Αναπληρωματικός (ποδόσφαιρο)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Αναπληρωματικός (αγγλ.: Substitute) στο ποδόσφαιρο ονομάζεται ο ποδοσφαιριστής που μπαίνει κατά τη διάρκεια του αγώνα για να αντικαταστήσει έναν από τους παίκτες που αγωνίζονται. Οι αλλαγές στο ποδόσφαιρο καθιερώθηκαν με σκοπό την αντικατάσταση ενός ποδοσφαιριστή που τραυματίστηκε, κουράστηκε ή δεν έχει καλή αγωνιστική παρουσία ή ακόμα και για λόγους τακτικής.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην προκριματική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου 1954 επιτράπηκαν για πρώτη φορά επίσημα οι αλλαγές παικτών. Ο πρώτος ποδοσφαιριστής που αγωνίστηκε ως αναπληρωματικός ήταν ο Χορστ Έκελ της Γερμανίας σε αγώνα εναντίον του Σάαρλαντ στις 11 Οκτωβρίου 1953.

Ανεπίσημες αλλαγές έπειτα από συμφωνία των δύο ομάδων αναφέρονται και πιο παλιά. Η παλιότερη που είναι γνωστή συνέβη στον αγώνα του πρωταθλήματος Σκωτίας στις 20 Ιανουαρίου 1917 μεταξύ Πάρτικ Θιστλ - Ρέιντζερς Γλασκώβης. Στο 5΄ αντικαταστάθηκε ο τραυματίας Μόρισον της Πάρτικ από τον Μόργκαν.

Οι αλλαγές επιτράπηκαν σταδιακά στις εθνικές διοργανώσεις των διαφόρων χωρών με τελευταίες την Αγγλία, που τις καθιέρωσε το 1965 μόνο για περιπτώσεις τραυματισμού κι από το 1967 για οποιοδήποτε λόγο, και τη Σκοτία το 1966.

Αρχικά, επιτρεπόταν η αλλαγή μόνο ενός ποδοσφαιριστή στη διάρκεια του αγώνα. Ο αναπληρωματικός καθόταν στον πάγκο δίπλα στον προπονητή. Δεδομένου ότι οι παίκτες φορούσαν στη φανέλα τους αριθμούς 1 ως 11, ο αναπληρωματικός είχε το νούμερο 12.

Σύντομα διαπιστώθηκε ότι ένας παίκτης δεν μπορούσε να αναπληρώσει παίκτες διαφόρων θέσεων (επιθετικούς, μέσους ή αμυντικούς) και πολύ περισσότερο τον τερματοφύλακα. Έτσι επιτράπηκαν δύο αλλαγές σε κάθε ματς ενώ στον πάγκο μπορούσαν να κάθονται μέχρι πέντε παίκτες που είχαν τους αριθμούς 12 ως 16. Μαζί με την αρχική ενδεκάδα συγκροτούσαν τη δεκαεξάδα του αγώνα. Αν και το μέτρο των δύο αλλαγών αμέσως γενικεύτηκε στις διεθνείς και εγχώριες διοργανώσεις, οι βρετανικές ομοσπονδίες το εφάρμοσαν με καθυστέρηση πολλών ετών.

Σήμερα επιτρέπονται τρεις αλλαγές ποδοσφαιριστών ενώ στον πάγκο της ομάδας κάθονται επτά παίκτες που μαζί με τους 11 που αγωνίζονται συγκροτούν τη λεγόμενη δεκαοκτάδα.

Διαδικασία αλλαγής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η αλλαγή ενός ποδοσφαιριστή μπορεί να γίνει με την άδεια του διαιτητή και μόνο κάποια στιγμή διακοπής του αγώνα για την εκτέλεση φάουλ, πλαγίου-αουτ ή κόρνερ. Την ευθύνη έχει ο τέταρτος διαιτητής του αγώνα, τον οποίο ενημερώνει ο προπονητής ή ο βοηθός του ποιον παίκτη θέλει να αντικαταστήσει και ποιος θα μπει στη θέση του. Ο τέταρτος διαιτητής σηκώνει ένα πίνακα με το νούμερο του παίκτη που πρέπει να βγει και στη συνέχεια έναν άλλον με το νούμερο του αναπληρωματικού.

Η αλλαγή γίνεται πάντα στη γραμμή του άουτ, στη μεσαία γραμμή και ο αναπληρωματικός δεν επιτρέπεται να μπει στον αγωνιστικό χώρο πριν βγει ο συμπαίκτης του. Αλλιώς τιμωρείται με κιτρίνη κάρτα. Όσες αλλαγές γίνονται στην αρχή του δευτέρου ημιχρόνου, πραγματοποιούνται με την ίδια διαδικασία πριν σφυρίξει ο διαιτητής την έναρξη.

Παίκτης που αντικαθίσταται δεν μπορεί να αγωνιστεί ξανά στον αγώνα. Τόσο οι αναπληρωματικοί πριν μπουν στο παιχνίδι, όσο και όσοι έχουν αντικατασταθεί υπόκεινται στον έλεγχο του διαιτητή, ο οποίος έχει δικαίωμα να τους τιμωρήσει αν παραβούν τους κανονισμούς.

Ο διαιτητής δεν έχει δικαίωμα να επιβάλλει σε έναν παίκτη να αντικατασταθεί ακόμα κι αν έχει δώσει σχετική εντολή ο προπονητής ή ο αρχηγός της ομάδας. Αν ο παίκτης αρνηθεί να αντικατασταθεί, τότε ο διαιτητής οφείλει να συνεχίσει το παιχνίδι χωρίς να γίνει η αλλαγή. Αν όμως καθυστερεί σκοπίμως να βγει από τον αγωνιστικό χώρο καθυστερώντας την επανέναρξη του αγώνα, τιμωρείται με κίτρινη κάρτα.

Πολλοί προπονητές, όταν η ομάδα τους δέχεται πίεση στα τελευταία λεπτά του ματς, συνηθίζουν να κάνουν κάποια αλλαγή με σκοπό την καθυστέρηση του αγώνα και να διατηρήσουν το ευνοϊκό για την ομάδα τους αποτέλεσμα. Για να αποφεύγονται τέτοιες ενέργειες ορίστηκε για κάθε αλλαγή ο διαιτητής να κρατάει μισό λεπτό καθυστέρηση στο τέλος του ημιχρόνου. Έτσι στην περίπτωση που και οι δυο ομάδες πραγματοποιήσουν τις τρεις αλλαγές τους στο β΄ ημίχρονο, τότε ο διαιτητής οφείλει να κρατήσει καθυστέρηση τριών λεπτών.

Αριθμός αλλαγών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με τους κανονισμούς της FIFA στις επίσημες διοργανώσεις επιτρέπονται μέχρι τρεις αλλαγές ποδοσφαιριστών. Σε ανεπίσημες διοργανώσεις, τουρνουά και φιλικά ματς ο αριθμός αυτός διαφέρει και μπορεί να φτάσει μέχρι τους επτά παίκτες.

Σε κάθε περίπτωση ο αριθμός τους πρέπει να ορίζεται από την προκήρυξη του αγώνα ή της διοργάνωσης ή να έχει υπάρξει συμφωνία των δύο ομάδων, την οποία αναφέρουν στο διαιτητή. Εφόσον δεν υπάρχει άλλη συμφωνία μεταξύ των δύο ομάδων, στα διεθνή φιλικά ματς έχει οριστεί ως μέγιστος αριθμός οι έξι αλλαγές.

Αντικατάσταση και Επαναφορά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στα παιχνίδια ενηλίκων, ο ποδοσφαιριστής που έχει αντικατασταθεί συνήθως δεν μπορεί να λάβει περαιτέρω μέρος στο παιχνίδι.[1] Ωστόσο, στους αναθεωρημένους από το Διεθνές Ποδοσφαιρικό Συμβούλιο κανόνες προβλέπεται η επαναφορά παικτών (return substitute), που έχουν παίξει στο παιχνίδι πριν αντικατασταθούν, σε διοργανώσεις βετεράνων, νέων, παίδων και ατόμων με αναπηρία.[2]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Laws of the game (Law 3–Substitution procedure)» (PDF) (στα Αγγλικά). FIFA. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Μαρτίου 2013. Ανακτήθηκε στις 15 Ιανουαρίου 2013. CS1 maint: Unfit url (link)
  2. Laws of the Game 2019/20 https://img.fifa.com/image/upload/khhloe2xoigyna8juxw3.pdf