Αριαράθης Ε΄ της Καππαδοκίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Αριαράθης Ε' της Καππαδοκίας)
Αριαράθης Ε΄ της Καππαδοκίας
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση2ος αιώνας π.Χ.
Καππαδοκία
Θάνατος2ος αιώνας π.Χ.
Καππαδοκία
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταπολιτικός
Οικογένεια
ΣύζυγοςΝύσα της Καππαδοκίας
ΤέκναΑριαράθης ΣΤ΄ της Καππαδοκίας
Demetrios of Cappadocia[1]
ΓονείςΑριαράθης Δ' της Καππαδοκίας και Αντιοχίς της Καππαδοκίας
ΑδέλφιαΣτρατονίκη της Περγάμου
Ariarathes
ΟικογένειαΔυναστεία των Αριαραθιδών
Commons page Σχετικά πολυμέσα
Τοπίο στην Καππαδοκία, βασίλειο των Αριαραθιδών κατά την αρχαιότητα.

Ο Αριαράθης Ε΄ ο Ευσεβής Φιλοπάτωρ (190/185 π.Χ. - 130 π.Χ.) ήταν ηγεμόνας του βασιλείου της Καππαδοκίας κατά την ελληνιστική περίοδο, μέλος της Δυναστείας των Αριαραθιδών. Βασίλεψε κατά τις περιόδους 164/163 - 159 π.Χ. και 157/156 - 130 π.Χ. Άσκησε φιλορωμαϊκή και αντισελευκιδική πολιτική, ενώ θεωρείται ο κατεξοχήν φιλέλληνας βασιλιάς της δυναστείας.[2]

Βιογραφικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οικογένεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πατέρας του ήταν ο προκάτοχός του στον θρόνο της Καππαδοκίας, Αριαράθης Δ΄ ο Ευσεβής, και μητέρα του η Αντιοχίς, κόρη του ηγεμόνα των Σελευκιδών, Αντίοχου Γ΄ του Μέγα. Ο ιστορικός Διόδωρος μας μεταφέρει πως η βασίλισσα, όταν φάνηκε πως δεν μπορούσε να κάνει παιδιά, παρουσίασε στον άνδρα της δύο νόθους γιους, τον Αριαράθη και τον Οροφέρνη. Ωστόσο, η μοίρα της έπαιξε παράξενο παιχνίδι, καθώς λίγο αργότερα έφερε η ίδια αναπάντεχα στον κόσμο δύο κόρες κι ένα γιο, ο οποίος ονομάστηκε Μιθριδάτης.[3] Έτσι, αφού αποκάλυψε την αλήθεια στον σύζυγό της, κανόνισε ώστε ο μεγαλύτερος από τους δύο ψεύτικους διαδόχους να σταλεί στη Ρώμη με κάποιο επίδομα και ο νεότερος στην Ιωνία, έτσι ώστε να αποφευχθεί μελλοντικά η όποια διαμάχη με τον νόμιμο γιο της για την εξουσία.[3] Μια νεότερη θεωρία θέλει τους δύο αυτούς να αποτελούν νόμιμα τέκνα του βασιλιά από κάποια προγενέστερη σύζυγο και η ιστορία αυτή να επινοήθηκε προκειμένου να διασφαλιστεί η αμφισβητήσιμη παρουσία του Μιθριδάτη στον θρόνο.[2]

Ο Μιθριδάτης μεγαλώνοντας έλαβε το δυναστικό όνομα Αριαράθης. Πιθανότατα επισκέφτηκε τη Ρώμη σε νεαρή ηλικία,[4] ενώ θεωρείται πως έζησε για ένα διάστημα στην Αθήνα. Αν αυτή η θεωρία ευσταθεί μαθήτευσε μαζί με τον μετέπειτα φίλο και γαμπρό του, Άτταλο Β΄, στην Ακαδημία, ως μαθητής του φιλοσόφου Καρνεάδη, με τον οποίο διατηρούσε αργότερα αλληλογραφία.[2] Γενικότερα είναι γνωστό πως έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τη φιλοσοφία και τα έργα πολιτισμού. Ο πατέρας του τον εκτιμούσε ιδιαίτερα και σε προχωρημένη ηλικία αποφάσισε να παραιτηθεί υπέρ του. Ωστόσο ο Αριαράθης δεν θεώρησε πρέπον να ανέλθει στον θρόνο προτού αποβιώσει ο πατέρας του από φυσικά αίτια το 163 π.Χ.[3]

Άνοδος στον θρόνο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά τη στέψη του, πρώτο μέλημα του βασιλιά Αριαράθη ήταν η ανανέωση της συμμαχίας της Καππαδοκίας με τη Ρώμη, η οποία κρατούσε από το 188 π.Χ., οπότε και είχε υπογραφεί η Συνθήκη της Απάμειας, και την οποία ο πατέρας του είχε διαφυλάξει με προσοχή. Οι Ρωμαίοι άκουσαν προσεκτικά τους απεσταλμένους της Καππαδοκίας και δέχτηκαν ευγενικά την κίνηση φιλίας του Αριαράθη, κυρίως χάρις σε μια προγενέστερη έρευνα που είχε πραγματοποιήσει λίγο παλαιότερα ο Τιβέριος Γράκχος αναφορικά με τις πολιτικές θέσεις τόσο του ίδιου του μονάρχη όσο και του πατέρα του.[2][3][5]

Εφόσον οι απεσταλμένοι του Αριαράθη πραγματοποίησαν την αποστολή τους με επιτυχία, σκεπτόμενος πως τουλάχιστον προς το παρόν η εξουσία του ήταν ασφαλής, τέλεσε θυσίες και γιορτές προς τιμήν των θεών. Κατόπιν έστειλε απεσταλμένους στην πρωτεύουσα των Σελευκίδων, Αντιόχεια, όπου τη γενική διοίκηση του κράτους είχαν οι επίτροποι του ανήλικου βασιλιά Αντίοχου Ε΄ του Ευπάτορα, με σημαντικότερο τον Λυσία. Στην Αντιόχεια είχαν χάσει υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες τη ζωή τους η μητέρα του Αριαράθη, Αντιοχίς, και μια από τις αδερφές του. Υπήρχαν υπόνοιες πως επρόκειτο για δολοφονία την οποία είχε υποκινήσει ο Λυσίας. Ο Αριαράθης, παρά το βαρύ πένθος του, αποφάσισε να απλώς να παρακαλέσει για την επιστροφή των λειψάνων στην πατρίδα του, χωρίς να αποδώσει σε κανέναν κατηγορίες, από φόβο μήπως το αίτημά του δε γινόταν δεκτό. Τα οστά τελικά κατέφθασαν με μεγαλοπρέπεια στον Αριαράθη, ο οποίος φρόντισε για την τοποθέτηση τους στον τάφο του πατέρα του.[6]

Φιλορωμαϊκή πολιτική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Λίγο αργότερα η Ρώμη αναμείχθηκε στη διένεξη της Καππαδοκίας με τη γαλατική φυλή των Τρόκμων, οι οποίοι έχοντας αποτύχει να καταλάβουν τμήμα της χώρας διέβαλαν τον Αριαράθη κατηγορώντας τον για επιθετική πολιτική. Η Ρώμη έστειλε αρχικά μια πρεσβεία με επικεφαλής τον Μάρκο Ιούνιο. Αναχωρώντας η πρεσβεία δεν είχε παρά να αναγνωρίσει την ευγένεια με την οποία τους συμπεριφέρθηκε ο βασιλιάς.[6] Η αφοσίωση του Αριαράθη στη Ρώμη επιβεβαιώθηκε εκ νέου το 162/160 π.Χ., όταν μια άλλη ρωμαϊκή πρεσβεία με επικεφαλής τον Τιβέριο Γράκχο επισκέφθηκε την Καππαδοκία, στο πλαίσιο μιας περιοδείας της στη Μικρά Ασία για να εξακριβωθεί η στάση των ελληνιστικών μοναρχών απέναντι στον νέο ηγεμόνα των Σελευκιδών, Δημήτριο Α΄ τον Σωτήρα.[6] Ο τελευταίος, αν και νόμιμος διάδοχος του θρόνου, είχε ζήσει για πολλά χρόνια στη Ρώμη με την ιδιότητα του ομήρου, ενώ η οικογένεια του θείου του είχε ανέλθει στην εξουσία. Τελικά δραπέτευσε από την Ιταλία και γυρνώντας στη Συρία ανέτρεψε τον Λυσία, χωρίς τη ρωμαϊκή έγκριση. Ο Αριαράθης αποδοκίμασε ανοιχτά τους πρόσφατους ηγεμόνες της Συρίας στους Ρωμαίους και προσέφερε τη μελλοντική του βοήθεια σε ό,τι τον καλούσε να κάνει η Σύγκλητος. Αυτό κέρδισε την επιδοκιμασία των Ρωμαίων.[6]

Ένα ακόμα δείγμα της φιλορωμαϊκής πολιτικής του Αριαράθη ήταν η άρνησή του να παντρευτεί την αδερφή του Δημητρίου Α΄, τη Λαοδίκη, χήρα του έκπτωτου βασιλιά της Μακεδονίας, Περσέα.[7] Η επιγαμία αυτή θα αποκαθιστούσε τις σχέσεις του καππαδοκικού βασιλείου με τους Σελευκίδες αλλά θα εκλαμβανόταν ως αντιρωμαϊκή πράξη.[2] Μετά τα γεγονότα αυτά ο Αριαράθης έστειλε στη Ρώμη μια «κορώνα» δέκα χιλιάδων ταλάντων, γνωστοποιώντας τόσο την απάντησή του στον Δημήτριο, όσο και την πρόθεσή του να πράξει κατά γράμμα ό,τι αποφάσιζε η Ρώμη. Τις καλές του προθέσεις βεβαίωσε ενώπιον της ρωμαϊκής συγκλήτου ο Γράκχος. Ανταμείβοντάς τον, η τελευταία του πρόσφερε τα σύμβολα του βασιλικού αξιώματος: ένα σκήπτρο και έναν δίφρο από ελεφαντοστό.[8][9][10]

Δημήτριος και Οροφέρνης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Νόμισμα που εξέδωσε ο Οροφέρνης, ηγεμόνας της Καππαδοκίας κατά την περίοδο 159-156 π.Χ.

Η επιλογή του Αριαράθη να γυρίσει την πλάτη στα συμφέροντα των παλαιών συμμάχων της Καππαδοκίας, των Σελευκιδών, είχε τελικά δυσμενείς συνέπειες για τον βασιλιά. Μόλις εδραίωσε την κυριαρχία του στη Συρία, ο Δημήτριος αποφάσισε να αποκαταστήσει την αυτοκρατορία των Σελευκίδων στα παλαιά της σύνορα. Έτσι άρχισε να επεκτείνει την επικράτειά του επιτιθέμενος κατά των γειτονικών του χωρών. Εμμένοντας στην προσπάθειά του να επαναφέρει την Καππαδοκία στη Σελευκιδική σφαίρα επιρροής, αναμείχθηκε σε διαμάχη για τη διαδοχή στον Καππαδοκικό θρόνο, παρέχοντας ένοπλη υποστήριξη στον Οροφέρνη.[7] Ο τελευταίος ήταν ένας από τους δύο γιους που κάποτε η Αντιοχίς είχε παρουσιάσει ως γνήσιους στον Αριαράθη Δ΄, μόνο για να τους παραγκωνίσει στη συνέχεια για χάρη του γιου της, Αριαράθη Ε΄. Με την αλήθεια να παραμένει στη σκιά μέχρι τις μέρες μας, τα δύο αδέρφια συγκρούστηκαν για την επικράτηση στα Καππαδοκικά εδάφη.

Με τον Αριαράθη συμπαρατάχθηκε ο γαμπρός του, Ευμένης Β΄, αλλά ο θάνατος του τελευταίου λίγο αργότερα εξασθένησε τη θέση του Καππαδόκη. Ο Δημήτριος έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην απομάκρυνση του Αριαράθη από τον θρόνο και στην άνοδο του Οροφέρνη, που βασίλεψε κατά την περίοδο 159157/156 π.Χ.[7][11] Ο έκπτωτος βασιλιάς μετέβη αρχικά στη Ρώμη το καλοκαίρι του 158 π.Χ., όπου ντυμένος με ρούχα που εξέφραζαν τη συμφορά του, αναζήτησε πολιτικούς συμμάχους. Εντούτοις η αντίπαλη πλευρά δεν έμεινε άπραγη: στην πόλη κατέφθασε ένας απεσταλμένος του Δημητρίου, ο Μιλτιάδης, και δύο απεσταλμένοι του Οροφέρνη, ο Τιμόθεος και ο Διογένης. Μόνος εναντίον όλων, ο Αριαράθης δεν κατάφερε να στρέψει την κατάσταση προς ώφελός του.[12] Η ρωμαϊκή σύγκλητος τελικά πρότεινε στα δύο αδέρφια να μοιραστούν την εξουσία, κάτι που κανένας δεν αποδέχτηκε με ικανοποίηση.[11]

Έτσι η διαμάχη συνεχίστηκε με τον Αριαράθη να στρέφεται στην Πέργαμο για υποστήριξη. Τα δύο βασίλεια ακολουθούσαν εδώ και χρόνια κοινή πολιτική γραμμή, μια σύμπνοια που διατηρούσε κραταιή ο γάμος της αδερφής του Αριαράθη, Στρατονίκης, αρχικά με τον Ευμένη Β΄, και μετά τον θάνατο αυτού με τον αδερφό και διαδοχό του, τον Άτταλο Β΄. Με τη βοήθεια των περγαμηνών όπλων ο Αριαράθης ανακατέλαβε την εξουσία το 157 ή 156 π.Χ., ενώ παράλληλα αποκαταστάθηκε και η επιρροή της Περγάμου στην Καππαδοκία.[12][13] Ο Δημήτριος δεν φαίνεται να παρείχε κάποια υποστήριξη στον Οροφέρνη, ο οποίος ήδη είχε χάσει την εύνοια των υπηκόων του. Ωστόσο του παρείχε άσυλο στο βασίλειό του.

Μετά την επιστροφή του στη χώρα ο Αριαράθης ζήτησε από την Πριήνη να του επιστρέψει 400 τάλαντα, τα οποία ο Οροφέρνης είχε καταθέσει στη φύλαξη του ναού της Αθηνάς Πολιάδος στην πόλη αυτή, για την περίπτωση που απέβαινε εις βάρος του η διένεξή του με τον Αριαράθη. Η άρνηση της Πριήνης να ικανοποιήσει το αίτημά του όσο ο Οροφέρνης ήταν ακόμη στη ζωή είχε ως αποτέλεσμα να εκστρατεύσει ο Αριαράθης μαζί με τον γαμπρό του Άτταλο Β΄, ο οποίος είχε προσωπική διαμάχη με την πόλη, εναντίον της και να λεηλατήσει την περιοχή της. Οι κάτοικοι της Πριήνης έστειλαν αρχικά πρεσβεία στη Ρόδο και κατόπιν ζήτησαν την προστασία της Ρώμης, η οποία τους αγνόησε. Τελικά τους βρήκε διπλό κακό, καθώς και τα χρήματα κατέβαλαν στον Οροφέρνη και υπέφεραν στα χέρια του Αριαράθη.[14]

Κατοπινές εκστρατείες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 155/154 π.Χ. ο Αριαράθης ανταπέδωσε τις καλές υπηρεσίες του Ατταλίδη βασιλιά ενισχύοντάς τον στρατιωτικά κατά τη διάρκεια του πολέμου του με τον βασιλιά της Βιθυνίας, Προυσία Β΄ τον Κυνηγό. Ο ιστορικός Πολύβιος αναφέρει πως επικεφαλής των δυνάμεων της Καππαδοκίας ήταν ο Δημήτριος, γιος του Αριαράθη.[15] Η τοποθέτηση του τελευταίου στο γενεαλογικό δένδρο των Αριαραθιδών παραμένει σπαζοκεφαλιά για τους σύγχρονους μελετητές.

Ο Οροφέρνης από την πλευρά του, επιδεικνύοντας αγνωμοσύνη, συνωμότησε κατά του Δημητρίου Α΄, βρίσκοντας συμπαραστάτες στην Αντιόχεια. Όταν το σχέδιο αποκαλύφθηκε, ο Δημήτριος απαλλάχτηκε από τον Οροφέρνη. Επέλεξε εντούτοις να τον φυλακίσει στη Σελεύκεια και να μην του στερήσει τη ζωή, έτσι ώστε να εξακολουθήσει να αποτελεί κίνδυνο για τον Αριαράθη.[7] Επόμενη κίνησή του ήταν να καταστείλει τους επαναστάτες στην Αντιόχεια. Ωστόσο, το 150 π.Χ. στρατιωτικές δυνάμεις των συνασπισμένων ηγεμόνων Αριαράθη Ε΄, Αττάλου Β΄ και Πτολεμαίου Στ΄ της Αιγύπτου, πέτυχαν την ανατροπή του Δημητρίου φέρνοντας στο πολιτικό προσκήνιο έναν νέο διεκδικητή του θρόνου, ο οποίος έμεινε γνωστός στην ιστορία με το όνομα Αλέξανδρος Α΄ Βάλας. Ο τελευταίος υποστήριζε πως είχε κληρονομικά δικαιώματα στη βασιλεία από την πλευρά του πατέρα του.[7] Με τη βοήθεια των υπόλοιπων κρατών της ανατολής αλλά και με την ανεπίσημη στήριξη της Ρώμης συγκρούστηκε με τον Δημήτριο, ο οποίος βρήκε τον θάνατο στη μάχη.[7]

Θάνατος και διαδοχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παρά τη στάση που τήρησε η Ρώμη στο ζήτημα του Οροφέρνη, ο Αριαράθης Ε΄ παρέμεινε υπέρμαχος μιας φιλορωμαϊκής πολιτικής.[2] Όταν ξέσπασε το 132 - 130 π.Χ. η επανάσταση του Αριστόνικου (γνωστού και ως Ευμένη), ο Καππαδόκης ηγεμόνας ανταποκρίθηκε στην έκκληση της Ρώμης προς τους συμμάχους της βασιλείς να την υποστηρίξουν στρατιωτικά. Μάλιστα έχασε τη ζωή του πολεμώντας για τα ρωμαϊκά συμφέροντα. Ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες του νεκρού βασιλιά η Ρώμη εκχώρησε στους γιους του τη Λυκαονία και την Κιλικία.[16]

Ο βασιλιάς Αριαράθης Ε΄ είχε νυμφευθεί την πριγκίπισσα Νύσα ή Λαοδίκη, η οποία ήταν πιθανότατα Σελευκιδικής ή ποντικής καταγωγής. Το ζευγάρι απέκτησε έξι αρσενικούς απογόνους. Μετά τον θάνατο του βασιλιά επίτροπός τους ορίστηκε η μητέρα τους μέχρι να ενηλικιωθούν. Εκείνη, επειδή δεν επιθυμούσε να παραδώσει την εξουσία, δολοφόνησε τους πέντε με δηλητήριο. Εντούτοις κάποιοι από τους υπηκόους της διέσωσαν ένα αγόρι, κι αφού εκτέλεσαν τη βασίλισσα, τον ανέβασαν στον θρόνο, από όπου κυβέρνησε με το όνομα Αριαράθης Στ΄ Επιφανής Φιλοπάτωρ.[16]

Πολιτιστική δραστηριότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο πολιτιστικό επίπεδο φανερή είναι η προσπάθεια του Αριαράθη να προβληθεί ως ελληνιστικός ηγεμόνας, γεγονός που συνέβαλε τα μέγιστα στην εδραίωση και ενίσχυση του κύρους του.[2] Κατά την περίοδο της βασιλείας του εγκαινιάστηκαν οι σχέσεις της χώρας του με την Αθήνα, μέρος όπου ο ίδιος διέμεινε σε νεαρή ηλικία λαμβάνοντας ελληνική παιδεία. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι στην εποχή του η Καππαδοκία, που μέχρι τότε δεν έκρυβε κάποιο ενδιαφέρον για τους Έλληνες, έγινε κατοικία λογίων.[2] Η αρχαιολογική μαρτυρία αποκαλύπτει πως διατηρούσε στενές σχέσεις με την αθηναϊκή σύνοδο των τεχνιτών του Διονύσου. Ακόμη, έχει βρεθεί ένας παναθηναϊκός αμφορέας που τιμά τη νίκη κάποιου βασιλιά Αριαράθη ως αγωνοθέτη των Παναθηναίων, κάτι που πιθανώς πιστοποιεί το ενδιαφέρον του Καππαδόκη ηγεμόνα για τις αθλητικές εκδηλώσεις που οργανώνονταν στην Αθήνα.[2] Ήταν, τέλος, πιθανότατα εκείνος που μετονόμασε τις Καππαδοκικές πόλεις Τύανα και Μάζακα σε Ευσέβειες, και εισήγαγε τη νομοθεσία του Χαρώνδα στα Μάζακα.[2]

Χρονολόγιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έτος (π.Χ.) Γεγονός
190/185 π.Χ. Γέννηση του Αριαράθη Ε΄, γιου του ηγεμόνα της Καππαδοκίας, Αριαράθη Δ΄ και της Αντιοχίδας.
Οι μεγαλύτεροι πρίγκιπες Αριαράθης και Οροφέρνης απομακρύνονται από την Καππαδοκία, ως μη γνήσια τέκνα του βασιλικού ζεύγους.
188 π.Χ. Υπογράφεται η Συνθήκη της Απάμειας, η οποία αναδιαμορφώνει τα σύνορα των μικρασιατικών κρατών. Μεγάλος κερδισμένος της μοιρασιάς είναι η Πέργαμος.
Η κόρη του Αριαράθη Δ΄, Στρατονίκη, νυμφεύεται τον βασιλιά της Περγάμου, Ευμένη Β΄. Έκτοτε τα δύο κράτη χαράζουν κοινή πολιτική πορεία με φιλορωμαϊκή τάση.
Ο Αριαράθης Ε΄ πραγματοποιεί σπουδές στην πόλη των Αθηνών και ίσως διαμένει για ένα διάστημα στη Ρώμη.
168 π.Χ. Λαμβάνει χώρα η Μάχη της Πύδνας. Η ήττα του Μακεδόνα βασιλιά Περσέα οδηγεί στην κατάληψη του κράτους του από τους Ρωμαίους.
163 π.Χ. Ο Αριαράθης Δ΄ πεθαίνει από φυσικά αίτια κληροδοτώντας το βασίλειό του στον γιο του, Αριαράθη Ε΄.
Πρεσβεία της Καππαδοκίας στη Ρώμη ανανεώνει τη συμμαχία της χώρας με τη Ρώμη.
Ο Αριαράθης Ε΄ διεκδικεί τα λείψανα της μητέρας και της αδερφής του που βρήκαν θάνατο υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες στην Αντιόχεια.
Η Ρώμη αναμιγνύεται στη διένεξη της Καππαδοκίας με τη γαλατική φυλή των Τρόκμων αποστέλλοντας πρεσβεία στη Μικρά Ασία.
162/160 π.Χ. Δεύτερη πρεσβεία λαμβάνει επιβεβαίωση από τον Αριαράθη πως θα πράξει ό,τι του ζητηθεί από τη ρωμαϊκή σύγκλητο.
Ο Αριαράθης αρνείται να παντρευτεί την αδερφή του ηγεμόνα των Σελευκιδών, Δημητρίου Α΄, και χήρα του Περσέα, Λαοδίκη.
Ο Αριαράθης γνωστοποιεί την απόφασή του με πρεσβεία στη Ρώμη και ανταμείβεται για την καλή του πίστη.
159 π.Χ. Ο Οροφέρνης εγκαθίσταται στον θρόνο της Καππαδοκίας με την υποστήριξη του Δημητρίου Α΄.
158 π.Χ. Ο Αριαράθης ταξιδεύει στη Ρώμη, όπου αποτυγχάνει να βρει στήριξη.
157/156 π.Χ. Ο βασιλιάς της Περγάμου και γαμπρός του Αριαράθη, Άτταλος Β΄, τον βοηθά να ανακτήσει τον θρόνο του.
Ο Άτταλος και ο Αριαράθης πραγματοποιούν επίθεση κατά της Πριήνης.
155/154 π.Χ. Ο Αριαράθης αποστέλλει στρατιωτική βοήθεια στον Άτταλο που μάχεται κατά του βασιλιά της Βιθυνίας, Προυσία Β΄.
Ο Οροφέρνης αποπειράται να ανατρέψει τον Δημήτριο Α΄, ωστόσο αποτυγχάνει και φυλακίζεται στη Σελεύκεια.
150 π.Χ. Οι Άτταλος Β΄, Αριαράθης Ε΄ και Πτολεμαίος Στ΄ της Αιγύπτου (με τη σιωπηλή έγκριση της Ρώμης) ανατρέπουν τον Δημήτριο ο οποίος σκοτώνεται σε μάχη κοντά στην Αντιόχεια.
132/130 π.Χ. Ο Αριαράθης βοηθά τη Ρώμη να καταστείλει την επανάσταση του Αριστόνικου. Κατά τη διάρκεια της διαμάχης αυτής χάνει τη ζωή του.


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Hugo Willrich: «Demetrios 44» (Γερμανικά) 1901.
  2. 2,00 2,01 2,02 2,03 2,04 2,05 2,06 2,07 2,08 2,09 Σοφού Αθανασία (2003). ««Αριαράθης Ε'»». Encyclopedia of the Hellenic World, Asia Minor. Ανακτήθηκε στις 16 Μαΐου 2009. 
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 Διόδωρος ο Σικελιώτης, «Ιστορική Βιβλιοθήκη», §31.19
  4. Τίτος Λίβιος, «Ρωμαϊκή Ιστορία», 42.19 Αρχειοθετήθηκε 2009-06-17 στο Wayback Machine.
  5. Πολύβιος, «Ιστορίες», 31.2-3
  6. 6,0 6,1 6,2 6,3 Πολύβιος, «Ιστορίες», 31.7
  7. 7,0 7,1 7,2 7,3 7,4 7,5 Justinus, «Επιτομή του Πομπήιου Τρόγου», 35.1
  8. Πολύβιος, «Ιστορίες», 31.32
  9. Πολύβιος, «Ιστορίες», 32.1
  10. Διόδωρος ο Σικελιώτης, «Ιστορική Βιβλιοθήκη», §31.28
  11. 11,0 11,1 Αππιανός, «Ρωμαϊκή Ιστορία: Συριακά», 47 Αρχειοθετήθηκε 2010-04-26 στο Wayback Machine.
  12. 12,0 12,1 Πολύβιος, «Ιστορίες», 32.10-12
  13. Πολύβιος, «Ιστορίες», 3.5
  14. Πολύβιος, «Ιστορίες», 33.6[νεκρός σύνδεσμος]
  15. Πολύβιος, «Ιστορίες», 33.12[νεκρός σύνδεσμος]
  16. 16,0 16,1 Justinus, «Επιτομή του Πομπήιου Τρόγου», 37.1

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Edwards, Iorwerth E. S., «The Cambridge ancient history», Cambridge University Press, 2000 ISBN 0-521-23448-4
  • Erskine, Andrew, «A companion to the Hellenistic world», Wiley-Blackwell, 2003 ISBN 0-631-22537-4
  • Gruen E.C., «The Hellenistic world and the coming of Rome», University of California Press, 1986 ISBN 0-520-05737-6
  • Günther L.M., «Kappadokien, die seleukidische Heiratspolitik und die Rolle der Antiochis, Tochter Antiochos’ I», 1995, Asia Minor Studien 16
  • Hopp J., «Untersuchungen zur Geschichte der letzten Attaliden», München 1977, Vestigia 25
  • Müller H., «Königin Stratonike, Tochter des Königs Ariarathes», Chiron, 21, 1991, 393-424
  • Niese B., «Ariarathes (2)», RE 2.1, Stuttgart, 816

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Προκάτοχος:
Αριαράθης Δ΄
Βασιλεύς της Καππαδοκίας
163 π.Χ. - 130 π.Χ.
Διάδοχος:
Αριαράθης ΣΤ΄