Αυτοκράτορας της Αιθιοπίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο αυτοκρατορικός θυρεός
Ο τελευταίος αυτοκράτορας, Χαϊλέ Σελασιέ

Ο Αυτοκράτορας της Αιθιοπίας (nəgusä nägäst στην αιθιοπική γλώσσα, που σημαίνει «βασιλιάς των βασιλέων») ήταν ο κληρονομικός ανώτατος άρχοντας και ηγέτης της Αιθιοπίας, η μοναρχία στην οποία μπορεί να αναχθεί στο 950 π.Χ.[1], μέχρι την κατάργηση της μοναρχίας το 1974. Ο Αυτοκράτορας ήταν ο αρχηγός του κράτους και επικεφαλής της κυβερνήσεως, με την υπέρτατη εκτελεστική, δικαστική και νομοθετική εξουσία στη χώρα αυτή. Η αυτοκρατορική κατοικία ήταν το Ανάκτορο Μενελίκ στην πρωτεύουσα Αντίς Αμπέμπα.

Ως πρώτος Αυτοκράτορας στην Ιστορία αναφέρεται ο Μενελίκ Α΄, ενώ ο τελευταίος υπήρξε ο Χαϊλέ Σελασιέ Α΄. Ο κύριος σημερινός διάδοχος στον θρόνο σε περίπτωση επαναφοράς της μοναρχίας θα ήταν ο Ζερά Ιακώβ Αμχά Σελασιέ, εγγονός του προηγούμενου.

Ο τίτλος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ονομασία «Βασιλεύς των Βασιλέων», που σε αυτή την περίπτωση αποδίδεται στην ελληνική με τη λέξη «αυτοκράτορας» (όπως και στην αγγλική, ως emperor of Ethiopia) χρονολογείται από την αρχαία Μεσοποταμία, αλλά χρησιμοποιήθηκε στο Βασίλειο της Αξώμης από τον Σεμπρούθη (περ. 250 μ.Χ.). Ωστόσο, ο Γιούρι Κομπιστσάνοφ χρονολογεί τη χρήση από το 296-297[2]. Η χρήση του τίτλου, τουλάχιστον από τη βασιλεία του Γιεκούνο Αμλάκ και μετά, σήμαινε ότι οι επαρχιακοί κυβερνήτες, ιδίως οι υποτελείς φεουδάρχες του Γκοτζάμ, της επαρχίας Βελέγκα, των επαρχιών προς την πλευρά της θάλασσας και αργότερα του Σεβά, είχαν τον τιμητικό τίτλο του nəgus, δηλαδή του «βασιλιά».

Εκτός από «Βασιλεύς των Βασιλέων», ο Αυτοκράτορας της Αιθιοπίας έφερε τους τίτλους «Εκλεκτός του Θεού» και «Κατακτών Λέων της φυλής του Ιούδα» (ή απλώς «Λέων του Ιούδα»).

Η προσφώνηση του αυτοκράτορα ήταν «η αυτού αυτοκρατορική μεγαλειότης».

Η σύζυγος του Αυτοκράτορα αναφερόταν ως ətege. Μόνο η Αυτοκράτειρα Ζαουντίτου χρησιμοποιούσε τον τίτλο nəgəstä nägäst («Βασίλισσα των Βασιλέων») για να δείχνει ότι βασίλευε αυτοδύναμα, και όχι τον τίτλο ətege.

Διαδοχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το αυτοκρατορικό λάβαρο (πρόσθια όψη)
Το αυτοκρατορικό λάβαρο (οπίσθια όψη)

Αντίθετα με τις ευρωπαϊκές μοναρχίες, η διαδοχή στον θρόνο με τον θάνατο του Αυτοκράτορα μπορούσε να διεκδικηθεί από οποιονδήποτε άρρενα συγγενή του εξ αίματος: γιους, αδελφούς, θείους ή εξαδέλφους. Οι πρωτότοκοι προτιμούνταν, αλλά όχι πάντα. Ως αποτέλεσμα, δύο ενέργειες λάβαιναν χώρα όταν πέθαινε ένας Αυτοκράτορας: Η πρώτη, μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, ήταν ο προληπτικός εγκλεισμός όλων των πιθανών διεκδικητών του θρόνου σε μία ασφαλή τοποθεσία, κάτι που περιόριζε δραστικά την ικανότητά τους να αναστατώσουν τη χώρα με εξεγέρσεις ή να αμφισβητήσουν τη διαδοχή. Η δεύτερη ήταν, με αυξανόμενη συχνότητα κατά τους τελευταίους αιώνες, η επιλογή του νέου Αυτοκράτορα από ένα συμβούλιο των ανώτατων αξιωματούχων της Αυτοκρατορίας, τόσο κοσμικών, όσο και θρησκευτικών.

Οι αιθιοπικές παραδόσεις διαφωνούν ως προς το πότε άρχισε η πρώτη συνήθεια, του εγκλεισμού όλων των πιθανών διεκδικητών του θρόνου στο λεγόμενο «Βουνό των πριγκίπων». Μία παράδοση την αποδίδει στον βασιλιά Γιεμρεχάνα Κρεστός της Δυναστείας Ζαγκουέ, που λέγεται ότι εμπνεύσθηκε την ιδέα από ένα όνειρο, ενώ μία άλλη την αποδίδει σε παλαιότερη εποχή και αναφέρει ως πρώτο τόπο εγκλεισμού το μοναστήρι του Ντεμπρέ Ντάμο, που καταλήφθηκε από τη βασίλισσα του 10ου αιώνα Γκούντιτ (Ιουδήθ), η οποία απεμόνωσε 200 πρίγκιπες εκεί μέχρι τον θάνατό τους. Πιθανότατα όμως η πρακτική αυτή άρχισε με τον Αυτοκράτορα Γουεντέμ Αράντ (1299–1314). Μία σύγχρονη προσέγγιση είναι ότι την χρησιμοποιούσαν περιπτωσιακά από τα πανάρχαια χρόνια, καθώς το κοινό αιθιοπικό σύστημα διαδοχής επέτρεπε σε όλους τους άρρενες απογόνους να διαδέχονται στις επαρχίες της Αυτοκρατορίας, πράγμα που ωστόσο ήταν αντίθετο με τη συγκράτηση της ενότητας της χώρας.

Οι πιθανοί διεκδικητές του θρόνου φυλακίζονταν στο όρος Αμπά Γκεσέν, μέχρι που ο ιμάμης Αχμέντ Γκραγκν κατέλαβε και κατέστρεψε την τοποθεσία τον 16ο αιώνα. Από τότε μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα ο εγκλεισμός γινόταν στο όρος Wehni.

Παρότι ο Αυτοκράτορας της Αιθιοπίας είχε θεωρητικώς απεριόριστη εξουσία πάνω στους υπηκόους του, οι σύμβουλοί του σταδιακά άρχισαν να διαδραματίζουν μεγαλύτερο ρόλο στη διακυβέρνηση της χώρας, καθώς αρκετούς Αυτοκράτορες διαδεχόταν είτε ένα ανήλικο παιδί, είτε ένας από τους έγκλειστους πρίγκιπες, που μπορούσε να αποδράσει από το βουνό μόνο με έξωθεν βοήθεια. Ως αποτέλεσμα, από τα μέσα του 18ου αιώνα η αυτοκρατορική εξουσία είχε κατά μεγάλο μέρος μεταφερθεί στους υπασπιστές, με ακραίο παράδειγμα τον Ρας Μιχαήλ Σεχούλ της επαρχίας Τιγκράι, ο οποίος είχε την πραγματική εξουσία στην Αυτοκρατορία και ενθρόνιζε ή εκθρόνιζε Αυτοκράτορες κατά βούληση.

Νομιμοποίηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Αυτοκράτορες της Αιθιοπίας στήριζαν το δικαίωμά τους στην εξουσια με βάση δύο δυναστικούς ισχυρισμούς: την καταγωγή τους από τους βασιλείς της Αξώμης και την καταγωγή τους από τον Μενελίκ Α΄, γιο του Σολομώντος και της Μακέδα, της Βασίλισσας του Σαβά.

Ο ισχυρισμός της καταγωγής από τους βασιλείς της Αξώμης βασίζεται στη θέση του Γιακούνο Αμλάκ πως ήταν απόγονος του τελευταίου από αυτούς, του Ντιλ Ναόντ, από τον πατέρα του, παρότι νίκησε και σκότωσε τον τελευταίο βασιλιά της Δυναστείας Ζαγκουέ στη μάχη. Η διεκδίκησή του στον θρόνο βοηθήθηκε από τον γάμο του με την κόρη αυτού του βασιλιά, παρότι γενικώς οι Αιθίοπες δεν αναγνωρίζουν ως διεκδικητές του θρόνου απογόνους από την πλευρά της μητέρας.

Ο ισχυρισμός της καταγωγής από τον Μενελίκ Α΄ βασίζεται στη θέση ότι και οι βασιλείς της Αξώμης ήταν απόγονοι του Μενελίκ Α΄, θέση που εκφράζεται καθαρά στο Kebra Nagast. Ενώ τα σωζόμενα αρχεία αυτών των βασιλέων δεν διαφωτίζουν ως προς την καταγωγή τους, αυτός ο γενεαλογικός ισχυρισμός καταγράφεται για πρώτη φορά τον 10ο αιώνα από έναν `Αραβα ιστορικό. Οι ερμηνείες για αυτόν τον ισχυρισμό ποικίλλουν πολύ. Κάποιοι, οι περισσότεροι στο εσωτερικό της Αιθιοπίας, τον δέχονται ως ακριβή πραγματικότητα. Στο άλλο άκρο, άλλοι (οι περισσότεροι μη Αιθίοπες) τον θεωρούν ως έκφραση προπαγάνδας, που προσπαθεί να συνδέσει τη νομιμοποίηση του κράτους με την Αιθιοπική Εκκλησία. Ορισμένοι μελετητές υιοθετούν μία μέση προσέγγιση, επιχειρώντας να ανακαλύψουν μία σύνδεση είτε ανάμεσα στην Αξώμη και στο Βασίλειο του Σαβά (στη σημερινή Υεμένη), είτε ανάμεσα στην Αξώμη και στο Βασίλειο του Ιούδα πριν τη Βαβυλωνιακή Αιχμαλωσία. Εξαιτίας της ελλείψεως πρωτογενών πηγών, είναι αδύνατο να διακριβωθεί ποια θεωρία είναι η ορθή, ή έστω η πιθανότερη.

Ιστορική διαδρομή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Δυναστεία του Σολομώντος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Λέων του Ιούδα

Η λεγόμενη «αποκατεστημένη Δυναστεία του Σολομώντος», που διεκδικούσε την καταγωγή της από τους παλαιούς βασιλείς της Αξώμης, κυβέρνησε την Αιθιοπία από τον 13ο αιώνα μ.Χ. ως το 1974, με την παρεμβολή μόνο δυο-τριών σφετεριστών. Ο σημαντικότερος σφετεριστής ήταν ο Κάσσα του Κουάρα, ο οποίος το 1855, έχοντας τον έλεγχο όλης της χώρας, στέφθηκε αυτοκράτορας με το όνομα Θεόδωρος Β΄ (ανέπτυξε τη θεωρία ότι καταγόταν από τον Σολομώντα από θηλυκό απόγονο). Μετά την ήττα και τον θάνατό του, ο Dejazmatch Kassai ανέλαβε υπό το όνομα Ιωάννης Δ΄, ωστόσο η δική του καταγωγή από θηλυκό απόγονο της Δυναστείας του Σολομώντος ήταν ένα διακριβωμένο γεγονός. Μετά τον θάνατο του Ιωάννη Δ΄ ανέβηκε στον θρόνο ο Μενελίκ του Σαβά, μέλος της Δυναστείας από απευθείας άρρενες απογόνους, αποκαθιστώντας έτσι τη σειρά της αρρενογόνου διαδοχής.

Οι γνωστότεροι Αυτοκράτορες μετά τον Θεόδωρο Β΄ ήταν οι Ιωάννης Δ΄, Μενελίκ Β΄ και Χαϊλέ Σελασιέ. Ο Μενελίκ Β΄ σημείωσε μία μεγάλη στρατιωτική νίκη κατά των Ιταλών εισβολέων τον Μάρτιο του 1896 στη Μάχη της Άντουα, την πρώτη μεγάλη νίκη αφρικανικού έθνους ενάντια σε μία αποικιοκρατική δύναμη. Ο Μενελίκ όμως παρεχώρησε την Ερυθραία στην Ιταλία και πούλησε το Τζιμπουτί στη Γαλλία. Μετά από αυτόν, όλοι οι Αυτοκράτορες ήταν απόγονοι της Δυναστείας από γυναίκες. Η αρσενική γραμμή διαδοχής υπήρχε ακόμα, δια των απογόνων του εξαδέλφου του Μενελίκ, Dejazmatch Taye Gulilat, αλλά είχε παραγκωνισθεί κυρίως εξαιτίας της προσωπικής αντιπάθειας του Μενελίκ για αυτόν τον κλάδο της οικογένειας. Οι διάδοχοι του Μενελίκ κυβέρνησαν τη χώρα μέχρι το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1974.

Το ιταλικό καθεστώς[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1936, με την κατάκτηση της Αιθιοπίας από τους Ιταλούς, ο Αυτοκράτορας Χαϊλέ Σελασιέ υποχρεώθηκε να φύγει στο εξωτερικό. Ο Μπενίτο Μουσολίνι ανεκήρυξε την Αιθιοπία μαζί με την Ερυθραία και τη Σομαλία (ήδη ιταλικές αποικίες) «αποικιακή Αυτοκρατορία». Ο Ιταλός βασιλιάς Βίκτωρ Εμμανουήλ Γ΄ ανακηρύχθηκε Αυτοκράτορας της Αιθιοπίας, ένας τίτλος που θεωρήθηκε παράνομος από μέρος της διεθνούς κοινότητας και διάρκεσε μόλις 5 χρόνια.

Επιστροφή του Χαϊλέ Σελασιέ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Χαϊλέ Σελασιέ επέστρεψε μετά την κατάκτηση κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο της ιταλικής Ανατολικής Αφρικής από τους Βρετανούς, οι οποίοι τον αποκατέστησαν επίσημα στην εξουσία τον Ιανουάριο του 1942.

Η θέση του Αυτοκράτορα της Αιθιοπίας και η γραμμή διαδοχής στον αιθιοπικό θρόνο καθορίστηκαν με ακρίβεια σε αμφότερα τα συντάγματα που υιοθετήθηκαν κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Χαϊλέ Σελασιέ: το σύνταγμα της 16ης Ιουλίου 1931 και το αναθεωρημένο του Νοεμβρίου 1955.

Κατά μία άποψη, ως τελευταίος μονάρχης της Αιθιοπίας μπορεί να θεωρηθεί ο Αμχά Σελασιέ, γιος του Χαϊλέ Σελασιέ, στον οποίο το Ντεργκ προσέφερε τον θρόνο μετά την εκθρόνιση του πατέρα του το 1974. Επειδή ο Αμχά Σελασιέ, που δικαιολογημένα δεν εμπιστευόταν το Ντεργκ, αρνήθηκε να επιστρέψει στην Αιθιοπία για να κυβερνήσει, το Ντεργκ ανακοίνωσε ότι η μοναρχία είχε τελειώσει τον Μάρτιο του 1975. Τον Απρίλιο του 1989 ο Αμχά Σελασιέ κηρύχθηκε «Αυτοκράτορας εν εξορία» στο Λονδίνο, με τη διαδοχή να χρονολογείται από την ημερομηνία θανάτου του πατέρα του (Αύγουστος 1975) αντί για την ημερομηνία της εκθρονίσεώς του τον Σεπτέμβριο του 1974. Το 1993 μία ομάδα αποκαλούμενη «Συμβούλιο Στέμματος της Αιθιοπίας», που περιελάμβανε αρκετούς απογόνους του Χαϊλέ Σελασιέ, ισχυρίσθηκε ότι ο θεσμός του «Βασιλέως των Βασιλέων» υπήρχε ακόμα και ήταν η νόμιμη εξουσία της χώρας. Ωστόσο, το αιθιοπικό σύνταγμα του 1995 επιβεβαίωσε την κατάργηση της Αυτοκρατορίας.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «The Ark of the Covenant: The Ethiopian Tradition». Ανακτήθηκε στις 16 Φεβρουαρίου 2013. 
  2. Yuri M. Kobishchanov, Axum, αγγλ. μετάφραση Lorraine T. Kapitanoff (University of Pennsylvania State Press, 1979), σελ. 195. ISBN 0-271-00531-9.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Buyers, Christopher. «The Solomonic Dynasty». The Royal Ark. Ανακτήθηκε στις 25 Ιουνίου 2010. 
  • Buyers, Christopher. «The Tewodros Dynasty». The Royal Ark. Ανακτήθηκε στις 25 Ιουνίου 2010. 
  • Buyers, Christopher. «The Tigray Dynasty». The Royal Ark. Ανακτήθηκε στις 25 Ιουνίου 2010. 
  • Buyers, Christopher. «The Zagwe Dynasty». The Royal Ark. Ανακτήθηκε στις 25 Ιουνίου 2010. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]