέτρων. Σε απόσταση 10 μέτρων προκαλούσε σοβαρές βλάβες που το εξανάγκαζαν σε ανάδυση. Σε απόσταση 15 μέτρων προκαλούσε μικρότερες ζημιές, ανάλογα του εγγύτερου σημείου. Πολλαπλασιαζόμενες όμως οι εκρήξεις σε μεγαλύτερη απόσταση προκαλούσαν εξίσου σοβαρές ζημιές.

Το 1917 κατασκευάστηκαν και διανεμήθηκαν οι ειδικοί καταπέλτες που μπορούσαν να βάλλουν (εκτινάξουν) αυτές σε απόσταση ακόμα και 40 μέτρων. Πρώτη φορά που εφοδιάσθηκαν αεροπλάνα με βόμβες βυθού ήταν το 1940 και συγκεκριμένα τα αεροπλάνα της Βρετανικής "Παράκτιας Διοίκησης". Οι από αέρος ριπτόμενες βόμβες βυθού ήταν παρόμοιες μ΄ εκείνες των πλοίων με ελάχιστες τροποποιήσεις κελύφους ώστε να λαμβάνουν κάθετη θέση μειώνοντας έτσι την επιφάνεια κρούσης με την επιφάνεια της θάλασσας. Κατά τη διάρκεια του Β Π.Π. οι βόμβες βυθού τελειοποιήθηκαν σημαντικά. Τον Φεβρουάριο του 1942 άρχισε η παραγωγή των εκτοξευτών «Θόρνυκροφτ» μεγάλης ολκής και ο εφοδιασμός των πολεμικών πλοίων. Τον επόμενο μήνα τα πλοία συνοδείας εφοδιάζονταν με βόμβες βυθού ενός τόνου, ενώ τον Απρίλιο του ίδιου έτους άρχισε η παραγωγή βομβών βυθού με νέα εκρηκτική ύλη, λεγόμενη «τόρπεξ» (torpex) με ισχύ διπλάσια της τρινιτροτολουόλης.


Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • "Το Σύγχρονο Πολεμικό Ναυτικό" - Μ. Ματσάκη, Αθήναι 1973
  • Σάγος Γεώργιος, "Εισαγωγή στην υδροακουστική και στην τεχνολογία Sonar", Μέρος ΙΙ, Κεφ.8 [1], Εκδόσεις Παπασωτηρίου, Αθήνα 2019