Αρχαίος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η ελληνική λέξη Αρχαίος σημαίνει γενικά ο εξ αρχής, ο από πολλών χρόνων υπάρχων και μάλιστα ο πολύ παλαιός.

Στην αρχαία ελληνική γλώσσα η λέξη αρχαίος προτιμούταν στη χρήση από τη λέξη παλαιός κάθε φορά που πρόκειταν να δηλωθεί οτιδήποτε που λόγω του διαρρεύσαντος χρόνου απώλεσε την αξία του.

  • Με τον όρον αυτόν αποδιδόμενον στον πληθυντικό Αρχαίοι καθιερώθηκε να χαρακτηρίζονται, αφενός μεν όλοι οι λαοί της αρχαιότητας, και αφετέρου οι πολιτισμοί και τα ανθρώπινα δημιουργήματα που ανάγονται στη παραπάνω ιστορική περίοδο, π.χ. οικισμοί, ναοί, θέατρα κ.λπ.