Αυτοκρατορικός πιγκουίνος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αυτοκρατορικός πιγκουίνος
Ενήλικος αυτοκρατορικός πιγκουίνος
Ενήλικος αυτοκρατορικός πιγκουίνος
Κατάσταση διατήρησης

Προ Απειλής (IUCN 3.1)
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Απτηνοδυτόμορφα (Sphenisciformes) [i]
Οικογένεια: Απτηνοδυτίδες (Spheniscidae) [i]
Γένος: Απτηνοδύτης (Aptenodytes) J. F. Miller, 1778 M
Είδος: A. forsteri
Διώνυμο
Aptenodytes forsteri (Απτηνοδύτης του Φόρστερ)
G. R. Gray, 1844

Ο Αυτοκρατορικός πιγκουίνος είναι θαλάσσιο πτηνό της οικογενείας των Απτηνοδυτιδών (πιγκουίνων), της οποίας αποτελεί το μεγαλύτερο μέλος. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Aptynodetes forsteri και δεν περιλαμβάνει υποείδη.[1]

Ο αυτοκρατορικός πιγκουίνος είναι τυπικός εκπρόσωπος της κατηγορίας στην οποία εντάσσονται πτηνά ανίκανα να επιτελέσουν τη λειτουργία της πτήσης (flightless birds), κάτι που αποτυπώνεται και στην επιστημονική ονομασία του γένους (βλ. Ονοματολογία). Είναι ξεχωριστό -και θαυμαστό- είδος από κάθε άποψη, με σωματικές ικανότητες και φυσιολογία που το καθιστούν ιδιαίτερο μέσα στο ζωικό βασίλειο. Πέραν τούτου, αποτελεί υπόδειγμα κοινωνικότητας και εγκαρτέρησης στα δρώμενα των αποικιών αναπαραγωγής του, γεγονός που έχει καταγραφεί κατά τις τελευταίες δεκαετίες στον κινηματογράφο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, είτε υπό τη μορφή ντοκιμαντέρ είτε ως μυθοπλασία (κινούμενα σχέδια, κ.λ.π.) (βλ. Αναπαραγωγή).

Ο αυτοκρατορικός πιγκουίνος είναι το ψηλότερο και βαρύτερο από τα αρτίγονα είδη πιγκουίνων, ενδημικό στην Ανταρκτική. Το αρσενικό και το θηλυκό είναι παρόμοια σε μέγεθος και πτέρωμα, φθάνοντας τα 122 εκατοστά σε ύψος και τα 22-45 κιλά σε βάρος. Η ράχη και το κεφάλι είναι μαύρα, σαφώς οριοθετημένα από τη λευκή κοιλιά, το απαλό κίτρινο στήθος και τις φωτεινές κίτρινες περιοχές στα αυτιά. Όπως όλοι οι πιγκουίνοι, δεν μπορεί να πετάξει, αλλά διαθέτει υδροδυναμικό σώμα και άκαμπτες πτέρυγες, αμφότερα προσαρμοσμένα για το θαλάσσιο οικοσύστημα, εκεί όπου ο συγκεκριμένος πιγκουίνος είναι, πράγματι, «αυτοκράτορας».

Η διατροφή του αποτελείται κυρίως από ψάρια, αλλά μπορεί να περιλαμβάνει καρκινοειδή και κεφαλόποδα. Στο κυνήγι, μπορεί να παραμείνει κάτω από το νερό μέχρι 18 λεπτά, σε βάθη που μπορούν να φθάσουν τα 535 μέτρα. Για να συμβεί αυτό, είναι απαραίτητες κάποιες φυσιολογικές προσαρμογές, όπως η παρουσία μιας ασυνήθιστα δομημένης αιμοσφαιρίνης που λειτουργεί σε χαμηλά επίπεδα οξυγόνου, στέρεο ερειστικό σύστημα για να αντιμετωπίζει τη νόσο των δυτών (barotrauma), καθώς και την ικανότητα να μειώνει το μεταβολισμό του, διακόπτοντας βασικές λειτουργίες κάποιων οργάνων.

  • Ο αυτοκρατορικός πιγκουίνος είναι ο μοναδικός ανώτερος οργανισμός του ζωικού βασιλείου που αποτολμά -και καταφέρνει- να αναπαράγεται κάτω από τις δυσκολότερες συνθήκες που μπορεί να συναντήσει κανείς στον Πλανήτη: τον χειμώνα της Ανταρκτικής. (βλ. Αναπαραγωγή).

Ονοματολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η επιστημονική ονομασία του γένους είναι νεολατινικός όρος με ελληνογενή ρίζα που παραπέμπει τόσο στην ανικανότητα του πτηνού προς πτήση, όσο και στην ικανότητά του στις ενάλιες καταδύσεις: [ΕΤΥΜΟΛ. Aptenodytes < Απτηνοδύτης < αρχ. απτήν + δύτης]. Ο όρος μαρτυρείται από το 1810 στους αδελφούς Κυριακό και Μανουήλ Καπετανάκη.[2] Αντίστοιχα: [ΕΤΥΜΟΛ. Απτήν (-ήνος) < α (στερητ.) + πτηνός (επίθετο) «αυτός που έχει την ικανότητα να πετάει, ο φτερωτός» (η λέξη πτηνό είναι ουσιαστικοποιημένος τύπος του επιθέτου)] [3][4]

Η επιστημονική ονομασία του είδους, forsteri παραπέμπει στον Γερμανό πάστορα και φυσιοδίφη Γ. Φόρστερ, προς τιμήν του οποίου ονομάστηκε (βλ. Συστηματική ταξινομική).

  • Η λαϊκή ελληνική ονομασία Πιγκουίνος έχει ξενική προέλευση αλλά γράφεται λανθασμένα, παρά τη συγκεκριμένη γραφή με την οποία έχει επικρατήσει. Η ετυμολογία της λέξης έχει ως εξής: [ΕΤΎΜ. < ιταλ. pinguino < γαλλ. pinguin < αγγλ. penguin, πιθ. < ουαλ. pen § wyn «λευκό κεφάλι»].[3][4] Από την ετυμολογία και, σε όλες τις γλώσσες, είναι σαφής η χρήση του συμφώνου n το οποίο έχει παραλειφθεί αδικαιολόγητα από την ελληνική απόδοση, πιθανόν για λόγους ευκολίας στη γραφή. Ωστόσο, παλαιότερες αναφορές [ii] περιλαμβάνουν -ορθώς- το σύμφωνο ν του οποίου η μεταγενέστερη παράλειψη δεν ερμηνεύεται ετυμολογικά, οπότε η ορθή γραφή είναι Πινγκουίνος.

Συστηματική ταξινομική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά, το 1844, από τον Άγγλο ζωολόγο Τζορτζ Ρόμπερτ Γκρέι (George Robert Gray) στην Ανταρκτική,[5] ο οποίος έδωσε την ονομασία Aptynodetes από την ελληνική Απτηνοδύτης (βλ. Ονοματολογία) και την ονομασία forsteri προς τιμήν του Γερμανού πάστορα και φυσιοδίφη Γιόχαν Ράινχολντ Φόρστερ (Johann Reinhold Forster). Ο Φόρστερ είχε συνοδεύσει τον Τζέιμς Κουκ στο δεύτερο ταξίδι του (1772-5) μαζί με τον γιο του Γκέοργκ, ο οποίος ζωγράφιζε τα ζώα που συναντούσαν. Ο Γιόχαν Φόρστερ είχε την τιμή να δώσει ονομασίες σε πέντε taxa πινγκουίνων, που πρωτοείδε στο συγκεκριμένο ταξίδι.[6][7][8]

Μαζί με τον βασιλικό πιγκουίνο είναι τα μόνα αρτίγονα είδη στο γένος Aptenodytes. Απολιθώματα ενός τρίτου, εξαφανισμένου είδους (Α. ridgeni), που έζησε στα τέλη του Πλειόκαινου, περίπου τρία εκατομμύρια χρόνια πριν, ανακαλύφθηκαν στη Νέα Ζηλανδία.[9] Μελέτες της συμπεριφοράς των ειδών και η γενετική έχουν προτείνει ότι το γένος Aptenodytes είναι φυλογενετικά βασικό (basal), με άλλα λόγια, ότι αποσχίστηκε από έναν αρχικό κλάδο που οδήγησε σε όλα τα άλλα αρτίγονα είδη.[10] Στοιχεία μιτοχονδριακού και πυρηνικού DNA δείχνουν ότι αυτή η απόσχιση εμφανίστηκε περίπου 40 εκατομμύρια χρόνια πριν.[11]

Γεωγραφική κατανομή και βιότοπος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χάρτης εξάπλωσης του είδους Aptynodetes forsteri (με πράσινο χρώμα οι αναπαραγωγικές περιοχές, ενώ με κόκκινο χρώμα οι περιοχές προς τις οποίες μετακινείται γενικά)

Ο αυτοκρατορικός πιγκουίνος απαντά αποκλειστικά σε μία ζώνη της Ανταρκτικής περιφερειακά του Νοτίου Πόλου, μεταξύ 66° και 77°, νότιων γεωγραφικών πλατών.

Τρεις μεγάλες αποικίες έχουν αναφερθεί στα ηπειρωτικά: μία (τώρα πιθανόν μη υπάρχουσα), στα νησιά Ντάιον (Dion), έξω από τις δυτικές ακτές της Ανταρκτικής Χερσονήσου (Antarctic Peninsula),[12] μία σε ένα ακρωτήρι στον παγετώνα Τέιλορ (Taylor) στο Αυστραλιανό έδαφος της Ανταρκτικής [13] και, πιο πρόσφατα, μία στοn Κόλπο Αμούνδσεν (Amundsen Bay).[14]

Από το 2009, αριθμός μικρότερων αποικιών έχει αναφερθεί ότι δημιουργείται στα ηπειρωτικά στρώματα πάγου -όχι στον πάγο στη θάλασσα.[15] Ο βορειότερος αναπαραγωγικός πληθυσμός βρίσκεται στη νήσο Σνόου (Snow), κοντά στο βόρειο άκρο της Ανταρκτικής Χερσονήσου,[14] ενώ κάποια περιπλανώμενα άτομα έχουν καταγραφεί στα νησιά Χερντ (Heard) [16] και Νότια Γεωργία (South Georgia),[17] αλλά και στην Αργεντινή, τη Χιλή και τη Νέα Ζηλανδία.[18][19][20]

Αναπαράγεται σχεδόν πάντοτε σε σταθερές τράπεζες πάγου κοντά στην ακτή και μέχρι 18 χλμ. από τις ακτές (offshore). Ωστόσο, δεν είναι διόλου ασυνήθιστο τα εδάφη αναπαραγωγής να βρίσκονται βαθιά στα ηπειρωτικά, σε αποστάσεις που ξεπερνούν τα 100 χλμ. από τη θάλασσα (βλ Αναπαραγωγή). Οι αποικίες αναπαραγωγής βρίσκονται συνήθως σε περιοχές όπου, τα καλυμμένα με πάγο, βράχια και τα παγόβουνα προσφέρουν καταφύγιο από τον άνεμο.[21]

Μορφολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι ενήλικες αυτοκρατορικοί πιγκουίνοι έχουν ύψος 110-130 εκ.,[22] ενώ το βάρος τους κυμαίνεται από 22,7 - 45,4 κιλά και διαφέρει ανάλογα με το φύλο, με τα αρσενικά να ζυγίζουν περισσότερο από τα θηλυκά (ελαφρός φυλετικός διμορφισμός).

  • Ο αυτοκρατορικός πιγκουίνος είναι το 5ο βαρύτερο αρτίγονο είδος πτηνού, αφού υπολείπεται μόνον των μεγάλων παλαιόγναθων ατροπιδοφόρων (ratites) (στρουθοκάμηλος, εμού κ.ο.κ).[23]

Το βάρος του κάθε ατόμου διαφέρει, επίσης ανάλογα με την εποχή καθώς τόσο το αρσενικό όσο και το θηλυκό χάνουν πολύ βάρος, ενόσω επωάζουν ή μεγαλώνουν τους νεοσσούς τους. (βλ. Αναπαραγωγή) Όπως όλοι οι πιγκουίνοι, ο αυτοκρατορικός έχει υδροδυναμικό σώμα για να ελαχιστοποιεί την αντίσταση του νερού όταν κολυμπάει, ενώ οι πτέρυγες είναι σχετικά άκαμπτες, λειτουργώντας περισσότερο όπως τα πτερύγια των θαλάσσιων θηλαστικών.[24] Η γλώσσα του είναι εξοπλισμένη με μύστακες (barbs), ακιδωτούς σχηματισμούς με κατεύθυνση προς την οπίσθια πλευρά του στόματος, έτσι ώστε να αποτρέπεται η διαφυγή της λείας.[25]

Τα φύλα είναι παρόμοια σε χρωματισμούς.[21] Οι ενήλικες έχουν μαύρα φτερά στην άνω επιφάνεια του σώματος, που καλύπτουν το κεφάλι, τη ράχη, το πάνω μέρος των πτερύγων και την ουρά, αλλά και το πηγούνι και τον λαιμό. Αυτές οι μαύρες περιοχές είναι σαφώς οριοθετημένες ως προς το ανοιχτόχρωμο πτέρωμα στα άλλα σημεία του σώματος. Η κάτω επιφάνεια των πτερύγων και η κοιλιά έχουν λευκό χρώμα που, σταδιακά, γίνεται απαλό κίτρινο στο πάνω μέρος του στήθους, ενώ τα ωτικά καλυπτήρια είναι φωτεινά κίτρινα. Το ράμφος φθάνει τα 8 εκ. σε μήκος, με τη ρινοθήκη να είναι μαύρη και την γναθοθήκη ροζ, πορτοκαλί ή λιλά.[26]

Οι αυτοκρατορικοί πινγκουίνοι είναι πολύ κοινωνικά πτηνά

Στα νεαρά άτομα, τα ωτικά καλυπτήρια, το πηγούνι και ο λαιμός έχουν λευκό χρώμα, ενώ το ράμφος είναι μαύρο.

Το σκούρο πτέρωμα του αυτοκρατορικού πιγκουίνου «ξεθωριάζει» προς το καφέ από το Νοέμβριο μέχρι τον Φεβρουάριο (καλοκαίρι στην Ανταρκτική), πριν από την ετήσια έκδυση, τον Ιανουάριο και το Φεβρουάριο.[26] Η έκδυση πραγματοποιείται ταχύτατα, σε σύγκριση με άλλα πτηνά, διαρκώντας μόνο 34 ημέρες, περίπου. Τα καινούργια φτερά κάνουν την εμφάνισή τους πάνω από το δέρμα, αφού έχουν μεγαλώσει κατά το 1/3 του συνολικού μήκους τους, και πριν ακόμη αποπέσουν τα παλαιά φτερά, ώστε να μειωθεί στο ελάχιστο η απώλεια θερμότητας. Τα νέα φτερά, στη συνέχεια, ωθούν τα παλαιά να πέσουν πριν ολοκληρωθεί η ανάπτυξή τους.[27]

Τροφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η διατροφή των αυτοκρατορικών πιγκουίνων αποτελείται κυρίως από ψάρια, μαλακόστρακα και κεφαλόποδα,[28] αν και η σύνθεσή της ποικίλλει από πληθυσμό σε πληθυσμό. Τα ψάρια είναι συνήθως η πιο σημαντική πηγή τροφής, με το είδος της Ανταρκτικής Pleuragramma antarcticum, να αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος της διατροφής του πουλιού. Άλλα είδη που καταγράφονται περιλαμβάνουν ψάρια της οικογένειας Nototheniidae, τα καλαμάρια Psychroteuthis glacialis και Kondakovia longimana, καθώς και το κριλ της Ανταρκτικής, Euphausia superba.[29]

Τυπική αποικία αυτοκρατορικών πινγκουίνων

Οι πιγκουίνοι αναζητούν θηράματα στα ανοικτά του Νότιου Ωκεανού, είτε σε ελεύθερες από πάγο περιοχές της ανοικτής θάλασσας ή σε ρωγμές στις τράπεζες πάγου που έχουν δημιουργηθεί από την παλίρροια.[21] Μία από τις μεθόδους κυνηγιού, είναι να καταδύεται στα 50 μέτρα, περίπου, εκεί όπου μπορεί να εντοπίσει εύκολα ψάρια που ζουν στον πάγο (συμπαγικά, sympagic), που συνήθως κολυμπούν στον πυθμένα, όπως το Pagothenia borchgrevinki. Η σύλληψη της λείας γίνεται με επανειλημμένες καταδύσεις -5 με 6 φορές- πριν αναδυθεί για να αναπνεύσει.[30] Ο αυτοκρατορικός πιγκουίνος είναι εξαιρετικός κολυμβητής, κινούμενος με επιδέξιους ελιγμούς και, αλλάζοντας γρήγορα κατεύθυνση. Συνήθως κολυμπάει με ταχύτητες γύρω στα 11χλμ/ώρα, αλλά έχουν καταγραφεί και ταχύτητες 14,5 χλμ/ώρα.[31]

Προσαρμογή στο κρύο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο αυτοκρατορικός πιγκουίνος αναπαράγεται στο ψυχρότερο περιβάλλον του Πλανήτη, κάτι που είναι απαγορευτικό για οποιοδήποτε άλλο μέλος του ιπτάμενου βασιλείου, με θερμοκρασίες του αέρα που μπορεί να φθάσουν στους -60 °C και οι ταχύτητες του ανέμου μπορεί να φτάσουν τα 200 χλμ/ώρα. Η θερμοκρασία του νερού είναι η χαμηλότερη δυνατή, στους -1.8 °C, πολύ χαμηλότερη από τον μέσο όρο της θερμοκρασίας του σώματος του πτηνού, στους 39 °C. Επομένως, είναι εύλογο και αναμενόμενο, το είδος να έχει αναπτύξει προσαρμογές στη φυσιολογία του, ώστε να αντισταθμίζει την απώλεια θερμότητας.[32] Το πτέρωμα παρέχει το 80-90% της μόνωσης, ενώ διαθέτει ένα στρώμα υποδερμικού λίπους, το οποίο μπορεί να φθάσει τα 3 εκ. σε πάχος, πριν την αναπαραγωγή.[33] Αυτό το στρώμα, ωστόσο, παρεμποδίζει την κινητικότητα των αυτοκρατορικών πιγκουίνων στο έδαφος, σε σύγκριση με τα «ξαδέλφια» τους, τους πιγκουίνους του Μαγγελάνου (Spheniscus magellanicus), οι οποίοι έχουν πολύ λιγότερο λίπος.[34] Τα φτερά του είναι μικρά, λογχοειδή και άκαμπτα, τοποθετημένα πυκνά πάνω σε ολόκληρη την επιφάνεια του δέρματος. Η πυκνότητά τους φθάνει τα 15 φτερά/εκ.2, την υψηλότερη από κάθε άλλο είδος πτηνού.[35] Ένα επιπλέον μονωτικό στρώμα που αποτελείται από ξεχωριστά στελέχη πτίλων, παρεμβάλλεται μεταξύ των κυρίως φτερών και του δέρματος.

Εξειδικευμένοι μύες επιτρέπουν στα φτερά να ανορθώνονται, όταν το πουλί είναι στη στεριά, μειώνοντας την απώλεια θερμότητας μέσω παγίδευσης ενός στρώματος αέρα δίπλα στο δέρμα. Αντιστρόφως, το πτέρωμα «οριζοντιώνεται» στο νερό, στεγανοποιώντας έτσι το δέρμα και το πτιλώδες υπόστρωμα.[36] Η περιποίηση του πτερώματος (preening) είναι ζωτικής σημασίας για τη διευκόλυνση της μόνωσης, καθώς και της αδιαβροχοποίησής του μέσω της λίπανσης με ειδικό ελαιώδη παράγοντα.[37]

Πολλές φορές, η μετακίνηση διευκολύνεται με πρηνηδόν ολίσθηση (toboganning)

Ο αυτοκρατορικός πιγκουίνος είναι σε θέση να αυτοθερμορρυθμίζεται, δηλαδή να διατηρεί σταθερή τη θερμοκρασία του σώματός του σε ευρύ φάσμα θερμοκρασιών χωρίς, ωστόσο, να χρειαστεί να μεταβάλλει τον μεταβολισμό του. Γνωστό ως θερμο-ουδέτερη ζώνη (thermoneutral range), το εύρος αυτό εκτείνεται από τους -10 °C έως τους 20 °C. Κάτω από αυτό το εύρος θερμοκρασιών, ο μεταβολικός ρυθμός του σώματος αυξάνεται σημαντικά, παρόλο που ένα άτομο μπορεί να διατηρήσει τη θερμοκρασία του εσωτερικού (πυρήνα) του σώματός του (38,0 °C) μέχρι την εξωτερική θερμοκρασία των -47 °C.[38] Η συνεχής κίνηση με κολύμπι, περπάτημα και το μυικό ρίγος είναι τρεις σημαντικοί μηχανισμοί για την αύξηση του μεταβολισμού. Μια τέταρτη διαδικασία περιλαμβάνει αύξηση στη διάσπαση των λιπών από ένζυμα, η οποία πυροδοτείται από την ορμόνη γλυκαγόνη.[39]

Αλλά και αντίστροφα, σε θερμοκρασίες πάνω από 20 °C, το πτηνό ενεργοποιεί και πάλι τον μεταβολικό του ρυθμό, ώστε να αυξηθεί η απώλεια θερμότητας. Αυτά υποβοηθούνται με το άπλωμα των πτερύγων του και εκθέτοντας την κάτω πλευρά τους, οπότε αυξάνει η συνολική εκτιθέμενη επιφάνεια του σώματος κατά 16%, διευκολύνοντας την περαιτέρω απώλεια θερμότητας.[40]

Προσαρμογές στις καταδύσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εκτός από το κρύο, ο αυτοκρατορικός πιγκουίνος έρχεται αντιμέτωπος με μιαν ακόμη κατάσταση που, θεωρητικά, θα μπορούσε να αποβεί εξαιρετικά επικίνδυνη. Στις μεγάλες καταδύσεις που πραγματοποιεί, η υδροστατική πίεση που ασκείται στους ιστούς του σώματός του είναι εξαιρετικά υψηλή, έως 40 φορές μεγαλύτερη από εκείνη στην επιφάνεια του νερού, η οποία στους περισσότερους άλλους χερσαίους οργανισμούς θα μπορούσε να προκαλέσει συμπτώματα που είναι γνωστά με τη γενική ονομασία νόσος των δυτών ή βαρότραυμα (barotrauma). Μία από τις προσαρμογές του σώματος του πιγκουίνου για να αντιμετωπιστεί αυτή η κατάσταση είναι ότι, τα οστά του δεν είναι πνευματικά, δηλαδή δεν έχουν τους γεμάτους με αέρα χώρους που τα κάνουν ελαφρύτερα, αλλά -και εφόσον δεν υπάρχει η δυνατότητα για πτήση- είναι «γεμάτα» με οστίτη ιστό σε όλη τους την έκταση. Ωστόσο, παραμένει ακόμη ανεξήγητο, πώς αντιμετωπίζουν την αυξημένη διαλυτότητα αζώτου στο αίμα τους, σε τόσο μεγάλα βάθη.[41]

Κατά τη διάρκεια των καταδύσεών του σε μεγάλα βάθη, ο καρδιακός ρυθμός του πουλιού μειώνεται σε πολύ χαμηλά επίπεδα, της τάξης των 15-20 παλμών/λεπτό, οπότε μειώνεται σημαντικά η ανάγκη για οξυγόνο και αναστέλλεται, για όσο διαρκεί η κατάδυση, η λειτουργία κάποιων μη βασικών οργάνων.[25] Ωστόσο, η σημαντικότερη προσαρμογή είναι ότι, η αιμοσφαιρίνη και η μυοσφαιρίνη του πτηνού εξακολουθούν να είναι σε θέση να δεσμεύουν και να μεταφέρουν οξυγόνο στους ιστούς, ακόμη και σε αυτές τις χαμηλές συγκεντρώσεις του αερίου στο αίμα, κάτι που σε οποιονδήποτε άλλον οργανισμό θα προκαλούσε απώλεια αισθήσεων.[42]

Φωνή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ενήλικος αυτοκρατορικός πινγκουίνος καλώντας το μικρό του

Δεδομένου ότι το είδος δεν διατηρεί σταθερές θέσεις φωλιάσματος, έτσι ώστε τα άτομα να μπορούν να εντοπίσουν τους δικούς τους εταίρους ή νεοσσούς, οι αυτοκρατορικοί πιγκουίνοι βασίζονται αποκλειστικά στα φωνητικά καλέσματα για την αναγνώριση.[43] Χρησιμοποιούν ένα πολύπλοκο σύνολο καλεσμάτων που είναι κρίσιμα για την ατομική αναγνώριση, εμφανίζοντας τη μεγαλύτερη διακύμανση σε μεμονωμένες κλήσεις από όλους τους πιγκουίνους.[21][43] Οι αυτοκρατορικοί πιγκουίνοι χρησιμοποιούν δύο ζώνες συχνοτήτων ταυτόχρονα.[44] Οι νεοσσοί χρησιμοποιούν ένα «σφύριγμα» (whistle) διαμορφωμένης συχνότητας όταν ζητούν τροφή και για να επικοινωνήσουν με τους γονείς.[21]

Αναπαραγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γενικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αυτοκρατορικός πιγκουίνος σιτίζοντας το μικρό του

Η αναπαραγωγή των αυτοκρατορικών πιγκουίνων αποτελεί το σημαντικότερο «κεφάλαιο» της ζωής τους και ένα από τα κορυφαία δρώμενα της εξελικτικής πορείας των οργανισμών, ανεξαρτήτως ταξινομικής μονάδας (taxon). Ο τρόπος με τον οποίο αυτή διαδραματίζεται (sic), αποτελεί υπόδειγμα συνεργασίας και αντοχής, στοιχεία χωρίς τα οποία θα ήταν αδύνατον να πραγματοποιηθεί κάτω από τις δεδομένες συνθήκες.

Ωστόσο οι «νόμοι» της ζωής και της εξέλιξης είναι σκληροί. Αυτά τα ίδια τα πτηνά που, σχεδόν θυσιάζονται για να φέρουν στον κόσμο τους νεοσσούς τους, αλλάζουν στάση αμέσως μόλις συμβεί μια καθοριστική απώλεια. Εάν ένας από τους εταίρους πεθάνει ή σκοτωθεί κατά τη διάρκεια της περιόδου αναπαραγωγής, ο επιζών γονέας εγκαταλείπει το αυγό ή τα μικρά του και πάει πίσω στη θάλασσα για να τραφεί, κάτι που σημαίνει ότι είναι αδύνατον να επιβιώσει ο νεοσσός χωρίς την παρουσία και των δύο γονέων.

Δύο είναι τα κύρια στοιχεία που κυριαρχούν στο παρασκήνιο του αναπαραγωγικού κύκλου του αυτοκρατορικού πιγκουίνου: το πρώτο είναι οι ακραίες, δυσμενέστατες καιρικές συνθήκες που έχουν επιλεγεί για την αναπαραγωγή. Ουδείς ανώτερος οργανισμός επιλέγει τον χειμώνα της Ανταρκτικής για να αναπαραχθεί, πολύ περισσότερο όταν είναι άμεσα εκτεθειμένος στο εξωτερικό περιβάλλον.

Το δεύτερο είναι η συνεργασία, για την ακρίβεια, η συνεργασία που εμπεριέχει την αυταπάρνηση. Ουδείς των εταίρων εγκαταλείπει αυτό το οποίο αναλαμβάνει εξ αρχής και προσπαθεί να το διεκπεραιώσει. Οι προσπάθειες δεν έχουν πάντοτε αίσιο τέλος, το αντίθετο μάλιστα, υπάρχουν πολλές απώλειες. Ωστόσο, η επιμονή στον σκοπό είναι αυτό που αξίζει να παρατηρήσει κανείς στον αυτοκρατορικό πιγκουίνο και που, τελικά, χαρακτηρίζει αυτόν τον υπεύθυνο οργανισμό.

Ετήσιος κύκλος αναπαραγωγής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο ετήσιος κύκλος αναπαραγωγής του αυτοκρατορικού πιγκουίνου διαδραματίζεται ως εξής (βλ. και Εικόνα):

Ιανουάριος- Φεβρουάριος: Το καλοκαίρι της Ανταρκτικής βρίσκεται στην κορύφωσή του. Τα ενήλικα πτηνά κολυμπούν και αναζητούν την τροφή τους στην ανοικτή θάλασσα. Πρέπει να τραφούν εξαιρετικά καλά, για να αντιμετωπίσουν τη νηστεία των επομένων μηνών. Εκείνα που έχουν διαβεί το 4ο έτος της ηλικίας τους είναι έτοιμα να αναπαραχθούν, αν και συνήθως αρχίζουν 1 με 3 χρόνια αργότερα.[45]

Μάρτιος-Απρίλιος: Ο ερχομός του φθινοπώρου στην Ανταρκτική και η επακόλουθη μείωση της διάρκειας της ημέρας, [iii] «πυροδοτούν» την έναρξη μιας μακράς πορείας από την ακτή προς τα ηπειρωτικά, προς αναζήτηση των κατάλληλων περιοχών ωοτοκίας. Μερικές φορές, οι καλυπτόμενες αποστάσεις φθάνουν τα (50-)100 έως 120(-160) χιλιόμετρα, κάτι εξαιρετικά κοπιαστικό για ένα πτηνό που κινείται αργά και αδέξια στη στεριά,[46] με μέση ωριαία ταχύτητα μόλις τα 2,8 χλμ/ώρα.[31] Μερικές φορές, όταν ο πάγος είναι ομοιόμορφα κατανεμημένος, μετακινείται με πρηνηδόν ολίσθηση (toboganning), κάνοντας δηλαδή σκι (sic) με την κοιλιά του.

Ταυτόχρονα, αρχίζει η περίοδος νηστείας για όλα τα πουλιά. Δεν θα ξανατραφούν μέχρι να ξαναδούν τη θάλασσα.

Παρόλο που είναι φθινόπωρο, οι θερμοκρασίες πέφτουν αρκετά, φθάνοντας ήδη τους -40 °C. Οι πιγκουίνοι αναζητούν το ταίρι τους, με τα αρσενικά να καταφθάνουν λίγο νωρίτερα από τα θηλυκά. Υπάρχει ανισότητα στην αναλογία των φύλων, με περισσότερα θηλυκά από αρσενικά (σε μια αποικία καταγράφηκε αναλογία 39,5% αρσενικά, 60,5% θηλυκά). Αυτή η ανισότητα οδηγεί σε έντονο ανταγωνισμό για τα αρσενικά μεταξύ των θηλυκών.[47] Το αρσενικό δίνει εντυπωσιακές «παραστάσεις» (ecstatic displays), στεκόμενο ακίνητο και τοποθετώντας το κεφάλι στο στήθος του και αρθρώνοντας κάποιο κάλεσμα ερωτοτροπίας για 1-2 δευτερόλεπτα. Κατόπιν αρχίζει να περιφέρεται στην αποικία και επαναλαμβάνει το κάλεσμα. Όταν συναντηθεί με το επιθυμητό θηλυκό, στέκεται απέναντί του πρόσωπο με πρόσωπο και τεντώνει το κεφάλι και το λαιμό του, ενώ το θηλυκό μιμείται τις κινήσεις του «κατοπτρικά». Και οι δύο κρατούν αυτή τη στάση για μερικά λεπτά. Μόλις επιβεβαιωθεί ο «δεσμός» τους, περιφέρονται γύρω από την αποικία, με το θηλυκό να ακολουθεί το αρσενικό. Εάν δεν συμβεί κάτι απρόοπτο θα μείνουν μαζί, όχι μόνον εφέτος αλλά και για αρκετά χρόνια ακόμη. Ωστόσο, εάν αργήσει ο ένας από τους δύο να κάνει την εμφάνισή του τον επόμενο χρόνο, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα για «απιστία», διότι προέχει ο χρονισμός (timing) αναπαραγωγής, αφού οι καιρικές συνθήκες στην Ανταρκτική δεν μπορούν να περιμένουν.[48]

Μάιος: Είναι ο τελευταίος μήνας του φθινοπώρου και οι συνευρέσεις των συντρόφων βρίσκονται στην κορύφωσή τους. Πριν από τη συνουσία, το ένα πουλί υποκλίνεται βαθιά μπροστά στο άλλο, με το ράμφος κοντά στο έδαφος, ενώ ο άλλος εταίρος τον μιμείται.[49] Το ζευγάρι δεν φτιάχνει φωλιά. Κάτι τέτοιο, άλλωστε, θα ήταν ανώφελο, αφ’ ενός λόγω του -επικίνδυνα- παγωμένου εδάφους, αφετέρου λόγω της έλλειψης υλικών κατασκευής στην περιοχή.

Σχηματική αναπαράσταση του ετήσιου αναπαραγωγικού κύκλου του Αυτοκρατορικού Πιγκουίνου (το διάγραμμα θεωρείται διακεκριμένη απεικόνιση στα Wikipedia Commons, λόγω του ότι συνεισφέρει τα μέγιστα στην κατανόηση του συνοδευτικού κειμένου)

Ιούνιος: Ο σκληρός χειμώνας της Ανταρκτικής είναι παρών και, μαζί του, αρχίζει ο «γολγοθάς» του ζευγαριού, ιδιαίτερα του αρσενικού. Στις αρχές Ιουνίου -ή και στα τέλη του προηγούμενου μήνα- το θηλυκό γεννάει ένα (1) και μοναδικό αβγό. Το αβγό έχει σχήμα αχλαδιού, απαλό λευκοπράσινο χρώμα και διαστάσεις 12 Χ 8 εκατοστά, περίπου, ενώ ζυγίζει γύρω στα 450-470 γραμμάρια.[49] Φαίνεται μεγάλο αλλά, τυπικά, δεν είναι διότι αντιστοιχεί μόλις στο 2,3% του βάρους της μητέρας, κατ’ ουσίαν δηλαδή είναι από τα μικρότερα αβγά που γεννάει ένα πουλί, αναλογικά με τον όγκο του.[50] Το αβγό βγαίνει από το σώμα της μητέρας και τοποθετείται από την ίδια, επιδέξια στην πάνω πλευρά των ποδιών της, χωρίς να έλθει σε επαφή με το παγωμένο έδαφος, ενώ το καλύπτει και το θερμαίνει στο κάτω μέρος της κοιλιάς, μέσα σε μια ειδική θυλακωτή πτυχή του σημείου εκείνου (brood patch).

Ωστόσο, οι ανάγκες της γέννας έχουν εξαντλήσει τα διατροφικά αποθέματα του θηλυκού, που πρέπει να αναχωρήσει επειγόντως για τη θάλασσα, το μόνο μέρος όπου μπορεί να τραφεί. Το αβγό πρέπει να το παραλάβει το αρσενικό που θα πραγματοποιήσει ολόκληρη σχεδόν την επώαση. Οι στιγμές που το θηλυκό τού «παραδίδει» το αβγό είναι κρίσιμες και καθοριστικές, διότι εάν έλθει σε επαφή με το έδαφος, το έμβρυο «καταψύχεται» ταχύτατα. Ευτυχώς, το κέλυφος του αβγού είναι αρκετά παχύ, με 15,7% του συνολικού βάρους, οπότε μειώνονται οι κίνδυνοι θραύσης κατά την «παράδοση». Το αρσενικό πλησιάζει το θηλυκό μέχρι να ακουμπήσουν τα πόδια του στα δικά της πόδια. Έπειτα, με μαλακές, προσεκτικότατες κινήσεις το θηλυκό αφήνει το αυγό να «ρολάρει» απαλά προς τα πόδια του αρσενικού και...απελευθερώνεται. Δεν είναι πάντοτε αυτή η «παράδοση» επιτυχής. Πολλά αυγά κατρακυλούν στο εξαιρετικά παγωμένο έδαφος και, όταν επανέλθουν στα πόδια του γονέα, είναι ήδη πολύ αργά για το έμβρυο.

Η δυσκολότερη φάση του αναπαραγωγικού κύκλου του αυτοκρατορικού πιγκουίνου έχει μόλις αρχίσει. Το θηλυκό αναχωρεί εξαντλημένο για τη θάλασσα, που απέχει δεκάδες χιλιόμετρα από την τοποθεσία της γέννας, αναζητώντας επειγόντως τροφή. Θα λείψει για δύο μήνες, περίπου (64 ημέρες, μέσος όρος απουσίας).[49] Το αρσενικό έχει ακόμη δυσκολότερο έργο, διότι αναλαμβάνει το αβγό αποκλειστικά υπό την προστασία του, με το «μαρτυρικό» καθήκον να το ισορροπεί (sic) ανάμεσα στα πόδια του, στεκόμενος όρθιος για δύο μήνες, χωρίς να τού πέσει στο έδαφος, να μην τραφεί καθόλου βασιζόμενος στα αποθέματα λίπους του και, κυρίως, να αντέξει τον σκληρότερο χειμώνα του Πλανήτη.

Ιούλιος: Ο χειμώνας της Ανταρκτικής «δείχνει τα δόντια του». Οι θερμοκρασίες πέφτουν στους -45 °C έως -60 °C, αλλά είναι κυρίως οι ισχυρότατοι άνεμοι που φθάνουν τα 200 χλμ/ώρα. Ουδείς ανώτερος οργανισμός θα μπορούσε να αντέξει αυτές τις συνθήκες. Ακόμη και η σκληροτράχηλη πολική αρκούδα του Βορείου Πόλου, γεννάει μέσα σε φωλιές σκαμμένες στο χιόνι, προφυλαγμένη από το κρύο. Ο αυτοκρατορικός πιγκουίνος, όμως, είναι απόλυτα εκτεθειμένος στο εξωτερικό περιβάλλον.

Η αποικία των -αρσενικών πλέον- πουλιών καταφεύγει στην εξής απλή αλλά σοφή στρατηγική: τα πουλιά σχηματίζουν κύκλο με τη ράχη τους στραμμένη προς τον άνεμο και, πάντοτε ισορροπώντας το αβγό στα πόδια τους, ακουμπάνε το ένα πάνω στο άλλο, στήθος με ράχη. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργούν εστία θερμότητας, που μέσω των σωμάτων τους, προσπαθούν να τη διατηρήσουν όσο το δυνατόν καλύτερα και για περισσότερο χρονικό διάστημα. Φυσικά τα πουλιά στο εσωτερικό του κύκλου είναι εκείνα που θερμαίνονται περισσότερο, ενώ εκείνα στην περιφέρεια δέχονται τις ριπές του ανέμου. Γι αυτό, αλλάζουν μεταξύ τους κάθε τόσο, με τα εσωτερικά να περνάνε προς τα έξω και τούμπαλιν και, όλα αυτά με αγαστή συνεργασία. Το μόνο που έχουν να κάνουν, πλέον, είναι να υπομένουν και να περιμένουν.

  • Υπόδειγμα υποταγής του ατόμου στο σύνολο αποτελεί ο τρόπος διάταξης και αναδιάταξης των αυτοκρατορικών πιγκουίνων στον «σωρό» που σχηματίζουν. Ομάδα από ανεξάρτητους ερευνητές, διαφόρων εθνικοτήτων, ανακάλυψε το Φθινόπωρο του 2013 ότι, η μετακίνηση ακόμη και ενός (1) μοναδικού ατόμου κατά μερικά εκατοστά του μέτρου, «πυροδοτεί» αλυσιδωτές μετακινήσεις των υπολοίπων προς οποιαδήποτε κατεύθυνση έτσι, ώστε να επανέλθει η αρχική «ισορροπία» στο σύνολο. Μάλιστα, από μελέτες μοντέλων που πραγματοποιήθηκαν στο Πανεπιστήμιο του Ερλάνγκεν στη Γερμανία, φαίνεται ότι η μίμηση της κίνησης των πιγκουίνων και της επακόλουθης αναδιάταξής τους στον χώρο, μπορεί να οδηγήσει στην καλυτέρευση της κυκλοφορίας των αυτοκινήτων (sic), σε συνθήκες μποτιλιαρίσματος, ιδιαίτερα στο μέλλον όταν πρόκειται να τεθούν στην κυκλοφορία οχήματα χωρίς οδηγό.[51]

Αύγουστος: Οι πρώτοι νεοσσοί έρχονται στον -σκληρό- κόσμο της Ανταρκτικής. Η έξοδος από το αβγό μπορεί να διαρκέσει δύο ή και τρεις ημέρες για να ολοκληρωθεί, καθώς το κέλυφος του αυγού είναι παχύ. Οι νεοσσοί είναι ημι-φωλεόφιλοι, καλύπτονται μόνο με ένα λεπτό στρώμα από πούπουλα και εξαρτώνται άμεσα από τον πατέρα για τροφή και ζεστασιά.[52] Στην πλειονότητα των περιπτώσεων ο νεοσσός εκκολάπτεται πριν από την επιστροφή της μητέρας, οπότε ο -ήδη εξαντλημένος από τη νηστεία- πατέρας, τον τροφοδοτεί με ένα ειδικό πήγμα που εμέσσει από το πεπτικό του σύστημα, αποτελείται από 59% πρωτεΐνες και 28% λιπίδια, και το οποίο παράγεται από έναν ειδικό αδένα στον οισοφάγο του.[53]

Στα μέσα Αυγούστου αρχίζουν να επιστρέφουν τα πρώτα θηλυκά. Τα αρσενικά τις υποδέχονται με φωνές ενθουσιασμού, εξαντλημένα από την ασιτία. Η επιστροφή μπορεί να γίνει ανά πάσα στιγμή από την εκκόλαψη έως δέκα ημέρες αργότερα. Η αποικία κατακλύζεται από χιλιάδες φωνές και, εκείνη, οφείλει να βρει το ταίρι και τον νεοσσό της ακούγοντας και αναγνωρίζοντας το κάλεσμα του πατέρα. Μόλις γίνει αυτό, η μητέρα αναλαμβάνει αμέσως το αβγό -εάν δεν έχει ήδη εκκολαφθεί- ή τον νεοσσό σιτίζοντάς τον με αναμασημένη τροφή που έχει αποθηκεύσει στο στομάχι της. Το αρσενικό φεύγει με τη σειρά του για τη θάλασσα, όπου θα τραφεί για να αναπληρώσει το χαμένο σωματικό του βάρος. Θα επιστρέψει μετά από 24 ημέρες, περίπου.[46] Η συνέχεια είναι απλούστερη για τους γονείς, αφού αλλάζουν τακτικά βάρδιες. Ο ένας γονέας προσέχει τον νεοσσό και ο άλλος τρέφεται στη θάλασσα. Αυτό μπορεί να επαναληφθεί μέχρι και έξι φορές στη σειρά,[49] διότι οι νεοσσοί πεινάνε διαρκώς, αλλά και το λιώσιμο των πάγων που ακολουθεί, μειώνει τη διανυόμενη απόσταση μέχρι τη θάλασσα.[47]

Όταν επιστρέψουν τα θηλυκά, τα αρσενικά έχουν να τραφούν τέσσερις μήνες, περίπου (!) -μέσος όρος νηστείας 115 ημέρες-,[49] από τη στιγμή που άφησαν τη θάλασσα, γύρω στον Απρίλιο. Όλο αυτό το διάστημα έχουν χάσει 20 κιλά, από περίπου 38 κιλά σε μόλις 18 κιλά, δηλαδή πάνω από το 50% του αρχικού τους βάρους.

[54][55]

  • Σημειωτέον ότι η συγκεκριμένη στρατηγική αναπαραγωγής, παρατηρείται μόνον στον αυτοκρατορικό πιγκουίνο και όχι στα υπόλοιπα είδη. Σε εκείνα, εξ αρχής τους νεοσσούς αναλαμβάνουν και οι δύο γονείς αλλάζοντας τακτικά βάρδιες.

Σεπτέμβριος-Οκτώβριος: Οι πρώτοι μήνες της άνοιξης βρίσκουν την «οικογένεια» να αναθρέφει, όχι μόνον τους δικούς της νεοσσούς, αλλά και των διπλανών οικογενειών, ένα φαινόμενο που στην ηθολογία των ζώων αποκαλείται Crèche. Παρατηρείται σε αρκετά είδη, όχι μόνο πτηνών, αλλά και θηλαστικών (π.χ. στα λιοντάρια) και γίνεται για να εξυπηρετηθεί κάποιος κοινός σκοπός. Στην περίπτωση των πιγκουίνων είναι η προστασία από το κρύο. Οι ενήλικες, μαζί με τους νεοσσούς τους, αναμιγνύονται σε μεγάλα σύνολα και προσπαθούν να ζεσταθούν, μέχρι να καλυτερέψει ο καιρός.[56] Οι νεοσσοί συνήθως καλύπτονται με ασημί-γκρι πτίλα και έχουν μαύρα κεφάλια με λευκές «μάσκες».[26] Ένας νεοσσός με ολόλευκο πτέρωμα βρέθηκε το 2001, αλλά δεν θεωρήθηκε ότι είναι αλμπίνο, δεδομένου ότι δεν διέθετε ροζ οφθαλμούς.[57] Οι νεοσσοί ζυγίζουν περίπου 315 γραμ. μετά την εκκόλαψη, και πτερώνονται όταν φθάσουν περίπου το 50% του βάρους των ενηλίκων.[45]

Νοέμβριος: Είναι ο τελευταίος μήνας της ανταρκτικής άνοιξης και οι καιρικές συνθήκες είναι ήδη πολύ βελτιωμένες. Τα Crèche αρχίζουν να διαλύονται και οι πρώτες εκδύσεις (moulting) των νεοσσών είναι στο προσκήνιο. Οι γονείς αρχίζουν σταδιακά να μειώνουν τη συχνότητα και την ποσότητα σίτισης και οι νεοσσοί αρχίζουν να εγκαταλείπουν την αποικία.

Δεκέμβριος: Το καλοκαίρι μπαίνει στην Ανταρκτική και αρχίζει το λιώσιμο των πάγων. Η σίτιση των νεοσσών έχει διακοπεί από τους γονείς, το πτέρωμά τους έχει αλλάξει κατά μεγάλο ποσοστό και όλα τα πουλιά παίρνουν τον δρόμο προς τη θάλασσα. Η πρόσβαση αυτή τη φορά είναι πολύ πιο εύκολη. Οι πάγοι λιώνοντας αποκαλύπτουν το υπόστρωμα του εδάφους, όπου το περπάτημα των -αδέξιων στη στεριά- πουλιών πραγματοποιείται με σχετική άνεση, ενώ οι αποστάσεις είναι αισθητά μειωμένες, εκεί όπου υπήρχε καθαρός πάγος. Τα πουλιά φθάνουν κατά ομάδες στη θάλασσα, όπου θα περάσουν το υπόλοιπο καλοκαίρι σιτιζόμενα. Οι νεαροί πιγκουίνοι θα περιμένουν τουλάχιστον 4-5 χρόνια μέχρι να ωριμάσουν σεξουαλικά, ενώ οι ενήλικες απολαμβάνουν το καλοκαίρι μέχρι τον δύσκολο επόμενο χειμώνα. Ο ετήσιος αναπαραγωγικός κύκλος έχει ολοκληρωθεί.

Διάρκεια ζωής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο μέσος ετήσιος ρυθμός επιβίωσης των πιγκουίνων έχει μετρηθεί σε 95,1%, με μέσο προσδόκιμο ζωής τα 19,9 χρόνια. Οι ίδιοι ερευνητές υπολόγισαν ότι το 1% των πιγκουίνων που εκκολάφθηκαν θα μπορούσε να φθάσει σε ηλικία 50 ετών.[58] Ωστόσο, μόνο το 19% των νεοσσών επιβιώνουν στο 1ο έτος της ζωής τους.[59] Ως εκ τούτου, το 80% του πληθυσμού των αυτοκρατορικών πιγκουίνων περιλαμβάνει ενήλικες πέντε ετών και άνω.[58]

Θηρευτές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σπαθοληστόγλαρος (Stercorarius pomarinus) αναζητώντας κάποιον απροστάτευτο νεοσσό

Οι κύριοι θηρευτές του είδους είναι τα πτηνά και τα υδρόβια θηλαστικά που ζουν στην περιοχή της Ανταρκτικής. Ο πλέον επικίνδυνος είναι ο γιγάντιος μακρονήκτης (Macronectes giganteus), το κυρίαρχο αρπακτικό πτηνό της ηπείρου, που ευθύνεται για το 34% των θανάτων νεοσσών του αυτοκρατορικού πιγκουίνου σε ορισμένες αποικίες, αν και, συχνά, τρέφεται με νεκρά άτομα εκκαθαρίζοντας την περιοχή. Επίσης, ο ληστόγλαρος του Νότιου Πόλου (Stercorarius maccormicki) είναι ένα ακόμη αρπακτικό πτηνό που περιφέρεται στις αποικίες, αλλά η έλευσή του συμπίπτει με τους ήδη ανεπτυγμένους νεοσσούς, οπότε στρέφεται μόνο σε νεκρά πουλιά.[60] Περιστασιακά, ένας γονέας μπορεί να υπερασπιστεί σθεναρά τον νεοσσό από τυχόν επίθεση, αν και μπορεί να μην αντιδράσει εάν ο νεοσσός του είναι ασθενικός.[61]

Οι μόνοι θηρευτές που επιτίθενται σε υγιείς ενήλικες πιγκουίνους, είναι από τα ισχυρότερα αρπακτικά θηλαστικά του Νοτίου Πόλου, με υψηλό δείκτη ευφυίας. Το πρώτο είναι η φώκια-λεοπάρδαλη (Hydrurga leptonyx), η οποία επιτίθεται και συλλαμβάνει ενήλικα πουλιά και νεοσσούς αμέσως μετά την είσοδό τους στο νερό.[37] Το δεύτερο είναι η όρκα (Orcinus orca), η οποία επιτίθεται ως επί το πλείστον σε ενήλικα πτηνά, αν και δεν λέει όχι σε τυχόν νεοσσούς που θα μπουν ή θα πλησιάσουν το νερό.[61]

Απειλές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η κύρια και σημαντικότερη απειλή για το είδος θεωρείται η προβλεπόμενη αλλαγή του κλίματος, με αποτελέσματα που θα έχουν επιπτώσεις, κυρίως μέσω μελλοντικών μειώσεων στη συγκέντρωση και το πάχος του θαλάσσιου πάγου, καθώς αυτά επηρεάζονται από την ταχύτητα και επιμονή του ανέμου, καθώς και αλλαγές σε άλλες κλιματικές μεταβλητές, όπως η καθίζηση.[62] Οι μειώσεις στο πάχος του πάγου αναμένεται να επηρεάσουν την αναπαραγωγή των πληθυσμών εξαιτίας των αρνητικών συνεπειών από τη μη-συνέχεια του πάγου, πάνω στον οποίο στηρίζονται οι αποικίες, ειδικά μέχρι τον Απρίλιο-Δεκέμβριο.[63] Η όχληση είναι μια -μικρότερη- απειλή σε ορισμένες περιοχές, με κύρια προβλήματα στις αποικίες που προκαλούνται από την εγγύτητα των επιστημονικών βάσεων και τις κινήσεις αεροσκαφών.[64]

Κατάσταση πληθυσμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο συνολικός πληθυσμός εκτιμήθηκε, το 2009, να αναπαράγεται σε 46 μικρές και μεγάλες αποικίες, απλωμένες γύρω από την Ανταρκτική και την υπο-Ανταρκτική, με το 35%, περίπου, να βρίσκονται βόρεια του Ανταρκτικού Κύκλου. Οι αποικίες των πτηνών είναι γνωστό ότι παρουσιάζουν διακυμάνσεις με την πάροδο του χρόνου, συχνά αποκοπτόμενες σε «θυγατρικές», που απομακρύνονται από την κεντρική «μητρική» αποικία, ενώ κάποιες είναι γνωστό ότι έχουν εξαφανιστεί.[14]

Ειδικά, η αποικία στο Ακρωτήριο Κρόζιερ (Crozier) της Θάλασσας του Ρος είχε μειωθεί δραστικά σε μέγεθος, μεταξύ των πρώτων επισκέψεων από το Discovery Expedition το 1902-1903 και των μετέπειτα επισκέψεων του Terra Nova Expedition το 1910-11, φθάνοντας σε μερικές εκατοντάδες πουλιά και στο χείλος της εξαφάνισης λόγω αλλαγών στη θέση των τραπεζών πάγου. Από τη δεκαετία του 1960 ανέκαμψε εντυπωσιακά,[12] αλλά το 2009 μειώθηκε και πάλι σε ένα μικρό πληθυσμό, περίπου 300 ατόμων.[65]

Ο συνολικός πληθυσμός του είδους εκτιμήθηκε, το 2009, στα 595.000 άτομα (ενήλικων πτηνών), μέσω δορυφορικών δεδομένων.[15] To είδος αξιολογείται ως Σχεδόν Απειλούμενο (ΝΤ).[20]

Ανάλυση τάσεων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ανάλυση που πραγματοποιήθηκε [66] το 2010 στοιχειοθετεί ότι, όλες οι αποικίες βόρεια των 67°-68° S (Νότιο γεωγραφικό πλάτος) θα μπορούσαν να χαθούν, εάν η θερμοκρασία της τροπόσφαιρας ανέλθει 2 °C πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα, με αρνητικές επιπτώσεις για όλες τις αποικίες βόρεια από τις 70° S. Σε αυτή τη μελέτη, το 2042 είναι το μέσον έτος (εύρος 2025-2052) κατά το οποίο προβλέπεται αύξηση της θερμοκρασίας κατά 2 °C, σύμφωνα με τα τέσσερα κλιματικά μοντέλα που χρησιμοποιούνται (IPCC Τέταρτη Έκθεση Αξιολόγησης [AR4]), από στοιχεία που συλλέγονται σχετικά με τις περιβαλλοντικές συνθήκες στο Νότιο Ωκεανό κατά τις τελευταίες δεκαετίες.[66] Τα εν λόγω μοντέλα χρησιμοποιούνται για την πρόβλεψη των μεταβολών του κλίματος και των βιοτόπων στο Νότιο Ωκεανό μέχρι το 2025-2052, συγκεκριμένα μετρώντας τη θαλάσσια έκταση των πάγων, την αντοχή τους στην τήξη, τη συγκέντρωση και το πάχος τους, αλλά και τις ταχύτητες ανέμου, τη βροχόπτωση και τη θερμοκρασία του αέρα. Προβλέψεις, στη συνέχεια, γίνονται με βάση ιστορικές ανταποκρίσεις των ειδών στο παρελθόν, από διακυμάνσεις στις περιβαλλοντικές συνθήκες.[66] Υποθέτοντας ότι η απώλεια των αποικιών ακολουθεί εκθετική τάση του πληθυσμού, η BirdLife International έχει προβλέψει ότι, μείωση περίπου 27% στον αριθμό των αναπαραγωγικών ζευγαριών θα συμβεί τα επόμενα 61 χρόνια (τρεις γενιές).

Ωστόσο, υπάρχουν σημαντικές αβεβαιότητες σχετικά με τις μελλοντικές αλλαγές στις μεταβλητές των καιρικών συνθηκών και, πώς αυτές είναι πιθανό να επηρεάσουν το είδος. Επίσης, είναι αβέβαιο κατά πόσον θα υπάρξει καθυστέρηση στη μείωση των ενηλίκων ατόμων καθώς μειώνονται ταυτόχρονα τα νεαρά άτομα, ή εάν η μείωση αυτή θα είναι ανάλογη με την απώλεια των αποικιών, καθώς οι κλιματικές αλλαγές έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση της θνησιμότητας των ενηλίκων ατόμων. Η «μετεγκατάσταση» των αποικιών του αυτοκρατορικού πιγκουίνου θα συνεχίσει να περιορίζεται από την επεκτεινόμενη μείωση του πάχους του θαλάσσιου πάγου, γεγονός που καθιστά πιο δύσκολο για τα πουλιά να βρουν σταθερές και μακροχρόνια ανθεκτικές τράπεζες πάγου για αναπαραγωγή.[66] Οι αποικίες θα μπορούσαν ενδεχομένως να μετακινηθούν σε οποιαδήποτε από τις περιοχές των ακτών δεν επηρεάζεται από τις ακμές πάγου που σχηματίζονται από τις ριπές του ανέμου, ωστόσο, όταν αυτό είχε συμβεί στο παρελθόν, θεωρήθηκε ως σπάνιο γεγονός.[67][68][69][70] Με αυτές τις αβεβαιότητες κατά νου, μια προληπτική προσέγγιση έχει ληφθεί, με τον πληθυσμό να αναμένεται να μειωθεί κατά 20-29%, κατά τις επόμενες τρεις γενιές.

Σχέση με τον άνθρωπο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο αυτοκρατορικός πιγκουίνος έχει γίνει κατορθωτό να εκτραφεί, εκτός από την Ανταρκτική, στον Θαλάσσιο Κόσμο (Sea World) του Σαν Ντιέγκο. Πάνω από 20 άτομα έχουν εκκολαφθεί εκεί από το 1980.[71][72] Θεωρήθηκε είδος-οδηγός (flagship species) και, έκτοτε, 55 άτομα μετρήθηκαν σε ζωολογικούς κήπους και ενυδρεία στη Β. Αμερική, το 1999.[73]

  • Τον Ιούνιο του 2011, ένας νεαρός αυτοκρατορικός πιγκουίνος βρέθηκε «παραστρατημένος» στην παραλία Πέκα Πέκα, βόρεια του Ουέλλινγκτον της Νέας Ζηλανδίας, 3.000 χλμ. μακριά από την Ανταρκτική. Διψασμένος, από τις εξαιρετικά υψηλές για εκείνον θερμοκρασίες, είχε καταναλώσει 3 κιλά άμμου (sic), που είχε περάσει για χιόνι, όπως και κλαδιά και πέτρες. Υποβλήθηκε σε σειρά επεμβάσεων για τον καθαρισμό του πεπτικού του συστήματος και τη σωτηρία της ζωής του. Οι προσπάθειες πέτυχαν και, στις 4 Σεπτεμβρίου του ιδίου έτους, «βαπτίστηκε» με το όνομα Happy Feet (από την ομώνυμη κινηματογραφική ταινία του 2006) και, εφοδιασμένος με μια συσκευή εντοπισμού, απελευθερώθηκε στο Νότιο Ωκεανό, 80 χλμ. βόρεια από τη νήσο Κάμπελ (Campbell Island).[74][75][76] Ωστόσο, 8 ημέρες αργότερα, οι επιστήμονες έχασαν την επαφή με το πουλί, γεγονός που υποδηλώνει ότι, είτε ο πομπός είχε πέσει (θεωρείται πιθανό), ή ότι είχε φαγωθεί από κάποιο αρπακτικό ζώο (θεωρείται λιγότερο πιθανό).[77]

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

i. ^ Η ορθή απόδοση τόσο της τάξης όσο και της οικογένειας είναι Σφηνισκόμορφα και Σφηνισκίδες, αντίστοιχα,[78] ώστε να μη δημιουργείται αντίφαση με την -ορθή- απόδοση του γένους Απτηνοδύτης εκ του Aptenodytes. Ωστόσο, έχει επικρατήσει στα συγγράματα -ακόμη και τα επιστημονικά- η πρώτη απόδοση, οπότε καταχρηστικά ακολουθείται αυτή στο παρόν λήμμα.

ii. ^ Στην εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα», εκδ. 1963, το πτηνό καταχωρείται στο λήμμα Πινγκουίνος (με διαλυτικά).[79]

iii. ^ Πειράματα που πραγματοποιήθηκαν με πιγκουίνους σε αιχμαλωσία κατέδειξαν ότι, εάν υπάρχει μίμηση των συνθηκών φωτός που υπάρχουν στην Ανταρκτική, οι πιγκουίνοι αρχίζουν να αναπαράγονται.[80]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Howard and Moore, p. 70
  2. ΠΛΜ 10, 267
  3. 3,0 3,1 ΠΛΜ 51, 429
  4. 4,0 4,1 ΠΛΜ 10, 467
  5. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Μαΐου 2013. Ανακτήθηκε στις 29 Ιουνίου 2014. 
  6. Howard and Moore, p. 70-1
  7. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Οκτωβρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 29 Ιουνίου 2014. 
  8. Wienecke, B. (2009). "The history of the discovery of emperor penguin colonies, 1902–2004". Polar Record 46 (3): 271. doi:10.1017/S0032247409990283
  9. Williams, p. 13
  10. Jouventin
  11. Baker et al
  12. 12,0 12,1 Stonehouse
  13. Robertson
  14. 14,0 14,1 14,2 Wienecke
  15. 15,0 15,1 Fretwell et al
  16. Downes et al
  17. Clark
  18. Marchant & Higgins
  19. Croxall & Prince
  20. 20,0 20,1 http://www.iucnredlist.org/details/22697752/0
  21. 21,0 21,1 21,2 21,3 21,4 University of Michigan Museum of Zoology. "Aptenodytes forsteri". Retrieved June 2014
  22. Burnie & Wilson
  23. CRC Handbook of Avian Body Masses by John B. Dunning Jr. (Editor). CRC Press (1992), ISBN 978-0-8493-4258-5
  24. Williams, p. 3
  25. 25,0 25,1 Owen
  26. 26,0 26,1 26,2 Williams, p. 152
  27. Williams, p. 45
  28. Cherel & Kooyman
  29. Williams, p. 156
  30. Ponganis et al
  31. 31,0 31,1 «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Φεβρουαρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 29 Ιουνίου 2014. 
  32. Williams, p. 107
  33. Williams, p. 108
  34. Hogan
  35. Hile
  36. Williams, p. 107-8
  37. 37,0 37,1 Kooyman et al
  38. Williams, p. 109
  39. Williams, p. 110
  40. Williams, p. 111
  41. "Emperor Penguins: Uniquely Armed for Antarctica". National Geographic
  42. Norris
  43. 43,0 43,1 Williams, p. 68
  44. Robisson
  45. 45,0 45,1 Williams, p. 159
  46. 46,0 46,1 Williams, p. 158
  47. 47,0 47,1 http://animaldiversity.ummz.umich.edu/site/accounts/information/Aptenodytes_forsteri.html
  48. Williams, p. 55
  49. 49,0 49,1 49,2 49,3 49,4 Williams, p. 157
  50. Williams, p. 23
  51. Stone
  52. Williams, p. 28
  53. Prévost & Vilter
  54. Robin et al
  55. Le Maho et al
  56. Williams, p. 30
  57. CDNN (8 September 2001). "Scientists find rare all-white emperor penguin". CDNN. Cyber Diver News Network. Retrieved June 2014
  58. 58,0 58,1 Mougin & van Beveren
  59. Williams, p. 47
  60. Williams, p. 40
  61. 61,0 61,1 Prévost
  62. Ainley et al, Ainley in litt. 2010
  63. Ainley in litt. 2010
  64. del Hoyo et al
  65. Recently recategorised species". Birdlife International (2012). Retrieved June 2014
  66. 66,0 66,1 66,2 66,3 Ainley et al
  67. Zwally et al
  68. Turner et al
  69. Trathan et al
  70. Fretwell et al
  71. Todd
  72. Animal Bytes – Penguins". SeaWorld official website. SeaWorld. 2008. Retrieved June 2014
  73. Diebold EN, Branch
  74. "Happy Feet's trek a boon for scientists". Television New Zealand. 6 September 2011. Retrieved June 2014
  75. New Zealand releases penguin Happy Feet. Associated Press, 5 September 2011
  76. Shears, Richard (5 September 2011) Lost Happy Feet needs a helping hand as he returns home after life-saving surgery. Daily Mail, UK
  77. Concern mounts for 'missing' penguin Happy Feet, BBC, 12 September 2011
  78. ΠΛ 3, 503
  79. ΠΛ, 11, 158
  80. Groscolas

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
  • Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
  • Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
  • Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
  • Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
  • Mary Taylor Gray, The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
  • Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
  • R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
  • Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
  • Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
  • Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας», Αθήνα 1992
  • Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
  • Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
  • Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ainley, D.; Russell, J.; Jenouvrier, S.; Woehler, E.; Lyver, P. O’B.; Fraser, W. R.; Kooyman, G. L. 2010. Antarctic penguin response to habitat change as Earth’s troposphere reaches 2 °C above preindustrial levels. Ecological Monographs 80: 49-66.
  • Baker AJ, Pereira SL, Haddrath OP, Edge KA (2006). "Multiple gene evidence for expansion of extant penguins out of Antarctica due to global cooling". Proc Biol Sci. 273 (1582): 11–17. doi:10.1098/rspb.2005.3260. PMC 1560011. PMID 16519228.
  • Barbraud, C.; Weimerskirch, H. 2001. Emperor Penguins and climate change. Nature 411: 183-186.
  • Burnie D and Wilson DE (Eds.), Animal: The Definitive Visual Guide to the World's Wildlife. DK Adult (2005), ISBN 0-7894-7764-5
  • Cherel Y, Kooyman GL (1998). "Food of emperor penguins (Aptenodytes forsteri) in the western Ross Sea, Antarctica". Marine Biology 130 (3): 335–44. doi:10.1007/s002270050253.
  • Clark, G S (1986). "Eighth record of the Emperor penguin Aptenodytes forsteri at South Georgia". Cormorant 13 (2): 180–181. Retrieved 16 May 2013
  • Croxall JP, Prince PA (1983). "Antarctic Penguins and Albatrosses". Oceanus 26: 18–27.
  • del Hoyo, J.; Elliot, A.; Sargatal, J. 1992. Handbook of the Birds of the World, vol. 1: Ostrich to Ducks. Lynx Edicions, Barcelona, Spain.
  • Diebold EN, Branch S, Henry L (1999). "Management of penguin populations in North American zoos and aquariums" (PDF). Marine Ornithology 27: 171–76. Retrieved 31 March 2008.
  • Downes MC, Ealey EHM, Gwynn AM, Young PS (1959). "The Birds of Heard Island". Australian National Antarctic Research Report. Series B1: 1–
  • Fretwell, P. T.; LaRue, M. A.; Morin, P.; Kooyman, G. L.; Wienecke, B.; Ratcliffe, N.; Fox, A. J.; Fleming, A. H.; Porter, C.; Trathan, P. N. 2012. An Emperor Penguin Population Estimate: The First Global, Synoptic Survey of a Species from Space. PLoS ONE 7(4).
  • Groscolas, R; Jallageas, M; Goldsmith, A; Assenmacher, I (1986). "The endocrine control of reproduction and molt in male and female Emperor (Aptenodytes forsteri) and Adélie (Pygoscelis adeliae) Penguins. I. Annual changes in plasma levels of gonadal steroids and luteinizing hormone". Gen. Comp. Endocrinol 62 (1): 43–53. doi:10.1016/0016-6480(86)90092-4. PMID 3781216.
  • Hile J (29 March 2004). "Emperor Penguins: Uniquely Armed for Antarctica". National Geographic website. National Geographic. Retrieved 31 March 2008.
  • Hogan C. Michael (2008) Magellanic Penguin, GlobalTwitcher.com, ed. N. Stromberg
  • IUCN. 2012. IUCN Red List of Threatened Species (ver. 2012.1). Available at: http://www.iucnredlist.org. (Accessed: 19 June 2012).
  • Jenouvrier, S.; Barbraud, C.; Weimerskirch, H. 2005. Long-term contrasted responses to climate of two Antarctic seabird species. Ecology 86: 2889-2903.
  • Jenouvrier, S.; Caswell, H.; Barbraud, C.; Holland, M.; Stroeve, J.; Weimerskirch, H. 2009. Demographic models and IPCC climate projections predict the decline of an Emperor Penguin population. Proceedings of the National Academy of Sciences of the United States of America 106: 1844-1847.
  • Jouventin P (1982). "Visual and vocal signals in penguins, their evolution and adaptive characters". Adv. Ethol. 24: 1–149.
  • Kooyman GL, Gentry RL, Bergman WP, Hammel HT (1976). "Heat loss in penguins during immersion and compression". Comparative Biochemistry and Physiology 54A (1): 75–80. doi:10.1016/S0300-9629(76)80074-6. PMID 3348.
  • Le Maho, Y.; P. Delclitte; J Chatonnet (1976). "Thermoregulation in fasting emperor penguins under natural conditions". Am. J. Physiol. 231 (3): 913–922. PMID 970475.
  • Marchant, S; Higgins PJ (1990). Handbook of Australian, New Zealand and Antarctic Birds, Vol. 1A. Melbourne: Oxford University Press.
  • Mougin J-L, van Beveren M (1979). "Structure et dynamique de la population de manchots empereur Aptenodytes forsteri de la colonie de l'archipel de Pointe Géologie, Terre Adélie". Comptes rendus de l'Académie des sciences 289D: 157–60.
  • Norris S (7 December 2007). "Penguins Safely Lower Oxygen to "Blackout" Levels". National Geographic website. National Geographic. Retrieved June 2014.
  • Owen J. (30 January 2004). ""Penguin Ranch" Reveals Hunting, Swimming Secrets". National Geographic website. National Geographic. Retrieved 26 March 2008.
  • Ponganis PJ, Van Dam RP, Marshall G, Knower T, Levenson DH (2003). "Sub-ice foraging behavior of emperor penguins". Journal of Experimental Biology 203 (21): 3275–78.
  • Prévost, J (1961). Ecologie du manchot empereur. Paris: Hermann.
  • Prévost J, Vilter V (1963). "Histologie de la sécrétion oesophagienne du Manchot empereur". Proceedings of the XIII International Ornithological Conference: 1085–94.
  • Robertson, G (1992). "Population size and breeding success of Emperor Penguins Aptenodytes forsteri at Auster and Taylor Glacier colonies, Mawson Coast, Antarctica". Emu 92 (2): 65–71. doi:10.1071/MU9920065.
  • Robin, J. P.; M. Frain; C. Sardet; R. Groscolas; Y. Le Maho (1988). "Protein and lipid utilization during long-term fasting in emperor penguins". Am. J. Physiol. Regul. Integr. Comp. Physiol. 254 (1 Pt 2): R61–R68. PMID 3337270.
  • Robisson P (1992). "Vocalizations in Aptenodytes Penguins: Application of the Two-voice Theory" (PDF). Auk 109 (3): 654–658.
  • Stammerjohn, S.; Massom, R; Rind, D; Martinson, D. 2012. Regions of rapid sea ice change: An inter-hemispheric seasonal comparison. Geophysical Research Lettes 39.
  • Stone Daniel, Crowd Control, National Geographic Magazine (american edition), vol. 225, 6 (June 2014)
  • Stonehouse, B (1953). "The Emperor Penguin Aptenodytes forsteri Gray I. Breeding behaviour and development". Falkland Islands Dependencies Survey Scientific Report 6: 1–33.
  • Todd, FS (1986). "Techniques for propagating King and Emperor penguins Aptenodytes patagonica and A. forsteri at Sea World, San Diego". International Zoo Yearbook 26 (1): 110–24. doi:10.1111/j.1748-1090.1986.tb02208.x.
  • Trathan P. N.; Fretwell P. T.; Stonehouse, B. 2011. First Recorded Loss of an Emperor Penguin Colony in the Recent Period of Antarctic Regional Warming: Implications for Other Colonies. PLoS ONE 6(2).
  • Turner, J.; Comiso, J. C.; Marshall, G. J.; Lachlan-Cope, T. A.; Bracegirdle, T.; Maksym, T.; Meredith, M. P.; Zhaomin Wang; Orr, A. 2009. Non-annular atmospheric circulation change induced by stratospheric ozone depletion and its role in the recent increase of Antarctic sea ice extent. Geophysical Research Letters 36.
  • Weimerskirch, H.; Inchausti, P.; Guinet, C.; Barbraud, C. 2003. Trends in bird and seal populations as indicators of a system shift in the Southern Ocean. Antarctic Science 15: 249-256.
  • Wienecke, B. (2009). "The history of the discovery of emperor penguin colonies, 1902–2004". Polar Record 46 (3): 271. doi:10.1017/S0032247409990283
  • Williams, Tony D. (1995). The Penguins. Oxford, England: Oxford University Press. ISBN 0-19-854667-X.
  • Zwally, H. J.; Comiso, J..C; Parkinson, C. L.; Cavalieri, D. J.; Gloersen, P. 2002. Variability of Antarctic sea ice 1979–1998. Journal of Geophysical Research 107.