Βάαλ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο Βάαλ που κρατά τον κεραυνό, στήλη από την Ουγκαρίτ (1300-1500 π.Χ.)

Με το όνομα Βάαλ (σωστότερα «Βά'αλ», που σήμαινε κυριολεκτικά «Κύριος») αναφέρεται θεός των σημιτικών λαών, ανάμεσα στους οποίους Φοίνικες και Σύροι, Χαναναίοι, λαοί της Μεσοποταμίας, όπως οι Βαβυλώνιοι[1].

Στις μεταφράσεις των βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης από τα Εβραϊκά ως Βάαλ, άλλοτε ως αρσενικός («του Βάαλ») και σπανιότερα ως θηλυκός θεός («της Βάαλ»). Ανάλογα με την περιοχή συνδεόταν με τον Χαντάντ, θεό της βροχής / της γονιμότητας ή άλλες θεότητες με παρεμφερές όνομα[2]. Στην Παλαιά Διαθήκη υπάρχουν πολλές αναφορές σχετικά με την τάση του λαού του Ισραήλ να λατρεύουν τον ψεύτικο θεό (χαμπ Μπά‛αλ) και προτροπές να επιστρέψουν στην προγονική τους πίστη στον πραγματικό Θεό.[2] [3]

Στα ελληνικά όμως όπως καταγράφεται από τον Απολλόδωρο στη Βιβλιοθήκη του ήταν γνωστός ως Βήλος εξ ού και ο Βήλιος Δίας, δηλαδή ο Βάαλ στις ασιατικές φυλές, ο οποίος γεννήθηκε από τη Λιβύη και τον Ποσειδώνα και ήταν δίδυμος αδελφός του Αγήνορα, ο Αγήνορας αναχώρησε για τη Φοινίκη ενώ ο Βήλος παρέμεινε στην Αίγυπτο, έγινε βασιλιάς της και παντρεύτηκε την Αγχινόη, κόρη του Νείλου με την οποία απέκτησε δίδυμα αγόρια, τον Αίγυπτο και τον Δαναό, ενώ ο Ευριπίδης λέει πως απέκτησε και τον Κηφέα αλλά και τον Φινέα. Τον Δαναό λοιπόν τον έβαλε ο Βήλος να κατοικήσει στη Λιβύη, ενώ τον Αίγυπτο στην Αραβία ο οποίος αφού υπέταξε τη χώρα των Μελαμπόδων, την ονόμασε Αίγυπτο από τον εαυτό του.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Βάαλ Αρχειοθετήθηκε 2016-04-06 στο Wayback Machine., livepedia.gr
  2. 2,0 2,1 Βάαλ, Ενόραση, Τόμος 1 σ. 416, Διαδικτυακή Βιβλιοθήκη της Σκοπιάς
  3. λήμμα Βάαλ, Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Ελευθερουδάκη, 1927

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Baal στο Wikimedia Commons