Βάλσαμο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Υπερικόν το διάτρητον
(Hypericum perforatum)
Βάλσαμο.
Βάλσαμο.
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Φυτά (Plantae)
Συνομοταξία: Αγγειόσπερμα (Angiosperms)
Ομοταξία: Ευδικοτυλήδονα (Eudicots)
Υφομοταξία: Ροδίδες (Rosids)
Τάξη: Μαλπιγειώδη (Malpighiales)
Οικογένεια: Υπερικίδες (Hypericaceae)
Γένος: Υπερικόν (Hypericum)
Είδος: Υ. το διάτρητον (H. perforatum)
Διώνυμο
Υπερικόν το διάτρητον
(Hypericum perforatum)

L.

Το Υπερικόν το διάτρητον (Hypericum perforatum) ή κοινώς το βάλσαμο, είναι ανθοφόρο φυτό του γένους Υπερικόν (Hypericum), της οικογένειας Υπερικίδες (Hypericaceae).

Στην Αρχαία Ελλάδα, ήταν γνωστό ως «υπερικόν», ενώ στη νεότερη Ελλάδα, είναι επίσης γνωστό και ως βαλσαμόχορτο ή σπαθόχορτο, ενώ, στην ξένη (Αγγλική) βιβλιογραφία, αναφέρεται ως Perforate St John's-wort,[1] Common Saint John's wort και St. John's wort.[Σημ. 1] Στο εξωτερικό, η κοινή ονομασία St John's wort, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αναφερθεί σε οποιοδήποτε είδος του γένους Hypericum. Συνεπώς, το Υπερικόν το διάτρητον (Hypericum perforatum) προκειμένου να διαφοροποιηθεί, ορισμένες φορές ονομάζεται Common St John's wort ή Perforate St John's wort. Είναι φαρμακευτικό βότανο με αντικαταθλιπτική δράση και ισχυρές αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες, ως ένας αραχιδονικός αναστολέας της 5-λιποξυγενάσης (5-LO) και αναστολέας της 1-κυκλοξυγενάσης (COX-1).[2][3][4]

Ετυμολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ονομασία του γένους «Υπερικόν» (Hypericum), προέρχεται από τις Ελληνικές λέξεις υπέρ (άνωθεν) και εικών (εικόνα), αναφορικά με την παράδοση η οποία υπάρχει, κατά τη διάρκεια της ημέρας του Αγίου Ιωάννη, στο να κρέμονται φυτά επάνω από τις θρησκευτικές εικόνες του σπιτιού, προκειμένου να αποκρουσθεί το κακό. Όμως ο συσχετισμός της λέξης υπερικόν με τον Άγιο Ιωάννη είναι προβληματικός αφού η λέξη χρησιμοποιείτο και πριν από την έλευση του χριστιανισμού, ενώ ακόμα και η ορθογραφία διαφέρει. Η Λατινική ονομασία του φυτού «διάτρητον» (perforatum), οφείλεται στο ότι τα φύλλα του έχουν στίγματα, τα οποία είναι εμφανή όταν κρατηθούν μπροστά στο φως, δίνοντάς τους έτσι την «διάτρητη» εμφάνιση. Ονομάζεται σπαθόχορτο, γιατί στην αρχαιότητα το χρησιμοποιούσαν ως επουλωτικό, στις πληγές που γινόντουσαν από τα σπαθιά. Η κοινή του Αγγλική ονομασία St John's wort, προέρχεται από την παραδοσιακή του ανθοφορία και συγκομιδή, που συμβαίνει στις 24 Ιουνίου, κατά την εορτή του Αγίου Ιωάννου.[Σημ. 2]

Βοτανική περιγραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ημιδιαφανή στίγματα από αδενικό ιστό επάνω στα φύλλα.

Το Υπερικόν το διάτρητον (Hypericum perforatum), είναι εγγενές σε τμήματα της Ευρώπης και της Ασίας[5] αλλά έχει εξαπλωθεί και σε ολόκληρο τον κόσμο, ως ένα κοσμοπολίτικο αγριόχορτο εισβολέας, συμπεριλαμβάνοντας τις εύκρατες περιοχές της Ινδίας, Κίνας, Αφρικής και των Ηνωμένων Πολιτειών.

Το βάλσαμο είναι ποώδες πολυετές φυτό (perennial)[Σημ. 3] με εκτεταμένα υφέρποντα ριζώματα (rhizomes).[Σημ. 4] Τα στελέχη του είναι όρθια, διακλαδισμένα στο άνω τμήμα και μπορεί να αυξηθεί σε 1 μ. ύψος. Έχει αντικριστά, άμισχα, [Σημ. 5] στενά, επιμήκη φύλλα, τα οποία έχουν μήκος 1-2 εκ..[6]:176 Τα φύλλα είναι κίτρινο-πράσινου χρώματος, με διάσπαρτα ημιδιαφανή στίγματα του αδενικού ιστού[7] Τα στίγματα είναι εμφανή όταν κρατηθούν μπροστά στο φως, δίνοντας στα φύλλα την «διάτρητη» εμφάνιση στην οποία αναφέρεται η Λατινική ονομασία του φυτού. Τα άνθη φτάνουν σε μήκος τα 2,5 εκατοστά, έχουν πέντε πέταλα (petals)[Σημ. 6] και έχουν φωτεινό κίτρινο χρώμα με εμφανή μαύρα στίγματα.[8]:339 Επίσης, εμφανίζονται σε πλατιά συμπλέγματα ανθέων (cymes)[Σημ. 7] στα άκρα των άνω κλάδων, από τα τέλη της άνοιξης και στις αρχές έως τα μέσα του καλοκαιριού. Τα σέπαλα[Σημ. 8] είναι μυτερά με μαύρα αδενικά στίγματα. Υπάρχουν πολλοί στήμονες,[Σημ. 9] οι οποίοι ενώνονται στη βάση σε τρεις δεσμίδες. Οι κόκκοι γύρης είναι ελλειψοειδείς.[9][Σημ. 10] Όταν συνθλίβονται οι ανθοφόροι οφθαλμοί των ανθέων (όχι αυτά καθεαυτά τα άνθη) ή οι λοβοί των σπόρων, παράγεται ένα ερυθρωπό / πορφυρό υγρό. Περιέχει υπερικίνη και ψευδοϋπερικίνη, φλαβονοειδή (16% στα φύλλα), ξανθόνες, φαινολικά οξέα και αιθέρια έλαια (0,13% σε ολόκληρο το φυτό).

Οικολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το βάλσαμο πολλαπλασιάζεται τόσο αγενώς (βλαστικά) όσο και εγγενώς (μέσω σπερμάτων). Ευδοκιμεί στις περιοχές, όπου το μοτίβο της βροχόπτωσης, είναι κυρίαρχο είτε τον χειμώνα είτε το καλοκαίρι. Ωστόσο, η διανομή περιορίζεται από θερμοκρασίες πολύ χαμηλές για την βλάστηση των σπόρων ή την επιβίωση των δενδρυλλίων. Υψόμετρα άνω των 1500 μ., βροχοπτώσεις λιγότερες από 500 χιλ. και μια μέση ημερησία θερμοκρασία Ιανουαρίου (στο Νότιο ημισφαίριο) άνω των 24°C, θεωρούνται περιοριστικά κατώτατα όρια. Ανάλογα με τις περιβαλλοντικές και τις κλιματικές συνθήκες και της ηλικίας του ρόδακα (rosette),[Σημ. 11] το βαλσαμόχορτο θα αλλάξει τη μορφή της ανάπτυξης και τη συνήθεια να προωθήσει την επιβίωση. Οι θερινές βροχές, είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικές στο να επιτρέψουν στο φυτό, να αναπτυχθεί βλαστικά, μετά την αποφύλλωση από τα έντομα ή τη βόσκηση. Τα σπέρματα μπορεί να παραμείνουν για δεκαετίες στην τράπεζα σπερμάτων στο έδαφος,[Σημ. 12] τα οποία εκβλασταίνουν έπειτα από διαταραχή (π.χ φωτιά).[10]

Είδη - εισβολείς[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Υπερικόν το διάτρητον (Hypericum perforatum) καλλιεργείται εμπορικά σε ορισμένες περιοχές της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, αν και περιλαμβάνεται ως επιβλαβές ζιζάνιο σε περισσότερες από είκοσι χώρες και έχουν εισαχθεί πληθυσμοί στη Νότια και τη Βόρεια Αμερική, την Ινδία, Νέα Ζηλανδία, Αυστραλία και τη Νότια Αφρική.[10] Στα λιβάδια, το βαλσαμόχορτο δρα τόσο ως τοξικό όσο και ως ζιζάνιο εισβολέας. Αντικαθιστά τις αυτόχθονες φυτικές κοινότητες και την κτηνοτροφική βλάστηση, σε τέτοιο βαθμό, κάνοντας τις παραγωγικές γαίες μη βιώσιμες[11] ή να γίνει ένα είδος εισβολέα στους φυσικούς οικοτόπους και τα οικοσύστηματα. Η κατάποσή του από τα ζώα, μπορεί να προκαλέσει φωτοευαισθησία, καταστολή του κεντρικού νευρικού συστήματος (ΚΝΣ), αυθόρμητη αποβολή και μπορεί να οδηγήσει στο θάνατο.[12] Τα αποτελεσματικά ζιζανιοκτόνα, για τον έλεγχο του Υπερικού (Hypericum) περιλαμβάνουν 2,4-D, picloram και glyphosate. Στη δυτική Βόρεια Αμερική, τρία κολεόπτερα το Chrysolina quadrigemina, Chrysolina hyperici και το Agrilus hyperici, έχουν εισαχθεί ως παράγοντες βιοελέγχου.[13]

Φαρμακευτικές ιδιότητες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το υπερικό ή βαλσαμόχορτο απασχόλησε τη θεραπευτική από την αρχαιότητα: ο Γαληνός[14] και ο Διοσκουρίδης[15] το αναφέρουν ως διουρητικό, επουλωτικό, εμμηναγωγό και αιμοστατικό.[16] Στην αρχαιότητα επίσης, το χρησιμοποιούσαν ως επουλωτικό στις πληγές που γινόντουσαν από τα σπαθιά, εξ ου κι η ονομασία του σπαθόχορτο.

Στις ΗΠΑ, μετά από ένα πρόγραμμα του ABC News τον Ιούνιο του 1997, το υπερικό έγινε το πιο δημοφιλές φυτό, το εναλλακτικό «πρόζακ» (Ladose), για την ήπια και μέτρια κατάθλιψη. Χρησιμοποιείται επίσης ως αντισπασμωδικό και βελτιωτικό της ποιότητας του ύπνου σε αϋπνίες. Ήδη, το 1994 στη Γερμανία, συνταγογραφήθηκαν συνταγές για 20 εκατομμύρια ασθενείς. Μόνο στη Μοντάνα των ΗΠΑ καλλιεργούνται σήμερα 500.000 στρέμματα του φυτού.

Φαρμακευτικές χρήσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με τη Ευρωπαϊκή Φαρμακοποιία, ως δρόγη νοούνται τα ανθισμένα υπέργεια τμήματα του φυτού, τα οποία περιέχουν ποσοστό μεγαλύτερο του 0,08% σε ολικές υπερικίνες. Τα κατοχυρωμένα από την παραδοσιακή χρήση παρασκευάσματα του βαλσαμόχορτου είναι τα ξηρά εκχυλίσματα (εκχύλιση με οινόπνευμα 38%), τα λεγόμενα βαλσαμέλαια (εκχύλιση με διάφορα φυτικά έλαια όπως ηλιέλαιο Ω , ελαιόλαδο, καλαμποκέλαιο), τα βάμματα (υγρά εκχυλίσματα με αλκοόλη 45-50%) και το αποξηραμένο φυτό για την παρασκευή ροφήματος.[17]

Για συστηματική (εσωτερική) χρήση, λαμβάνεται:

  • Ως έγχυμα: συνήθως ένα κουταλάκι του γλυκού ξερά τριμμένα φύλλα και άνθη σε μία κούπα καυτό νερό, που αφήνεται για 10 με 15 λεπτά για να περάσουν όλα τα συστατικά του φυτού στο νερό, από μία μέχρι τρεις φορές την ημέρα, κατόπιν συμβουλής γιατρού, φαρμακοποιού ή ειδικού.
  • Σε κάψουλες ή χάπια που περιέχουν ξηρό εκχύλισμα, κατόπιν συμβουλής γιατρού ή φαρμακοποιού
  • Σε αλκοολούχο βάμμα, κατόπιν συμβουλής γιατρού ή φαρμακοποιού.

Για τοπική χρήση χρησιμοποιείται κυρίως το βαλσαμέλαιο, το οποίο παρασκευάζεται με εκχύλιση του φρέσκου φυτού σε ελαιόλαδο ή κάποιο άλλο φυτικό λάδι για πολλές ημέρες (40 έως 50).

Η σύσταση των ξηρών εκχυλισμάτων και του βάμματος, διαφέρει σημαντικά από τη σύσταση του βαλσαμελαίου οπότε και οι ενδείξεις καθώς και ο τρόπος χρήσης είναι διαφορετικός.

Επουλωτικό πληγών και εγκαυμάτων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το βαλσαμέλαιο είναι ένα εξαιρετικό επουλωτικό και χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση μικρής έκτασης δερματικών φλεγμονών όπως τα ηλιακά εγκάυματα πρώτου βαθμού και οι μικρές πληγές.[18]

Κατά της πνευματικής κόπωσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην παραδοσιακή ιατρική, και ελλείψει του όρου "κατάθλιψη", το βαλσαμόχορτο χρησιμοποιούνταν συστηματικά για την αντιμετώπιση της γενικότερης πνευματικής εξάντλησης και καταπόνησης. Πλήθος μελετών έχουν υποστηρίξει την αποτελεσματικότητα του σπαθόχορτου, ως τη θεραπεία για την κατάθλιψη, ωστόσο τα αποτελέσματα παραμένουν εμπειρικά καθώς ο μηχανισμός δράσης δεν έχει αποσαφηνιστεί.[4][19] Μια ανασκόπηση του 2015 κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι έχει μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα έναντι του εικονικού φαρμάκου, στη θεραπεία της κατάθλιψης και είναι τόσο αποτελεσματικό, όσο φαρμακευτικές αγωγές ενώ έχει λιγότερες ανεπιθύμητες ενέργειες. Τα συγκεγχυμένα αποτελέσματα των διαφόρων μελετών και οι διακυμάνσεις μεταξύ των χωρών που εκτελέσαν τις μελέτες όσον αφορά την αποτελεσματικότητα, καθιστούν δύσκολο τον χαρακτηρισμό του βαλσαμόχορτου ως αντικαταθλιπτικό παράγοντα.[20][21] Ο μηχανισμός δράσης είναι ακόμα υπό διερεύνηση, παρ'όλα αυτά έχει προταθεί ότι οφείλεται στην αναστολή της επαναπρόσληψης ορισμένων νευροδιαβιβαστών.[9] Σύμφωνα με το National Center for Complementary and Integrative Health (NCCIH) των National Institutes of Health, το βαλσαμόχορτο «μπορεί να βοηθήσει κάποιους τύπους κατάθλιψης, αν και τα στοιχεία δεν είναι οριστικά». Το NCCIH σημειώνει, ότι ο συνδυασμός του σπαθόχορτου, με ορισμένα συνταγογραφόμενα αντικαταθλιπτικά, μπορεί να οδηγήσει σε «δυνητικά απειλητική για τη ζωή, αύξηση της σεροτονίνης», μια εγκεφαλική χημική ουσία, η οποία στοχεύεται από τα αντικαταθλιπτικά.[22] Σε ορισμένες περιπτώσεις στη Γερμανία, συνταγογραφείται για την ήπια έως τη μέτρια κατάθλιψη, ειδικά στα παιδιά και τους εφήβους.[23][24] Η ισχυρή παρατηρούμενη αντικαταθλιπτική δράση του φυτού οφείλεται σε ένα πλήθος συστατικών (υπερικίνη, υπεφορίνη φλαβονοειδή) και όχι σε μεμονωμένες ουσίες.[25]

Η υπερικίνη, ψευδοϋπερικίνη και η υπερφορίνη, μπορούν να ποσοτικοποιηθούν στο πλάσμα. Αυτά τα τρία δραστικά συστατικά στους ανθρώπους, έχουν ημιπερίοδο αποβολής του πλάσματος, εντός ενός εύρους από 15-60 ώρες. Κανένα από τα τρία, δεν έχει ανιχνευθεί στα ούρα.[26]

Παρενέργειες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το βαλσαμόχορτο είναι γενικά καλά ανεκτό, με λίγες παρενέργειες όταν τηρούνται οι προτεινόμενες δοσολογίες.[27] Συχνά οι αναφερόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες, περιλαμβάνουν τα γαστροεντερικά συμπτώματα (ναυτία, κοιλιακό άλγος, απώλεια όρεξης και διάρροια), ζάλη, σύγχυση, κόπωση, καταστολή, ξηροστομία, ανησυχία και πονοκέφαλο.[28][29][30] Τα όργανα που πλήτονται από τις ανεπιθύμητες ενέργειες περιλαμβάνονται στο κεντρικό νευρικό σύστημα (ΚΝΣ).[31] Επίσης, το σπαθόχορτο ελαττώνει τα επίπεδα των οιστρογόνων, όπως της οιστραδιόλης, επιταχύνοντας τον μεταβολισμό της και δεν θα έπρεπε να λαμβάνεται από γυναίκες οι οποίες χρησιμοποιούν αντισυλληπτικά χάπια, δεδομένου ότι ρυθμίζει προς τα πάνω το κυτόχρωμα CYP3A4 του συστήματος Ρ450 στο ήπαρ.[32] Το βαλσαμόχορτο όταν χορηγείται μόνο του σπανίως μπορεί να προκαλέσει φωτοευαισθησία φωτοδερματίτιδα. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε ευαισθησία στο φως και στα ηλιακά εγκαύματα.[27] Η φωτοτοξικότητα του σπαθόχορτου είναι κατά πολύ μικρότερη της καθαρής υπερικίνης. Το βαλσαμόχορτο, συνδέεται με επιβαρυντική ψύχωση σε άτομα που έχουν σχιζοφρένεια.[33] Σε περίπτωση που λαμβάνονται άλλα φάρμακα, πρέπει να ενημερώνεται ο γιατρός ή ο φαρμακοποιός.

Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το βαλσαμόχορτο αλληλεπιδρά με διάφορα φάρμακα είτε ελαττώνοντας την αποτελεσματικότητα τους ειτε προκαλώντας ανεπιθύμητες ενέργειες. Ο μηχανισμός πιστεύεται ότι περιλαμβάνει την επαγωγή του κυτοχρώματος P450 των ενζύμων CYP3A4 και CYP1A2 (μόνο γυναίκες), που έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του μεταβολισμού ορισμένων φαρμάκων, οδηγώντας σε μειωμένη συγκέντρωση τους στο πλάσμα.[34] Επιπλέον, τα συστατικά του σπαθόχορτου επάγουν την P-γλυκοπρωτεΐνη. Αυξημένη έκφρασης της Ρ-γλυκοπρωτεΐνης οδηγεί σε σε μειωμένη απορρόφηση και αυξημένο ρυθμό απέκκρισης ορισμένων φαρμάκων, που οδηγεί σε χαμηλότερη συγκέντρωση στο πλάσμα και μείωση της κλινικής αποτελεσματικότητας.[35] Έχει βρεθεί ότι η χρήση του σπαθόχορτου, μειώνει την αποτελεσματικότητα των αντισυλληπτικών χαπιών,[36] των φαρμάκων για την αντιμετώπιση του ιού HIV, των αντιπηκτικών φαρμάκων όπως είναι η βαρφαρίνη, των φαρμάκων για τη μείωση της χοληστερόλης και των αγωγών που χρησιμοποιούνται μετά τη μεταμόσχευση.[37]

Αλληλεπιδρά με αντικαταθλιπτικά φάρμακα της κατηγορίας των Αναστολέων Επαναπρόσληψης Σεροτονίνης και Νορεπινεφρίνης (σιταλοπράμη, φλουοξετίνη, παροξετίνη, σερτραλίνη, εσκιταλοπράμη, φλουβοξαμίνη) οδηγώντας σε αύξηση των επιπέδων σεροτονίνης, προκαλώντας το σύνδρομο σεροτονίνης που είναι μια δυνητικά απειλητική για τη ζωή ανεπιθύμητη ενέργεια.[38][39] Η κατανάλωση του βαλσαμόχορτου αποθαρρύνεται για τα άτομα με διπολική διαταραχή. Υπάρχει έντονος προβληματισμός ότι οι άνθρωποι με διπολική κατάθλιψη, λαμβάνοντας βαλσαμόχορτο, μπορεί να διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο για επεισόδια μανίας.[40]

Παραδείγματα φαρμάκων, των οποίων η αποτελεσματικότητα μπορεί να μειωθεί με το βαλσαμόχορτο.
Κλάση (Class) Φάρμακα (Drugs)
Αντιρετροϊικά (Antiretrovirals) Μη νουκλεοσιδικοί αναστολείς ανάστροφης μεταγραφάσης (Non-nucleoside reverse transcriptase inhibitors), αναστολείς πρωτεάσης (φαρμακολογία) (protease inhibitor (pharmacology))
Βενζοδιαζεπίνες (Benzodiazepines) Αλπραζολάμη (Alprazolam), μιδαζολάμη (midazolam)
Ορμονική αντισύλληψη (Hormonal contraception) Συνδυασμένα από του στόματος αντισυλληπτικά (Combined oral contraceptives)
Ανοσοκατασταλτικά (Immunosuppressants) Αναστολείς καλσινευρίνης (Calcineurin inhibitors), κυκλοσπορίνη (cyclosporine), τακρολίμους (tacrolimus)
Αντιαρρυθμικά (Antiarrhythmics) Αμιωδαρόνη (Amiodarone), φλεκαϊνίδη (flecainide), μεξιλετίνη (mexiletine)
βήτα-αναστολείς (Beta-blockers) Μετοπρολόλη (Metoprolol), καρβεδιλόλη (carvedilol)
Αναστολείς διαύλων ασβεστίου (Calcium channel blockers) Βεραπαμίλη (Verapamil), διλτιαζέμη (diltiazem), αμλοδιπίνη (amlodipine)
Στατίνες (φάρμακα μείωσης της χοληστερόλης) Λοβαστατίνη (Lovastatin), σιμβαστατίνη (simvastatin), ατορβαστατίνη (atorvastatin)
Άλλα Διγοξίνη (Digoxin), μεθαδόνη (methadone), ομεπραζόλη (omeprazole), φαινοβαρβιτάλη (phenobarbital), θειοφυλλίνη (theophylline), βαρφαρίνη (warfarin), λεβοντόπα, βουπρενορφίνη (buprenorphine), ιρινοτεκάνη (irinotecan)
Πηγή: Rossi, 2005· Micromedex
Φάρμακα που μπορεί να συμβάλουν στο σύνδρομο σεροτονίνης με το σπαθόχορτο.
Κλάση (Class) Φάρμακα (Drugs)
Αντικαταθλιπτικά (Antidepressants) Αναστολείς μονοαμινοξειδάσης (ΜΑΟΙ), τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά, εκλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης (SSRI), εκλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης και νορεπινεφρίνης (SNRI), μιρταζαπίνη
Οπιοειδή (Opioids) Τραμαδόλη (Tramadol), πεθιδίνη (μεπεριδίνη) (pethidine (meperidine)), Λεβορφανόλη (Levorphanol)
διεγερτικά του ΚΝΣ (CNS stimulants) Φαιντερμίνη (Phentermine), διαιθυλπρόπιον (diethylpropion), αμφεταμίνες (amphetamines), σιβουτραμίνη (sibutramine), κοκαΐνη
αγωνιστές υποδοχέα 5-ΗΤ (5-ΗΤ 1) (5-HT receptor (5-HT1) agonists) Τριπτάνες (Triptans)
Ψυχεδελικά φάρμακα (Psychedelic drugs) Methylenedioxymethamphetamine (MDMA), LSD, Διμεθυλοτρυπταμίνη (Dimethyltryptamine (DMT)), 3,4-Methylenedioxyamphetamine (MDA), (6-APB)
Άλλα Σελεγιλίνη (Selegiline), τρυπτοφάνη, βουσπιρόνη (buspirone), λίθιον, λινεζολίδη (linezolid), δεξτρομεθορφάνη (dextromethorphan)
Πηγή:[39]

Μηχανισμός δράσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το σπαθόχορτο, παρομοίως με άλλα βότανα, περιέχει μια ολόκληρη σειρά από διαφορετικά χημικά συστατικά, στα οποία μπορεί να οφείλονται οι ποικίλλες φαρμακολογικές του δράσεις.[41] Η υπερφορίνη και αδυπερφορίνη, είναι αγωνιστές των υποδοχέων TRPC6 και ως εκ τούτου, θα προκαλέσουν μη ανταγωνιστική αναστολή επαναπρόσληψης μονοαμινών (συγκεκριμένα, ντοπαμίνη, νορεπινεφρίνη και σεροτονίνη), GABA και το γλουταμινικό οξύ, όταν ενεργοποιήσουν αυτό το κανάλι ιόντων.[19][42][43] Στους ανθρώπους, το δραστικό συστατικό η αδυπερφορίνη, είναι επίσης ένας αναστολέας του PTGS1, αραχιδονικό 5-λιποξυγενάσης, SLCO1B1 και επαγωγέας του cΜΟΑΤ.[42][43][44] Η υπερφορίνη είναι επίσης μια αντι-φλεγμονώδης ένωση με αντιαγγειογενετικές, αντιβιοτικές και νευροτροφικές ιδιότητες.[42][43][44] Η υπερφορίνη έχει επίσης ένα ανταγωνιστικό αποτέλεσμα επί των υποδοχέων NMDA, έναν τύπο υποδοχέα γλουταμικού.[43] Επιπλέον, το σπαθόχορτο είναι γνωστό ότι ρυθμίζει προς τα κάτω τον β1 αδρενοϋποδοχέα και ρυθμίζει προς τα πάνω τους μετασυναπτικούς υποδοχείς 5-ΗΤ1Α και 5-ΗΤ2Α, αμφότερους να είναι ένα είδος υποδοχέα σεροτονίνης.[19] Άλλες ενώσεις, μπορούν επίσης να διαδραματίσουν κάποιο ρόλο, ως προς τις αντικαταθλιπτικές επιπτώσεις του βαλσαμόχορτου, τέτοιες ενώσεις περιλαμβάνουν: ολιγομερείς προκυανιδίνες, φλαβονοειδή (κουερσετίνη), υπερικίνη και ψευδοϋπερικίνη.[19][45][46][47]

Ζωικό κεφάλαιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δηλητηρίαση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε μεγάλες δόσεις, το βαλσαμόχορτο είναι δηλητηριώδες για τα ζώα που βόσκουν (βοοειδή, πρόβατα, κατσίκες, άλογα).[11] Συμπεριφορικά σημάδια της δηλητηρίασης, είναι η γενική ανησυχία και ο ερεθισμός του δέρματος. Η ανησυχία συχνά υποδεικνύεται από το τρίψιμο της οπλής στο έδαφος, το κούνημα ή και το τρίψιμο της κεφαλής και την περιστασιακή αδυναμία του οπισθίου άκρου με την κλείδωση επάνω??? (knuckling over), το λαχάνιασμα, τη σύγχυση και την κατάθλιψη. Η μανία και η υπερκινητικότητα μπορεί επίσης να καταλήξει, συμπεριλαμβάνοντας το τρέξιμο σε κύκλους έως την εξάντληση. Οι παρατηρήσεις των πυκνών παρασιτώσεων του βαλσαμόχορτου από τα Αυστραλιανά φυτοφάγα οικόσιτα, περιλαμβάνουν την εμφάνιση κυκλικών μπαλωμάτων, δίνοντας στις πλαγιές μια εμφάνιση «καλλιέργειας κύκλου», η οποία τεκμαίρεται από αυτό το φαινόμενο. Τα ζώα συνήθως αναζητούν τη σκιά και έχουν μειωμένη όρεξη. Έχει σημειωθεί υπερευαισθησία στο νερό και μπορεί να εμφανιστούν σπασμοί μετά από ένα χτύπημα στο κεφάλι. Αν και έχει σημειωθεί η γενική αποστροφή προς το νερό, ορισμένοι μπορεί να το αναζητήσουν προς ανακούφιση.

Σοβαρός ερεθισμός του δέρματος είναι φυσικά προφανής, με κοκκίνισμα των μη-χρωματισμένων και απροστάτευτων περιοχών. Στη συνέχεια, αυτό οδηγεί στη φαγούρα και το τρίψιμο, που ακολουθείται από περαιτέρω φλεγμονή, εξίδρωση και το σχηματισμό κάκαρου. Οι βλάβες και η φλεγμονή που λαμβάνουν χώρα, λέγεται ότι μοιάζουν με τις συνθήκες που φαίνονται στον αφθώδη πυρετό. Έχουν παρατηρηθεί πρόβατα με οίδημα προσώπου, δερματίτιδα και πτώση του μαλλιού, που οφείλεται στην τριβή. Τα γαλακτοφόρα ζώα μπορεί να παύσουν ή να έχουν μειωμένη παραγωγή γάλακτος· τα κυοφορούντα ζώα μπορεί να αποβάλουν. Οργανικές βλάβες στους μαστούς των ζώων, είναι συχνά εμφανείς. Τα άλογα μπορεί να δείξουν σημάδια ανορεξίας, κατάθλιψης (με μια κωματώδη κατάσταση), διεσταλμένες κόρες και εγχεόμενη επιπεφυκότα.

Διάγνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Συνήθως παρατηρούνται, αυξημένη αναπνοή και καρδιακός ρυθμός, ενώ ένα από τα πρώτα σημάδια της δηλητηρίασης του βαλσαμόχορτου, είναι μια ανώμαλη αύξηση στη θερμοκρασία του σώματος. Τα προσβαλλόμενα ζώα, θα απολέσουν βάρος ή θα αποτύχουν να ανακτήσουν βάρος· τα νεαρά ζώα επηρεάζονται περισσότερο από ό, τι τα γηραιότερα ζώα. Σε σοβαρές περιπτώσεις, μπορεί να επέλθει ο θάνατος, ως άμεσο αποτέλεσμα της πείνας ή λόγω της δευτερογενούς ασθένειας ή σηψαιμίας των οργανικών βλαβών. Ορισμένα προσβεβλημένα ζώα, μπορεί να πνιγούν κατά λάθος. Κακές επιδόσεις των αμνών που θηλάζουν (κεχρωσμένων και μη κεχρωσμένων) έχει παρατηρηθεί, γεγονός που υποδηλώνει μια μείωση στην παραγωγή γάλακτος ή τη μετάδοση μιας τοξίνης εντός αυτού.

Φωτοευαισθησία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα περισσότερα κλινικά συμπτώματα στα ζώα, προκαλούνται από φωτοευαισθησία.[97] Τα φυτά μπορούν να προκαλέσουν είτε πρωτοβάθμια είτε δευτεροβάθμια φωτοευαισθησία:

  • πρωτογενή φωτοευαισθησία άμεσα από τις χημικές ουσίες που περιέχονται σε καταποθέντα φυτά
  • δευτερεύουσα φωτοευαισθησία από το φυτό που σχετίζεται με βλάβες στο ήπαρ.

Οι Araya και Ford (1981), διερεύνησαν τις αλλαγές στη λειτουργία του ήπατος και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία του Hypericum που να σχετίζονται με την επίδραση στην ικανότητα απέκκρισης του ήπατος ή η οποιαδήποτε παρεμβολή ήταν ελάχιστη και προσωρινή. Ωστόσο, στοιχεία της ηπατικής βλάβης στο πλάσμα αίματος, έχουν βρεθεί στις υψηλές και μακρές τιμές της δόσης.

Η φωτοευαισθησία προκαλεί φλεγμονή του δέρματος από ένα μηχανισμό που περιλαμβάνει μια χρωστική ή φωτοδυναμική ένωση, η οποία όταν ενεργοποιείται από ένα συγκεκριμένο μήκος κύματος του φωτός οδηγεί σε in vivo αντιδράσεις οξειδοαναγωγής. Αυτό οδηγεί σε αλλοιώσεις των ιστών, ιδιαίτερα αισθητές πάνω και γύρω σε περιοχές του δέρματος που εκτίθενται στο φως. Ελαφρώς καλυπτόμενες ή κακώς κεχρωσμένες περιοχές είναι πιο εμφανείς. Αφαίρεση των προσβεβλημένων ζώων από τα αποτελέσματα του ηλιακού φωτός, στα μειωμένα συμπτώματα δηλητηρίασης.

Χημική σύσταση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χημική δομή της υπερικίνης.

Από το υπερικό έχουν απομονωθεί ουσίες που ανήκουν στις παρακάτω κατηγορίες:[41][49]

  • Φλαβονοειδή (π.χ. επιγαλλοκατεχίνη, ρουτίνη, υπεροσίδη, ισοκερκετίνη, κερκιτρίνη, κουερσετίνη, αμεντοφλαβόνη, βιαπιγενίνη, μυρικετίνη, καμπφερόλη, λουτεολίνη)
  • Φαινολικά οξέα (π.χ. χλωρογενικό οξύ, καφεϊκό οξύ, p-κουμαρικό οξύ, φερουλικό οξύ, το p-υδροξυβενζοϊκό οξύ, βανιλλικό οξύ)
  • Ναφθοδιανθρόνες (π.χ. υπερικίνη, ψευδοϋπερικίνη, πρωτοϋπερικίνη, πρωτοψευδοϋπερικίνη)
  • Φλορογλουκινόλες (π.χ. υπερφορίνη, αδυπερφορίνη)
  • Τανίνες (αναφέρθηκαν απροσδιόριστες, προανθοκυανιδίνες)
  • Αιθέρια έλαια (π.χ. 2-μεθυλοοκτάνιο, εννεάνιο, 2-μεθυλοδεκάνιο, ενδεκάνιο, α-πινένιο, β-πινένιο, α-τερπινεόλη, γερανιόλη, μυρκένιο, λιμονένιο, καρυοφυλλένιο, χουμουλένιο)
  • Κορεσμένα λιπαρά οξέα (π.χ. ισοβαλερικό οξύ (3-μεθυλο-βουτανοϊκό οξύ), μυριστικό οξύ, παλμιτικό οξύ, στεατικό οξύ)
  • Αλκοόλες (π.χ. 1-τετρακοζανόλη, 1-εξακοζανόλη)
  • Βιταμίνες & τις ανάλογες ουσίες (π.χ. καροτενοειδή, χολίνη, νικοτιναμίδιο, νικοτινικό οξύ)
  • Διάφορα άλλα (π.χ. πηκτίνη, β-σιτοστερόλη, εξαδεκάνιο, triacontane, kilcoran, norathyriol)

Οι ναφθοδιανθρόνες υπερικίνη και ψευδοϋπερικίνη, μαζί με την φλορογλουκινόλη παράγωγο υπερφορίνης, πιστεύεται ότι είναι μεταξύ των πολυάριθμων δραστικών συστατικών.[9][98][99][100] Περιέχει επίσης αιθέρια έλαια, που αποτελούνται κυρίως από σεσκιτερπένια.[9]

Έρευνα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το βάλσαμόχορτο, μελετάται για την αποτελεσματικότητα στη θεραπεία ορισμένων διαταραχών σωματοποίησης. Τα αποτελέσματα από τις αρχικές μελέτες, είναι ανάμικτα και ακόμα μη τελεσίδικα; κάποιες έρευνες δεν έχουν βρει καμία αποτελεσματικότητα, άλλη έρευνα διαπίστωσε μια μικρή ελάφρυνση των συμπτωμάτων. Περαιτέρω μελέτη απαιτείται και διεξάγεται.

Ένα σημαντικό συστατικό των χημικών, η υπερφορίνη, μπορεί να είναι χρήσιμη για τη θεραπεία του αλκοολισμού, αν και η δοσολογία, η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα δεν έχουν μελετηθεί.[101][102] Η υπερφορίνη έχει επίσης εμφανίσει αντιβακτηριακές ιδιότητες έναντι Gram-θετικών βακτηρίων, αν και δεν έχει μελετηθεί η δοσολογία, η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα.[103] Η βοτανική ιατρική έχει επίσης χρησιμοποιήσει εκχυλίσματα λιπόφιλων από το βάλσαμόχορτο, ως τοπική θεραπεία για πληγές, εκδορές, εγκαύματα και τον πόνο των μυών.[102] Τα θετικά αποτελέσματα που έχουν παρατηρηθεί, γενικά αποδίδονται στην υπερφορίνη, λόγω των πιθανών αντιβακτηριακών και αντι-φλεγμονωδών αποτελεσμάτων της.[102] Για το λόγο αυτό, η υπερφορίνη μπορεί να είναι χρήσιμη, στη θεραπεία των μολυσμένων πληγών και των φλεγμονωδών νόσων του δέρματος.[102] Εις απάντηση της ενσωμάτωσης της υπερφορίνης σε ένα νέο λάδι μπάνιου, διεξήχθη μια μελέτη, για να αξιολογήσει το δυναμικό ερεθισμού του δέρματος και η οποία βρήκε καλή ανεκτικότητα του δέρματος απέναντι στο βάλσαμόχορτο.[102]

Η υπερικίνη και η ψευδοϋπερικίνη έχουν δείξει τόσο αντιιικές όσο και αντιβακτηριακές δραστικότητες. Πιστεύεται, ότι αυτά τα μόρια προσδένονται μη ειδικά, με ιικές και κυτταρικές μεμβράνες και μπορεί να οδηγήσει σε φωτο-οξείδωση των παθογόνων και να τις σκοτώσει.[9]

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Στην Αγγλική, άλλες λιγότερο κοινές ονομασίες και συνώνυμα περιλαμβάνουν το Tipton's weed, rosin rose, goatweed, chase-devil ή Klamath weed.[Παρ. Σημ. 1]
  2. Στις 24 Ιουνίου, εορτάζονται τα γενέθλια του Αγίου Ιωάννου.
  3. Πολυετές φυτό (perennial plant) ή απλά πολυετές (perennial) (από το Λατινικό per, που σημαίνει "μέσα" και annus, που σημαίνει "χρόνος"), είναι ένα φυτό που ζει για περισσότερο από δύο χρόνια.[Παρ. Σημ. 2]
  4. Στη βοτανική και την δενδρολογία, ένα ρίζωμα (από το Αρχαίο Ελληνικό: ῥίζωμα, "μάζα των ριζών", από το ῥιζόω, "αιτία να χτυπήσει η ρίζα") είναι ένα τροποποιημένο υπόγειο στέλεχος του φυτού, που συνήθως βρίσκεται υπογείως, συχνά στέλνοντας ρίζες και βλαστούς από τα μεσογόνατιά του.[Παρ. Σημ. 3][Παρ. Σημ. 4]
  5. Στη βοτανική, sessility (που σημαίνει «καθήμενο», χρησιμοποιείται με την έννοια του «αναπαύεται επί της επιφανείας») αποτελεί χαρακτηριστικό των τμημάτων του φυτού, τα οποία δεν έχουν μίσχο. [Παρ. Σημ. 5] [Παρ. Σημ. 6]
  6. Τα πέταλα (φυτολογία) (petals), είναι τροποποιημένα φύλλα τα οποία περιβάλλουν τα αναπαραγωγικά μέρη των λουλουδιών.
  7. Ταξιανθία, στην οποία ο κύριος άξονας και όλα οι πλευρικοί κλάδοι, καταλήγουν σε άνθος (κάθε πλάγιος κλάδος, δύναται να επαναληφθεί).
  8. Το σέπαλο, είναι ένα μέρος του άνθους των αγγειόσπερμων (ανθοφόρα φυτά), που συνήθως είναι πράσινο. Τα σέπαλα, τυπικώς λειτουργούν ως προστασία για τον οφθαλμό του λουλουδιού και συχνά ως υποστήριξη για τα πέταλα, όταν βρίσκονται στην άνθιση. [Παρ. Σημ. 7] [Παρ. Σημ. 8] [Παρ. Σημ. 9]
  9. Το αρσενικό όργανο του άνθους, το οποίο αποτελείται (συνήθως) από τον μίσχο και ένα τμήμα που φέρει γύρη (ανθήρα).
  10. Οι στήμονες του φυτού έχουν ιδιαίτερη μορφή, με στερεό κυλινδρικό στέλεχος, με δύο γραμμές που εξέχουν κατά μήκος. Αυτές οι γραμμές κάνουν τον στήμονα να μοιάζει επίπεδος, πράγμα εντελώς ασυνήθιστο στον κόσμο των φυτών.
  11. Στη βοτανική, μια ροζέτα (ή ένας ρόδακας), είναι μια κυκλική διάταξη των φύλλων, με όλα τα φύλλα σε παρόμοιο ύψος. Παρόλο, που οι ροζέτες συνήθως κάθονται πλησίον του εδάφους, η δομή τους είναι το παράδειγμα ενός τροποποιημένου στελέχους.
  12. Η τράπεζα σπόρων του εδάφους, είναι η φυσική αποθήκευση των σπόρων, συχνά σε αδράνεια, εντός του εδάφους των περισσότερων οικοσυστημάτων.[Παρ. Σημ. 10]
  13. Σε παρένθεση είναι το IC50 / EC50 αξία ανάλογα με το αν αποτελεί ανασταλτική ή επαγωγική δράση που εκτίθεται αντιστοίχως.
  14. Ομοίως, με την τελευταία σημείωση.
  15. Ομοίως, με την τελευταία σημείωση.
  16. Ομοίως, με την τελευταία σημείωση.
  17. Ομοίως, με την τελευταία σημείωση.
  18. Τιμές που δίνονται στις παρενθέσεις είναι IC50 / ΕΚ 50 ανάλογα με το αν πρόκειται για μια ανασταλτική ή επαγωγική δράση η ένωση εμφανίζεται προς τον εν λόγω βιολογικό στόχο. Εάν αυτή σχετίζεται με την αναστολή της βακτηριακής ανάπτυξης η τιμή είναι MIC50.
  19. Εξαρτάται από το χρονικό πλαίσιο: η βραχυπρόθεσμη χορήγηση προκαλεί αναστολή· η μακροπρόθεσμη προκαλεί επαγωγή μέσω PXR.
Παραπομπές σημειώσεων
  1. Mehta, Sweety (18 Δεκεμβρίου 2012). «Pharmacognosy of St. John's Wort». Pharmaxchange.info. Ανακτήθηκε στις 16 Φεβρουαρίου 2014. 
  2. The Garden Helper. The Difference Between Annual Plants and Perennial Plants in the Garden. Retrieved on 2008-06-22.
  3. ῥίζωμα. Liddell, Henry George· Scott, Robert· A Greek–English Lexicon στο Perseus Project
  4. ῥιζόω
  5. Beentje, H.; Williamson, J. (2010). The Kew Plant Glossary: an Illustrated Dictionary of Plant Terms. Royal Botanic Gardens, Kew: Kew Publishing. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)
  6. Hickey, M.; King, C. (2001). The Cambridge Illustrated Glossary of Botanical Terms. Cambridge University Press. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)
  7. «Oxford dictionary». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Μαΐου 2013. Ανακτήθηκε στις 18 Φεβρουαρίου 2016. 
  8. «Collins dictionary». 
  9. Beentje, Henk (2010). The Kew Plant Glossary. Richmond, Surrey: Royal Botanic Gardens, Kew. ISBN 978-1-84246-422-9. , p. 106
  10. Jack Dekker (1997). «The Soil Seed Bank». Agronomy Department, Iowa State University. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Δεκεμβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 10 Δεκεμβρίου 2015. 

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «BSBI List 2007». Botanical Society of Britain and Ireland. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (xls) στις 25 Ιανουαρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 17 Οκτωβρίου 2014. 
  2. «Hyperforin». Hyperforin. University of Alberta. 30 June 2013. «Hyperforin is found in alcoholic beverages. Hyperforin is a constituent of Hypericum perforatum (St John's Wort) Hyperforin is a phytochemical produced by some of the members of the plant genus Hypericum, notably Hypericum perforatum (St John's wort). The structure of hyperforin was elucidated by a research group from the Shemyakin Institute of Bio-organic Chemistry (USSR Academy of Sciences in Moscow) and published in 1975. Hyperforin is a prenylated phloroglucinol derivative. Total synthesis of hyperforin has not yet been accomplished, despite attempts by several research groups. Hyperforin has been shown to exhibit anti-inflammatory, anti-tumor, antibiotic and anti-depressant functions (PMID 17696442 , 21751836 , 12725578 , 12018529 )
    1. Arachidonate 5-lipoxygenase ...Specific function: Catalyzes the first step in leukotriene biosynthesis, and thereby plays a role in inflammatory processes ...
    2. Prostaglandin G/Η synthase 1 ... General function: Involved in peroxidase activity»
    .
     
  3. «Topical application of St. John's wort (Hypericum perforatum)». Planta Med. 80 (2-3): 109–20. 2014. doi:10.1055/s-0033-1351019. PMID 24214835. «Anti-inflammatory mechanisms of hyperforin have been described as inhibition of cyclooxygenase-1 (but not COX-2) and 5-lipoxygenase at low concentrations of 0.3 µmol/L and 1.2 µmol/L, respectively [52], and of PGE2 production in vitro [53] and in vivo with superior efficiency (ED50 = 1 mg/kg) compared to indomethacin (5 mg/kg) [54]. Hyperforin turned out to be a novel type of 5-lipoxygenase inhibitor with high effectivity in vivo [55] and suppressed oxidative bursts in polymorphonuclear cells at 1.8 µmol/L in vitro [56]. Inhibition of IFN-γ production, strong downregulation of CXCR3 expression on activated T cells, and downregulation of matrix metalloproteinase 9 expression caused Cabrelle et al. [57] to test the effectivity of hyperforin in a rat model of experimental allergic encephalomyelitis (EAE). Hyperforin attenuated the symptoms significantly, and the authors discussed hyperforin as a putative therapeutic molecule for the treatment of autoimmune inflammatory diseases sustained by Th1 cells.». 
  4. 4,0 4,1 Klemow KM, Bartlow A, Crawford J, Kocher N, Shah J, Ritsick M (2011). «Chapter 11: Medical Attributes of St. John's Wort (Hypericum perforatum)». Στο: Benzie IFF, Sissi WG. Herbal Medicine Biomolecular and Clinical Aspects (2nd έκδοση). CRC Press. ISBN 9781439807163. Ανακτήθηκε στις 3 Δεκεμβρίου 2014. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)
  5. «Hypericum perforatum L». Ανακτήθηκε στις 19 Αυγούστου 2015. 
  6. Rose, F (2006). The wild flower key. Frederick Warne. ISBN 9780723251750. 
  7. Zobayed SMA, Afreen F, Goto E, Kozai T (2006). «Plant–Environment Interactions: Accumulation of Hypericin in Dark Glands of Hypericum perforatum». Annals of Botany 98 (4): 793–804. doi:10.1093/aob/mcl169. 
  8. Stace, C.A. (2010). New flora of the British isles (Third έκδοση). Cambridge, U.K.: Cambridge University Press. ISBN 9780521707725. 
  9. 9,0 9,1 9,2 9,3 9,4 Mehta, Sweety (18 Δεκεμβρίου 2012). «Pharmacognosy of St. John's Wort». Pharmaxchange.info. Ανακτήθηκε στις 16 Φεβρουαρίου 2014. 
  10. 10,0 10,1 «SPECIES: Hypericum perforatum» (PDF). Fire Effects Information System. 
  11. 11,0 11,1 [1] Αρχειοθετήθηκε 2016-03-31 στο Wayback Machine.|Hypericum perforatum
  12. Watt, John Mitchell; Breyer-Brandwijk, Maria Gerdina: The Medicinal and Poisonous Plants of Southern and Eastern Africa 2nd ed Pub. E & S Livingstone 1962
  13. John L. Harper (2010). Population Biology of Plants. Blackburn Press. ISBN 978-1-932846-24-9. 
  14. Γαληνός, Περί Κράσεως και Δυνάμεως των Απλών Φαρμάκων, 12.148
  15. Διοσκορίδης, Περί ύλης ιατρικής, 3.154
  16. Στέφανος Γερουλάνος (26 Σεπτεμβρίου 2004). «Διοσκουρίδης, ο θεμελιωτής της Φαρμακολογίας». Καθημερινή. Ανακτήθηκε στις 19 Φεβρουαρίου 2009. [νεκρός σύνδεσμος]
  17. «European Medicines Agency - Find medicine - Hypericum». www.ema.europa.eu. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Ιουνίου 2016. Ανακτήθηκε στις 5 Μαΐου 2016. 
  18. «St John's Wort Oil».  Ιστορία και χρήση από την αρχαιότητα έως σήμερα.
  19. 19,0 19,1 19,2 19,3 «Hypericum perforatum (St John's Wort): a non-selective reuptake inhibitor? A review of the recent advances in its pharmacology». J. Psychopharmacol. (Oxford) 15 (1): 47–54. 2001. doi:10.1177/026988110101500109. PMID 11277608. 
  20. «Efficacy and acceptability of pharmacological treatments for depressive disorders in primary care: systematic review and network meta-analysis». Ann Fam Med 13 (1): 69–79. February 2015. doi:10.1370/afm.1687. PMID 25583895. «In network meta-analysis, tricyclic and tetracyclic antidepressants (TCAs), selective serotonin reuptake inhibitors (SSRIs), a serotonin-noradrenaline reuptake inhibitor (SNRI; venlafaxine), a low-dose serotonin antagonist and reuptake inhibitor (SARI; trazodone) and hypericum extracts were found to be significantly superior to placebo, with estimated odds ratios between 1.69 and 2.03. There were no statistically significant differences between these drug classes. Reversible inhibitors of monoaminoxidase A (rMAO-As) and hypericum extracts were associated with significantly fewer dropouts because of adverse effects compared with TCAs, SSRIs, the SNRI, a noradrenaline reuptake inhibitor (NRI), and noradrenergic and specific serotonergic antidepressant agents (NaSSAs). ... TCAs and SSRIs have the most solid evidence base. Further agents (hypericum, rMAO-As, SNRI, NRI, NaSSAs, SARI) showed some positive results, but limitations of the currently available evidence makes a clear recommendation on their place in clinical practice difficult.». 
  21. Linde, Klaus, επιμ. (2008). «St John's wort for major depression». Cochrane Database Syst Rev (4): CD000448. doi:10.1002/14651858.CD000448.pub3. PMID 18843608. 
  22. «National Institute for Complementary and Integrative Health: St. John's Wort». Ανακτήθηκε στις 5 Φεβρουαρίου 2015. 
  23. Dörks, M; Langner, I; Dittmann, U; Timmer, A; Garbe, E (August 2013). «Antidepressant drug use and off-label prescribing in children and adolescents in Germany: results from a large population-based cohort study.». European child & adolescent psychiatry 22 (8): 511–8. doi:10.1007/s00787-013-0395-9. PMID 23455627. 
  24. «Antidepressant use in children and adolescents in Germany». J Child Adolesc Psychopharmacol 16 (1-2): 197–206. February–April 2006. doi:10.1089/cap.2006.16.197. PMID 16553540. 
  25. Butterweck, Veronika; Schmidt, Mathias (2007-07-01). «St. John's wort: Role of active compounds for its mechanism of action and efficacy» (στα αγγλικά). Wiener Medizinische Wochenschrift 157 (13-14): 356–361. doi:10.1007/s10354-007-0440-8. ISSN 0043-5341. http://link.springer.com/article/10.1007/s10354-007-0440-8. 
  26. R. Baselt, Disposition of Toxic Drugs and Chemicals in Man, 8th edition, Biomedical Publications, Foster City, CA, 2008, pp. 1445–1446.
  27. 27,0 27,1 «Adverse effects profile of the herbal antidepressant St. John's wort (Hypericum perforatum L.)». Eur. J. Clin. Pharmacol. 54 (8): 589–94. 1998. doi:10.1007/s002280050519. PMID 9860144. https://archive.org/details/sim_european-journal-of-clinical-pharmacology_1998-10_54_8/page/589. 
  28. Barnes, J; Anderson, LA; Phillipson, JD (2002). Herbal Medicines: A guide for healthcare professionals (2nd έκδοση). London, UK: Pharmaceutical Press. ISBN 9780853692898. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)
  29. «Adverse reactions to St John's Wort». Can J Psychiatry 46 (1): 77–9. 2001. PMID 11221494. https://archive.org/details/sim_canadian-journal-of-psychiatry_2001-02_46_1/page/77. 
  30. Greeson, JM; Sanford, B; Monti, DA (Feb 2001). «St. John's wort (Hypericum perforatum): a review of the current pharmacological, toxicological, and clinical literature.». Psychopharmacology (Berl) 153 (4): 402–14. doi:10.1007/s002130000625. PMID 11243487. https://archive.org/details/sim_psychopharmacology_2001-02_153_4/page/402. 
  31. Hoban, Claire L.; Byard, Roger W.; Musgrave, Ian F. (Jul 2015). «A comparison of patterns of spontaneous adverse drug reaction reporting with St. John's Wort and fluoxetine during the period 2000-2013». Clinical and Experimental Pharmacology and Physiology 42: 747–51. doi:10.1111/1440-1681.12424. PMID 25988866. http://onlinelibrary.wiley.com/doi/10.1111/1440-1681.12424/abstract. Ανακτήθηκε στις 7 June 2015. «The organ systems affected by ADRs to St John's Wort and fluoxetine have a similar profile, with the majority of cases affecting the central nervous system (45.2%, 61.7%).». 
  32. Barr Laboratories, Inc. (Μαρτίου 2008). «ESTRACE TABLETS, (estradiol tablets, USP)» (PDF). wcrx.com. Ανακτήθηκε στις 27 Ιανουαρίου 2010. 
  33. Singh, Simon and Edzard Ernst (2008). Trick or Treatment: The Undeniable Facts About Alternative Medicine. W. W. Norton & Company. σελ. 218. ISBN 978-0-393-33778-5. 
  34. «Effect of St John's wort on the activities of CYP1A2, CYP3A4, CYP2D6, N-acetyltransferase 2, and xanthine oxidase in healthy males and females» (PDF). Br J Clin Pharmacol 57 (4): 495–499. 2004. doi:10.1111/j.1365-2125.2003.02049.x. PMID 15025748. PMC 1884478. http://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC1884478/pdf/bcp0057-0495.pdf. 
  35. «Gauging the clinical significance of P-glycoprotein-mediated herb-drug interactions: comparative effects of St. John's wort, Echinacea, clarithromycin, and rifampin on digoxin pharmacokinetics». Mol Nutr Food Res 52 (7): 772–9. 2008. doi:10.1002/mnfr.200700081. PMID 18214850. 
  36. Russo, Emilio; Scicchitano, Francesca; Whalley, Benjamin J.; Mazzitello, Carmela; Ciriaco, Miriam; Esposito, Stefania; Patanè, Marinella; Upton, Roy και άλλοι. (May 2014). «Hypericum perforatum: pharmacokinetic, mechanism of action, tolerability, and clinical drug-drug interactions.». Phytotherapy Research 28 (5): 643–655. doi:10.1002/ptr.5050. PMID 23897801. 
  37. Tirona, RG; Bailey, DG (June 2006). «Herbal product-drug interactions mediated by induction.». British Journal of Clinical Pharmacology 61 (6): 677–81. doi:10.1111/j.1365-2125.2006.02684.x. PMID 16722828. https://archive.org/details/sim_british-journal-of-clinical-pharmacology_2006-06_61_6/page/677. 
  38. Borrelli, F; Izzo, AA (December 2009). «Herb-drug interactions with St John's wort (Hypericum perforatum): an update on clinical observations.». The AAPS journal 11 (4): 710–27. doi:10.1208/s12248-009-9146-8. PMID 19859815. 
  39. 39,0 39,1 Rossi, S, επιμ. (2013). Australian Medicines Handbook (2013 έκδοση). Adelaide: The Australian Medicines Handbook Unit Trust. ISBN 978-0-9805790-9-3. 
  40. «St. John's wort - University of Maryland Medical Center». University of Maryland Medical Center. umm.edu. 24 Ιουνίου 2013. Ανακτήθηκε στις 3 Ιανουαρίου 2014. 
  41. 41,0 41,1 41,2 41,3 Barnes, J; Anderson, LA; Phillipson, JD (2007) [1996]. Herbal Medicines (PDF) (3rd έκδοση). London, UK: Pharmaceutical Press. ISBN 978-0-85369-623-0. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 1 Ιουλίου 2018. Ανακτήθηκε στις 18 Φεβρουαρίου 2016. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)
  42. 42,0 42,1 42,2 «Hyperforin». Hyperforin. University of Alberta. http://www.drugbank.ca/drugs/DB01892#pharmacology. Ανακτήθηκε στις 5 December 2013. 
  43. 43,0 43,1 43,2 43,3 «Hyperforin». Hyperforin. National Center for Biotechnology Information. http://pubchem.ncbi.nlm.nih.gov/summary/summary.cgi?q=all&cid=441298. Ανακτήθηκε στις 3 December 2013. 
  44. 44,0 44,1 «Hyperforin». Hyperforin. University of Alberta. http://www.drugbank.ca/drugs/DB01892. Ανακτήθηκε στις 4 December 2013. 
  45. «Biologically active and other chemical constituents of the herb of Hypericum perforatum L». Pharmacopsychiatry 30 Suppl 2 (Suppl 2): 129–34. 1997. doi:10.1055/s-2007-979533. PMID 9342774. 
  46. «Mechanism of action of St John's wort in depression : what is known?». CNS Drugs 17 (8): 539–62. 2003. doi:10.2165/00023210-200317080-00001. PMID 12775192. http://link.springer.com/content/pdf/10.2165/00023210-200317080-00001.pdf. 
  47. «Current St John's wort research from mode of action to clinical efficacy». Pharmacol. Res. 47 (2): 101–9. 2003. doi:10.1016/S1043-6618(02)00266-9. PMID 12543057. http://linkinghub.elsevier.com/retrieve/pii/S1043661802002669. 
  48. «St. John's wort». Natural Standard. Cambridge, MA. Ανακτήθηκε στις 13 Δεκεμβρίου 2013. 
  49. 49,0 49,1 «St. John's wort (Hypericum perforatum): a review of the current pharmacological, toxicological, and clinical literature» (PDF). Psychopharmacology (Berl.) 153 (4): 402–414. February 2001. doi:10.1007/s002130000625. PMID 11243487. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2014-06-11. https://web.archive.org/web/20140611050347/http://sites.duke.edu/greesonlab/files/2011/07/Greeson_etal_2001_Psychopharm-St.-Johns-Wort.pdf. Ανακτήθηκε στις 2016-02-18. 
  50. 50,0 50,1 50,2 50,3 50,4 50,5 Anzenbacher, Pavel· Zanger, Ulrich M., επιμ. (2012). Metabolism of Drugs and Other Xenobiotics. Weinheim, Germany: Wiley-VCH. doi:10.1002/9783527630905. ISBN 978-3-527-63090-5. 
  51. «Adhyperforin as a contributor to the effect of Hypericum perforatum L. in biochemical models of antidepressant activity». Life Sci. 68 (14): 1593–1605. 2001. doi:10.1016/S0024-3205(01)00946-8. PMID 11263672. 
  52. 52,0 52,1 «St. John's wort and its constituent hyperforin concordantly regulate expression of genes encoding enzymes involved in basic cellular pathways». Pharmacogenet. Genomics 15 (11): 817–829. 2005. doi:10.1097/01.fpc.0000175597.60066.3d. PMID 16220113. 
  53. 53,0 53,1 53,2 «Inhibition of human cytochrome P450 enzymes by constituents of St. John's Wort, an herbal preparation used in the treatment of depression» (PDF). J. Pharmacol. Exp. Ther. 294 (1): 88–95. 2000. PMID 10871299. http://jpet.aspetjournals.org.elibrary.jcu.edu.au/content/294/1/88.full.pdf. 
  54. 54,0 54,1 54,2 54,3 «Hypericin--the facts about a controversial agent» (PDF). Curr. Pharm. Des. 11 (2): 233–253. 2005. doi:10.2174/1381612053382287. PMID 15638760. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2013-10-05. https://web.archive.org/web/20131005011912/http://www.benthamscience.com/cpd/sample/cpd11-2/0007B.pdf. Ανακτήθηκε στις 2016-02-18. 
  55. «Catalytic inhibition of human DNA topoisomerase IIalpha by hypericin, a naphthodianthrone from St. John's wort (Hypericum perforatum)». Biochem. Pharmacol. 62 (8): 1059–1070. 2001. doi:10.1016/S0006-2952(01)00759-6. PMID 11597574. 
  56. «Single-dose and steady-state pharmacokinetics of hypericin and pseudohypericin» (PDF). Antimicrob. Agents Chemother. 40 (9): 2087–2093. 1996. PMID 8878586. PMC 163478. http://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC163478/pdf/402087.pdf. 
  57. «Therapeutic agents with dramatic antiretroviral activity and little toxicity at effective doses: aromatic polycyclic diones hypericin and pseudohypericin» (PDF). Proc. Natl. Acad. Sci. U.S.A. 85 (14): 5230–5234. 1988. doi:10.1073/pnas.85.14.5230. PMID 2839837. PMC 281723. http://www.pnas.org/content/85/14/5230.full.pdf. 
  58. «Studies of the mechanisms of action of the antiretroviral agents hypericin and pseudohypericin» (PDF). Proc. Natl. Acad. Sci. U.S.A. 86 (15): 5963–5967. 1989. doi:10.1073/pnas.86.15.5963. PMID 2548193. PMC 297751. http://www.pnas.org/content/86/15/5963.full.pdf. 
  59. «Hypericin and pseudohypericin specifically inhibit protein kinase C: possible relation to their antiretroviral activity». Biochem. Biophys. Res. Commun. 165 (3): December 1989. 1989. doi:10.1016/0006-291X(89)92730-7. PMID 2558652. 
  60. «Inhibition of human cytochromes P450 by components of Ginkgo biloba». J. Pharm. Pharmacol. 56 (8): 1039–1044. 2004. doi:10.1211/0022357044021. PMID 15285849. 
  61. «Fatty acid synthase inhibition by amentoflavone induces apoptosis and antiproliferation in human breast cancer cells» (PDF). Biol. Pharm. Bull. 32 (8): 1427–1432. 2009. doi:10.1248/bpb.32.1427. PMID 19652385. https://www.jstage.jst.go.jp/article/bpb/32/8/32_8_1427/_pdf. 
  62. «Inhibition of fatty acid synthase by amentoflavone reduces coxsackievirus B3 replication». Arch. Virol. 157 (2): 259–269. 2012. doi:10.1007/s00705-011-1164-z. PMID 22075919. 
  63. «Fatty acid synthase inhibition by amentoflavone suppresses HER2/neu (erbB2) oncogene in SKBR3 human breast cancer cells». Phytother Res 27 (5): 713–720. 2013. doi:10.1002/ptr.4778. PMID 22767439. 
  64. «Flavonoids as opioid receptor ligands: identification and preliminary structure-activity relationships». J. Nat. Prod. 70 (8): 1278–82. 2007. doi:10.1021/np070194x. PMID 17685652. 
  65. «Semisynthetic preparation of amentoflavone: A negative modulator at GABA(A) receptors». Bioorg. Med. Chem. Lett. 13 (14): 2281–4. 2003. doi:10.1016/s0960-894x(03)00434-7. PMID 12824018. 
  66. «Apigenin, a component of Matricaria recutita flowers, is a central benzodiazepine receptors-ligand with anxiolytic effects». Planta Med. 61 (3): 213–216. 1995. doi:10.1055/s-2006-958058. PMID 7617761. 
  67. «Anticancer mechanism of apigenin and the implications of GLUT-1 expression in head and neck cancers». Future Oncol 9 (9): 1353–1364. 2013. doi:10.2217/fon.13.84. PMID 23980682. 
  68. «Apigenin and its impact on gastrointestinal cancers». Mol Nutr Food Res 57 (1): 962–968. 2013. doi:10.1002/mnfr.201200424. PMID 23197449. 
  69. Crespy, V; Williamson, G. «A Review of the Health Effects of Green Tea Catechins in In Vivo Animal Models» (PDF). The Journal of Nutrition 134 (12): 3431S-3440S. http://jn.nutrition.org/content/134/12/3431S.full.pdf. 
  70. «Beneficial effects of green tea: a literature review» (PDF). Chin Med 5 (1): 1–9. 2010. doi:10.1186/1749-8546-5-13. PMID 20370896. PMC 2855614. http://link.springer.com/content/pdf/10.1186/1749-8546-5-13.pdf. 
  71. 71,0 71,1 «Tea catechins' affinity for human cannabinoid receptors». Phytomedicine 17 (1): 19–22. 2010. doi:10.1016/j.phymed.2009.10.001. PMID 19897346. 
  72. «Selective inhibition of the cytochrome P450 isoform by hyperoside and its potent inhibition of CYP2D6». Food Chem. Toxicol. 59: 549–553. 2013. doi:10.1016/j.fct.2013.06.055. PMID 23835282. 
  73. «Antifungal activity of camptothecin, trifolin, and hyperoside isolated from Camptotheca acuminata». J. Agric. Food Chem. 53 (1): 32–37. 2005. doi:10.1021/jf0484780. PMID 15631505. 
  74. «Hyperoside protects primary rat cortical neurons from neurotoxicity induced by amyloid β-protein via the PI3K/Akt/Bad/Bcl(XL)-regulated mitochondrial apoptotic pathway». Eur. J. Pharmacol. 672 (1-3): 45–55. 2011. doi:10.1016/j.ejphar.2011.09.177. PMID 21978835. 
  75. «Anti-inflammatory activity of hyperoside through the suppression of nuclear factor-κB activation in mouse peritoneal macrophages». Am. J. Chin. Med. 39 (1): 171–181. 2011. doi:10.1142/S0192415X11008737. PMID 21213407. 
  76. «The anti-immobility effect of hyperoside on the forced swimming test in rats is mediated by the D2-like receptors activation» (PDF). Planta Med. 77 (4): 334–339. 2011. doi:10.1055/s-0030-1250386. PMID 20945276. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2013-12-16. https://web.archive.org/web/20131216111409/http://lib.kums.ac.ir/documents/10129/71808/334.pdf. Ανακτήθηκε στις 2016-02-18. 
  77. «Antidepressant-like effect of hyperoside isolated from Apocynum venetum leaves: possible cellular mechanisms». Phytomedicine 19 (2): 145–149. 2012. doi:10.1016/j.phymed.2011.06.029. PMID 21802268. 
  78. «MDR- and CYP3A4-mediated drug-herbal interactions». Life Sci. 78 (18): 2131–2145. 2006. doi:10.1016/j.lfs.2005.12.010. PMID 16442130. 
  79. «Anti-inflammatory effects of flavonoids: genistein, kaempferol, quercetin, and daidzein inhibit STAT-1 and NF-kappaB activations, whereas flavone, isorhamnetin, naringenin, and pelargonidin inhibit only NF-kappaB activation along with their inhibitory effect on iNOS expression and NO production in activated macrophages» (PDF). Mediators Inflamm. 2007: 45673. 2007. doi:10.1155/2007/45673. PMID 18274639. PMC 2220047. http://downloads.hindawi.com/journals/mi/2007/045673.pdf. 
  80. «Kaempferol, a new nutrition-derived pan-inhibitor of human histone deacetylases». J. Nutr. Biochem. 24 (6): 977–985. 2013. doi:10.1016/j.jnutbio.2012.07.001. PMID 23159065. 
  81. 81,0 81,1 «A review on the dietary flavonoid kaempferol». Mini Rev Med Chem 11 (4): 298–344. 2011. doi:10.2174/138955711795305335. PMID 21428901. 
  82. «Anti-oxidant, anti-inflammatory and anti-allergic activities of luteolin». Planta Med. 74 (14): 1667–1677. 2008. doi:10.1055/s-0028-1088314. PMID 18937165. 
  83. «Luteolin, a flavonoid with potential for cancer prevention and therapy» (PDF). Curr Cancer Drug Targets 8 (7): 634–646. 2008. doi:10.2174/156800908786241050. PMID 18991571. PMC 2615542. http://www.ncbi.nlm.nih.gov.elibrary.jcu.edu.au/pmc/articles/PMC2615542/pdf/nihms-82233.pdf. [νεκρός σύνδεσμος]
  84. «A case series of a luteolin formulation (NeuroProtek®) in children with autism spectrum disorders». Int J Immunopathol Pharmacol 25 (2): 317–323. April–June 2012. PMID 22697063. 
  85. «Luteolin, a non-selective competitive inhibitor of phosphodiesterases 1-5, displaced [3H]-rolipram from high-affinity rolipram binding sites and reversed xylazine/ketamine-induced anesthesia». Eur. J. Pharmacol. 627 (1-3): 269–275. 2010. doi:10.1016/j.ejphar.2009.10.031. PMID 19853596. 
  86. «Quercetin: a potential drug to reverse multidrug resistance». Life Sci. 87 (11-12): 333–338. 2010. doi:10.1016/j.lfs.2010.07.004. PMID 20637779. 
  87. 87,0 87,1 Kelly, GS (June 2011). «Quercetin» (PDF). Alternative Medicine Review 16 (2): 172–194. ISSN 10895159. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2016-12-13. https://web.archive.org/web/20161213071215/http://www.altmedrev.com/publications/16/2/172.pdf. Ανακτήθηκε στις 2016-02-18. 
  88. «Inhibitory effects of flavonoids on phosphodiesterase isozymes from guinea pig and their structure-activity relationships». Biochem. Pharmacol. 68 (10): 2087–2094. 2004. doi:10.1016/j.bcp.2004.06.030. PMID 15476679. 
  89. «A review on plant-based rutin extraction methods and its pharmacological activities». J Ethnopharmacol 150 (3): 805–817. 2013. doi:10.1016/j.jep.2013.10.036. PMID 24184193. 
  90. Jaikang, C; Niwatananun, K; Narongchai, P; Narongchai, S; Chaiyasut, C (August 2011). «Inhibitory effect of caffeic acid and its derivatives on human liver cytochrome P450 3A4 activity». Journal of Medicinal Plants Research 5 (15): 3530–3536. 
  91. Hou, J; Fu, J; Zhang, ZM; Zhu, HL. «Biological activities and chemical modifications of caffeic acid derivatives». Fudan University Journal of Medical Sciences 38 (6): 546–552. doi:10.3969/j.issn.1672-8467.2011.06.017. 
  92. «Antihypertensive effects and mechanisms of chlorogenic acids». Hypertens. Res. 35 (4): 370–374. 2012. doi:10.1038/hr.2011.195. PMID 22072103. 
  93. [2][νεκρός σύνδεσμος]
  94. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 18 Φεβρουαρίου 2016. 
  95. «Pharmacokinetics of tea catechins after ingestion of green tea and (−)-epigallocatechin-3-gallate by humans: formation of different metabolites and individual variability» (PDF). Cancer Epidemiol. Biomarkers Prev. 11 (10 Pt 1): 1025–1032. 2002. PMID 12376503. http://cebp.aacrjournals.org/content/11/10/1025.full.pdf. 
  96. «Carbon dioxide is the major metabolite of quercetin in humans» (PDF). J. Nutr. 131 (10): 2648–2652. 2001. PMID 11584085. http://jn.nutrition.org/content/131/10/2648.full.pdf. 
  97. «St John's wort effects on animals». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Φεβρουαρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 18 Φεβρουαρίου 2016. 
  98. «Quantitative phytochemical analyses of six hypericum species growing in slovenia». Planta Med. 65 (4): 388–90. 1999. doi:10.1055/s-2006-960798. PMID 17260265. 
  99. «Identification of the major constituents of Hypericum perforatum by LC/SPE/NMR and/or LC/MS». Phytochemistry 68 (3): 383–93. 2007. doi:10.1016/j.phytochem.2006.11.026. PMID 17196625. 
  100. Schwob I, Bessière JM, Viano J.Composition of the essential oils of Hypericum perforatum L. from southeastern France.C R Biol. 2002;325:781-5.
  101. «NMDA receptor-antagonistic properties of hyperforin, a constituent of St. John's Wort» (PDF). J. Pharmacol. Sci. 102 (1): 47–54. 2006. doi:10.1254/jphs.FP0060378. PMID 16936454. https://www.jstage.jst.go.jp/article/jphs/102/1/102_1_47/_pdf. 
  102. 102,0 102,1 102,2 102,3 102,4 «Skin tolerance of a new bath oil containing St. John's wort extract». Skin Pharmacol Physiol 21 (6): 306–311. 2008. doi:10.1159/000148223. PMID 18667843. 
  103. «Antimicrobial activity of seven hypericum entities from central Italy». Planta Med. 73 (6): 564–6. 2007. doi:10.1055/s-2007-967198. PMID 17516331. 

Πρόσθετη ανάγνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]