Βαλδένσιοι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια


Βαλδένσια εκκλησία στο Μιλάνο

Οι Βαλδένσιοι ή Ουαλδένσιοι (αγγλ.: Waldensians ή Waldenses) ή Βάλδιοι (γαλλ. Vaudois), ήταν μέλη Χριστιανικού κινήματος του Μεσαίωνα, του οποίου μέλη εξακολουθούν να υπάρχουν μέχρι σήμερα σε διάφορες χώρες.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μεσαίωνας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το κίνημα των Βαλδένσιων ξεκίνησε τον 12ο αιώνα -περίπου τέσσερις αιώνες πριν τη Μεταρρύθμιση, στις κοιλάδες των Άλπεων, στη Σαβοΐα και και στο Πεδεμόντιο, όταν μία ομάδα χριστιανών επιχείρησε κατ' αυτήν, να επιστρέψει στην αποστολική απλότητα.

Ιδρυτής των Βαλδένσιων ήταν ο Πέτερ Βάλντο (ή Πιερ ντε Βω, Pierre de Vaux), ένας ευκατάστατος έμπορος από τη Λυών της Γαλλίας. Ο Βάλντο αρχικά είχε ως επιθυμία να μελετήσει την Αγία Γραφή. Η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία όμως, απαγόρευε να μεταφραστεί το κείμενο της Αγίας Γραφής στις καθομιλούμενες γλώσσες. Ο Βάλντο δεν γνώριζε Λατινικά, κι έτσι παρακάλεσε δύο ιερείς να του μεταφράσουν μερικές περικοπές της Καινής Διαθήκης. Αργότερα ξεκίνησε να μιλάει στους ανθρώπους για τη χριστιανική ζωή, όπως περιγραφόταν στις περικοπές αυτές. Λίγο καιρό αργότερα, κι άλλοι άνθρωποι ενώθηκαν μαζί του, και άρχισαν και αυτοί με τη σειρά τους να κηρύττουν ένα απλό Χριστιανικό μήνυμα.

Μετά από πέντε χρόνια ο αρχιεπίσκοπος της Λυών έμαθε για τη δραστηριότητα του Βάλντο και αυτών που τον ακολουθούσαν. Σύμφωνα με τους κανονισμούς της Εκκλησίας σε κανέναν δεν επιτρεπόταν να κηρύττει αν δεν είχε άδεια και έγκριση από τον επίσκοπο, διέταξε λοιπόν ο αρχιεπίσκοπος να σταματήσει αυτή η δραστηριότητα.

Τελικά ο Βάλντο μαζί με μερικούς ακόμα, πήγαν στη Ρώμη να ζητήσουν παρέμβαση από τον πάπα Αλέξανδρο Γ΄. Ο πάπας όμως αντί να τους βοηθήσει, τους απαγόρευσε να κηρύττουν χωρίς άδεια από τον επίσκοπό τους. Ο Βάλντο με τους υποστηρικτές του, αγνόησαν την παπική διαταγή, και με περισσότερο πλέον ζήλο συνέχισαν τη δραστηριότητά τους, ακόμα και εκτός της περιοχής τους.

Μετά από μερικά χρόνια, ο νέος πάπας Λούκιος Γ΄ τους ανακήρυξε αιρετικούς. Ο Βαλδενσιανοί όχι μόνο δεν σταμάτησαν, αλλά πλέον άρχισαν να διακηρύττουν πως "μια απλή προσευχή που κάνει ο άνθρωπος απ' την καρδιά του, ο Θεός την ακούει, με τον ίδιο τρόπο που ακούει τις προσευχές των ιερέων μέσα στον ναό". Μιλούσαν για έναν Χριστιανισμό που σαν αποκλειστικό θεμέλιο του, είχε την Αγία Γραφή, και απέκλειαν έθιμα και τελετές που θεωρούσαν ότι δεν είχαν την αρχή τους σ' αυτήν. Συγκεκριμένα, είχαν απορρίψει την προσκύνηση των εικόνων, τη λατρεία των αγίων, το Καθαρτήριο Πυρ, το νηπιοβαπτισμό, το δόγμα της μετουσίωσης και τις προσευχές για τους αποθνήσκοντες.

Σε σχετικά σύντομο διάστημα, οι Βαλδένσιοι άρχισαν να αυξάνονται. Η βάση τους ήταν οι κοιλάδες των Άλπεων, όμως υπήρχαν κοινότητες τους σε διάφορα μέρη της νότιας Γαλλίας και της βόρειας Ιταλίας. Μάλιστα στο Μιλάνο είχαν ιδρύσει κατηχητική σχολή.

Σταδιακά η επίσημη εκκλησία άρχισε να διώκει τους Βαλδένσιους. Όταν ο Ιννοκέντιος ο Γ’, ανέβηκε στον παπικό θρόνο, μία από τις πρώτες του ασχολίες ήταν να καθαρίσει τη νότια Γαλλία από την "αίρεση" των Βαλδένσιων. Σύντομα σχημάτισε την εντύπωση πως, μόνο με χρήση βίας θα μπορούσε να το πετύχει αυτό. Με τη συνεργασία των τοπικών αρχών, σχημάτισε έναν στρατό ιπποτών και πολιόρκησε την πόλη Μπεζιέ (Béziers). Αφού εκπορθήθηκε η πόλη, 7.000 Βαλδένσιοι μαρτύρησαν για την πίστη τους. Ακολούθησαν σφαγές και σε άλλες πόλεις.

Μεταρρύθμιση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Βαλδένσιοι είχαν ιδιαίτερη επιτυχία στην επαρχία Ντοφινέ (Dauphiné) της Γαλλίας και στο Πεδεμόντιο της Ιταλίας, ενώ υπήρχαν και κοινότητες γύρω από το Τορίνο. Κατά τη Μεταρρύθμιση κάποιοι από αυτούς απορροφήθηκαν από διάφορες Προτεσταντικές εκκλησίες.

Το 1532 συναντήθηκαν επισήμως με Γερμανούς και Ελβετούς Προτεστάντες, και τελικά προσάρμοσαν τις πεποιθήσεις τους με εκείνες της Μεταρρυθμισμένης εκκλησίας. Επιπλέον, η απορρόφηση τους από τον Προτεσταντισμό τους μετέτρεψε από μια ομάδα που ήταν στα όρια του Ρωμαιοκαθολικισμού και συμμεριζόταν κάποιες Καθολικές πεποιθήσεις, σε μια Προτεσταντική εκκλησία που δεχόταν τη θεολογία του Ιωάννη Καλβίνου, διαφέροντας αρκετά από τις πεποιθήσεις του Πέτερ Βάλντο. Έτσι οι Βαλδένσιοι μετατράπηκαν στη Μεταρρυθμισμένη εκκλησία της Ιταλίας.

Έξω από το Πεδεμόντιο, όπου βρίσκονταν Βαλδένσιοι (Βοημία, Γαλλία, Γερμανία), προσχώρησαν στις τοπικές Προτεσταντικές εκκλησίες.

Νεότερα χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βαλδένσια εκκλησία στη Φλωρεντία

Το 1665 στη Σαβοΐα ξέσπασε νέος διωγμός. Στις 24 Απριλίου 1655, ο στρατός του Δούκα έκανε επιδρομή στις κοιλάδες και σκότωσε τους περισσότερους Βαλδένσιους της περιοχής. Η σφαγή ήταν τόσο βίαιη που προκάλεσε αγανάκτηση σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ο Όλιβερ Κρόμγουελ, που τότε ήταν ηγεμόνας της Αγγλίας, απείλησε να στείλει στρατιωτικές δυνάμεις για τη διάσωση των Βαλδένσιων.

Το 1685 ο Λουδοβίκος ο ΙΔ΄, ανακάλεσε το Διάταγμα της Νάντης, το οποίο είχε εγγυηθεί τη θρησκευτική ελευθερία στους Προτεστάντες της Γαλλίας. Ο ανιψιός του, Βίκτωρ Αμαντέους Β΄ που ήταν Δούκας της Σαβοΐας, επίσης έκανε άρση της προστασίας των Προτεσταντών στο Πιεμόντε. Οι Προτεστάντες διατάχτηκαν να αποκηρύξουν την πίστη τους, έχοντας προθεσμία 15 ημερών, ειδάλλως θα τιμωρούνταν με θανατική ποινή, εξορία και καταστροφή όλων των Βαλδενσιανών εκκλησιών. Μετά την προθεσμία στρατιές εισέβαλαν στις κοιλάδες και διέπραξαν ωμότητες κατά των κατοίκων.

Μετά τη Γαλλική Επανάσταση οι Βαλδένσιοι διαβεβαιώθηκαν πως θα είχαν θρησκευτική ελευθερία, και το 1848 ο κυβερνήτης της Σαβοΐας, ο βασιλιάς Κάρολος Αλβέρτος της Σαρδηνίας τους χορήγησε πολιτικά δικαιώματα. Αργότερα μια ομάδα Βαλδένσιων μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες, ιδρύοντας μια πόλη στη Βόρεια Καρολίνα, η οποία σήμερα ονομάζεται Βαλντές.

Κατά τη διάρκεια της Ναζιστικής κατοχής της Βόρειας Ιταλίας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Βαλδένσιοι προσέφεραν υποστήριξη στους Εβραίους, κρύβοντας πολλούς από αυτούς στις ίδιες κοιλάδες, όπου παλαιότερα οι πρόγονοί τους είχαν βρει καταφύγιο.

Σήμερα η Βαλδένσια Ευαγγελική Εκκλησία συνδέεται με τους Μεθοδιστές, και έχει 50.000 πιστούς παγκοσμίως, εκ των οποίων 30.000 βρίσκονται στην Ιταλία, 15.000 στην Αργεντινή και στην Ουρουγουάη και 3.000 στη Γερμανία.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]