Βαλδουίνος Α΄ της Ιερουσαλήμ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Βαλδουίνος Α΄ της Ιερουσαλήμ
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση1  Ιανουαρίου 1058
Κάτω Λωρραίνη
Θάνατος2  Απριλίου 1118[1][2][3]
Αρίς
Αιτία θανάτουτροφική δηλητηρίαση
Τόπος ταφήςΝαός της Αναστάσεως
Χώρα πολιτογράφησηςΒασίλειο της Ιερουσαλήμ
ΘρησκείαΚαθολικισμός
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταπολιτικός
Οικογένεια
ΣύζυγοςGodehild[4][5]
Άρντα της Αρμενίας[4]
Αδελαΐδα ντελ Βάστο[4]
ΓονείςΕυστάθιος Β΄ της Βουλώνης[4][6] και Ίδα της Λωρραίνης[4][6]
ΑδέλφιαIda of Boulogne[4]
Γοδεφρείδος του Μπουγιόν[4]
Ευστάθιος Γ΄ της Βουλώνης[4]
ΟικογένειαΟίκος της Βουλώνης
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Πόλεμοι/μάχεςΑ΄ Σταυροφορία
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαΒασιλέας της Ιερουσαλήμ (1100–1118)[4]
Count of Edessa (1098–1100)
Θυρεός
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Βαλδουίνος Α΄ της Ιερουσαλήμ (Baudouin Ier de Jerusalem, γύρω στο 1060 - 2 Απριλίου 1118) από τον Οίκο της Φλάνδρας ήταν ένας από τους αρχηγούς της Α΄ Σταυροφορίας και πρώτος βασιλιάς της Ιερουσαλήμ (1100 - 1118). Ήταν ο τρίτος και μικρότερος γιος του Ευστάθιου Β΄ της Βουλώνης και της Ίδας της Λωρραίνης.[7][8] Τα μεγαλύτερα αδέλφια του ήταν ο Ευστάθιος Γ΄ της Βουλώνης και ο Γοδεφρείδος του Μπουιγιόν. Ο Βαλδουίνος, σαν μικρότερος γιος, προοριζόταν για εκκλησιαστική σταδιοδρομία.[9][10] Εγκατέλειψε την εκκλησία, όταν νυμφεύτηκε τη Νορμανδή ευγενή Γκολντεχίλδη του Τόσνι και δέχτηκε την κομητεία του Βερντέν (1096). Συμμετείχε στην Α΄ Σταυροφορία με τον αδελφό του Γοδεφρείδο του Μπουγιόν και έγινε κορυφαίος πολέμαρχους.

Ο Βαλδουίνος συμμετείχε το φθινόπωρο του 1097 σε εκστρατεία στην Κιλικία με τον Νορμανδό πρίγκιπα Ταγκρέδο, που προσπάθησε να καταλάβει την Ταρσό, αλλά ο Βαλδουίνος αντέδρασε με αποτέλεσμα να συγκρουστούν. Ο Θεόδωρος Χετάμης προσκάλεσε τον Βαλδουίνο στην Έδεσσα για να πολεμήσει εναντίον των Σελτζούκων, εκμεταλλεύτηκε μία εξέγερση εναντίον του Χετάμη, για να καταλάβει την πόλη και να ιδρύσει το πρώτο Σταυροφορικό κράτος (10 Μαρτίου 1098). Ο χήρος Βαλδουίνος, για να ενισχύσει τη θέση του, νυμφεύτηκε την κόρη Αρμένιου βασιλιά και εξόπλισε με τρόφιμα τους Σταυροφόρους στην πολιορκία της Αντιόχειας. Ο Βαλδουίνος υπερασπίστηκε τρεις εβδομάδες την Έδεσσα από τον κυβερνήτη τής Μοσούλης Κερμπογκά, δεν έφτασε στην Αντιόχεια πριν την κυριεύσουν οι Σταυροφόροι. Όταν ο μεγαλύτερος αδελφός του Γοδεφρείδος, που οι Σταυροφόροι εξέλεξαν κυβερνήτη τους μετά την άλωση των Ιεροσολύμων, πέθανε (1100), ο Λατίνος πατριάρχης Δαγοβέρτος και ο Ταγκρέδος έδωσαν το στέμμα στον θείο τού Ταγκρέδου Βοημούνδο Α΄ της Αντιόχειας. Οι οπαδοί του Γοδεφρείδου εξεγέρθηκαν, και ζήτησαν από τον Βαλδουίνο να διεκδικήσει το στέμμα σαν κληρονόμος του αδελφού του, όταν ένας Μουσουλμάνος κυβερνήτης αιχμαλώτισε τον Βοημούνδο· ο Βαλδουίνος βάδισε στα Ιεροσόλυμα με ελάχιστη αντίσταση. Ο πατριάρχης τον έστεψε βασιλιά της Ιερουσαλήμ στη Βηθλεέμ (25 Δεκεμβρίου 1100).

Ο Βαλδουίνος Α΄ κατέλαβε την Απολλωνία-Αρσούφ και την Καισάρεια (1101), την Άκρα (1104), τη Βηρυτό (1110) και τη Σιδώνα (1111) με τη βοήθεια του στόλου της Γένοβας και της Βενετίας, αλλά οι προσπάθειες να καταλάβει την Ασκελόν και την Τύρο απέτυχαν. Μετά την επιτυχία του στην τρίτη μάχη της Ράμλα (1105), οι Αιγύπτιοι δεν έκαναν νέες επιθέσεις στο βασίλειο των Ιεροσολύμων. Ο Βερτράνδος της Τουλούζης κατέλαβε την Τρίπολη με τη βοήθεια του Βαλδουίνου (1109). Ο Βαλδουίνος Α΄, ως ο πρώτος εστεμμένος μονάρχης στη Λατινική Ανατολή, ζήτησε υποταγή από τους Σταυροφόρους κυβερνήτες, έτσι ο Βερτράνδος και ο Βαλδουίνος Β΄ της Έδεσσας του ορκίστηκαν πίστη. Ο Ταγκρέδος που κυβερνούσε το Πριγκιπάτο της Αντιόχειας, υπάκουσε επίσης, και βοήθησε τον Βαλδουίνο, όταν ο διάδοχος τού Κερμπογκά έκανε επιθέσεις στην Έδεσσα και στην Αντιόχεια στις αρχές της δεκαετίας του 1110. Ανήγειρε πολλά φρούρια ανατολικά του ποταμού Ιορδάνη, για να ελέγξει τα καραβάνια που ταξίδευαν ανάμεσα στη Συρία και την Αίγυπτο· πέθανε σε μια εκστρατεία εναντίον της Αιγύπτου.

Πρώτα χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γάμος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βαλδουίνος σπούδασε ελεύθερες τέχνες και εργάστηκε με μισθό στους Καθεδρικούς ναούς του Καμπραί, της Ρενς και της Λιέγης.[11] Ο Γουλιέλμος της Τύρου αναφέρει ότι σύντομα εγκατέλειψε την εκκλησία για να στεφτεί ιππότης.[12][13] Ο λόγος σύμφωνα με τον ιστορικό Τζον Φρανς ήταν ότι η Γρηγοριανή Μεταρρύθμιση δεν του έδινε δυνατότητες για μεγάλες διακρίσεις.[14] Ο Βαλδουίνος παντρεύτηκε τη Νορμανδή ευγενή Γκολντεχίλδη του Τόσνι που η οικογένεια της είχε κτήματα στην Αγγλία και τη Νορμανδία.[15][16] Το ζεύγος μετά τον γάμο του εγκαταστάθηκε στη Βουλώνη στην αυλή του μεγαλύτερου αδελφού του Βαλδουίνου Ευσταθίου Γ΄ της Βουλώνης.[17] Ο Ευστάθιος και ο Βαλδουίνος πήγαν να βοηθήσουν τον μεσαίο αδελφό τους Γοδεφρείδο του Μπουιγιόν όταν ο Αλβέρτος Γ΄ του Ναμύρ και ο Θεοδώριχος επίσκοπος του Βερντέν συμμάχησαν εναντίον του (1086).[18][19] Ο άτεκνος Γοδεφρείδος δούκας της Κάτω Λωρραίνης (1087) σύμφωνα με τα διατάγματα όρισε διάδοχο τον Βαλδουίνο και του κληροδότησε το μεγαλύτερο μέρος από τους τίτλους και την περιουσία του.[20][21]

Ανακήρυξη της Σταυροφορίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Ίδα της Λωρραίνης αποχαιρετά τους γιους της πρίν αναχωρήσουν για την Α΄ Σταυροφορία - Μικρογραφία 13ου αιώνα.

Ο Πάπας Ουρβανός Β΄ ανακήρυξε στο Συμβούλιο του Κλερμόν την Α΄ Σταυροφορία (27 Νοεμβρίου 1095).[22][23] Ο αδελφός του Γοδεφρείδος έδειξε αμέσως πρόθεση για συμμετοχή, πούλησε ή υποθήκευσε την περιουσία του για να συγκεντρώσει χρήματα.[24] Η κομητεία του Βερντέν υποθηκεύτηκε από τον Ρίτσερ, επίσκοπο του Βερντέν που την παραχώρησε στον Βαλδουίνο.[25] Η υποθήκευση της περιουσίας του Γοδεφρείδου στέρησε από τον Βαλδουίνο τα κληρονομικά του δικαιώματα στην Κάτω Λοθαριγγία που αποφάσισε συμμετοχή στη Σταυροφορία μαζί με τον αδελφό του.[26] Ο μεγαλύτερος αδελφός τους Ευστάθιος Γ΄ της Βουλώνης ενώθηκε μαζί τους.[27] Όπως έγινε γνωστό από ένα γράμμα στον πάπα Ουρβανό Β΄ ο στρατός που συγκέντρωσε ο Πέτρος ο Ερημίτης ξεπερνούσε σε αριθμό τον στρατό που είχαν και τα τρία αδέλφια μαζί.[28] Ο Βαλδουίνος ξεκίνησε με τον στρατό του αδελφού του (15 Αυγούστου 1096), τον συνόδευσε η σύζυγος του που δήλωσε αποφασισμένη να μην επιστρέψει στην πατρίδα της αν χρειαστεί.[29][30] Οι Σταυροφόροι έφτασαν στα Ουγγρικά σύνορα, ο Γοδεφρείδος άφησε τον Βαλδουίνο στη διοίκηση του στρατού και πήγε να συζητήσει με τον βασιλιά Κολομάν της Ουγγαρίας τις συνθήκες ασφαλούς διάβασης του από τη χώρα.[31] Ο Γοδεφρείδος συμφώνησε να αφήσει ομήρους τον Βαλδουίνο και την Γκολντεχίλδη για να του εγγυηθεί ο Κολομάν την ασφαλή διάβαση του στρατού του.[32][33][34] Ο Βαλδουίνος και η Γκολντεχίλδη σύντομα ελευθερώθηκαν και ενώθηκαν με τους υπόλοιπους Σταυροφόρους που μπήκαν στα τέλη Νοεμβρίου στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.[35][36]

Μετάβαση στην Κωνσταντινούπολη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Σταυροφόροι έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη (23 Δεκεμβρίου 1096).[37][38] Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α΄ Κομνηνός ζήτησε από τους αρχηγούς της Σταυροφορίας να του δώσουν όρκο πίστης και τους απείλησε να τους εμποδίσει τη διάβαση εάν το αρνηθούν.[39] Ο Βαλδουίνος ξεκίνησε τις επιδρομές στα προάστια της Κωνσταντινούπολης και ο Αλέξιος διέκοψε τον αποκλεισμό, έδωσε επίσης τον γιο και διάδοχο του Ιωάννη όμηρο στη φροντίδα του Βαλδουίνου.[40][41][42] Οι Σταυροφόροι συνέχισαν να αντιστέκονται στα αιτήματα του αυτοκράτορα και οι Βυζαντινοί εμπόδισαν τον εξοπλισμό τους σε τρόφιμα και προμήθειες.[43] Ο Βαλδουίνος ξεκίνησε πάλι επιδρομές στα προάστια και σκότωσε ή αιχμαλώτισε δεκάδες φρουρούς.[44] Οι αρχηγοί της Σταυροφορίας αναγνώρισαν τελικά ότι ήταν αδύναμοι να συγκρουστούν με τον Βυζαντινό αυτοκράτορα και υπέκυψαν στα αιτήματα του.[45] Οι αρχηγοί της Σταυροφορίας ανάμεσα τους ο Γοδεφρείδος και ο Βαλδουίνος ορκίστηκαν στον Αλέξιο ότι θα δώσουν στους απεσταλμένους του αυτοκράτορα όλα τα εδάφη που είχαν καταλάβει οι Σελτζούκοι.[46][47][48] Οι Σταυροφόροι εγκαταστάθηκαν σε έναν δρόμο ανάμεσα στη Χαλκηδόνα και στη Νικομήδεια, ο Γοδεφρείδος και ο Βαλδουίνος επέστρεψαν στην Κωνσταντινούπολη για να δώσουν όρκο στον Αλέξιο με τους υπόλοιπους αρχηγούς.[49] Στην τελετή ένας ιππότης κάθισε στον θρόνο του Βυζαντινού αυτοκράτορα, "ο Βαλδουίνος τον σήκωσε με το χέρι του με τη βία" και του έκανε έντονη παρατήρηση.[50][51]

Τα γεγονότα της Σταυροφορίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύγκρουση με τον Ταγκρέδο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όταν οι Σταυροφόροι νίκησαν στη μάχη του Δορυλαίουτον Κιλίτζ Αρσλάν Α΄ Σουλτάνο του Ρουμ ο Βαλδουίνος και ο Νορμανδός Ταγκρέδος αποσπάστηκαν από το κύριο σώμα του στρατού.[52] Ο Βαλδουίνος και ο Ταγκρέδος προχώρησαν στην Ηράκλεια και στις 15 Αυγούστου ενώθηκαν με τους οπαδούς τους.[53] Η μεγάλη πορεία των Σταυροφόρων στην καλοκαιρινή ζέστη έφερε εξάντληση στους ιππότες, τα περισσότερα από τα άλογα τους πέθαναν.[54] Ο Βαλδουίνος και ο Ταγκρέδος για να εξασφαλίσουν προμήθειες για τον στρατό τους προχώρησαν στην εύφορη πεδιάδα της Κιλικίας.[55][56] Είχαν ελπίδες ότι θα αποκτήσουν βοήθεια από την Αρμενία γι'αυτό προσέγγισαν έναν Αρμένιο ευγενή τον Μπαγκράτ.[57][58]

Ο Βαλδουίνος και ο Ταγκρέδος είχαν υπό τη διοίκηση του διαφορετικά στρατεύματα.[59] Ο Ταγκρέδος αναχώρησε πρώτος από την Ηράκλεια με 100 - 200 άντρες και ακολούθησε στις 15 Σεπτεμβρίου ο Βαλδουίνος με 300 ιππότες.[60][61] Ο Ταγκρέδος έπεισε στις 21 Σεπτεμβρίου τη φρουρά των Σελτζούκων στην Ταρσό να υψώσει τη σημαία του στην ακρόπολη της πόλης προτού φτάσει ο στρατός του.[62] Ο Βαλδουίνος με πλεονέκτημα τον μεγαλύτερο στρατό του ζήτησε την επόμενη μέρα να φύγει από την Ταρσό.[63][64] Οι Τούρκοι αντικατέστησαν τη σημαία του Ταγκρέδου με του Βαλδουίνου, του επέτρεψαν να αποκτήσει πρόσβαση και στους δυο πύργους.[65] Σε λίγο έφτασαν 300 Νορμανδοί ιππότες αλλά ο Βαλδουίνος τους απαγόρευσε την είσοδο, το εκμεταλλεύτηκαν οι Τούρκοι για να τους θανατώσουν τη νύχτα.[66][67][68] Οι άντρες του Βαλδουίνου τον κατηγόρησαν για την τύχη των Νορμανδών και έσφαξαν τη φρουρά των Σελτζούκων.[69] Ο Βαλδουίνος από φόβο μήπως τον εκδικηθούν οι άντρες του κατέφυγε σε έναν πύργο και τελικά τους έπεισε για την αθωότητα του.[70] Ο Γκουινέμερ της Βουλώνης έφτασε στην Ταρσό και δήλωση την πίστη του στον Βαλδουίνο που έκρυψε τη φρουρά του στην Ταρσό και συνέχισε την εκστρατεία του.[71][72] Ο στρατός του Ταγκρέδου κατέλαβε την εύφορη Μοψουεστία, ο Βαλδουίνος έφτασε στην πόλη στις 30 Σεπτεμβρίου.[73] Ο ξάδελφος του Ταγκρέδου Ρογήρος του Σαλέρνο ήθελε να εκδικηθεί για τους Νορμανδούς που θανατώθηκαν και αυτό οδήγησε σε σύγκρουση ανάμεσα στον στρατό του Ταγκρέδου και του Βαλδουίνου.[74][75] Ήταν η πρώτη εμφύλια σύγκρουση των Σταυροφόρων, μετά από μερικούς θανάτους οι δύο αρχηγοί έκλεισαν ειρήνη και ο Βαλδουίνος έφυγε από τη Μοψουεστία.[76][77]

Μετάβαση στην Έδεσσα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βαλδουίνος Α΄ δέχεται όρκο υποτέλειας από τους Αρμένιους - Μικρογραφία 13ου αιώνα.

Ο Βαλδουίνος ενώθηκε με τον κύριο στρατό στο Καχραμανμαράς αλλά ο Μπαγκράτ τον έπεισε να προχωρήσει σε εκστρατεία κατά μήκος του Ευφράτη σε μια περιοχή που ήταν πυκνά κατοικημένη από Αρμενίους.[78][79] Τον Βαλδουίνο συνόδευσαν 80 - 100 ιππότες όταν εγκατέλειψε στις 17 Οκτωβρίου το κύριο τμήμα του στρατού του.[80][81][82] Οι Αρμένιοι έβλεπαν τον Βαλδουίνο ως ελευθερωτή και δυο Αρμένιοι οπλαρχηγοί ο Φερ και ο Νικόσιος ενώθηκαν μαζί του.[83][84] Ο τοπικός πληθυσμός είχε σφαγιαστεί από τους Σελτζούκους, ο φόβος των Σελτζούκων συνδυάστηκε με τις μεγάλες επιτυχίες του Βαλδουίνου.[85][86] Κυρίευσε δυο σημαντικά φρούρια το Κιλίς και το Τυρμπεσέλ χωρίς μάχη στα τέλη του 1097, έκανε τον Μπαγκράτ διοικητή του Κιλίς και διόρισε τον Φερ διοικητή του Τυρμπεσέλ.[87][88]

Ο Αρμένιος κυβερνήτης Θεόδωρος Χετάμης έστειλε τον Αρμένιο επίσκοπο της Έδεσσας με 12 απεσταλμένους στον Βαλδουίνο στις αρχές του 1098 για να του ζητήσουν υποστήριξη από τους Σελτζούκους κυβερνήτες.[89][90][91] Η Έδεσσα έπαιξε σημαντικό ρόλο στη χριστιανική ιστορία σαν πρώτη πόλη που στράφηκε στην Ορθοδοξία.[92] Ο Βαλδουίνος πριν αναχωρήσει για την Έδεσσα διέταξε τη σύλληψη του Μπαγκράτ που κατηγορήθηκε από τον Φερ για μυστική συνενόηση με τους Σελτζούκους.[93][94] Ο Μπαγκράτ βασανίστηκε και τελικά δραπέτευσε στον αδελφό του Κογ Βασίλ λόρδο του Ραμπάν και του Καϊσούν.[95] Ο Βαλδουίνος έφυγε από την Έδεσσα αλλά ο εμίρης της Σαμόσατα Μπαλντούκ τον εμπόδισε να διασχίσει τον Ευφράτη.[96][97][98] Η δεύτερη απόπειρα ήταν επιτυχής και ο Βαλδουίνος έφτασε στα μέσα Φεβρουαρίου στην Έδεσσα.[99][100] Ο Βαλδουίνος δεν είχε στόχο να υπηρετήσει τον Χετάμη ως μισθοφόρος.[101][102] Ο λαός της Αρμενικής πόλης πίεσε τον Χετάμη να υιοθετήσει τον Βαλδουίνο με απειλή να εγκαταλείψουν την πόλη.[103] Με ενίσχυση στρατού από την Έδεσσα ο Βαλδουίνος ξεκίνησε επιδρομές σε περιοχές του Μπαλντούκ και τοποθέτησε μια μικρή φρουρά κοντά στη Σαμόσατα.[104] Οι δώδεκα κυβερνήτες της πόλης και οι οπαδοί τους πίεσαν έντονα τον Χετάμη να υιοθετήσει τον Βαλδουίνο σύμφωνα με τα τοπικά έθιμα, ο Χετάμης έφερε τον Βαλδουίνο στο γυμνό στήθος του και τον έντυσε με τα εσώρουχα του με αμοιβαίους όρκους και από τις δυο πλευρές. Ο Θεόδωρος Χετάμης με τη σχέση πατέρα και γιου με τον Βαλδουίνο κάλεσε όλο τον στρατό της πόλης να υπερασπιστεί την Ακρόπολη της Σαμόσατα που ανήκε στην Έδεσσα και είχε καταλάβει ο Τούρκος πρίγκιπας Μπαλντούκ. Σε αντίθεση με τη συντριπτική πλειοψηφία των Αρμενίων που ήταν Μονοφυσίτες ο Χετάμης ασπάστηκε την Ορθόδοξη Εκκλησία.[105][106]

Κυβερνήτης της Έδεσσας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η επέκταση της κομητείας της Έδεσσας την περίοδο (1098 - 1131)

Ο λαός της Έδεσσας αμέσως μετά την επιστροφή του Βαλδουίνου από εκστρατεία επαναστάτησε εναντίον του Χετάμη πιθανότατα με τη δική του θετική γνώμη.[107][108] Ο Χετάμης δραπέτευσε στην Ακρόπολη, ο Βαλδουίνος υποκρίθηκε ότι πήγε να σώσει τον θετό του πατέρα αλλά στην πραγματικότητα δεν έκανε τίποτα για να εμποδίσει στις 9 Μαρτίου τους εισβολείς να φτάσουν στην Ακρόπολη.[109][110] Ο Χετάμης και η σύζυγος του συνελήφθησαν και θανατώθηκαν.[111][112] Την επόμενη μέρα ο λαός της πόλης αναγνώρισαν τον Βαλδουίνο νέο κυβερνήτη.[113][114] Ο Βαλδουίνος διεκδίκησε τον τίτλο του κόμη και δημιούργησε το πρώτο Σταυροφορικό κράτος στην Ανατολή.[115][116] Οι Σελτζούκοι είχαν κυριεύσει την Έδεσσα από τους Βυζαντινούς (1087) αλλά ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός δεν τόλμησε να ζητήσει από τον Βαλδουίνο να του την παραδώσει.[117] Ο συγγραφέας Μακ Εβίτ σημειώνει ότι οι Αρμένιοι είδαν τη διακυβέρνηση του σαν "αλλαγή αντιβασιλείας από τον ισχυρό Βυζαντινό κυβερνήτη σε Δυτικό".[118]

Η κατοχή της Έδεσσας, του Ραβεντέλ και του Τυρμπεσέλ ενίσχυσε σημαντικά τη θέση και τις προμήθειες του Βαλδουίνου αφού η πολιορκία της Αντιόχειας ξεκίνησε την ίδια εποχή.[119][120] Τα τρία ισχυρά κάστρα εμπόδισαν την προέλαση των Σελτζούκων στη Συρία και την Παλαιστίνη.[121] Ο Βαλδουίνος έδειξε μεγάλες διπλωματικές ικανότητες στη διοίκηση της Έδεσσας παρά το ότι η φρουρά της πόλης ήταν μικρή.[122] Ο Βαλδουίνος παντρεύτηκε την κόρη ενός Αρμένιου λόρδου και ζήτησε από τους άντρες του να παντρευτούν γυναίκες από την περιοχή.[123][124] Η πλούσια κληρονομιά του Χετάμη του επέτρεψε να έχει πολλούς μισθοφόρους και να ανακαταλάβει τη Σαμόσατα από τον Μπαλντούκ.[125][126] Ο Βαλδουίνος δέχτηκε την εγκατάσταση του Μπαλντούκ στην Έδεσσα και του πρόσφερε μισθό.[127] Η συμφωνία που έκλεισε μαζί του ήταν η πρώτη ανάμεσα σε έναν Σταυροφόρο και σε έναν Μουσουλμάνο κυβερνήτη.[128] Ο εμίρης Μπαλάκ ιμπν Μπαχρόμ ζήτησε από τον Βαλδουίνο να καταστείλει μια εξέγερση στη Σαρούζ, οι μουσουλμάνοι κάτοικοι πίεσαν τον Μπαλντούκ να διώξει τους Σταυροφόρους.[129][130] Ο λαός της πόλης σύντομα κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να αντισταθεί στους Σταυροφόρους και κάλεσε πίσω τον Βαλδουίνο, ο Μπαλντούκ εκτελέστηκε μετά την άρνηση του να παραδώσει ομήρους στον Βαλδουίνο τη γυναίκα και τα παιδιά του.[131]

Άλωση της Αντιόχειας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βαλδουίνος παραχώρησε την επικαρπία του Τυρμπεσέλ και του Ραβεντέλ στον αδελφό του Γοδεφρείδο για να εξασφαλίσει τη διαμονή των οπαδών του στην πολιορκία της Αντιόχειας.[132][133] Ο κυβερνήτης της Μοσούλης Κερμπογκά συγκέντρωσε στρατό για να υπερασπιστεί την πόλη.[134] Στην πορεία για την Αντιόχεια ο Κερμπογκά έδειξε ότι δεν επιθυμούσε την κατοχή της Έδεσσας από τους Σταυροφόρους, την πολιόρκησε τρεις βδομάδες αλλά χωρίς αποτέλεσμα.[135] Η αργοπορία του έδωσε τη μεγάλη ευκαιρία στους Σταυροφόρους να αλώσουν εύκολα την Αντιόχεια (3 Ιουνίου 1098).[136][137] Η πρωτεύουσα του νέου Σταυροφορικού κράτους έγινε η Αντιόχεια και πρώτος πρίγκιπας της πόλης ο θείος του Ταγκρέδου Βοημούνδος Α΄ της Αντιόχειας.[138]

Άλωση της Ιερουσαλήμ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βαλδουίνος ανέβασε σημαντικά τους φόρους και έγινε μισητός στους γηγενείς κατοίκους, αγνόησε την τοπική αριστοκρατία και έδωσε εξουσία σε Σταυροφόρους που μετακινήθηκαν στην Έδεσσα.[139][140] Τον Δεκέμβριο μια δωδεκάδα από Αρμένιους οπλαρχηγούς συνωμότησε εναντίον του.[141][142] Οι συνωμότες ζήτησαν βοήθεια από το γειτονικό χαλιφάτο των Σελτζουκιδών αλλά ο Βαλδουίνος έμαθε γρήγορα τα σχέδια τους και διέταξε τη σύλληψη τους.[143] Οι δυο ακρωτηριάστηκαν σύμφωνα με τα Βυζαντινά έθιμα οι υπόλοιποι ελευθερώθηκαν αφού πλήρωσαν τεράστια ποσά.[144][145] Ο Βαλδουίνος παρά τη συνωμοσία συνέχισε να διορίζει Αρμένιους σε υψηλά αξιώματα.[146]

Ο στρατός των Σταυροφόρων κυρίευσε την Ιερουσαλήμ (15 Ιουλίου 1099), σε μια βδομάδα ο Γοδεφρείδος του Μπουιγιόν εξελέγη κυβερνήτης της πόλης αλλά δεν στέφτηκε ποτέ βασιλιάς.[147] Ο Βαλδουίνος αποφάσισε τη συμμετοχή του σε προσκύνημα στα Ιεροσόλυμα και αναχώρησε από την Έδεσσα τον Νοέμβριο.[148] Αργότερα ενώθηκε με προσκυνητές που αναχώρησαν από την Αντιόχεια με τον Βοημούνδο Α΄ και τον παπικό απεσταλμένο Δαγοβέρτο της Πίζας.[149][150] Οι μουσουλμανικές επιθέσεις στον κουρασμένο στρατό έφεραν πολλές απώλειες αλλά οι προσκυνητές έφτασαν στα Ιεροσόλυμα (21 Δεκεμβρίου 1099).[151][152] Σε τέσσερις μέρες ο Δαγοβέρτος εξελέγη νέος Λατίνος πατριάρχης της Ιερουσαλήμ.[153][154] Ο νέος πατριάρχης επιβεβαίωσε την κατοχή των νέων εδαφών στα δυο αδέλφια Γοδεφρείδο και Βαλδουίνο αλλά ο Βαλδουίνος δεν δέχτηκε κανένα επίσημο αξίωμα και αναχώρησε με τον Βοημούνδο από την πόλη (1 Ιανουαρίου 1100).[155][156][157] Ο Σελτζούκος κυβερνήτης της Δαμασκού Αμπού Νασρ Σαμς αλ-Μουλούκ Ντουκάκ έστειλε στρατό να τους επιτεθεί αλλά συνετρίβησαν κοντά στην Μπάαλμπεκ, ο Βαλδουίνος επέστρεψε στην Έδεσσα τον Φεβρουάριο.[158]

Θάνατος του Γοδεφρείδου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Γοδεφρείδος πέθανε αιφνίδια (18 Ιουλίου 1100).[159] Ο Αλβέρτος του Αιξ που έζησε στην Α΄ Σταυροφορία αναφέρει ότι απέσπασε όρκους από τον Δαγόβερτο και τους υπόλοιπους Σταυροφόρους ότι "δεν θα δεχτούν κανέναν άλλο διάδοχο παρά μόνο κάποιον από το αίμα του".[160][161] Ο πιο πιστός οπαδός του Γοδεφρείδου Γουόρνερ του Αιξ ανέλαβε τον έλεγχο της πόλης από τον Πύργο του Δαυίδ.[162] Ο Γουόλτερ πέθανε γρήγορα, στη συνέχεια ο Γκελντεμάρ Καρπενέλ και ο Αρνούλφος του Τσόκ πίεσαν τον Βαλδουίνο να έρθει στα Ιεροσόλυμα.[163] Ο Δαγόβερτος και ο Ταγκρέδος έντονα ενοχλημένοι με τη στέψη του Βαλδουίνου ζήτησαν βοήθεια από τον Βοημούνδο Α΄ της Αντιόχειας.[164] Ο Δαγόβερτος όπως αναφέρει ο Γουλιέλμος της Τύρου τόνιζε σε επιστολή ότι η βασιλεία του Βαλδουίνου θα φέρει "μεγάλη κατάπτωση της εκκλησίας και καταστροφή του χριστιανισμού".[165]

Ο Βοημούνδος αιχμαλωτίστηκε από τον Μαλίκ Γαζί Ντανισμέντ στους λόφους γύρω από τη Μαλάτεια (15 Αυγούστου 1100).[166] Ο Βαλδουίνος πήγε στη Μαλάτεια και παρακαλούσε τρεις μέρες τον Ντανισμέντ να τον ελευθερώσει αλλά χωρίς αποτέλεσμα.[167] Ο Αρμένιος λόρδος της Μαλάτειας ορκίστηκε μετά την επιστροφή του πίστη στον Βαλδουίνο που διόρισε 50 ιππότες να υπερασπιστούν την πόλη.[168]

Βασιλιάς της Ιερουσαλήμ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στέψη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η είσοδος του Βαλδουίνου στην Έδεσσα τον Φεβρουάριο του 1098 - έργο του J.Robert-Fleury (1840)

Τα νέα για τον θάνατο του Γοδεφρείδου έφτασαν στην Έδεσσα αμέσως μετά την επιστροφή του Βαλδουίνου από τη Μαλάτεια.[169] Ο εφημέριος του Βαλδουίνου Φούλχερ του Σαρτρ σημειώνει "ο Βαλδουίνος λυπήθηκε πολύ για τον θάνατο του αδελφού του αλλά ευχαριστήθηκε από την κληρονομιά του".[170] Ο Βαλδουίνος πήρε χρυσό και ασήμι από τους υπηκόους του για χρηματοδοτήσει το ταξίδι του και διόρισε τον συγγενή του Βαλδουίνο του Λε Μπούρκ διάδοχο του στην κομητεία του Λε Μπούρκ που του ορκίστηκε πίστη.[171][172] Ο Βαλδουίνος Α΄ με 200 ιππότες και 300 - 700 πεζούς εγκατέλειψε την Έδεσσα (2 Οκτωβρίου 1100).[173][174] Έμεινε τρεις μέρες στην Αντιόχεια αλλά ο τοπικός πληθυσμός δεν δέχτηκε να διοικήσει το πριγκιπάτο την τριετία που ο Βοημούνδος ήταν αιχμάλωτος.[175] Ο εμίρης της Δαμασκού Ντουκάκ προσπάθησε να τον παγιδεύσει στον στενό δρόμο κοντά στο Νάαρ αλ-Καλμπ.[176] Ο εμίρης της Τρίπολης Φαχρ αλ-Μουλκ τον προειδοποίησε έγκαιρα και ο Βαλδουίνος συνέτριψε τον στρατό της Δαμασκού.[177] Ο Ταγκρέδος ειδοποίησε τον Βαλδουίνο να σταματήσει στη Γιάφφα αλλά ο λαός της πόλης δεν τον δέχτηκε.[178]

Ο Βαλδουίνος έφτασε στα Ιεροσόλυμα (9 Νοεμβρίου 1100).[179] Ο Δαγόβερτος αποσύρθηκε στο Όρος Σιών, ο λαός της πόλης τον δέχτηκε έξω από τα τείχη και τον συνόδευσε στον Ναό του Παναγίου Τάφου.[180][181] Ο ιστορικός Αλβέρτος του Αιξ σε σποραδικές αναφορές γράφει ότι ο Βαλδουίνος δέχτηκε τον τίτλο του πρίγκιπα.[182] Ο Βαλδουίνος ξεκίνησε τις επιδρομές αρχικά στα περίχωρα της Ασκελόν που είχαν στην κατοχή τους οι Αιγύπτιοι και κατόπιν έκανε εκστρατεία να τιμωρήσει τους ληστές στις σπηλιές κοντά στα Ιεροσόλυμα.[183] Ακολούθησε νέα επιδρομή κατά μήκος του Ιορδάνη πριν επιστρέψει στα Ιεροσόλυμα (21 Δεκεμβρίου 1100).[184] Ο Βαλδουίνος συμφιλιώθηκε με τον Δαγόβερτο που δέχτηκε να τον στέψει βασιλιά.[185][186] Η τελετή έγινε στη Βασιλική της Γεννήσεως την ημέρα των Χριστουγέννων.[187][188] Ο Βαλδουίνος στα έγγραφα καταγράφεται ως "Βασιλεύς" ή "Βασιλεύς και Προστάτης".[189] Σε ένα διάταγμα που έκανε για μια δωρεά (1104) καταγράφεται "Βαλδουίνος, βασιλεύς της Ιουδαίας και της Ιερουσαλήμ και Προστάτης του Παναγίου Τάφου του Κυρίου μας Ιησού Χριστού".[190] Σε όλα τα διατάγματα εμφανίζεται νόμιμος διάδοχος του Γοδεφρείδου.[191]

Πρώτες επιτυχίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Όρος Πιγκρίμ στην Τρίπολη (2009)

Ο Γκελντεμάρ Καρπενέλ υπέβαλε αίτημα στη Χάιφα τονίζοντας ότι ο Ταγκρέδος έκανε παράνομη κατάσχεση στην πόλη.[192] Ο Βαλδουίνος κάλεσε τον Ταγκρέδο στα Ιεροσόλυμα αλλά αρνήθηκε να τον αναγνωρίσει νόμιμο μονάρχη, συναντήθηκαν σε ένα ποτάμι κοντά στη Γιάφφα αλλά πάλι χωρίς αποτέλεσμα.[193][194] Η σύγκρουση σταμάτησε όταν ο Ταγκρέδος κλήθηκε στην Αντιόχεια να διοικήσει το πριγκιπάτο στο όνομα του Βοημούνδου.[195] Ο Βοημούνδος πριν αναχωρήσει για την Αντιόχεια απαρνήθηκε όλα τα εδάφη του στην Παλαιστίνη τα οποία θα μπορούσαν να του παραχωρηθούν σαν δώρο αν έφευγε από την Αντιόχεια τους επόμενους 15 μήνες.[196] Ο Βαλδουίνος έδωσε τη Χάιφα στον Γκελντεμάρ και τη Γαλιλαία στον Ούγο του Φώκεμπεργκ.[197]

Τον Μάρτιο του 1101 έφτασε στα Ιεροσόλυμα ο νέος παπικός απεσταλμένος Μαυρίκιος του Πόρτο.[198] Ο Βαλδουίνος κατηγόρησε τον Δαγόβερτο για προδοσία και έπεισε τον Μαυρίκιο να τον καθαιρέσει (15 Απριλίου 1101).[199][200] Ο Δαγόβερτος δωροδόκησε τον Βαλδουίνο με 300 μπεζάντια για να πείσει τον Μαυρίκιο να τον επαναφέρει.[201][202] Οι πόλεις κατά μήκος της ακτής Αρσούφ, Καισάρεια, Άκρα και Τύρος που ήταν ακόμα υπό Αιγυπτιακή κυριαρχία, έστειλαν δώρα στον Βαλδουίνο[203]. Η μεγάλη ανάγκη του Βαλδουίνου για χρήματα τον οδήγησε σε συμμαχία με τους Γενουάτες, η συμφωνία είχε τον όρο να μπορούν οι Γενουάτες να λεηλατήσουν τις πόλεις που θα καταλάμβανε ο Βαλδουίνος με τη βοήθεια τους.[204] Επιτέθηκε πρώτα στην Αρσούφ που παραδόθηκε χωρίς αντίσταση στις 29 Απριλίου, εγγυήθηκε ένα ασφαλές πέρασμα των κατοίκων στην Ασκελόν.[205][206] Η Αιγυπτιακή φρουρά της Καισάρειας αντιστάθηκε αλλά η πόλη έπεσε (17 Μαΐου 1101).[207] Οι στρατιώτες του Βαλδουίνου τη λεηλάτησαν άγρια σφάζοντας όλους τους ενήλικους άντρες και πολλές γυναίκες.[208][209] Ο Βαλδουίνος παραχώρησε στους Γενουάτες από έναν δρόμο σε κάθε πόλη.[210]

Πρώτη μάχη της Ράμλα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Την εποχή που ο Βαλδουίνος και οι Γενοβέζοι πολιορκούσαν την Καισάρεια ο βεζίρης της Αιγύπτου Μαλίκ αλ-Αφντάλ συγκέντρωσε μυστικά στρατό στην Ασκελόν.[211] Ο Βαλδουίνος μετακίνησε στρατό στη γειτονική Γιάφφα και εξόπλισε τη Ράμλα για να αποτρέψει κάθε επίθεση εναντίον της Ιερουσαλήμ.[212] Ζήτησε χρήματα από τον Δαγόβερτο για να καλύψει τα έξοδα της άμυνας αλλά ο πατριάρχης του αρνήθηκε.[213] Ακολούθησε έντονη σύγκρουση μεταξύ τους παρουσία του παπικού απεσταλμένου, ο Δαγόβερτος είπε "δεν θα τον αφήσω εγώ να κάνει την ιερή εκκλησία υποτελή του".[214][215][216] Ο παπικός απεσταλμένος έπεισε τελικά τον Δαγόβερτο να "κρατήσει τριάντα στρατιώτες με χρηματική εγγύηση" αλλά ο πατριάρχης δεν κράτησε ούτε αυτή την υπόσχεση.[217][218]

Ο στρατός των Αιγυπτίων πλησίασε τη Ράμλα στις αρχές Σεπτεμβρίου αλλά ο μικρότερος και περισσότερο εξοπλισμένος στρατός των Σταυροφόρων επιτέθηκε πρώτος τα χαράματα της 7ης Σεπτεμβρίου.[219] Στην πρώτη φάση της μάχης τα τρία από τα πέντε Σταυροφορικά σώματα διαλύθηκαν αλλά ο Βαλδουίνος μπόρεσε έξυπνα να συγκεντρώσει τους υπόλοιπους και να αιφνιδιάσει τους Αιγύπτιους με νέα επίθεση.[220] Μετά από μικρή αντίσταση οι Αιγύπτιοι δραπέτευσαν πανικόβλητοι, οι Σταυροφόροι τους καταδίωξαν μέχρι την Ασκελόν.[221][222] Ο Ρογήρος Α΄ της Απουλίας έστειλε ένα χρηματικό ποσό στον Δαγόβερτο με το οποίο ο Βαλδουίνος θα μπορούσε να εξοπλίσει τους Σταυροφόρους αλλά ο πατριάρχης το έκανε ολόκληρο κατάσχεση.[223] Ο Βαλδουίνος όταν το έμαθε το ανέφερε εξοργισμένος στον παπικό απεσταλμένο στις αρχές του 1101 και του ζήτησε να καθαιρέσει τον Δαγόβερτο ο οποίος δραπέτευσε στην Αντιόχεια με τον Ταγκρέδο.[224][225] Μετά τη φυγή του Δαγόβερτου ο Βαλδουίνος εκμεταλλεύτηκε τον άδειο πατριαρχικό θρόνο με το πλούσιο θησαυροφυλάκιο του εξ'ολοκλήρου.[226]

Δεύτερη μάχη της Ράμλα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Στέφανος Β΄ του Μπλουά, ο Ούγος ΣΤ΄ του Λουζινιάν και άλλοι που επέζησαν από τη Σταυροφορία την προηγούμενη χρονιά συγκεντρώθηκαν στην Ιερουσαλήμ για να γιορτάσουν το Πάσχα του 1102.[227][228] Αμέσως μετά ισχυρός Αιγυπτιακός στρατός με 20.000 άντρες επιτέθηκε στο βασίλειο.[229] Ο Βαλδουίνος αγνοώντας τις κακές προειδοποιήσεις κινήθηκε εναντίον τους στις 17 Μαΐου με 500 ιππείς και πολλούς νέους Σταυροφόρους.[230][231] Ακολούθησε η δεύτερη μάχη της Ράμλα, αυτή τη φορά οι μεγάλοι νικητές ήταν οι Αιγύπτιοι και ανάγκασαν τον Βαλδουίνο να δραπετεύσει στη Ράμλα.[232] Ο Βαλδουίνος δραπέτευσε από το φρούριο πριν οι Αιγύπτιοι ξεκινήσουν την πολιορκία αλλά το μεγαλύτερο τμήμα του στρατού του σφαγιάστηκε.[233] Αρχικά πήγε στην Αρσούφ και στη συνέχεια ένας Άγγλος πειρατής τον μετέφερε στη Γιάφα ενώ ο στρατός των Αιγυπτίων είχε κλείσει όλες τις εξόδους.[234] Πήγε στη συνέχεια στα Ιεροσόλυμα, συγκέντρωσε στρατό και επέστρεψε στη Γιάφα με περισσότερους από 100 ιππείς.[235] Οι Αιγύπτιοι σταμάτησαν την πολιορκία μόνο όταν έφτασε ένας μεγάλος στόλος από Άγγλους, Γάλλους και Γερμανούς προσκυνητές στις 27 Μαΐου.[236] Ο Βαλδουίνος είχε ζητήσει με επιστολή από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Κομνηνό να μην τους εμποδίσει.[237] Στην πολιορκία της Γιάφας ο Βαλδουίνος έστειλε απεσταλμένους στην Αντιόχεια και την Έδεσσα να ζητήσουν βοήθεια από τον Ταγκρέδο και τον Βαλδουίνο Β΄ αλλά έφτασαν μετά τη φυγή των Αιγυπτίων.[238] Ο Ταγκρέδος πίεσε τον νέο παπικό απεσταλμένο να επαναφέρει τον Δαγόβερτο αλλά ο Βαλδουίνος τον έπεισε να συζητήσει το θέμα με τους ιερείς της πόλης.[239][240] Οι ιερείς ομόφωνα δήλωσαν ότι ο Δαγόβερτος ήταν σε ακραίο βαθμό διχαστικός, προκαλούσε εμφύλιους πολέμους και είχε καταχραστεί την εκκλησιαστική εξουσία, ο παπικός απεσταλμένος ανέβασε στη θέση του πατριάρχη έναν νέο ευσεβή άντρα τον Εβρεμάρ.[241][242]

Τρίτη μάχη της Ράμλα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η τρίτη μάχη της Ράμλα - Μικρογραφία 13ου αιώνα.

Ο Βαλδουίνος ξεκίνησε τον Απρίλιο του 1103 την πολιορκία της Άκρας και ένας Αιγυπτιακός στόλος ήρθε να υπερασπιστεί την πόλη.[243][244] Επιτέθηκε σε ληστές στο Όρος Κάμηλος αλλά τραυματίστηκε βαριά και έγινε καλά στο τέλος του χρόνου.[245] Τον Απρίλιο του 1104 ήρθε στη Χάιφα νέος στόλος Γενοβέζων και ο Βαλδουίνος συμφώνησε με τους αρχηγούς του να ξεκινήσουν την πολιορκία της Άκρας.[246][247] Η πόλη παραδόθηκε (26 Μαΐου 1104) αφού ο Βαλδουίνος εγγυήθηκε την ασφάλεια όσων μετακινήθηκαν στην Ασκελόν αλλά οι Γενοβέζοι λεηλάτησαν και δολοφόνησαν τους πλούσιους μετανάστες.[248][249] Ο Βαλδουίνος ήθελε να τιμωρήσει τους Γενοβέζους αλλά μεσολάβησε ο πατριάρχης και τους συμφιλίωσε, με τη συμφωνία οι Γενοβέζοι κράτησαν το ένα τρίτο της πόλης.[250] Η Άκρα ήταν ένα λιμάνι στρατηγικής σημασίας για το εμπόριο ανάμεσα στη Συρία και την Ευρώπη και παρείχε σημαντικά έσοδα στον Βαλδουίνο.[251][252] Ο θάνατος του Αμπού Νασρ Σαμς αλ-Μουλούκ Ντουκάκ (14 Ιουνίου 1104) έφερε νέες συγκρούσεις στη Δαμασκό. Ο αντιβασιλιάς Τογκτεκίν έγινε κυβερνήτης αλλά συνάντησε ισχυρή αντίσταση, ο Βαλδουίνος Α΄ υποσχέθηκε να υποστηρίξει τον Ιρτάς μικρότερο αδελφό του Ντουκάκ.[253] Η επέμβαση του έφερε νέα προσέγγιση ανάμεσα στον Σουνίτη Τογκτεκίν και στον Σιίτη Αλ-Αφντάλ.[254][255] Οι Αιγύπτιοι επιτέθηκαν στο βασίλειο από τον νότο και Σύριοι τοξότες από τα δυτικά, ο Βαλδουίνος Α΄ συγκέντρωσε τον μεγαλύτερο στρατό από την αρχή της βασιλείας του.[256] Με αίτημα του πατριάρχη ο Βαλδουίνος έδειξε τον Τίμιο Σταυρό στους στρατιώτες του για να τους ενισχύσει το ηθικό.[257] Ακολούθησε η τρίτη μάχη της Ράμλα στις 27 Αυγούστου στην οποία Σύριοι και Αιγύπτιοι γνώρισαν συντριπτική ήττα.[258]

Οι Αιγύπτιοι δεν έκαναν άλλες εκστρατείες στα Ιεροσόλυμα αλλά οι επιδρομές τους στις νότιες ακτές συνεχίστηκαν.[259] Σκότωσαν εκατοντάδες προσκυνητές κοντά στη Γιάφα και νίκησαν τον κυβερνήτη της πόλης τον Οκτώβριο του 1106 όταν ο Βαλδουίνος πολεμούσε στη Γαλιλαία με τους Σύριους.[260] Την επόμενη χρονιά οι Αιγύπτιοι επιτέθηκαν στη Χεβρώνα αλλά ο Βαλδουίνος τους ανάγκασε να διακόψουν την πολιορκία, οι Αιγυπτιακές επιδρομές δεν εμπόδισαν τον Βαλδουίνο να συνεχίσει την επεκτατική του πολιτική.[261] Στις αρχές του 1106 κάλεσε τον κυβερνήτη της Σιδώνας να πληρώσει έναν μεγάλο φόρο για διετή ανακωχή.[262] Την επόμενη χρονιά ξεκίνησε επιδρομή στην Υπεριορδανία και κατέστρεψαν ένα κάστρο που είχαν πρόσφατα δημιουργήσει οι Σύριοι για να ελέγξουν τα καραβάνια.[263] Το Ιούλιο του 1108 πολιόρκησε τη Σιδώνα με Ιταλούς τυχοδιώκτες αλλά η άφιξη Αιγυπτιακού στόλου και Τούρκων ιππέων τον ανάγκασαν να φύγει.[264] Στα τέλη του 1108 έκλεισε δεκαετή ανακωχή με τον Τόγκτεκιν, πήρε σαν αντάλλαγμα το ένα τρίτο των εσόδων από τις βόρειες περιοχές του Υπεριορδανία.[265]

Τελευταία χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατάκτηση της Τρίπολης και της Βηρυτού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα ερείπια του τείχους της Αρσούφ (2009)

Ο Βερτράνδος της Τουλούζης ήρθε στη Συρία να διεκδικήσει τα εδάφη του πατέρα του, ο Ραϋμόνδος Δ΄ της Τουλούζης είχε κατακτήσει όλη την περιοχή γύρω από την Τρίπολη.[266] Ο ξάδελφος του Βερτράνδου Γουλιέλμος Β΄ Ιορδάνης που κυβερνούσε από την εποχή που πέθανε ο Ραϋμόνδος αρνήθηκε να την παραχωρήσει.[267] Ο Βερτράνδος ζήτησε τη βοήθεια του Βαλδουίνου ενώ ο Ιορδάνης στηρίχτηκε στον Ταγκρέδο.[268] Ο Ταγκρέδος οργίστηκε με τον Βαλδουίνο Β΄ της Έδεσσας επειδή αρνήθηκε να εγκαταλείψει την Τυρμπεσέλ.[269][270] Ο Βαλδουίνος Α΄ συγκάλεσε συνέλευση για να λύσει τις διαφορές.[271][272] Ο Βερτράνδος και ο Ιορδάνης δεν ήταν υποτελείς του γι'αυτό ο Βαλδουίνος υποχρεώθηκε να τους καλέσει στο όρος Πιλγκρίμ κοντά στην Τρίπολη στο όνομα "της εκκλησίας της Ιερουσαλήμ".[273] Τον Ιούνιο του 1109 ο Ταγκρέδος συμφώνησε στη Συνέλευση να εγκαταλείψει την Τυρμπεσέλ, σε αντάλλαγμα πήρε τα παλιά του εδάφη στην Ιερουσαλήμ όπως τη Χάιφα, τη Γαλιλαία και τον Ναό του Κυρίου.[274][275] Τα υπόλοιπα εδάφη πέρασαν στον έλεγχο του Βαλδουίνου.[276]

Τα εδάφη του Ραϋμόνδου Δ΄ μοιράστηκαν ανάμεσα στον Βερτράνδο και στον Ιορδάνη, ο Βερτράνδος ορκίστηκε υποτέλεια στον Βαλδουίνο και ο Ιορδάνης στον Ταγκρέδο.[277] Οι αρχηγοί των Σταυροφόρων ενώθηκαν για να ολοκληρώσουν την κατάκτηση της Τρίπολης.[278] Ο Αιγύπτιος κυβερνήτης Σαράφ-αντ-Νταουλάχ πρότεινε να παραδώσει την πόλη αν του επιτρέψουν να δραπετεύσει με ασφάλεια.[279][280] Ο Βαλδουίνος το δέχτηκε αλλά δεν μπόρεσε να εμποδίσει τους Γενουάτες να προχωρήσουν σε νέες δολοφονίες.[281][282] Τα δύο τρίτα της πόλης δόθηκαν στον Βερτράνδο της Τουλούζης που έδωσε ξανά όρκο πίστης στον Βαλδουίνο.[283] Ο Βαλδουίνος κατέλαβε τη Βηρυτό (13 Μαΐου 1110) με τη βοήθεια του Βερτράνδου και στόλου των Γενουατών.[284] Δεν μπόρεσε να εμποδίσει ξανά τους Γενουάτες να προχωρήσουν σε νέες σφαγές στον τοπικό πληθυσμό.[285][286]

Κατάκτηση της Σιδώνας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο στρατηγός της Μοσούλης Μαουντάντ και οι σύμμαχοι του επιτέθηκαν στην κομητεία της Έδεσσας την εποχή της πολιορκίας της Βηρυτού.[287] Μετά την πτώση της Βηρυτού ο Βαλδουίνος και ο Βερτράνδος πήγαν στην Έδεσσα να αντιμετωπίσουν τους εισβολείς.[288][289] Ο Βαλδουίνος Β΄ της Έδεσσας κατηγόρησε τον Ταγκρέδο ότι κάλεσε τους εισβολείς, ο Βαλδουίνος Α΄ του ζήτησε να έρθει μαζί τους αλλιώς θα τον κηρύξει εχθρό του χριστιανισμού, ο Ταγκρέδος υπάκουσε.[290] Το επεισόδιο ενίσχυσε σημαντικά την εξουσία του Βαλδουίνου στην Έδεσσα.[291] Οι Σταυροφόροι κατόπιν καταδίωξαν τον Μαουντάντ αλλά οι φήμες ότι οι Μουσουλμάνοι επιτέθηκαν στην Αντιόχεια και στα Ιεροσόλυμα τους ανάγκασαν να εγκαταλείψουν την εκστρατεία.[292] Ο Βαλδουίνος πρότεινε να μεταφερθούν οι Αρμένιοι χριστιανοί χωρικοί με ασφάλεια στα δυτικά του Ευφράτη επειδή οι Σελτζούκοι έκαναν συχνά επιδρομές στις ανατολικές περιοχές.[293] Όταν συγκεντρώθηκαν οι χωρικοί σε ένα βαπόρι στο ποτάμι ο Μαουντάντ έκανε αιφνίδια επιδρομή και σκότωσε πολλούς από αυτούς.[294]

Ο Σίγκουρντ ο Σταυροφόρος ο πρώτος βασιλιάς που επισκέφτηκε το βασίλειο των Ιεροσολύμων στρατοπέδευσε στην Άκρα.[295] Ο Βαλδουίνος συμμάχησε μαζί του και τον Οκτώβριο του 1110 πολιόρκησαν τη Σιδώνα.[296] Ο Αιγυπτιακός στόλος λεηλάτησε τους Νορβηγούς αλλά με τη βοήθεια στόλου που έστειλε ο δόγης της Βενετίας Ορντελάφο Φαλέιρο η πόλη παραδόθηκε (5 Δεκεμβρίου 1110).[297][298] Ο Βαλδουίνος χάρισε τη ζωή των κατοίκων πολλοί μετακινήθηκαν στην Τύρο και τη Δαμασκό.[299] Την επόμενη χρονιά πήγε στην Ασκελόν για να πολιορκήσει τον Αιγύπτιο κυβερνήτη της πόλης.[300] Ο Σάμς-αλ-Χαλιμά του υποσχέθηκε να πληρώσει 70.000 δηνάρια και να επιτρέψει τους Σταυροφόρους να φτάσουν στην Ακρόπολη αλλά ο πληθυσμός της πόλης εξεγέρθηκε και έσφαξε τον Χαλιμά και τους Σταυροφόρους.[301][302]

Πολιορκία της Τύρου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Μαουντάντ ξεκίνησε νέα εκστρατεία τον Αύγουστο εναντίον των Σταυροφόρων, με αίτημα του Ταγκρέδου ο Βαλδουίνος συγκέντρωσε στρατό στη Σαϊζάρ.[303] Ο Βερτράνδος της Τρίπολης, ο Βαλδουίνος Β΄ της Έδεσσας και οι Αρμένιοι κυβερνήτες συγκεντρώθηκαν στη Μοσούλη το φθινόπωρο για να τον αντιμετωπίσουν.[304] Ο Βαλδουίνος αμέσως μετά επιτέθηκε σε ένα καραβάνι που μετέφερε στη Δαμασκό προμήθειες των υψηλών αξιωματούχων της Τύρου και το λεηλάτησε.[305] Στα τέλη του Νοεμβρίου ξεκίνησε την πολιορκία της Τύρου αν και δεν είχε στόλο.[306] Την περίοδο της πολιορκίας έφτασε στην πόλη μια Βυζαντινή αποστολή, του πρότειναν να συμμαχήσουν εναντίον του Ταγκρέδου και να τον βοηθήσουν στην πολιορκία.[307] Ο Αιγύπτιος κυβερνήτης της Τύρου κάλεσε τον στρατηγό Τογκτεκίν να τον υπερασπιστεί από τους πολιορκητές.[308] Ο Τογκτεκίν ανάγκασε τον Βαλδουίνο να εγκαταλείψει την πολιορκία και να επιστρέψει στην Άκρα τον Απρίλιο του 1112.[309]

Ανέγερση κάστρων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα ερείπια του κάστρου του Μόντρεαλ (2010)

Ο Βαλδουίνος Α΄ έκανε το καλοκαίρι του 1113 νέα επιδρομή εναντίον της Δαμασκού.[310] Ο Μαουντάντ και ο εμίρης των Ορτοκιδών Αγιάζ ήρθαν εναντίον των Σταυροφόρων να υποστηρίξουν τον Τογκτεκίν.[311] Ο Βαλδουίνος συνετρίβη στη μάχη του Αλ-Σαννάμπρα (13 Ιουνίου 1113) και ζήτησε βοήθεια από τους νέους βασιλείς της Τρίπολης και της Αντιόχειας Πονς της Τρίπολης και Ρογήρο του Σαλέρνο.[312] Ο Τογκτεκίν, ο Μαουντάντ και ο Αγιάζ επιτέθηκαν στη Γαλιλαία αλλά δεν ρίσκαραν να επιτεθούν στην Τιβεριάδα μετά την άφιξη του στρατού από την Τρίπολη και την Αντιόχεια.[313] Ο Τογκτεκίν και ο Μαουντάντ επέστρεψαν στη Δαμασκό, στα τέλη Σεπτεμβρίου ένας Ασασίνος δολοφόνησε τον Μαουντάντ.[314] Την άνοιξη του 1115 ο Σελτζούκος σουλτάνος Μωάμεθ Α΄ Τάπαρ έστειλε μεγάλο στρατό στη βόρεια Συρία.[315] Σε μια προσπάθεια να εξασφαλίσει την κυριαρχία του στην περιοχή ο Τογκτεκίν συμμάχησε με τους Σταυροφόρους, μετά τη συμμαχία ο Σελτζούκος σουλτάνος οπισθοχώρησε χωρίς μάχη.[316] Με την πίεση των βόρειων περιοχών ο Βαλδουίνος ήρθε σε συνεννόηση με τους Αιγύπτιους που πλησίαζαν τα Ιεροσόλυμα (1113) και έκαναν μια νέα επίθεση στη Γιάφα (1115).[317] Ο Βαλδουίνος έκανε νέα εκστρατεία κατά μήκος του Ιορδάνη και το φθινόπωρο του 1115 οικοδόμησε το κάστρο του Μόντρεαλ.[318][319] Την επόμενη χρονιά επέστρεψε στην περιοχή και βάδισε μέχρι την Άκαμπα στην Ερυθρά Θάλασσα.[320][321] Ο τοπικός πληθυσμός δραπέτευσε από την πόλη, ο Βαλδουίνος ανήγειρε κάστρα σε ένα κοντινό νησί και τοποθέτησε από μια φρουρά σε κάθε ένα.[322] Τα τρία ισχυρά κάστρα Μόντρεαλ, Εϊλάτ και Γκρέι μπορούσαν να ελέγξουν τη διαδρομή στα καραβάνια ανάμεσα στην Αίγυπτο και τη Συρία.[323] Ο Βαλδουίνος μπορούσε επιπλέον να ελέγξει τις κινήσεις του Αιγυπτιακού στρατού.[324] Ο Βαλδουίνος μετέβη από την Ερυθρά Θάλασσα στην Τύρο, οικοδόμησε το κάστρο του Σκανδέλιου που εμπόδιζε την είσοδο στο εσωτερικό της πόλης.[325][326]

Το τέλος του[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Θάνατος του Βαλδουίνος Α΄ - έργο του Γκυστάβ Ντορέ

Ο Βαλδουίνος αρρώστησε βαριά στα τέλη του 1116, έκανε τη διαθήκη του πιστεύοντας ότι θα πεθάνει αλλά στις αρχές της επόμενης χρονιάς ανάρρωσε.[327] Έκανε τον Μάρτιο του 1118 νέα εκστρατεία στην Αίγυπτο για να ενισχύσει τα σύνορα του στον νότο.[328] Κυρίευσε το Φαράμα στο Δέλτα του Νείλου, οι κάτοικοι έφυγαν πανικόβλητοι από την πόλη όταν έφτασε ο στρατός του.[329][330][331] Ο Μουσουλμάνος ιστορικός του 12ου αιώνα Ίμπν Ζαφίρ γράφει ότι κατέστρεψε όλα τα τζαμιά της πόλης.[332] Οι οπαδοί του ζήτησαν από τον Βαλδουίνο να μπει στο Κάιρο αλλά η παλιά πληγή του 1103 άνοιξε απότομα και πέθανε.[333][334] Ο νεκρός Βαλδουίνος μεταφέρθηκε στα σύνορα στο Αρίς.[335] Στο νεκροκρέβατο του όρισε διάδοχο του τον μεγαλύτερο αδελφό του Ευστάθιο Γ΄ της Βουλώνης, σε περίπτωση που αρνείτο τον θρόνο πρότεινε αντικαταστάτη τον Βαλδουίνο Β΄ της Έδεσσας ή "οποιονδήποτε άλλο χριστιανό βασιλιά μπορούσε να υπερασπιστεί τις εκκλησίες".[336] Ο Βαλδουίνος Α΄ πέθανε στις 2 Απριλίου 1118.[337] Ο μάγειρας του Άντ σύμφωνα με την τελευταία επιθυμία του αφαίρεσε τα εντόσθια του, το σώμα του διατηρήθηκε σε αλάτι επειδή ήθελε να γίνει η ταφή του στον Πανάγιο Τάφο.[338][339] Η ταφή του έγινε πέντε μέρες αργότερα, την Κυριακή των Βαΐων στο παρεκκλήσι του Κάλβαρι δίπλα από τον αδελφό του Γοδεφρείδο.[340]

Συμπεράσματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ιστορικές αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Φούλχερ του Σαρτρ περιγράφει τον Βαλδουίνο "προστάτη και ισχυρό, το δεξί του χέρι ήταν ο τρόμος των εχθρών του".[341] Ο Μουσουλμάνος ιστορικός Αλί ίμπν αλ-Αθιρ που ολοκλήρωσε το χρονικό του έναν αιώνα μετά τον θάνατο του πιστεύει ότι ο ίδιος ξεκίνησε την Α΄ Σταυροφορία.[342] Ο Αλί ίμπν αλ-Αθιρ παρουσιάζοντας μια συνάντηση ανάμεσα στον Βαλδουίνο και τον Ρογήρο Α΄ της Σικελίας πιστεύει ότι ο Βαλδουίνος ήθελε να κατακτήσει την Ιφρικίγια αλλά ο Ρογήρος Α΄ της Σικελίας του είπε να κατακτήσει τα Ιεροσόλυμα.[343] Ο ιστορικός σημειώνει ότι ο Βαλδουίνος σαν ένας από τους αρχηγούς της Α΄ Σταυροφορίας ήταν "ικανός, φιλόδοξος, πιστός στους στόχους του και έκοβε ότι τον διαχώριζε".[344] Ο ιστορικός Κρίστοφερ Τιέρμαν (γεν. το 1953) περιγράφει τον Βαλδουίνο σαν ικανό στρατηγό και έξυπνο πολιτικό που "ίδρυσε ένα σταθερό βασίλειο με καθορισμένα σύνορα".[345] Ο Αμίν Μααλούφ με τη σειρά του γράφει ότι ο Βαλδουίνος ήταν "αρχιτέκτονας της εκστρατείας" στους Αγίους Τόπους από τους Σταυροφόρους.[346] Ο Μααλούφ επίσης γράφει ότι οι επιτυχίες του Βαλδουίνου "τεμάχισαν τον Αραβικό κόσμο" και έκαναν τους Σταυροφόρους "ισχυρή δύναμη".[347] Τα πρώτα διατάγματα του Βαλδουίνου εκδόθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1100 αλλά η ίδρυση της Καγκελαρίας καθυστέρησε πολλά χρόνια, τα πρώτα βασιλικά έγγραφα συντάχθηκαν με κληρικούς από τη Λοθαριγγία.[348][349] Ο πρώτος Καγκελάριος που διορίστηκε Παγκάν (1115) ήρθε στους Αγίους Τόπους με τη συνοδεία της τρίτης συζύγου του Βαλδουίνου Α΄ Αδελαΐδας ντελ Βάστο.[350][351]

Γάμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το διαζύγιο του Βαλδουίνου Α΄ με την τρίτη σύζυγο του Αδελαίδα ντελ Βάστο - Μικρογραφία 14ου αιώνα.

Η πρώτη σύζυγος του Βαλδουίνου ήταν η Γκολντεχίλδη, κόρη του Ραούλ Β΄ του Τόσνι και της Ισαβέλας του Μονφόρ-λ΄Αμωρί.[352] Η Γκολντεχίλδη απεβίωσε στην Α΄ Σταυροφορία γύρω στις 15 Οκτωβρίου 1097 στη Γερμανίκεια της Καππαδοκίας.[353] Ο ιστορικός Μ. Μπάρμπερ (γεν. το 1943) αναφέρει ότι ο θάνατός της "ήταν αποφασιστικό γεγονός, που έπεισε τον Βαλδουίνο Α΄ να αναζητήσει ένα βασίλειο στην Ανατολή".[354] Οι ιστορικοί Στήβεν Ράνσιμαν και Κρίστοφερ Μακ Έβιτ γράφουν ότι είχαν αποκτήσει παιδιά, αλλά αυτά δεν ζούσαν όταν πέθανε η μητέρα τους.[355][356] Ο ιστορικός Άλαν Β. Μάρεϊ γράφει ότι δεν είχαν αποκτήσει κανένα παιδί και ότι ο Ράνσιμαν μετέφρασε λανθασμένα τον Γουλιέλμο της Τύρου· εννοούσε σαν "οικογένεια" το νοικοκυριό του και όχι τα παιδιά του.[357]

Το όνομα και η οικογένεια της δεύτερης συζύγου του είναι άγνωστα.[358] Οι σύγχρονοι ιστορικοί την καταγράφουν ως Άρντα της Αρμενίας και σχετίζουν τον πατέρα της με τον Θόρος του Μαράς.[359][360] Ο Βαλδουίνος Α΄ τη νυμφεύτηκε το καλοκαίρι του 1098· ο πατέρας της του υποσχέθηκε σαν προίκα 60.000 βυζαντινά (i.e. χρυσά νομίσματα) και όλα τα εδάφη του, αλλά τελικά ο Βαλδουίνος Α΄ πήρε μόνο 7.000.[361][362] Ο δεύτερος γάμος του παρέμεινε άτεκνος.[363] Ο Βαλδουίνος Α΄ την έστειλε εξορία στη μονή της Αγίας Άννας στα Ιεροσόλυμα πριν το 1109, αλλά η ίδια μετέβηε στην Κωνσταντινούπολη. Αν και χώρισαν, ο γάμος τους δεν ακυρώθηκε επίσημα.[364][365]

Η τρίτη σύζυγος του Βαλδουίνου Α΄, η Αδελαΐδα ντελ Βάστο ήταν η πλούσια χήρα του Ρογήρου Α΄ της Σικελίας.[366] Ο πρώτος της σύζυγος απεβίωσε (1102) και η ίδια ήταν επίτροπος τού γιου της Ρογήρου Β΄ μέχρι την ενηλικίωσή του (1111). Όταν τη νυμφεύτηκε ο Βαλδουίνος Α΄, η Αδελαΐδα ήταν πάνω από 40 ετών (1112).[367] Ο Γουλιέλμος της Τύρου αναφέρει, ότι τη νυμφεύτηκε χάρη του πλούτου της, αφού της υποσχέθηκε ότι θα ανακηρύξει τον γιο της διάδοχό του στα Ιεροσόλυμα.[368] Τον Αύγουστο του 1113 ο Βαλδουίνος Α΄ στρατοπέδευσε στην Παλαιστίνη με εκατοντάδες στρατιώτες και με την πλούσια περιουσία της.[207] Ο γάμος του Ρογήρου Α΄ με την Αδελαΐδα ήταν άκυρος, επειδή ζούσε η προηγούμενη σύζυγός του και δεν είχαν χωρίσει επίσημα.[369][370] Μετά τη σοβαρή ασθένεια που πέρασε ο Βαλδουίνος Α΄ στα τέλη του 1116, δέχθηκε να χωρίσει την Αδελαΐδα, που αναχώρησε για τη Σικελία (25 Απριλίου 1117).[371][372] Ο γιος της Ρογήρος Β΄ οργίστηκε σε τέτοιο βαθμό, που δεν βοήθησε ποτέ το βασίλειο της Ιερουσαλήμ, όσο ζούσε.[373]

Συνοψίζοντας τους γάμους του Βαλδουίνου Α΄, ο ιστορικός Τζόναθαν Φίλιπς (γεν. το 1965) καταλήγει στο συμπέρασμα ότι νυμφεύτηκε "για πολιτικούς και οικονομικούς λόγους".[374] Οι ιστορικοί Χανς Έμπερχαρντ Μάιερ (γεν. το 1932), Κρίστοφερ Τίερμαν (γεν. το 1953) και Μάλκολμ Μπάρμπερ (γεν. το 1943) συγκλίνουν ομόφωνα, ότι ο Βαλδουίνος Α΄ ήταν πιθανώς ομοφυλόφιλος.[375][376] Ο Τιέρμαν μάλιστα γράφει ότι ο βασιλιάς είχε ερωμένο έναν εκχριστιανισμένο Μουσουλμάνο, που τον πρόδωσε στην πολιορκία της Σιδώνας:[377] πρότεινε στους υπερασπιστές της πόλης να θανατώσουν τον βασιλιά, αλλά ένας χριστιανός τον προειδοποίησε έγκαιρα.[378]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Encyclopædia Britannica» (Αγγλικά) biography/Baldwin-I-king-of-Jerusalem. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  2. (Γαλλικά) Dictionnaire des Wallons. Γαλλική κοινότητα του Βελγίου, d:Q3151757. baudouin-de-jerusalem. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  3. (Γαλλικά) Dictionnaire des Wallons. Γαλλική κοινότητα του Βελγίου, d:Q3151757. baudouin-de-jerusalem.
  4. 4,00 4,01 4,02 4,03 4,04 4,05 4,06 4,07 4,08 4,09 4,10 Charles Cawley: «Medieval Lands». (Αγγλικά) Charles Cawley, "Medieval Lands", 2006-2020.
  5. p58176.htm#i581759. Ανακτήθηκε στις 7  Αυγούστου 2020.
  6. 6,0 6,1 6,2 6,3 Darryl Roger Lundy: (Αγγλικά) The Peerage.
  7. Jaspert 2006, p. 41.
  8. Murray 2000, pp. 158, 239.
  9. Runciman 1989a, p. 146.
  10. Murray 2000, pp. 30, 158.
  11. Murray 2000, p. 30.
  12. Runciman 1989a, p. 146.
  13. Murray 2000, p. 30.
  14. France 1994, p. 14.
  15. Murray 2000, p. 203.
  16. Murray 2000, p. 31.
  17. Murray 2000, p. 32.
  18. Murray 2000, pp. 18, 30.
  19. France 1994, p. 45.
  20. Tanner 2003, p. 84.
  21. Murray 2000, pp. 21, 32–34.
  22. Lock 2006, p. 20.
  23. Barber 2012, p. 4.
  24. Murray 2000, pp. 38–40.
  25. Murray 2000, p. 35.
  26. Murray 2000, p. 35.
  27. Tanner 2003, p. 84.
  28. Tanner 2003, p. 85.
  29. Lock 2006, p. 20.
  30. Runciman 1989a, p. 147.
  31. Murray 2000, p. 52.
  32. Tyerman 2006, p. 109.
  33. Asbridge 2004, p. 95.
  34. France 1994, p. 106.
  35. Runciman 1989a, p. 147.
  36. Lilie 1993, p. 63.
  37. Asbridge 2004, p. 104.
  38. Tyerman 2006, p. 110.
  39. Runciman 1989a, p. 150.
  40. Tyerman 2006, p. 110.
  41. Runciman 1989a, p. 150.
  42. Murray 2000, p. 53.
  43. Runciman 1989a, p. 150.
  44. Runciman 1989a, pp. 150–151.
  45. Runciman 1989a, p. 151.
  46. Tyerman 2006, p. 110.
  47. Barber 2012, pp. 7–8.
  48. Murray 2000, p. 63.
  49. Runciman 1989a, p. 152.
  50. Anna Comnena: The Alexiad (10.10.), p. 325
  51. Runciman 1989a, p. 153.
  52. Tyerman 2006, pp. 130–131.
  53. Tyerman 2006, p. 131.
  54. Phillips 2010, p. 16.
  55. Tyerman 2006, p. 131.
  56. Barber 2012, p. 75.
  57. Barber 2012, p. 75.
  58. Runciman 1989a, p. 197.
  59. Tyerman 2006, p. 131.
  60. Runciman 1989a, pp. 197–198.
  61. Asbridge 2004, p. 143.
  62. Asbridge 2004, p. 143.
  63. Asbridge 2004, p. 144.
  64. MacEvitt 2010, p. 56.
  65. Asbridge 2004, p. 144.
  66. Runciman 1989a, p. 198.
  67. Tyerman 2006, p. 132.
  68. Asbridge 2004, p. 145.
  69. Asbridge 2004, p. 145.
  70. Asbridge 2004, p. 145.
  71. Runciman 1989a, p. 199.
  72. France 1994, p. 217.
  73. Asbridge 2004, p. 146.
  74. Asbridge 2004, p. 146.
  75. MacEvitt 2010, p. 57.
  76. Asbridge 2004, p. 147.
  77. MacEvitt 2010, p. 57.
  78. Tyerman 2006, p. 132.
  79. Asbridge 2004, p. 147.
  80. Asbridge 2004, p. 147.
  81. Lock 2006, p. 22.
  82. Runciman 1989a, pp. 200–201.
  83. Runciman 1989a, p. 200.
  84. MacEvitt 2010, p. 61.
  85. Runciman 1989a, p. 201.
  86. Asbridge 2004, p. 150.
  87. Runciman 1989a, p. 201.
  88. Asbridge 2004, p. 150.
  89. Lock 2006, p. 22.
  90. Asbridge 2004, p. 150.
  91. MacEvitt 2010, p. 65.
  92. Phillips 2010, p. 16.
  93. MacEvitt 2010, p. 61.
  94. Runciman 1989a, p. 204.
  95. Runciman 1989a, p. 204.
  96. Asbridge 2004, p. 150.
  97. Runciman 1989a, p. 204.
  98. France 1994, p. 132.
  99. France 1994, p. 132.
  100. Lock 2006, p. 23.
  101. Asbridge 2004, pp. 150–151.
  102. Maalouf 1984, p. 30.
  103. MacEvitt 2010, p. 67.
  104. Asbridge 2004, p. 151.
  105. MacEvitt 2010, p. 67.
  106. Murray 2000, p. 231.
  107. Runciman 1989a, pp. 205–206.
  108. MacEvitt 2010, p. 69.
  109. Asbridge 2004, p. 151.
  110. Runciman 1989a, p. 206.
  111. Lock 2006, p. 23.
  112. Maalouf 1984, p. 30.
  113. Runciman 1989a, p. 206.
  114. MacEvitt 2010, p. 68.
  115. Maalouf 1984, p. 30.
  116. Tyerman 2006, p. 134.
  117. Lilie 1993, p. 79.
  118. MacEvitt 2010, p. 69.
  119. France 1994, p. 133.
  120. France 1994, p. 138.
  121. Runciman 1989a, pp. 202, 206.
  122. Tyerman 2006, p. 178.
  123. Runciman 1989a, p. 208.
  124. Murray 2000, p. 182.
  125. Runciman 1989a, p. 208.
  126. MacEvitt 2010, p. 64.
  127. Runciman 1989a, p. 210.
  128. France 1994, p. 18.
  129. MacEvitt 2010, p. 64.
  130. Runciman 1989a, p. 210.
  131. Runciman 1989a, p. 210.
  132. Asbridge 2004, p. 253.
  133. MacEvitt 2010, p. 72.
  134. Tyerman 2006, p. 134.
  135. Maalouf 1984, p. 31.
  136. Lock 2006, p. 23.
  137. Tyerman 2006, p. 134.
  138. Lock 2006, p. 23.
  139. MacEvitt 2010, p. 72.
  140. Runciman 1989a, p. 211.
  141. MacEvitt 2010, p. 72.
  142. Runciman 1989a, p. 211.
  143. Runciman 1989a, p. 211.
  144. MacEvitt 2010, p. 72.
  145. Runciman 1989a, p. 211.
  146. Runciman 1989a, p. 211.
  147. Lock 2006, p. 25.
  148. France 1994, p. 133.
  149. France 1994, p. 133.
  150. Runciman 1989a, pp. 302–303.
  151. Lock 2006, p. 25.
  152. Runciman 1989a, p. 303.
  153. Lock 2006, p. 25.
  154. Runciman 1989a, p. 303.
  155. Murray 2000, p. 84.
  156. Runciman 1989a, pp. 305, 317.
  157. Runciman 1989a, p. 307.
  158. Runciman 1989a, p. 307.
  159. Lock 2006, p. 25.
  160. Albert of Aachen: Historia Ierosolimitana—History of the Journey to Jerusalem (ch. vii.27), p. 523.
  161. Murray 2000, p. 91.
  162. Barber 2012, p. 61.
  163. Barber 2012, p. 61.
  164. Barber 2012, p. 61.
  165. Barber 2012, p. 61.
  166. Lock 2006, p. 25.
  167. Runciman 1989a, p. 322.
  168. Runciman 1989a, p. 322.
  169. Barber 2012, p. 62.
  170. Barber 2012, p. 62.
  171. Barber 2012, p. 62.
  172. Tyerman 2006, p. 186.
  173. Barber 2012, p. 62.
  174. Maalouf 1984, p. 61.
  175. Barber 2012, p. 62.
  176. Barber 2012, p. 62.
  177. Maalouf 1984, p. 63.
  178. Runciman 1989a, p. 324.
  179. Murray 2000, p. 94.
  180. Murray 2000, p. 94.
  181. Runciman 1989a, p. 325.
  182. Murray 2000, p. 95.
  183. Barber 2012, p. 62.
  184. Barber 2012, p. 62.
  185. Runciman 1989a, p. 325.
  186. MacEvitt 2010, p. 117.
  187. MacEvitt 2010, p. 117.
  188. Murray 2000, p. 96.
  189. Murray 2000, p. 95.
  190. Murray 2000, p. 73.
  191. Murray 2000, p. 95.
  192. Barber 2012, p. 65.
  193. Barber 2012, p. 62.
  194. Barber 2012, p. 65.
  195. Barber 2012, p. 65.
  196. Barber 2012, p. 65.
  197. Barber 2012, p. 65.
  198. Barber 2012, p. 73.
  199. MacEvitt 2010, p. 117.
  200. Barber 2012, p. 73.
  201. MacEvitt 2010, p. 117.
  202. Barber 2012, p. 73.
  203. Runciman 1989b, p. 72.
  204. Runciman 1989b, p. 72.
  205. Runciman 1989b, p. 72.
  206. Barber 2012, p. 67.
  207. Runciman 1989b, p. 72.
  208. Runciman 1989b, p. 72.
  209. Barber 2012, p. 69.
  210. Runciman 1989b, p. 72.
  211. Runciman 1989b, p. 72.
  212. Runciman 1989b, p. 72.
  213. Barber 2012, p. 73.
  214. Barber 2012, p. 73.
  215. Albert of Aachen: Historia Ierosolimitana—History of the Journey to Jerusalem (ch. vii.60)
  216. Runciman 1989b, p. 82.
  217. Runciman 1989b, p. 82.
  218. Albert of Aachen: Historia Ierosolimitana—History of the Journey to Jerusalem (ch. vii.61)
  219. Runciman 1989b, p. 75.
  220. Runciman 1989b, pp. 74–75.
  221. Runciman 1989b, p. 75.
  222. Barber 2012, p. 70.
  223. Barber 2012, pp. 73–74.
  224. Lock 2006, p. 27.
  225. Barber 2012, p. 74.
  226. Runciman 1989b, p. 82.
  227. Lock 2006, p. 27.
  228. Runciman 1989b, p. 76.
  229. Barber 2012, p. 70.
  230. Barber 2012, p. 70.
  231. Runciman 1989b, pp. 76–77.
  232. Barber 2012, p. 70.
  233. Runciman 1989b, p. 78.
  234. Barber 2012, p. 70.
  235. Runciman 1989b, p. 79.
  236. Runciman 1989b, pp. 79–80.
  237. Lilie 1993, pp. 65–66.
  238. Barber 2012, p. 74.
  239. Barber 2012, p. 74.
  240. Runciman 1989b, p. 83.
  241. Murray 2000, p. 195.
  242. Runciman 1989b, pp. 83–84.
  243. Runciman 1989b, p. 87.
  244. Barber 2012, p. 68.
  245. Runciman 1989b, p. 87.
  246. Runciman 1989b, p. 88.
  247. Lock 2006, p. 28.
  248. Maalouf 1984, p. 68.
  249. Barber 2012, pp. 68–69.
  250. Runciman 1989b, p. 88.
  251. Maalouf 1984, p. 67.
  252. Runciman 1989b, p. 88.
  253. Runciman 1989b, p. 89.
  254. Runciman 1989b, p. 89.
  255. Barber 2012, p. 71.
  256. Barber 2012, p. 71.
  257. Barber 2012, p. 71.
  258. Runciman 1989b, p. 90.
  259. Runciman 1989b, p. 90.
  260. Runciman 1989b, p. 90.
  261. Runciman 1989b, p. 91.
  262. Runciman 1989b, p. 91.
  263. Tibble 1989, p. 29.
  264. Runciman 1989b, p. 91.
  265. Runciman 1989b, p. 96.
  266. Barber 2012, p. 91.
  267. Barber 2012, p. 91.
  268. Barber 2012, p. 91.
  269. Barber 2012, p. 84.
  270. Lock 2006, p. 30.
  271. Barber 2012, pp. 91–92.
  272. Barber 2012, p. 92.
  273. Lock 2006, p. 30.
  274. Barber 2012, p. 91.
  275. Lock 2006, p. 31.
  276. Tibble 1989, p. 12.
  277. Barber 2012, pp. 91–92.
  278. Barber 2012, p. 91.
  279. Barber 2012, p. 92.
  280. Runciman 1989b, p. 69.
  281. Barber 2012, p. 92.
  282. Maalouf 1984, p. 80.
  283. Runciman 1989b, p. 69.
  284. Barber 2012, p. 93.
  285. Runciman 1989b, p. 92.
  286. Maalouf 1984, p. 81.
  287. Runciman 1989b, pp. 115–116.
  288. Lock 2006, p. 31.
  289. Runciman 1989b, p. 116.
  290. Runciman 1989b, p. 116.
  291. Lilie 1993, p. 81.
  292. Runciman 1989b, p. 117.
  293. Runciman 1989b, p. 117.
  294. Runciman 1989b, p. 117.
  295. Runciman 1989b, p. 92.
  296. Runciman 1989b, p. 92.
  297. Barber 2012, p. 93.
  298. Runciman 1989b, p. 92.
  299. Maalouf 1984, p. 81.
  300. Maalouf 1984, p. 88.
  301. Maalouf 1984, p. 88.
  302. Hillenbrand 2000, p. 82.
  303. Runciman 1989b, p. 122.
  304. Runciman 1989b, p. 123.
  305. Runciman 1989b, p. 93.
  306. Runciman 1989b, p. 93.
  307. Lilie 1993, p. 86.
  308. Runciman 1989b, pp. 93–94.
  309. Runciman 1989b, p. 94.
  310. Runciman 1989b, p. 126.
  311. Lock 2006, p. 32.
  312. Lock 2006, p. 32.
  313. Runciman 1989b, pp. 126–127
  314. Tyerman 2006, p. 203.
  315. Maalouf 1984, p. 87.
  316. Maalouf 1984, p. 87.
  317. Tyerman 2006, p. 203.
  318. Lock 2006, p. 33.
  319. Runciman 1989b, p. 98.
  320. Runciman 1989b, p. 98.
  321. Barber 2012, p. 105.
  322. Runciman 1989b, p. 98.
  323. Runciman 1989b, p. 98.
  324. Barber 2012, p. 105.
  325. Runciman 1989b, pp. 98–99.
  326. Tibble 1989, p. 52.
  327. Barber 2012, p. 115.
  328. Barber 2012, p. 116.
  329. Barber 2012, p. 116.
  330. Murray 2000, p. 117.
  331. Hillenbrand 2000, p. 52.
  332. Hillenbrand 2000, pp. 45, 77.
  333. Barber 2012, p. 116.
  334. Murray 2000, p. 118.
  335. Murray 2000, p. 118.
  336. Murray 2000, pp. 118–119.
  337. Murray 2000, p. 118.
  338. Murray 2000, p. 118.
  339. Barber 2012, p. 117.
  340. Barber 2012, p. 117.
  341. Tyerman 2006, p. 202.
  342. Maalouf 1984, p. 63.
  343. Hillenbrand 2000, p. 52.
  344. Asbridge 2004, p. 62.
  345. Tyerman 2006, pp. 202–203.
  346. Maalouf 1984, p. 64.
  347. Maalouf 1984, p. 64.
  348. Barber 2012, p. 105.
  349. Murray 2000, p. 168.
  350. Maalouf 1984, p. 64.
  351. Murray 2000, p. 218.
  352. Murray 2000, p. 203.
  353. Murray 2000, p. 203.
  354. Barber 2012, p. 16.
  355. MacEvitt 2010, p. 57.
  356. Runciman 1989a, pp. 200–201
  357. Murray 2000, p. 203.
  358. Murray 2000, p. 182.
  359. Murray 2000, p. 182.
  360. Phillips 2010, p. 50.
  361. Murray 2000, p. 182.
  362. Runciman 1989a, pp. 208–209.
  363. Runciman 1989a, p. 209.
  364. Murray 2000, p. 182.
  365. Barber 2012, p. 114.
  366. Barber 2012, p. 113.
  367. Barber 2012, p. 113.
  368. Barber 2012, p. 113.
  369. Barber 2012, p. 115.
  370. Phillips 2010, p. 51.
  371. Lock 2006, p. 33.
  372. Barber 2012, p. 115.
  373. Barber 2012, p. 115.
  374. Phillips 2010, p. 51.
  375. Barber 2012, p. 113.
  376. Tyerman 2006, p. 202.
  377. Tyerman 2006, p. 202.
  378. Runciman 1989b, pp. 92–93.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Albert of Aachen: Historia Ierosolimitana—History of the Journey to Jerusalem (Edited and translated by Susan B. Edgington) (2007). Oxford University Press.
  • Anna Comnena: The Alexiad (Translated by E. R. A. Sewter) (1969). Penguin Books.
  • Asbridge, Thomas (2004). The First Crusade: A New History: The Roots of Conflict between Christianity and Islam. Oxford University Press.
  • Barber, Malcolm (2012). The Crusader States. Yale University Press.
  • France, John (1994). Victory in the East: A military history of the First Crusade. Cambridge University Press.
  • Hillenbrand, Carole (2000). The Crusades: Islamic Perspectives. Routledge.
  • Jaspert, Nikolas (2006). The Crusades. Routledge.
  • Lilie, Ralph-Johannes (1993). Byzantium and the Crusader States 1096-1204. Oxford University Press.
  • Lock, Peter (2006). The Routledge Companion to the Crusades. Routledge.
  • Maalouf, Amin (1984). The Crusades Through Arab Eyes.
  • MacEvitt, Christopher (2010). The Crusades and the Christian World of the East: Rough Tolerance. University of Pennsylvania Press.
  • Murray, Alan V. (2000). The Crusader Kingdom of Jerusalem: A Dynastic History, 1099–1125. Prosopographica et Geneologica.
  • Phillips, Jonathan (2010). Holy Warriors: A Modern History of the Crusades. Vintage Books.
  • Runciman, Steven (1989a). A History of the Crusades, Volume I: The First Crusade and the Foundations of the Kingdom of Jerusalem. Cambridge University Press.
  • Runciman, Steven (1989b). A History of the Crusades, Volume II: The Kingdom of Jerusalem and the Frankish East, 1100-1187. Cambridge University Press.
  • Tanner, Heather J. (2003). "In His Brother's Shadow: The Crusading Career and Reputation of Eustace III of Boulogne". In Semaan, Khalil I. The Crusades: Other Experiences, Alternate Perspectives: Selected Proceedings from the 32nd Annual CEMERS Conference. Global Academic Publishing.
  • Tibble, Steven (1989). Monarchy and Lordships in the Latin Kingdom of Jerusalem, 1099-1291. Clarendon Press.
  • Tyerman, Christopher (2006). God's War: A New History of the Crusades. The Belknap Press of Harvard University Press.
Βαλδουίνος Α΄ της Ιερουσαλήμ
Γέννηση: γύρω στο 1060 Θάνατος: 2 Απριλίου 1118
Βασιλικοί τίτλοι
Προκάτοχος
Γοδεφρείδος του Μπουιγιόν
Προστάτης του Παναγίου Τάφου
1099 - 1100
Βασιλιάς της Ιερουσαλήμ

1100 - 1118
Διάδοχος
Βαλδουίνος Β΄ της Ιερουσαλήμ
1118 - 1131
Προκάτοχος
Νέος τίτλος
Κόμης της Έδεσσας

1098 - 1100