Αγιουτάγια

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 14°21′07″N 100°34′37″E / 14.35194°N 100.57694°E / 14.35194; 100.57694

Αγιουτάγια

Σφραγίδα
Τοποθεσία στο χάρτη
Τοποθεσία στο χάρτη
Αγιουτάγια
14°21′34″N 100°34′34″E
ΧώραΤαϊλάνδη
Διοικητική υπαγωγήΠρα Ναxόν Σι Αγιουτάγια
Ίδρυση1350
Έκταση14,84 km²
Πληθυσμός52.940 (2015)[1]
Ταχ. κωδ.13000
Τηλ. κωδ.035
Ζώνη ώραςUTC+07:00
ΙστότοποςΕπίσημος ιστότοπος
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η Αγιουτάγια ή Πρα Ναxόν Σι Αγιουτάγια (Phra Nakhon Si Ayutthaya) είναι πόλη της κεντρικής Ταϊλάνδης, πρωτεύουσα ομώνυμης επαρχίας, 85 περίπου χιλιόμετρα βόρεια της Μπανγκόκ και με πληθυσμό 47.185 (1980) κατοίκους. Η σύγχρονη πόλη, κτισμένη ανάμεσα σε μεγαλοπρεπή αρχαία ερείπια, αποτελεί εμπορικό κέντρο της όλης περιοχής, με σημαντικότερη οικονομική δραστηριότητα τον τουρισμό. Οι τουρίστες επισκέπτονται τα αναρίθμητα ιερά και τους ναούς της πόλης, που χρονολογούνται από τον 14ο αιώνα.

Ιστορία της πόλης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ιστορική πόλη της Αγιουτάγια ιδρύθηκε πάνω σ' ένα νησί, στις όχθες των ποταμών Λοπ Μπούρι, Πα Σακ και Τσάο Φράγια, γύρω στο 1350 μ.Χ., χρονολογία που σηματοδοτεί και την αφετηρία της σύγχρονης Ταϊλάνδης. Υπήρξε πρωτεύουσα του Βασιλείου της Αγιουτάγια, το οποίο από τον 14ο έως τον 18ο αιώνα αποτελούσε ένα από τα πιο ισχυρά κράτη στη νοτιοανατολική Ασία. Η πόλη, η οποία συχνά αποκαλείται Κρουνγκ Κάο, δηλαδή "αρχαία πρωτεύουσα", με πληθυσμό που έφθανε το ένα εκατομμύριο κατοίκους, άκμασε επί 400 τουλάχιστον χρόνια, ως πρωτεύουσα του παλαιού Σιάμ. Ξεπερνούσε σε πλούτο, μνημεία και χλιδή όλες τις ευρωπαϊκές μητροπόλεις της εποχής της.

Ιδρυτής της πρώτης δυναστείας του Βασιλείου της Αγιουτάγια ήταν ο ηγεμόνας Ραματιμπόντι Α΄ (Ramathibodi I), ο οποίος θεωρούσε τον εαυτό του μετενσάρκωση του θεού Βισνού. Η αρχαία πόλη υπήρξε έδρα 33 βασιλιάδων και διατήρησε την ισχύ της επί 417 χρόνια, από το 1350, έτος της ίδρυσής της, μέχρι το 1767. Η αλλοτινή αυτή έδρα των βασιλιάδων του Σιάμ, κόσμημα της βουδιστικής αρχιτεκτονικής, καταστράφηκε σχεδόν ολοκληρωτικά από τους Βιρμανούς εισβολείς το 1767. Το Παλαιό Βασιλικό Ανάκτορο, όπως και πολλοί από τους αρχιτεκτονικούς και καλλιτεχνικούς θησαυρούς της πόλης, αλλά και πολύτιμα λογοτεχνικά κείμενα, μετατράπηκαν σε στάχτη και ερείπια κατά την άλωσή της από από τις βιρμανικές στρατιές.

Η αρχαία πόλη της Αγιουτάγια ανακηρύχθηκε πολιτιστικό μνημείο και περιλήφθηκε στις 13 Δεκεμβρίου 1991 στον κατάλογο μνημείων παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO.

Αρχιτεκτονική των ναών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η θρησκευτική αρχιτεκτονική της Ταϊλάνδης καλύπτει μια χρονική περίοδο έντεκα αιώνων: από τους ινδουιστικούς και βουδιστικούς ναούς των Χμερ (9ος - 13ος αιώνας) έως τις εποχές των πόλεων Σούχοταϊ (μέσα 13ου έως 15ος αιώνας) και Αγιουτάγια (μέσα 14ου έως τέλη 18ου αιώνα). Οι πέτρινοι ναοί ή "πρασάτ" της βόρειας Ταϊλάνδης χτίστηκαν από τους Χμερ. Έχουν σκάλες διακοσμημένες με πέτρινα φίδια - "νάγκα", που οδηγούν στο κεντρικό ιερό, το οποίο κοσμείται με ανάγλυφα που αναπαριστάνουν ινδουιστικούς μύθους. Στην κορυφή του ναού υπάρχει ένας πύργος, το "πρανγκ".

Η πόλη Σούχοταϊ (Sukhothai) χαρακτηρίζεται από ριζικούς αρχιτεκτονικούς νεωτερισμούς, με την προσθήκη ενός "βιχάν" για να στεγάσει τις εικόνες του Βούδα και ενός "τσέντι", κωδωνόσχημου πύργου - λειψανοθήκης ή σχήματος λωτού ή κολοκύθας, που υψώνεται με μια οξυκόρυφη κατάληξη, όπου στεγάζονταν τα λείψανα του Βούδα ή οι τέφρες των βασιλιάδων. Οι αρχιτέκτονες της Αγιουτάγια εμπνέονταν από τη θρησκευτική αρχιτεκτονική του παρελθόντος και με κάποιες παραλλαγές στα "πρανγκ" των Χμερ και τα "τσεντί" της Σούχοταϊ.

Οι ναοί της Αγιουτάγια επικεντρώνονται στο λεγόμενο "βατ", που περιλάμβανε διάφορα κτήρια με διαφορετικούς σκοπούς: βουδιστικό μοναστήρι με τα διαμερίσματα και τους κοιτώνες των μοναχών, τον κυρίως ναό και το κοινοτικό κέντρο, όπου γίνονταν ομιλίες γύρω από τις ιερές γραφές και αποτελούσε επίσης χώρο συνάντησης με τους προσκυνητές. Μεγαλειώδη ερείπια των ναών της Αγιουτάγια, μερικώς ανακαινισμένα, διασώζονται μέχρι σήμερα και μετά τη λεηλασία της πόλης από τους Βιρμανούς το 1767.

Οι ναοί της Αγιουτάγια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βουδιστικοί Ναοί στην Αγιουτάγια

Το πιο εντυπωσιακό αξιοθέατο στην παλιά πόλη της Αγιουτάγια, που προκαλεί και σήμετα τον θαυμασμό των επισκεπτών, είναι το ιερό "Βατ Φρα Σι Σανπέτ" (Wat Phra Si Sanphet), με τους επιβλητικούς τρεις αιχμηρούς πύργους, τα "τσεντί", που ιδρύθηκε ως ιδιωτικός ναός της βασιλικής οικογένειας από τον βασιλιά Μποροματραϊλοκανάτ (1448 - 1488) κατά τον 15ο αιώνα. Συμπληρώθηκε αργότερα από τον γιο του Ραματιμπόντι Β΄ (1491 - 1529), ο οποίος έχτισε δύο "τσεντί" για να αποθέσει τις τέφρες του πατέρα του και του αδελφού του Μπορομαράτσα Γ΄ (1463 - 1488). Ένα τρίτο "τσεντί" κατασκευάστηκε στα μέσα του 16ου αιώνα από τον βασιλιά Μπορομαράτσα Δ΄ για την τέφρα του Ραματιμπόντι Β΄. Το Βατ Φρα Σι Σάνπετ λεηλατήθηκε από τους Βιρμανούς το 1767 και μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα παρέμενε ένα ερείπιο. Σήμερα, το "βατ" με τα τρία μεγαλοπρεπή "τσεντί" έχει αναστηλωθεί και αποτελεί ορόσημο στην παλιά πόλη της Αγιουτάγια.

Το μεγαλείο και η δύναμη της Αγιουτάγια αντικατοπτρίζεται στα πολυάριθμα συγκροτήματα των ναών της, που βρίσκονται διάσπαρτα σήμερα σ' όλη την έκταση της παλιάς πόλης. Ανάμεσα στους πιο σημαντικούς από αυτούς περιλαμβάνονται: Βατ Μαχατάτ (1384), Βατ Ρατσαμπουράνα (απέναντι από το Βατ Μαχαράτ, αρχές 15ου αιώνα), Βατ Ταμικαράτ, Βατ Φρα Ραμ (1369, που δεσπόζει στη γύρω περιοχή με ένα εντυπωσιακό "πρανγκ" του 15ου αιώνα, διακοσμημένο με αγάλματα του Βούδα), Βατ Λοκάγια Σουταράμ, όπου στεγάζεται ένας ξαπλωμένος Βούδας μήκους 42 μέτρων, και το Βατ Σουβάν Νταραράμ, που καταστράφηκε από τους Βιρμανούς, αλλά ξαναχτίστηκε αργότερα από τον βασιλιά Ράμα Α΄ (1782 - 1809). Σε μικρή απόσταση από το κέντρο της Αγιουτάγια υπάρχει ένα κατεστραμμένο "βιχάν" στο Βατ Γιάι Τσάι Μονγκόν, όπου βρίσκεται ένας υπερμεγέθης ξαπλωμένος Βούδας.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • "1001 Historic Sites You Must See Before You Die" (In collaboration with UNESCO), "Ayutthaya", p. 902, General Editor: Richard Cavendish, A Quintessense Book, London, 2008.
  • "Χαμένες Πόλεις του Αρχαίου Κόσμου", στο Μάρκο Τσερέζα: "Αγιουτάγια", Εκδόσεις Καρακώτσογλου, Αθήνα, 2003.
  • "Παγκόσμια Πολιτιστική Εγκυκλοπαίδεια: Τα Μνημεία της UNESCO", στο "Εκεί όπου οι βασιλιάδες κυβερνούσαν ως θεοί: Ιστορική πόλη Αγιουτάγια", σελ. 292 - 297, Εκδόσεις "ΔΟΜΗ" Α. Ε., Αθήνα, 1999.
  • "Ταϊλάνδη" (Οδηγοί του Κόσμου), στο "Αγιουτάγια", σελ. 166- 169, Εκδόσεις Καθημερινή/Dorling Kindersley Ltd, Αθήνα, 1998.
  • Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα, λήμμα "Πρα Ναχόν Σι Αγιουτάγια", τόμ. 50, σελ. 299, Εκδόσεις Πάπυρος, 1996.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Ayutthaya (city) στο Wikimedia Commons