Έκδοση εγκληματία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η Έκδοση εγκληματία αποτελεί θεσμό μεταξύ κρατών για σύλληψη εγκληματίου που έχει καταφύγει στο έδαφός των και παράδοση αυτού στις αρχές του κράτους που είναι υπήκοος, ή τον καταζητεί. Η παράδοση αυτή τόσο κατά το εσωτερικό δίκαιο της χώρας όσο και κατά το Διεθνές καλείται έκδοση.

Γενικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 13 Δεκεμβρίου 1957 υπεγράφη στο Παρίσι πολυμερής Ευρωπαϊκή Σύμβαση περί εκδόσεων εγκληματιών. Επίσης στις 20 Απριλίου 1959 υπεγράφη στο Στρασβούργο ειδικό συμπλήρωμα αυτής περί αμοιβαίας δικαστικής αρωγής και διεθνούς δικαστικής συνεργασίας και συνδρομής προς αποτελεσματική δίωξη του εγκλήματος.

Και τις δύο παραπάνω συμβάσεις υπέγραψαν η Αγγλία, η Αυστρία, το Βέλγιο, η Γαλλία, η Δανία, η τότε Δυτική Γερμανία, η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Ισλανδία, η Ιταλία, το Λουξεμβούργο, η Νορβηγία, η Ολλανδία, η Σουηδία και η Τουρκία.

Πριν την συνομολόγηση της παραπάνω συνθήκης ίσχυαν οι διμερείς συνθήκες που συνομολογούνταν μεταξύ των χωρών. που τις περισσότερες των περιπτώσεων δεν προσδιόριζαν την διαδικασία έκδοσης αφήνοντας αυτό στην εσωτερική νομοθεσία.

Συναφείς ορισμοί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Εκζητούν κράτος, ή Εκζητούσα χώρα: καλείται το κράτος που αιτεί την έκδοση του εγκληματία.
  2. Εκδίδον κράτος, ή εκδίδουσα χώρα: καλείται το κράτος που εκδίδει - παραδίδει τον εγκληματία.
  3. Αίτηση έκδοσης εγκληματία: καλείται ή διαβιβαζόμενη δια της διπλωματικής οδού αίτηση του εκζητούντος κράτους. για σύλληψη και παράδοση συγκεκριμένου εγκληματία.
  4. Εκζητούμενος εγκληματίας: καλείται ο αναφερόμενος στην αίτηση έκδοσης εγκληματία.
  5. Εκδιδόμενος εγκληματίας: καλείται ο προαναφερόμενος μετά την λήψη απόφασης έκδοσής του.

Αίτηση έκδοσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Αίτηση έκδοσης εγκληματία, κατά διεθνή ακολουθούμενη τακτική, στα πλαίσια πάντα της δικαστικής αρωγής και συνεργασίας, διαβιβάζεται μέσω διπλωματικής οδού και συγκεκριμένα από την πρεσβεία της εκζητούσας χώρας στο υπουργείο Εξωτερικών της προς έκδοση χώρας. Στην αίτηση αυτή συνάπτονται υποχρεωτικά το κατηγορητήριο, με συνοπτική περιγραφή του διαπραχθέντος εγκλήματος, ένταλμα σύλληψης και κάθε άλλο σχετικό έγγραφο που να πιστοποιούν το πρόσωπο (φωτογραφίες, δακτυλικά αποτυπώματα κ.λπ.) και να βεβαιώνουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής προς παραπομπή σε δίκη του εκζητουμένου.
Η Αίτηση αυτή με τα επισυναπτόμενα αφού μεταφραστούν επίσημα διαβιβάζεται επικυρωμένη υπό του υπουργού Εξωτερικών στον υπουργό της Δικαιοσύνης ο οποίος με τη σειρά του αφού ελέγξει την νομιμότητα της αίτησης την αποστέλλει μετά των συνημμένων της στον προϊστάμενο της δικαστικής αρχής, (πρόεδρο των εφετών), της περιφέρειας όπου φέρεται να διαμένει ο εκζητούμενος. Αν κατά τον έλεγχο της νομιμότητας γεννηθούν τυχόν αμφιβολίες, η διαδικασία διακόπτεται μέχρι το εκζητούν κράτος παράσχει επιπλέον επεξηγήσεις που να άρουν τις γεννηθείσες αμφιβολίες.

Ουσιαστικά με την αίτηση ζητούνται α) σύλληψη του εκζητουμένου, β) κατάσχεση παντός ενοχοποιητικού στοιχείου επί της υπόθεσης που τον βαραίνει και γ) έκδοση - παράδοση αυτού σε κλιμάκιο αστυνομικής ή δικαστικής Αρχής του εκζητούντος κράτους.

Ελληνική νομοθεσία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην Ελλάδα πρώτος νόμος που καθόριζε την διαδικασία έκδοσης εγκληματία ήταν επί βασιλείας Γεωργίου του Α΄, ο ΒϠϞΘ του 1904. Την εποχή εκείνη το Βασίλειο της Ελλάδος είχε συνάψει σχετικές διμερείς συμβάσεις με το Ηνωμένο Βασίλειο, τις ΗΠΑ, την Αλβανία, την Αυστροουγγρική, Γερμανική και Οθωμανική Αυτοκρατορία, το Βασίλειο της Βουλγαρίας, Βελγίου, Ισπανίας, Ολλανδίας, Ιταλίας, το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, την Ελβετία, τη Γαλλία και την Τσεχία.
Μεταγενέστερος σχετικός νόμος ήταν ο Α.Ν. 912/1949, (του 1949), "Περί διεθνούς συνεργασίας και δικαστικής συνδρομής στη δίωξη ("εν τη διώξει") του εγκλήματος", οι διατάξεις του οποίου εφαρμόζονταν εφόσον δεν συγκρούονταν με τις διμερείς συμβάσεις. Συνέχεια του προηγουμένου το θέμα της έκδοσης εγκληματία ρυθμίζει με κάθε λεπτομέρεια το τρίτο τμήμα του "Κώδικα Ποινικής Δικονομίας" και συγκεκριμένα τα άρθρα 436 έως και 456, που τέθηκε σε ισχύ με τον Ν.1493/17 Αυγούστου 1950,