Αββαείο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Το Αββαείο Ομ της Καν στη Νορμανδία

Το Αββαείο ή Αβαείο (Abbey στην αγγλική, Abbaye στη γαλλική) είναι ένα αντρικό ή γυναικείο χριστιανικό μοναστήρι της εκκλησίας της Δύσης. Αρχικά σήμαινε την κατοικία του Ηγουμένου, δηλαδή του αββά, ή της αββάισ(σ)ας για τα γυναικεία αββαεία, αργότερα όμως επεκράτησε να ονομάζεται έτσι ολόκληρο το μοναστικό συγκρότημα. Η ονομασία διαδόθηκε ευρέως στο δυτικό μοναχισμό από τους Βενεδικτίνους [1] και, στη συνέχεια, από τα μοναστικά τάγματα που προήλθαν από αυτούς.[2]

Ορθογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η λέξη, ως προερχόμενη από την αντίστοιχη αγγλική ή γαλλική (abbay-e), κανονικά πρέπει να γραφεί με δύο β.[1][3] Όμως, η απλοποίηση της νέας ελληνικής γλώσσας, αναφορικά με τα διπλά σύμφωνα που προέρχονται από τις ξένες γλώσσες και που δεν προφέρονται, έχει οδηγήσει επίσης στη γραφή με ένα (1) β, που δεν θεωρείται λανθασμένη.[2][4]

Εξέλιξη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η εξέλιξη των ιερών μονών στη Δύση επηρεάστηκε από την επίδραση του φεουδαρχικού συστήματος. Έτσι, τα αββαεία εξελίχθησαν εντός των πλαισίων της πολιτικοοικονομικής φεουδαρχικής οργάνωσης, με αποτέλεσμα να αποκτήσουν γρήγορα μεγάλες περιουσίες, χάνοντας έτσι τον παλαιό ασκητικό τους χαρακτήρα. Τα σημαντικότερα αββαεία κατέστησαν ισχυροί αυτόνομοι οργανισμοί με κανονισμούς, ιεραρχία, διοίκηση, προσωπικό μέχρι και φρουρά. Οι δε ηγούμενοι αυτών, οι αββάδες, διαχειριζόμενοι μέγιστα εισοδήματα αναδείχθηκαν σε μεγάλες προσωπικότητες που, στην εποχή της ακμής των αββαείων, άσκησαν όχι μόνο οικονομική αλλά και πολιτική επιρροή σε μεγάλη έκταση. Αυτή τους η αυτονομία, ωστόσο, υπέστη ριζικές μεταβολές μετά από τη μεταρρύθμιση του Κλυνύ, το οποίο συγκέντρωσε υπό μία διεύθυνση -εκείνη του δικού του αββά- όλες τις εξαρτώμενες μονές. Ο σύγχρονος Κώδικας Κανονικού Δικαίου της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, προβλέπει τη συγκέντρωση πολλών αββαείων σε θρησκευτική αδελφότητα.[1]

Όταν τα αββαεία απέκτησαν μεγάλη ισχύ, για τις θέσεις των αββάδων (ή αββαϊσσών) άρχισαν να ενδιαφέρονται οι τοπικοί άρχοντες που, ασκώντας πίεση στους επισκόπους, κατάφερναν να τοποθετούν ως ηγουμένους συγγενικά ή φιλικά τους πρόσωπα, για προσωπικό τους βέβαια όφελος. Έτσι τα αββαεία άρχισαν να αναμειγνύονται ενεργά στην κοσμική αλλά και πολιτική ζωή των περιοχών τους, καθιστάμενα πολλές φορές στυλοβάτες αυτού τούτου του φεουδαρχικού συστήματος.

Οργάνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα πρώτα αββαεία, οργανωμένα κατά το σύστημα των Βενεδικτίνων μοναχών, ήσαν πάντοτε εγκατεστημένα σε κτήματα, των οποίων εξασφάλιζαν την εκμετάλλευση, ενώ τα παραγόμενα προϊόντα επέτρεπαν στους μοναχούς να διαβιούν με σύστημα, σχεδόν, κλειστής οικονομίας. Τα κτιριακά συγκροτήματα αποτελούνταν κυρίως από τον ναό, την προ αυτού στοά, που αποτελούσε το χώρο συγκέντρωσης των μοναχών, και διάφορα άλλα βοηθητικά οικοδομήματα π.χ. εστιατόριο, αποθήκες, μαγειρείο, αναγνωστήριο, φαρμακείο, νοσοκομείο αλλά και ξενώνες για επισκόπους, προσκυνητές και οδοιπόρους. Οι αββάδες, βεβαίως, διατηρούσαν ιδιαίτερους χώρους σε διακεκριμένη θέση. Μερικά δε από τα ισχυρότερα αββαεία περιβάλλονταν από ισχυρά τείχη, ακόμη και τάφρους.

Τον αββά και, εκείνον που ήταν επιφορτισμένος με την εσωτερική πειθαρχία της κοινότητας (prieur), βοηθούν με το έργο τους μοναχοί προϊστάμενοι υπηρεσιών με μεγάλο βαθμό εξειδίκευσης. Μερικοί από αυτούς ήσαν: ο πρωτοσύνεδρος (prévôt), ο πρεσβύτερος (doyen), ο φύλακας των ιερών σκευών (sacristain), ο θεράπων (infirmier), ο ξενοδόχος (hospitalier), κ.ά. Από τον 9ο αιώνα, καθορισμένα κονδύλια διετίθεντο για κάθε μία από αυτές τις υπηρεσίες.[1]

Ρόλος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πολλοί λαϊκοί προσέφεραν υπηρεσίες στα αββαεία και αποζούσαν από αυτά, π.χ. δουλοπάροικοι, ελεύθεροι εργάτες, έμποροι, κ.ά. Τα αββαεία χρησίμευαν ενίοτε και ως τόπος διαμονής σημαινόντων εκκλησιαστικών προσώπων, οι οποίοι είχαν τιμωρηθεί ή/και είχαν θεωρηθεί επικίνδυνοι. Επί μοναρχικού καθεστώτος, ήταν υποχρεωμάνα να φιλοξενούν και να συντηρούν αναπήρους πολέμου.[1]

Τα αββαεία συνετέλεσαν πολύ στην τελειοποίηση του συστήματος εκμετάλλευσης της γης, καθώς μετέδωσαν, σε πολλά μέρη στους αγρότες της περιοχής τους, γεωργικές γνώσεις και μεθόδους καλλιέργειας. Συγχρόνως συνετέλεσαν στην ανάπτυξη βιοτεχνιών, ιδίως παραγωγής κρασιού ή άλλων οινοπνευματωδών ποτών. Ορισμένα αναδείχτηκαν ακόμη και σε μεγάλα μορφωτικά κέντρα με τις πλούσιες βιβλιοθήκες τους, συμβάλλοντας πολύ στην ανάπτυξη του πολιτισμού της Ευρώπης σε μια εποχή μάλιστα που, ελάχιστα καλλιεργούνταν τα γράμματα.

Ονομαστά Αββαεία ήταν του Κλυνύ, του Αγίου Γερμανού, του Αγίου Στεφάνου της Καν, του Μον-Σαιν-Μισέλ, του Σαιν Ντενί (Γαλλία), του Σανκτ Γκάλλεν (Ελβετία), της Υόρκης (Αγγλία), του Ουέστμινστερ κ.ά.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 Πάπυρος Λαρούς
  2. 2,0 2,1 Δομή
  3. Μπαμπινιώτης, σ. 38
  4. Πάπυρος Λαρούς 1978, 2006

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, 1978, 2006
  • Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963
  • Εγκυκλοπαίδεια Δομή, 2002-4

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]