Αρχαιολογική θεωρία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Με τον όρο αρχαιολογική θεωρία εννοούνται οι θεωρήσεις για την πρακτική της αρχαιολογίας και την ερμηνεία των αρχαιολογικών μαρτυριών. Η αρχαιολογική θεωρία είναι εφαρμοφή της φιλοσοφίας της επιστήμης στην αρχαιολογία και αναφέρεται επίσης ως φιλοσοφία της αρχαιολογίας[1][2]. Οπωσδήποτε δεν υπάρχει μία αρχαιολογική θεωρία, καθώς η αρχαιολογική επιστήμη στο σύνολό της υφίσταται μια εξελικτική διαδικασία, τόσο στην θεωρητική όσο και στην πρακτική της κατεύθυνση. Οι διαφορετικές θεωρίες που αναπτύσσονται, σχετίζονται κυρίως με τον σκοπό της αρχαιολογίας ως επιστήμη[3]. Έως τα μέσα του 20ου αιώνα και την ανάπτυξη της τεχνολογίας, με σημαντικότερη την επανάσταση στον τομέα της χρονολόγησης και την ανάπτυξη της μεθόδου χρονολόγησης με ραδιενεργό άνθρακα 14C από τον αμερικανό χημικό Γουΐλλαρντ Λίμπυ (Willard Libby) το 1949 και την παλυνολογική ανάλυση[4] υπήρχε η γενική αντίληψη πως η αρχαιολογία συνδεόταν στενά μόνον με την ιστορία και την ανθρωπολογία. Από τότε άρχισαν να εισάγονται στοιχεία άλλων επιστημών όπως η φυσική, η χημεία, η βιολογία, η μεταλλουργία, η μηχανική, η ιατρική, κ.ά., παράγοντας μια αλληλεπικάλυψη και την ανάγκη αναδιαμόρφωσης των θεμελιωδών ιδεών της αρχαιολογίας.

Πολιτισμική ιστορική αρχαιολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πρώτη μείζων φάση στην ιστορία της αρχαιολογικής θεωρίας αναφέρεται ως πολιτισμική ιστορική αρχαιολογία ή απλούστερα πολιτισμική ιστορία. Έργο της πολιτισμικής ιστορίας ήταν η ομαδοποίηση των αρχαιολογικών θέσεων σε διακριτούς πολιτισμούς, ο καθορισμός της γεωγραφικής διασποράς και της χρονικής διάρκειας αυτών των πολιτισμών, η ανάπλαση των αλληλεπιδράσεων και η ροή των ιδεών μεταξύ τους. Η πολιτισμική ιστορία, χρησιμοποίησαν το κανονιστικό πρότυπο πολιτισμού, την αρχή δηλαδή ότι κάθε πολιτισμός είναι ένα σύνολο κανόνων που κυβερνούν την ανθρώπινη συμπεριφορά. Έτσι, οι πολιτισμοί διακρίνονται από πρότυπα δεξιοτήτων. Αν, για παράδειγμα, ανακαλύψει ένας αρχαιολόγος ένα όστρακο κεραμεικής διακοσμημένο με τριγωνικά μοτίβα και ένα άλλο όστρακο, με τετραγωνισμένα διακοσμητικά μοτίβα, θεωρεί πως είναι πιθανό να ανήκουν σε διαφορετικούς πολιτισμούς, καθώς τα αρχαία αντικείμενα που εκφράζουν τους ίδιους πολιτισμικούς κανόνες εμφανίζονται σταθερά μαζί κατανεμημένα στον χώρο με χρονική διάρκεια[5]. Φυσικά, μια τέτοια προσέγγιση βλέπει το παρελθόν ως σύνολο διακριτών πληθυσμών που ταξινομούνται βάσει των διαφορών τους και των αλληλεπιδράσεών τους. Οι αλλαγές της συμπεριφοράς ερμηνεύονται βάση της θεωρίας της διάχυσης και η ροή των ιδεών βάσει της αντίληψης ότι οι νέες ιδέες διασπείρονται μέσω των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων, από τον ένα πολιτισμό στον άλλο.

Ο αυστραλός αρχαιολόγος Βηρ Γκόρντον Τσάιλντ ήταν ο πρώτος που διερεύνησε και επέκτεινε την έννοια των πολιτισμικών σχέσων στο εννοιολογικό πλαίσιο της προϊστορικής Ευρώπης. Στην δεκαετία του 1920-1930 ήδη είχε ανασκαφεί αρκετό αρχαιολογικό υλικό. Η περαιτέρω μελέτη αυτού του υλικού επιβεβαίωσε πως η διάχυση δεν είναι ο μοναδικός μηχανισμός μέσω του οποίου μπορεί να συμβεί -ή και να ερμηνευθεί- η πολιτισμική αλλαγή. Φανερά επηρεασμένος από την ανάδυση νέων επαναστατικών πολιτικών θεωριών και πρακτικών στην περίοδο του μεσοπολέμου ο Τσάιλντ θεώρησε πως οι επαναστάσεις προκάλεσαν μείζονες αλλαγές στις κοινωνίες του παρελθόντος. Αποτόλμησε τότε την θεωρία της νεολιθικής επανάστασης, η οποία ώθησε τους ανθρώπους στην μόνιμη εγκατάσταση και την καλλιέργεια της γης απομακρύνοντάς τους από την νομαδική ζωή, τις κυνηγετικές και τροφοσυλλεκτικές συνήθειες και επιτρέποντάς τους μεγαλύτερο έλεγχο στην παραγωγή[6]. Βάσει της παραπάνω θεώρησης συνέβησαν σημαντικές αλλαγές στην κοινωνική οργάνωση, οι οποίες με τη σειρά τους οδήγησαν στην αστική επανάσταση και τη δημιουργία των πόλεων. Παρόλο που οι ιδέες του Τσάιλντ ακόμα και σήμερα είναι σεβαστές και υιοθετούνται από αρκετούς αρχαιολόγους, ο όρος «επανάσταση» δεν έγινε καθολικά αποδεκτός, καθώς οι διαδικασίες της αγροτικής και αστικής ανάπτυξης έγιναν βαθμιαία[7].

Νέα αρχαιολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην δεκαετία 1960-1970 νέοι αμερικανοί αρχαιολόγοι όπως ο Λιούις Μπίνφορντ (Lewis Binford), αντέδρασαν στα παραδείγματα της πολιτισμικής ιστορικής αρχαιολογίας. Πρότειναν μια νέα αρχαιολογία, περισσότερο «επιστημονική» και «ανθρωπολογική» βασισμένη κυρίως στην αρχαιολογική θεωρία[8]. Είδαν τον πολιτισμό ως ένα σύνολο συμπεριφορικών διαδικασιών και παραδόσεων. Συν τω χρόνω τούτη η άποψη έφερε στο προσκήνιο τον όρο διαδικαστική αρχαιολογία. Οι υποστηρικτές της συγκεκριμένης θεωρίας δανείστηκαν από τις ακριβείς επιστήμες την ιδέα της εξέτασης και της δοκιμής της υπόθεσης και της επιστημονικής μεθόδου. Πίστευαν ότι ο αρχαιολόγος θα έπρεπε να αναπτύξει μία ή περισσότερες υποθέσεις για τον πολιτισμό που διερευνά και να διεξάγει ανασκαφές με την πρόθεση να ελέγξει την εγκυρότητα των υποθέσεών του βάσει νέων μαρτυριών. Ένας επιπλέον λόγος για την ανάπτυξη της διαδικαστικής αρχαιολογίας ήταν η απογοήτευση των νέων αρχαιολόγων για το γεγονός ότι η μελέτη των πολιτισμών είχε υπερκεράσει την μελέτη των ίδιων των ανθρώπων. Το ανθρωπολογικό παράδειγμα έδειχνε ότι η ανάπτυξη των εθνικών ομάδων δεν ήταν πάντα ανάλογη με το αρχαιολογικό αρχείο.

Εδικότερα η δαδικαστική αρχαιολογία όρισε τον πολιτισμό ως ενιαίο και αυτοτελές σύνολο ή σύστημα, οργανωμένο ως δίκτυο υποσυστημάτων ή διακριτών μονάδων. Τα υποσυστήματα και οι μονάδες είναι αλληλεξαρτώμενα και συνδέοντυαι μεταξύ τους με μηχανισμούς ανατροφοδότησης[9].

Μεταδιαδικαστική αρχαιολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην δεκαετία 1980-1990 πρόβαλε ένα νέο κίνημα με στην Βρετανία κυρίως από τους αρχαιολόγους Μάικλ Σανκς (Michael Shanks), Κρίστοφερ Τίλλεϊ, (Christopher Tilley), Ντάνιλ Μίλλερ, (Daniel Miller) και Ίαν Χόντερ (Ian Hodder). Τούτο το κίνημα αμφισβήτησε τη σχέση της διαδικαστικής αρχαιολογίας με την επιστήμη και την αμεροληψία της ισχυριζόμενο ότι κάθε αρχαιολόγος είναι στην πραγματικότητα προκατειλημμένος από την προσωπική εμπειρία και το πολιτισμικό του πλαίσιο και συνεπώς το πραγματικά επιστημονικό αρχαιολογικό έργο είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο. Τούτο αληθεύει ιδιαίτερα στην αρχαιολογία όπου το πείραμα (ανασκαφή) δεν μπορεί πιθανά να επαναληφθεί από άλλους, όπως υπαγορεύει η επιστημονική μέθοδος.

Οι υπέρμαχοι αυτής της σχετικιστικής ουσιαστικά προσέγγισης, που αποκαλείται μεταδιαδικαστική αρχαιολογία, δεν ανέλυαν μόνον τα ευρήματα που ανέσκαπταν αλλά και τον εαυτό τους, την στάση και τις απόψεις τους. Οι διαφορετικές προσεγγίσεις στην ερμηνεία της αρχαιολογικής μαρτυρίας δημιουργούν και διαφορετικές κατασκευές του παρελθόντος για κάθε ερευνητή. Το πλεονέκτημα τούτης της προσέγγισης αναγνωρίστηκε σε τομείς όπως η διαχείριση πολιτισμικών αγαθών και η αρχαιολογική δεοντολογία. Εντέλει η μεταδιαδικαστική αρχαιολογία έγινε καταφύγιο για όσους αποκήρυτταν το διαδικαστικό πολιτισμικό πρότυπο, για το οποίο πίστευαν (νεομαρξιστές και φεμινιστές αρχαιολόγοι για παράδειγμα), ότι χειριζόταν τους ανθρώπους ως αυτόματα και αγνοούσε την ατομικότητά τους.

Ιδεολογικές επιδράσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένα μεγάλο τμήμα της πρώιμης ιστορίας της επαγγελματικής αρχαιολογίας διαμορφώθηκε από μια προσπάθεια απομάκρυνσης από την ψευδοαρχαιολογία και την επακόλουθη εγκαθίδρυσή της ως επιστήμη. Παρόλο που ο αρχικός στόχος επετεύχθη, η αρχαιολογία υπήρξε και είναι ακόμη πεδίο αντιπαράθεσης πολιτισμικών, και πολιτικών αντιλήψεων. Πολλές ομάδες προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν την αρχαιολογία για να αποδείξουν πολιτισμικές ή πολιτικές απόψεις. Με τη σειρά τους οι αρχαιολόγοι συχνά χρησιμοποιήθηκαν ή χρησιμοποιούνται ή ενσυνείδητα στρέφονται σε αλλότριες από τις επιστημονικές τους θεωρήσεις. Καθώς οι αυτοκρατορίες και οι υπερδυνάμεις φθίνουν, σύμφωνα με τον Φίλιπ Κολ (Philip Kohl), συνεκδότη του βιβλίου Εθνικισμός, Πολιτική και η πρακτική της Αρχαιολογίας, «τα πολιτισμικά, θρησκευτικά και εθνικιστικά κινήματα αυξάνουν σε δύναμη και αναζητούν στην αρχαιολογία την ιστορική τους εγκυρότητα».

Ξεκινώντας με την εισβολή του Ναπολέοντα Α΄ στην Αίγυπτο το 1798, η αρχαιολογία στη Μέση Ανατολή άρχισε να ανακατεύεται με την πολιτική. Περισσότερο φανερό τούτο στις περιοχές της Παλαιστίνης και του Ισραήλ, με την επαναχαρτογράφηση της γης και την αλλαγή των τοπωνυμίων. Μια σημαντική έκφραση της πολιτικής ιδεολογίας που κρύβεται κάτω από αυτή τη δραστηριότητα είναι γνωστή ως «μύθος της άδειας γης». Κατά τη διάρκεια της ελληνιστικής περιόδου, όταν το ενδιαφέρον για την εθνική προέλευση ήταν υψηλό, παρείχε την κατάλληλη αιτιολογία για την αρχική αξίωση των Ισραηλινών στην αποκλειστική κατοχή της γης. Με αυτή τη μορφή, ο μύθος φαίνεται να είναι απλά μια επανάληψη -σε έναν άλλο ιστορικό κύκλο- των αξιώσεων που πρόβαλε η Ιουδαιοβαβυλωνιακή ελίτ στην πρώιμη φάση της περσικής περιόδου, η οποία μάλιστα αντανακλάται και σε ορισμένα βιβλικά κείμενα. Απ’ ό,τι φαίνεται ο ίδιος μύθος ασκεί σήμερα την επιρροή του στα πολιτικά δρώμενα της περιοχής.

Ο Αδόλφος Χίτλερ παρείχε στα SS ειδικές αρχαιολογικές μονάδες. Τμήμα του έργου τους ήταν να σκάβουν με απώτερο στόχο τους την εγκαθίδρυση και ισχυροποίηση ενός ναζιστικού ιδεολογικού δεσμού με τη γερμανική γη ή με ό,τι θεωρούσε εν πάση περιπτώσει ο Χίτλερ ως γερμανικά εδάφη. Οι Ναζί και οι Σοβιετικοί αρχαιολόγοι χρησιμοποιούσαν τις ίδιες μαρτυρίες, τα ίδια ευρήματα, για να αποδείξουν ότι η Πολωνία ήταν Σλαβική η Γερμανική.

Το ίδιο συνέβη και με την ιδεολογία του αφροκεντρισμού, ο βασικός πυρήνας των πεποιθήσεων του οποίου έχει ως εξής: «Μητέρα του πολιτισμού - και ειδικότερα του Δυτικού - είναι η ήπειρος της Αφρικής και φορείς του πολιτισμού τα μαύρα αφρικανικά έθνη. Στην Αφρική είχαν αναπτυχθεί υψηλού επιπέδου κοινωνίες, πολύ πριν καταφέρουν να εμφανιστούν στο ιστορικό προσκήνιο τα λευκά έθνη. Η αρχαία Αίγυπτος δεν ήταν παρά η κορωνίδα του μαύρου αφρικανικού πολιτισμού και οι ίδιοι οι Αιγύπτιοι ήταν μαύροι (νέγροι) από ανθρωπολογικής απόψεως».

Στην σύγχρονη εποχή η Ελλάδα επέβαλε οικονομικά μέτρα στην πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, διαμαρτυρόμενη για την πρόθεση του νέου κράτους να χρησιμοποιήσει το άστρο της Βεργίνας στη σημαία του. Το άστρο βρέθηκε ως σύμβολο στους τάφους της Βεργίνας στον τάφο του Φιλίππου, πατέρα του Αλεξάνδρου. Το αρχαιολογικό εύρημα στο οποίο βρέθηκε, υπήρξε τμήμα της ελληνικής ταυτότητας, γεγονός που προκάλεσε μια μαζική διπλωματική αντίδραση. «Τούτη η νεαρή δημοκρατία ψήφισε για τη χρήση του άστρου στη σημαία της, γεγονός που ερμηνεύθηκε ως καθαρή δήλωση εδαφικών διεκδικήσεων» παρατήρησε ο Κηθ Μπράουν (Keith Brown), διευθυντής του Ινστιτούτoυ Διεθνών Σπουδών Γουότσον στην εκπομπή του BBC Ο Κόσμος Σήμερα. «Η συνολική πράξη έγινε αντιληπτή ως συμβολική απειλή για την ελληνική εθνική ταυτότητα και τη σχέση της με το παρελθόν».

Ο μαρξισμός ή οι μαρξιστές αρχαιολόγοι στην ΕΣΣΔ και το Ηνωμένο Βασίλειο προσπάθησαν και προσπαθούν ακόμη να αποδείξουν την αλήθεια του διαλεκτικού υλισμού ή να ερμηνεύσουν τις συγκρούσεις ανάμεσα σε διαφορετικές ομάδες, (αρσενικό εναντίον θηλυκού, πρεσβύτεροι εναντίον νεότερων, εργάτες εναντίον εργοδοτών) ως γενεσιουργούς παράγοντες αλλαγών. Ορισμένοι, επίσης, χρησιμοποίησαν τη θεωρία των μεγάλων εποχών (βλ. Σύστημα τριών εποχών) για να επιχειρηματολογήσουν υπέρ της άποψης ενός σταθερά ανοδικού εξελικτικού συνεχούς σε ό,τι αφορά στον δυτικό πολιτισμό. Επιπρόσθετα, ένα μεγάλο μέρος της σύγχρονης αρχαιολογίας επηρεάζεται ιδεολογικά από την νεοδαρβίνεια εξελικτική σκέψη, την φαινομενολογία, τον μεταμοντερνισμό τον λειτουργισμό, το φύλο, την φεμινιστική αρχαιολογία και την θεωρία των συστημάτων.

Παραπομπές και σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Krieger, William Harvey (1 Ιανουαρίου 2006). Can There be a Philosophy of Archaeology?: Processual Archaeology and the Philosophy of Science (στα Αγγλικά). Lexington Books. ISBN 9780739112496. 
  2. Dark, Ken (2016). «The Science of Archaeology». Philosophy Now (3). https://philosophynow.org/issues/3/The_Science_of_Archaeology. 
  3. Trigger 2007, σελ. 1.
  4. Κουκουζέλη, Αλ.· Μανακίδου, Ε.· Σμπόνιας, Κ. Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο. Α΄. Πάτρα: Ε.Α.Π. σελ. 52. ISBN 960-538-489-2. 
  5. Childe, Ver Gordon (1929). The Danube in Prehistory. New York: OUP. σελίδες v–vi. 
  6. McNairn 1980, σελίδες 92–95.
  7. Maddock 1995, σελ. 114.
  8. Κουκουζέλη 2003, σελ. 260.
  9. Renfrew, Bahn, σελ. 499.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Barstad, H., The Myth of the Empty Land: A Study in the History and Archaeology of Judah during the 'Exilic' Period, Scandinavian University Press, (Oslo, 1996)
  • Childe, Ver Gordon (1929). The Danube in Prehistory. New York: OUP. 
  • Kohl Philip L. - Fawcett Clare, (eds), Nationalism, Politics and the Practice of Archaeology (New Directions in Archaeology S.), Cambridge University Press; (Cambridge 1996).
  • Krieger, William Harvey (2006). Can There be a Philosophy of Archaeology?: Processual Archaeology and the Philosophy of Science. Lexington Books. ISBN 9780739112496.
  • Κουκουζέλη, Αλ· Μανακίδου, Ε· Σμπόνιας, Κ. (2003). Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο. Α΄. Πάτρα: Ε.Α.Π. ISBN 960-538-489-2. .
  • Maddock, Kenneth (1995). «Prehistory, Power and Pessimism». Στο: Gathercole, Peter· Irving, T.H.· Melleuish, Gregory. Childe and Australia: Archaeology, Politics and Ideas. St Lucia: University of Queensland Press. σελίδες 107–117. ISBN 0-7022-2613-0. 
  • McNairn, Barbara (1980). The Method and Theory of V. Gordon Childe. Edinburgh: Edinburgh University. ISBN 978-0852243893. 
  • Renfrew, C· Bahn, P (2001). Αρχαιολογία, Θεωρίες, μεθοδολογία και πρακτικές εφαρμογές. Αθήνα: Καρδαμίτσας. ISBN 978-960-354-329-9. 
  • Trigger, Bruce G. (2007). A History of Archaeological Thought. New York: Cambridge University Press. ISBN 978-0521600491. 
  • «When archaeology gets bent», BBC News Science/Nature, 080104.

Δικτυακοί τόποι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]