Αγνωστικισμός

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Αγνωστικισμός, ή αγνωστισμός, ή αγνωσία, ή αγνωσιαρχία, ή αγνωστοκρατία (προέρχεται από τη λέξη γνώση και το στερητικό α), ονομάζεται η φιλοσοφική θεώρηση ότι η αλήθεια ορισμένων μεταφυσικών υποθέσεων, όπως οι θεολογικοί ισχυρισμοί που αφορούν την ύπαρξη του Θεού, των θεών ή θεοτήτων, είναι είτε προς το παρόν άγνωστη, είτε εγγενώς απρόσιτη. Οι αγνωστικιστές δεν αρνούνται την ύπαρξη του θεού, απλώς δεν είναι ικανοποιημένοι με τις αποδείξεις για την ύπαρξη του.

Ο όρος αυτός, καθώς και ο σχετικοί όροι αγνωστικός και αγνωστικιστής, δημιουργήθηκαν από τον Τόμας Χάξλεϋ στα 1869, και χρησιμοποιούνται επίσης για να περιγράψουν εκείνους που υιοθετούν μια σκεπτικιστική ή διπλωματική στάση σχετικά με την ύπαρξη θεοτήτων, καθώς και με άλλα ζητήματα της θρησκείας. Ο Αγνωστικισμός δεν θα πρέπει να συγχέεται με τη θεώρηση που αντιμάχεται ειδικά το δόγμα της γνώσης και τον Γνωστικισμό —αυτές είναι θρησκευτικές έννοιες που δεν σχετίζονται εν γένει με τον αγνωστικισμό. Στην αρχαία ελληνική γραμματεία ο όρος αναφέρεται ως Αγνωσία.

Μερικές φιλοσοφικές απόψεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υπάρχουν δύο ειδών Αγνωστικιστές:

Οι Εμπειρικοί Αγνωστικιστές, είναι αυτοί που δεν αποκλείουν κάποια στιγμή να βρεθούν αποδείξεις για τον Θεό, και

Οι Απόλυτοι Αγνωστικιστές, είναι αυτοί που πιστεύουν ότι ποτέ δεν θα μπορέσουν να βρεθούν αποδείξεις για τον Θεό.

Μεταξύ των πιο διάσημων αγνωστικιστών (με την αρχική έννοια του όρου) συγκαταλέγονταν ο Τόμας Χένρυ Χάξλεϋ, ο Γιόζεφ Προυντόν, ο Κάρολος Δαρβίνος και ο Μπέρτραντ Ράσσελ. Έχει υποστηριχθεί με βάση τα έργα του Ντέιβιντ Χιουμ, ιδιαίτερα τους Διαλόγους σχετικά με τη Φυσική Θρησκεία (Dialogues Concerning Natural Religion), ότι υπήρξε αγνωστικιστής, αλλά τούτο παραμένει ανοιχτό προς συζήτηση. Επίσης, ο αρχαίος Έλληνας σοφιστής Πρωταγόρας είχε εκφράσει, ουσιαστικά αναφερόμενος στους θεούς, την άποψη του ισχυρού αγνωστικισμού, μολονότι η χρήση του όρου είναι στην περίπτωση αυτή αναχρονιστική.

Πρωταγόρας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο αρχαίος Έλληνας σοφιστής Πρωταγόρας, όταν του ζήτησαν να τοποθετηθεί σχετικά με την ύπαρξη των θεών, έδωσε την παρακάτω απάντηση:

«Για τους θεούς δεν μπορώ να γνωρίζω τίποτα: ούτε ότι υπάρχουν, ούτε ότι δεν υπάρχουν, ούτε τι λογής μορφή έχουν. Γιατί είναι πολλά τα όσα εμποδίζουν να γνωρίζουμε. Από τη μία το άδηλο του ζητήματος και από την άλλη η συντομία της ανθρώπινης ζωής» (Diels-Kranz 80 Β4).

Για αυτή του τη δήλωση ο Πρωταγόρας εξορίστηκε και τα βιβλία του ρίχτηκαν στην πυρά. Δεν είναι απόλυτα σαφές αν ο Πρωταγόρας θεωρούσε την ύπαρξη των θεών εγγενώς ανεξιχνίαστη ή απλώς εξαιρετικά δύσκολη να διαπιστωθεί. Η φράση «το άδηλο του ζητήματος» κλίνει προς την πρώτη εκδοχή· η φράση «η συντομία της ανθρώπινης ζωής» προς τη δεύτερη. Κατά συνέπεια, η κατάταξή του στους ισχυρούς αγνωστικιστές πρέπει να γίνεται με επιφύλαξη.

Τόμας Χένρυ Χάξλεϋ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι απόψεις του αγνωστικισμού είναι παλιές όσο και ο φιλοσοφικός σκεπτικισμός, αλλά οι όροι αγνωστικιστής και «αγνωστικισμός» δημιουργήθηκαν από τον Χάξλεϋ με σκοπό να συνοψίσει τις σκέψεις του σχετικά με τις εξελίξεις της εποχής του στη μεταφυσική, που αφορούσαν το απροσμέτρητο (Χάμιλτον) και το "ανεξιχνίαστο" (Χέρμπερτ Σπένσερ). Είναι σημαντικό, επομένως, να αποσαφηνίσουμε τις απόψεις του ίδιου του Χάξλεϋ επί του θέματος. Αν και ο Χάξλεϋ ξεκίνησε να χρησιμοποιεί τον όρο αγνωστικιστής"στα 1869, οι απόψεις του είχαν διαμορφωθεί κάπως νωρίτερα. Σε επιστολή του προς τον Τσαρλς Κίνγκσλεϋ (23 Σεπτεμβρίου, 1860) αναπτύσσει εκτενώς τις απόψεις του:

«Την αθανασία του ανθρώπου ούτε την βεβαιώνω ούτε την αρνούμαι. Δεν βλέπω κανένα λόγο να την πιστέψω, από την άλλη όμως, δεν έχω και κανένα τρόπο να την καταρρίψω. Δεν αντιτίθεμαι a priori στο δόγμα. Κανένας άνθρωπος που πρέπει να κατατρίβεται καθημερινώς και συνεχώς με τη φύση δεν έχει την πολυτέλεια να απασχολείται με a priori δυσκολίες. Δώστε μου σχετικές αποδείξεις, τέτοιες που θα δικαιολογούσαν την πίστη μου σε οτιδήποτε άλλο, και θα το πιστέψω. Και γιατί όχι; Δεν είναι [η αθανασία του ανθρώπου] ούτε κατά το ήμισυ τόσο θαυμαστή όσο η διατήρηση της δύναμης ή η αφθαρσία της ύλης [...]"
"Δεν ωφελεί να μου μιλάτε για αναλογίες και πιθανολογίες. Γνωρίζω τι εννοώ όταν λέω ότι πιστεύω στο νόμο του αντιστρόφου τετραγώνου, και δεν θα εναποθέσω τη ζωή και τις ελπίδες μου σε ασθενέστερες πεποιθήσεις [...]"
"Το ότι η προσωπικότητά μου είναι το βεβαιότερο απ' όσα γνωρίζω ίσως είναι αλήθεια. Αλλά η απόπειρα να συλλάβω το τι ακριβώς είναι αυτή με οδηγεί απλώς σε λεκτικές λεπτολογίες. Έχω αναμασήσει πια όλες εκείνες τις αερολογίες για το εγώ και το μη-εγώ, νοούμενα και φαινόμενα και άλλα τέτοια, αρκετά συχνά ώστε να γνωρίζω ότι, επιχειρώντας ακόμη και να σκεφτεί αυτές τις ερωτήσεις, το ανθρώπινο μυαλό σπαρταράει αβοήθητο σαν ψάρι έξω από τα νερά του [...]"

Και πάλι προς τον ίδιο παραλήπτη, γράφει, στις 6 Μαΐου, 1863:

"Δεν είχα ποτέ μου έστω και ελάχιστη συμπάθεια για την a priori επιχειρηματολογία κατά της ορθοδοξίας, και τρέφω από τη φύση και το χαρακτήρα μου τη μεγαλύτερη δυνατή αντιπάθεια προς την όλη σχολή των αθεϊστών και των απίστων. Εντούτοις γνωρίζω ότι είμαι, παρά τις ενστάσεις μου, αυτό ακριβώς που ένας Χριστιανός θα αποκαλούσε, και δικαιολογημένα απ' όσο μπορώ να δω, αθεϊστή και άπιστο. Δεν μπορώ να διακρίνω μια σκιά ή έστω μια υπόνοια αποδείξεως ότι το μεγάλο άγνωστο που υπόκειται των φαινομένων του σύμπαντος στέκεται ενώπιόν μας με τη μορφή ενός Πατέρα που μας αγαπά και νοιάζεται για μας, όπως διαβεβαιώνει ο Χριστιανισμός. Έτσι, αναφορικά με τα άλλα μεγάλα Χριστιανικά δόγματα, την αθανασία της ψυχής και τη μέλλουσα κατάσταση της ανταμοιβής και της τιμωρίας, ποιες πιθανές αντιρρήσεις μπορώ εγώ — που υποχρεώνομαι κατ´ανάγκην να πιστέψω στην αθανασία αυτού που αποκαλούμε Ύλη και Δύναμη, και σε μια λίαν καταφανή παρούσα κατάσταση ανταμοιβής και τιμωρίας για τις πράξεις μας — να προβάλω σ' αυτά τα δόγματα; Δώστε μου μιαν αναλαμπή αποδείξεως και είμαι πρόθυμος να τα ενστερνιστώ με ενθουσιασμό."

Σχετικά με την προέλευση του όρου "αγνωστικιστής" για να περιγράψει τη στάση του, ο Χάξλεϋ έδωσε (Coll. Ess. v. pp. 237-239) την ακόλουθη εξήγηση:

"Έτσι σκέφτηκα, και εφηύρα τον κατάλληλο, κατά τη γνώμη μου, τίτλο 'αγνωστικιστής'. Μου ήρθε στο νου ως δηλωτικά αντίθετος στον τίτλο 'γνωστικιστής' της Εκκλησιαστικής ιστορίας, ο οποίος διατεινόταν ότι γνωρίζει τόσο πολλά για αυτά τα ίδια πράγματα που εγώ δηλώνω αδαής. Προς μεγάλη μου ικανοποίηση, ο όρος έπιασε."

Ο αγνωστικισμός του Χάξλεϋ πιστεύεται ότι είναι φυσική συνέπεια των φιλοσοφικών και διανοητικών συνθηκών της δεκαετίας του 1860, όταν η δυσανεξία του κλήρου προσπαθούσε να καταπνίξει τις επιστημονικές ανακαλύψεις που φαίνονταν να συγκρούονται με μια κυριολεκτική ερμηνεία του βιβλίου της Γένεσης και άλλα εδραιωμένα χριστιανικά δόγματα. Ο αγνωστικισμός δεν θα πρέπει, ωστόσο, να συγχέεται με τον ντεϊσμό, τον πανθεϊσμό ή άλλες ευνοϊκές προς την επιστήμη μορφές θεϊσμού.

Χάριν αποσαφήνισης, ο Χάξλεϋ δηλώνει, "Σε θέματα διανόησης, ακολουθήστε τη λογική μέχρι εκεί που μπορεί να σας βγάλει, χωρίς να σας απασχολεί οποιαδήποτε άλλη έγνοια. Και αντίστροφα: σε θέματα διανόησης, μην προσποιείστε ότι είναι βέβαια συμπεράσματα τα οποία δεν έχουν αποδειχθεί ή δεν μπορούν να αποδειχθούν" (Χάξλεϋ, Αγνωστικισμός, 1889). Ο Α. Γ. Μόμερι παρατηρεί ότι αυτό δεν είναι παρά ένας ορισμός της εντιμότητας. Ο συνήθης ορισμός του Χάξλεϋ προχωρούσε ωστόσο πέραν της απλής εντιμότητας, καθώς επέμενε ότι αυτά τα μεταφυσικά ζητήματα ήταν θεμελιωδώς ανεξιχνίαστα.

Κάρολος Δαρβίνος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στα 1879, καθώς ο Δαρβίνος έγραφε την αυτοβιογραφία του, έλαβε ένα γράμμα όπου τον ρωτούσαν αν πιστεύει στο Θεό, και αν ο θεϊσμός είναι συμβατός με την εξέλιξη. Απάντησε ότι ένας άνθρωπος "μπορεί να είναι ένθερμος Θεϊστής και παράλληλα εξελικτιστής", παραθέτοντας τον Τσαρλς Κίνγκσλεϋ (Charles Kingsley) και τον Άσα Γκρέυ (Asa Gray) ως παραδείγματα και λέγοντας για τον εαυτό του ότι "δεν υπήρξα ποτέ Άθεος με την έννοια της άρνησης της ύπαρξης του Θεού". Πρόσθεσε, "Σκέφτομαι ότι σε γενικές γραμμές (όλο και περισσότερο μάλιστα καθώς γερνάω), αλλά όχι πάντοτε, ο όρος Αγνωστικιστής θα περιέγραφε καλύτερα την πνευματική μου στάση."

Την Πέμπτη 28 Σεπτεμβρίου 1881 ο Δαρβίνος δέχτηκε επίσκεψη από τους αθεϊστές Καθηγητές Λούντβιχ Μπύχνερ και Έντουαρντ Έηβελινγκ (μετέπειτα συνεργάτη της Ελέανορ Μαρξ). Ο γιος του Δαρβίνου Φρανκ ήταν παρών, και η σύζυγός του Έμμα προσκάλεσε τον παλιό τους φίλο τον Αιδεσιμότατο Μπρόντι Ινές. Ο Δαρβίνος εξήγησε χαριτολογώντας ότι «ο Μπρόντι κι εγώ είμαστε φίλοι εδώ και 30 χρόνια. Δεν έχουμε ποτέ συμφωνήσει απολύτως σε κανένα θέμα, αλλά κατά καιρούς έχουμε κοιτάξει ο ένας τον άλλον και σκεφτήκαμε τότε ότι ένας από τους δυο μας πρέπει να είναι πολύ άρρωστος» Στη συζήτηση που ακολούθησε το δείπνο, ο Δαρβίνος ρώτησε τους καλεσμένους του: «Γιατί αυτοαποκαλείστε Άθεοι;», λέγοντας ότι προτιμούσε τον όρο Αγνωστικιστής. Ο Έηβελινγκ απάντησε, "Αγνωστικιστής δεν σημαίνει παρά Αθεϊστής, δοσμένο με αξιοπρέπεια - και Αθεϊστής σημαίνει απλώς Αγνωστικιστής, δοσμένο επιθετικά". Ο Δαρβίνος αποκρίθηκε ρωτώντας "Γιατί να είστε τόσο επιθετικοί;", αναρωτώμενος ποιο το όφελος να επιβάλεις νέες ιδέες στους ανθρώπους, τη στιγμή που η ελεύθερη σκέψη ήταν μια χαρά για τους μορφωμένους, ήταν όμως ο πολύς κόσμος ώριμος για κάτι τέτοιο; Ο Έηβελινγκ ρώτησε τότε τι θα γινόταν αν οι επαναστατικές ιδέες της Φυσικής και Σεξουαλικής Επιλογής είχαν περιοριστεί να είναι κτήμα λίγων εκλεκτών και είχε [ο Δαρβίνος] καθυστερήσει την έκδοση της Καταγωγής των Ειδών, πού θα βρισκόταν τότε ο κόσμος; Σίγουρα "το ίδιο το δικό του γλαφυρό παράδειγμα" ενθάρρυνε τους ελεύθερα σκεπτόμενους να διακηρύττουν την αλήθεια φωνάζοντάς την από τις στέγες των σπιτιών, αλλά ενώ ο Δαρβίνος συμφωνούσε ότι ο Χριστιανισμός "δεν υποστηριζόταν από τις ενδείξεις", δεν είχε βιαστεί να επιβάλει την ιδέα αυτή σε κανέναν και μάλιστα «Δεν εγκατέλειψα τον Χριστιανισμό παρά αφού έφτασα σε ηλικία σαράντα ετών.»

Μπέρτραντ Ράσσελ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το φυλλάδιο του Μπέρτραντ Ράσελ «Γιατί Δεν Είμαι Χριστιανός», βασισμένο σε μια ομιλία του που εκφωνήθηκε το 1927, θεωρείται μια κλασική δήλωση αγνωστικής πεποίθησης. Το δοκίμιο συνοψίζει τις αντιρρήσεις του Μπέρτραντ Ράσελ σε μερικά από τα επιχειρήματα υπέρ της ύπαρξης του Θεού προτού εισέλθει σε συζητήσεις σχετικά με τις ηθικές αντιρρήσεις του προς τα διδάγματα του Χριστιανισμού. Στη συνέχεια, παρακινεί τους αναγνώστες του να "ορθοποδήσουν θαρραλέα και να κοιτάξουν τίμια τον κόσμο ως σύνολο", με "άφοβη στάση και απελευθερωμένη σκέψη".

Σε μεταγενέστερο φυλλάδιό του που τιτλοφορείται Είμαι Αθεϊστής ή Αγνωστικιστής; (με υπότιτλο Μια Έκκληση Για Ανεκτικότητα Εν Όψει Νέων Δογμάτων), ο Ράσελ επιβεβαιώνει ότι είναι αγνωστικιστής με τη φιλοσοφική έννοια ότι δεν μπορεί να γνωρίζει την αλήθεια σχετικά με την ύπαρξη ή την ανυπαρξία του Θεού. Στο ίδιο έργο, ωστόσο, παραδέχεται ότι με το να αυτοαποκαλείται αθεϊστής θα έδινε μια πιστότερη εικόνα της θρησκευτικής του στάσης σε ένα μη-φιλοσοφικό ακροατήριο.

Λογικός Θετικισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι λογικοί θετικιστές, όπως ο Ρούντολφ Κάρναπ και ο Α. Τζ. Άγιερ, θεωρούνται μερικές φορές εσφαλμένα αγνωστικιστές. Επιστρατεύοντας επιχειρήματα που θυμίζουν την περίφημη ρήση του Βιτγκενστάιν, "Για όσα δεν μπορούμε να μιλήσουμε, καλύτερα να μένουμε σιωπηλοί", έβλεπαν κάθε συζήτηση περί θεών ως κυριολεκτικά χωρίς νόημα. Για τους λογικούς θετικιστές και τους οπαδούς παρόμοιων σχολών σκέψης, προτάσεις σχετικές με θρησκευτικές και άλλες υπερβατικές εμπειρίες δεν θα μπορούσαν να έχουν μια τιμή αλήθειας, και θεωρούνταν ότι είναι χωρίς νόημα. Αυτό όμως περιλαμβάνει κάθε εκπεφρασμένη γνώμη για τον Θεό, ακόμη και εκείνες τις αγνωστικές προτάσεις που αρνούνται ότι η γνώση του Θεού είναι δυνατή. Στο Γλώσσα, Αλήθεια και Λογική, ο Άγιερ σαφώς απορρίπτει τον αγνωστικισμό με το σκεπτικό ότι ο αγνωστικιστής, μολονότι ισχυρίζεται ότι η γνώση του Θεού είναι αδύνατη, ωστόσο εξακολουθεί να δέχεται ότι προτάσεις σχετικά με τον Θεό έχουν νόημα.

Παραλλαγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι θεϊστές και οι ισχυροί αθεϊστές διατυπώνουν προτάσεις σχετικά με τον κόσμο, οι θεϊστές ότι υπάρχει Θεός, οι ισχυροί αθεϊστές ότι δεν υπάρχει Θεός. Οι αγνωστικιστές κάνουν μια πρόταση σχετικά με αυτές τις προτάσεις, δεν μπορεί κανείς να ξέρει αν υπάρχει ή δεν υπάρχει Θεός.

Ο αγνωστικισμός έχει υποφέρει σε μεγαλύτερο βαθμό από τις περισσότερες εκφράσεις φιλοσοφικών θέσεων από ονοματολογικές παρεκτροπές. Έχουμε ως παράδειγμα απόπειρες να συσχετιστεί ο αγνωστικισμός με τον αθεϊσμό. Η παράδοση ελεύθερης σκέψης του αθεϊσμού αποκαλεί την έλλειψη πίστης στην ύπαρξη οποιασδήποτε θεότητας ασθενή αθεϊσμό (ή αρνητικό αθεϊσμό). Ωστόσο, μπορεί κανείς ακόμη να τραβήξει μια διαχωριστική γραμμή μεταξύ ασθενούς αθεϊσμού και αγνωστικισμού, κάνοντας διάκριση μεταξύ πίστης και γνώσης, οδηγώντας εκείνους που πιστεύουν ότι η γνώση του Θεού είναι αδύνατη να ισχυριστούν ότι ο αγνωστικισμός αφορά τη γνώση, ενώ ο αθεϊσμός/θεϊσμός αφορά την έλλειψη πίστης. Ο Αγνωστικός αθεϊσμός είναι μια σύνθεση των δύο.

Ο Τζωρτζ Σμιθ, ένας εξέχων αθεϊστής συγγραφέας, ισχυρίζεται ότι ολόκληρος ο αγνωστικισμός είναι μια μορφή αθεϊσμού (που ορίζεται εδώ ως έλλειψη πίστης σε μια θεότητα) (βλ.: Αθεϊσμός, η Υπόθεση Κατά του Θεού (Atheism, The Case Against God), του Τζωρτζ Χ. Σμιθ, 1989 Prometheus Books, NY). Το επιχείρημά του κατά του αγνωστικού θεϊσμού είναι ότι είναι αντιφατικό να πρεσβεύουμε ότι ένα ον είναι εγγενώς ή προς το παρόν άγνωστο, και εντούτοις να εκφράζουμε θετικά πίστη στην ύπαρξή του (το οποίο σημαίνει ότι ένα τουλάχιστον χαρακτηριστικό του - η ύπαρξη - είναι γνωστό). Περαιτέρω, επιχειρηματολογεί ότι δεν είναι δυνατόν να γνωρίζει κάποιος ότι κάτι υπάρχει χωρίς κάποια έστω γνώση του τι είναι αυτό που υπάρχει. Η έννοια του θεού καταλήγει χωρίς νόημα διότι δηλώνουμε ότι είναι ανεξιχνίαστη, και ο αγνωστικός θεϊστής διατυπώνει μια πρόταση ισοδύναμη με την παρακάτω: "υπάρχει μπλάρκ1 ." Ο Σμιθ συγκρίνει αυτή την απροσδιόριστη πίστη με την μη πίστη και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι όλος ο αγνωστικισμός είναι μια μορφή αθεϊσμού. Ο αγνωστικός θεϊστής που επιθυμεί ακόμη να πιστεύει πρέπει να αποδώσει κάποιου είδους χαρακτηριστικά στην πίστη του, θέτοντας έτσι εαυτόν εκτός του πλαισίου του αγνωστικισμού (καθώς τώρα διεκδικεί κάποια γνώση επί της θεότητας), πράγμα που τον κάνει τώρα θεϊστή.

Οι υπηρεσίες συλλογής δεδομένων [1] Αρχειοθετήθηκε 2010-08-11 στο Wayback Machine., [2] συχνά εμφανίζουν την κοινή χρήση του όρου, που διακρίνεται από τον αθεϊσμό λόγω της έλλειψης αμφισβήτησης της ύπαρξης των θεοτήτων. Οι αγνωστικιστές καταγράφονται δίπλα στους κοσμικούς, τους άθρησκους ή άλλες παρόμοιες κατηγορίες.

Άλλες παραλλαγές είναι:

  • Ο ισχυρός αγνωστικισμός (ή αλλιώς σκληροπυρηνικός αγνωστικισμός, κλειστός αγνωστικισμός, αυστηρός αγνωστικισμός) — η άποψη ότι το ερώτημα για την ύπαρξη των θεοτήτων είναι από τη φύση του ανεξιχνίαστο ή ότι τα ανθρώπινα όντα δεν είναι κατάλληλα εξοπλισμένα να κρίνουν τις σχετικές ενδείξεις.
  • Ο ασθενής αγνωστικισμός (ή αλλιώς μετριοπαθής αγνωστικισμός, ανοιχτός αγνωστικισμός, εμπειρικός αγνωστικισμός) — η άποψη ότι η ύπαρξη ή η ανυπαρξία του Θεού ή των θεών είναι προς το παρόν άγνωστη, όχι όμως απαραίτητα ανεξιχνίαστη, επομένως αναβάλλει κανείς την κρίση του μέχρις ότου περισσότερες αποδείξεις είναι διαθέσιμες.
  • Ο απαθής αγνωστικισμός (ή αλλιώς "ιγνωστικισμός" ή απαθεϊσμός) — η άποψη ότι το ερώτημα σχετικά με την ύπαρξη των θεοτήτων είναι χωρίς νόημα, διότι δεν έχει παρατηρήσιμες συνέπειες.
  • Ο αναπαραστατικός αγνωστικισμός (model agnosticism) — η άποψη ότι τα φιλοσοφικά και μεταφυσικά ερωτήματα δεν είναι εντέλει επαληθεύσιμα, αλλά ότι θα έπρεπε να οικοδομηθεί ένα μοντέλο ευέλικτων υποθέσεων πάνω στη βάση της λογικής σκέψης. Ο κλάδος αυτός του αγνωστικισμού διαφέρει από τους υπόλοιπους ως προς το ότι δεν εστιάζεται στο ερώτημα της ύπαρξης θεοτήτων.

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • 1: Ή οποιαδήποτε άλλη λέξη χωρίς νόημα.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]