Αρχαία Ελλάδα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Αρχαίος Έλληνας)
Η αρχαία Ελλάδα κατά την κλασική περίοδο (362 π.Χ.)[1]

Ο όρος αρχαία Ελλάδα χρησιμοποιείται για να περιγράψει τον ελληνικό κόσμο κατά την περίοδο της αρχαιότητας. Αναφέρεται όχι μόνο στις περιοχές του σύγχρονου ελληνικού κράτους, αλλά όπου εγκαταστάθηκαν και διαβίωσαν στους αρχαίους χρόνους ελληνικοί πληθυσμοί, συμπεριλαμβανομένων της Ιωνίας, της Κύπρου, της Μεγάλης Ελλάδας (ακτές της Σικελίας και της νότιας Ιταλίας) και των διάσπαρτων ελληνικών εγκαταστάσεων στις ακτές της Μεσογείου, αλλά μέχρι και τον Εύξεινο Πόντο.

Μετά την κατάρρευση των μυκηναϊκών ανακτορικών κέντρων τον 12ο αιώνα π.Χ. τα ελληνικά φύλα εισήλθαν στη φάση των «σκοτεινών αιώνων» για την οποία λίγες γνώσεις διαθέτουμε, εξού και η ονομασία της περιόδου αυτής. Η πληθυσμιακή πίεση οδήγησε τα ελληνικά φύλα της ηπειρωτικής Ελλάδας σε μετανάστευση στα νησιά και την αντίπερα ακτή του Αιγαίου. Την επόμενη περίοδο, οι εντεινόμενες επαφές των ελληνικών φύλων με την Ανατολή συνέβαλαν στη δημιουργία αλφαβήτου και την ανάπτυξη της ναοδομίας και της γλυπτικής. Με μονάδα οργάνωσης την πόλιν, οργανώθηκε η ίδρυση αποικιών στις ακτές της Μεσογείου και του Ευξείνου Πόντου από περίπου το 750 έως το 550 π.Χ. Η περίοδος αυτή χαρακτηρίστηκε από έντονες κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες στο εσωτερικό των πόλεων, που στην Αθήνα κατέληξαν στην εγκαθίδρυση δημοκρατίας. Στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. ένας συνασπισμός ελληνικών πόλεων απέκρουσε την επίθεση της Περσικής αυτοκρατορίας. Μετά τη λήξη των πολέμων, την ηγεμονία της συμμαχίας ανέλαβε η Αθήνα, που αναδείχθηκε σε πολιτικό και πολιτιστικό κέντρο του ελληνικού κόσμου και οδηγήθηκε σε σύγκρουση με την άλλη μεγάλη ελληνική δύναμη, τη Σπάρτη. Ο Πελοποννησιακός πόλεμος έληξε το 404 π.Χ. με ήττα της Αθήνας και των συμμάχων της. Εξασθενημένες από τους συνεχείς μεταξύ τους πολέμους κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. οι ελληνικές πόλεις υποτάχθηκαν στην ανερχόμενη ισχύ του Μακεδονικού Βασιλείου.

Ο βασιλιάς της Μακεδονίας, Μέγας Αλέξανδρος, οδήγησε τους Έλληνες σε μία επιτυχή εκστρατεία κατάλυσης της Περσικής Αυτοκρατορίας. Μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου το 323 π.Χ. οι διάδοχοί του διαμοίρασαν την αυτοκρατορία του σε διάφορα βασίλεια. Ο ελληνικός πολιτισμός γνώρισε μεγάλη διάδοση στα εδάφη των βασιλείων αυτών και, μετά την κατάκτησή τους από την Αρχαία Ρώμη, σε πολλές περιοχές της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Στους νεώτερους χρόνους, ο πολιτισμός των αρχαίων Ελλήνων άσκησε σημαντική επίδραση στη γλώσσα, την πολιτική, τη φιλοσοφία, την επιστήμη και τις τέχνες, ιδίως κατά την περίοδο της Αναγέννησης στη Δυτική Ευρώπη και κατά τις κλασικιστικές περιόδους τον 18ο και 19ο αιώνα μ.Χ. στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, και η ρωμαϊκή εκδοχή του αποτελεί τον θεμέλιο λίθο του νεώτερου δυτικού πολιτισμού.[2]

Χωρισμός περιόδων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η περίοδος από το 1600 π.Χ. έως το 1100 π.Χ., η Ύστερη εποχή του Χαλκού, ονομάζεται Μυκηναϊκή Περίοδος. Η περίοδος από περίπου το 1100 π.Χ. έως περίπου το 800 π.Χ. ονομάζεται Σκοτεινοί αιώνες ή Γεωμετρική Εποχή, για την οποία διαθέτουμε πλέον τις ανάλογες αρχαιολογικές μαρτυρίες, αλλά και ενδιαφέρουσες θεωρίες σημαντικών ιστοριογράφων της εποχής μας, που ενίοτε αντικρούουν τις κλασικές γνώσεις μας για τη ροή της ελληνικής ανάπτυξης. Από τον 8ο έως και τον 6ο π.Χ. αιώνα έχουμε την Αρχαϊκή Εποχή. Η Κλασική εποχή οριοθετείται με την έναρξη του 5ου π.Χ. αιώνα και τον θάνατο του Μέγα Αλεξάνδρου, το 323 π.Χ., οπότε ξεκινά και η Ελληνιστική εποχή, η οποία λήγει με τη ρωμαϊκή κατάκτηση.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η τεκμηρίωση των ιστορικών γεγονότων που συνοδεύουν την ανάπτυξη του ελληνικού πολιτισμού, πέραν των φιλολογικών μαρτυριών ιστορικών όπως ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο Ξενοφών, ή ρητόρων όπως ο Δημοσθένης και ο Ισοκράτης ή φιλοσόφων όπως ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης είναι εφικτή και μέσω της ερμηνείας των αρχαιολογικών ευρημάτων. Επίσης,παρόλο που σε γενικές γραμμές η αρχαία ιστοριογραφία επικεντρώνεται κυρίως στην ανάπτυξη της Αθήνας, σύγχρονοι ερευνητές έχουν δημοσιεύσει σωρεία μελετών για τις άλλες πόλεις της ηπειρωτικής Ελλάδας, παρέχοντάς μας πλέον μια σφαιρική εικόνα του αρχαιοελληνικού πολιτισμού.

Από περίπου τη δεκαετία του 1980 για την έρευνα της ιστορίας και προέλευσης πληθυσμών πραγματοποιούνται γενετικές μελέτες που αξιοποιούν π.χ. το ανθρώπινο DNA. Πρόκειται για ένα πεδίο που, αν και παράγει αποτελέσματα φαινομενικά εντυπωσιακά, δεν είναι ακόμα μεθοδολογικά ώριμο, ούτε παράγει αποτελέσματα η ερμηνεία των οποίων μπορεί από μόνη της να δώσει απαντήσεις σε σύνθετα ιστορικά ερωτήματα, αν και ενδέχεται, σε συνδυασμό με τα πορίσματα της αρχαιολογίας ή της γλωσσολογίας, να ενισχύσει υπάρχουσες θεωρίες.[3]

Απαρχές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με τις ενδείξεις από την έως τώρα έρευνα, ελληνόφωνοι πληθυσμοί μετανάστευσαν στην ελληνική χερσόνησο κατά το τέλος της 3ης π.Χ. χιλιετίας, αναμίχθηκαν με τους τοπικούς προελληνικούς πληθυσμούς και στη συνέχεια διαμόρφωσαν αυτό που γνωρίζουμε σήμερα ως αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Στον ελλαδικό χώρο είχαν λοιπόν προηγηθεί οι φορείς της γεωργικής επανάστασης της ύστερης μεσολιθικής και της νεολιθικής εποχής και, στη συνέχεια, του Πρωτοελλαδικού, Κυκλαδικού και του λαμπρού Μινωικού πολιτισμού.

Τα αρχαιολογικά ευρήματα δείχνουν πιθανή εισβολή επήλυδων περί το τέλος της Πρωτο-Ελλαδικής ΙΙΙ περιόδου (2000 π.Χ.). Μια παλαιότερη εισβολή πιστοποιείται αρχαιολογικά κατά το τέλος της Πρωτο-Ελλαδικής ΙΙ περιόδου, διακοσια χρόνια νωρίτερα. Το ποια από τις δύο εισβολές είναι η κάθοδος των ελληνόφωνων (Πρωτοελλήνων) στον ελλαδικό χώρο δεν μπορεί να ειπωθεί με βεβαιότητα. Έχει διατυπωθεί η (στηριγμένη σε φιλολογικά δεδομένα) θεωρία ότι η πρώτη εισβολή προήλθε από πρωτο-λουβιακά στοιχεία της Μ. Ασίας, τα οποία άφησαν στην ελληνική γλώσσα τα προελληνικά φθογγικά στοιχεία -σσ-, -νθ και -νδ- (βλ. λέξεις Παρνασσός, Κόρινθος, Λίνδος).[4] Αυτή η θεωρία για την πρωτοκαθεδρία των Λουβίων στον ελλαδικό χώρο δεν είναι δεκτή από όλους τους ερευνητές, ωστόσο δεν αμφισβητείται ο ινδοευρωπαϊκός χαρακτήρας του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος.[5]

Τα αρχαιολογικά ευρήματα στη δυτική (Νυδρί Λευκάδας) και την ανατολική Ελλάδα (Εύτρηση, Ορχομενός Βοιωτίας) κάνουν ελκυστική την υπόθεση της διαδρομής των ελληνόφωνων από Βορρά προς Νότο δυτικά της Πίνδου, με πιθανή ταυτόχρονη κίνηση από τα ανατολικά προς τα δυτικά, μέσω των νησιών του Αιγαίου. Η μετακίνηση δε φαίνεται να συνοδεύτηκε παντού από καταστροφές, παρ' όλο που τα αρχαιολογικά δεδομένα υποδεικνύουν κάποια βίαια επεισόδια κατά τη διάρκεια των εισβολών αυτών. Σίγουρα, όμως, παρατηρούνται αλλαγές στον πολιτισμικό εξοπλισμό ακόμα και εκεί που δεν παρατηρούνται καταστροφές. Τίποτα, πάντως, δεν μπορεί να είναι απολύτως βέβαιο για τη σκοτεινή αυτή εποχή, όπως π.Χ. οποιαδήποτε υπόθεση για την εθνολογική διαφοροποίηση ή μη αυτών των ομάδων εισβολέων.[6] Οι προσπάθειες στο παρελθόν να αποδοθούν συγκεκριμένα πολιτιστικά χαρακτηριστικά - όπως τα γκρίζα «μινυακά» αγγεία και ο τύπος οικοδομήματος που είναι γνωστός ως «μέγαρον» - στους ελληνόφωνους εισβολείς δεν είναι πια αποδεκτές σήμερα.[7] Δεν ευσταθεί, ακόμη, η παλιά αντίληψη ότι ο οι ελληνόφωνοι έφεραν τον κεραμικό τροχό, το άρμα και τις οχυρωμένες ακροπόλεις. Αντιθέτως, τα αρχαιολογικά ευρήματα δείχνουν πως υπήρξε σαφής πολιτισμική οπισθοδρόμηση κατά τη Μεσοελλαδική περίοδο και ότι οι νεοφερμένοι απέκτησαν ανώτερο πολιτισμό μόνο όταν ήρθαν σε επαφή με άλλους πολιτισμούς, όπως αυτόν των γειτόνων τους στο Αιγαίο.[8]

Μυκηναϊκός πολιτισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πληθυσμιακή και πολιτισμική ανάμειξη μεταξύ των νεοφερμένων πρωτοελλήνων και των προελλήνων οδήγησε στη γένεση του ελληνικού πολιτισμού. Οι περιοχές νοτίως της Θεσσαλίας δέχτηκαν την ισχυρή επίδραση του ανεπτυγμένου Μινωικού πολιτισμού, γεγονός που οδήγησε στην άνθηση του Μυκηναϊκού πολιτισμού. Αντίθετα, τα βορειοδυτικά ελληνικά φύλα, τα οποία έμειναν άμοιρα της Μινωικής επίδρασης, παρέμειναν σε χαμηλότερο πολιτιστικό επίπεδο. Ο Μυκηναϊκός πολιτισμός έδωσε τα μεγάλα μυκηναϊκά κέντρα της Νότιας Ελλάδας (Μυκήνες, Τίρυνθα, Πύλος, Ορχομενός κ.α.) και της Κρήτης καθώς και την πρώτη ελληνική γραφή, τη Γραμμική Β΄. Στις πινακίδες της Γραμμικής Β΄ ανιχνεύουμε και τα πρώτα στοιχεία της μετέπειτα αρχαίας ελληνικής θρησκείας. Η παρακμή του Μυκηναϊκού κόσμου στο τέλος της Υστερο-Ελλαδικής περιόδου (στα τέλη του 13ου αιώνα π.Χ.) οδήγησε στη σταδιακή εξαφάνιση των μυκηναϊκών κέντρων κατά την Υπομυκηναϊκή περίοδο, η οποία τελειώνει το 1.100 π.Χ. περίπου, την ολοκληρωτική εξαφάνιση της γραφής και τους λεγόμενους Σκοτεινούς Αιώνες.

Κάποτε οι μελετητές συνέδεαν τις καταστροφές του τέλους της μυκηναϊκής εποχής με την Επιστροφή των Ηρακλειδών και την Κάθοδο των Δωριέων οι οποίες πέρασαν στη μνήμη της αρχαίας ηρωικής παράδοσης. Σήμερα όμως, λίγοι θα δέχονταν την υπόθεση μιας τέτοιας εισβολής, όπως τη δέχονταν οι αρχαίοι Έλληνες. Είναι πιο αποδεκτή η θεωρία της προσωρινής αναστάτωσης λόγω επιδρομών, ενώ η εισβολή νέων φύλων μετατίθεται στα γεγονότα της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου (Σκοτεινοί Αιώνες).[9]

Με το τέλος της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου, οι Έλληνες διακρίνονται ήδη στις φυλές που γνωρίζουμε από την Κλασική εποχή. Η παλαιότερη θεωρία κατά την οποία οι ομιλητές των αχαϊκών και ιωνικών διαλέκτων ήρθαν κατά κύματα στην εποχή της καθόδου των ελληνόφωνων στον ελλαδικό χώρο δεν είναι πια αποδεκτή. Επομένως, πριν το τέλος της μυκηναϊκής περιόδου, δεν μπορούμε να μιλάμε για σαφή διαχωρισμό των μετέπειτα ελληνικών διαλέκτων αλλά για τρεις το πολύ γλωσσικές ομάδες. Τη βόρειο-ελληνική και τους δύο φορείς της Μυκηναϊκής, την Αρκαδική (ή Αρκαδοκυπριακή) και την Αιολική, οι οποίες ήταν συνδεδεμένες μεταξύ τους.[10] Κατά άλλους μελετητές, οι δυο σπουδαιότερες διάλεκτοι στον Μυκηναϊκό χώρο ήταν η Αρκαδοκυπριακή και η Ιωνική.[11]

Κατά τους σκοτεινούς αιώνες που ακολούθησαν, έλαβε χώρα η τελευταία μεγάλη αναστάτωση στον ελλαδικό χώρο, δηλαδή η Κάθοδος των Δωριέων. Είναι γεγονός πως η αρχαία παράδοση γύρω από την έλευση των Δωριέων έχει διασώσει κάποιο ιστορικό πυρήνα, όπως την κατά προσέγγιση διαδρομή τους από βορρά προς νότο. Στην παράδοση αυτή, όμως, έχουν παρεισφρύσει πολλές φανταστικές λεπτομέρειες και στοιχεία της πολιτικής προπαγάνδας των μετέπειτα ελληνικών πόλεων-κρατών. Αρχαιολογικά, τα πιθανά αποδεικτικά στοιχεία της καθόδου των Δωριέων είναι πολύ δύσκολο να αποτιμηθούν. Επίσης, δεν είναι αποδεκτό ότι οι Δωριείς ήταν αυτοί που έφεραν από τη βόρεια Βαλκανική τη χρήση του σιδήρου, καθώς θεωρείται εισαγωγή από την Ανατολή[12] Γίνεται πάντως ελκυστική η υπόθεση ότι οι Δωριείς ήταν πολιτιστικά καθυστερημένοι νομάδες κτηνοτρόφοι στο περιθώριο του μυκηναϊκού κόσμου, οι οποίοι κάποια στιγμή ανέλαβαν έντονη επιθετική δραστηριότητα, πιεζόμενοι κι αυτοί από τα βόρεια.[13]

Με το τέλος της δωρικής επέκτασης, από τις μη βορειοελληνικές διαλέκτους στην Πελοπόννησο απέμεινε μόνο η αρκαδική, στα ορεινά της Αρκαδίας. Εκείνη την εποχή είχε ήδη αρχίσει ο Α΄ Αποικισμός και οι Αιολείς αποίκησαν τα νησιά του Βόρειου Αιγαίου και την Αιολία της Μικράς Ασίας ενώ οι Ίωνες το κύριο μέρος των νησιών του Αιγαίου και την κλασική Ιωνία.

Γεωμετρική εποχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Γεωμετρική εποχή
Ο αμφορέας του Διπύλου.

Κατά τον 8ο αιώνα π.Χ. προβάλλοντας από τη Γεωμετρική Περίοδο η Ελλάδα μεταβάλλει τον πολιτισμό της από προφορικό σε γραπτό. Η χρήση ενός προσαρμοσμένου από τη φοινικική γραφή αλφάβητου μας παρέχει τις πρώτες γραπτές μαρτυρίες μιας ουσιαστικής μεταβολής για τον ελληνικό πολιτισμό, ενώ η ανάπτυξη της μνημειακής γλυπτικής και της κεραμικής τον θεμελιώνει σε μια τεχνολογική και καλλιτεχνική βάση. Βέβαια, η ενοποιημένη άποψη που έχουμε σήμερα για τον ελληνικό πολιτισμό δε συνεπάγεται και την ανάλογη ενότητα σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο εκείνα τα χρόνια. Εξαιτίας της γεωγραφικής της ιδιαιτερότητας η Ελλάδα της αρχαϊκής και της κλασικής περιόδου ακολουθεί λίγο-πολύ τον τοπικισμό της μυκηναϊκής εποχής, διαιρεμένη σε μικρές ανεξάρτητες κοινότητες που χαρακτηρίζονται με τον γενικό όρο πόλις-κράτος.

Αρχαϊκή εποχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Αρχαϊκή εποχή

Τον 8ο αιώνα π.Χ. εμφανίστηκε ως ανώτατη μονάδα ανεξάρτητης πολιτικής οργάνωσης η πόλις. Οι ελληνικές πόλεις ήταν αστικοί οικισμοί που λειτουργούσαν ως πολιτικά κέντρα. Οι συνθήκες και η διαδικασία δημιουργίας των πόλεων μένουν αδιευκρίνιστες, αλλά την περίοδο της δημιουργίας τους παρατηρείται πληθυσμιακή αύξηση και η δημιουργία των πρώτων ναϊκών οικοδομημάτων.[14]

Ελληνικές (κόκκινο) και φοινικικές (κίτρινο) αποικίες.

Η οικονομική και δημογραφική ανάπτυξη του ελλαδικού χώρου αλλά και οι ενδοκοινοτικές πολιτικές συγκρούσεις οδήγησαν ένα τμήμα του ηπειρωτικού και του νησιωτικού πληθυσμού σε ένα ρεύμα αποικισμών, που είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός μεταναστευτικού κύματος προς όλες τις περιοχές της Μεσογείου. Από το 750 π.Χ. έως το 550 π.Χ. οι Έλληνες δημιούργησαν αποικίες προς όλες τις κατευθύνσεις. Προς την ανατολή αποκίστηκε αρχικά η Κύπρο, προς τον βορρά η Χαλκιδική, οι Ερετριείς ίδρυσαν τη Μεθώνη, ενώ κυρίως η Μίλητος ίδρυσε πολυάριθμες αποικίες στις ακτές της Θράκης, τον Βόσπορο και τις νότιες ακτές της Μαύρης Θάλασσας. Προς τη δύση οι Έλληνες αποίκισαν τις ακτές του Ιονίου (η Κόρινθος αποίκισε την (Κέρκυρα, την Επίδαμνο, την Απολλωνία κ.λπ.), την Ιλλυρία, τη Σικελία και τη Νότια Ιταλία, την Κορσική και τις βόρειες μεσογειακές ακτές ως τις Ηράκλειες στήλες. Ελληνικές αποικίες απαντώνται, επίσης, στην Αίγυπτο και τη Λιβύη. Πόλεις όπως οι Συρακούσες, η Νάπολη, η Μασσαλία ή η Κωνσταντινούπολη προέκυψαν από τις ελληνικές αποικίες των Συρακουσών, Νεάπολης, ή του Βυζάντιου, αποικίας των Μεγαρέων.

Με την ολοκλήρωση του αποικισμού, η κατανομή του ελληνισμού στη Μεσόγειο έχει ολοκληρωθεί. Έως τα μέσα του 6ου π.Χ. αιώνα, η Ελλάδα έγινε το πολιτισμικό και γλωσσικό κέντρο μιας γεωγραφικής περιοχής πολύ μεγαλύτερης των φυσικών ορίων της. Αν και οι αποικίες δεν ελέγχονταν πολιτικά από τις μητροπόλεις τους, λόγω της απόστασης από αυτές, η διατήρηση των εμπορικών, θρησκευτικών και πολιτισμικών δεσμών βοήθησε στη δημιουργία ενός ζωντανού ιστού αλληλεπίδρασης.

Κλασική εποχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Κλασική εποχή

Η κλασική περίοδος χαρακτηρίζεται έντονα από την ανάπτυξη της πόλης-κράτους, που είχε ήδη γίνει η βασική μονάδα κοινωνικής και πολιτικής συγκρότησης του ελληνικού κόσμου.

Περσικοί πόλεμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Περσικοί πόλεμοι
Γραπτή παράσταση μονομαχίας Έλληνα οπλίτη και Πέρση στο εσωτερικό κύλικος (περ. 480 π.Χ.).

Καθώς στην Ιωνία οι ελληνικές πόλεις, στις οποίες συμπεριλαμβάνονταν μεγάλα κέντρα, όπως η Μίλητος και η Αλικαρνασσός, δε μπόρεσαν να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους περιήλθαν υπό την κυριαρχία της περσικής αυτοκρατορίας προς τα μέσα του 6ου π.Χ. αιώνα. Το 499 π.Χ. οι Έλληνες των ιωνικών πόλεων ξεκίνησαν την Ιωνική Επανάσταση και η Αθήνα μαζί με την Ερέτρια κινήθηκαν προς βοήθειά τους.

Το 490 π.Χ. ο Πέρσης βασιλιάς, Δαρείος Α΄, έχοντας καταστείλει την εξέγερση των ιωνικών πόλεων από το 494 π.Χ., έστειλε τον στόλο του να τιμωρήσει τις δύο πόλεις. Ο περσικός στρατός κατέστρεψε την Ερέτρια και αποβιβάστηκε στην Αττική, αλλά στη μάχη του Μαραθώνα ηττήθηκε από τους Αθηναίους και άλλους υπό τον στρατηγό Μιλτιάδη.

Δέκα χρόνια αργότερα, ο διάδοχος του Δαρείου, Ξέρξης Α΄, ηγήθηκε μίας πολύ ισχυρότερης ναυτικής και στρατιωτικής δύναμης εναντίον των Ελλήνων. Αφού καθυστερήθηκε από τον βασιλιά της Σπάρτης Λεωνίδα στις Θερμοπύλες, ο Ξέρξης προέλασε στην Αττική και πυρπόλησε την Αθήνα. Οι Αθηναίοι, όμως, είχαν εγκαταλείψει την πόλη τους και μαζί με τους υπόλοιπους Έλληνες νίκησαν τους Πέρσες στη ναυμαχία της Σαλαμίνας χάρη στην ιδιοφυΐα του Θεμιστοκλή. Την επόμενη χρονιά, οι Έλληνες υπό την ηγεσία του Σπαρτιάτη στρατηγού Παυσανία, νίκησαν τον περσικό στρατό στις Πλαταιές. Η δεύτερη ήττα των Περσών και ο θάνατος του στρατηγού τους Μαρδόνιου οδήγησαν στην οπισθοχώρησή του στην Ασία.

Η κατάληψη της Σηστού από τους Έλληνες την ίδια χρονιά θεωρείται το τέλος των περσικών πολέμων.

Η σημασία που είχε για τους Έλληνες η νίκη τους εναντίον των Περσών ήταν ζωτική. Απομάκρυνε τον κίνδυνο υποταγής και προκάλεσε και μια σειρά κοινωνικών αλλαγών στο εσωτερικό των πόλεων. Ακόμη, άνοιξε ο δρόμος ώστε οι Αθηναίοι να αναδειχθούν ως ηγετική πολιτική, στρατιωτική και οικονομική δύναμη στον ελλαδικό χώρο, ιδρύοντας τη Δηλιακή ή Α΄ Αθηναϊκή Συμμαχία.

Η αθηναϊκή ηγεμονία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Παρθενώνας, ναός αφιερωμένος στην Αθηνά, αποτελεί ένα από τα σύμβολα του πολιτισμού της Αρχαίας Ελλάδας.

Μετά τους Περσικούς πολέμους η πόλη της Αθήνας έγινε ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης στη θάλασσα και το εμπόριο, αν και σοβαρός ανταγωνιστής της παρέμεινε η Κόρινθος με τη γεωργική παραγωγή και τα φημισμένα κεραμικά της εργαστήρια. Ηγετική φυσιογνωμία του χρυσού αιώνα όπως αποκαλείται για την αθηναϊκή ανάπτυξη και την κυριαρχία της στις άλλες πόλεις υπήρξε ο Περικλής, για τον οποίο πληροφορίες συλλέγουμε από τον Θουκυδίδη και τον Πλούταρχο. Είναι εκείνος που χρησιμοποιεί τα χρήματα των συμμάχων του, προκειμένου να χτίσει τον Παρθενώνα και άλλα λαμπρά μνημεία της κλασικής Αθήνας. Ως τα μέσα, καθοδηγούμενη από την απληστία της Αθήνας η συμμαχία της Δήλου μετατράπηκε ουσιαστικά σε αθηναϊκή αυτοκρατορία, γεγονός που επικυρώθηκε από τη μεταφορά του συμμαχικού θησαυρού από τη Δήλο στον Παρθενώνα το 454 π.Χ.

Τμήμα της ζωφόρου του Παρθενώνα. (περ. 440 π.Χ.).

Όπως ήταν φυσικό ο πλούτος της Αθήνας προσέλκυσε χαρισματικούς ανθρώπους από όλη την Ελλάδα, παρ' όλη την αυστηρότητα του καθεστώτος των μετοίκων. Η ίδια η αθηναϊκή πολιτεία προώθησε τη γνώση και τις τέχνες. Έγινε το κέντρο της αρχαιοελληνικής λογοτεχνίας, της φιλοσοφίας και των τεχνών (βλ. θέατρο και γλυπτική). Ορισμένα από τα μεγαλύτερα ονόματα των τεχνών και των γραμμάτων έζησαν στην Αθήνα αυτής της περιόδου: ανάμεσά τους δραματικοί ποιητές όπως ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής, ο Ευριπίδης και ο κωμωδιογράφος Αριστοφάνης, φιλόσοφοι όπως ο Αριστοτέλης, ο Πλάτων και ο Σωκράτης, ιστοριογράφοι όπως ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης και ο Ξενοφών, ποιητές όπως ο Σιμωνίδης και γλύπτες όπως ο Φειδίας. Η πόλη έγινε -σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του Περικλή- «το σχολείο της Ελλάδας», (βλ. επίσης Εκπαίδευση στην αρχαία Ελλάδα).

Οι άλλες ελληνικές πόλεις-κράτη αποδέχθηκαν αρχικά την αθηναϊκή ηγεμονία στον διαρκή πόλεμο κατά των Περσών, αλλά σταδιακά η Αθήνα εξελίχθηκε σε ιμπεριαλιστική δύναμη. Μετά την ολοκληρωτική νίκη των Ελλήνων επί των Περσών, όμως, ορισμένες πολιτείες δυσανασχέτησαν και επεχείρησαν να αποσχισθούν από τη συμμαχία, με αποτέλεσμα την πλήρη και ωμή επίδειξη πολεμικής ισχύος από μέρους της Αθήνας, όπως τουλάχιστον την καταθέτει ο Θουκυδίδης στον περίφημο διάλογο των Μηλίων, μεσούντος του Πελοποννησιακού πολέμου. Ο διάλογος, έτσι όπως κατατίθεται από τον ιστορικό, είναι επίδειξη πολιτικού ρεαλισμού, σε ό,τι αφορά την πολεμική ισχύ. Επιβάλλεται το δίκαιο του ισχυροτέρου και η άποψη των Μηλίων πως η παράδοση είναι πράξη δειλίας, αντιμετωπίζεται περιφρονητικά από τους Αθηναίους (Θουκυδίδης 5.100). Αν οι Μήλιοι επιδείξουν σωφροσύνη -κλασική αρετή στην κοινωνία του 5ου π.Χ. αιώνα- τότε θα αναγνωρίσουν ότι δεν είναι αγών από του ίσου περί ανδραγαθίας και ότι η τιμωρία δεν είναι η αισχύνη (Θουκυδίδης 5.101). Το θέμα είναι η επιβίωση και εδώ οι ηθικοί φραγμοί δεν έχουν κανένα νόημα. Σύμφωνα με τη γλώσσα του αθηναίου ιστορικού, είναι δύσκολο να ανταγωνιστεί κανείς τη φυσική πραγματικότητα –στην προκειμένη περίπτωση την πολεμική ισχύ των Αθηνών. Αυτό είναι το κομβικό σημείο με το οποίο ανοίγουν και κλείνουν οι Αθηναίοι τον διάλογό τους με τους Μηλίους. Αντίθετα με τους Αθηναίους του Ηρόδοτου, που ποτέ δεν παραδίδονται στον Ξέρξη και αρνούνται να προδώσουν τους Έλληνες, οι Αθηναίοι του Θουκυδίδη αποτιμούν ψυχρά την πολεμική ισχύ τους και φυσικά ακολουθούν τη λογική αυτής της αποτίμησης με τα ανάλογα αποτελέσματα ενός εμφύλιου σπαραγμού.

Πελοποννησιακός πόλεμος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι σύμμαχοι των Αθηναίων (κόκκινο) και των Λακεδαιμονίων (μπλε) στην έναρξη του Πελοποννησιακού πολέμου.

Αυτό που είναι σήμερα γνωστό ως Πελοποννησιακός Πόλεμος ήταν στην πραγματικότητα ο δεύτερος πόλεμος μεταξύ των συνασπισμών της Αθήνας και της Σπάρτης.[εκκρεμεί παραπομπή] Η σύγκρουση μεταξύ της Αθήνας και της Σπάρτης έχει τις ρίζες της στους περσικούς πολέμους του 5ου π.Χ. αιώνα. Μετά από την περσική εκστρατεία του Ξέρξη ενάντια στην Ελλάδα και την επακόλουθη απώθησή του το 479, οι Αθηναίοι ανέλαβαν την ηγεσία του πολέμου ενάντια στην Περσία στις ελληνικές ακτές της Μικράς Ασίας. Η συμμαχία της Δήλου, που σχηματίστηκε το 478, πήρε τη μορφή μιας αυτοκρατορίας, καθώς οι Αθηναίοι άρχισαν να χρησιμοποιούν την ωμή δύναμη, για να αποτρέψουν οποιονδήποτε από τους «συμμάχους» τους να αποσυρθεί από τη συμμαχία. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα την εγρήγορση της Σπάρτης και εν τέλει τη στρατιωτική επέμβασή της ενάντια στις φιλοδοξίες των Αθηναίων για πανελλήνια κυριαρχία.

Ο Πελοποννησιακός πόλεμος διαιρείται παραδοσιακά σε τρεις φάσεις: τον Αρχιδάμειο πόλεμο (431-421 π.Χ.), την Ειρήνη του Νικία με τη Σικελική εκστρατεία (420-413 π.Χ.) και τον Ιωνικό πόλεμο (412-404 π.Χ.). Τα πρώτα δέκα χρόνια του πολέμου πήραν το όνομα του σπαρτιάτη βασιλέα Αρχίδαμου Β΄, που ξεκίνησε τον πόλεμο ενάντια στην Αθήνα και του οποίου η προσεκτική πολιτική κυριάρχησε στη σπαρτιατική στρατηγική των πρώτων πολεμικών επιχειρήσεων.

Η σπαρτιατική στρατηγική σύμφωνα με τον Αρχίδαμο ήταν η συγκέντρωση των στρατευμάτων της συμμαχίας στον Ισθμό και η εισβολή στην αττική γη.[εκκρεμεί παραπομπή] Η στρατηγική των Αθηναίων, αντίθετα, προϊόν της ευφυΐας του Περικλή ήταν η απόσυρση των κατοίκων της υπαίθρου εντός των τειχών και η εκτεταμένη επιθετική παρουσία του αθηναϊκού στόλου στις ακτές της Πελοποννήσου (Ναύπακτος). Παρόλο που αυτή η στρατηγική απέδωσε καρπούς ο λοιμός που ξέσπασε στην Αθήνα αφάνισε περίπου τα 2/3 των πολιτών, περιλαμβανομένου του Περικλή και των γιων του.[εκκρεμεί παραπομπή]

Μετά τον θάνατο του Περικλή οι Αθηναίοι εγκατέλειψαν κατά προτροπή του δημαγωγού Κλέωνα, την πρότερη συντηρητική και αμυντική τακτική τους φέρνοντας τον πόλεμο κοντά στη Σπάρτη και τους συμμάχους της και χτίζοντας φρούρια σε σημαντικές για τον πόλεμο περιοχές. Ένα από τα σημαντικότερα βρισκόταν κοντά στην Πύλο, στο νησάκι της Σφακτηρίας. Εκεί οι Αθηναίοι όχι μόνο δέχονταν τους αποστάτες είλωτες της σπαρτιατικής συμμαχίας, αλλά εξωθούσαν τους είλωτες σε εξέγερση. Οι αποφασιστικές μάχες, τις οποίες κέρδισαν οι Αθηναίοι και ο άπειρος πολεμικά Κλέων, δόθηκαν στην Πύλο και τη Σφακτηρία. Οι Σπαρτιάτες υπό την καθοδήγηση του Βρασίδα στράφηκαν στην αθηναϊκή αποικία της Αμφίπολης, η οποία ήλεγχε τους πόρους του παρακείμενου ορυχείου αργύρου, πόρους με τους οποίους χρηματοδοτείτο οι αθηναϊκός στρατός. Στη μάχη της Αμφίπολης τόσο ο Κλέων όσο και ο Βρασίδας σκοτώθηκαν. Οι αντίπαλοι αντάλλαξαν αιχμαλώτους και υπέγραψαν ανακωχή.

Η ειρήνη του Νικία κράτησε έξι περίπου χρόνια, χωρίς ούτε μια στιγμή να πάψουν οι αψιμαχίες και οι τακτικοί ελιγμοί ανάμεσα στα δύο αντίπαλα στρατόπεδα, όπως και οι εσωτερικές εντάσεις στην αθηναϊκή και τη σπαρτιατική συμμαχία. Καθ' ον χρόνο οι Σπαρτιάτες απείχαν από τη στρατιωτική δράση, ορισμένοι από τους συμμάχους τους άρχισαν να μιλούν για εξέγερση. Υποστηρικτής τους ήταν το Άργος, ισχυρή πολιτεία στην Πελοπόννησο. Οι Αργείοι, σύμμαχοι των Αθηναίων, κατόρθωσαν να σχηματίσουν μια ισχυρή συμμαχία κατά των Σπαρτιατών. Στη μάχη της Μαντίνειας το 418 π.Χ., Οι Λακεδαιμόνιοι με τους γείτονές τους Τεγεάτες, αντιμετώπισαν τον ενωμένο στρατό του Άργους, των Αθηνών και της Μαντίνειας της Αρκαδίας.[εκκρεμεί παραπομπή] Η συμμαχία είχε γίνει και με τις διπλωματικές κινήσεις του Αλκιβιάδη, αλλά το αποτέλεσμα ήταν αντίθετο από ότι προσδοκούσε. Η Σπάρτη νίκησε, ισχυροποιήθηκε, σταθεροποίησε την κατάσταση στην Πελοπόννησο και κανένας στην Πελοποννησιακή Συμμαχία δεν αμφισβήτησε την πρωτοκαθεδρία της μέχρι το τέλος του πολέμου.[εκκρεμεί παραπομπή]

Η φιλοδοξία του Αλκιβιάδη δεν περιορίστηκε μετά τη μάχη της Μαντίνειας. Αντίθετα μάλιστα μεγάλωσε, αν κρίνουμε από το μεγαλεπήβολο σχέδιό του για ανάμειξη της Αθήνας στη Δύση και συγκεκριμένα στη Σικελία όπου η πόλη της Εγέστας ζήτησε τη βοήθεια της Αθήνας κατά των Συρακουσών.[εκκρεμεί παραπομπή]

Η άνοδος του Μακεδονικού Βασιλείου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Αλέξανδρος στη μάχη της Ισσού. Λεπτομέρεια ψηφιδωτού από την οικία του Φαύνου στην Πομπηία (περ. 100 π.Χ.).

Ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος Β΄ (359-336 π.Χ.) μετά από τη νίκη του στην Χαιρώνεια επί των Θηβαίων, το 338 π.Χ., και των Αθηναίων επιβάλλει την ηγεμονία του στον ελληνικό χώρο. Μετά τη δολοφονία του τον διαδέχεται ο Μέγας Αλέξανδρος ο οποίος το 334 π.Χ. θα ξεκινήσει τη μεγάλη προέλαση του στην Ασία καταλύοντας την Περσική Αυτοκρατορία (νίκες επί των Περσών στον Γρανικό το 334 π.Χ., στην Ισσό το 333 π.Χ., στα Γαυγάμηλα το 331 π.Χ., κατάληψη της Σογδιανής και της Βακτριανής το 329 π.Χ. και εκστρατεία στην Ινδία το 326 π.Χ.). Το 323 π.Χ. πεθαίνει από άγνωστα, σήμερα, αίτια στη Βαβυλώνα.

Ελληνιστικός κόσμος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα βασίλεια των διαδόχων μετά τη μάχη της Ιψού.

Μετά από τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου το 323 π.Χ., οι κατακτήσεις του διαμοιράστηκαν μεταξύ των διαδόχων του. Από τις συγκρούσεις μεταξύ των διαδόχων, προέκυψαν τα τέσσερα ελληνιστικά βασίλεια: το πτολεμαϊκό στην Αίγυπτο, το βασίλειο των Ατταλιδών ή βασίλειο της Περγάμου, το βασίλειο των Σελευκιδών και το βασίλειο της Μακεδονίας το οποίο, από το 294 π.Χ. και εξής, διοικούσαν μέλη της δυναστείας των Αντιγονιδών. Ο τρίτος προχριστιανικός αιώνας είναι η εποχή της ακμής και της ισχύος των ελληνιστικών βασιλείων, κατά τη διάρκεια του οποίου επικρατεί σχετική σταθερότητα. Η σταθερότητα αυτή διαταράσσεται από το 200 π.Χ. με την έναρξη του Β΄ Μακεδονικού πολέμου, ο οποίος εγκαινίασε την ανάμιξη και τις ρυθμιστικές παρεμβάσεις της ανερχόμενης δύναμης της εποχής, της Ρώμης, στις διενέξεις των ελληνιστικών πόλεων και βασιλείων. Παρόλο που το μακεδονικό βασίλειο προσπάθησε να αποκρούσει τις ρωμαϊκές δυνάμεις, η ήττα του Φιλίππου Ε΄ στις Κυνός Κεφαλαί το 197 π.Χ. και του Περσέα στην Πύδνα το 168 π.Χ. σήμαναν την κατάλυση του βασιλείου. Την ίδια μοίρα ακολούθησαν και τα υπόλοιπα κράτη της ηπειρωτικής Ελλάδας, η οποία βρέθηκε ολόκληρη υπό ρωμαϊκή κυριαρχία το 146 π.Χ.. Η επέκταση της ρωμαϊκής κυριαρχίας στην ελληνιστική Ανατολή ολοκληρώθηκε το 30 π.Χ. με τη δολοφονία της Κλεοπάτρας Φιλοπάτωρ που σήμανε την κατάλυση του τελευταίου εναπομείναντος ελληνιστικού βασιλείου, του πτολεμαϊκού.

Πολιτισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Φιλοσοφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η φιλοσοφία στην αρχαία Ελλάδα επικεντρώθηκε στον ρόλο της αιτίας και της έρευνας. Επέδρασε σημαντικά στη σύγχρονη φιλοσοφία και επιστήμη. Οι φιλόσοφοι της ελληνιστικής εποχής επηρέασαν τους Μουσουλμάνους φιλοσόφους και τους Ισλαμιστές επιστήμονες του Μεσαίωνα, τους φιλοσόφους της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού καθώς και τις κοσμικές επιστήμες της σύγχρονης εποχής.

Ούτε η αιτία ούτε και η έρευνα ξεκίνησαν με τους Έλληνες. Ο καθορισμός της διαφοράς μεταξύ της αναζήτησης των Ελλήνων για τη γνώση και των αναζητήσεων των παλαιότερων πολιτισμών, όπως των αρχαίων Αιγυπτίων και των Βαβυλωνίων, υπήρξε για πολύ καιρό το αντικείμενο έρευνας των θεωρητικών του πολιτισμού.

Μερικοί από τους πιο γνωστούς φιλοσόφους της αρχαίας Ελλάδας ήταν ο Πλάτωνας και ο Σωκράτης. Μέσα από έργα τους, όπως «Η Πολιτεία» του Πλάτωνα, αντλούμε πληροφορίες για την αρχαία ελληνική κοινωνία.

Λογοτεχνία και θέατρο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η αρχαία ελληνική κοινωνία έδινε ιδιαίτερη έμφαση στη λογοτεχνία. Πολλοί συγγραφείς θεωρούν πως η δυτική κουλτούρα, όσον αφορά τη λογοτεχνία, ξεκίνησε από τα ομηρικά έπη «Ιλιάδα» και «Οδύσσεια», τα οποία διακρίνονται για τις επιδέξιες και ζωντανές απεικονίσεις του πολέμου και της ειρήνης, της τιμής και της ατίμωσης, της αγάπης και του μίσους. Μία από τις πιο αξιοσημείωτες νεότερες Ελληνίδες ποιήτριες ήταν η Σαπφώ, η οποία καθιέρωσε ως είδος ποίησης τη λυρική.

Ο θεατρικός συγγραφέας Αισχύλος άλλαξε τη δυτική λογοτεχνία για πάντα όταν εισήγαγε τις ιδέες του διαλόγου και των αλληλεπιδρώντων χαρακτήρων στη θεατρική συγγραφή. Με αυτόν τον τρόπο επινόησε το «δράμα»: η Ορέστεια τριλογία του θεωρείται το σπουδαιότερό του επίτευγμα. Άλλοι σημαντικοί θεατρικοί συγγραφείς ήταν ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης. Ο Σοφοκλής ανέπτυξε την ειρωνεία ως λογοτεχνική μέθοδο, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το έργο του «Οιδίπους Τύραννος». Ο Ευριπίδης, από την άλλη, επεχείρησε μέσω των έργων του να αμφισβητήσει τις κοινωνικές συμβάσεις και τα ήθη, ενώ τα έργα του «Μήδεια», «Οι Βάκχες» και «Οι Τρωάδες» έχουν την ικανότητα να μας κάνουν να αναθεωρήσουμε τις αντιλήψεις μας όσον αφορά την ιδιοκτησία, το φύλο και τον πόλεμο. Ο Αριστοφάνης, ένας κωμωδιογράφος, καθόρισε και διαμόρφωσε την ιδέα της κωμωδίας, όπως ο Αισχύλος έκανε την τραγωδία μορφή τέχνης. Ορισμένα από τα πιο διάσημα έργα του είναι η «Λυσιστράτη» και οι «Βάτραχοι».

Η φιλοσοφία εισήλθε στη λογοτεχνία με τους διαλόγους του Πλάτωνα. Ο Αριστοτέλης, μαθητής του Πλάτωνα, έγραψε πάρα πολλά έργα σχετικά με πολλούς επιστημονικούς κλάδους, αλλά η μεγαλύτερή του συνεισφορά στη λογοτεχνία ήταν πιθανόν το έργο του «Περί ποιητικής», μέσα από το οποίο κατανοούμε την αντίληψή του για το δράμα και το οποίο καθιερώνει τα πρώτα κριτήρια για τη λογοτεχνική κριτική.

Μουσική και χορός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η μουσική ήταν παρούσα σε όλους σχεδόν τους τομείς της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας, από τους γάμους και τις κηδείες μέχρι τις θρησκευτικές τελετές, το θέατρο, την παραδοσιακή μουσική και τις απαγγελίες των επικών ποιημάτων. Υπάρχουν αρκετά δείγματα της ελληνικής μουσικής σημειογραφίας, καθώς και πολλές λογοτεχνικές αναφορές στην αρχαία ελληνική μουσική. Η ελληνική τέχνη απεικονίζει μουσικά όργανα και χορό. Η λέξη «μουσική» προέρχεται από το όνομα των Μουσών. Οι Μούσες ήταν κόρες του Δία και προστάτιδες θεές των τεχνών.

Επιστήμη και τεχνολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η συνεισφορά των αρχαίων Ελλήνων ήταν μεγάλη στον τομέα των μαθηματικών, με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα τους βασικούς κανόνες της γεωμετρίας, τις ανακαλύψεις στη θεωρία των αριθμών, στη μαθηματική ανάλυση και στα εφαρμοσμένα μαθηματικά. Οι ανακαλύψεις αρκετών Ελλήνων μαθηματικών, όπως του Πυθαγόρα, του Ευκλείδη και του Αρχιμήδη, χρησιμοποιούνται στη διδασκαλία των μαθηματικών μέχρι και σήμερα.

Οι Έλληνες ανέπτυξαν την αστρονομία, την οποία αντιμετώπισαν ως κλάδο των μαθηματικών. Τα πρώτα γεωμετρικά, τρισδιάστατα μοντέλα που εξηγούσαν την κίνηση των πλανητών αναπτύχθηκαν κατά τον τον 4ο αιώνα π.Χ. από τον Εύδοξο από την Κνίδο και τον Κάλλιπο από την Κύζικο. Ο Ηρακλείδης ο Ποντικός διατύπωσε την άποψη ότι η γη κινείται γύρω από τον άξονά της. κατά τον 3ο αιώνα π.Χ. ο Αρίσταρχος ο Σάμιος ήταν ο πρώτος που αναφέρθηκε στο ηλιοκεντρικό σύστημα. Ο Αρχιμήδης στην πραγματεία του «Ψαμμίτης» αναβιώνει την υπόθεση του Αρίσταρχου ότι «τα αστέρια και ο Ήλιος παραμένουν ακίνητα, ενώ η Γη περιστρέφεται γύρω από τον Ήλιο σε κυκλική τροχιά». Ο Ερατοσθένης υπολόγισε την τροχιά της Γης με μεγάλη ακρίβεια.

Ο μηχανισμός των Αντικυθήρων, μια συσκευή για τον υπολογισμό της κίνησης των πλανητών, χρονολογείται από το 80 π.Χ. περίπου και θεωρείται πρόγονος του αστρονομικού υπολογιστή. Ανακαλύφθηκε σε ένα αρχαίο ναυάγιο στο ελληνικό νησί των Αντικυθήρων, ανάμεσα στα Κύθηρα και την Κρήτη. Αυτός ο μηχανισμός έγινε διάσημος για τη χρήση του διαφορικού γραναζιού καθώς και για τη σμίκρυνση και την πολυπλοκότητα των τμημάτων του. Ο αυθεντικός μηχανισμός εκτίθεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας και συνοδεύεται από ένα αντίγραφο.

Οι Έλληνες έκαναν, επίσης, σπουδαίες ανακαλύψεις στον ιατρικό τομέα. Ο Ιπποκράτης ήταν φυσικός της Κλασσικής εποχής και θεωρείται μία από τις πιο διαπρεπείς προσωπικότητες στην ιστορία της ιατρικής. Αποκαλείται «ο πατέρας της ιατρικής». Ίδρυσε την Ιπποκρατική ιατρική σχολή. Αυτή η σχολή έφερε επανάσταση στην ιατρική της αρχαίας Ελλάδας, δεδομένου ότι καθιέρωσε την ιατρική ως έναν ξεχωριστό επιστημονικό τομέα και την έκανε επάγγελμα.

Τέχνη και αρχιτεκτονική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η τέχνη της αρχαίας Ελλάδας έχει επηρεάσει σημαντικά τον πολιτισμό πολλών χωρών, τόσο της αρχαίας όσο και της σύγχρονης εποχής, ιδιαίτερα τους τομείς της γλυπτικής και της αρχιτεκτονικής. Στη Δύση, η τέχνη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας προήλθε κατά κύριο λόγο από τα ελληνικά πρότυπα. Στην Ανατολή, οι κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου δέχθηκαν επιδράσεις από τον ελληνικό, τον ινδικό και τον πολιτισμό της κεντρικής Ασίας. Έτσι δημιουργήθηκε ο «Ελληνοβουδισμός». Στην Ευρώπη της Αναγέννησης, η ανθρωπιστική αισθητική και τα υψηλά τεχνικά πρότυπα της ελληνικής τέχνης ενέπνευσαν γενιές Ευρωπαίων καλλιτεχνών. Στα μέσα του 19ου αιώνα, η κλασσική παράδοση που προερχόταν από την Ελλάδα κυριάρχησε στην τέχνη του δυτικού κόσμου.

Θρησκεία και μυθολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ελληνική μυθολογία αποτελείται από ιστορίες των αρχαίων Ελλήνων που αφορούν τους θεούς και τους ήρωές τους, τη φύση του κόσμου και την προέλευση και τη σημασία των θρησκευτικών πρακτικών. Οι κυριότεροι Έλληνες θεοί ήταν οι δώδεκα θεοί του Ολύμπου,δηλαδή ο Δίας, η γυναίκα του Ήρα, ο Ποσειδώνας, ο Άρης, ο Ερμής, ο Ήφαιστος, η Αφροδίτη, η Αθηνά, ο Απόλλωνας, η Άρτεμις, η Δήμητρα και ο Διόνυσος. Άλλες σημαντικές θεότητες ήταν η Ήβη, ο Άδης, ο Ήλιος, η Εστία, η Περσεφόνη και ο Ηρακλής. Οι γονείς του Δία ήταν ο Κρόνος και η Ρέα, οι οποίοι ήταν και οι γονείς του Ποσειδώνα, του Άδη, της Ήρας, της Εστίας και της Δήμητρας.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. "Macedonia and Epirus were the buffers of Greece in Europe..." Robert Manuel Cook, The Greeks until Alexander, 1962, σ. 23
  2. Μαντάς, Κώστας. "Ελληνορωμαϊκός πολιτισμός": Ευσταθεί ένας τέτοιος όρος;, Ελληνική Αρχαιολογία, τ.77, σ.66. (pdf)
  3. Γιαννόπουλος, Θεόδωρος Γ. (2013). Πόθεν και πότε οι Έλληνες; Οι υπεύθυνες απαντήσεις της επιστήμης και η παρούσα κατάσταση της έρευνας για την πρώτη αρχή του ελληνικού πολιτισμού. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. σελ. 459. 
  4. Hopper 1993, σελ. 28-30
  5. Vermeule 1983, σελ. 67
  6. Hopper 1993, σελ. 31-35
  7. Hopper 1993, σελ. 35-36
  8. Vermeule 1983, σελ. 78-9
  9. Hopper 1993, σελ. 77
  10. Hopper 1993, σελ. 88
  11. Vermeule 1983, σελ. 76
  12. Hopper 1993, σελ. 97
  13. Hopper 1993, σελ. 91, 93-97
  14. Schuller 2006, σελ. 33-4

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Hopper, R.J. (1993) [1977 (στα αγγλικά)]. Οι πρώτοι Έλληνες (The Early Greeks). Θεσσαλονίκη: Βάνιας. 
  • Schuller, Wolfgang (2006). Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας. Αθήνα: ΜΙΕΤ. 
  • Vermeule, Emily (1983) [1964 (στα αγγλικά)]. Ελλάς - Εποχή του Χαλκού (Greece in the Bronze Age). Αθήνα: Καρδαμίτσα. 

Προτεινόμενη βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Botsford & Robinson. Αρχαία Ελληνική Ιστορία, ΜΙΕΤ, (Αθήνα 1996).
  • Kagan, Donald. The Fall of the Athenian Empire, Cornell University Press, (Ithaca 1987).

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ψηφιακό αρχείο ΕΡΤ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]