Βασίλης Αμανατίδης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Βασίλης Αμανατίδης
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Βασίλης Αμανατίδης (Ελληνικά)
Γέννηση1970[1]
Θεσσαλονίκη
Χώρα πολιτογράφησηςΕλλάδα
Ιδιότηταποιητής

Ο Βασίλης Αμανατίδης (Έδεσσα, 1970) είναι Έλληνας ποιητής, μεταφραστής, πεζογράφος και ερμηνευτής. Ενίοτε ασχολείται με το δοκίμιο, την κριτική και την επιμέλεια εικαστικών εκθέσεων. Γεννήθηκε το 1970 στην Έδεσσα αλλά μεγάλωσε και ζει στη Θεσσαλονίκη. Είναι πτυχιούχος του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και το 2000 απόκτησε τον μεταπτυχιακό του τίτλο στην Ιστορία της Τέχνης ("Λόγος και Εικόνα στην εποχή του Μοντερνισμού - Η ελληνική περίπτωση του Οδυσσέα Ελύτη"). Εργάστηκε ως ιστορικός τέχνης και επιμελητής εκθέσεων στο Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης, δίδαξε Ιστορία της Τέχνης και Λογοτεχνία στη Δραματική Σχολή του Κ.Θ.Β.Ε. και σε άλλες δραματικές σχολές και έκανε τη δραματουργική επεξεργασία θεατρικών παραστάσεων.

Ποίηση δημοσιεύει για πρώτη φορά το 1991 στο περιοδικό Εντευκτήριο, στο οποίο από το 2006 είναι τακτικός συνεργάτης και ειδικός σύμβουλος έκδοσης. Από την πρώτη του εμφάνιση και στο εξής συνεργάστηκε με πολλά λογοτεχνικά περιοδικά (Εντευκτήριο, Ποίηση, Ποιητική, Η Λέξη, Οδός Πανός, Να Ένα Μήλο, Μπιλιέτο, Μανδραγόρας, Το Δέντρο κ.ά.), εφημερίδες (Αυγή και Καθημερινή) και λογοτεχνικές ηλεκτρονικές σελίδες (www.poeticanet.com, www.e-poema.eu) , δημοσιεύοντας ποίηση, πεζογραφία, θέατρο, κριτική, δοκίμια και ποικίλα άρθρα. Από τον Απρίλιο του 2014 είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.

Εργογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ποίηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Υπνωτήριο: Εννιά νυχτικές παραβολές (Εκδόσεις Εντευκτηρίου, 1999)
  2. Σπίτι από πάγο όλο (Κέδρος, 2001)
  3. Τριαντατρία (Γαβριηλίδης, 2003)
  4. Καλοκαίρι στο σπίτι + 6 αποδείξεις ικανοτήτων (Το Οκτασέλιδο του Μπιλιέτου, 2004-5)
  5. 4-D: Ποιήματα τεσσάρων διαστάσεων (Γαβριηλίδης, 2006)
  6. 7: ποίηση για video games (Νεφέλη 2011, υποψήφιο για το βραβείο ποίησης του περ. "Διαβάζω")
  7. μ_otherpoem: μόνο λόγος (Νεφέλη 2014, και Νεφέλη 2015 σε δεύτερη έκδοση)

Πεζογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Μη με φας (συλλογή διηγημάτων, Καστανιώτης, 2005)
  2. Ο σκύλος της Χάρυβδης (συλλογή διηγημάτων, Καστανιώτης, 2008) 

Θεατρικά Έργα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Ο νιπτήρας (ανέβηκε στη Θεσσαλονίκη το 2006)
  2. Μπλομ! (ανέβηκε στη Θεσσαλονίκη το 2008)

Μεταφράσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Γιάννης Γκούμας, Ένα λεπτό πριν τα μεσάνυχτα (Μπιλιέτο, 2003)
  2. Monica Bohm - Duchen, Σαγκάλ (Καστανιώτης, 2004)
  3. Joyce Carol Oates, Το κορίτσι με το τατουάζ (Καστανιώτης, 2006)
  4. Isaac Bashevis Singer, Εχθροί, μια ερωτική ιστορία (Καστανιώτης, 2009)
  5. Edward Estlin Cummings, [μόνο με την άνοιξη] 44 ποιήματα (Νεφέλη, 2010)
  6. Simon Mawer, Γυάλινες ζωές (Modern Times, 2011)
  7. Witold Gombrowicz, Κόσμος (Νεφέλη, 2012)
  8. Isaac Bashevis Singer, Εχθροί, μια ερωτική ιστορία (Έθνος, 2013)
  9. Isaac Bashevis Singer, Ένας φίλος του Κάφκα και άλλες ιστορίες (Καστανιώτης, 2013)
  10. Donald E. Westlake, Parker: Ανάφλεξη (Νεφέλη, 2013)

Κρίσεις για το έργο του[2][Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

"Ο Βασίλης Αμανατίδης, χωρίς να έχει εμφανείς ρίζες στη σύγχρονη ελληνική ποίηση, συνειρμικά συνδέεται με λογοτεχνικά έργα που υποτάσσουν τη γραμματική τους στην απεριόριστη επικράτεια της φαντασίας. Συνδυάζοντας στοιχεία φωνητικά, δραματουργικά, αφηγηματικά, δημιουργεί, με ιδιαίτερη προσοχή στην αρχιτεκτονική σύνθεση, κείμενα που ξεφεύγουν από τους συνήθεις ειδολογικούς διαχωρισμούς και που έχουν στόχο την ενεργοποίηση τόσο του νου όσο και των αισθήσεων του αναγνώστη."[3]

"Από τα βιβλία του 1999 διαλέγω το Υπνωτήριο του Βασίλη Αμανατίδη. Γιατί μου άρεσε; Γιατί είναι ποίηση και δεν είναι, γιατί είναι κείμενα όλο γιορτή και ζόρι, γελάς μονάχος και γελάς καλά, όμως σου παραστέκει μαύρο αστέρι. Στις σελίδες του περιδιαβαίνουν ξυπόλητες κόρες, μια οικογένεια με τα πόδια σαν κύκλος, ένα πουλί που τις νύχτες βαλσαμώνει, μια οπιομανής στρουθοκάμηλος, ο καρχαρίας Φορ και άλλα όντα, όλα λωλαμένα ή στο τσακ. Διαβάστε τη "Συναυλία γέρων στην τουαλέτα" και θα συμφωνήσετε πως τα καλά ποιήματα είναι φορές που σέρνουν πίσω τους διαβόλου κέφι".[4]

"Στο Τριαντατρία ο Βασίλης Αμανατίδης έχει πια κατακτήσει την προσωπική του φωνή και χειρίζεται με μεγάλη άνεση τα θεματικά του μοτίβα, στο πλαίσιο ενός συνθετικού ποιήματος-δρώμενου. Εναλλάσσοντας τον πεζό λόγο με τον έμμετρο και ποντάροντας στις διασταλτικές ικανότητες της παράδοξης εικόνας, αφηγείται ένα πολύ γοητευτικό παραμύθι συμβολικής ενηλικίωσης.[...]"[5]

"Είναι στ’ αλήθεια μυστήριο, σχεδόν μεταφυσικό, πώς στα χρόνια της εικονικής πραγματικότητας, της φρενήρους εναλλαγής μεταξύ αξίωσης κι απαξίωσης ισχυρότατων δικτατόρων της εικόνας [...] ένας ποιητής μπορεί να πιστεύει τόσο βαθιά στην ισχύ της ποίησης –πόση της έχει απομείνει;– ώστε προς χάρη της δικής της ανταμοιβής –ποια να είναι αυτή;– τολμά και ξεφλουδίζει σ’ ένα βιβλίο όλα τα δέρματά του, ένα ένα έως το τελευταίο της ψυχής του κι εντέλει πετά κι αυτήν την ίδια βορά στους αναγνώστες του.

Στο βιβλίο αυτό ο Βασίλης Αμανατίδης μεταμορφώνει το ιδιωτικό όραμά του σε ποιητικές εικόνες, σ’ ωραίες απαθανατίσεις της ζωής του –και άρα της εποχής του– αλλάζοντας κάθε φορά το περιεχόμενο σε περιέχον και προσδίδοντάς του αξία ιδιαζόντως ευρύτερη του εγώ. Στήνει ένα αισθητικό σκηνικό και μας καθιστά συμμέτοχους, συμμάρτυρες της ίδιας της ζωής του. Αποχρώσεις υψηλής ευαισθησίας, λεπτότατες αποκλίσεις σχέσεων, αρχέτυπα φόβων και επιθυμιών, αναδύουν ένα ιδιότροπο άρωμα, μεθυστικό, συνάμα θελκτικό κι απωθητικό. Θελκτικό γιατί ποιος άραγε δεν αρέσκεται να λαβαίνει σάρκα και αίμα, να τρυπώνει στα άδυτα των αδύτων; Απωθητικό γιατί ποιος δέχεται αγόγγυστα να σηκώσει έστω για μια στιγμή το βαρύτατο βάρος ενός άλλου; Το ποίημα «Τριαντατρία» μοιάζει μετρική αμετροεπής απογύμνωση, μοιάζει λογοτεχνικό reality show και ως τέτοιο είναι επικίνδυνα ωραίο. [...]

Η ίδια απώλεια που θα μπορούσε να καταβαραθώσει κάποιον άλλο, εδώ παράγει ένα σημαντικό έργο. Ο λόγος ανέρχεται εκ βάθους ανακουφιστικός, εξημερώνει το φόβο και προφυλάσσει από επιθέσεις θλίψης. Φυλαχτά πρώτο, δεύτερο και τρίτο ονομάζει εξάλλου, σα ν’ αποζητά στ’ αλήθεια μια κάποια προστασία, τον Πρόλογο, το Ιντερμέδιο και τον Επίλογο που έχει βάλει ανάμεσα στις δυο ενότητες του βιβλίου, την "Παιδική Ηλικία" και την "Ηλικία Ενηλίκων", οι οποίες ξεκινούν και τελειώνουν με ποιήματα του φόβου.

Κι ακόμα, μιαν ανάγνωση ως κρυφοκοίταγμα σχεδόν την προκαλεί ο ίδιος ο ποιητής που διαφημίζει με κάποιον τρόπο αυτήν του την ευχέρεια (;) να αντιστρέφει τα μύχια, την πρόθεσή του να τα τοποθετήσει σε μια υαλόφρακτη προθήκη με ένα, επίσης ποίημα, κείμενο στο πίσω εξώφυλλο της έκδοσης. Προσπαθεί εκεί a posteriori, αφού συντέλεσε την ιερή εκπόρνευση να προκαταβάλει a priori τον αναγνώστη –εν δυνάμει μύστη– και κάνοντάς το πετυχαίνει επιπλέον να φανεί τρίτος. Σαν στυγνός εκδότης, κριτικός ή διεισδυτικός ψυχαναλυτής σχολιάζει πως πρόκειται για μια ‘γλυκόπικρη αναδρομή της παιδικής και, ως τώρα, ενήλικης ζωής του σε κομμάτια’ κι ακόμα πως πρόκειται για ‘μελαγχολικές ιστορίες ενηλικίωσης μετά: για βουλιμικούς ευαίσθητους πολεμιστές των ορμονών’. Κι ίσως το σχολιάζει εξ αρχής μόνος του όχι για να μας προλάβει, όχι για να μας ρίξει στάχτη στα μάτια, αλλά –κι εδώ είναι το σπουδαίο– για να μας τραβήξει κοντά του σαν ένας κυνηγός σαρκοβόρων που για να τα αιχμαλωτίσει, τους πετάει κομμάτια της ίδιας του της σάρκας.

Κι ενώ αυτή η ακριβή εκμυστήρευση, ικανή να εκμαιεύσει τα ακριβά μας συναισθήματα, φαντάζει εκ πρώτης αυθόρμητη κι ίσως από αδυναμία εκφρασμένη, δεν της αφήνει κανένα περιθώριο να είναι τέτοια ο ακράδαντος ποιητικός λόγος του δημιουργού της. Είναι αληθινά μεγάλη η ένταση σ’ αυτό το βιβλίο ανάμεσα στην εκμετάλλευση από τον ποιητή της ζωής του κι από τη ζωή του στην ποίηση. Είναι ζωή θυσιασμένη στο λόγο και λόγος ζωοδότης. Οι στίχοι μέσα στην αρτιότητά τους εμπεριέχουν την ίδια φροντίδα για την ρυθμική καλαισθησία τους με την φροντίδα για την απομύζηση των χυμών του. [...]

Στον ποιητή Βασίλη Αμανατίδη και στο Τριαντατρία, που είναι το τρίτο του βιβλίο, βρίσκω ένα ζωντανό δείγμα μιας, ας μου επιτραπεί, δαρβινικής ποιητικής εξέλιξης. Από το υπό εξαφάνιση –κατά μιαν εκδοχή, που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο υφέρπει– είδος των ποιητών, καταφέρνει ένας εκπρόσωπος να αποκτήσει νέα χαρακτηριστικά, καίρια για την δική του επιβίωση, αλλά που θα μπορούσαν να συμβάλουν –και πέραν από την διαιώνιση του νέου είδους του και σε μιαν επιβίωση της ποίησης. [...] Διαφαίνεται λοιπόν πως μια επιστροφή στο μοντέρνο, στο νέο-μοντέρνο –καθώς η αυτοψυχανάλυση εκφράζεται ως προκλητικό πολυθέαμα, η ευαισθησία, ο λυγμός γίνεται κάτι μεταξύ rap και techno-pop, ο γλωσσικός αντικομφορμισμός, ο πειραματισμός παίρνει μια χροιά παιδικού παιχνιδιού και ο ποιητής γράφει ως διαφημιστής, ελαφραίνοντας τα μέχρι πρότινος αβάσταχτα νοήματά του–, διαφαίνεται λοιπόν πως μέσα από τέτοιους δρόμους υπάρχει κάποιο μέλλον και για την ποίηση. Και γι’ αυτό το μέλλον ο Βασίλης Αμανατίδης αποτελεί πολύτιμο προπομπό."[6]

Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα πρότυπο παράδειγμα της σύγχρονης ποίησης που λειτουργεί ως διαδικασία και φορέας γνώσης και αυτογνωσίας, ενώ ταυτόχρονα ό,τι διατυπώνεται παραμένει απολύτως αμετάβατο, όποια αλήθεια, όποια αποκάλυψη συμβαίνει, συμβαίνει μέσα και διά της γλώσσας του ποιήματος-βιβλίου, δεν διαλευκάνει το θέμα, αλλά το κάνει να εμφανίζεται. Κατ’ αυτόν τον τρόπο παράγεται ένα έργο βαθιά ανησυχητικό, το οποίο ανιχνεύει αυτές τις σχέσεις ταμπού, την εγχάραξη και τη διαγραφή, το τραύμα και το κενό, την τυφλότητα και την όποια δύσκολη όραση. Το έργο έχει τη δομή ενός θεατρικού, με την εισαγωγή των προσώπων (μητέρα, πατέρας, δύο παιδιά-αγόρια) την πρόβα και την παράσταση, ενώ στο τρίτο μέρος τοποθετεί την οικογένεια γύρω από ένα φασματικό τραπέζι. Πρόκειται για ένα τραπέζι σύμβολο της εστίας που έχει εκπέσει, έτσι ώστε ο καθένας τους ισορροπεί πια στην αιχμή γύρω από αυτόν τον κενό χώρο, όπου κάθε σχέση-θέση έχει καταρρεύσει, αλλά είναι ταυτόχρονα απελπιστικά κατειλημμένη. Ο Αμανατίδης αναλαμβάνει την ευθύνη της πτώσης στο κενό για να διασαλεύσει μια τάξη που είναι ήδη απούσα.[7]

Ο ποιητής-περφόρμερ Βασίλης Αμανατίδης εγκαθίσταται με το τελευταίο βιβλίο του, το μ_otherpoem, στην καρδιά αυτής της προβληματικής. Ηδη από τα προηγούμενα έργα του, αλλά και από τις επιτελεστικές εμφανίσεις-αναγνώσεις του, ο Αμανατίδης έχει δείξει ολοκάθαρα τη διάθεση και την ικανότητά του για πειραματισμό, καινοτομία και μια εκφορά της ποίησης που αφήνει πίσω εξίσου τη συμβατική γραφή όσο και τη συμβατική απαγγελία, διεκδικώντας στα ίσα τη δόνηση μιας θεατρικής «περφόρμανς».

Στο μ_otherpoem η θεατρικότητα-επιτελεστικότητα γίνεται πλέον δομικό στοιχείο του κειμένου: οι διαφορετικές φωνές, ο μονόλογος του αφηγητή, οι φράσεις της συμπρωταγωνίστριας-μητέρας και η βουβή κυρίως αλλά ογκώδης παρουσία των άλλων δύο ρόλων (πατέρα και αδελφού) δραματοποιούν πάνω στην ποιητική σκηνή την οικογενειακή υπόθεση. [...]

Ανοίγεται προς την κοινωνία και τη δημόσια συζήτηση το μικροαστικό καθιστικό με τα σεμέν της μητέρας, που σε άλλο σημείο, στην αρχή του βιβλίου, οι ίδιοι «τρεις τυφλοί», οι άντρες της οικογένειας, ο πατέρας και οι δυο γιοι «τα λέμε μπράιγ και μένουμε να τα διαβάζουμε με την αφή./ Αλλά δεν είναι αυτά γραφή, δεν σημαίνουν κάτι – άλλο είναι./ Τον κατάλευκο πολύποδα της αθωότητάς της/ η μητέρα τον έπλεκε αιώνες με το τσιγκελάκι». Το δε ποίημα υπ’ αρ. 39 [«σταθερότητα: το τραπέζι»] είναι ίσως το πιο διεισδυτικό σχόλιο στην ελληνική επικαιρότητα και στις επιγνώσεις των τελευταίων χρόνων, αν βέβαια θέλει κανείς να επιχειρήσει αναλογίες και αναγωγές.[8]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. (Πολωνικά) MAK. 9810596213405606.
  2. Οι περισσότερες από τις κρίσεις που ακολουθούν, προέρχονται από την ατομική σελίδα του Βασίλη Αμανατίδη στις εκδόσεις Νεφέλη. Βλ.: http://www.nefeli-books.com/7/ Αρχειοθετήθηκε 2016-03-04 στο Wayback Machine.
  3. Αλέξης Ζήρας, "Αμανατίδης Βασίλης", Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόσωπα, Έργα, Ρεύματα, Όροι, Πατάκης, Αθήνα 2008, σ. 78.
  4. Σοφία Νικολαΐδου, Αγγελιοφόρος της Κυριακής (25 Δεκεμβρίου 1999).
  5. Τιτίκα Δημητρούλια, Η Καθημερίνή, Έπτα Ημέρες (11 Ιανουαρίου 2014).
  6. Γιώργος Παναγιωτίδης, Μανδραγόρας, τχ. 33 (Απρίλιος 2005).
  7. Κατερίνα Ηλιοπούλου, "1+1, Το πάθος της καταγωγής", [φρμκ], τχ. 4 (φθινόπωρο - χειμώνας 2014).[1]
  8. Τοπάλη, Μαρία (9 Αυγούστου 2015). «Ανατρεπτικό ποίημα - παράσταση». Η Καθημερινή. 

Χρήσιμες σελίδες στο διαδίκτυο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. https://web.archive.org/web/20160304212918/http://www.nefeli-books.com/7/
  2. http://www.biblionet.gr/author/8482/%CE%92%CE%B1%CF%83%CE%AF%CE%BB%CE%B7%CF%82_%CE%91%CE%BC%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CF%84%CE%AF%CE%B4%CE%B7%CF%82
  3. http://www.translatum.gr/forum/index.php/topic,14875.0.html
  4. http://www.ekebi.gr/frontoffice/portal.asp?cpage=NODE&cnode=462&t=2152 Αρχειοθετήθηκε 2021-01-23 στο Wayback Machine.
  5. http://www.greekpoetrynow.com/poet_poems_greek/amanatidis_cv_gr.html
  6. http://chronosmag.eu/index.php/s-f-email-lp-g-sl.html Αρχειοθετήθηκε 2015-03-15 στο Wayback Machine.