Βαλκανικός Συνασπισμός

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Χάρτης με τα σύνορα των Βαλκανικών κρατών πριν και μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους

Ο Βαλκανικός Συνασπισμός ήταν μια συμμαχία που σχηματίστηκε με μια σειρά διμερών συνθηκών που συνήφθησαν το 1912 μεταξύ των Βαλκανικών βασιλείων της Ελλάδας, της Βουλγαρίας, της Σερβίας και του Μαυροβουνίου και εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.[1]
Τα Βαλκανικά κράτη είχαν αρχίσει ήδη από τις αρχές του 1900 να ζητούν την αυτονομία τους από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και την ίδρυση ανεξάρτητων εθνικών κρατών. Σε αυτό το πλαίσιο, κύριος στόχος της εποχής εκείνης ήταν η αποχώρηση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας από την περιοχή της ευρύτερης Μακεδονίας και το μοίρασμα της περιοχής ανάμεσα στα τρία κράτη που την διεκδικούσαν.[2]
Γι΄ αυτόν το σκοπό οι βαλκανικές χώρες προχώρησαν σε συζητήσεις μεταξύ τους που κατέληξαν στην υπογραφή διμερών συνθηκών φιλίας και συμμαχίας. Υπό τη Ρωσική επιρροή η Σερβία και η Βουλγαρία διευθέτησαν τις διαφορές τους και υπέγραψαν μια συμμαχία, στις 13 Μαρτίου 1912,[3][4], . Στη συνέχεια η Σερβία υπέγραψε αμοιβαία συμμαχία με το Μαυροβούνιο, ενώ η Βουλγαρία έκανε το ίδιο με την Ελλάδα. Την πιο συντηρητική στάση τηρούσε η Ρουμανία, τη στιγμή που οι κυβερνήσεις της Ελλάδας, της Βουλγαρίας, της Σερβίας και του Μαυροβούνιου επεξεργάζονταν ήδη, από το 1911 ένα σχέδιο στρατιωτικής συμφωνίας μεταξύ τους, προκειμένου να φέρουν την Υψηλή Πύλη προ τετελεσμένου γεγονότος και να την υποχρεώσουν είτε να δεχτεί το τελεσίγραφό τους, είτε να εμπλακεί σε πολεμική σύρραξη.

Τα βαλκανικά κράτη βγήκαν νικητές από τον πόλεμο που ξέσπασε το φθινόπωρο του 1912 -Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο - και κατάφεραν να διώξουν τους Οθωμανούς και από τα τελευταία εδάφη που κατείχαν στα Βαλκάνια, εξαιρουμένης της Ανατολικής Θράκης.
Ωστόσο, οι έριδες για την κατοχή των νέων απελευθερωμένων πλέον εδαφών και ιδίως αυτών της Μακεδονίας, οδήγησαν σε νέο πόλεμο, λίγους μήνες μετά την λήξη του πρώτου πολέμου, μετατρέποντας τα βαλκανικά κράτη από συμμάχους σε εχθρούς.

Ιστορικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Boσνιακή Κρίση του 1908 άλλαξε την ισορροπία δυνάμεων στα Βαλκάνια και επέσπευσε γεγονότα που θα οδηγούσαν στη δημιουργία του Βαλκανικού Συνασπισμού. Εξώφυλλο του γαλλικού περιοδικού Le Petit Journal.

Η Βοσνιακή Κρίση του 1908 ανέτρεψε την ισορροπία των δυνάμεων στα Βαλκάνια και οδήγησε στην κατακρήμνιση των γεγονότων που θα οδηγούσε στο σχηματισμό της Βαλκανικής Συμμαχίας. Μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο (1853-1856) η Ρωσία συνειδητοποίησε ότι οι άλλες Μεγάλες Δυνάμεις θα έκαναν ότι μπορούσαν για να εμποδίσουν την πρόσβασή της στη Μεσόγειο. Ως εκ τούτου άρχισε να σχεδιάζει ένα φιλόδοξο σχέδιο έμμεσης επέκτασης μέσω της δημιουργίας φιλικών και στενά συμμαχικών κρατών υπό ρωσική προστασία στη Βαλκανική χερσόνησο. Ενταγμένο σε αυτή την πολιτική ήταν το αναδυόμενο Πανσλαβιστικό κίνημα, που στη συνέχεια αποτέλεσε τη βάση της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής μέχρι το τέλος του Τσαρικού καθεστώτος το 1917[5]. Εργαζόμενη προς αυτή την κατεύθυνση, μετά το νικηφόρο Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1877-1878, η Ρωσία κατόρθωσε να ιδρύσει ένα αυτόνομο Βουλγαρικό κράτος. Ομοίως, μετά τη διάσωση της Σερβίας από την εξαφάνιση από χέρια των Τούρκων το 1876, η Ρωσία ανάγκασε τους Οθωμανούς να δεχθούν μια πλήρη ανεξάρτητη και διευρυμένη Σερβία δύο χρόνια αργότερα[6]. Ωστόσο, αν και τα δύο κράτη αναγνώρισαν ρωσική πυποστήριξη και προστασία, οι συγκρουόμενες εθνικές τους προσδοκίες σύντομα οδήγησαν σε σειρά εχθρικών ενεργειών πριν και μετά το σύντομο μεταξύ τους πόλεμο. Με τον ανταγωνισμό των ευρωπαϊκών δυνάμεων να κλιμακώνεται και χολωμένη από την ταπείνωση της από τους Αυστριακούς στην κρίση της Βοσνίας, η Ρωσία επιδίωξε να πάρει το πάνω χέρι δημιουργώντας ένα Ρωσόφιλο "Σλαβικό μπλοκ" στα Βαλκάνια, που στρεφόταν τόσο κατά της Αυστροουγγαρίας όσο και κατά των Οθωμανών. Ως εκ τούτου η ρωσική διπλωματία άρχισε να πιέζει τις δύο χώρες, τη Σερβία και τη Βουλγαρία, να καταλήξουν σε συμβιβασμό και να σχηματίσουν συμμαχία.

Εκτός από τη ρωσική πίεση στη Βουλγαρία και τη Σερβία, ένα άλλο γεγονός που προκάλεσε τη δημιουργία του Συνασπισμού ήταν η Αλβανική Εξέγερση του 1911. Το χρονικό των διαπραγματεύσεων μεταξύ Σερβίας και Βουλγαρίας δείχνει ότι η πρόοδος ήταν παράλληλη με την επιτυχία της Αλβανικής εξέγερσης. Το Μάιο του 1912 οι Αλβανοί κατάφεραν να καταλάβουν τα Σκόπια και συνέχισαν προς το Μοναστήρι, αναγκάζοντας τους Οθωμανούς να αναγνωρίσουν την αυτονομία της Αλβανίας τον Ιούνιο του 1912. Για τη Σερβία αυτό θεωρήθηκε καταστροφή. Μετά τη ματαίωση των ελπίδων της επέκτασης προς τα βόρεια λόγω της προσάρτησης της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης στην Αυστροουγγαρία τον Οκτώβριο του 1908, η Σερβία είδε τώρα την τελευταία κατεύθυνση πιθανής επέκτασης, προς τα νότια, να χάνεται επίσης λόγω της δημιουργίας ενός Αλβανικού Βιλαετίου. Οι Σέρβοι έπρεπε τώρα να αγωνιστούν ενάντια στο χρόνο για να εμποδίσουν την ίδρυση του Αλβανικού κράτους. Από την άλλη πλευρά η Βουλγαρία χρησιμοποίησε αυτή τη Σερβική ανυπομονησία για να αναγκάσει τη Σερβία να συμφωνήσει σε σημαντικές παραχωρήσεις όσον αφορά τη Μακεδονία του Βαρδάρη. Έτσι η τελική συμφωνία μεταξύ των δύο χωρών προέβλεπε ότι, σε περίπτωση νικηφόρου πολέμου εναντίον των Οθωμανών, η Βουλγαρία θα έπαιρνε όλη τη Μακεδονία νότια της γραμμής Κρίβα Παλάνκα-Οχρίδα. Η επέκταση της Σερβίας θα γινόταν βορείως της γραμμής αυτής, συμπεριλαμβανομένου του Κοσσυφοπεδίου, και δυτικά προς την ακτή της Αδριατικής, περιοχή που περιλάμβανε το βόρειο μισό της σημερινής Αλβανίας, προσφέροντας στη Σερβία πρόσβαση στη θάλασσα. Στην ουσία η Σερβία αναγκάστηκε να ανταλλάξει τη Μακεδονία με την Αλβανία, θέμα που θα διαδραμάτιζε βασικό ρόλο στην τελική διάλυση του Συνασπισμού την άνοιξη του 1913, όταν οι Μεγάλες Δυνάμεις επέμειναν στη δημιουργία του Αλβανικού κράτους και αρνήθηκαν στη Σερβία να επεκταθεί εδαφικά προς αυτή την κατεύθυνση.

Τα Βαλκάνια την εποχή της δημιουργίας του Βαλκανικού Συνασπισμού, πριν τους Βαλκανικούς Πολέμους.

Η Βουλγαρία, από την πλευρά της, είχε διατηρήσει μια μακροπρόθεσμη πολιτική όσον αφορά τους Οθωμανούς από τότε που απέκτησε την ανεξαρτησία της κατά το Ρωσοτουρκικό Πόλεμο. Μετά το επιτυχημένο πραξικόπημα για την ενσωμάτωση της Ανατολικής Ρωμυλίας είχε ενορχηστρώσει ένα μεθοδικό σχέδιο έμμεσης επέκτασης μέσω της δημιουργίας, στην πολυεθνική οθωμανοκρατούμενη Μακεδονία (για πολλούς αιώνες διοικητική μάλλον παρά εθνική ονομασία), μιας ενιαίας, απελευθερωτικής και επαναστατικής οργάνωσης, της ΕΜΕΟ, υποτίθεται χωρίς εθνικό χρώμα. Η ρητορική της ΕΜΕΟ ισχυριζόταν ότι μιλούσε γενικά για απελευθέρωση για λογαριασμό του "Μακεδονικού Λαού", διακηρύσσοντας τον αντισωβινισμό της. Στην πραγματικότητα ήταν μια οργάνωση υποστηριζόμενη από τη Βουλγαρία, που δημιουργήθηκε με τη μυστική ατζέντα να διευκολύνει την ενσωμάτωση της Θράκης (Ανατολικής και Δυτικής) και της Μακεδονίας (του Αιγαίου και του Βαρδάρη) σε ένα νέο αυτόνομο κράτος, ως ένα ενδιάμεσο βήμα πριν μπορέσει να γίνει η ενοποίηση με τη Βουλγαρία με τον ίδιο τρόπο όπως με την Ανατολική Ρωμυλία. Μετά την αρχική επιτυχία η Σερβία και ιδιαίτερα η Ελλάδα συνειδητοποίησαν τον πραγματικό σκοπό της ΕΜΕΟ και έτσι ξέσπασε ένας βίαιος ανταρτοπόλεμος, ο λεγόμενος Μακεδονικός Αγώνας ανάμεσα σε ένοπλες ομάδες υποστηριζόμενες από τη Βουλγαρία και την Ελλάδα μέσα στην οθωμανική Μακεδονία. Η σύγκρουση έληξε μόνο όταν ήρθε στην εξουσία το κίνημα των Νετούρκων, υποσχόμενο μεταρρυθμίσεις και ισότητα όλων των Οθωμανών υπηκόων, ανεξαρτήτως θρησκείας ή εθνικότητας. Στη συνέχεια η Βουλγαρία στράφηκε στην πιο άμεση μέθοδο επέκτασης, του πολέμου, οικοδομώντας ένα μεγάλο στρατό για το σκοπό αυτό και άρχισε να βλέπει εαυτήν ως την «Πρωσία των Βαλκανίων»[7] . Αλλά ακόμα και έτσι ήταν σαφές ότι η Βουλγαρία δεν μπορούσε να κερδίσει έναν πόλεμο μόνη της εναντίον των Οθωμανών και ότι μια συμμαχία ήταν απαραίτητη. Υπογράφοντας το στρατιωτικό παράρτημα στην αρχική συμφωνία, η Βουλγαρία σκόπευε να χρησιμοποιήσει το Σερβικό στρατό για να καταλάβει το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας, συγκεντρώνοντας το δικό της στρατό για τις επιχειρήσεις εναντίον της Θράκης με τις μεγάλες πόλεις της Αδριανούπολη και Κωνσταντινούπολη.

Στην Ελλάδα αξιωματικοί του στρατού είχαν εξεγερθεί τον Αύγουστο του 1909 και εξασφάλισαν τον διορισμό μιας προοδευτικής κυβέρνησης υπό τον Ελευθέριο Βενιζέλο, που έλπιζαν ότι θα έλυνε το Κρητικό Ζήτημα υπέρ της Ελλάδας και θα αναιρούσε την ήττα τους το 1897 από τους Οθωμανούς. Στις συζητήσεις που οδήγησαν την Ελλάδα να ενταχθεί στο Συνασπισμό, η Βουλγαρία αρνήθηκε να δεσμευτεί σε οποιαδήποτε συμφωνία για την κατανομή των εδαφικών κερδών, σε αντίθεση με τη συμφωνία με τη Σερβία για τη Μακεδονία του Βαρδάρη. Ο λόγος ήταν η διπλωματική πολιτική της Βουλγαρίας για τον εξαναγκασμό της Σερβίας σε συμφωνία που περιόριζε την πρόσβασή της στη Μακεδονία, ενώ παράλληλα αρνιόταν οποιαδήποτε τέτοια συμφωνία με την Ελλάδα. Υποτιμώντας τη στρατιωτική αποτελεσματικότητα του Ελληνικού Στρατού η Βουλγαρική ηγεσία εκτιμούσε ότι, σύμφωνα με τα στρατιωτικά σχέδια, οι περιορισμένες δυνάμεις της που είχαν αναπτυχθεί στο Μακεδονικό μέτωπο θα μπορούσαν να καταλάβουν το μεγαλύτερο τμήμα της περιοχής και τη σημαντική πόλη-λιμάνι της Θεσσαλονίκης πριν από τους Έλληνες. Ωστόσο η είσοδος της Ελλάδας στο Συνασπισμό ήταν απαραίτητη για τους συμμάχους, αφού μόνο η Ελλάδα, από τα Βαλκανικά κράτη, διαθέτοντας μεγάλο στόλο, μπορούσε να αποκλείσει τη μαζική μεταφορά Οθωμανικών ενισχύσεων από την Ασία απευθείας στην Ευρώπη μέσω της θάλασσας. Όπως δήλωσε ο Έλληνας πρεσβευτής στη Σόφια κατά τις διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στην είσοδο της Ελλάδας στο Συνασπισμό: "Η Ελλάδα μπορεί να προσφέρει 600.000 άνδρες για την πολεμική προσπάθεια : 200.000 άνδρες στο πεδίο της μάχης και ο στόλος θα μπορέσει να αποτρέψει την απόβαση 400.000 ανδρών από την Τουρκία μεταξύ Θεσσαλονίκης και Καλλίπολης. "

Το Μαυροβούνιο, μια σχετικά μικρή χώρα αλλά στενός σύμμαχος της Σερβίας, θεωρήθηκε συμμέτοχος δεύτερης κατηγορίας. Έλαβε την πρόσκληση με την επιμονή της Σερβίας περισσότερο ως χάρη, έχοντας περιορισμένες τοπικές φιλοδοξίες για το Σαντζάκ και την πόλη Σκόδρα της βόρειας Αλβανίας.

Ένα άλλο γεγονός που συνέβαλε στη δημιουργία του Συνασπισμού ήταν η καταφανής ανεπάρκεια του Οθωμανικού στρατού. Οι Οθωμανοί βρισκόταν σε πόλεμο με την Ιταλία επί ένα χρόνο (29 Σεπτεμβρίου 1911 ως 18 Οκτωβρίου 1912) για τη Λιβύη, αφότου η Ιταλία είχε ξεκινήσει εισβολή στην Τριπολίτιδα. Παρόλο που οι Ιταλοί είχαν λίγες επιτυχίες και η Οθωμανική αντίσταση, με τη βοήθεια των Λίβυων, αποδείχθηκε σκληρότερη του αναμενόμενου, ο πόλεμος εξάντλησε το Οθωμανικό κράτος. Επιπλέον η Ιταλική κατάληψη των κατοικούμενων από Ελληνες Δωδεκανήσων λειτουργούσε ως προειδοποίηση για την Ελλάδα για τις συνέπειες της αποχής από ένα μελλοντικό πόλεμο εναντίον των Οθωμανών.

Η αντίδραση των Μεγάλων Δυνάμεων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Προπαγάνδα της στρατιωτικής συμμαχίας, 1912.

Αυτές οι εξελίξεις δεν πέρασαν απαρατήρητες από τις Μεγάλες Δυνάμεις, αλλά αν και υπήρχε επίσημη συναίνεση μεταξύ των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων για την εδαφική ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που οδήγησε σε αυστηρή προειδοποίηση προς τα Βαλκανικά κράτη, ανεπίσημα η καθεμία από αυτές τηρούσε διαφορετική διπλωματική προσέγγιση λόγω των αντικρουόμενων συμφερόντων τους στην περιοχή. Ετσι κάθε πιθανή προληπτική επίπτωση της κοινής επίσημης προειδοποίησης ακυρώθηκε από τα ανάμεικτα ανεπίσημα σήματα και απέτυχε να αποτρέψει την εκδήλωση των εχθροπραξιών:

  • Η Ρωσία ήταν πρωταρχικός υποκινητής για την ίδρυση του Συνασπισμού και τον έβλεπε ως ένα ουσιαστικό εργαλείο σε περίπτωση μελλοντικού πολέμου κατά της αντίπαλης της, της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας[8]. Αλλά αγνοούσε τα βουλγαρικά σχέδια για τη Θράκη και την Κωνσταντινούπολη, εδάφη για τα οποία είχε προ πολλού φιλοδοξίες και για τις οποίες είχε μόλις εξασφαλίσει μια μυστική συμφωνία επέκτασης από τις συμμάχους της Γαλλία και Βρετανία, ως αντάλλαγμα για τη συμμετοχή της στον επικείμενο Παγκόσμιο Πόλεμο κατά των Κεντρικών Δυνάμεων.
  • Η Γαλλία, που δεν αισθανόταν έτοιμη για πόλεμο κατά της Γερμανίας το 1912, πήρε μια εντελώς αρνητική θέση έναντι του Συνασπισμού, ενημερώνοντας σαφώς τη σύμμαχό της Ρωσία ότι δεν θα συμμετείχε σε ενδεχόμενη σύγκρουση μεταξύ Ρωσίας και Αυστροουγγαρίας, που θα προέκυπτε από τις ενέργειες του Βαλκανικού Συνασπισμού. Ωστόσο οι Γάλλοι απέτυχαν να εξασφαλίσουν Βρετανική συμμετοχή σε μια κοινή παρέμβαση για να σταματήσουν την επερχόμενη Βαλκανική σύγκρουση.
  • Η Βρετανική Αυτοκρατορία, αν και επισήμως υποστηρικτής της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έκανε μυστικά διπλωματικά βήματα που ενθάρρυναν την Ελληνική είσοδο στο Συνασπισμό για να εξουδετερώσουν τη ρωσική επιρροή. Συγχρόνως ενθάρρυνε τις βουλγαρικές φιλοδοξίες στη Θράκη, προτιμώντας μια βουλγαρική Θράκη από μια ρωσική, παρά τις διαβεβαιώσεις που είχε δώσει στους Ρώσους για την επέκτασή τους εκεί.
  • Η Αυστροουγγαρία, αγωνιζόμενη για έξοδο στην Αδριατική και αναζητώντας τρόπους επέκτασης προς νότο σε βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ήταν εντελώς αντίθετη με την επέκταση οποιασδήποτε άλλης χώρας στην περιοχή. Ταυτόχρονα η αυτοκρατορία των Αψβούργων είχε τα δικά της εσωτερικά προβλήματα με τους σημαντικούς Σλαβικούς πληθυσμούς που αγωνίστηκαν κατά του Γερμανοουγγρικού ελέγχου του πολυεθνικού κράτους, από τη Βοσνία μέχρι τη σημερινή νότια Πολωνία και δυτική Ουκρανία. Η Σερβία, της οποίας οι προσδοκίες για τη Βοσνία δεν ήταν μυστικό, θεωρήθηκε εχθρός και το κύριο εργαλείο των ρωσικών μηχανορραφιών που κρύβονταν πίσω από την αναταραχή των Σλάβων υπηκόων της Αυστρίας.
  • Η Γερμανία, ήδη έντονα εμπλεκόμενη στην εσωτερική Οθωμανική πολιτική, επίσημα ήταν αντίθετη σε έναν πόλεμο ενάντια στην Αυτοκρατορία, αλλά στην προσπάθειά της να κερδίσει τη Βουλγαρία για τις Κεντρικές Δυνάμεις και βλέποντας το αναπόφευκτο της Οθωμανικής κατάρρευσης, δεν έβλεπε με κακό μάτι την ιδέα να αντικατασταθούν οι Βαλκανικές θέσεις των Οθωμανών με μια φιλική Μεγάλη Βουλγαρία στα σύνορά της του Αγίου Στεφάνου, μια ιδέα που βασιζόταν στη γερμανική προέλευση του Βούλγαρου Βασιλιά και στα αντιρωσικά αισθήματά του.

Για το Βαλκανικό Συνασπισμό η ευκαιρία ήταν πολύ καλή για να χαθεί, καθώς η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν αδύναμη και γεμάτη εσωτερικές συγκρούσεις. Οι συμμαχικές κυβερνήσεις ενέτειναν τις στρατιωτικές και διπλωματικές προετοιμασίες τους. Κατά τις τελευταίες ημέρες του Σεπτεμβρίου τα Βαλκανικά κράτη και η Οθωμανική Αυτοκρατορία κινητοποίησαν τους στρατούς τους. Το πρώτο κράτος που κήρυξε τον πόλεμο ήταν το Μαυροβούνιο, στις 8 Οκτωβρίου 1912, ξεκινώντας τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο. Τα άλλα τρία κράτη, αφού επέδωσαν τελεσίγραφο στην Πύλη στις 13 Οκτωβρίου, κήρυξαν τον πόλεμο στην Τουρκία στις 17 Οκτωβρίου.

Διμερείς συμφωνίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 13 Μαρτίου/29 Φεβρουαρίου [Η.Γ.] 1912 η Βουλγαρία και η Σερβία προχώρησαν στην μεταξύ τους υπογραφή ενός μυστικού συμφώνου συμμαχίας,[9] όπου προβλεπόταν κοινή στρατιωτική δράση κατά της Τουρκίας. Στο έγγραφο εκτός των λεπτομερειών της συνεργασίας, υπήρχε και συγκεκριμένη αναφορά για την κατανομή των απελευθερωμένων εδαφών ανάμεσα στις δυο χώρες. Η Βουλγαρία συμφωνήθηκε να προσαρτήσει το τμήμα προς τα ανατολικά της περιοχής της Ροδόπης και του ποταμού Στρυμόνα ενώ η σύμμαχός της θα ενέτασσε στην επικράτειά της την περιοχή που βρίσκεται ΒΔ του ορεινού όγκου Σκάρδου, πλησίον των Σκοπίων. Μια ακόμη διεκδικούμενη ζώνη, εκατέρωθεν του ποταμού Αξιού, σύμφωνα με τους δυο συμβαλλόμενους θα παραπέμπονταν στη επιδιαιτησία του Τσάρου.

Τον Μάιο του 1912 και συγκεκριμένα στις 29 του μηνός, υπογράφτηκε στη Σόφια μια ανάλογη συνθήκη μεταξύ της Βουλγαρίας και της Ελλάδας. Ωστόσο, σε αυτή τη συμφωνία δεν περιλήφθηκε πρόβλεψη για το μοίρασμα των εδαφών μετά τη λήξη του πολέμου, γεγονός που εν μέρει οδήγησε στον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο (1913). Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς στο διαπραγματευτικό πεδίο μεταξύ των χριστιανικών κρατών της Βαλκανικής εισήλθε και το Μαυροβούνιο, ερχόμενο σε προφορική συμφωνία με τους υπόλοιπους τρεις βαλκανικούς συμμάχους. Ως επακόλουθο των ανωτέρω δραστηριοτήτων οι τέσσερις βαλκανικές χώρες, συνασπισμένες πλέον, προχώρησαν στις αρχές Οκτωβρίου 1912 στην επίδοση αυστηρού τελεσιγράφου προς το Σουλτάνο, με το οποίο τον καλούσαν να προβεί σε ευρείες πολιτικές και διοικητικές μεταρρυθμίσεις υπέρ των υποδούλων χριστιανικών πληθυσμών των ευρωπαϊκών κτήσεων της Αυτοκρατορίας. Η απαξιωτική απόρριψη του προαναφερόμενου τελεσίγραφου από τις οθωμανικές αρχές, οδήγησε στην έκρηξη του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου

Τα μετά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αφίσα του Βαλκανικού Συνασπισμού κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους με την επιγραφή: "Thα Βαλκανικά (Κράτη) κατά του τυράννου"
Τα εδαφικά κέρδη των Βαλκανικών κρατών μετά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο και η γραμμή επέκτασης σύμφωνα με την προ του πολέμου συμφωνία μεταξύ Σρρβίας και Βουλγαρίας

Στον πόλεμο που ακολούθησε οι συμμαχικοί Βαλκανικοί στρατοί πέτυχαν να διαλύσουν την Οθωμανική κυριαρχία στην Ευρώπη σε μια σειρά από νίκες. Ωστόσο ο θρίαμβος του Συνασπισμού ήταν βραχύβιος. Οι ανταγωνισμοί μεταξύ των Βαλκανικών κρατών εξακολουθούσαν να υφίστανται και μετά την επιτυχή ολοκλήρωση του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, επανεμφανίστηκαν, ειδικά για το διαμελισμό της Μακεδονίας. Η κλιμάκωση των εντάσεων ουσιαστικά διέσπασε το Συνασπισμό και ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος ξέσπασε όταν η Βουλγαρία, πεπεισμένη για μια γρήγορη νίκη, επιτέθηκε στους πρώην συμμάχους της Σερβία και Ελλάδα. Ο Σερβικός και ο Ελληνικός στρατός απέκρουσαν τη βουλγαρική επίθεση και αντεπιτέθηκαν διεισδύοντας στη Βουλγαρία. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία και η Ρουμανία εκμεταλλεύτηκαν την κατάσταση και εισέβαλαν επίσης στη Βουλγαρία. Η ειρήνη που ακολούθησε άφησε τη Βουλγαρία με εδαφικά κέρδη, αλλά οδήγησε στην απώλεια της Ανατολικής Θράκης στους Οθωμανούς και του μεγαλύτερου μέρους της Μακεδονίας στους Έλληνες. Η ήττα έστρεψε τη Βουλγαρία στη συμμετοχή της στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων, καθώς οι Βαλκανικοί εχθροί της (Σερβία, Ελλάδα και Ρουμανία) συμμετείχαν στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ. Με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και την επέμβαση της Αντάντ στη Μακεδονία, η σύγκρουση μεταξύ βασιλιά και πρωθυπουργού επιδεινώθηκε πολύ, οδηγώντας τελικά στον Εθνικό Διχασμό, που συνέβαλε σημαντικά στην απώλεια του επόμενου πολέμου κατά της Κεμαλικής Τουρκίας στη Μικρά Ασία και κυριάρχησε στην ελληνική πολιτική για πάνω από μισό αιώνα.

Το αποτέλεσμα των Βαλκανικών Πολέμων προκάλεσε μόνιμη διάσπαση της Ρωσοβουλγαρικής συμμαχίας και άφησε τη Σερβία και το Μαυροβούνιο ως τους μοναδικούς συμμάχους της Ρωσίας σε αυτή την κρίσιμη περιοχή.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγές - Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Wars of the World; First Balkan War 1912-1913». OnWar.com. 16 Δεκεμβρίου 2000. Ανακτήθηκε στις 14 Αυγούστου 2009. 
  2. βλέπε Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος
  3. Crampton (1987) Crampton, Richard (1987). A short history of modern Bulgaria. Cambridge University Press. σελ. 62. ISBN 978-0-521-27323-7. 
  4. «Balkan Crises». cnparm.home.texas.net/Wars/BalkanCrises. 14 Αυγούστου 2009. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Νοεμβρίου 2003. Ανακτήθηκε στις 14 Αυγούστου 2009. 
  5. Tuminez, Astrid S. (2000). Russian nationalism since 1856: ideology and the making of foreign policy. Rowman & Littlefield Publishers, Inc. σελ. 89. ISBN 978-0-8476-8884-5. 
  6. Frucht, Richard C. (2005). Eastern Europe: An Introduction to the People, Lands, and Culture. ABC-CLIO. σελίδες 538–9. ISBN 978-1-57607-801-3. 
  7. Emile Joseph Dillon, "The Inside Story of the Peace Conference", Ch. XV
  8. Stowell, Ellery Cory (2009). The Diplomacy Of The War Of 1914: The Beginnings Of The War (1915). Kessinger Publishing, LLC. σελ. 94. ISBN 978-1-104-48758-4. 
  9. Δορδανάς, Στράτος. «Βαλκανικά Σύμφωνα Φιλίας, 1912-1941» (PDF). ΒΑΛΚΑΝΙΑ 1913-2011: Εκατό Χρόνια Θυελλών και Χιμαιρών (σειρά διαλέξεων). Εταιρία Μακεδονικών Σπουδών. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 2 Ιουνίου 2019. Ανακτήθηκε στις 6 Οκτωβρίου 2014.