Αββαείο του Κλυνύ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 46°26′5.43″N 4°39′34.10″E / 46.4348417°N 4.6594722°E / 46.4348417; 4.6594722

Αββαείο του Κλυνύ
Cluny
Χάρτης
Είδοςαββαείο[1], βενεδικτινικό αββαείο και θρησκευτική κοινότητα
Αρχιτεκτονικήρομανική αρχιτεκτονική
Διεύθυνσηrue du 11-Août
Γεωγραφικές συντεταγμένες46°26′5″N 4°39′34″E
ΘρήσκευμαΚαθολικισμός[2]
Θρησκευτικό τάγμαΤάγμα του Αγίου Βενέδικτου και Order of Cluny
Θρησκευτική υπαγωγήRoman Catholic Diocese of Autun (-Châlon-sur-Saône-Mâcon-Cluny) και Territorial abbey of Cluny
Διοικητική υπαγωγήΚλυνύ[1]
ΧώραΓαλλία[1]
Έναρξη κατασκευής2  Σεπτεμβρίου 909 και 910
Βραβείασήμα Τουρισμού και Ειδικών Αναγκών[3] και European Heritage Label
Προστασίακατηγοριοποιημένο ιστορικό μνημείο στη Γαλλία (από 1862)[1], κατηγοριοποιημένο ιστορικό μνημείο στη Γαλλία (από 1902)[1] και κατηγοριοποιημένο ιστορικό μνημείο στη Γαλλία (από 1960)[1]
Ιστότοπος
Επίσημος ιστότοπος
Commons page Πολυμέσα

Το Αββαείο του Κλυνύ ή Αββαείο του Κλουνύ (γαλλικά: Abbaye de Cluny) είναι μονή των Βενεδικτίνων στο Κλυνύ της Γαλλίας, κτισμένη σε Ρομανικό ρυθμό. Ιδρύθηκε το 910 από τον Γουλιέλμο Α΄ τον Ευσεβή, δούκα της Ακουιτανίας και υπήρξε από τις πιο σημαντικές μονές τον Μεσαίωνα.

Ίδρυση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 910 ο Γουλιέλμος Α΄ ο Ευσεβής χορήγησε την ιδιοκτησία του στο Κλυνύ, με τον όρο να χτιστεί μοναστήρι προς τιμήν των αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Δεν επέβαλε καμία υποχρέωση στο αββαείο ως προς τον εαυτό του και την οικογένειά του, εκτός της προσευχής. Το αββαείο ήταν μικρής κλίμακας ώστε να αποτελέσει τον μητρικό οίκο του θρησκευτικού ιδρύματος[4] του Κλυνύ. Η πράξη της δωρεάς περιελάμβανε αμπέλια, χωράφια, λιβάδια, δάση, νερά, μύλους, δουλοπάροικους και κτήματα τόσο καλλιεργημένα όσο και ακαλλιέργητα. Η φιλοξενία έπρεπε να δίνεται στους φτωχούς, στους ξένους και στους προσκυνητές. Οριζόταν ότι το αββαείο θα ήταν απηλλαγμένο από τοπικές, λαϊκές και εκκλησιαστικές αρχές. Υποκείμενο μόνο στον Πάπα, με την προϋπόθεση ότι για οποιαδήποτε ενέργειά του χρειαζόταν τη συγκατάθεση των μοναχών, άρχισε την παράδοση των κλουνιακών μεταρρυθμίσεων.

Οργάνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Κλυνύ ήταν ίσως το πλουσιότερο μοναστήρι του δυτικού κόσμου και υπήρξε το εφαλτήριο μεταρρυθμίσεων στη δυτική μοναστική και τη δημόσια ζωή.

Οι μονές των Βενεδικτίνων συνήθιζαν να είναι αυτόνομες και σχετίζονταν μεταξύ τους άτυπα. Το Κλυνύ άλλαξε την οργανωτική δομή της εποχής. Δημιούργησε μία ομοσπονδία ταγμάτων και η διοίκηση των ταγμάτων λειτουργούσε εκπροσωπώντας τον ηγούμενο του Κλυνύ και απαντούσε σε αυτόν. Αυτά τα τάγματα ονομάστηκαν υφιστάμενες μονές (obedientiary priories) για να υποδεικνύεται η υποτέλειά τους στο Κλυνύ. Οι μοναχοί μακρινών μοναστηριών δεσμευόταν να διασχίσουν τη Γαλλία, για να συμβουλεύσουν ή συμβουλευτούν τον Ηγούμενο του Κλυνύ, εκτός και αν ερχόταν ο ίδιος στη περιοχή τους. Συγκεκριμένα, στη Βρετανία κάτι τέτοιο συνέβη μόνο πέντε φορές το 13ο αιώνα και δύο τον 14ο αιώνα.

Οι μοναχοί του Κλυνύ δεν απασχολούνταν με χειρωνακτικές εργασίες, όπως γινόταν σε άλλα μοναστήρια Βενεδικτίνων. Εργάτες προσλαμβάνοντο για τέτοιες εργασίες και οι μοναχοί αφιερώνοντο, κατά κύριο λόγο, σε αδιάλειπτες προσευχές. Παρά τη μοναστικό ιδεώδες της λιτής ζωής, το αββαείο του Κλυνύ κατείχε αργυρά κηροπήγια και χρυσά δισκοπότηρα με πολύτιμους λίθους, για χρήση στις Λειτουργίες, όπως και άμφια από λινό και μετάξι. Επίσης, χάρη στον πλούτο της μονής, οι μοναχοί έτρωγαν πλουσιοπάροχα και έπιναν από τους αμπελώνες τους κρασί Βουργουνδίας, που θεωρείται από τα καλύτερα στο κόσμο.

Κάτοψη.

Εκκλησίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι τρεις εκκλησίες του Κλυνύ οικοδομήθηκαν διαδοχικά από τον 10ο έως τις αρχές του 12ου αιώνα. Ονομάστηκαν με λατινικούς αριθμούς και αναφέρονται σαν Κλυνύ Ι, ΙΙ και ΙΙΙ. Η τρίτη και τελική εκκλησία τελείωσε το 1130 και ήταν η μεγαλύτερη εκκλησία μέχρι το 1506 που ξεκίνησε η ανέγερση της Βασιλικής του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη.

Αφιέρωση στους Αποστόλους Παύλο και Πέτρο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με το ιδρυτικό καταστατικό [5] του Γουλιέλμου Α' έπρεπε να κτιστεί ένα μοναστήρι αφιερωμένο στους Αποστόλους Πέτρο και Παύλο. Οι μοναχοί του έπρεπε να καταβάλουν το συμβολικό ποσό των δέκα σελινίων κάθε 5 χρόνια στο τάφο των Αποστόλων στη Ρώμη (limina apostolorum) και θα είχαν την προστασία των Αγίων (tuitio), καθώς και την προστασία του πάπα (defensio). Δεν υποτάσσονται σε καμία επίγεια δύναμη και κανένας, συμπεριλαμβανομένου του πάπα, δε μπορεί να εισβάλει στην ιδιοκτησία τους και να τους επιβληθεί ενάντια στη θέλησή τους.

Λείψανα των Αποστόλων μεταφέρθηκαν στο Κλυνύ. Υπάρχουν αναφορές από τον 11ο αι., πως λείψανα του Αγίου Πέτρου του Αποστόλου, μαζί με άλλα, είναι κλεισμένα σε ένα άγαλμα του Αγίου Πέτρου στο Κλυνύ.[6]

Νοηματική Γλώσσα στο Κλυνύ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι μοναχοί το μεσαίωνα ήταν συνηθισμένο να χρησιμοποιούν νοηματική γλώσσα. Στα μοναστήρια Βενεδικτίνων, όπου επιβαλλόταν ησυχία σε κάποιες περιοχές της μονής και ορισμένες ώρες, είχε αναπτυχθεί νοηματική γλώσσα για την επικοινωνία. Το Αββαείο του Κλυνύ είχε αναπτύξει ξεχωριστή δική του διάλεκτο και λέγεται ότι μπορούσαν να γίνονται ολόκληρες συζητήσεις. Υπάρχει μία λίστα, που περιλαμβάνει 118 νοηματικά στοιχεία, αλλά πιστεύεται πως αυτοί αντιπροσωπεύουν μόνο τον σκελετό της διαλέκτου.[7]

Στοιχεία της πρώιμης κλουνιακής νοηματικής διαλέκτου μπορούν να βρεθούν στη χειρονομιακή επικοινωνία, που χρησιμοποιούν οι Κιστερκιανοί σήμερα.

Παρακμή και Καταστροφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από το 12ο αιώνα το Κλυνύ άρχισε να έχει σοβαρά οικονομικά προβλήματα, που οφείλοντο κυρίως στη κατασκευή της τρίτης εκκλησίας του, που άρχισε το 1088. Τις δαπάνες αύξαναν οι φιλανθρωπίες προς τους φτωχούς. Η επιρροή στα θρησκευτικά θέματα άρχισε να χάνεται, καθώς άρχισαν να δημιουργούνται άλλα θρησκευτικά τάγματα, όπως οι Κιστερκιανοί και τα Επαιτικά τάγματα.

Η κακή διαχείριση των εδαφών τους και η απροθυμία των υφιστάμενων μονών να πληρώνουν το ετήσιο φόρο, που τους επιβαλλόταν, οδήγησαν σε πτώση των εσόδων. Επίσης, χάρη σε εκδοθέντα δάνεια κατέληξαν να χρωστάνε στους πιστωτές τους, που ήταν έμποροι του Κλυνύ ή Εβραίοι από το Μακόν. Κατά τον 14ο αιώνα ο πάπας άρχισε να διορίζει τους Ηγουμένους.

Μαζί με την παρακμή άρχισαν να ελαττώνονται και οι μοναχοί της μονής και τον 15ο αιώνα έφτασαν τους 60. Η ζωή του μοναχού παρέμεινε πλούσια, παρόλα αυτά. Το 1516 με το σύμφωνο της Μπολόνια ο βασιλιάς είχε τη δυνατότητα να διορίσει Ηγουμένους.

Κατά τη Γαλλική Επανάσταση πολλά μοναστήρια και εκκλησίες καταστράφηκαν και το 1793 τα αρχεία και οι εκκλησίες του Κλυνύ λεηλατήθηκαν. Πέντε χρόνια μετά, το 1798, το αββαείο πουλήθηκε για 2.140.000 φράγκα. Μέχρι και το 1813 το αββαείο χρησιμοποιήθηκε σαν λατομείο, για τη κατασκευή σπιτιών στη πόλη.

Το 1810 ανατινάχτηκε η πύλη του Κλυνύ ΙΙΙ και πολλά κομμάτια της έχουν χαθεί, κάτι που καθιστά δύσκολη την ανακατασκευή της.

Σήμερα παραμένει από το Κλυνύ ΙΙΙ το νοτιότερο μέρος του, με δύο πτέρυγες, ένα καμπαναριό και κάποια κτήρια.

Άγαλμα του Αγίου Οντιλό του Κλυνύ στη Βασιλική Σαιν Ουρμπάν, Τρουά, Γαλλία.

Κληρικοί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μοναχοί του Κλυνύ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ηγούμενοι του Κλυνύ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τρεις από τους ηγουμένους του Κλυνύ αγιοποιήθηκαν:

  • ο Άγιος Όντο (Odo) του Κλυνύ, ο οποίος υπήρξε ο δεύτερος ηγούμενος μετά τον Βέρνον,
  • ο Οντιλό (Odilo), ο πέμπτος ηγούμενος
  • ο Άγιος Ούγος (Hugues) του Κλυνύ, ο έκτος ηγούμενος

Εξωτερικές Αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Giles Constable (2010). The Abbey of Cluny: A Collection of Essays. LIT Verlag Münster
  • Bainton, Roland H. (1962). The Medieval Church. Princeton: D. Van Nostrand Company Inc.
  • Conant, Kenneth J. (1968). Cluny. Les églises et la maison du chef d'Ordre.
  • Cowdrey, H. E. J. (1970). The Cluniacs and the Gregorian Reform.
  • Evans, Joan (1968). Monastic Life at Cluny 910-1157. Oxford: Oxford University Press.
  • Lawrence, C. H. (1984). Medieval Monasticism.
  • Marquardt, Janet T. (2007). From Martyr to Monument: The Abbey of Cluny as Cultural Patrimony.
  • Mullins, Edwin (2006). In Search of Cluny: God's Lost Empire.
  • Rosenwein, Barbara H. (1982). Rhinoceros Bound: Cluny in the 10th Century.

Εξωτερικοί Σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην αγγλική

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 «base Mérimée» (Γαλλικά) Υπουργείο Πολιτισμού της Γαλλίας.
  2. Ανακτήθηκε στις 7  Μαρτίου 2021.
  3. dgcisth.armadillo.fr/app/photopro.sk/handicap/detail?docid=86395.
  4. Στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία διακρίνονται δύο τύποι ιδρυμάτων: α) το θρησκευτικό, τα μέλη του οποίου παίρνουν θρησκευτικούς όρκους και ζουν μια ζωή στην κοινότητα με τους συναδέλφους τους, και β) το κοσμικό, όπου οι χριστιανοί πιστοί ζουν στον κόσμο.
  5. Recueil des chartes de Cluny, I, 124-8, no. 112
  6. Liber Tramitis, 260-1,no. 189
  7. A Medieval Food List from the Monastery of Cluny, Kirk Ambrose, Gastronomica: The Journal of Food and Culture, Vol. 6, No. 1 (Winter 2006), pp. 14-20