Αλέκος Κοντόπουλος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αλέκος Κοντόπουλος
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Αλέκος Κοντόπουλος (Ελληνικά)[1]
Γέννηση1904[2][3]
Λαμία[4]
Θάνατος13  Αυγούστου 1975
Αθήνα[4]
ΚατοικίαΑθήνα (από 1939)[1]
Χώρα πολιτογράφησηςΕλλάδα[1]
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΕλληνικά
ΣπουδέςΑνωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (1923–1929)[1]
Ακαδημία Κολαρόσι[1]
Ακαδημία της Γκραντ Σωμιέρ[1]
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταζωγράφος[1]
συγγραφέας
ΕργοδότηςΕθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο[1]

Ο Αλέκος Κοντόπουλος (1904 - 14 Αυγούστου[5] 1975) ήταν Έλληνας ζωγράφος, σημαντικός εκπρόσωπος της αφηρημένης τέχνης στην Ελλάδα και συγγραφέας.[6]

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρώιμα χρόνια & σπουδές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεννήθηκε το 1904 στη Λαμία. Η ενασχόλησή του με τη ζωγραφική ξεκίνησε από τα μαθητικά του χρόνια ενώ το 1921 παρακολούθησε μαθήματα αγιογραφίας κοντά στον Γ. Σαραφιανό του οποίου υπήρξε βοηθός για μια διετία. Το 1923, αφού πρώτα είχε πραγματοποιήσει την πρώτη του έκθεση σε κατάστημα της γενέτειράς του, ήρθε στην Αθήνα και μετά από εξετάσεις έγινε δεκτός στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών όπου μαθήτευσε δίπλα σε καθηγητές όπως οι Γερανιώτης, Ιακωβίδης, Λύτρας και Μαθιόπουλος. Αποφοίτησε από τη σχολή το 1929 παρακολούθησε μαθήματα στο Παρίσι.[6][7][8] Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Γαλλία ταξίδεψε για εκπαιδευτικούς σκοπούς στο Βέλγιο με σκοπό τη μελέτη της φλαμανδικής ζωγραφικής σχολής.[6] Το 1933 νυμφεύτηκε τη Μωντ Μαρσέλ-Ραχήλ Μπουσσάρ και επέστρεψε στην Ελλάδα όπου συνδέθηκε με τους «Νέους Πρωτοπόρους» ενώ το 1934 υπήρξε ιδρυτικό μέλος των «Ελεύθερων Καλλιτεχνών».[6][7] Το επόμενο έτος μετέβη εκ νέου στο Παρίσι πραγματοποιώντας μεταπτυχιακές σπουδές στις Ακαδημίες Κολαρόσι και Γκραν Σωμιέρ.[6]

Δραστηριότητα στην Ελλάδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Επέστρεψε οριστικά στην Ελλάδα το 1939 και το 1941 διορίστηκε στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, στο οποίο παρέμεινε έως το 1969. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση ενώ το 1944 ήταν ένα από τα πρόσωπα που συνέβαλε καθοριστικά στην ίδρυση του Καλλιτεχνικού Επαγγελματικού Επιμελητηρίου.[6] Το 1949 συμμετείχε στην ίδρυση της καλλιτεχνικής ομάδας των «Ακραίων» παρουσιάζοντας για πρώτη φορά έργα ανεικονικής τέχνης στην Ελλάδα και το επόμενο έτος προτάθηκε από το εγχώριο τμήμα της AICA ως υποψήφιος για το βραβείο Guggenheim.[6] Τα χρόνια που ακολούθησαν συμμετείχε σε αρκετές εκθέσεις του εξωτερικού με πιο σημαντικές εκείνες της Μπιεννάλε του Σάο Πάολο τα έτη 1953 και 1955 (μάλιστα στη δεύτερη τιμήθηκε με το αργυρό μετάλλιο), της Αλεξάνδρειας το 1959 και της Βενετίας το 1960. Τη δεκαετία του '60 εικονογράφησε τα εξώφυλλα πολλών εκδόσεων του Οίκου "Ατλαντίς" (Πεχλιβανίδη) για τη σειρά των μυθιστορημάτων του Γιάννη Μαρή κ.α. Το 1973 κέρδισε το Α' Κρατικό Βραβείο, αρνήθηκε όμως την παραλαβή του θέλοντας με αυτό τον τρόπο να διαμαρτυρηθεί ενάντια στο καθεστώς της 21ης Απριλίου.[6] Πέθανε στην Αθήνα το 1975.

Τεχνοτροπία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αν και αρχικά ήταν οπαδός της ρεαλιστικής απεικόνισης έχοντας στο ενεργητικό του έργα που απεικόνιζαν τοπία, προσωπογραφίες, γυμνά αλλά και συνθέσεις κοινωνικού περιεχομένου, με αφετηρία το 1947 στράφηκε προς την ανεικονική ζωγραφική, αποτελώντας κατ' αυτό τον τρόπο πρωτοπόρος της αφηρημένης τέχνης στην Ελλάδα.[6]

Συγγραφικό έργο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο ενεργητικό του περιλαμβάνονται και τέσσερα βιβλία του, τρία από τα οποία εκδόθηκαν την περίοδο της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Πρώτη χρονικά εκδόθηκε το 1951 Η σημερινή ζωγραφική και ακολούθησαν το Εγκώμιον της σιωπής (1970), τα Αισθητικά δοκίμια (1971) και Η πνευματική ευθύνη (1973).[6]

Μεταθανάτιες τιμές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά το θάνατό του, η χήρα του δώρησε την οικία του στον δήμο Αγίας Παρασκευής, ο οποίος την μετέτρεψε σε δημοτική βιβλιοθήκη η οποία φέρει το όνομα του Κοντόπουλου. Παράλληλα στη Λαμία, η δημοτική πινακοθήκη φέρει και αυτή το όνομά του.[7] Το 1976, η Εθνική Πινακοθήκη διοργάνωσε αναδρομική έκθεση αφιερωμένη στο έργο του Κοντόπουλου.[6]

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

«Αλέκος Κοντόπουλος 1900-1976», Έκδοση ΕΘΝΙΚΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ, Αθήνα 1976

«Αλέκος Κοντόπουλος»  (Λεύκωμα), Επιμέλεια Γ.Βαρλάμος,  Ἀθήνα  1979

«Αλέκος Κοντόπουλος / Σχέδια», Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ , Αθήνα  1985

Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ελευθερουδάκη, Τόμος 7ος , Β΄ Έκδοση,  Αθήνα 1962 (λ. Κοντόπουλος Αλέκος, σ. 1143)

Μεγάλη Εγκυκλοπαιδεία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Χάρη Πάτση, Τόμος 14ος , Αθήνα 2007 (λ. Κοντόπουλος Αλέκος, σ. 216-217)

«ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΖΩΓΡΑΦΟΙ- 20ός αιώνας» Τόμος  2ος,, Εκδόσεις ΜΕΛΙΣΣΑ, Αθήνα 1988 (Αλέκος Κοντόπουλος, σ. 450-491)

Στέλιος Λυδάκης, ΈΟΡΓΑ. Αλέκος Κοντόπουλος: Ο άνθρωπος και το έργο του, Εκδόσεις ΜΕΛΙΣΣΑ, Αθήνα 1975

Ευάγγελος Ανδρέου, Οι δρόμοι του συνειρμού στο πνεύμα του Αλέκου Κοντόπουλου, Παιανία 1975

Ευάγγελος Ανδρέου, Ένα ρυάκι ειλικρίνειας, Περιοδικό «ΕΙ» Αρχειοθετήθηκε 2018-09-11 στο Wayback Machine. τ. 8,  Αθήνα 1994

Μιχάλης Σταφυλάς, Αλέκος Κοντόπουλος, ο ζωγράφος του νέου ουμανισμού, Περιοδικό «ΕΙ» Αρχειοθετήθηκε 2018-09-11 στο Wayback Machine. τ. 11,  Αθήνα 1995

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 1,6 1,7 1,8 dp.iset.gr/en/artist/view.html?id=644. Ανακτήθηκε στις 14  Νοεμβρίου 2020.
  2. 2,0 2,1 Artnet. alex-alecos-kontopoulos.
  3. 3,0 3,1 mutualart.com. 12BB64572764B548.
  4. 4,0 4,1 www.nationalgallery.gr/el/zographikh-monimi-ekthesi/painter/kontopoulos-alekos.html. Ανακτήθηκε στις 14  Νοεμβρίου 2020.
  5. "Πέθανε ο ζωγράφος Αλέκος Κοντόπουλος" Ανακτήθηκε στις 4/7/2021
  6. 6,00 6,01 6,02 6,03 6,04 6,05 6,06 6,07 6,08 6,09 6,10 Εθνική Πινακοθήκη – 100 Χρόνια. Τέσσερις Αιώνες Ελληνικής Ζωγραφικής. Από τις Συλλογές της Εθνικής Πινακοθήκης και του Ιδρύματος Ευριπίδη Κουτλίδη. ΕΠΜΑΣ, Αθήνα 1999, σελ. 666.
  7. 7,0 7,1 7,2 Δημοτική Πινακοθήκη Λαμίας: Αλέκος Κοντόπουλος.
  8. «ΕΠΜΑΣ: Αλέκος Κοντόπουλος». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 30 Απριλίου 2015. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]