Ένορκος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ένορκος είναι ο απλός πολίτης ο οποίος συμμετέχει σε δικαστήριο ως λαϊκός δικαστής. Το δικαστήριο, στο οποίο συμμετέχουν ένορκοι, ονομάζεται ορκωτό δικαστήριο. Αν η απόφαση λαμβάνεται μόνο από ενόρκους, το δικαστήριο ονομάζεται αμιγές, ενώ αν η απόφαση λαμβάνεται από κοινού από δικαστές και ενόρκους, ονομάζεται μικτό. Στα αμιγή ορκωτά δικαστήρια ο επαγγελματίας δικαστής απλώς προεδρεύει και διευθύνει τη συνεδρίαση, δίνει οδηγίες στους ενόρκους και ενδεχομένως αποφασίζει για δικονομικά ζητήματα (ζητήματα διαδικασίας).

Αρμοδιότητες ενόρκων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αν και συνήθως ανά τον κόσμο οι ένορκοι συμμετέχουν κυρίως σε ποινικά δικαστήρια, σε ορισμένες όμως χώρες όπως οι ΗΠΑ οι ένορκοι δικάζουν και αστικές υποθέσεις.

Πλεονεκτήματα θεσμού ενόρκων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η συμμετοχή λαϊκών δικαστών στην απονομή της δικαιοσύνης έχει πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Βασικά πλεονεκτήματα είναι τα εξής:

  • Οι ένορκοι θεωρείται ότι εκφράζουν το «κοινό περί δικαίου αίσθημα». Δεν προέρχονται από συγκεκριμένη κοινωνική τάξη με συγκεκριμένες καταβολές και κοινωνικές ιδέες, όπως ενδεχομένως οι δικαστές, αλλά αποτελούν αντιπροσωπευτικό δείγμα του συνόλου της κοινωνίας.
  • Δεν είναι επιρρεπείς σε σκλήρυνση και επαγγελματική διαστροφή, ενώ δίνουν περισσότερη προσοχή στη δίκη, επειδή γι' αυτούς η δίκη είναι μοναδικό γεγονός. Σε αντίθεση με τους επαγγελματίες δικαστές, που δικάζουν καθημερινά πολλές υποθέσεις, οι ένορκοι που προέρχονται από κλήρωση θα κληρωθούν να δικάσουν στατιστικά ελάχιστες φορές στη ζωή τους. Έτσι θα δώσουν μεγαλύτερη προσοχή στην υπόθεση που θα δικάσουν και η δίκη δεν θα είναι γι' αυτούς ρουτίνα, ενώ παράλληλα θα αντιμετωπίσουν τους διαδίκους με μεγαλύτερη επιείκεια.
  • Έχουν τη μέγιστη δημοκρατική νομιμοποίηση. Η δικαστική εξουσία, όπως όλες οι εξουσίες σε μια δημοκρατία, προέρχεται από τον λαό και ασκείται στο όνομά του. Με τον θεσμό των ενόρκων ο λαός συμμετέχει ενεργά στην απονομή της δικαιοσύνης και ασκεί ο ίδιος τη δικαστική εξουσία.
  • Ειδικά σε ποινικές δίκες η καταδίκη του κατηγορουμένου από ενόρκους τού δείχνει ότι η πράξη του δεν αποδοκιμάζεται μόνο από τακτικούς δικαστές, από ανθρώπους δηλαδή που «έχουν ως επάγγελμά τους την αποδοκιμασία και την τιμωρία», αλλά και από απλούς καθημερινούς συνανθρώπους του σαν κι αυτόν[1].

Μειονεκτήματα θεσμού ενόρκων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ως μειονεκτήματα του θεσμού των ενόρκων προβάλλονται κυρίως τα εξής:

  • Οι ένορκοι δεν έχουν ειδική νομική κατάρτιση και ενδέχεται να μην μπορούν να αποδώσουν δικαιοσύνη ή να ερμηνεύσουν το δίκαιο σε δύσκολες υποθέσεις. Συνήθως οι αποφάσεις των αμιγών ορκωτών δικαστηρίων δεν συνοδεύονται από αιτιολογία (ανάλυση των λόγων που οδήγησαν τον δικαστή στη λήψη της συγκεκριμένης απόφασης) και αυτό μειώνει το κύρος τους αλλά και τη χρησιμότητά τους ως νομολογία σε μελλοντικές όμοιες περιπτώσεις.
  • Οι ένορκοι μπορεί να είναι πιο επιρρεπείς σε συναισθηματικές ή άλλου είδους πιέσεις από τους παράγοντες της δίκης από ό,τι οι επαγγελματίες δικαστές.
  • Είναι δύσκολη η θεσμοθέτηση δυνατότητας έφεσης (δεύτερου βαθμού δικαιοδοσίας) κατά αποφάσεων ενόρκων. Ενώ για τις αποφάσεις που εκδίδουν επαγγελματίες δικαστές προβλέπεται συνήθως δυνατότητα επανάκρισης της υπόθεσης από αρχαιότερους και εμπειρότερους δικαστές, στην περίπτωση των ενόρκων κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν, καθώς εξ ορισμού δεν υπάρχουν «εμπειρότεροι» ή αρχαιότεροι ένορκοι. Έτσι οι διάδικοι στερούνται στα αμιγή ορκωτά δικαστήρια το δικαίωμα να δικαστούν ξανά από ανώτερο δικαστήριο.

Ιστορία του θεσμού των ενόρκων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αρχαία Ελλάδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Αρχαία Ελλάδα, μαζί με την πόλη κράτος της Αθήνας, είχε ενόρκους από το 500 π.Χ. που ψήφιζαν με μυστική ψήφο, και είχαν και το δικαίωμα να αναιρούν αντισυνταγματικούς νόμους.[2]

Ισλάμ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Λαφίφ (Lafif) της σχολής Μαλίκι (Maliki) του Ισλαμικού νόμου Σαρία και της Ισλαμικής δικαιοσύνης Fiqh, που υπήρχε από τον 8ο με 11ο αιώνα στη Χρυσή Εποχή του Ισλάμ, είχαν ομοιότητες με τους Άγγλους ενόρκους που εμφανίστηκαν μετέπειτα.[3][4]

Αγγλία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

The Jury, ένας πίνακας του 1861 που απεικονίζει Βρετανούς ενόρκους

Ο μοντέρνος θεσμός του ενόρκου εμφανίστηκε στην Αγγλία το 1166.[5]

Γαλλική Επανάσταση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο θεσμός των ενόρκων στη σύγχρονή του μορφή προέρχεται κυρίως από τη Γαλλική Επανάσταση του 1789 και ήταν απόρροια της δυσπιστίας του λαού προς τους επαγγελματίες δικαστές, οι οποίοι ήταν υπάλληλοι του μονάρχη[6]. Θεωρήθηκε δημοκρατική κατάκτηση και προστασία από την αυθαιρεσία οι πολίτες να δικάζονται από συμπολίτες τους και όχι από κρατικούς υπαλλήλους.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο θεσμός του ενόρκου συνηθίζεται στις ΗΠΑ.

Αν και συνήθως ανά τον κόσμο οι ένορκοι συμμετέχουν κυρίως σε ποινικά δικαστήρια, σε ορισμένες όμως χώρες όπως οι ΗΠΑ οι ένορκοι δικάζουν και αστικές υποθέσεις. Η δίκη μάλιστα ενώπιον αμιγούς ορκωτού δικαστηρίου αποτελεί και συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα των Αμερικανών πολιτών. Το αμερικανικό Σύνταγμα κατοχυρώνει στην 7η τροποποίηση (7th Amendment) το δικαίωμα, ιδιωτικές διαφορές που διέπονται από το common law και υπάγονται στη δικαιοδοσία των ομοσπονδιακών δικαστηρίων να εκδικάζονται από δικαστήρια ενόρκων:

In Suits at common law, where the value in controversy shall exceed twenty dollars, the right of trial by jury shall be preserved, and no fact tried by a jury, shall be otherwise re-examined in any Court of the United States, than according to the rules of the common law.

Στην Ελλάδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ιστορία στην Ελλάδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν πλέον αμιγή ορκωτά δικαστήρια. Ως το 1967 αμιγές δικαστήριο ήταν το Κακουργοδικείο. Σήμερα ένορκοι συμμετέχουν μόνο στα δύο μικτά ποινικά δικαστήρια, δηλαδή αυτά στα οποία η σύνθεση του δικάζοντος δικαστηρίου αποτελεί από επαγγελματίες δικαστές και απλούς πολίτες, ήτοι είτε στο μικτό ορκωτό δικαστήριο ή στο μικτό ορκωτό εφετείο. Τα δικαστήρια αυτά δικάζουν μόνο τα σοβαρότερα εγκλήματα, τα κακουργήματα και αποτελούνται από τρεις δικαστές και τέσσερις ενόρκους, οι οποίοι αποφασίζουν από κοινού. Οι ένορκοι που θα δικάσουν κάθε υπόθεση προκύπτουν κατόπιν 2 κληρώσεων, μεταξύ των ατόμων που συμπεριλαμβάνονται σε κατάλογο ενόρκων που συντάσσεται κατ'έτος για κάθε μικτό ορκωτό δικαστήριο ή μικτό ορκωτό εφετείο.

Ετήσιοι γενικοί κατάλογοι ενόρκων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατάρτιση ετησίου καταλόγου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το συμβούλιο πλημμελειοδικών κατόπιν γνώμης του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών καταρτίζει κάθε έτος έως την 20ή Απριλίου, ετήσιο κατάλογο ενόρκων για το μικτό ορκωτό δικαστήριο. Το ίδιο πράττει και το συμβούλιο εφετών για το μικτό ορκωτό εφετείο κατόπιν γνώμης του εισαγγελέα Εφετών. Κατά τη σύνταξη των καταλόγων προτιμούνται πάντοτε εκείνοι που παρέχουν τις εγγυήσεις χρηστότητας, αμεροληψίας, ανεξαρτησίας γνώμης και κοινωνικής πείρας, καθώς επίσης και όσοι έχουν μόρφωση ανώτερη από εκείνη που απαιτεί ο νόμος για κάθε κατάλογο ενόρκων. Ο κατάλογος αποτελείται, όσο είναι δυνατό, από ίσο αριθμό ονομάτων αντρών και γυναικών. Περιέχει συνολικά: α) για την Αθήνα έως 1.200, όχι όμως λιγότερα από 800 ονόματα˙ β) για τη Θεσσαλονίκη, Πειραιά και Πάτρα έως 1.000, όχι όμως λιγότερα από 600 ονόματα και γ) για τις υπόλοιπες πόλεις έως 750, όχι όμως λιγότερα από 150 ονόματα.

Ενστάσεις κατά του καταλόγου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έως το τέλος Μαΐου κάθε έτους ο εισαγγελέας, όσοι συμπεριλήφθηκαν στον κατάλογο, αλλά και κάθε πολίτης μπορούν να υποβάλλουν στο αρμόδιο συμβούλιο αιτήσεις για να εγγραφούν ένορκοι εκείνοι που έχουν τα προσόντα που ορίζει ο νόμος ή αντίθετα να καταθέσουν ενστάσεις για να διαγραφούν όσοι δεν έχουν ή έχασαν τα προσόντα αυτά ή υπάγονται σε κάποιαν από τις περιπτώσεις κωλύματος ή ισόβιας ή προσωρινής ανικανότητας που αναφέρει ο νόμος ή όσοι έχουν άγνωστη διαμονή ή είναι ανύπαρκτα πρόσωπα ή έχουν πεθάνει. Οι αιτήσεις ή ενστάσεις υποβάλλονται στον αρμόδιο Εισαγγελέα, ο οποίος στο πρώτο δεκαήμερο του Ιουνίου ο εισαγγελέας υποβάλλει στο αρμόδιο συμβούλιο τις αιτήσεις και τις ενστάσεις μαζί με τις προτάσεις του. Μέσα στον ίδιο μήνα το συμβούλιο αποφαίνεται για τις αιτήσεις και τις ενστάσεις με απόφασή του και εγγράφει αυτούς που πρέπει να εγγραφούν, διαγράφει αυτούς που πρέπει να διαγραφούν και κηρύσσει τον κατάλογο οριστικό, ο οποίος κατάλογος ισχύει για το αμέσως επόμενο δικαστικό έτος από την 1η Οκτωβρίου έως τις 30 Σεπτεμβρίου. Αν για οποιονδήποτε λόγο δεν καταρτιστεί ή δεν κηρυχθεί οριστικός ο ετήσιος γενικός κατάλογος, ισχύει ο οριστικός κατάλογος του προηγούμενου δικαστικού έτους.

Κατάλογοι ενόρκων για κάθε μηνιαία σύνοδο των μικτών ορκωτών δικαστηρίων & εφετείων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατάρτιση καταλόγου για κάθε μηνιαία σύνοδο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κάθε μήνα, 15 ημέρες πριν αρχίσει η μηνιαία σύνοδος του μικτού ορκωτού δικαστηρίου ή εφετείου το οικείο συμβούλιο, αφού ακούσει τον εισαγγελέα, με απόφασή του εκλέγει γι' αυτή τη σύνοδο από τον ετήσιο γενικό κατάλογο: α) στην Αθήνα 100 ενόρκους, β) στη Θεσσαλονίκη, Πειραιά και Πάτρα από 80 ενόρκους και γ) στις υπόλοιπες πόλεις από 60 ενόρκους. Αφού γίνει η πρώτη αυτή εκλογή, την ίδια ημέρα, γίνεται και δεύτερη κλήρωση για τη σύνταξη του οριστικού καταλόγου των ενόρκων κάθε συνόδου. Τη δεύτερη αυτή κλήρωση διεξάγει παρουσία του εισαγγελέα το κατά τόπο αρμόδιο τριμελές πλημμελειοδικείο που κληρώνει: α) για το μικτό ορκωτό δικαστήριο Αθηνών, 40 ενόρκους, β) για το μικτό ορκωτό δικαστήριο Θεσ/νίκης, Πειραιά και Πάτρας, από 36 ενόρκους και γ) για το μικτό ορκωτό δικαστήριο των άλλων πόλεως από 32 ενόρκους Οι ένορκοι που κληρώθηκαν για τον οριστικό κατάλογο μιας συνόδου, δεν περιλαμβάνονται στην εκλογή των ενόρκων για τη σύνοδο του αμέσως επόμενου μήνα. Από τους ενόρκους που κληρώθηκαν για τον οριστικό κατάλογο μιας συνόδου,: α) οι 20 που κληρώθηκαν πρώτοι από το συμβούλιο πλημμελειοδικών Αθηνών είναι οι ένορκοι της περιόδου του πρώτου δωδεκαημέρου της συνόδου του μικτού ορκωτού δικαστηρίου Αθηνών, και οι υπόλοιποι 20 ύστερα από αυτούς είναι οι ένορκοι της περιόδου του δευτέρου δωδεκαημέρου της ίδιας συνόδου, β) οι 18 πρώτοι που κληρώθηκαν από τα συμβούλια πλημμελειοδικών Θεσ/νίκης, Πειραιά και Πάτρας είναι οι ένορκοι της περιόδου του πρώτου δωδεκαημέρου του μικτού ορκωτού δικαστηρίου της έδρας του καθενός, και οι υπόλοιποι 18 ύστερα από αυτούς είναι οι ένορκοι της περιόδου του δεύτερου δωδεκαημέρου της ίδιας συνόδου και γ) οι 16 πρώτοι που κληρώθηκαν από κάθε συμβούλιο πλημμελειοδικών των υπόλοιπων πόλεων είναι οι ένορκοι της περιόδου του πρώτου δωδεκαημέρου της συνόδου του μικτού ορκωτού δικαστηρίου της έδρας του καθενός και οι υπόλοιποι 16 είναι οι ένορκοι της περιόδου του δεύτερου δωδεκαημέρου της συνόδου. Αν για οποιονδήποτε λόγο δεν έγινε από κάποιο συμβούλιο πλημμελειοδικών ή τριμελές πλημμελειοδικείο η εκλογή ή η κλήρωση των ενόρκων για κάποια σύνοδο, ισχύει γι' αυτή τη σύνοδο ο κατάλογος των ενόρκων της προηγουμένης συνόδου.

Κλήτευση και δηλώσεις των ενόρκων που κληρώθηκαν για κάθε μηνιαία σύνοδο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι ένορκοι που κληρώθηκαν για κάθε μηνιαία σύνοδο καλούνται να εμφανιστούν στους τακτικούς δικαστές του μικτού ορκωτού δικαστηρίου την ημέρα που αρχίζει η σύνοδος και να εμφανίζονται σ' αυτούς για να εκπληρώσουν τα καθήκοντά τους σε κάθε δικάσιμο της δωδεκαήμερης περιόδου για την οποία κληρώθηκαν. Οι ένορκοι που κληρώθηκαν για τη σύνοδο οφείλουν πριν από την έναρξη της συνόδου να δηλώσουν αν έχουν ή έχασαν τα νόμιμα προσόντα για να είναι ένορκοι ή αν υπάγονται σε κάποια από τις περιπτώσεις κωλύματος ή ισόβιας ή προσωρινής ανικανότητας για να εκπληρώσουν τα καθήκοντα του ενόρκου. Ο ένορκος που παραλείπει να κάνει τη δήλωση που οφείλει ή αποκρύπτει την αλήθεια τιμωρείται με φυλάκιση το πολύ ενός έτους ή με χρηματική ποινή.

Διαγραφή και αντικατάσταση των ενόρκων που κληρώθηκαν[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη συνεδρίαση που γίνεται στο ακροατήριο κατά την ημέρα που αρχίζει η κάθε μηνιαία σύνοδος διαβάζεται ο κατάλογος των ενόρκων που κληρώθηκαν για τη σύνοδο και για τις δύο δωδεκαήμερες περιόδους της συνόδου. Οι τακτικοί δικαστές του μικτού ορκωτού δικαστηρίου με την ανάγνωση του καταλόγου διατάσσουν να διαγραφούν εκείνοι από τους ενόρκους που κληρώθηκαν για τους οποίους προκύπτει ότι δεν έχουν ή ότι έχασαν τα κατά νόμιμα προσόντα για να είναι ένορκοι ή ότι υπάγονται σε κάποια από τις περιπτώσεις κωλύματος ή ισόβιας ή προσωρινής ανικανότητας για να εκπληρώσουν τα καθήκοντα του ενόρκου, ή ότι έχουν άγνωστη διαμονή ή ότι είναι ανύπαρκτα πρόσωπα ή ότι έχουν πεθάνει. Οι ίδιοι τακτικοί δικαστές ευθύς μετά τη διαγραφή και στην ίδια συνεδρίαση κληρώνουν από εκείνους τους ενόρκους που εκλέχθηκαν για τη μηνιαία σύνοδο ίσον αριθμό άλλων ενόρκων ως αντικαταστάτες για εκείνους που διαγράφηκαν.

Ποινές λιπενόρκων – νόμιμοι λόγοι απουσίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι ένορκοι που κληρώθηκαν για κάθε μηνιαία σύνοδο, αν απουσιάσουν χωρίς νόμιμο λόγο, τιμωρούνται με απόφαση των τακτικών δικαστών αμέσως μετά την ανάγνωση του καταλόγου των ενόρκων με χρηματική ποινή 59€ έως 120€. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και ο ένορκος που αν και κληρώθηκε αποχώρησε κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης ή δεν επέστρεψε ύστερα από διακοπή της. Νόμιμοι λόγοι απουσίας θεωρούνται: α) ασθένεια του ενόρκου ή μέλους της οικογένειάς του, που δεν του επιτρέπει να εμφανιστεί προσωπικά και βεβαιώνεται με ιατρικό πιστοποιητικό˙ β) έκτακτη δημόσια υπηρεσία, που βεβαιώνεται επίσημα και αιτιολογημένα από την προϊσταμένη αρχή˙ γ) σπουδαίοι και ειδικώς κάθε φορά διαπιστωμένοι λόγοι, που έκαναν αδύνατη την προσωπική εμφάνιση του ενόρκου. Αν ο ένορκος που τιμωρήθηκε είχε νόμιμο λόγο να απουσιάσει, από ανώτερη όμως βία ή ανυπέρβλητα αίτια δεν μπόρεσε να τον γνωστοποιήσει στους τακτικούς δικαστές του μικτού ορκωτού δικαστηρίου την ημέρα που απουσίαζε, μπορεί να υποβάλει αίτηση για ακύρωση της απόφασης μέσα σε 15 ημέρες από τότε που έγινε η επίδοση σε αυτόν της απόφασης με την οποία του επιβλήθηκε η ποινή.

Κλήρωση ενόρκων για να συζητηθεί η κάθε υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πριν αρχίσει να συζητείται κάθε υπόθεση, διαβάζεται σε δημόσια συνεδρίαση με την παρουσία του εισαγγελέα και του κατηγορουμένου ο κατάλογος των ενόρκων της δωδεκαήμερης περιόδου, για την οποία προσδιορίστηκε η υπόθεση, τα ονόματα που υπάρχουν στον κατάλογο διαβάζονται δυνατά με τη σειρά που είναι γραμμένα, ωσότου συμπληρωθεί από τους παρόντες ενόρκους ο αριθμός 10 ατόμων. Τα ονόματα αυτών των 10 ενόρκων μπαίνουν στην κληρωτίδα για να κληρωθούν οι 4 που μετέχουν με τους τακτικούς δικαστές στη σύνθεση του μικτού ορκωτού δικαστηρίου ή εφετείου που θα δικάσει την υπόθεση. Με αίτηση του εισαγγελέα, του πολιτικώς ενάγοντος ή του κατηγορουμένου, καθώς και με δήλωση του ενόρκου, του οποίου το όνομα διαβάστηκε από τον κατάλογο, και ύστερα από απόφαση των τακτικών δικαστών δεν περιλαμβάνεται στην κληρωτίδα το όνομα του ενόρκου ο οποίος εξαιτίας της υπηρεσίας του συνέπραξε άμεσα ή έμμεσα στην ανάκριση της υπόθεσης ή ως μάρτυρας κατέθεσε ή ως πραγματογνώμονας γνωμοδότησε ή έχει συμφέρον επειδή αδικήθηκε ή ζημιώθηκε ή υπήρξε κατά την προδικασία συνήγορος ενός από τους διαδίκους και έδωσε συμβουλές, συνέταξε υπομνήματα, δικόγραφα πολιτικών αγωγών, αιτήσεων κλπ. ή υπήρξε ή είναι συνήγορος στο ακροατήριο για οποιονδήποτε συμμέτοχο ή τον πολιτικώς ενάγοντα ή τον κατηγορούμενο ή τον αστικώς υπεύθυνο. Επίσης δεν περιλαμβάνονται στην κληρωτίδα ούτε τα ονόματα των ενόρκων που είναι σε ευθεία ή πλάγια γραμμή συγγενείς έως έκτου βαθμού εξ αίματος ή τετάρτου εξ αγχιστείας με τον πολιτικώς ενάγοντα, τον κατηγορούμενο, τον αστικώς υπεύθυνο ή τους συνηγόρους. Έτσι αφού παραλειφθούν τα ονόματα των ενόρκων που υπάγονται σε μία από αυτές τις περιπτώσεις, συνεχίζεται η ανάγνωση των ονομάτων ίσου αριθμού από τους επόμενους, ωσότου συμπληρωθεί ο αριθμός των 10 ενόρκων, που τα ονόματα τους θα περιληφθούν στην κληρωτίδα.

Εξαίρεση ενόρκων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αφού τεθούν στην κληρωτίδα τα ονόματα των 10 ενόρκων, ο πρόεδρος του μικτού ορκωτού δικαστηρίου εξάγει κάθε φορά ένα όνομα˙ το όνομα αυτό διαβάζει δυνατά ο πρόεδρος και το γνωστοποιεί στον εισαγγελέα και στον κατηγορούμενο, για να ασκήσουν το δικαίωμα εξαίρεσης ωσότου συμπληρωθεί ο αριθμός των τεσσάρων 4 ενόρκων που απαιτούνται για τη σύνθεση του δικαστηρίου, αφού αφαιρεθούν όσοι εξαιρεθούν. Ο εισαγγελέας και ο κατηγορούμενος έχουν το δικαίωμα να εξαιρέσουν ο καθένας ελεύθερα 2 ενόρκους, χωρίς να έχουν την υποχρέωση να αιτιολογήσουν την εξαίρεση.

Όρκος ενόρκων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι ένορκοι που κληρώθηκαν και δεν εξαιρέθηκαν καταλαμβάνουν στην έδρα του μικτού ορκωτού δικαστηρίου τις θέσεις που έχουν καθοριστεί γι' αυτούς από τη μία και την άλλη πλευρά των τακτικών δικαστών και κατόπιν δίνουν τον καθιερωμένο όρκο, τον οποίο διαβάζει ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου: "Ορκιστείτε και υποσχεθείτε ότι θα θεωρήσετε με προσοχή και θα εξετάσετε με ευσυνειδησία, στη διάρκεια της δικαστικής συζήτησης, την κατηγορία εναντίον του, καθώς και την υπεράσπισή του, ότι δεν θα συνεννοηθείτε με κανέναν σχετικά με την απόφαση που θα εκδοθεί και ότι κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων που σας επιβάλλονται δεν θα ενεργήσετε επηρεασμένοι από φιλία, έχθρα ή χάρη, ούτε για κάποια ιδιαίτερη ωφέλεια ή για άλλη παρόμοια αιτία, αλλά θα έχετε στο νου σας μόνο τον Θεό, τη δικαιοσύνη και την αλήθεια και ότι θα ψηφίσετε κατά συνείδηση και κατά την ελεύθερη πεποίθηση που θα σχηματίσετε από τη συζήτηση, προσφερόμενοι εντελώς πιστά και άδολα, για να έχετε βοηθό τον Θεό και το Ιερό Ευαγγέλιό του". Αφού διαβάσει τον όρκο, ο πρόεδρος του δικαστηρίου καλεί ονομαστικά κάθε ένορκο, να σηκώσει το δεξί του χέρι και να προφέρει τη λέξη "ορκίζομαι".

Δικαιώματα ενόρκων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι ψήφοι των τακτικών δικαστών και των ενόρκων είναι ισότιμες. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ένας κατηγορούμενος μπορεί να αθωωθεί ή να καταδικαστεί εάν συμφωνούν όλοι οι ένορκοι, ανεξάρτητα από το εάν συμφωνούν ή διαφωνούν οι επαγγελματίες δικαστές, καθόσον οι ένορκοι έχουν την πλειοψηφία (4 ένορκοι – 3 δικαστές). Οι ένορκοι έχουν επίσης το δικαίωμα να απευθύνουν στους μάρτυρες και στον κατηγορούμενο όλες τις ερωτήσεις που είναι χρήσιμες για την εξακρίβωση της αλήθειας, αφού πάρουν τον λόγο από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου. Αποζημίωση ίση με το εκάστοτε ισχύον κατώτατο ημερομίσθιο ανειδίκευτου εργάτη καταβάλλεται για κάθε πλήρη ημέρα απασχόλησης τους στο δικαστήριο, όπως προβλέπει το άρθρο 9 της απόφασης ΥΠ.ΔΙΚ.-ΟΙΚΟΝ. 35163/1274 της 11 Απριλίου 1985 (ΦΕΚ Β 239 30/4/1985).

Νόμιμα προσόντα ενόρκων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ικανοί να εκπληρώσουν καθήκοντα ενόρκου είναι: α) Για το μικτό ορκωτό δικαστήριο, οι Έλληνες πολίτες και των δύο φύλων που κατοικούν ή διαμένουν μόνιμα στην έδρα του πρωτοδικείου όπου συγκροτείται το μικτό ορκωτό δικαστήριο, έχουν συμπληρώσει το 30ο έτος της ηλικίας τους, δεν έχουν όμως περάσει το 70ο, έχουν τουλάχιστον απολυτήριο δημοτικού και δεν έχουν στερηθεί τα πολιτικά τους δικαιώματα. β) Για το μικτό ορκωτό εφετείο, οι Έλληνες πολίτες και των δύο φύλων που κατοικούν ή διαμένουν μόνιμα στην έδρα του εφετείου, όπου συγκροτείται το μικτό ορκωτό εφετείο, έχουν συμπληρώσει το 40ο έτος της ηλικίας τους, δεν έχουν όμως περάσει το 70ο, έχουν τουλάχιστον απολυτήριο Λυκείου και δεν έχουν στερηθεί τα πολιτικά τους δικαιώματα.

Κωλύματα των ενόρκων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δεν μπορούν να είναι ένορκοι: α) ισοβίως οι κληρικοί κάθε θρησκεύματος και κάθε γενικά βαθμού, καθώς και οι μοναχοί˙ β) προσωρινά και όσο διαρκεί η ιδιότητά τους ο πρόεδρος της δημοκρατίας, ο πρωθυπουργός, οι αντιπρόεδροι της κυβέρνησης, οι υπουργοί, οι υφυπουργοί, οι γενικοί γραμματείς των υπουργείων, οι βουλευτές, οι καθηγητές πανεπιστημίων, οι νομάρχες, οι διπλωματικοί υπάλληλοι, οι ισόβιοι δικαστικοί λειτουργοί κάθε κατηγορίας και οι πάρεδροι, το κύριο προσωπικό του νομικού συμβουλίου του κράτους, οι δήμαρχοι, οι πρόεδροι κοινοτήτων και οι υπάλληλοι της γραμματείας όλων των δικαστηρίων και των εισαγγελιών.

Προσωρινή ανικανότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Είναι προσωρινά ανίκανοι να εκπληρώσουν τα καθήκοντα του ενόρκου: 1) εκείνοι που παραπέμφθηκαν για οποιοδήποτε έγκλημα από δόλο για το οποίο ο νόμος προβλέπει ποινή φυλάκισης τουλάχιστο τριών μηνών˙ 2) εκείνοι που βρίσκονται σε δικαστική απαγόρευση ή αντίληψη˙ 3) εκείνοι που πτώχευσαν ωσότου αποκατασταθούν˙ 4) οι ασθενείς διανοητικά˙ 5) οι τυφλοί και οι κωφάλαλοι. Εκείνοι που καταδικάστηκαν αμετάκλητα για οποιοδήποτε έγκλημα από δόλο σε ποινή στερητική της ελευθερίας τους πάνω από τρεις μήνες, είναι ισοβίως ανίκανοι να εκτελούν τα καθήκοντα του ενόρκου.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Ανδρουλάκης, σελ. 132.
  2. Carey, Christopher. "Legal Space in Classical Athens." Greece & Rome 41(2): Oct. 1994, pp. 172-186.
  3. Makdisi, John A.: The Islamic Origins of the Common Law, North Carolina Law Review, 1999, June, volume 77, issue 5, σελ. 1635-1739
  4. Jamila Hussain, Book Review: The Justice of Islam από Lawrence Rosen, Melbourne University Law Review, volume 30, 2001
  5. Oxford History of England, 2nd ed 1955, vol III Domesday Book to Magna Carta, A l Poolepp.397-398
  6. Ανδρουλάκης, σελ. 130.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]